ταῦτα ἀναπαιστικά εἰσι δίμετρα καὶ μονόμετρα ηʹ τὰν δ ' ἄπληστον κακῶν ] ἀντιστροφὴ τῆς ἄνω στροφῆς . τὰ δὲ | ||
σύστημα ἕτερον κώλων ηʹ . . . † τάνδ ' ἄπληστον : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , |
ἀπορία τελέθει , τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις | ||
ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ ' αὐτῷ . πότˈνια δ ' ὀξυτάτων βελέων ποικίλαν ἴϋγγα τετˈράκˈναμον Οὐλυμπόθεν ἐν |
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [ | ||
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . . |
χοὸς δεκάτῃ ἐνὶ μοίρῃ . ἀλλ ' ἤτοι γερύνων καναχοὶ περίαλλα τοκῆες βάτραχοι ἐν χύτρῃσι καθεψηθέντες ἄριστοι βάμματι : πολλάκι | ||
μηδὲ κατόπτρῳ χειρὶ διακρίνουσα τεὴν αὐγάζεο μορφήν , μηδὲ κόμης περίαλλα πολυσχιδέας πλέκε σειράς , μηδὲ μέλαινε τεοῖσιν ὑπὸ βλεφάροισιν |
α . . . . Αἰηνές : τὸ δεινὸν καὶ πολύστονον : Ἀρχίλοχος : προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . | ||
κάλυμμα Νηρηΐδες . Τῶ σε , πολέμαρχε Κνωσίων , κέλομαι πολύστονον ἐρύκεν ὕβριν : οὐ γὰρ ἂν θέλοιμ ' ἀμβρότοι |
φυσικοῖς ὀνόμασι χρῆται . λώβην : κάκωσιν , ὕβριν . ὑπέρβιον : μέγα καὶ θαυμαστόν : οἶδε γὰρ αὐτὸ δεινὸν | ||
ὅπερ . θράσος : ἀναίδειαν . Καταπτήσσουσιν : φοβοῦνται . ὑπέρβιον : ὑπερηρμένον , δυνατὸν , ἰσχυρόν . ἡγητῆρα : |
δ ' ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες , κλέψαι δ ' ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην . ἔνθ ' ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν | ||
ἀργαλέως μαίνοντο . Φόβος δ ' ἑτέρωθε καὶ Ἄρης λαοὺς ὀτρύνεσκον : ἐφέσπετο δέ σφισι Δεῖμος φοινήεντι λύθρῳ πεπαλαγμένος , |
οἱ ἀλκή . Τρῶες δ ' ὡς ἐσίδοντο δαϊκταμένην ἐνὶ χάρμῃ , πανσυδίῃ τρομέοντες ἐπὶ πτόλιν ἐσσεύοντο , ἄσπετ ' | ||
* * * * * ἢ ὑπὸ ληιστῆρσιν ἢ ἐν χάρμῃ δορίληπτοι πέρνανται σφιγχθέντες ἀεικελίοις ὑπὸ δεσμοῖς , δηθάκι καὶ |
πομπεύεσκε περισταδόν , ἐν δὲ λέαινα . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . καί μ | ||
χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . ἤδη δ |
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν | ||
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι |
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : | ||
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα |
ἑκάστην δῦνεν ἄχος : σὺν δέ σφι πατὴρ ὀλοῷ ὑπὸ γήραι ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν . αὐτὰρ ὁ τῶν | ||
τῆι δίκηι πικρόν . ὦ τέκνον , οὐχ ἅπαντα τῶι γήραι κακά , Ἐτεόκλεες , πρόσεστιν : ἀλλ ' ἡμπειρία |
Ἄργος , ὡς μυθεύεται : ὅθεν καὶ πανόπτης ἐλέγετο . βούταν δὲ αὐτὸν καλεῖ διὰ τὸ αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν | ||
ὅπως στασῇ Διομήδεος ἆσσον ἰοῖσα , καὶ λέγε “ τὸν βούταν νικῶ Δάφνιν , ἀλλὰ μάχευ μοι ” ἄρχετε βουκολικᾶς |
