ὅ περ καὶ πάντες πεπόνθασιν . ἔτυχεν δὲ ὁ Ἀλκιβιάδης ἐρῶν τοῦ Ἀγάθωνος καὶ ἐβούλετο ὑπὸ μηδενὸς ἄλλου αὐτὸν ἐρᾶσθαι
προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον κατὰ τὸ εἰκὸς ὡς οὐκ ἂν ἑτέρας ἐρῶν βασιλέως υἱὸς ἐνεκαρτέρει τῷ σιωπᾶν μέχρι θανάτου . χαλεπὸν
8118089 ἐραστης
ὀδόντων ὥσπερ ἐλέφαντος . Τίς ἐκεῖθεν οὐκ ἂν εὔξαιτο λαβεῖν ἐραστὴς λευκὰ φιλήματα ; Εἰ δὲ νέμοντος ἠράσθην , θεοὺς
ὢν καὶ αὐτὸς ἄρχων ἀρχὰς τῶν ἡμῖν πεποιημένων λόγων γενόμενος ἐραστὴς τούτοις οὐκ ἔλαττον ἢ τοῖς πράγμασι διδοὺς καὶ συνὼν
7985232 ἐπιθυμων
οὕτως : ἀσθμαίνει , ὡς ἵππος πολεμιστὴς σάλπιγγος ἀκούων , ἐπιθυμῶν πολέμου , εἴργεται πρὸς τοῦ ἐπιβάτου . τὸ δὲ
ἐγγύθι : ὑπάρχων . πότμου : θανάτου . Ἱμείρων : ἐπιθυμῶν . ἱέμενος : ἐπιθυμῶν , καὶ προθυμίαν ἔχων .
7869560 ἐρᾳ
, ἀχώριστα , ἐρασμιώτατα , ὧν ἢ αὐτὸς ὁ θεὸς ἐρᾷ ἢ αὐτὰ τοῦ θεοῦ ἐρᾷ . εἰ δύνασαι νοῆσαι
ἀναγινώσκει Ἀλκαῖον , Ὅμηρον , οὗτος φιλεῖ Διονύσιον , οὗτος ἐρᾷ Ἑλένης . ὁ αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τοῦ τύπτειν
7384351 ἐραστου
Ἀνακρέοντος ᾠδὰς καὶ ἐπαίνους καὶ ὅσα εἰκὸς ἦν παρὰ ποιητοῦ ἐραστοῦ . Εἰ δή τις παραβάλλοι ἔρωτα ἔρωτι , τυραννικὸν
ὡς κατειργάσατο τὸ κάλλιστον ἔργον , ἔφευγεν ὤκιστα εὐθὺ τοῦ ἐραστοῦ . μετῄεσαν δὲ αὐτὸν οἱ δορυφόροι , καὶ διέφυγεν
7272789 δεομενος
εἰσάγων ὁ δήμαρχος τοῖς τότε ὑπάτοις καὶ τῇ βουλῇ προσῄει δεόμενος τὸν ἐπ ' αὐτῷ γραφέντα νόμον προβουλεῦσαί τε καὶ
ἐξέτασιν προτέτακται τῶν πολυτελεστέρων , καὶ ἄλλως τε σαφηνείας πανταχῇ δεόμενος ἐπὶ τῷ διακρῖναι τὰ πράγματα οὕτως ἠναγκάσθη τὸν λόγον
7257140 ἠρασθη
τὰς γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν
βέλη ἐμπεπαρμένα καὶ κολάζεται ἐκ τούτου . Ὁ δὲ Ἰξίων ἠράσθη τῆς Ἥρας : ἡ Ἥρα προσαγγέλλει τῷ Διί :
7164572 ἐρωμενης
: καὶ γὰρ ἐπιστήμας ἀναλαμβάνομεν πονοῦντες , καὶ πλούτου καὶ ἐρωμένης οὕτως ἐγκρατὴς γίνεταί τις , καὶ ὑγίειαν περιποιοῦσιν αἱ
ἀλλ ' ᾠχόμην ἂν διπλῆν εὐθυμίαν κερδάνας τὸν ὑπὲρ τῆς ἐρωμένης ἀγῶνα νικήσας διὰ τῆς ἐρωμένης : οὕτως αὐτῇ πρόσεστιν
7071637 ἐμπεπλησμενος
, ἀπῆλθε τῆς τε νίκης στερηθεὶς καὶ τῆς ὄνθου προσέτι ἐμπεπλησμένος . βλάψεν γὰρ Ἀθήνη , φησὶν ὁ ποιητής :
νεανίσκος πάνυ χρηστὸς καὶ θεῶν ἄξιος , καὶ ἅμα δακρύων ἐμπεπλησμένος : καὶ ἡμῖν δὲ πᾶσι κατεφέρετο δάκρυα . τῷ
7060065 ἐλεεινος
ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ '
μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ
7007229 θαυμασας
τις φωνὴν ἀφείη , ἀλλ ' ἐκσταίη , ὅμως ἀνεβόησε θαυμάσας . ποίας ἔρεπτον : κυρίως τὸ ἐρέπτειν ἐπὶ τῶν
λαθραίως κατὰ τὴν ψυχὴν ὁ Αἰήτης τὴν τοῦ Ἰάσονος δύναμιν θαυμάσας . ἀφωνήτῳ περ ἔμπας : καίπερ τοιούτῳ ἄχει πληγεὶς
6962009 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
6958529 μειρακιου
τῇ Ἀσπασίᾳ : καί πως ἔπρεψεν αὐτῇ καὶ τὰ τοῦ μειρακίου , καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τῆς ὥρας αὐτῇ πρὸς
