τὸν αἰὲν ἕλκω χρόνον . ὅρα παροῦσα , παρθέν ' Ἠλέκτρα , πέλας , μὴ κατθανών σε σύγγονος λέληθ '
Ἴμβρος Βρομίος Πολύκτωρ Χθονίος , αἱ δὲ κόραι Αὐτονόη Θεανὼ Ἠλέκτρα Κλεοπάτρα Εὐρυδίκη Γλαυκίππη Ἀνθήλεια Κλεοδώρη Εὐίππη Ἐρατὼ Στύγνη Βρύκη
7994869 θυγατερ
' ἄκροις ἕστακ ' Ἄρεος στεφάνοισιν . ἡγοῦ πάροιθε , θύγατερ : ὡς τυφλῶι ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ , ναυβάταισιν
ὦ θεοδˈμάτα , λιπαροπˈλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοί
7969258 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
7863854 μητερ
δ ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός , ἀλλ ' οὐ βαρβάρους μῆτερ , Ἑλλήνων : τὸ μὲν γὰρ δοῦλον , οἱ
σκωλήκων ; συνάρμοσον δέ μου βλέφαρα τῇ σῇ χερί , μῆτερ . ἂν δὲ μὴ συναρμόσῃ σου , ἀλλὰ βλέπων
7845074 Κυπριν
μὴ δοκεῖν ὁρᾶν ; πόσους δὲ παισὶ πατέρας ἡμαρτηκόσιν συνεκκομίζειν Κύπριν ; ἐν σοφοῖσι γὰρ τόδ ' ἐστὶ θνητῶν ,
τὸν Ἔρωτ ' ὔμμιν ἐφοπλίσομαι . “ αἱ Μοῦσαι ποτὶ Κύπριν : ” Ἄρει τὰ στωμύλα ταῦτα : ἡμῖν οὐ
7814650 γυναι
εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς ; ἔχω γὰρ οὐδέν , ὦ γύναι , τεκμήριον . τάλαινά ς ' ἡ τεκοῦς '
αὐτῷ . ἀλλ ' ἔρχευ , λέκτρονδ ' ἴομεν , γύναι , ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες
7805580 ποτνι
καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς θεὸν οὖσαν . θ πότνι ' ] ἣν δι ' ἀρᾶς ἐπήγαγε τοῖς παισίν
ἀληθῆ ] τὰς ἀράς . ἀληθῆ ] τὰ πράγματα . πότνι ' ] σεβασμία . πότνι ' ] ἡ μεγάλη
7764915 παρθενε
, ἀντὶ τοῦ : ὦ πολυχρόνιε παρθένε : ἄλλως : παρθένε μακρὸν δὴ μῆκος : ὅ ἐστι : πολλῷ χρόνῳ
' εἶ ' ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν , Νυκτὸς κελαινῆς ἀνυμέναιε παρθένε , μανίας τ ' ἐπ ' ἀνδρὶ τῶιδε καὶ
7678555 τεκος
ἐκ Τηλέφου ἢ Τληπολέμου : ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . καὶ διὰ τούτων σύγκρισιν ποιεῖται τῶν τῆς εἰρήνης
δαῒ φῶτες . Ὣς φάμενον προσέειπε μένος Λαερτιάδαο : Ὦ τέκος ὀβριμόθυμον ἀταρβέος Αἰακίδαο , ταῦτα μέν , ὡς ἐπέοικεν
7645546 σεθεν
' ἐλεύθερον . εἰ δ ' οὐ παρούσης ταὐτὰ τεύξομαι σέθεν , μενέτω κατ ' οἴκους : σεμνὰ γὰρ σεμνύνεται
τεύξουσι θεοὶ πόντονδε βαλόντι νῆσον , ἵν ' ὁπλότεροι παίδων σέθεν ἐννάσσονται παῖδες , ἐπεὶ Τρίτων ξεινήιον ἐγγυάλιξεν τήνδε τοι
7556724 λεχος
, ἀλλ ' ἐχόλωσε καὶ οὐκ ἐθέλοντα φονῆα καὶ ξυνὸν λέχος ἔσχεν ὀφειλόμενον παρακοίτῃ . πολλαὶ δ ' ἠλιτόμηνα καὶ
σαφῶς γε τὴν κακῶν προμνήστριαν , τὴν δεσπότου προδοῦσαν ἐξαυδᾶι λέχος . ὤμοι ἐγὼ κακῶν : προδέδοσαι , φίλα .
7553614 σωι
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ
7536960 τεκνον
τέκνον . Ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; Κριβανίτας , ὦ τέκνον . Ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας .
τὴν θυγατέρα Ὀμύρητος , καὶ αὐτῷ γίνεται ἐκ κοίτης θῆλυ τέκνον , ᾧ οὔνομα τίθεται Κρηθηΐδα . καὶ αὐτὸς μὲν
7502441 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
7446312 ματερ
οἰκείως ἔσῃ γεγραφώς . Ἔπεστι ] . Αἴγινα , φίλα μᾶτερ ] * Πρὸς τὴν ἡρωΐδα Αἴγιναν τὸν λόγον μετέστρεψεν
ἔγραψεν ᾄσματα καὶ Σαπφὼ ἐπὶ † τῆς τοῦ ἑβδόμου γλυκῆα μᾶτερ , οὔ τοι δύναμαι κρέκην τὸν ἱστὸν πόθῳ δαμεῖσα
7427944 γεραια
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια
7401027 ταλαινα
ἐς δεινὸν ἤλθομεν κακὸν πάντες , σύ θ ' ἡ τάλαινα σύγγονοί τε σαὶ ἐγώ θ ' ὁ τλήμων :
. . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία . ἃ δὴ λέγει νοῦς , τῷ νοεῖν
7400448 χαιρ
τὸ δεῖπνον ἐς λόγους ἤδη παροινίους τρεπόμενοι , ὡς τό χαῖρ ' , Ἀχιλεῦ , δαιτὸς μὲν ἐΐσης οὐκ ἐπιδευεῖς
Ἀττικὴ ἐξαιρέτως εἰς τὸν τῆς ἐλαίας καρπόν . Γ χαῖρε χαῖρ ' : διπλῆ καὶ τοῦ χοροῦ κῶλα γʹ τροχαϊκά
7385062 Ἀθανα
ἥ τ ' ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς αἰγίδος ἡνίοχος , πολιοῦχος Ἀθάνα : Παρνασσίαν θ ' ὃς κατέχων πέτραν σὺν πεύκαις
παραὶ Δία παμβασιλῆα : ] τόκα δὴ γλαυκῶπις ] ? Ἀθάνα φάτ ' ἐυφραδέως ] ποτὶ ὃν κρατερόφρονα πάτρω '
7384635 νιν
νικήσαντα ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ , ἤτοι τῇ αὐλητικῇ , νὶν καὶ αὐτὴν τὴν ἑλλάδα : ἥντινα τέχνην ἐφεῦρεν ἡ
νὶν καὶ τὸ γένειον ὅλον καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ
7382178 ταλαιναν
ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει . ἀλλ ' ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ , πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ
ὁμολογούμενα . κοὐ προστίθημι τἄλλα , διότι πανταχοῦ διὰ τὴν τάλαιναν πάντα ταύτην γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον
7374054 χαιρε
Ὣς φάτ ' Ἀθηναίη , ὃ δ ' ἐπείθετο , χαῖρε δὲ θυμῷ , στῆ δ ' ἄρ ' ἐπὶ
συμπλέξαντα τὸν Ἰλιάδος καὶ Ὀδυσσείας στέφανον . Δήλι ' Ἄπολλον χαῖρε καὶ Ἄρτεμι , παῖδε κλεεινώ . Αἴσωπός ποτ '
7371567 νυμφα
ποιητὴς καλεῖ , οἷον : ” δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη ” , καὶ ὅτι παρώνυμος τῇ νύμφῃ ὁ
ἄλλου ἄλλοσε τὴν δειλαίαν καλοῦντος , δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη , ἵνα θέσκελα ἔργα ἴδηαι ; Καὶ δείκνυσι
7342397 ματρι
τυ , παῖδα δ ' ἐᾶν σὺν παισὶ φιλοστόργῳ παρὰ ματρί παίσδειν ἐς βαθὺν ὄρθρον , ἐπεὶ καὶ ἔνας καὶ
ἆρα φίλιά μοι τεμεῖ καὶ τέκνοις ταφὰς ληψόμεσθα ; ἄμυνε ματρί , πόλις , ἄμυνε , Παλλάδος , νόμους βροτῶν
7332114 αἰαι
μοι τοῦ λόγου , εἰ μεταδώσεις μοι τοῦ λόγου : αἰαῖ κακῶν ἀρχηγόν : ἀντὶ τοῦ : κακοῦ λόγου ἀρχὴν