ὅτι τὴν μὲν ἀκωκὴν κρυόεσσαν εἶπε , τὴν δ ' ἐρωὴν πυρόεσσαν , ἐκείνην μὲν διὰ τὸ φοβερὸν , ταύτην | ||
νὺξ ἐκάλυψεν . ὄφρα δὲ Τυδεΐδης μετὰ δούρατος ᾤχετ ' ἐρωὴν τῆλε διὰ προμάχων , ὅθι οἱ καταείσατο γαίης τόφρ |
ὀρθῶνται , πεπυκνῶνται , ἐξέχουσιν . οὐτάζουσιν : τιτρώσκουσιν . ὀπωπάς : ὀφθαλμοὺς , ὄψεις . Ἀμήχανα : μάταια , | ||
ἔρειδον αἰδόμενοι , ὁτὲ δ ' αὖτις ἐπὶ σφίσι βάλλον ὀπωπάς ἱμερόεν φαιδρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωντες . ὀψὲ δὲ |
εὐδαιμονῶν καρτερεῖν οὐκ ἠδυνήθη . κόρῳ δ ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον : διὰ δὲ τὸν κόρον μεγάλως ἐβλάβη λίθῳ παλαίσας | ||
ὄϊς μέγα λαϊνέοιο μετώπου , καὶ κάπρος μένος οἶδεν ἑῶν ὑπέροπλον ὀδόντων . Ὅσσαι μέν νυν ἔασιν ἐπακτήρεσσι δαφοινοῖς μουναδὸν |
φέροντο . Κατεκλάσθη δ ' ἄρ ' Ἀχαιῶν θυμὸς ἐνὶ στέρνοισιν , ἐπεὶ νέας ἄλλοτε μέν που ὑψηλὸν φέρε κῦμα | ||
ἥ μιν ἐδάμνα . Εἰ γάρ μοι κέαρ ἔνδον ἐνὶ στέρνοισιν ἐώλπει κεῖνον ἀλαστήσειν καθ ' ἑὸν νόον , οὔτ |
κάρη θείνοντες ἐς οὖδας ὠτειλὴν ἔρρηξαν , ἀποπτύουσι δ ' ἀκωκήν . Ἀλλ ' ὁπόταν καθέτοισι πελώριοι ἀμφιχάνωσιν ἰχθύες , | ||
γὰρ δὴ πέπρωτο μιγήμεναι αἵματι κείνου δυσμενέων στονόεσσαν ἐνὶ πτολέμοισιν ἀκωκήν . Αἴας δ ' οὐκ ἀλέγιζεν Ἀμαζόνος , ἀλλ |
μήτε βαρυτλήτων λαγόνων περὶ φόρτον ἄγουσαν μήτε πόνον τρομέουσαν ἀγάστονον Εἰλειθυίης , ἀλλ ' ἧσθαι βασίλειαν ἀφαυρῶν θηλυτεράων ψυχῆς ὄμμα | ||
. ὄρος Ἀρκαδίας τὸ Παρράσιον ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ |
γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' | ||
. . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων |
: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ ' ἐφόρει , χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν εἵματά τ ' εὐποίητα , τά οἱ Φαίηκες | ||
σωματικῶν τούτων λέγων ἐπήγαγεν : ἐξ ὧν ὄμματ ' ἔπηξεν ἀτειρέα δῖ ' Ἀφροδίτη . . , καὶ μετ ' |
Κέσκον οὐκ ἔχουσα , ἐπὶ τῶν νοῦν μὴ ἐχόντων . Κεστρεὺς νηστεύει : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ λαιμάργων . Τοιοῦτον | ||
ἀδυνάτων . Κατὰ ῥοῦν φέρεται : ἐπὶ τῶν εὐπλοούντων . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ |
Ὀρέστης , κἂν ἰσόψηφος κριθῇ . ἐκβάλλεθ ' ὡς τάχιστα τευχέων πάλους , ὅσοις δικαστῶν τοῦτ ' ἐπέσταλται τέλος . | ||
' αὖ θύννου κεφαλὴ θαλαμηιάδαο νόσφιν ἀφειστήκει , κεχολωμένη οὕνεκα τευχέων αἰρομένων : τὸ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισι . |
ἔνι ποιμένος ἀγραύλοιο ἀργαλέως μαίνοντο διεγρομένοιο χόλοιο νύχθ ' ὑπὸ λευγαλέην : μέγα δ ' ἰσχανόωντες Ἄρηος ἀμφὶ δόμους Πριάμοιο | ||
παρασχέμεν , οὐκ ἐθέλοντα ἵετο γὰρ πρόφασιν πολέμου Δρυόπεσσι βαλέσθαι λευγαλέην , ἐπεὶ οὔ τι δίκης ἀλέγοντες ἔναιον . ἀλλὰ |
Κοτυτταρίς : ὄνομα κύριον . [ ἢ ] παρὰ τὸν κότον ἴσως πεποίηται : καὶ γὰρ οἱ γέροντες ὀξύθυμοί εἰσιν | ||
ὁρῶν τὰ πράγματα . Ὀλοκοτίνιν : διὰ τὸ τὸν ὅλον κότον ἐν αὐτῷ . Οὐρανός εἴρηται διὰ τὸ ὁρᾶσθαι ἄνω |