μονωθεὶς ὁ νεανίσκος μᾶλλον ὑπήκοος αὐτῷ γένηται . τοῦ δὲ μειρακίου ταῖς γενομέναις παρανομίαις προσκόπτοντος καὶ φανεροῦ καθεστῶτος ὅτι τιμωρήσεται
6953520 Καλλιροη
πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς
εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “
6952118 ἐρασθεις
τὴν πρᾶξιν ἐποιοῦντο . καὶ ὁ μὲν Θησεὺς τῆς Ἑλένης ἐρασθεὶς ἔσχεν συμπράττοντα αὐτῷ τὸν Πειρίθουν , ὁ δὲ Πειρίθους
: Δημήτριος δὲ ὁ Φαληρεὺς , Λαμπιτοῦς τῆς Σαμίας ἑταίρας ἐρασθεὶς , ἡδέως δι ' αὐτὴν καὶ Λαμπιτὼ προσηγορεύετο ,
6936310 τεθνηκε
: τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα , ὃς τέθνηκε : κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο .
πέπραται ὁ υἱὸς αὐτοῦ , τὸ δὲ ψεῦδος , ὅτι τέθνηκε καὶ ὡς ὑπὸ θηρίων ἐξανάλωται , πληχθεὶς τὰ μὲν
6925005 ἀνοητος
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς
6914592 αἰδουμενος
τε καὶ πεπαιδευμένος ἐν Καρχηδόνι καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς πόλεως αἰδούμενός τε καὶ φίλος ὢν ἔτι πολλοῖς ἐκεῖθεν ἐδεήθη τοῦ
γε αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος εἶναι : ἐπεὶ ἔστιν ὅστις αἰδούμενός τι πρᾶγμα καὶ αἰσχυνόμενος οὐ πεφόβηταί τε καὶ δέδοικεν
6908719 ἐνουθετει
βωμολοχίας ἀναπιμπλάντες τὴν πόλιν . ὁ δὲ φιλόσοφος ἤλεγχε καὶ ἐνουθέτει . καὶ μὴν ὅσῳ τὸ λοιδορεῖν [ καὶ ]
ὢν τῷ Ἡρώδῃ παρῆν αὐτῷ πονήρως διατιθεμένῳ τὸ πένθος καὶ ἐνουθέτει τοιαῦτα λέγων : „ ὦ Ἡρώδη , πᾶν τὸ
6888214 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
6856373 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
6851771 Χαιρεας
τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν
παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί
6834703 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
6828691 μειρακιον
μὲν ἀμυήτους μεταστήσασθαι , αὐτοὺς δ ' ἰέναι ἐπὶ τὸ μειράκιον ὃ ὁ Πυθόνικος ἐκέλευε . Καὶ ᾤχοντο , καὶ
ἡλικίας ἀκμῆς , ἁβροῦ σχήματος , ἀπείκασεν ἄν τις τὸ μειράκιον Διονύσου καλαῖς εἰκόσιν . ἱερουργοῦντα δὴ τοῦτον , περί
6827509 νεανισκος
, πότερον ὁ κρείττων λόγος φησίν ὁμολογῶν ἡττᾶσθαι ἢ ὁ νεανίσκος ὁ τῶν λόγων κριτής : ὃ καὶ μᾶλλον †
Πλαγγών : ἧς περικαλλεστάτης οὔσης ἠράσθη τις Κολο - φώνιος νεανίσκος , Βακχίδα ἔχων ἐρωμένην τὴν Σαμίαν . λόγους οὖν
6811007 ἁνηρ
γε τὴν Μεγάλην πόλιν , τίς τε καὶ ἐκ τίνων ἁνὴρ καὶ ὡς ἄξιος τιμῆς Ἑλλήνων παισίν . ἀμφοτέροις γὰρ
Φίλιππον εὐμενῶς διδάξαι τε τὸν γενναῖον Σαλούτιον , τίς τε ἁνὴρ κἀκ τίνων , καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ
6785266 συνεις
γενομένης καὶ χωρούντων ἐπ ' αὐτόν , ὁ οἰκέτης εἵπετο συνεὶς καί τινα πρεσβύτην προοδεύοντα προδραμὼν ἀπέκτεινε καὶ τὴν κεφαλὴν
διαστατοῦ σώματος τοῦ φύσει πρῶτον αἰσθητοῦ . ὁ δὲ μὴ συνεὶς τὸ λεγόμενον ἔκ τινος παιδιᾶς εἴσεται πάνυ συνήθους .
