ἵνα μὴ ἀτιμοτέρη τοῖς ἐρασταῖς εἴη . ἠκηκόει δὲ ἡ μουσουργός , οἷάπερ αἱ γυναῖκες πρὸς ἀλλήλας λέγουσιν , ὅτι
Μουσικῇ δὲ προσήκοι ἂν καὶ τὰ προειρημένα καὶ μουσικός , μουσουργός , μουσουργικός , μουσουργεῖν , καὶ εὐμουσία , ἀμουσία
5114491 οἰκειης
ἤθελεν . οὐ μὲν δὴ οὐδὲ Ἰνδῶν τινὰ ἔξω τῆς οἰκείης σταλῆναι ἐπὶ πολέμῳ διὰ δικαιότητα . λέγεται δὲ καὶ
διαπρησσόμενοι , οὐχ ὃ ἐγὼ λέγω , ἀλλ ' ἱστορίης οἰκείης ἐπίδειξιν ποιεύμενοι . Ἐμοὶ δὲ τὸ μέν τι τῶν
4947308 ἐλευθερωι
τὴν τοῦ Πολυκράτους τυραννίδα συντονωτέραν οὖσαν , ὥστε καλῶς ἔχειν ἐλευθέρωι ἀνδρὶ τὴν ἐπιστασίαν τε καὶ δεσποτείαν [ μὴ ]
! ] ? ? ? ? ! ? [ αὐτῆϲ ἐλευθέρωι γὰρ ἤθει ⌊ καὶ βίωι δεθεὶϲ ἀπλάϲτωι τὴν φιλοῦϲαν
4674042 πεπρωμενα
νεογνοὶ παῖδες ἐδιζήσαντο πελώριον Ὠρίωνα . Ἀλλ ' οὔπω Θήβῃ πεπρωμένα κεῖτο τάλαντα , τήν ῥά ποτε Κρονίδης δῶρον πόρε
καὶ αὐτὸς τὴν ἐμὴν ἀπέκτεινε θυγατέρα . εἱμαρμένα ] οὕτω πεπρωμένα παρὰ θεῶν . γένεθλον ] ὦ . γένεθλον ]
4670837 Ἀμαθης
τερατεύονται : ᾧ καὶ Ἀριστοφάνης ἀκολουθεῖ ἐν Ὄρνισι λέγων : Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς καὶ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας
πάγη : ἐπὶ τῶν διὰ τῆς ἄλλων ἀπωλείας σωζομένων . Ἀμαθὴς ἀναξυρίδα περιθέμενος πᾶσι ταύτην ἐδείκνυ : ἐπὶ τῶν εὑρόντων
4615525 μετενοησε
τοῖς Ἕλλησιν , ἐὰν εἰς τὴν ἐπιφανεστάτην παρανομήσῃ πόλιν , μετενόησε τῇ γνώμῃ . διακούσας δὲ τῶν πρέσβεων τοῖς μὲν
Μάγων ἀναχθῇ μετὰ τοῦ στόλου παντὸς ἐπὶ Συρακουσῶν , εὐθέως μετενόησε : καὶ γὰρ τὴν Μεσσήνην ᾔδει τῷ παραπλησίῳ τρόπῳ
4614258 νεμοι
περὶ αὑτῆς , ὅτι παῖδα ἔχοι ποιμένα καὶ πολλάκις αὐτὴ νέμοι τὰ πρόβατα : ἔχειν δὲ μαντικὴν ἐκ μητρὸς θεῶν
χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεθών , εὐμενῆ βίαν κτίσας , καὶ κράτος νέμοι γυναι - ξίν : τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ
4591609 γυναιον
' οὐδένα γὰρ τρόπον ἐλλειπὲς γενήσεται , ἀναφερόμενον ἐπὶ τὸ γύναιον , καθάπερ ἐκεῖ τὸ νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη
, καὶ βοῶντες οἱ νεανίαι προυκαλοῦντο τοὺς συστρατιώτας καταλιπεῖν μὲν γύναιον μικρολόγον καὶ μειράκιον δειλὸν μητρὶ δουλεῦον , προσιέναι δὲ
4588925 ἰδουσα
, ὡς καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ : ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐπιμειδιάσασα αὖθις αὖ πρόεισιν . εἰ δὲ
πρόεισιν ἐπίκλησιν ὡς ἔθος τῶν θεῶν ποιησαμένη : ἀπροόπτως δὲ ἰδοῦσα τὰς Ἐριννύας κύκλωι τοῦ Ὀρέστου καθευδούσας πάντα μηνύει τοῖς
4582790 προηγαγες
ταῦτα διαπυνθανόμενος . Θέντες οὖν ἕκαστα τῶν σῶν ᾗπερ αὐτὰ προήγαγες , ἀποκρινούμεθά σοι πρὸς αὐτὰ συμμέτρως . Ἐπέστησας γὰρ
φιλοῦσαν : εἶτά με τυμβωρύχων χερσὶ παρέδωκας καὶ ἐκ τάφου προήγαγες εἰς θάλασσαν καὶ τῶν κυμάτων τοὺς πειρατὰς φοβερωτέρους ἐπέστησας
4562389 ἠλλαχθαι
γάμου ἢ παιδοποιίας καὶ οὐ δόξει οὗτος ἀντ ' οὐδενὸς ἠλλάχθαι τὴν ἀτεκνίαν , ἡ δὲ τοῦ Κυνικοῦ βασιλεία οὐκ