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν | ||
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ |
κατατεθνήκασι : τῶν ὕπερ ἐνθάδ ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς , μὴ δὲ τρωπᾶσθε φόβον δέ . Ὣς | ||
ἄνακτα , τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἔκλιν ' ἑστάμεναι , πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα , αὐτὸς δ ' ἀμφ |
θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα , γέντο δὲ χειρὶ ῥαιστῆρα κρατερήν , ἑτέρηφι δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα | ||
δονεῖσθαι . ῥαθάμιγγες σταγόνες . ῥαιστῆρα σφῦραν : “ ῥαιστῆρα κρατερήν . ” ῥάπτειν μεταφορικῶς μηχανᾶσθαι καὶ κατασκευάζειν . ῥάσσατε |
: ἧκε δ ' ἐπευξάμενος δηίων ἐς φύλοπιν αἰνὴν σφενδόνῃ ἀλγινόεντα λίθον : διὰ δ ' ἔτρεσαν ἄνδρες ῥοῖζον ὁμῶς | ||
. εἰ δὲ πέλοι πανδῖα χαλαζήεντα κατ ' αὐτὸν Σκορπίον ἀλγινόεντα , τότ ' ἐν πρώτῃ γαμέοιο ἠοῖ παρθενικήν , |
, Κύπριδος λῃστὴν θεᾶς , δαρὸν στένουσαι , κλῆρον εἰς ἀνάρσιον πέμψουσι παῖδας ἐστερημένας γάμων . Λάρυμνα καὶ Σπερχειὲ καὶ | ||
τεκεῖσθε . Καὶ δή που πόλεμοι , καὶ δὴ καὶ ἀνάρσιον αἷμα ἔσσεται ἀνθρώποισι , κακῷ δ ' ἐπικείσεται ἄλγος |
τοῦ γὰρ Λυγκέως ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους ὀξύτατον ἦν τὸ ὄμμα λαιψηροῖς δὲ πόδεσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν : τάχιστα δὲ ἐκ τοῦ | ||
τὸν [ – – – ˘ – – ποσσὶ ] λαιψηροῖς [ ] [ ] Φερένικον [ ἐπ ' Ἀλφειῷ |
ἰσοδυναμῶν τῇ μήνιδι . . ἡ διπλῆ ὅτι τινὲς γράφουσιν αἴν ' ἀρετῆς , καὶ ἐκφέρουσι κατὰ τὸ περισπώμενον , | ||
ἑλκομένων ὑπὸ ληΐδα δουρὸς ἀνάγκῃ : ὣς ἥ γ ' αἴν ' ἀχέουσα δαϊζομένῳ περὶ παιδί , ὥστ ' αὐτὴ |
πολυτρύπητον , πολλὰς ὠπὰς ἔχον . Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . | ||
ἐξίκετο δῆμον ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ , θάμβος δ ' ἔχει εἰσορόωντας , ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν ἰδὼν Πρίαμον θεοειδέα : θάμβησαν |
καὶ λύχνους εἵνεκ ' ἐλαίου . τοῦτο δέ μοι λίην ἔδακε φρένας οἷον ἔρεξαν . πέπλον μου κατέτρωξαν ὃν ἐξύφηνα | ||
ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ ' ἀχλαίνων ἔδακε φρένας , ἐμοὶ δὲ τῆς χεέτω μέρος . οὐ |
τινὰ κτύπον ; οὔκ , ἀλλὰ δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σίδηρον : κἀμέ τοι , πρὶν ἠισθόμην δεσμῶν ἀραγμὸν | ||
ὄρνιν , ὁμογλώσσοιο συνέμπορον ἠθάδα θήρης : ἡ δὲ λίγα κλάζει ξουθὸν μέλος , οἱ δ ' ἀΐοντες πάντες ἐπισπέρχουσι |
ἵπποιο κατ ' ὠκέος : αἳ δ ' ἀπάτερθεν ἄλλαι ὑποτρομέεσκον Ἀμαζόνες . Ἀμφὶ δὲ λυγραὶ Θρηικίην ἀνὰ γαῖαν ἔσαν | ||
κταμένοισι χυτὸν περὶ σῆμ ' ἐβάλοντο σπερχόμενοι : δεινὸν γὰρ ὑποτρομέεσκον ἰδόντες . Τοῖσι δ ' ἄρ ' ἀχνυμένοισιν ὑπὸ |
οἱ φίλον ἦτορ . παρὰ δὲ τὸ μῶ μαίω , μαιομένη κευθμῶνα , γίνεται . Μαργαίνειν . καὶ μάργος , | ||