6782734 ἐπελαθετο
καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ἄγοντος εἰς μνήμην αὐτῷ τῶν δεδογμένων ἑκὼν ἐπελάθετο , ἆρ ' ἂν κατηγορίας ἀλλότριον διεπράττετο πρᾶγμα ;
, εἴ τι μηχανήσαιτο , λύσων . Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ εἰ μὲν λωτὸν ἔφυσεν ἡ
6763089 Πλαγγων
- του . ” κατέσχε δὲ αὐτῆς τὰς χεῖρας ἡ Πλαγγών , ἐπαγγειλαμένη τῆς ὑστεραίας εὐκολωτέραν αὐτῇ ἔκτρωσιν παρασκευάσειν .
πεισθῆναι , ὡς οὗτοι γεγόνασιν ἐξ αὑτοῦ , τελευτῶσα ἡ Πλαγγών , ὦ ἄνδρες δικασταί , μετὰ τοῦ Μενεκλέους ἐνεδρεύσασα
6756455 ἐρωτικως
σὺ δὲ περιχαρῶς ἐδέξω τὸ γέρας οὐ πρὸς ἀρχὰς ἔχων ἐρωτικῶς , ἀλλὰ τροφείων τῇ χώρᾳ πρόφασιν ἐξευρών . αὕτη
ταῖς καυστικαῖς καὶ ἐπιθυμητικαῖς ὁρμαῖς τῆς ἀφροδίτης . Οἰστρηδόν : ἐρωτικῶς , μανιωδῶς , μετ ' οἴστρου ἤγουν ἔρωτι κινούμενοι
6752957 μοιχος
ἀνθρώπου ἐπεισῆλθέν τις τῶν δοκούντων φιλολόγων , ὃς κατείληπτό ποτε μοιχὸς ἐν τῇ πόλει . ὁ δ ' Ἀλλ '
. κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ μοιχείᾳ καὶ ὡς ἀσέμνως κειρόμενος . μοιχὸς δὲ εἶδος καὶ ὄνομα κουρᾶς ἀπρεποῦς καὶ κιναιδώδους .
6703253 ζων
. ἐπεξιὼν δὲ ὁ Ἄδμητος ἔχων καὶ λοχαγοὺς νύκτωρ συνελήφθη ζῶν : ἠπείλει δὲ Ἄκαστος ἀποκτεῖναι αὐτόν . πυθομένη δὲ
ἔλεγε , τοῦ πατρός , ὡς δι ' ἐκεῖνον μὲν ζῶν , διὰ τοῦτον δὲ καλῶς ζῶν , ὕστερον ὑποπτότερον
6699923 κακοδαιμων
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης
6691466 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
6688774 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
6685149 ἀνοσιος
. Μυκήναις , μὴ ' νθάδ ' ἀνακάλει θεούς . ἀνόσιος πέφυκας . . . ἀλλ ' οὐ πατρίδος ὡς
ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής ,
6678008 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
6669754 Χαιρεου
, γήμας οὐ παρθένον , ἀλλὰ ἀνδρὸς προτέρου γενομένην , Χαιρέου τοὔνομα , πάλαι τεθνεῶτος , οὗ καὶ τάφος ἐστὶ
νυκτὸς ὕπνος ἐπῆλθε πρὸς ὀλίγον . ἐπέστη δὲ αὐτῇ εἰκὼν Χαιρέου πάντα αὐτῷ ὁμοία , μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ
6666434 θελων
ἀποβιοτευόντων ? ? ? ? [ ] [ πολλοῖς ] θέλων ? παρεγένετο [ τροφῆι ] . [ Τοῦ δ
ἐν Νόμοις εἶπε . Τὸ δὲ ἕπεται δὲ ὁ αἰεὶ θέλων τε καὶ δυνάμενος περὶ τῶν ἡμετέρων λέγεται ψυχῶν :
6662215 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
6647350 ἀναμνησθεις
ἀπὸ κορυφῆς ἀρξάμενος πάντα κατήσθιε . μετὰ δὲ πολλὴν ὥραν ἀναμνησθεὶς ὁ κηπουρὸς ἐπεζήτει αὐτόν . ὡς δὲ εἶδεν εἰς
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ πράγματα προστάττεις ἀποκρίνεσθαι , αὐτὸς δὲ οὐκ ἐθέλεις ἀναμνησθεὶς εἰπεῖν ὅτι ποτε λέγει Γοργίας ἀρετὴν εἶναι . Ἀλλ
6644866 ἀκουσας
καὶ ἀκαίρως : Δημοσθένης : τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου . ἀκούσας ἥκειν . τόν δέ οὐδέ οὐχ ἥκιστα , οὐδ
εἶναι τοὺς λέγοντας : Ἀρτέμιδι ἰκέλη . τοῦθ ' ἥσθην ἀκούσας καὶ ὅτι τῷ κάλλει τῆς ψυχῆς ἁμιλλᾶται τὸ τοῦ