δύναμιν , ἣν ἄγων ἔργῳ τοσῷδε ἐπιχειρεῖς , μὴ νόμιζε ἠλλάχθαι , ἀλλὰ μέμνησο ἀκριβῶς , ὅτι Οὐολούσκων τε καὶ
4544433 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
4527950 λεγουσα
οὐκ ἔστι . συναληθεύουσιν : ἡ μὲν γὰρ ἀπόφασις ἡ λέγουσα ἄνθρωπος δίκαιος οὐκ ἔστιν ἐπὶ παιδίων ἀληθεύει , ἐπὶ
: πανούργως κολακεύουσα . διφῶσα : ζητοῦσα , πολυπραγμονοῦσα καὶ λέγουσα : δεῖξόν μοι τὸν οἶκόν σου . * ὃς
4522017 ὑμετερην
καὶ τῆς πρώτης ἁμαρτίας τιμωρίην τίσοντες : δηϊώσας γὰρ τὴν ὑμετέρην πόλιν καὶ νῆσον κατασπάσας εἰς πέλαγος , ποιήσω μηδὲ
διεξέλθωσι ὑμῖν αἱ ἡμέραι τῶν ἁμμάτων , ἀποπλέετε ἐς τὴν ὑμετέρην αὐτῶν . Μέχρι δὲ τούτου , ἐπείτε οὕτω μετέδοξε
4477155 γυναι
εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς ; ἔχω γὰρ οὐδέν , ὦ γύναι , τεκμήριον . τάλαινά ς ' ἡ τεκοῦς '
αὐτῷ . ἀλλ ' ἔρχευ , λέκτρονδ ' ἴομεν , γύναι , ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες
4435597 ἐνναετης
καὶ στρατηγοῦ , πάνυ ἐχέφρων καὶ νουνεχής . καὶ γὰρ ἐνναετὴς οὖσα ἔπεισε πατέρα τὸν ἑαυτῆς μὴ πεισθῆναι Ἀρισταγόρᾳ τῷ
μηδ ' εἰ χαλεπώτερα τῶνδε μογήσαι , εἴη δ ' ἐνναετὴς ἢ καὶ δεκάτω ἐπιβαίνοι : αὐτὸς δ ' εὐαγέοιμι
4429845 τεκνον
τέκνον . Ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; Κριβανίτας , ὦ τέκνον . Ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας .
τὴν θυγατέρα Ὀμύρητος , καὶ αὐτῷ γίνεται ἐκ κοίτης θῆλυ τέκνον , ᾧ οὔνομα τίθεται Κρηθηΐδα . καὶ αὐτὸς μὲν
4404608 γεροντι
εἰσιν , ἔργῳ δ ' οὔ : τὸ ἑξῆς : γέροντι ποδὶ βαδίζει ἐνταῦθα : Τυνδάρεως μελάμπεπλος : Οἰβάλου τοῦ
, . , . : Αἰσχύλου : καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά . , . , . : Αἰσχύλου
4383758 σῳαν
οὔτε παῖδας τοὺς ἑωυτῆς οὔτε θεράποντας οὔτε οὐσίην ἡντιναῶν ἐθέλει σῴαν ἐσιδέειν , φθορὴν δὲ πᾶσαν ἀρεῖται καὶ εὔχεται εἶναι
καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας οἵτινες ἀπὸ
4368743 Ἠλεκτρα
τὸν αἰὲν ἕλκω χρόνον . ὅρα παροῦσα , παρθέν ' Ἠλέκτρα , πέλας , μὴ κατθανών σε σύγγονος λέληθ '
Ἴμβρος Βρομίος Πολύκτωρ Χθονίος , αἱ δὲ κόραι Αὐτονόη Θεανὼ Ἠλέκτρα Κλεοπάτρα Εὐρυδίκη Γλαυκίππη Ἀνθήλεια Κλεοδώρη Εὐίππη Ἐρατὼ Στύγνη Βρύκη
4368690 ἐμα
πεισθεῖσα ἐμοί , ἔστω δὲ πάντα τὰ ἁμαρτήματα καὶ ἀδικήματα ἐμά . Ὅπου δὲ καθ ' ὑπερβολὴν δύνασαι ἀποδεῖξαι μὴ
τὴν καρδίαν , κατά , τὰ ἔνδον . , τὰ ἐμά . ἅπαντα ταῦτ ' ] τοὺς τούτους λόγους ,
4364642 μεμοιχευμενης
, βασιλεῦ ; μοιχὸν ἀνὴρ ἐπαινῶ , καὶ ταῦτα τῆς μεμοιχευμένης ἀκουούσης . φοβοῦμαι δὲ μὴ καὶ σήμερον τὸ κάλλος
μοιχείαν περιττὴν καὶ μᾶλλον αἰσχρὰν ἄμφω συνελθόντα , ἡ τῆς μεμοιχευμένης δόξα καὶ ἡ τοῦ μοιχεύσαντος ἀδοξία . Δέομαι δὲ
4346888 πειθω
, πῶς οὐ χρὴ τὴν ἀπὸ τῶν ἔργων ἕξειν αὐτὰ πειθὼ βεβαιοτέραν ; ἔτι δὲ εὔθυμός εἰμι καὶ διὰ τὸ
διὰ τῶν λόγῳ τε καὶ πείρᾳ γινωσκομένων οἱ μὲν ἐς πειθὼ προαγόμεθα , οἱ δὲ τὰ ἐς αὐτὴν πραγματευόμεθα .