γένηται . ” ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές , μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ ' |
καθαρα και ? [ ] [ ] ! ται επι κν τον θν [ ] [ ] αι τα συντετριμμενα | ||
[ σακ ' και ] ιακωβ ' αλλα σε τον κν ? [ τον ] [ θν ημων ] ? |
φαγέειν μενοεικέα πολλήν : ἀλλ ' Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ . τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις , μνάᾳ | ||
' αἰχμήν . Μυρμιδόνες δ ' αὐτοῦ σχέθον ἵππους φυσιόωντας ἱεμένους φοβέεσθαι , ἐπεὶ λίπον ἅρματ ' ἀνάκτων . Γλαύκῳ |
κτεῖν ' , ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά ς ' ἀμμένει . οὐχ ἕλξετ ' αὐτόν , δμῶες , ἐκποδὼν | ||
καταστένω , τέκνον ; οὔκουν θρασεῖά γ ' αὐτὸν ἐλπὶς ἀμμένει . ὦ πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἔχθιστοι βροτῶν Σπάρτης ἔνοικοι , |
ἰθὺς ἀκοντίζει μαλερὸν βέλος : ἀμφότερον δὲ φεύγει τ ' ἐμμενέως καὶ ἀλευόμενος πολεμίζει . δηθάκις ἔκτεινεν κύνα κάρχαρον : | ||
' ὣς παρέπεισε : φέρουσα πόσιν δ ' ἐπὶ νώτου ἐμμενέως φεύγει , παναμείλιχον ἦτορ ἔχουσα : αὐτὰρ ὅ γ |
ἦκα καταρρέξειεν ἐπικλίνοι τε πιέζων : οἱ δ ' αὔτως μίμνουσιν ἀρηρότες ἀλλήλοισιν ἀστεμφεῖς , προβολῇσι πεποιθότες ὀξείῃσιν : ἔνθα | ||
γόνοιο ἰχθύες ὠοτόκοι , τοὶ μὲν κατὰ χῶρον ἕκαστοι εὔκηλοι μίμνουσιν ἐνὶ σφετέροισι δόμοισι : πολλοὶ δ ' ἀγρόμενοι ξυνὴν |
εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον , | ||
πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ , |
ἔσπασεν αἰχμήν : ὣς ἄρα καὶ μύραιναν ἕλεν χόλος ἀφραδίῃσι δύσμορον , αὐτοτύποισιν ὑπ ' ὠτειλῇσι δαμεῖσαν . τοίην που | ||
' ἄφαντον ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς , ἐν ᾗ Κυφαίων δύσμορον στρατηλάτην ναύταις συνεκβράσουσι Βορραῖαι πνοαὶ τόν τ ' ἐκ |
γε , τοῦτ ' ἐγὼ σαφῶς ἔξοιδα , μὴ οὐχὶ δεῖμ ' ἐμοὶ φέρουσά τι . Ἐγὼ τὰ μὲν παθήμαθ | ||
ἔσαν κρυεροῦ τε φόβοιο : αἰδὼς γὰρ κατέρυκεν ὁμῶς καὶ δεῖμ ' ἀλεγεινόν . Ὡς δ ' ὅτε παιπαλόεσσαν ὁδὸν |
ἕως κάμῃ , ποτὲ δὲ ἑστήκει . τὸ δέ ἵησι μύκημα , ὅτι καὶ οὗτός ποτε ἐβόα καλῶν τὸν Ὕλαν | ||
δὲ καὶ ὑισμὸν εἶπον καὶ ὑίζειν ὑίζοντες . βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι |
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος | ||
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ ' |
λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί | ||
, πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω |
δυσαής . πῶς δ ' ἄρ ' ἐν οἰωνοῖσι ποθὴν ἀλίαστον ἔχουσιν ὧν τεκέων φῆναί τε βαρύφθογγοί τε πέλειαι αἰετόεντά | ||
ὑπέρμορον ἐξαλαπάξῃ . Ὣς ἔφατο Κρονίδης , πόλεμον δ ' ἀλίαστον ἔγειρε . βὰν δ ' ἴμεναι πόλεμον δὲ θεοὶ |
φιλοτησίῃ ἀμφαγέρονται , ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἐξερέουσιν ἁπάντῃ μαιόμενοι κύρτοιο κατήλυσιν : αἶψα δ ' ἵκοντο εἰσίθμην εὐρεῖαν ἀνέκβατον | ||