6640679 Καλλιροης
τῷ δὲ ἔρωτι εἴξας καὶ οὐ τῷ θυμῷ ἑαυτὸν ἀντὶ Καλλιρόης διεργάζεται . ὁ μὲν δὴ ἀπέδειξεν ἔργον ἀνθρώπων ὧν
ὢ θανάτου καλοῦ , μεθ ' ὃν ἤκουσα τὸν δεύτερον Καλλιρόης γάμον . οἷον πάλιν καιρὸν ἀπώλεσάς μου τῆς ἀποκαρτερήσεως
6632878 αἰσχυνθεις
, μὴ τὴν τελευταίαν τοῦ νῦν εἶναι , ἀλλ ' αἰσχυνθεὶς τήν τε χρείαν τὴν κοινὴν καὶ τοὺς πρέσβεις ἡμᾶς
τίθεσθαι . ” Τὰ ὅπλα “ μοι δοκεῖς βουληθεὶς εἰπεῖν αἰσχυνθεὶς ἀπολιπεῖν . Ἔστω νῦν ταῦτα ταύτῃ ὅπῃ σοι δοκεῖ
6626179 περιπτυξαμενος
μητρὸς περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους
λόγου κρεῖττον . Ἑρμοκράτης δὲ ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν σκηνὴν καὶ περιπτυξάμενος τὴν θυγατέρα εἶπε ” ζῇς , τέκνον , ἢ
6623781 ἀπαιδευτος
ἐκεῖνα : ἢ ἐλεύθερος ἢ δοῦλος , ἢ πεπαιδευμένος ἢ ἀπαίδευτος , ἢ γενναῖος ἀλεκτρυὼν ἢ ἀγεννής , ἢ ὑπόμενε
. Ἄγροικος ὁ ἐν ἀγροῖς διατρίβων , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἀπαίδευτος . Τὰ εἰς ας ἀρσενικὰ δισύλλαβα βαρύτονα ἔχοντα τὸ
6613621 ἐφιεμενος
πένης οὐχ ὁ μηδὲν κεκτημένος , ἀλλ ' ὁ πολλῶν ἐφιέμενος : καὶ πλούσιος οὐχ ὁ πολλὰ περιβεβλημένος , ἀλλ
μήποτ ' οὖν ἐστι τοιοῦτον , εἰ δύναταί | τις ἐφιέμενος τῆς ἐναίμου ζωῆς καὶ μεταποιούμενος ἔτι τῶν κατ '
6609402 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
6608446 ἀθλιος
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν
6592494 φροντιζων
τίς δ ' ἐστὶν ὁ μετὰ † ταῦτα ταύτης † φροντίζων ; Μέτων ὁ Λευκονοιεύς . οἶδα , ὁ τὰς
ὁμοτράπεζος συντράπεζος , ὁμόσιτος σύσσιτος , ὁμόδειπνος . ὁ δὲ φροντίζων τῆς ὑπηρεσίας ἁπάσης τραπεζοποιός . ἡ δ ' ὑπηρεσία
6591981 ἀπηλλαγη
τἀληθὲς εἰπεῖν : ἅμα γὰρ τά τε τούτων πνεύματ ' ἀπηλλάγη τῶν οἰκείων σωμάτων , καὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ἀξίωμ
αἷς ἐκκριθέντος παχέος τε καὶ πολλοῦ καὶ γλίσχρου σπέρματος , ἀπηλλάγη τῶν κατεχόντων αὐτὴν ὀχληρῶν ἡ γυνὴ , καὶ οὐδὲν
6587284 δεδιως
διώκω , δίσω , δέδικα : ὁ μέσος δέδια : δεδιὼς ἡ μετοχὴ , καὶ δειδιὼς κατ ' ἐπέκτασιν .
ἄλλων δέδωκε χρήματα . ὁ δὲ ἐδέξατο μὲν , ὅμως δεδιὼς μὴ διὰ τὸ μὴ λαβεῖν ἐγείρῃ καθ ' αὑτοῦ
6584580 ἀκουων
διὰ . τῆς κολακεύσεως σου . * γινώσκω . * ἀκούων . λάβῃ * ἄνεσιν τῶν κακῶν καὶ τῆς λύπης
βλάβην καὶ συμφοράν . ἄελπτον ] ἀνέλπιστον . κλύων ] ἀκούων . Πέρσαι ] ὦ . φράσαιμ ' ἂν ]
6583592 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
6580471 ἀμαθης
' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος
καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη
6569340 περιβαλλων
οὐ πολὺ δὲ ξυμβιώσεις αὐτοῖς ἐν τῷ οὐρανῷ πίνων καὶ περιβάλλων τὸ τῆς Ἥβης εἶδος : ἄξῃ γὰρ τὴν νεωτάτην
μετεώρους ἀνάγει περὶ τὴν τοῦ κόσμου ἀστροθεσίαν ἐνθουσιαστικοῖς καὶ φυσικοῖς περιβάλλων νοήμασι , μάλιστα τοῖς περὶ ταῦτα σεμνῶς ἐσπουδακόσιν .