4337331 γιγνῃ
μετὰ ταῦτα ἐγκύμων ἐπιχειρῇς γίγνεσθαι , ὦ Θεαίτητε , ἐάντε γίγνῃ , βελτιόνων ἔσῃ πλήρης διὰ τὴν νῦν ἐξέτασιν ,
περὶ Πρίαμον , τότε πότερον ἔμφρων εἶ ἢ ἔξω σαυτοῦ γίγνῃ καὶ παρὰ τοῖς πράγμασιν οἴεταί σου εἶναι ἡ ψυχὴ
4333506 ὡρμαινε
δυσηχέος . Ὃς δ ' ἐρατεινὸν μειδιόων ἐπὶ νῆα θοῶς ὥρμαινε νέεσθαι : ἀλλά μιν εἰσέτι μητρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἔρυκε
πλεόνων Θρῃκῶν ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο . εἷος ὃ ταῦθ ' ὥρμαινε κατὰ φρένα , τόφρα δ ' Ἀθήνη ἐγγύθεν ἱσταμένη
4323050 μητερ
δ ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός , ἀλλ ' οὐ βαρβάρους μῆτερ , Ἑλλήνων : τὸ μὲν γὰρ δοῦλον , οἱ
σκωλήκων ; συνάρμοσον δέ μου βλέφαρα τῇ σῇ χερί , μῆτερ . ἂν δὲ μὴ συναρμόσῃ σου , ἀλλὰ βλέπων
4304135 διζημενος
ἐοῦσα τὴν τῶν κινεομένων ἀστέρων ἁρμονίην συνεβάλλετο . ταῦτα Ὀρφεὺς διζήμενος καὶ ταῦτα ἀνακινέων πάντα ἔθελγεν καὶ πάντων ἐκράτεεν :
θ ' εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι , ἠέ τιν ' οὐρήων διζήμενος , ἤ τιν ' ἑταίρων ; φθέγγεο , μηδ
4293799 ἐξευρισκει
ἡ γὰρ ἐν τῷ χρόνῳ πεῖρα τῶν πραγμάτων τὰ παραλελειμμένα ἐξευρίσκει , ὅθεν καὶ τῶν τεχνῶν αἱ ἐπιδόσεις γεγόνασι ,
τι καὶ καμπύλον , φησὶν Εὔπολις , ἀεί τε καινὸν ἐξευρίσκει τοῖς ἐπινοεῖν δυναμένοις . ἡ μουσική , φησὶν Ἀναξίλας
4291098 δικαιωϲ
Ἅγνωνα νῦν καὶ δῆμον η ? [ οὗτοϲ οὐ πλουτεῖ δικαίωϲ ἐνθάδ ' ὥϲτε ? [ κλαύϲεται . ἀλλὰ μὴν
! ] οϲ : ἐμη ? [ πῶϲ ] οὐ δικαίωϲ τοῖϲ ἐρωμένοιϲ ? [ ] ? ? ? [
4285516 ποικιλοδειρον
ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς :
: εἶτα ἄρχεται τοῦ μύθου : ἴρηξ ὀνύχεσι μεμαρπὼς ἀηδόνα ποικιλόδειρον , ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων , προσέειπεν
4281207 παιδοποιϊαν
ὑπερβάλλειν εὐτυχίᾳ τοὺς γεννήσαντας . ὅσοι μὲν γὰρ τῶν κατὰ παιδοποιΐαν μόχθων ἐκτός εἰσιν , εἴτε καλὸν εἴτε λυπηρὸν οἱ
ἀρχὴν ἐξαλείφειν οἴεται τέλει χείρονι , παιδοκτονίᾳ προπετεῖ τὴν ἄβουλον παιδοποιΐαν ἀρνουμένη . εἰ δὲ βούλει , τὸν Ἀγαμέμνονα θέασαι
4260198 σκοπεειν
τῶν μανθάνειν δεῖ : ἐν τοῖσι ἓν τόδε ἐστί , σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ . Ἐγὼ δὲ πείθομαι ἐκείνην εἶναι
σφόδρα θαυμάζω καὶ πείθομαι εἶναι τῶν πάλαι καλῶς εἰρημένων , σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ . τοῦτο οὖν ἐμαυτῷ πολλάκις ἐπᾴδων
4241767 λεσχῃ
φασι πάνυ σφόδρα πρεσβύτην ὄντα , μετά τινων ἡλικιωτῶν ἐν λέσχῃ καθήμενον , ἐπεὶ ἕκαστος τῶν παρόντων ἔλεγεν ὃ μέν
ἐπιπρεπὲς καὶ παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς οἵαν τὴν Κασάνδραν ἐν τῇ λέσχῃ ἐποίησεν τοῖς Δελφοῖς , καὶ ἐσθῆτα δὲ οὗτος ποιησάτω
4240316 ἀγωνιῃ
ἀνάγκη . Παρὰ Ἀπελλίωνι τῷ χρηστῷ περὶ ὧν ἀδικεῖσθαι φῂς ἀγωνιῇ , τοῦτον γὰρ ἀπέδειξέ σοι δικαστὴν ὁ γενναῖος Στρατήγιος
ὦ Σώκρατες , πρᾶγμα , ἀλλὰ σύ τε κατὰ νοῦν ἀγωνιῇ τὴν δίκην , οἶμαι δὲ καὶ ἐμὲ τὴν ἐμήν
4228516 Καλλιροη
πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς
εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “
4225566 σα
? , ἐμαί , σαί , αἵ , ἐμά , σά , ἅ . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς ἑνικαί , νωΐτερος
ἀκριβείας ἐν τούτοις εἰρηκέναι τά τε τοῦ πατρὸς τά τε σά ; καίτοι τοῦ γε παραφρονοῦντος ἦν ἕτερα ἀνθ '
4224393 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
4217913 παιδοποιον
Ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ γῇ γίνονται μύρμηκες , καὶ ἔχουσι τὸ παιδοποιὸν σῶμα ἐς τοὐπίσω μετεστραμμένον , ἀντίως τοῖς ἄλλοις καὶ
ζυγέντα : ζευχθέντα συναφθέντα . ἀκούω σε ἐν γάμοις ζυγέντα παιδοποιὸν ἔχειν ἡδονήν : ξένοισιν ἐν δόμοις : ταῦτα διὰ
4215290 ἐμη
Ἑλληνικοῖς γάμοις τὴν προτέραν ἁμαρτίαν καλύψαι . τουτέστιν : ἡ ἐμὴ μέχρι γήρως συμβίωσις ἀδοξίαν σοι προσετρίβετο . οἷον :