ἐφίμερον ἀνδράσιν ἄγρην . Ἄλλοι δ ' αὖ θήλειαν ἔσω κύρτοιο κελαινοῦ ζωὴν ἐγκαθιέντες ὑπὸ σπιλάδεσσι τίθενται κείναις , ᾗσι |
ἐν μέσσοισι λέων ὣς εἱστήκει περὶ χερσὶν ἔχων βοὸς ἶφι δαμέντος ῥινοὺς ἀζαλέας . Μέγα δ ' ἴαχον ἔνθα καὶ | ||
ὀλοαὶ κατέδαπτον ἀνῖαι , ὁππόσον ἀμφ ' ἑτάροιο πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος . Θερσίτης δέ μιν ἄντα κακῷ μέγα νείκεσε μύθῳ |
, οἵ τε πόλιν Γλαύκοιο Κορίνθιον ἄστυ νέμοντες : κάλλιστον μάρτυν ἔθεντο πόνων , χρύσου τιμήεντος ἐν αἰθέρι : καί | ||
“ ταῦτα ” φησὶν “ ἐγὼ προεμαντευόμην . ἔχω σε μάρτυν , Εὐφρᾶτα . προεῖπον ὅτι οὐκέτι σε διαβήσομαι . |
. καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι : ἔχειν γάρ τοι ὅμοιον λίθον καὶ ταῦτα | ||
αὖ ποιῇσιν ἐπίχλοοι ὑγρὰ μέτωπα πέτραι σαργὸν ἔχουσιν ἐφέστιον ἠδὲ σκίαιναν χαλκέα καὶ κορακῖνον ἐπώνυμον αἴθοπι χροιῇ , καὶ σκάρον |
δίφρων ? ? ? ? , θεσμοφόρον δ ' ἐτέλεσσεν ἀγήνορα δῆμον Ἀθήνης . καὶ τὰ μὲν ἐν θυέεσσι : | ||
ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει . |
χαλκὸν ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , μέγα δ ' ἤκαχε λαὸν Ἀχαιῶν : ὡς δ ' ὅτε σῦν ἀκάμαντα | ||
ἀλλ ' ἐδάμη κρατερός περ ἐών , μέγα δ ' ἤκαχε Τρῶας οἵ ἑ θεὸν ὣς πάντες ἀνὰ πτόλιν εἰσορόωντο |
καλῶν [ ] | | συμπληρωσαμένου ? [ ] : πᾶγ γὰρ τὸ τοιοῦτο 〚 ν 〛 καὶ τὸ ὁμοειδὲς | ||
καλῶν [ ] | | συμπληρωσαμένου ? [ ] : πᾶγ γὰρ τὸ τοιοῦτο 〚 ν 〛 καὶ τὸ ὁμοειδὲς |
ὅς τε θανὼν δειλοὺς ἀκάχησε τοκῆας , ὣς Ἀχιλεὺς ἑτάροιο ὀδύρετο ὀστέα καίων , ἑρπύζων παρὰ πυρκαϊὴν ἁδινὰ στεναχίζων . | ||
τ ' ἔειφ ' : θαυμαστικῶς τὸ οἷα εἶπεν . ὀδύρετο δ ' ἠύτε πάμπαν : ἐθρήνει δὲ αὐτὸν ὡς |
γαλέην , οἵ μοι μέγα πένθος ἄγουσιν , καὶ παγίδα στονόεσσαν , ὅπου δολόεις πέλε πότμος : πλεῖστον δὴ γαλέην | ||
πτόλιν ἔθνεα Τρώων ἀμφὶ πύλας καὶ τεῖχος ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκον Ἀργείων στονόεσσαν ὑποτρομέοντες ὁμοκλήν . Ἦμος δ ' ἤνυτο νυκτὸς ἀπὸ |
τὴν πύστιν καταμηνυθέντα ὑφ ' ἑνὸς τῶν δημοσίων , ὡς πατροκτόνον εἰς ἀσκὸν ἐνράψας βόειον ἔρριψεν εἰς τὸ πέλαγος . | ||
τῶν συγγενῶν , οἷς συνανεκοινώσατο τὸν χρησμόν : ἐγέννησε τὸν πατροκτόνον Οἰδίποδα , θάνατον ἑαυτῷ . . βίᾳ ] παρακοῇ |
' ὁμοῦ δείδοικε , λόχον , κτύπον , αὐλόν , ἀϋτήν , δειμαλέην μήρινθον : ἐπεὶ κελάδοντος ἀήτεω ταινίαι τ | ||
πάγχυ κάμῃς ἐνὶ χείρεσι πάλλων , ἐξαπίνης ὄρσει νεογιλοῦ παιδὸς ἀϋτήν , μαίης ἐν κόλπῳ κεκληγότος ἀμφὶ γάλακτι . Χρὴ |
βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα | ||
οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν |
συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α | ||
πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ |
παρεγίνετο δαιτί : “ κοῦροι , ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθητε φρέν ' ἀέθλοις , ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ ' , ἵν | ||
