κολάσεις ὑμῖν τεχνιτεύσω . τοσαῦτα εἰπὼν ὁ θεός , ὁ κἀμοῦ κύριος , τὰ λοιπὰ τῶν στοιχείων συγγενῆ μίξας ,
; ἢ μή τις ἠνάγκασέ σε ἐπιλαθέσθαι τῶν ὅρκων τε κἀμοῦ ; Ταῦτα ἔλεγε καὶ κατεφίλει συνεχῶς , ὁ δὲ
6825396 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
6769158 γεγονας
πρὸς τοὺς τῶν ἀντιπάλων ἡγεμόνας ἀποβλέπειν εἴ ποτε ἐκείνων βελτίων γέγονας , σκοποῦντα καὶ ἀσκοῦντα πρὸς ἐκείνους . Λέγεις δὲ
γάρ με λάβῃς ἀγνοοῦντα , τίς εἶ σὺ καὶ τίνων γέγονας , μαίνεσθαί με μᾶλλον ἢ τὸν Ὀρέστην λέγειν .
6669136 δεσποτα
, ἀφύην , ἑψητόν . Ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ
. Ἡράκλεις καὶ κέντρ ' ἔχουσιν . οὐχ ὁρᾶις ὦ δέσποτα ; οἷς γ ' ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκηι τὸν
6654385 Συ
περὶ τῆς ὁδοῦ ἐπεθύμει δὲ ὥσπερ καὶ ὁ πατήρ . Σὺ δ ' αὐτῷ λέγεις , Νίκην σοι φαίνουσι θεοὶ
πάσχουσιν , οἱ μὲν ἐπιπηδήσαντες , αἱ δὲ κατανωτισάμεναι ; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν ; Καίτοιγε
6579675 φιλτατε
, ὄντα τῆς τέχνης κύριον ; ἐγὼ δέ , ὦ φίλτατε , τούτων μὲν οἶδα οὐδὲν μὰ τὴν κεφαλὴν τὴν
κρατερὸν Ἰόλαον : “ Ἥρως ὦ Ἰόλαε , βροτῶν πολὺ φίλτατε πάντων , ἦ τι μέγ ' ἀθανάτους μάκαρας ,
6565364 φιλτατη
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ :
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν :
6518294 ἐσομαι
ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος αὐτῇ δεσμὸς ἔσομαι : μαινέσθω κατ ' ἐμοῦ . τί γάρ με
τοὺς ἀδικοῦντας δεῖ τοῖς ἴσοις ἀμύνεσθαι καὶ προσθέντες ὅτι ὄφελος ἔσομαι πολλοῖς ἀνθρώποις σωθείς , ἀποθανὼν δ ' οὐδενί ,
6504226 κἀμε
νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα
Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν
6499670 ἐγενομην
γὰρ εἶς βελτίων . ταῦτά μοι , ἐν Ῥόδῳ ἐπεὶ ἐγενόμην , πρὸς Λακύδην τὸν ξένον ὡμιλήθη . Σὺ μέν
ἕνεκα χάριν ἔχειν τῆι Τύχηι : πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον , εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ
6416784 ἀκουσον
, ἵνα μὴ κακουργῶν ἐνέγραφ ' ἡμῖν τὸν λόγον . ἄκουσον , ὦ δαιμόνιε , μου τῶν μαρτύρων . ἀνάβηθι
ἀπέλθῃς καταλιπών : καὶ τὸ ταύτης ἐμόν ἐστι πῦρ . ἄκουσον δὲ ὡς καὶ τἆλλα μοι μέλει περὶ σοῦ .