Λήδαι Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι , Φοίβη Κλυταιμήστρα τ ' , ἐμὴ ξυνάορος , Ἑλένη τε : ταύτης οἱ τὰ πρῶτ
4215286 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
4208472 προπροκυλινδομενος
. ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ ' ἵκετο πήματα πάσχων προπροκυλινδόμενος : στεῦται δ ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀγχοῦ , Θεσπρωτῶν
συνεχῶς ἀνειδωλοποιοῦσαν τῷ νῷ ἐμφαίνει , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ προπροκυλινδόμενος . οἷά τ ' ἔειφ ' : θαυμαστικῶς τὸ
4199084 ταμια
μὴ ταμία ] . Ταμίᾳ ] Βασιλεῖ . Ὄφρα μὴ ταμία ] * ὅς γέ τις οὐ ταμίᾳ χρὴ γράφειν
κατέλιπον παρ ' οἷς ἦν ἡ δαίς : καὶ ἡ ταμία λαβοῦσα εἶχεν , ἵνα ἄν τις ἀφίκηται ξένος ,
4198947 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
4189222 νοεοντι
ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι θεοὶ νοέοντι πονηρόν , αἰδόμενός με κρύπτε : καὶ ὣς οὐκ
Ὀδυσσεύς : “ γινώσκω , φρονέω : τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις . ἀλλ ' ἔρχευ προπάροιθεν , ἐγὼ δ
4171688 ἠσθα
εἰσοικούμενον εἴσδεξαι πνεῦμα τὸ τρίτον ὥσπερ στέφος . νεκρὸς γὰρ ἦσθα τὸ πρὶν εἰς φθορὰν πέλων τάφῳ κατῴκησάς τε νεκρὸς
γράφῃς , ἄλλοις καλέ , ἐμοὶ δὲ ὑπερήφανε . οὐκ ἦσθα συγκείμενος ἐκ σαρκὸς , καὶ τῶν , ὅσα τούτοις
4162892 Οὐετουρια
τὸν βουλόμενον , ἐκέλευσε τὴν μητέρα λέγειν . Καὶ ἡ Οὐετουρία παραστησαμένη τήν τε γυναῖκα τοῦ Μαρκίου καὶ τὰ τέκνα
τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν . Παυσαμένου δ ' αὐτοῦ μικρὸν ἡ Οὐετουρία ἐπισχοῦσα χρόνον , ἕως ὁ τῶν περιεστηκότων ἔπαινος ἐπαύσατο
4160352 ἀντεισενεγκειν
: ἐπεὶ δὲ πλείω καὶ μείζω δίδως ἢ ὥστε με ἀντεισενεγκεῖν ἔχειν , ἤδη τι συνεισέρχεται καὶ δέους , εἰ
, καὶ μᾶλλον ἔτι φροντιστέον ἐστὶ καὶ μὴ λίαν ἐνδεὲς ἀντεισενεγκεῖν σοι τὸ χαριστήριον , ὅτι φιλοσοφίαν οὐ πάνυ παρὰ
4153870 φιλωι
δῶκε ? ? δὲ παιδὶ ? [ ] ? [ φίλωι ] ? θαλερὴν ? [ ] ? ? [
? μάτηρ παῖδ ? ' ἀγαπατὸν ? ] χρόνιον ἰδοῦσα φίλωι κόλπωι ] ? ? πτέρυγας ἀμφέβαλεν ὄμματα κλήισας ἐν
4151919 εἰπουσα
πεπωκότα ὡς εἶδεν , λαμπρὸν ἀνωλόλυξε καὶ τὴν θεὸν προσεκύνησεν εἰποῦσα χάριν οἶδά σοι , ὦ πολυτίμητε Ἄρτεμι , ὅτι
τῇ ἰδίᾳ θυγατρὶ ὁ πατήρ , ἀπόρρητόν τι ἡ μήτηρ εἰποῦσα τῷ υἱῷ ἀπήγξατο , πυνθάνεται ὁ πατὴρ τὸ ἀπόρρητον
4149429 φιλη
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν ,
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ
4140280 μαντευσαιτο
εἰς ἄψυχον χθονίων βωμόν : τὸ δὲ μέτριον νομοθέτης ἂν μαντεύσαιτο οὐκ ἀσχημονέστατα . ἔστω δὴ νόμος οὗτος : Τῷ
τοῦ Ἐμπεδοκλέους λέγοντος : οὐκ ἂν ἀνὴρ τοιαῦτα σοφὸς φρεσὶ μαντεύσαιτο , ὡς ὄφρα μέν τε βιῶσι , τὸ δὴ
4139308 ἐπερωτησαντος
χεῖρας αὐτοῦ προσφέρων τῷ στόματι ἀπέπνει . τοῦ δὲ σατύρου ἐπερωτήσαντος , δι ' ἣν αἰτίαν τοῦτο πράττει , ἔφη
] ἀντιξενίσαι : καὶ θύραν ἀλλοτρίαν κόπτων [ ] , ἐπερωτήσαντος τίς ἐστιν , μηδὲν ? ἀποκρίνεσθαι , μέχρι ἂν
4134803 ὑποκλεψαι
ἡ δὲ σοφία καὶ ὁ λόγος ἱκανός ἐστί τινα παραπείθων ὑποκλέψαι τὴν ἀλήθειαν : τυφλὸν γὰρ καὶ ἀνόητον ἦτορ ἔχει
φύσεως . ἁλοὺς γὰρ ὁ Ζεύς , καὶ τὸ γεγονὸς ὑποκλέψαι ζητῶν , εἰς βοῦν μεταβάλλει τὴν ἄνθρωπον . τιμῶσα
4129482 ἀεκοντος
' αὐτοῦ χωόμενον κατὰ θυμὸν ἐϋζώνοιο γυναικὸς τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἐς Χρύσην ἵκανεν ἄγων ἱερὴν
ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ , ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας ,
4127305 γυνη
ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ ἑτέρη γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως
ἔχει δὲ οὕτως : “ σὲ δ ' ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται , σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον , εὐτυχὴς
4122327 ἐραστῃ
. χαλεπὸν μὲν οὖν πρὸς ἄνδρα οὐχ ἥττονα ἐραστῶν προσφέρεσθαι ἐραστῇ , ὅμως δὲ τολμητέον φράσαι τὴν ἐμὴν διάνοιαν .