σε μεῖζον ὀνομάσας τύχω ; μὴ ' νταῦθα τρέψηις σὴν φρέν ' , ἀλλ ' ἄκουέ μου : σαφῶς δ |
αὐτῷ ἄτη ἀνιηρὴ περικάππεσε : πᾶν δέ οἱ εἴσω ἔζεσε φοίνιον αἷμα , χολὴ δ ' ὑπερέβλυσεν αἰνή , ἥπατι | ||
πατρῴου δ ' ἀντ ' ἐπίξηνον μένει , θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι . οὐ μὴν ἄτιμοί γ ' ἐκ θεῶν |
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] , | ||
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει , |
βάλοντο ἐγγὺς ἐόνθ ' Ὑμέναιον , ἐπεκρήναντο δ ' ὄλεθρον ἄσχετον ἀργαλέον τε καὶ οὐ φατόν : ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς | ||
. Ἀλλ ' οὐδ ' ὧς τάρβησε θρασὺ σθένος Εὐρυπύλοιο ἄσχετον υἷ ' Ἀχιλῆος , ἐπεί ῥά μιν ὀτρύνεσκε θάρσος |
: ἣ δὲ κυλινδομένη καναχὴν ἔχε ποσσὶν ὑφ ' ἵππων αὐλῶπις τρυφάλεια , μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι : | ||
ὕλης : τῶν δὲ μεσηγὺ ἀτραπιτὸς τέτμηται , ἀραίη [ αὐλῶπις ] : ἐν δ ' ἑτέρωθι ἥδ ' ἱερὴ |
σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη γούνων ἀτέλεστα κομίσσαι πείσει : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ | ||
' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν ἀδελφειοῖο μιαιφόνον ἐκ Λήμνοιο . τῷ γὰρ Ἀπόλλων |
ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν , ὄφρα ἑ τιμῆς καὶ σκήπτρων ἐλάσειαν ἀκηδέες : ὥς ποτε βάξιν λευγαλέην οὗ πατρὸς ἐπέκλυεν Ἠελίοιο | ||
ἄρ ' ἐποτρύνας ἐκβήμεναι εὐρέος ἵππου , ὁππότε Τρώιοι υἷες ἀκηδέες ὑπνώωσιν . Ὣς φάτο : τὸν δ ' ἄρα |
ἄκουσα κτεινομένων : ἡμεῖς δὲ μυχῷ θαλάμων εὐπήκτων ἥμεθ ' ἀτυζόμεναι , σανίδες δ ' ἔχον εὖ ἀραρυῖαι , πρίν | ||
δ ' ὀρφναῖον ἔχουσιν : ὄρφνῃ δ ' ἀγρώσσονται , ἀτυζόμεναι κατὰ βένθος . δίκτυα γὰρ μάλα κοῦφα λίνων στήσαντες |
ἔμμεναι ἡρώεσσιν : ἵππους δ ' Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον : ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν ' ἕσαν , | ||
σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο . εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες παντοίοισι δόλοισι , μόγις δ ' ἐτέλεσσε Κρονίων . |
) Ὅμηρος λέγει : “ ὃν θυμὸν κατέδων πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων ” . πάτος λέγεται καὶ ἡ τροφή , ὅθε | ||
μὲν ἀλλήλοις ἠχεῖ τὸ Ἀλήιον καὶ τὸ ἀλᾶτο καὶ τὸ ἀλεείνων , ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τόπου ὄνομα , τὸ |
ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται : πορεύονται . Θοαί : | ||
Φοῖβε πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν σύγχεας Ἀργείων , αὐτοῖσι δὲ φύζαν ἐνῶρσας . Ὣς οἳ μὲν παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες |
νυκτός : ὡς καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἔχει : κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . ἀντὶ τοῦ διὰ | ||
ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει βρύκοι δὲ κάμινος , πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήια λεπτὰ ποιοῦσα . δεῦρο καὶ Ἠελίου |