6569059 λοιδορουμενος
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ '
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων ,
6559603 ἀποθανων
[ τοῖς ] ? [ κάτω ] δίδωσιν [ ] ἀποθανὼν δίκην . γυναῖκα ] ? ? [ λαβεῖν ]
τοιούτων τὴν αὑτοῦ μοῖραν ἀναπλήσει , σχεδὸν ἐάνπερ ἔτ ' ἀποθανὼν ᾖ , μήτε μεθέξειν ἔτι πολλῶν τότε καθάπερ νῦν
6556666 πρεσβυτης
τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶς ἔχοντες , καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτης ὁ Ζηνόθεμις ἀμφοτέραις τῇ μὲν τῆς ῥινός , τῇ
τοῦ Καυδίου , φερόμενον ὑπὸ γήρως ἁμάξῃ . καὶ ὁ πρεσβύτης ἔφη : “ ἓν ἔστιν , ὦ παῖ ,
6553818 δακρυει
ὥς τινα καὶ τῶν παρ ' ἡμῖν ἐν Αἰγύπτῳ δένδρων δακρύει τὸ κόμμι . Μεταχειρίζεται δὲ ὁ λίβανος ὑπὸ δούλων
: κατὰ διαδοχὴν ὁ τάλας δακρύω . μετὰ γὰρ Ἀχιλλέα δακρύει Νεοπτόλεμον : ἐμῷ κάρα : οὕτως ἡ γραφή :
6542699 εὐνουχος
παρὰ τῷ ἀρχιδεσμοφύλακι „ . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἀρχιμάγειρος εὐνοῦχος : λέγεται γὰρ ἑτέρωθι : ” κατήχθη δὲ Ἰωσὴφ
ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο , εὐθὺς [ Γαδάτας ] ὁ εὐνοῦχος τὰ ἔνδον καταστήσας ἐξῆλθε πρὸς τὸν Κῦρον , καὶ
6528416 φονευς
τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ ' ἐλεύθεροι , ἐπεὶ πατρὸς πέπτωκεν Αἴγισθος φονεύς . φέρ ' , οἷα δὴ ' χω καὶ
Λυδοὶ φέροντες τὸν νεκρόν , ὄπισθε δὲ εἵπετό οἱ ὁ φονεύς . Στὰς δὲ οὗτος πρὸ τοῦ νεκροῦ παρεδίδου ἑωυτὸν
6526040 φιλου
ἐστιν ἢ καλῶς ἔχειν ἢ μηδὲν εἶναι καὶ στερηθῆναι πάτρας φίλου τ ' ἀδελφοῦ φιλτάτης τε συγγόνου . καὶ πρῶτα
ὡς δὲ ἐκεῖνος ἀπῆρε , τὴν ὀροφὴν ἐποιούμην ἀντὶ τοῦ φίλου . πρὸς ἣν ἀναβλέπων κείμενος ἐπὶ τῆς κλίνης νῦν
6511350 κἀκεινος
ἡρώων , καὶ τὸν σύνοικον ἀγαθὰ δαψιλῆ ποίει . ” κἀκεῖνος αὐτῷ νυκτὸς ἐν μέσαις ὥραις “ ἀγαθὸν μὲν ”
ὃν τοῖς νεωτάτοις συλλαβεῖν κελεύσας ἡγεμόνα ποιεῖται τῆς ὁδοῦ . κἀκεῖνος αὐτοὺς ἄγων περὶ τὸ ὄρος σὺν πολλῷ χρόνῳ καθίστησιν
6509362 σχων
τὴν ἐκεχειρίαν : μετὰ τὴν λύσιν αὐτῶν τῶν σπονδῶν . σχών : ἐλλιμενίσας . ἐκ δ ' αὐτοῦ : τοῦ
Διὸς μεσιτεύων αὐτήν , ὁ δίσευνος Ἥφαιστος καὶ δύο γυναῖκας σχών , τὴν Ἀφροδίτην καὶ τὴν Χάριν . ἐμὸν δὲ
6502830 μαινομενος
βέλεμνα , παῖδας ἑοὺς κατέπεφνε καὶ ἐκ φίλον εἵλετο θυμόν μαινόμενος κατὰ οἶκον , ὃ δ ' ἔμπλεος ἔσκε φόνοιο
. Τί μοι συμβάλλεται πρὸς ὠφέλειαν ὁ κατὰ τὸν Εὐριπίδην μαινόμενος καὶ τὴν Ἀλκμαίωνος μητροκτονίαν ἀπαγγέλλων , ᾧ μηδὲ τὸ
6489633 ἐρωτι
πρὸ δὲ τῆς μονάδος λάβοις ἂν τὸ ἓν ἀνάλογον τῷ ἔρωτι καὶ τἀγαθῷ , οὗ πάντ ' ἐφίεται : εἰς