ἐξηρτύθη Ἑλληνικός , μυρίας μὲν ὀδύνας αὐτῷ τῷ τῆς ἡδονῆς ἐραστῇ ἄγων , μυρίας δὲ τῇ ξυμπάσῃ πόλει . Τὰς
4119121 κοτῳ
οὖν κτείνουσιν ἀλλήλους χαλᾷς τὸ μὴ τίνεσθαι μηδ ' ἐποπτεύειν κότῳ , οὔ φημ ' Ὀρέστην ς ' ἐνδίκως ἀνδρηλατεῖν
” ἐπὶ δὲ τοῦ φθονεῖν “ ἐξείπω , καὶ μήτι κότῳ ἀγάσησθε ἕκαστος , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ζηλοῦν “
4107039 Κυπριν
μὴ δοκεῖν ὁρᾶν ; πόσους δὲ παισὶ πατέρας ἡμαρτηκόσιν συνεκκομίζειν Κύπριν ; ἐν σοφοῖσι γὰρ τόδ ' ἐστὶ θνητῶν ,
τὸν Ἔρωτ ' ὔμμιν ἐφοπλίσομαι . “ αἱ Μοῦσαι ποτὶ Κύπριν : ” Ἄρει τὰ στωμύλα ταῦτα : ἡμῖν οὐ
4106569 παρεστι
προμολὰς εἴρηκε τοὺς ἐκτὸς τοῦ ἄντρου τόπους . παρμέμβλωκε : πάρεστι . φαέεσσιν : ἀντὶ τοῦ φωτισμοῖς , φύσει γὰρ
πρός τι , δείκνυσιν οὕτως : εἰ τὰ δοξαστὰ αὐτὰ πάρεστι κατὰ τὸ ὑποκείμενον σὺν τῇ δόξῃ , οὔτ '
4105029 παρεουσιν
νυ καὶ ψεύδεσθαι ὁδοιπόρον ἀνέρ ' ἔφαντο γλώσσης μαψιδίοιο χαριζόμενον παρεοῦσιν . Ὣς εἰπὼν μέσσης ἐξηρώησε κελεύθου Φυλεύς , ὄφρα
ἐπὶ τοῖς δυνατοῖς οὖν δεῖ ἔχειν τὴν γνώμην καὶ τοῖς παρεοῦσιν ἀρκέεσθαι τῶν μὲν ζηλουμένων καὶ θαυμαζομένων ὀλίγην μνήμην ἔχοντα
4099522 κἀμου
κολάσεις ὑμῖν τεχνιτεύσω . τοσαῦτα εἰπὼν ὁ θεός , ὁ κἀμοῦ κύριος , τὰ λοιπὰ τῶν στοιχείων συγγενῆ μίξας ,
; ἢ μή τις ἠνάγκασέ σε ἐπιλαθέσθαι τῶν ὅρκων τε κἀμοῦ ; Ταῦτα ἔλεγε καὶ κατεφίλει συνεχῶς , ὁ δὲ
4098464 κληθησομαι
κέκλημαι : . . . Ἑλλήνων οἰκήματα : ἀντὶ τοῦ κληθήσομαι : δούλα λιποῦς ' Ἀσίαν : καταλιποῦσα τὴν Ἀσίαν
τῶν Ἑλλήνων : ἐγὼ δ ' ἐν ξένῃ γῇ δούλη κληθήσομαι λιποῦσα τὴν Ἀσίαν δούλην , θεράπαιναν , τῆς Εὐρώπης
4096050 κοὐ
χειν [ [ ἄλλοϲ ἄλλωι ] γὰρ [ γέγηθε ] κοὔ τι ταυτ [ [ ! ! ! ! !