φᾶρος στέλλων , ἐπὶ τάνδε συθεὶς τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν ; ὦ τλῆμον , ὥς σοι δύσφορ ' εἴργασται | ||
τῷδ ' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς |
ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα | ||
, ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς |
ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ | ||
δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : |
φίλῃ μεμνήσομ ' ἀοιδῇ . Μακρὸς δ ' αὖ διὰ μέσσου ἐλήλαται οὐρανοῦ ἄξων , ἀστεμφής , ὄσσοισιν ὁρωμένῳ ἀπροτίοπτος | ||
μὴ βίος ἄρκιος εἴη . δείκνυε δὲ δμώεσσι θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος : “ οὐκ αἰεὶ θέρος ἐσσεῖται , ποιεῖσθε |
. γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα : εὐθύς . τιταινόμενοι | ||
καὶ ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι |
οὐ τὸ μέν , ἄλλο δὲ μή , πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα δυσμόροιν στενάζειν , ᾧ τινι τὸν πολὺν ἄλλοτε | ||
: ἤλυθες Οὔλυμπον δὲ θεὰ Θέτι κηδομένη περ , πένθος ἄλαστον ἔχουσα μετὰ φρεσίν : οἶδα καὶ αὐτός : ἀλλὰ |
τετληόσιν , οἳ δ ' ἐνὶ σηκῷ ἀμφί σε λεπταλέοι γοερὸν περιμηκήσωνται ; τῶν μὲν ἀκηχεμένας ἐπιτέλλεο μητέρας αἶψα λούειν | ||
καὶ τὴν Ἠχὼ λόγος ἀντηχεῖν , ὁπότε φθέγγοιτο , καὶ γοερὸν μὲν στενάζοντι γοερὸν ἀντιπέμπειν μέλος , εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι |
τύπον δρακαίνης γόνον ? ? ? [ ] ραν ? καταντία βοῒ λασίωι φοινίαν βαλλ ? ? [ [ ] | ||
' ἔντοσθε νεῶν φύγον : οὐδέ τι θυμῷ ἔσθενον Εὐρυπύλοιο καταντία δηριάασθαι , οὕνεκ ' ἄρά σφισι φύζαν ὀιζυρὴν ἐφέηκεν |
ἀμήσαιτο . τὰς δ ' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ | ||
μάλ ' ἱεμένην νεάτης ἁλός : οἱ δ ' ἐσιδόντες ἰχθυβόλοι μάλα ῥεῖα καὶ ἀσπασίως ἐδάμασσαν . Δελφίνων δ ' |
καὶ ρ ' ὅτε θαλπομένην ῥήξῃ σέλας , ἔκτοθι πυρσοῦ κάτθεο καὶ τρισσὴν σαρκὸς ἕλοις μερίδα ὁλκῆς καὶ στρυφνοῖο βάλοις | ||
? εἴκελα Τηλεμάχῳ καὶ [ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ . ] βουκόλε κάτθεο ? [ ] γείνεο μὲν ποτι [ ] 〚 |
ἀΐξασθαι ἐϋδμήτους ὑπὸ πύργους , εἴ πως οἷ καθύπερθεν ἀλάλκοιεν βελέεσσι , τοσσάκι μιν προπάροιθεν ἀποστρέψασκε παραφθὰς πρὸς πεδίον : | ||
οἷον Αἴας δ ' οὐκέτ ' ἔμιμνε , βιάζετο γὰρ βελέεσσι καὶ ὅλον τὸ παρ ' Ὁμήρῳ πνεῦμα : κατὰ |
θυσίας ἃς ἐμοὶ ἔθυσεν ἱλαστηρίους ἐδεξάμην . . ἄκοιτιν ] ὁμόζυγον . . ταρβῶ ] ἐκπλήττομαι . . πρευμενὴς ] | ||
μόνον τὸ πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ὁμοζύγου : τὸ γὰρ ὄνομα ὁμόζυγον τοῦ ὁρισμοῦ , διὸ καὶ ἀνθορίζονται : ὄνομα γάρ |
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους | ||
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους |
: ἱστία δ ' αἶψ ' ἐτάνυσσαν ὑπ ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι , νῆα κατιθύνοντες ἐύζυγον . Ἣ δ ' ὑπ | ||