6403268 γενωμαι
ἀλλ ' ἵνα μὴ πολλὰ τοιαῦτα λέγων πόρρω τοῦ καιροῦ γένωμαι , παρεὶς ἅπαν τὸ μέσον καὶ προσχρησάμενος καὶ πρὸς
ἀγωνίων θεῶν , λευκοστεφεῖς ἔχουσα νεοδρέπτους κλάδους ; ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει . πότερα κατ ' ἔχθραν ,
6385977 ὑπαρχεις
ἕδνα ἕεδνα . ἴσχεο νῦν : ἐπίσχες , ὅστις ποτὲ ὑπάρχεις : πειθαρχήσομεν γὰρ οἷς λέγεις νόμοις . διὰ δὲ
τῶν φιληδούντων . ὥσπερ : Αἲξ εἰς θάλασσαν . Ἄτρωτος ὑπάρχεις ὡς ὁ Καινεύς : λέγουσι γὰρ ὅτι οὗτος ἄτρωτος
6304961 Δημοκριτε
Ἱππόκρατες ; ἐγὼ δὲ , οὐδὲν , ἔφην , ὦ Δημόκριτε , ἀλλ ' οὐκ οἶδ ' ὅπως προὔπεσον :
καὶ τυγχάνω ἐκ πατέρων ἴδιος ξένος : ἀλλὰ σὺ , Δημόκριτε , τῇ κρείσσονί με ξενίῃ δέχου , καὶ πρῶτόν
6304800 γενοιμην
δέ φασι : τὴν Ἀδράστειαν ? [ σέβω ἐπὶ Διομνήστωι γενοίμην νυμφίωι [ ὁμολογουμένην ἀτυχίαν . τα ! [ ἠδικημένος
κωμῳδίας ποιητής , πρεσβύτερος Ἀριστοφάνους , τῶν εὐδοκίμων ἄγαν . γενοίμην οὖν , φησίν , εἰς τὴν οἰκίαν Κρατίνου κῴδιον
6302534 τυγχανεις
σε προσληψόμενος . ᾤετο γὰρ τὸν ὄντα οὗ νῦν ὢν τυγχάνεις μηδὲν φιλανθρωπίᾳ ποιεῖν , πάντα δὲ ἀργυρίου . ἐγὼ
σφόδρα τούτους τοὺς λόγους ἀκροώμενος , οὓς καὶ σὺ νῦν τυγχάνεις δὴ διεξιών , ἄγαμαι . Εἶπον οὖν ἐγὼ ὅτι
6296237 ἐγενου
παιδός , ὅτι σὺ ἀμφότερα καὶ πατὴρ αὐτῷ καὶ μήτηρ ἐγένου , οὔτ ' ἄνδρ ' ἕτερον ἀντὶ Φαλάριδος ,
τοῖς ἐμοῖς χρήμασιν εἰς παλαίστρας ἐφοίτας . ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐγένου πολεμικός . ζήτει τοίνυν καιρὸν ἀμοιβῶν , ἵνα μοι
6271703 ἠκουσας
ἐναργῶς , ἑτοίμως . . , ᾔσθου ] ἔγνως καὶ ἤκουσας . ἔστιν ἐν τῇ σκηνῇ μηχάνημά τι , ὃ
ἀργυρώνητον ; δικαίως οὖν οὐχ εὗρες τὸν πιπράσκοντα . οὐκ ἤκουσας οὐδὲ Ὁμήρου διδάσκοντος ἡμᾶς καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες
6265615 Ἀντιλοχ
ὅτε τὸ δεύτερον ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ ' . οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον
ἔγειρεν . Ἀντίλοχον δ ' ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : Ἀντίλοχ ' οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν , οὔτε
6263338 τεθνηξομαι
πρότερον ἔρωτος ἐμπύρευμα λαβὼν ἐγὼ μὲν εἶπε , Χλόη , τεθνήξομαι μετ ' ὀλίγον : οἱ γάρ με ἀσεβεῖς λῃσταὶ
] ποντία νοτὶς κρύψῃ , πάλιν οὕτως εἶπον ὅτι ἐνθάδε τεθνήξομαι , ἤτοι πεσοῦσα εἰς θάλασσαν ἐκεῖ ἀποθανοῦμαι , ἢ
6263121 γεγονα
συμβᾶσάν μοι συμφοράν , καὶ τῇ πατρῴᾳ γῇ κακῶν αἴτιος γέγονα , ἀνθ ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι
τὸ δ ' ἡμέτερον , ἓξ μὲν καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη γέγονα , τὸ λειπόμενον δὲ οὐ πολύ . καὶ ὁ
6261521 λογισαι
πλείους ] περισσότεροι , πλείονες . σκόπει ] ὅρα , λόγισαι . , στοχάζου . σκοπῶ ] βλέπω , λογίζομαι
αὐτὸ λέγειν οὐκ ἐδόξαμεν : ἔστι δὲ τόδε σὸν εἶναι λόγισαι , πάτερ , τὸ παιδίον , οὐκ ἐμόν :
6231784 Ἐλπιδιου
εὐπορώτερον ἢ βελτίω δείξας . καὶ γὰρ εἰ καὶ νεώτερος Ἐλπιδίου , σὺ γέγονας τῶν γε καλῶν τούτων Ἐλπιδίῳ διδάσκαλος
ἀνάμνησον τῶν ὑποσχέσεων , ἃς ἐποιοῦ πρὸς ἡμᾶς περὶ τῶν Ἐλπιδίου πραγμάτων , μᾶλλον δέ , καὶ μεμνη - μένος