βελτίων τ ' ἐϲ πάντ [ ] ' ἀνήρ . κοὔ ] τι πολλὰ δεῖ λέγειν ? ? ? [
4079465 ἀτρεμες
τὴν νοητὴν οὐσίαν καὶ τὸ θεῖον κάλλος καὶ ἁπλοῦν καὶ ἀτρεμές : ὥσπερ γὰρ , φησὶν , ἐκεῖναι αἱ μανίαι
ἀνεξάλειπτον , ἄτρεπτον , ἀραρός , ἑστός , ἀκίνητον , ἀτρεμές , ἰσχυρόν , ἀρραγές . Συνομολογῶ , συναινῶ ,
4075885 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
4075800 προθυμουμενῳ
αἰσχρόν τι ὑπομεῖναι ὥστε , ἐπειδὴ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτῷ προθυμουμένῳ Ἕκτορα ἀποκτεῖναι , θεὸς οὖσα , οὑτωσί πως ,
: δύναμις . Φεύγειν : εἰς τό . ἱεμένῳ : προθυμουμένῳ . ἀναγκαίη : ἔστιν εἰς αὐτόν . δαμῆναι :
4075643 γενομην
γενεῆφι νεώτερος : οὐ γὰρ ἔμοιγε καλόν , ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα . νηπύτι ' ὡς ἄνοον κραδίην
ἐπίγραμμα ποιῆσαι ἀλαζονικὸν τοῦτο : Εἴθ ' ἐγὼ ἐν κείνοις γενόμην , ἢ κεῖνοι ἅμ ' ἡμῖν , Οἳ γλώσσης
4073086 ῥητορικῳ
σαφέστερον . σὺ δὲ παράπεμπε τῷ νῷ τὰς θεωρίας τῷ ῥητορικῷ σου κοσμῶν λόγῳ τὴν τέχνην . ἴσθι μέντοι ,
. ὁ δὲ τοῦτο εἰπὼν ἔπεισεν ὅτι ἔασον αὐτοὺς Ἀθήνησι ῥητορικῷ θανάτῳ ἀποθανεῖν . . π . ἑρμην . §
4061223 ἀναδραμε
πληρωθέντος τοῦ χρόνου ὑπερβῆναι τὴν Σελήνην τὸν ἴδιον σκοπόν . ἀνάδραμε γὰρ τὰς ἡμέρας καὶ στήσας τὴν Σελήνην ἐπὶ τὴν
μοι τὸ τέλος αὐτοῦ καὶ εἰ μὲν εἰς Σ λήγει ἀνάδραμε εἰς τοὺς εἰς Σ λήγοντας κανόνας καὶ οἵῳ ἂν
4051514 γενοιο
νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν . Ὦ παῖ , γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος , τὰ δ ' ἄλλ ' ὅμοιος
εἰ δέ μοι τὴν γυναῖκα ἄγοις , ἀντὶ πολλῶν ἂν γένοιο . ” Ταῦτα ἐγίνετο καὶ ὁ μὲν ἀπήλαυνε παραδοὺς
4046952 ἐσειδε
' ἐξέπνευσαν ἄθλιον βίον . μήτηρ δ ' , ὅπως ἐσεῖδε τήνδε συμφοράν , ὑπερπαθήσας ' ἥρπας ' ἐκ νεκρῶν
. Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε , σοί
4044476 ἀνηβησαι
φίλῳ παιδὶ τιμωρίας ἄν τινος μετὰ σοῦ τυχεῖν , καὶ ἀνηβῆσαι ἂν πάλιν δοκῶ μοι καὶ οὔτε ζῶν ἂν ἔτι
τὸ πιθανώτερον ἕλκουσι τὴν ἱστορίαν , ὅτι γέρων ὢν ηὔξατο ἀνηβῆσαι , καὶ τελέσας τὸν ἆθλον εὐθέως ἐτελεύτα . ὁ
4043496 ποθ
λέγεις τι περὶ τῶν νεῶν ἀληθές ; οὐ γὰρ ἄν ποθ ' οὗτος ἁνὴρ τοῦτ ' ἐτόλμησεν λέγειν , εἰ
κατάλοιπον ἀπόδοτε . κἀν ἄλλῳ δὲ μέρει φησί : Φιλόξενός ποθ ' , ὡς λέγους ' , ὁ Κυθήριος ηὔξατο
4037742 ἑταιρε
κτανέτην ἰσονόμους τ ' Ἀθήνας ἐποιησάτην . Ἀδμήτου λόγον ὦ ἑταῖρε μαθὼν τοὺς ἀγαθοὺς φίλει , τῶν δειλῶν δ '
κυκλεῖς ἄνω καὶ κάτω ; καλῶς γε ποιῶν , ὦ ἑταῖρε , τὸ σὸν δὴ τοῦτο , καὶ τἀληθῆ λέγων
4036004 ἀνδρι
τάδε ἀναπίμπλαμεν ; οἵτινες παραφρονήσαντες καὶ ἐκπλώσαντες ἐκ τοῦ νόου ἀνδρὶ Φωκαιέϊ ἀλαζόνι , παρεχομένῳ νέας τρεῖς , ἐπιτρέψαντες ἡμέας
ἠβουλήθη τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος λέχος διαφυλάξαι καθαρὸν καὶ κατὰ νόμους ἀνδρὶ συνελθεῖν . Τὸ δὲ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφιδίαν οὕτω λέγε
4021642 ξενε
παύσαιτό τις ἑκάστοτε διεξιών . Εὖ γε , ὦ Λακεδαιμόνιε ξένε , λέγεις . τὴν ἀνδρείαν δέ , φέρε ,
εἰρήνης . Φαίνεται μέν πως ὁ λόγος οὗτος , ὦ ξένε , ὀρθῶς εἰρῆσθαι , θαυμάζω γε μὴν εἰ τά
4020870 σην
κάνθαρος τῶν Αἰτναίων πάντων Γοργάδων ἐσέφθην χειροβοσκόν οὐκ οἶδα τὴν σὴν πεῖραν : ἓν δ ' ἐπίσταμαι : τοῦ παιδὸς
ὁ βελτίων δὲ περιήκει καιρὸς καὶ μετὰ τῆς ἀηδόνος τὴν σὴν ἄγει φωνήν . κἀκείνη μὲν προλέγει τὰ τοῦ χειμῶνος
4014693 ἱρηξ
βασιλεῦς ' ἐρέω , νοέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἵρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον . ἀπὸ δὲ φυτῶν : ὡς
καὶ κορυδαλλὸς οὑν τάφοις παίζων , χὠ νηπίων ἔφεδρος ὀρνέων ἵρηξ , τά τ ' ἄλλ ' ὁμοίως . καὶ
4012515 μαντευμασιν
; Ἔγωγε τοῖς νῦν γ ' , ὦ πάτερ , μαντεύμασιν . Ποίοισι τούτοις ; τί δὲ τεθέσπισται , τέκνον
κεραυνόν , ὃς πᾶν ἐξαϊστώσοι γένος . τοιοῖσδε πεισθεὶς Λοξίου μαντεύμασιν ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων ἄκουσαν ἄκων : ἀλλ '
4011000 βαφευς
ευς ὀνόματα , τὸ βασιλεύς , ἀριστεύς , χαλκεύς , βαφεύς , ἱερεύς , Νηλεύς καὶ τὰ ὅμοια , τὰ
, τὸ ῥοιφῶ : ῥοίδια ὑποδήματα γυναικεῖα : ῥοιγεὺς , βαφεύς : Ῥοίτιον πόλις Τροίας : ῥοιβδῳδεῖ μετὰ ῥοιζοῦ σαλεύει
4003861 εὐχεται
μετὰ Καρχηδονίων , οἵτινες ἀνιόντες ἐπολέμουν Σικελούς . διὸ νῦν εὔχεται ὁ Πίνδαρος τῷ Διὶ ὥστε μὴ ἐμποδισθῆναι αὐτῶν ὀργήν
τὰ νέρθε δ ' οὐδέν : μαίνεται δ ' ὃς εὔχεται θανεῖν : κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν .
3998950 πυνθανομενῳ
” δῆλον οἶμαί σοι ἦν ὅτι οὐδεὶς ἀποκρινοῖτο τῷ οὕτως πυνθανομένῳ . ἀλλ ' εἴ σοι εἶπεν : “ Ὦ
ἀναθέντος . ἑκατέρῳ γὰρ ὁ θεὸς ἔχρησεν , Ἀλκμαίωνι μὲν πυνθανομένῳ πῶς ἂν τῆς μανίας ἀπαλλαγείη : τιμῆέν μ '
3990786 ἀληθειης
. ἐν τῶι σοι παύω πιστὸν λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης : δόξας δ ' ἀπὸ τοῦδε βροτείας μάνθανε κόσμον
φησίν “ ὡς θέλεις ψεύδου , ἔλεγχον οὐκ ἔχουσα τῆς ἀληθείης . ” [ κακοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι μὴ φεύγειν
3989732 μειρακιον
μὲν ἀμυήτους μεταστήσασθαι , αὐτοὺς δ ' ἰέναι ἐπὶ τὸ μειράκιον ὃ ὁ Πυθόνικος ἐκέλευε . Καὶ ᾤχοντο , καὶ
ἡλικίας ἀκμῆς , ἁβροῦ σχήματος , ἀπείκασεν ἄν τις τὸ μειράκιον Διονύσου καλαῖς εἰκόσιν . ἱερουργοῦντα δὴ τοῦτον , περί
3982163 θαρσει
μὲν ἀληθείας τότε , ἀναμιμνήσκεται δὲ ἐνθάδε ἐκείνων : καὶ θαρσεῖ μὲν τότε , σφάλλεται δὲ νῦν . Ἡ δὲ
ἀργύριον ἦι , πάντα θεῖ κἠλαύνεται . ὅ τοι κακὸς θαρσεῖ μάλ ' αὐτόθεν [ ἔπειτα φεύγει ] . γυναικάνδρεσσι
3975246 τερπεο
ἐν μεγάροισιν ἀάσπετα κωκύουσαν εἵνεκα Τυνδαρίδος πολυκηδέος , ᾗ παριαύων τέρπεο καγχαλόων , ἐπεὶ ἦ πολὺ φερτέρη ἐστὶ τῆς σέο
μ ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς , σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο πῖνέ τε οἶνον , ἥμενος . αἵδε δὲ νύκτες
3968153 ὑπερσοφον
, ὦ πᾶσα πόλι , τὸν φρόνιμον ἄνδρα , τὸν ὑπέρσοφον , οἷ ' ἔχει σπεισάμενος ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν ,
: ἐπὶ τῶν κοσμίων καὶ σοφῶν : οἱ γὰρ Ἀττικοὶ ὑπέρσοφον καὶ ἔννουν εἶχον τὸ βλέμμα . Ἀτενὲς ὁρᾷς :
3962598 εἰθε
τὸν ἀγῶνα ὑμεῖς , ἐμοὶ παραλειπτέον ἐστὶν ἀδικουμένῳ . ὡς εἴθε καὶ τῶν ἄλλων ἀνεκόπησαν τότε αἱ τόλμαι εὐθὺς ἀρξαμένων
ἐπικαθήμενος , μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν μελισσῶν . εἴθε φαύλως : εἴθε ἐκ τοῦ ῥᾴστου καὶ οὕτως εὐχεροῦς : ἐπεὶ μηδὲ
3952870 εὐαγγελισασθαι
, Ἀριστοφάνου μὲν οὕτω λέγοντος ἐν τοῖς Ἱππεῦσιν : ” εὐαγγελίσασθαι πρῶτος ὑμῖν βούλομαι ” , Φρυνίχου δὲ τοῦ κωμῳδοῦ
εἰς τὸ τοιοῦτ ' εὐκτὸν ἥ τ ' ἐρημία . εὐαγγελίσασθαι πρός σε ταῦτ ' ἐβουλόμην . ἔρρωσο πολλά .