καὶ Σελεύκεια ὠνομάσθησαν , τοῦτον οὖν τὸν Ἀντίοχόν φασιν ἑαλωκέναι ἔρωτι πρὸς Εὐρυδίκην τὴν μητρυιὰν αὐτοῦ καὶ εἶχε τοῦτο τὸ
6478405 ὀρεγομενος
ὅτι ὁ κατασχεθεὶς ἐκείνῃ τῇ θέᾳ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκείνων ὀρεγόμενος , καὶ παίδων καὶ χρημάτων καὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων
καθάπερ τινὰς ποίμνας καὶ ἀγέλας , ὁ μὲν τῶν ἐκτὸς ὀρεγόμενος ἄργυρον , χρυσόν , ἐσθῆτας , πάντα ὅσα τοῦ
6462899 ὑπερηφανος
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους ,
6461411 κολαξ
τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : τὰ πόλλ ' ἄδειπνος
οὐ τὰ σώφρονα συμπόσια συνάγουσι : τοῖς δ ' ὁ κόλαξ πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῶκον . ἔτι δὲ ὁ μὲν
6457056 συνων
ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ βίῳ Τμᾶρες ὅσοι ναίουσι
ἐν τῷ αὐτῷ πλοίῳ πλέων καὶ παρὼν διὰ τέλους καὶ συνών μοι , τῇ αὐτῇ βασάνῳ βασανιζόμενος τοῖς μὲν πρώτοις
6452062 ἑταιρου
Σεβαστοῦ αὐτοκράτορος σφόδρα χαίροντος τῷ βρώματι , Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἑταίρου ὄντος αὐτῷ καὶ πέμποντος φοίνικας συνεχῶς . τῶν ἀπὸ
ἀντὶ τοῦ τῷ ἀνδρί . καὶ Ὅμηρος ” ἀχνύμενός περ ἑταίρου ” ἀντὶ τοῦ ἑταίρῳ . Καὶ τὸ τῷ κυρίῳ
6451636 ὑποπτευσας
τὴν χύτραν ἔρριψε καὶ συνήψει . ὁ δὲ Ξάνθος , ὑποπτεύσας μή πως ὁ Αἴσωπος τὸν λείποντα πόδα μὴ εὑρὼν
τὴν Λυσιακὴν οὐδὲ τὴν εὐστομίαν ἔχουσιν ἐκείνης τῆς λέξεως , ὑποπτεύσας τε καὶ βασανίσας εὗρον οὐκ ὄντας Λυσίου . ὧν
6451368 γεμων
οὔθ ' ἑκὼν οὔτε ἄκων ἐξαπατήσει τιμῶν τε τἀληθὲς καὶ γέμων ῥητορικῆς . Ἀλλ ' οὐδὲν τῶν παρὰ σοῦ μικρόν
καθαρείως παρὰ Ξενοφῶντι εἴρηταιδιηκριβωμένος , εὐδίαιτος , μεγαλόφρων , φιλοφροσύνης γέμων , εὐάρμοστος , φιλοπροσήγορος , πανηγυρικὸς τὸ ἦθος ,
6443159 θαυμαζων
δὲ μετὰ δακρύων αὐτὸν ὁ πᾶς δῆμος ἀποσπώμενον προὔπεμψε , θαυμάζων τὸ ἐν τῇ παρεπιδημίᾳ κόσμιον καὶ σῶφρον , καὶ
εἴκοντα οὔτε χάρισιν ὑποκατακλινόμενον . ἀεὶ γὰρ ἐπαινῶν αὐτὸν καὶ θαυμάζων διατελῶ τοῦ τε φρονίμου καὶ τῆς γενναιότητος , ἣν
6430325 πανουργος
ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ
ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων
6426831 πεισθεις
εἰσάγεται ὅτε ἐμπίπτει λέγοντος ἀλλ ' ὁ δῆμος αἴτιος μὴ πεισθείς . Καὶ πάλιν ταύτην ὁ κατήγορος λύσει μεταλήψει :
, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀρχαίων . . πειθόμενος ] πεισθείς , καταπειθόμενος . τέφρα ] ἡ στάκτη . ,
6423501 μισουμενος
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν .
6410387 συνετος
, ἀνὴρ Ἰταλὸς καὶ τῶν εὖ γεγονότων . ὃς ἄγαν συνετὸς ὢν καὶ πεπαιδευμένος καὶ ψυχῆς ἀνδρείαν πλουτῶν τοῖς τε
ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ καὶ Σελήνης
6403723 ἐκστας
τῇ βασιλείᾳ τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ τρόπῳ χρώμενος , οὐκ ἐκστὰς ἑαυτοῦ οὐδὲ ζηλώσας τὴν ἀκολασίαν , ἀλλὰ τὸν σώφρονα
τῷ προειρημένῳ μανίαν ἐνέσκηψεν . Ὁ δὲ τῶν φρονίμων λογισμῶν ἐκστὰς ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν Ξηροβάτην , ὃς ἀπ '
6400084 βουλευσαμενος
καὶ ἁμαρτητικῶς αὐτοῖς χρήσεται , οὕτω καὶ ὁ περὶ τἀγαθοῦ βουλευσάμενος ἢ καθόλου ἁμαρτήσεται ἢ καθ ' ἕκαστον . καὶ
ὑπὲρ τοῦ δικαίου συνείληφε λογισμόν : ἢ οὕτως : πολλὰ βουλευσάμενος , ὦ δικασταὶ , τήμερον περὶ ταυτησὶ τῆς γραφῆς
6398182 δεσποτης
ἀντὶ τοῦ εἰσεφέρετο . ] αὐτὸς : Ἀντὶ τοῦ ὁ δεσπότης . τῷ Διονύσῳ φησί . . ὁ Ξανθίας πρὸς
, ἔφη , „ ἐπὶ πολὺν χρόνον χρηστὸς κληθῆναι ἢ δεσπότης ἐπ ' ὀλίγον „ . Ἀνταγόρας ὁ ποιητὴς ἀκρόασιν
6396351 σφαλεις
ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ χρῆναι τοῖς ὀλισθοῦσιν
, μητρὸς οὐ φράσας θεᾶς μνήμων ἐφετμάς , ἀλλὰ ληθάργῳ σφαλείς , πρηνὴς θανεῖται στέρνον οὐτασθεὶς ξίφει . Καὶ δὴ
6392489 ἐπειθετο
ἐνῆμμαι . ἐπείθετο ] καταπειθὴς ἐγίνετο . , κατεπείθετο . ἐπείθετο ] ἡ γυνή , ἐμοὶ παραινοῦντι τοιάδε . ἵππερόν
ἐν τῷ ἐγκρατεῖ τὸ ἐπιθυμητικὸν πρὸς ἀπόλαυσιν τῶν ἡδέων ἐρεθιζόμενον ἐπείθετο ἂν τῷ λόγῳ τῆς τοῦ ἡδέος ἀπείργοντι ἀπολαύσεως .
6383665 ἐπιβουλευων
τὰς τοῦ Παρμένοντος , καὶ ὅτ ' ἐξώρμιζε τὴν ναῦν ἐπιβουλεύων ἀποδρᾶναι καὶ ἀποστερῆσαι τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως ,
κατὰ συνδρομὴν διαιροῦντες δίχα : ἐρεῖ τοίνυν , εἰ μὲν ἐπιβουλεύων τῇ πόλει καὶ κακὸν ἐργάσασθαι βουλόμενός τι τὸ τεῖχος
6376580 ἁμαρτων
πληγῇ ταύτῃ δευτέρᾳ πληγεὶς ἀπεχώρουν Ἀθηνῶν τε ὁμοῦ καὶ ἐλπίδος ἁμαρτών . ἦν δέ τις αὐτόθι Διονύσιος , ἀνὴρ Σικελιώτης
* ἀλειφθέντας ὑπὸ Μελησίου . εὐτυχίᾳ θεικῇ . ἀνδρείας . ἁμαρτών , ἀλλὰ καὶ ἀνδρεῖος ὤν . . Δέον εἰπεῖν
6375852 παρων
ἀπαντῆσαι πρὸς τὴν τοιαύτην λύσιν λέγοντας , ὅτι ἐλέγχεται ὁ παρὼν λόγος ψευδής , ἐξ ὧν αὐτὸς ὁ τεχνικὸς ἐπιφέρει
διὰ δὲ τὸ φθάσαν πολλάκις ἀφίενται , μόνος δὲ ὁ παρὼν ἐπ ' ἀμφοτέρῳ κρίνεται βίῳ : τό τε γὰρ
6366705 φανεις
, νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα
τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * *
6364368 προδοτης
εὐτυχούντων ἐστὶ κόλαξ , κἂν ἀτυχῶσι , τῶν αὐτῶν τούτων προδότης , καὶ τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλῶν καὶ καλῶν
εἰ καὶ προδεδώκασιν οἱ παῖδες , ἤδη καὶ αὐτὸς πάντως προδότης : ζητητέον οὖν εἰ καὶ ὁ κατήγορος δώσει κατὰ
6361505 ᾐσχυνετο
. . ὑπερβαλλόντως , ὑπερφυῶς , ὑπὲρ τὸ νενομισμένον . ᾐσχύνετο : Εὐλαβεῖτο . . ᾔτης ' : Ἐζήτησεν ἐμέ