6195788 ὠγαθε
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν ,
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι
6193549 φης
οὐ γάρ ἐστι ταῦτα αἰσχρὰ οὐδ ' ἐλευθέροις , ὡς φής , ὕποπτα , καλὰ δὲ καὶ οἷα ὅπλα εἶναι
δ ' ἐν τῷ τῆς νουθεσίας ὀνόματι πάντα ταῦτα εἶναι φής , καὶ ἀποτυμπανίσας τὸν ἄνθρωπον εἰς ταὐτό μοι δοκεῖς
6187366 ἠσθα
εἰσοικούμενον εἴσδεξαι πνεῦμα τὸ τρίτον ὥσπερ στέφος . νεκρὸς γὰρ ἦσθα τὸ πρὶν εἰς φθορὰν πέλων τάφῳ κατῴκησάς τε νεκρὸς
γράφῃς , ἄλλοις καλέ , ἐμοὶ δὲ ὑπερήφανε . οὐκ ἦσθα συγκείμενος ἐκ σαρκὸς , καὶ τῶν , ὅσα τούτοις
6186702 γενου
τῷ κατ ' ἐνιαυτὸν συνέχοντι τῶν κακῶν : περίψημα ἡμῶν γενοῦ , ἤγουν σωτηρία καὶ ἀπολύτρωσις : καὶ οὕτως ἐνέβαλλον
παιδὶ πορσυνῶ μολών . μεῖνον παρ ' ἡμῖν καὶ ξυνέστιος γενοῦ . αὖθις τόδ ' ἔσται , νῦν δ '
6161321 ἐδεομην
πρῶτος αὐτὸς ἦρχον περὶ τοῦ κάλλους λέγειν , προοιμίων ἂν ἐδεόμην συχνῶν , ἐπεὶ δ ' ἐπὶ πολλοῖς ἔρχομαι τοῖς
ἐμαυτὸν ἐπαφεῖναι : ὡς δ ' οἱ παρόντες κατέσχον , ἐδεόμην ἐπισχεῖν τε τὴν ναῦν καί τινα ἁλέσθαι κατὰ τῆς
6160322 γενῃ
' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ ,
ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν
6150947 βελτιστε
ἐπῄνεσε . τί οὖν οὐ καὶ τοὺς Ἡρακλείδας , ὦ βέλτιστε , ᾐτιάσω , διότι οὐ κατὰ γῆν εἰς Πελοπόννησον
, μὴ πρῶτον μὲν εἴπῃ τί δέ σοι μέλει , βέλτιστε ; κύριός μου εἶ ; εἶτ ' ἂν ἐπιμείνῃς
6119910 ἐξερω
' αἰδοῖ , φίλα , ἐν γράμμασι σφῷν τοὔνομ ' ἐξερῶ βρέφους . ὀρθὴ μακρὰ γραμμή ἐστι : ἐκ δὲ
κἀνακούφισιν κακῶν . Ἁγὼ ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ ' ἐξερῶ , ξένος δὲ τοῦ πραχθέντος : οὐ γὰρ ἂν
6109003 πιστευω
αὐτὸν τῷ μεταλαβεῖν ; Ναί : ἀλλ ' ἐγὼ σοὶ πιστεύω , σὺ ἐμοὶ οὐ πιστεύεις . Πρῶτον μὲν οὐδὲ
οὕτως οὖν καὶ ἐνταῦθα τὸ νομίζω ἀντὶ τοῦ κρίνω καὶ πιστεύω . τὸ δὲ ὑμᾶς πολλὴν ἔμφασιν ἔχει , ὡς
6079344 καλε
ψυχῇ κάλλος καλὸν αὐτὸν προσαγορεύει : οὑτωσὶ τοίνυν ὦ παῖ καλὲ ἐννόησον . Καὶ ἐκεῖνον μὲν τὸν λόγον οὔ φησιν
ταῦτ ' ἀποτεινόμενος ὁ Ἔφιππος εἴρηκεν ὥρα σοι ζητεῖν , καλὲ Οὐλπιανέ , καὶ διδάσκειν ἡμᾶς , καὶ τῶν εἰρημένων
6071079 εἰμ
' , ὦ πάτερ . νῦν δ ' ἄθλιος μέν εἰμ ' ἐγώ , τλήμων δὲ σύ , οἰκτρὰ δὲ
λάβηι σε , θάνατος ξένιά σοι γενήσεται . εὔνους γάρ εἰμ ' Ἕλλησιν , οὐχ ὅσον πικροὺς λόγους ἔδωκα δεσπότην
6065281 τυγχανω
καθάπτοιντο λέγοντες ὅτι ἐν τοῖς μάλιστα Ἀθηναίων ἐγὼ αὐτοῖς ὡμολογηκὼς τυγχάνω ταύτην τὴν ὁμολογίαν . φαῖεν γὰρ ἂν ὅτι “
εὖ ποιῆσαι καὶ αὐτὸν μηδὲν βλαβῆναι . προξενῶν μὲν γὰρ τυγχάνω τῶν Ἡρακλεωτῶν , βούλοιο δ ' ἄν , ὡς
6046539 ἀπορω
ἐπεχείρουν μιμεῖσθαι , ἅτε ἐπιθυμῶν αὐτῆς . Πῶς γὰρ οὐκ ἀπορῶ , ἔφη , καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι ἅπαντες
, προῄρησαι λέγειν ; Πάνυ γε : νῦν μέντοι σχεδὸν ἀπορῶ , καὶ δέομαί γε , ὦ Σώκρατες , αὐτόν
6005865 γενησομαι
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις ,
5976709 ἀνεχομαι
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ ,
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ ,