. Οὐκ ἐκτός ; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα ; Αἰαῖ αἰαῖ . Ὦ πρὸς θεῶν , ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ
7324429 γενεθλον
ὑμᾶς . διδαχθεὶς ἂν τόδ ' εἰδείην πλέον , ὅπως γένεθλον σπέρμα τ ' Ἀργεῖον τὸ σόν . κλῃδοῦχον Ἥρας
τὸν προμάτορος Ἰοῦς ποτ ' ἔκγονον Ἔπαφον , ὦ Διὸς γένεθλον , † ἐκάλες ' ἐκάλεσα βαρβάρωι βοᾶι , ἰώ
7314389 δαμαρ
' ἐλευθέριος , δωροφόροις δὲ χέρεσσιν ἐδέξατο Νεῖλος ἄνακτα καὶ δάμαρ ἡ χρυσέοις ? ? πήχεσι λουομένη ἀπτόλεμον καὶ ἄδηριν
ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον μὲν οὖν
7292654 δαμαρτα
' εὐδαιμονεῖν . σπάνιον δὲ θήρευμ ' ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν δάμαρτα : φλαύραν δ ' οὐ σπάνις γυναῖκ ' ἔχειν
θαυμάσαντ ] ' ἀνιστορεῖ [ [ καὶ ] ? ? δάμαρτα καὶ τέκνα [ ] ος ? , ἀλλὰ τἀγάθ
7285837 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
7274318 φιλαν
γᾶν θέντες ὄναιντο βίου . Ὕστατα δὴ τάδ ' ἔειπε φίλαν ποτὶ ματέρα Γοργὼ δακρυόεσσα δέρας χερσὶν ἐφαπτομένα : „
τὸν ὕμνον ἀποτίσωμεν προσφιλῶς τε καὶ κεχαρισμένως τῷ ἐγκωμιαζομένῳ . φίλαν ἐς χάριν : εἰς χάριν , φησὶ , τοῦ
7254011 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
7243376 Ἑλενη
ἡ παρθένος . καὶ γεωργοῖς παρέχεις σεαυτήν : ἡ δὲ Ἑλένη καὶ ποιμέσι καὶ κιθαρῳδοῖς : μηδὲ δούλων καταφρονήσῃς ,
λαμβάνῃς , μηδὲν ἀδικεῖσθαι νόμιζε . Ἀλλ ' οὐδὲ ἡ Ἑλένη τοῦ Τηλεμάχου τὸν πατέρα εὑροῦσα τῇ τοῦ Τηλεμάχου μορφῇ
7235476 Ἑκαβη
υἱός . κατεχρήσατο οὖν οὕτως εἰπών : ἦν γὰρ ἡ Ἑκάβη ἐν τῇ τοῦ Ὀδυσσέως σκηνῇ , ὁ δὲ χορὸς
εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ . καὶ πάλιν φησὶν ἡ Ἑκάβη : ἀνέλθω , ἀλλὰ πτερὰ φύσασα ἐν τοῖς νώτοις
7222532 παιδ
, ὅπως ἂν μὴ Κλυταιμήστρα τάδε μάθηι , πρὶν Ἅιδηι παῖδ ' ἐμὴν προσθῶ λαβών , ὡς ἐπ ' ἐλαχίστοις
ὡς δ ' ἦλθεν χρόνος , τεκοῦς ' ἐν οἴκοις παῖδ ' ἀπήνεγκεν βρέφος ἐς ταὐτὸν ἄντρον οὗπερ ηὐνάσθη θεῶι
7206922 μευ
, τοὶ μὲν ἐγὼν ἐρέω , σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον . ἱστορία . ἡ Σαπφὼ μελῶν λυρικῶν ὑπῆρχε
. ὥς θην καὶ σὸν ἐγὼ λύσω μένος εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς : ἀλλά ς ' ἔγωγ ' ἀναχωρήσαντα
7202194 ἠυκομοιο
οἰχνεύσειεν . εἰ δὲ Λέοντος ἔχῃσι μένος πολυωπέτις αἴγλη Μήνης ἠυκόμοιο , τότ ' οὐ μάλα θαρσαλέος τοι αὐδήσω παλίνορσον
φίλος [ ] ? ἀθανάτοισιν [ ] ς Ἀστρηΐδος ? ἠυκόμοιο : [ ] ! ας ἀργυρότοξος Ἀπόλλων [ ]
7196799 ἀλοχου
ἐπιβῆναι ἐυσφύρου Ἠλεκτρυώνης πρίν γε φόνον τείσαιτο κασιγνήτων μεγαθύμων ἧς ἀλόχου , μαλερῷ δὲ καταφλέξαι πυρὶ κώμας ἀνδρῶν ἡρώων Ταφίων
παῖς παρέχει πατρὶ εἰς γῆρας αὐτῷ γεγονὼς ἐκ τῆς ἰδίας ἀλόχου . ἔστι δὲ ἡ ἀπόδοσις τῆς παραβολῆς εἰς τὸ