3952560 Πολυξενην
παρὸ ἠγόρευσας καὶ ἐδημηγόρησας πρὶν ὅτι καλόν ἐστι σφαγιάσαι τὴν Πολυξένην , ἕτερόν τι νῦν λέξον καὶ εἰπὲ ὅτι μέμψις
πρὸς Ἀσκληπιάδην ἐπιστολῇ [ . ] . τὰ περὶ τὴν Πολυξένην ἔστι καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ εὑρεῖν : γράφεται καὶ σκότους
3948827 γραυς
ἢ τῆς ἑσπέρας σαπροὺς ἅπαντας ἀποφέρωσιν οἴκαδε . κἀνταῦθα καὶ γραῦς καὶ γέρων καὶ παιδίον πεμφθεὶς ἅπαντες ἀγοράσουσι κατὰ τρόπον
πρεσβῦτις : ἡ Γοργώ φησιν , ὅτι χρησμοὺς ἀποφοιβάσασα ἡ γραῦς ἀπῆλθεν . πάντα γυναῖκες ἴσαντι : ἴσασι , ὅπως
3945268 κενεαν
πόντιον ὕδωρ , οὐδὲ στόλους κατ ' ἀλλήλων ἐπάγοντες . κενεὰν δὲ παρὰ δίαιταν , παρὰ τὰ κενὰ ἑαυτῶν κρίματα
τοὔνεκεν οὔ ποτ ' ἐγὼ τὸ μὴ γενέσθαι δυνατὸν διζήμενος κενεὰν ἐς ἄπρακτον ἐλπίδα μοῖραν αἰῶνος βαλέω , πανάμωμον ἄνθρωπον
3943250 Ὁμηρε
λαμπρὰ τῆς τύχης διπλᾶ στέφη . Σὺ δὲ κτυπῶν , Ὅμηρε , κομπώδεις κτύπους , ὑψῶν τὰ μικρά , δεῦρο
στρατηγέταις : βάλλωμεν , ἄνδρες , τοὺς βιοφθόρους λύκους . Ὅμηρε , πηγὴ τῶν λόγων , ὁ τῆς μάχης πόρρω
3938554 γυναικ
θανεῖν τοῦ σοῦ πρὸ παιδός , ἀλλὰ τήνδ ' εἰάσατε γυναῖκ ' ὀθνείαν , ἣν ἐγὼ καὶ μητέρα καὶ πατέρ
μέγ ' ἕξεις , ἂν λάβῃς μικρὸν κακόν . τὸ γυναῖκ ' ἔχειν εἶναί τε παίδων , Παρμένων , πατέρα
3937156 εὐφρανω
τἀληθές , οὐχί ς ' εὐφρανῶ : εἰ δ ' εὐφρανῶ τί σε , οὐχὶ τἀληθὲς φράσω , φησὶν Ἀγάθων
τἀληθές , οὐχί ς ' εὐφρανῶ : εἰ δ ' εὐφρανῶ τί ς ' , οὐχὶ τἀληθὲς φράσω . ἀλλὰ
3931149 ἀκουσασα
, εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς καὶ
γύναι , θεασαμένη τὴν Ἀφροδίτην εἰκόνα βλέπειν σεαυτῆς . ” ἀκούσασα δὲ ἡ Καλλιρόη δακρύων ἐπλήσθη καὶ λέγει πρὸς ἑαυτὴν
3928888 ἐθαψα
τῶν εὐνούχων τοὺς πιστοτάτους καὶ εἶδον δι ' ἐκείνων καὶ ἔθαψά μιν . Οὕτως ἔσχε , ὦ βασιλεῦ , περὶ
τεθνεῶτος αὐτοῦ γεγονέναι ὡς οὐ γεγονότα διέξεισιν : οὐ γὰρ ἔθαψά σε φησὶν οὐδὲ περιέστειλα . Κινεῖ δὲ ἔλεον καὶ
3916872 Φιλη
εἰκόνισμα μὴ ἐτύμης ? ? ? δείσθω . ἔπευ , Φίλη , μοι καὶ καλόν τί σοι δείξω πρῆγμ '
' ὀ Παιὼν καὶ Εὐθίηι καλῶν ἔργων . ὄρη , Φίλη , τὴν παῖδα τὴν ἄνω κείνην βλέπουσαν ἐς τὸ
3906811 ⚔˘
τόδε : τί ἐϲτι τοῦθ ' ὃ λέγουϲι τὰϲ [ ⚔˘ – – παίζειν ἐχούϲαϲ , ἀντιβολῶ , [ τὸ
. } . μὰ Δί ' ἀλλ ' ἐγὼ [ ⚔˘ – – ἢν νοῦν ἔχωμεν , ϲκεψόμεθα [ ⚔
3892463 ἐμ
[ ] αι πιθεῖν εοθε [ ] [ ] καὶ ἐμ ' ἀμβρο [ ] ? [ ! ! !
καὶ τὰ ὦτα βεβλαμμένους ὅμοιον ἀδίκημα δρῶσιν οἱ τυφλοῖς ὀλίσθους ἐμ - ποιοῦντες καὶ ἕτερ ' ἄττα ἐν ποσὶ τιθέντες
3888619 ἐπεληλυθεν
ὡς ἐγὼ ταύτῃ κράτιστός εἰμι . ὡς δὲ πάντ ' ἐπελήλυθεν κοὐδὲν παρῆλθεν , ὥστ ' ἔγωγ ' ηὐξανόμην ἀκούων
, ἄρξεται δὲ οὕτω πως : θαυμάζω δὲ εἰ μὴ ἐπελήλυθεν ὑμῖν , ὦ παρόντες γονεῖς , ἐννοεῖν , ἅ

Back