5971461 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
5965186 γενναιε
ἐτῶν οὖσα τέξεται „ ; μὴ μέντοι νομίσῃς , ὦ γενναῖε , τὸ ” εἰπεῖν ” οὐχὶ τῷ στόματι ,
ἕκαστον βραβευόμενον ἐπαινετῶς ἐξορθοῦσθαι πέφυκεν . Ἔπειτ ' , ὦ γενναῖε , μὴ νομίσῃς ἀλυσιτελὲς ἐπίκαιρον εἶναι τυραννίδα . οὐδὲ
5958437 τεθνηκεν
' αὐτόν ; τί δ ' ] οὐκ , εἰ τέθνηκεν , τούτου αἰτία εἶ σύ , ἐπεὶ οὐ ζῶσαν
Ἀττικοῖς παρολκῇ τοῦ μαλα γίνεται , καθάπερ ἦ μάλα δὴ τέθνηκεν . ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ . τὸ δὲ
5956263 ἡκεις
ἁλίων ἐρετμῶν . μῶν καὶ σὺ καινὸς ποντίας ἀπὸ χθονὸς ἥκεις , Ὀδυσσεῦ ; ποῦ ' στι σύλλογος φίλων [
, φροντίζοι τε τῶν δεόντων . ἀλλὰ σύ γε πόρρω ἥκεις διαφθορᾶς . οὐκοῦν ἀναγκαῖον τομάς τε καὶ καύσεις καὶ
5955847 διδαξον
: εἰπὲ πρὸς αὐτῶν τῶν Ἐλευσινίων Κόρης καὶ Δήμητρος : δίδαξον ἄν τι σφαλώμεθα : πρόσθες τοῖς παρ ' ἡμῶν
ἀμερίμνους ἐκτενοῦσιν ἐπὶ καὶ τὰ στοιχεῖα τὰς ψυχὰς αὑτῶν ; δίδαξον ἐντεῦθεν ἐρᾶν τοῦ τι βουλεύεσθαι , ἵνα ἔχωσι καὶ
5955390 Ἀλεξανδρε
λόγον * καί φησι * καὶ δή σε , ὦ Ἀλέξανδρε , ἡ Ἀχερουσία καὶ καταιβάτις τρίβος δεξιώσεται λέγει δὲ
τοῦ βουλευομένου Ἀλεξάνδρου δρόμον ἀγωνίσασθαι Ὀλυμπίασιν ἔφη τις οὕτως : Ἀλέξανδρε , δράμε σου τῆς μητρὸς τὸ ὄνομα . Ἐν
5951777 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
5948514 κἀγω
γῆς ἀπελήλυθε ; φυλάττεται παρὰ τίσιν ; οὐ γὰρ δὴ κἀγὼ καθάπερ ἐκεῖνος ἐν ὑποψίαις εἰμί , ὡς ἀπιστεῖσθαι .
ἀλλὰ πρὸς τὰς τῶν πραγμάτων φύσεις καὶ μεταπτώσεις . οὕτω κἀγὼ καθάπερ τι φοβερὸν θηρίον κεχαρισμένοις λόγοις τιθασεύσας τὸν Ἀλέξανδρον
5945164 Θαρρει
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται .
5931877 γυναι
εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς ; ἔχω γὰρ οὐδέν , ὦ γύναι , τεκμήριον . τάλαινά ς ' ἡ τεκοῦς '
αὐτῷ . ἀλλ ' ἔρχευ , λέκτρονδ ' ἴομεν , γύναι , ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες
5929550 ἀπεκρινατο
ἔστιν , ἔφη , ὦ Κῦρε ; καὶ ὁ Κῦρος ἀπεκρίνατο : Ὅτι , ἔφη , ἐγώ , ὦ Γωβρύα
συνθήκαις , οὐ προειπὼν τὰ χρέα . ὁ δ ' ἀπεκρίνατο ? ἡμῖν , ὡς οὔτε τὰ χρέα γιγνώσκοι ἃ
5926557 ἐρων
ὅ περ καὶ πάντες πεπόνθασιν . ἔτυχεν δὲ ὁ Ἀλκιβιάδης ἐρῶν τοῦ Ἀγάθωνος καὶ ἐβούλετο ὑπὸ μηδενὸς ἄλλου αὐτὸν ἐρᾶσθαι
προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον κατὰ τὸ εἰκὸς ὡς οὐκ ἂν ἑτέρας ἐρῶν βασιλέως υἱὸς ἐνεκαρτέρει τῷ σιωπᾶν μέχρι θανάτου . χαλεπὸν
5919952 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
5912654 εἰπουσης
πεπωκότων , οἶμαι , καὶ μικρῶν ὄντων τῶν παροξυνόντων , εἰπούσης τι καὶ δακρυσάσης ἐκείνης περιρρήξας τὸν χιτωνίσκον ὁ οἰκέτης
παιδοτρίβην μνᾶν δοὺς οἴει αἰεὶ φοιτήσειν ; Φρύνης δὲ πικρότερον εἰπούσης αὐτῇ εἰ δὲ λίθον , ἔφη , εἶχες ,
5910585 ἐρᾳς
παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες , τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς , εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή : οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον
γενέσεως , “ τούτου μέντοι ” , φάναι , “ ἐρᾷς , ὦ νεανίσκε , καλοῦ δὲ οὐδενός ” .