7191093 φιλτατη
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ :
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν :
7177289 Ἀρτεμι
. αἴθ ' αὐτὰν δυνάμαν καὶ τὰν ψυχὰν ἐπιβάλλειν . Ἄρτεμι , μὴ νεμέσα σέο ῥήμασιν οὐκέτι πιστῇ . ῥέξω
δυρομένα σὸν εὐνέταν . ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι ' Ἄρτεμι , λεύσσεθ ' ἃ πάσχω , μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα
7166905 ἀλοχον
οὗ ἐστιν ἀρχή : Δάματρα μέλπω Κόραν τε Κλυμένοι ' ἄλοχον . ἔστιν εὐπορῆσαι καὶ ἄλλων γρίφων : ἐν Φανερᾷ
Ἀγάμεμνον ἄναξ , ὃς τῶι τῆς θεᾶς σὴν παῖδ ' ἄλοχον φατίσας ἦγες σφάγιον Δαναοῖς . οἴμοι , γνώμας ἐξέσταν
7146388 τοιαδ
. ὤιμωξε δ ' εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ ' . Ὦ δύστηνε παῖ , τίς ς '
νῦν δύ ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα : τοιάδ ' Ἡρακλῆς , ὁ πιστὸς ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος ,
7140617 δολωι
καὶ ἐλθεῖν εἰς Ἰταλίαν πρὸς Δαῦνον βασιλέα , ὅστις αὐτὸν δόλωι ἀνεῖλεν . . . . , : ἐοίκασιν οἱ
– ˘ – × – ˘ × κλίνει ] ? δόλωι ? [ × – ˘ ⋮ – × –
7126661 ἀνερ
ἀλλὰ ταῦτα μόνον ἔλεγον : Ἄνερ Κλειτοφῶν , Λευκίππης μόνης ἄνερ , πιστὲ καὶ βέβαιε , ὃν οὐδὲ συγκαθεύδουσα πέπεικεν
δὲ ἱέρεια εἶπε πρὸς αὐτόν , δυσχεράνασα τῇ ὄψει , ἄνερ ἀπὸ τῶν ἱερῶν . ὁ δὲ Ὅμηρος ἐς θυμόν
7120518 τεον
' ἅμα καὶ πολύολβος . Μὴ δὲ παροιχομένοισι κακοῖς τρύχου τεὸν ἧπαρ : οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον
ἐσσί , πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας . δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις . δεῦρ '
7120001 κλυθι
μὲν ἐν Ὀρτυγίηι , τὸν δὲ κραναῆι ἐνὶ Δήλωι , κλῦθι , θεὰ δέσποινα , καὶ ἵλαον ἦτορ ἔχουσα βαῖν
ὅτ ' ἐς Τροίην ἔπλεε νηυσὶ θοῆις , εὐχομένωι μοι κλῦθι , κακὰς δ ' ἀπὸ κῆρας ἄλαλκε : σοὶ
7109988 δυσμορος
ἐπὶ παντί τῳ χρείας ἱσταμένῳ : πῶς ποτε , πῶς δύσμορος ἀντέχει ; Ὦ παλάμαι θνητῶν , ὦ δύστανα γένη
Πολλάκις Ἡράκλειτον ἐθαύμασα , πῶς ποτε τὸ ζῆν ὧδε διαντλήσας δύσμορος εἶτ ' ἔθανεν : σῶμα γὰρ ἀρδεύουσα κακὴ νόσος
7088270 ποτνια
Ὅμηρος , Οὐρανία ἀστρονομίας Ἄρατος , Πολυυμνία γεωμετρίας Εὐκλείδης . ποτνία : σεβασμία παρὰ τὸ πέτω πετνῶ καὶ ποτνῶ :
τ ' Ἠλέκτρη τε καὶ Στερόπη καὶ Τηυγέτη τε καὶ ποτνία Μαῖα . καὶ Κελαινοῦς μὲν καὶ Προμηθέως παῖδες Λύκος
7086136 νυμφαν
: τὰν ποντίαν ὑμνέων , παῖδ ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν , Ῥόδον ] παῖδ ' Ἀφροδίτης εἶπε τὴν Ῥόδον
θαλάμω τωδες ? ? [ [ ] ις ? εὔποδα νύμφαν ἀβ ? [ [ ] ! νυνδ [ [
7083843 ἐλθε
ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε , ἄγε . , ἐνταῦθα . .