τινες καὶ τὸ παρὰ τῷ ποιητῇ “ κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσι ” τὴν πολλὴν κίνησιν τῶν ποδῶν σημαίνειν , οἷον |
, ῥόδοισι μῖξον , ἵνα τοὺς πόνους νοήσας φλογερὸν λέγῃ φαρέτρην . Χαρίεις Ἄδωνι χαίροις , διὰ σοῦ ῥόδον γὰρ | ||
, καὶ βρέφος μέν ἐσορῶ φέροντα τόξον πτέρυγάς τε καὶ φαρέτρην : παρὰ δ ' ἱστίην καθίξας παλάμαις τε χεῖρας |
: ἀλλ ' ἅμα παιδὶ ἑλκομένῳ δύστηνος ἀνέλκεται , ὄφρα πελάσσῃ δυσμενέων ὑπὸ χεῖρας : ἀνάρσιοι , ἦ μέγ ' | ||
, οὐ δὲ θαλάσσης κριοῖς μειλιχίοισι συνοίσεται , ὅς κε πελάσσῃ . τίς δὲ τόσον χλούνης φορέει σθένος , ὅσσον |
δὲ καὶ νεφροῖσι δεθεὶς κάμνοντα σαώσει . Δεύτερον εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν | ||
? ? ? ! ! ! [ ] [ ] ἀρηγόνα χεῖρα γενε [ ] [ ] ανουσαν ? [ |
καὶ σωφροσύνης καὶ τοῦ καρτερεῖν ὀρθῶς , ἐπεὶ δὲ καὶ μνημοσύνην ἐν αὐτῷ εἶδον , πολυμαθέστατόν τε καὶ φιλομαθίας ἥττω | ||
τῶν χειρῶν , ἤτοι τὴν νίκην , ἐγείροντα τοῖς Βλεψιάδαις μνημοσύνην καὶ ἐνθύμησιν αὐτῶν : τουτέστιν εἰ καὶ οἱ Βλεψιάδαι |
αὐτὸς ἀπορρίψας ἱερὸν νέφος , εἰ μὴ Ἀθήνη ἔκποθεν Οὐλύμποιο θόρεν ποτὶ δάσκιον Ἴδην . Ἔτρεμε δὲ χθὼν δῖα καὶ | ||
, τὴν δὲ μελάθρων ἐξελάσειν : τοίη οἱ ἐπὶ γλώσσης θόρεν ἄτη . ποίη δ ' οὐτιδανὴ καὶ ἐπώνυμος ἔκθορε |
ἄλλα δ ' ἐνὶ πλευρῇς θλίβει πάλιν ἡμιδάϊκτα : καὶ φθίμενοι γὰρ ἔχουσιν ἔτι κρατεροῖσιν ὀδοῦσι , ῥινῷ δ ' | ||
. εὔθροα : εὔηχον . Ἰωήν : φωνήν . Καὶ φθίμενοι : οἶμαι , ὅτι διὰ τὸ βαρύηχον ὄλλυσι τὰ |
πόλις . ἴσθι , γˈλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβάν ἐπαύρεο . χρὴ δ ' ἀπ ' Ἀθανᾶν τέκτον | ||
μαστὸν ὑπερτέλλοντ ' ἐσιδὼν σφάγιον ἔθετο ματέρα , πατρώιων παθέων ἀμοιβάν . γυναῖκες , ἦ που τῶνδ ' ἀφώρμηται δόμων |
πρόφαινε δὴ σὺ μοῦσαν ἔτι νέαν . Ταΰγετον αὖτ ' ἐραννὸν ἐκλιπῶἁ , Μῶἁ μόλε , μόλε , Λάκαινα , | ||
ἐρύκεν ὕβριν : οὐ γὰρ ἂν θέλοιμ ' ἀμβρότοι ' ἐραννὸν Ἀοῦς [ ] ἰδεῖν φάος , ἐπεί τιν ' |
καὶ ἄρχεο , νύσσαν ἀοιδῆς ἰθύνων : βουλὰς δὲ περισσονόων ἁλιήων αὐτός , ἄναξ , πρώτιστος ἐμήσαο καὶ τέλος ἄγρης | ||
ἐπεφράσσαντο βαρεῖαν ἄτην ἡμερίων ἄμαχον γένος , ἐκ δ ' ἁλιήων ὄλλυνται , κήτειον ὅτ ' ἐς μόθον ὁρμήσωνται . |
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
πένθος ἀποκταμένου ἑτάροιο , καὶ βάλεν ὠκὺν ὀιστὸν Ἀγήνορος ἄντα τανύσσας : ἀλλά οἱ οὔ τι τύχησεν ἀλευαμένου μάλα τυτθόν | ||
νομῆες . ὦκα δ ' ὑπὸ φλιὴν προδόμῳ ἔνι τόξα τανύσσας , ἰοδόκης ἀβλῆτα πολύστονον ἐξέλετ ' ἰόν . ἐκ |
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν | ||
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν |
: φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . σὺν δὲ κακαῖς μανίαις καὶ παρθένον ἐκ θαλάμοιο | ||
ἐψιθυρίσδομες ἁδύ . ὡς καί τοι μὴ μακρὰ φίλα θρυλέοιμι Σελάνα , ἐπράχθη τὰ μέγιστα , καὶ ἐς πόθον ἤνθομες |