5910278 σος
λαὸς ἅλις ὃς κεῖται νεκρός . τοσαῦτ ' ἔλεξε . σὸς δὲ Πολυνείκης γόνος ἐκ τάξεων ὤρουσε κἀπήινει λόγους .
δειροτομῆσαι . καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ ' εἴποι , σὸς φίλος υἱός , ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς
5895236 παυε
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν
5885810 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
5881898 τρεμων
καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων
φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ
5881212 σεαυτου
λεχθήσεται δὲ καὶ ἕτερα . ἐρεῖς τι καὶ εἰς τὴν σεαυτοῦ πατρίδα ὡς χρονίως μὲν ἐπανελθὼν ἐπ ' αὐτήν ,
ἂν γὰρ ἅπαξ χρόνου καὶ διατριβῆς τύχῃς , ῥᾷον κρατήσεις σεαυτοῦ . Θάνατος καὶ φυγὴ καὶ πάντα τὰ δεινὰ φαινόμενα
5879087 ἐγνων
τεκέεσσιν . ἔγωγε μέν , εὖτ ' ἀφίκανεν , ἀμπλακίην ἔγνων : βωμὸν δ ' ἐκέλευσα καμόντα Θυνιάδος νύμφης ,
ἡγούμην οὔτε Ἀλβανοὺς οὔτε ὑμᾶς βουλεύσασθαι . ἔτι δὲ μᾶλλον ἔγνων τοῦτο καὶ πολλὴν κατέγνων ἀμφοτέρων ἡμῶν μανίαν , ἐπειδὴ
5878037 Κλεινιας
τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραγενόμενος ὁ Κλεινίας ἔφη Θέρσανδρον διὰ τῆς νυκτὸς ἀποδεδρακέναι : τὴν γὰρ
ἐκώκυεν ὁ πατήρ , ἑτέρωθεν δὲ καθ ' αὑτὸν ὁ Κλεινίας : “ Ἐγώ μου τὸν δεσπότην ἀπολώλεκα . τί
5874246 κτανειν
] [ ] συνάορον [ ] υς δὲ καί φησιν κτανεῖν [ σαφῶς ] ποινὰς ὅπως [ ἐκλέγοιεν ] ἄν
: ποῦ γὰρ ἄγγελοι ; ἥξουσιν : οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν . ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες , νικῶντ ' Ὀρέστην
5870677 ἐρωτων
μόνον ἃ ἐκεῖνος κολαστηρίου ἕνεκα τοὺς πάντ ' οἰομένους εἰδέναι ἐρωτῶν ἤλεγχεν , ἀλλὰ καὶ ἃ λέγων συνημέρευε τοῖς συνδιατρίβουσι
ὁ ἐρωτῶν καὶ ὁ ἐρωτώμενος ὡς πολύσημον , τότε ὁ ἐρωτῶν οὐ πρὸς τὴν διάνοιαν , ἤγουν πρὸς τὴν διάνοιαν
5869331 κελευεις
, ἔλεγε τάδε : Βασιλεῦ , ἐπειδὴ ἀληθείῃ διαχρήσασθαι πάντως κελεύεις ταῦτα λέγοντα τὰ μὴ ψευδόμενός τις ὕστερον ὑπὸ σέο
αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε : τύνη δ ' οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι , τῶν οὔ τι μετατρέπομ ' οὐδ '
5868086 γενοιο
νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν . Ὦ παῖ , γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος , τὰ δ ' ἄλλ ' ὅμοιος
εἰ δέ μοι τὴν γυναῖκα ἄγοις , ἀντὶ πολλῶν ἂν γένοιο . ” Ταῦτα ἐγίνετο καὶ ὁ μὲν ἀπήλαυνε παραδοὺς
5857409 πεπονθας
παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ ] τούτου τοῦ δεσμοῦ ἐλευθερωθῶ . . πέπονθας ἀεικὲς πῆμα ] ὁ χορὸς ἀκούσας τῶν τοῦ Προμηθέως
. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας . καὶ δευτέραις Νεφέλαις : τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων
5854509 μακαριε
. Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐδέποτ ' ἄρα , ὦ μακάριε Θρασύμαχε , λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης . Ταῦτα δή σοι
, ἐπεὶ δοκεῖ γέ σοι ὡς ἐγὼ λέγω . Ὦ μακάριε , ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν , ὥσπερ οἱ
5833619 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
5821807 ἐμων
τῶν ἐν ἀρχαῖς καὶ δυνάμει , πλὴν Δολοβέλλα καὶ τῶν ἐμῶν ἀδελφῶν νειμαμένων μὲν εὐθὺς ὡς τυράννου , δι '
, εἴ τι βούληι παισὶν ἢ σαυτῆι φυγῆς προσωφέλημα χρημάτων ἐμῶν λαβεῖν , λέγ ' : ὡς ἕτοιμος ἀφθόνωι δοῦναι
5813041 Τηλεμαχε
εὖ φρονεῖν , ὃν περὶ πολλοῦ ποιῇ . Ἦλθες , Τηλέμαχε , γλυκερὸν φάος . μέχρι τούτου μοι τῷ ἔπει
λέγε , Ἀντίλοχε : γλυκερώτερον Νέστορος ἐρεῖς : λέγε , Τηλέμαχε : σφοδρότερον Ὀδυσσέως ἐρεῖς : λέγε , Ἀλκιβιάδη :
5809355 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
5807447 δυστυχους
, τοὺς δὲ ἐφορᾷ Θέμις . Καὶ μὴν καὶ τόδε δυστυχοῦς ἐν ἀσθενείᾳ τε καὶ ἀτιμίᾳ καὶ προπηλακισμῷ τῶν λόγων
τρυφᾶι δ ' ὁ δαίμων : πρός τε γὰρ τοῦ δυστυχοῦς , ὡς εὐτυχήσηι , τίμιος γεραίρεται , ὅ τ
5796582 φαινομαι
εἰμι τὴν χώραν τὴν ὑμετέραν οὔτ ' ἐν τῇ ἀγορᾷ φαίνομαί τινι ὀχληρός : οὐ γάρ εἰμι ῥήτωρ : οὐδὲ
παῖς μου εἶπεν , ἐπείσθης ἄν : ἐγὼ δὲ οὐ φαίνομαί σοι ἀξιοπιστότερος εἶναι ; Δύσκολος σκάλαν καταβαίνων σφαλεὶς κατέπεσε
5794209 μελλω
. τούτῳ γάρ , ὡς ὁρῶ , καὶ τὸ δέρμα μέλλω προσδοῦναι . „ ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι τότε
φησὶ γὰρ ὧδε : Βούλομαι δὲ πρὸ πάντων , ὧν μέλλω λέγειν , μνημονεύοντας ὑμῶν οἶδ ' ὅτι τοὺς πολλοὺς
5792063 εἰην
ἐγὼ τὴν ἅρπην ταύτην ὀξεῖαν περιφέρω , ἢ γελοῖος ἂν εἴην τὸν μὲν πατέρα ἐκτομίαν πεποιηκὼς τὸν Οὐρανόν , τοὺς
' ἀρετήν τ ' ἄγων ἔρως ζηλωτὸς ἀνθρώποισιν : ὧν εἴην ἐγώ . χαίρω σέ τ ' , ὦ βέλτιστον
5783839 ἐτολμησας
Θεμιστοκλέους - ⌋ βίου ἐπιλαμβάνεσθαι ⌊ - ⌋ ⌊ ⌋ ἐτόλμησας ⌊ σκέψαι ⌋ ⌊ ὦ Σώκρατες , τὰ ⌋
ἐπεθύμεις , ἀλλὰ τοῦ δοκεῖν ἐπιθυμεῖν τῶν λόγων . οὔκουν ἐτόλμησας οἰκέτην τῇδε καταλιπεῖν ἡμέραν μίαν . ἀλλ ' ἐγὼ
5781879 ἐθελω
ἢ κρέας , κἂν μὴ κατεσθίωσι καὶ τοὺς δακτύλους , ἐθέλω κρέμασθαι δεκάκις . οὐκ ἄκαιρον δ ' ἐστὶν μνημονεῦσαι
τις δέξαιτ ' ἂν ὑμῶν ; ἐγὼ μὲν γὰρ πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ ' ἔστιν ἀληθῆ . ἐπεὶ ἔμοιγε
5779359 πεπονθα
. διότι . ἐχρῆν : Ἀντὶ τοῦ χρή . . πέπονθα : Ἔπαθα . . ἔπαθον . . δεινὰ :