ἐγκαλοῦσαν ἃ ἐγὼ αἰσχύνομαι λέγειν , οὗτος δὲ ποιῶν οὐκ ᾐσχύνετο . Τῶν δ ' ἐπιτηδείων Μέλανα μὲν τὸν Αἰγύπτιον
6354222 δειλος
ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων
ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν
6352820 ἱκετευεν
ὡμολόγει ἀδικεῖν , καὶ ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει καὶ ἱκέτευεν , ἀποτίνειν δ ' ἕτοιμος ἦν χρήματα . ἐγὼ
εἶναι τὴν παῖδα ἐπέπειστο . προσπεσὼν δὲ τοῖς ἀνδράσιν , ἱκέτευεν εἰπεῖν οἵτινες εἶεν : οἱ δὲ μόλις καὶ βραδέως
6348584 διψων
τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ
πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο
6348286 ἐρωμενος
ὑπό προθέσει ὄνομά ἐστι μετοχικόν , οἷον ἐρώμενος Δίωνος , ἐρώμενος Θέωνος , ὡς ἵνα εἴπῃ τις φίλος Πλάτωνος ,
αὐτὴν ὑποσχέσει ἔπεισε τὸν ἄνδρα καθεύδοντα διαχρήσασθαιτί δὲ οὐκ ἂν ἐρώμενος πείσειεν ἐρῶσαν τολμῆσαιεἰ ; ταῦτα οὕτως ἐπράχθη , ἔδει
6346648 συνην
τύχας , καὶ τὰ τοιαῦτα . εἶτα ὅτι ὑπερήμερος ὢν συνῆν μοι , διῆγε , μηδενὸς ἐπαχθοῦς πειρώμενος . εἶτα
δὲ καὶ πολιτικώτατος . Καὶ γυναῖκα ἠγάγετο : καὶ ἑταίρᾳ συνῆν Νικαρέτῃ , ὥς φησί που καὶ Ὀνήτωρ . καὶ
6340476 γεγονας
πρὸς τοὺς τῶν ἀντιπάλων ἡγεμόνας ἀποβλέπειν εἴ ποτε ἐκείνων βελτίων γέγονας , σκοποῦντα καὶ ἀσκοῦντα πρὸς ἐκείνους . Λέγεις δὲ
γάρ με λάβῃς ἀγνοοῦντα , τίς εἶ σὺ καὶ τίνων γέγονας , μαίνεσθαί με μᾶλλον ἢ τὸν Ὀρέστην λέγειν .
6339208 ὑποκρινεται
γάρ ἐστιν ἡ προσποίησις ἡ ἐκτὸς οὖσα τῆς ἀληθείας . ὑποκρίνεται ] ἢ διὰ τὴν τέχνην σκώπτει καὶ νῦν ,
ὅτι καὶ τῶν ἔργων ἤδη προειλήφασιν ἀμφότεροι καὶ ὁ Καῖσαρ ὑποκρίνεται , τέλος ἄρτι πέμψας ἐς τὸ Βρεντέσιον κωλύειν Ἀντώνιον
6335505 ἡσθη
τῷ ἐγὼ ἀποδέξω . Ταῦτα ἀκούσας [ ὁ ] Πολυκράτης ἥσθη τε καὶ ἐβούλετο : καί κως ἱμείρετο γὰρ χρημάτων
νοσοῦντι περὶ λόγων ἀκοήν , ἰδὼν μέν , ἰδών , ἥσθη ὅτι ἕξοι τὸν συγκορυβαντιῶντα , καὶ προάγειν ἐκέλευε .
6334634 συνειδως
κριθῆναι ὅ τι δεῖ παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι . ὁ δὲ συνειδὼς αὑτῷ πολλὰ καὶ πονηρὰ πάντ ' ἐποίει ὥστε ἀπαλλαγῆναι
τοῖς αὐτοῖς ἐνέχοιντο , οὗτος δὲ τὰ τῆς πόλεως Ἐργοκλεῖ συνειδὼς κλέπτοντι καὶ ἐπὶ τοῖς ὑμετέροις δωροδοκοῦντι μὴ τῆς αὐτῆς
6331733 πειθομενος
πάλαι δὲ αὐτὴν ἐμοίχευεν . Ὁ κατάρατος , ὃν ἐγὼ πειθόμενος αὐτῇ ἀφῆκα ἐλεύθερον ; Ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς
ἐπιδεικνύουσιν ; ὃς τῇ μὲν πατρίδι οὕτως ἐχρῆτο ὥστε μάλιστα πειθόμενος . . . τοῖς δ ' ἑταίροις πρόθυμος ὢν
6325518 ἀγνοων
. περὶ γὰρ σοῦ φροντίζων διετέλει καὶ τῶν ἡμετέρων οὐδὲν ἀγνοῶν . εἰ δὲ δεῖ σε καὶ παρ ' ἡμῶν
οὖν μὴ γιγνώσκοντες κτλ . συλλογισμοῦ δεικνύντος ὅτι ὁ ἑαυτὸν ἀγνοῶν οὔκ ἐστι πολιτικός , πρότασις ἡ λέγουσα ὅτι ὁ

Back