προτέρων φρενῶν ἀπολειφθεὶς καὶ μανείς : † ἄλλως : τί πέπονθα ἀπολειφθεὶς τῶν πρὸ τῆς μανίας φρενῶν : † ἄλλως
5778418 θανουσα
Κυκλωπιᾶν πόνον χερῶν ; ἐθρέψαθ ' Ἑλλάδι με φάος : θανοῦσα δ ' οὐκ ἀναίνομαι . κλέος γὰρ οὔ σε
τίς ἡγεμών μοι ποδὸς ὁμαρτήσει τυφλοῦ ; ἥδ ' ἡ θανοῦσα ; ζῶσά γ ' ἂν σάφ ' οἶδ '
5777832 ἐκαλεις
ὧν ἔπασχον κακῶς , τούτοις βοηθεῖν ἠξίουν , βλαβερὰν μὲν ἐκάλεις τὴν τοιαύτην φιλανθρωπίαν αὐτῷ τῷ ταύτῃ χρωμένῳ , κωλύειν
τῆς πάλιν οἴκαδε σωτηρίας : τὸ δὲ δεύτερον εἰρήνης γενομένης ἐκάλεις με οὐ κατὰ τὰς ὁμολογίας , ἀλλὰ μόνον ἥκειν
5764661 Κελσου
οὓς οὐκ ἔπεισα , μηκέτ ' αὖθις πείθειν ἐπιχειρεῖν : Κέλσου δὲ κελεύοντος γράφειν καὶ φάσκοντος ὡς δεινὰ ἂν πάθοι
συναγωνίσῃ ταῖς τῶν βαρβάρων ἐπιθυμίαις . μηδὲ τὴν ἀρετὴν τὴν Κέλσου περιυβρίσῃς . εἰ γὰρ σὺ ζητήσεις τι πλέον ,
5764434 ἀπιστω
γίγνεται , βοηθητέον ἡνίκ ' ἔξεστιν ; ἐγὼ δ ' ἀπιστῶ οὐδ ' ἐκείνῳ , τῷ μὴ οὐ καὶ μόνον
δὲ , Χαιρέα , κακῶς ἔχω . ἀλλ ' οὐκ ἀπιστῶ . διόπερ ἥκω παραλαβὼν σὲ πρὸς τὸ πρᾶγμα ,
5761786 ἐπεισθην
αὐτόχειρ γενέσθαι , τοῦτο τὸ ἔργον ἐγώ ποτ ' ἂν ἐπείσθην ἀντ ' ἐκείνου ποιῆσαι ; πότερα ὡς ἐγὼ μὲν
φρονίμους περὶ τούτων ἤκουον εἶναι . καὶ περὶ μὲν τροφῆς ἐπείσθην ἱκανὸν εἶναι ὑπάρχον ὅ τι Κυαξάρης ἔμελλε παρέξειν ἡμῖν
5761311 Θερσανδρος
οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο .
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ
5755100 πειθῃ
τῷ Διονύσῳ : † οὐκ ἤν γε πείθῃ : ἐὰν πείθῃ τοῖς σοφωτέροις σου , οὐ - δαμῶς τοῦτο ποιήσεις
οὐκ ἐξιών ; Ἀλλ ' οὐκ , ἤν γέ μοι πείθῃ , ἀλλὰ ῥίψας τὰ τούτων ὀνειροπολήματα πορεύσῃ : κάθηται
5743652 εἰμι
γάρ με δόξαι πτωχὸν εἶναι τήμερον , εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί , φαίνεσθαι δὲ μή : τοὺς μὲν θεατὰς εἰδέναι
οὖν οὐκ ἐρεῖ παρῆλθον τόδε , νῦν δὲ ἐν ἄλλῳ εἰμί ; Εἰ δὲ καὶ ἐφορᾷ τὰ ἀνθρώπων , πῶς
5742801 ἀπορεις
ἕως ἂν εἴπῃς . Ἐπειδὴ δὲ σιγᾷς , ὅτι μὲν ἀπορεῖς , συγγνώμην ἔχω σοι , ἃ δὲ τότ '
ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ , θαυμάζεις , ὦ Σώκρατες , καὶ ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετή ; ἀλλ ' οὐ χρὴ
5742671 τεκνον
τέκνον . Ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; Κριβανίτας , ὦ τέκνον . Ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας .
τὴν θυγατέρα Ὀμύρητος , καὶ αὐτῷ γίνεται ἐκ κοίτης θῆλυ τέκνον , ᾧ οὔνομα τίθεται Κρηθηΐδα . καὶ αὐτὸς μὲν
5735568 Διονυσιε
αὐτοῦ γε τοῦ τὰ πτερὰ ἔχοντος Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι .
παρακειμένου , καὶ Διονύσιον , ὃς πρὸς τὸν ” οἰμώξῃ Διονύσιε ” φήσαντα „ σὺ μὲν οὖν , [ ἀπήντησεν
5734843 Ἀσκληπιε
ἄλλα τὰ παραπλήσια ; Φεῦ τῆς πολλῆς πλάνης , ὦ Ἀσκληπιέ . τὰ μᾶλλον πληρέστατα καὶ μεστότατα ὄντα , ταῦτα
κινεῖται τὸ πᾶν , τί εἴπομεν ; Ἀσώματον , ὦ Ἀσκληπιέ . Τὸ οὖν ἀσώματον τί ἐστι ; Νοῦς ὅλος
5732148 βοᾳς
' οὐ τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς πολιτεύμασιν γιγνωσκομένους . καὶ βοᾷς ῥητὰ καὶ ἄρρητ ' ὀνομάζων , ὥσπερ ἐξ ἁμάξης
καὶ ὁμόγραφα ἔχει τοῖς ὁριστικοῖς τὰ ὑποτακτικά , οἷον βοῶ βοᾷς βοᾷ , χρυσῶ χρυσοῖς χρυσοῖ , ἐὰν βοῶ ἐὰν
5730302 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
5721406 δοξαιμι
μᾶλλον , ἢ λόγου τυχόντι καὶ μὴ πείσαντι ὑμᾶς : δόξαιμι γὰρ ἂν σὺν δίκῃ πάσχειν , ὅ τι ἄν
οὐδὲ τοσαυτάκις ἀγωνιζόμενος [ καὶ ] νικήσας δικαίως ἂν πάλιν δόξαιμι δι ' ἐκεῖνα ἐκπεσεῖν . Ἀλλὰ γὰρ ἴσως μετὰ
5720863 κἀμοι
μέσον [ ὁ Αἴσωπος ] λέγει ” ἄνδρες Σάμιοι , κἀμοὶ εὐκταῖόν ἐστιν παρὰ τοῖς τοῦ βασιλέως ποσὶν ἀποθανεῖν .
τὰς νόσους ἰώμενοι , τὰ βλάπτοντα προμηνύοντες : δότε τοίνυν κἀμοὶ προχείρως εὐεργεῖν , σώζειν , ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας ,
5718688 φονευς
τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ ' ἐλεύθεροι , ἐπεὶ πατρὸς πέπτωκεν Αἴγισθος φονεύς . φέρ ' , οἷα δὴ ' χω καὶ
Λυδοὶ φέροντες τὸν νεκρόν , ὄπισθε δὲ εἵπετό οἱ ὁ φονεύς . Στὰς δὲ οὗτος πρὸ τοῦ νεκροῦ παρεδίδου ἑωυτὸν
5718340 σων
νῦν μὲν γὰρ ἐν τῇ σῇ χώρᾳ ὄντες πολλὰ τῶν σῶν σινόμεθα ἄκοντες : ἢν δ ' εἰς τὴν πολεμίαν
ἀρχαίων ποιητῶν εἰδώς τε καὶ μιμούμενος ἔφη πρός με παρὰ σῶν μεμαθηκέναι γραμμάτων ὡς πάνυ ἂν ἡσθείης ἡμετέροις γράμμασιν .
5714836 ἐποιησας
' αὐτῇ . Οὐκοῦν ἐπεὶ λίθου τοῦτό γε ὡς ἀληθῶς ἐποίησας οὔτε παρακολουθήσας οὔτε τὸν Σμυρναῖον ἐκεῖνον ἐρόμενος , ὅστις
καὶ ἀπὸ τοῦ ἰδίου σώματος : σὺ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἐποίησας αὐτὸν ἐλεεῖν ψυχὰς πάντων ἀνθρώπων . τότε κύριος πρὸς
5709034 βασιλευ
. ὅτε καί τινος εἰπόντος μακάριοί ἐστε ὑμεῖς , ὦ βασιλεῦ , τοιούτοις χρώμενοι καὶ ὀδωδότες ἡδύ , μηδὲν τὸν
βασιλέως τούτους εὑρεῖν , ἐνταῦθα ὁ μουσικὸς εἶπεν : ὦ βασιλεῦ , τρεῖς μόνους ἀλύπους μὴ δυνάμενος ἐξευρεῖν αὐτὸς ἄχθῃ
5706789 φραζε
Πάλιν εἰς τὸν αὐτὸν ἥκομεν λόγον . παρὰ τοῦ ; φράζε κἀμοί . Παρὰ τῶν πολλῶν . Οὐκ εἰς σπουδαίους
ἤγουν νοεῖς . λόγον ] τὸν παρ ' ἐμοῦ . φράζε ] δήλου . καρβάνωι ] βαρβάρωι . ἔοικεν ]
5705573 ἀπολλυμαι
νόσον τινὰ καὶ ἀποστῇς , κἀγὼ τῆς σῆς παρουσίας ἐστερημένος ἀπόλλυμαι : ἔκτεινον τὰς χεῖράς σου εἰς τροφήν : ἀντὶ
ὢν τύραννος οἰκήσεις μόνος φίλων ἔρημος , ὦ τάλας , ἀπόλλυμαι τοῖς νοῦν ἔχουσιν οὐ κακῶς ἔχειν δοκεῖ πολλάκις ἄρα
5695827 Ἑνωχ
, πάτερ [ , καὶ ] δέομαι , βάδισον πρὸς Ἑνὼχ [ τὸν πατέρα ἡμῶν καὶ ἐρώτησον ] . .
καὶ οὐ ψευδῶς . καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ , μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ ,
5692094 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου

Back