σοὶ δ ' εἰσὶ δίκαι θνητῶν , πανυπέρτατε δαῖμον . ἐλθέ , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἐπιτάρροθος αἰεί
7079822 Ἰω
δράγμασι σιτουμένων καὶ Πελασγικὸν τὸ Ἄργος ὠνόμασεν . Ἰάσου δὲ Ἰὼ ἐγένετο , Ἰοῦς δὲ Ἔπαφος , Ἐπάφου δὲ Λιβύη
Δωδώνην ] Τὴν νῦν Βόντιτζαν . : Λέγουσι δὲ τὴν Ἰὼ πλανωμένην ἐλθεῖν καὶ πρὸς τὴν Δωδώνην , ἔνθα εἰσὶν
7075714 παι
ζῶν , πολλὰ δ ' εἰς Ἅιδου μολών , Φιλάμμονος παῖ , τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός : ὕβρις γάρ ,
ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν τινος λέγει . . ἢ Στίλβωνος παῖ . διασύρει δὲ τοῦτον , ὡς παῖδα ἔχοντα .
7065123 φιλη
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν ,
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ
7064228 κτανειν
] [ ] συνάορον [ ] υς δὲ καί φησιν κτανεῖν [ σαφῶς ] ποινὰς ὅπως [ ἐκλέγοιεν ] ἄν
: ποῦ γὰρ ἄγγελοι ; ἥξουσιν : οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν . ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες , νικῶντ ' Ὀρέστην
7062805 μακαιρα
Τιτᾶνι λοχευθεῖσαν κατ ' ἀκροτάτας κορυφᾶς Διός , ὦ † μάκαιρα † Νίκα , μόλε Πύθιον οἶκον , Ὀλύμπου χρυσέων
τῷ γʹ : τὸ δʹ “ ἥ τ ' Ἐφέσου μάκαιρα πάγχρυσον ἔχεις ” ὅμοιον τῷ δʹ : τὸ εʹ
7060161 παρθενικην
μου τὴν θερμερῶπιν αἰδῶ ] εἰς ἔκπληξιν καὶ φόβον ἐκίνησε παρθενικὴν ἐμέ : περιφραστικῶς . ἀπεσείσατό μου τὴν παρθένοις πρέπουσαν
' Ἀριάδνην , κούρην Μίνωος , τόπερ ἀγλαὸν οὔνομα κείνην παρθενικὴν καλέεσκον ἐπήρατον ἥν μ ' ἐρεείνεις ; αἴθε γάρ
7058200 παρακοιτις
ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : πεπληρωμένῃ . Μολπῇ :
ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : πεπληρωμένῃ . Μολπῇ :
7053687 Νικα
ἡγήσῃ φίλον . Μηδέποτε γήμῃ μηδὲ εἷς εὔνους ἐμοί . Νίκα λογισμῷ τὴν παροῦσαν συμφοράν . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω . Ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκα τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ , ἐκ μὲν δὴ πολέμων
7050006 τεκν
ταχὺ τὸν εὐτυχῆ μετέβαλεν δαίμων , ταχὺ δὲ πρὸς πατρὸς τέκν ' ἐκπνεύσεται . ἰώ μοι μέλεος . ἰὼ Ζεῦ
τε σαοῖ , καὶ πότμον ἐπισπεῖ εὖτε δόλοις νήχοντα κακοφθόρα τέκν ' ἁλιήων οἰωνὸν χραίνωσιν , ὁ δ ' ἐς
7048327 Εἰλειθυια
, πρόκειται τὰ Ἡσιόδου . ὁ δὲ νοῦς : ὦ Εἰλείθυια , παῖ μὲν τῆς μεγαλοσθενοῦς καὶ ἰσχυρᾶς Ἥρας ,
φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες : ἄνευ γὰρ σοῦ , ὦ Εἰλείθυια , οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν νύκτα θεωρήσαντες ἠδυνήθημεν
7046420 θαλος
ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος , ἔτι νέον , ἔτι θάλος ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ ' Ἄργει σκηπτοῦχον
, τινὰ δὲ τῶν ἀντιγράφων „ Ἀγκλείδη , ξείνων ἱερὸν θάλος , εἰ δ ' ἄγε σύν μοι / οὐρανίην
7039241 φατιν
τὸ σημεῖον . αὐγὴν πυρὸς ] ἤγουν φρυκτωρίας λάμψιν . φάτιν ] φήμην τῆς νίκης καὶ τῆς ἁλώσεως . ἁλώσιμον
μηχανήν . καὶ μὴν ἄγαν γ ' Ἕλλην ' ἐπίσταμαι φάτιν . καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα : δυσμαθῆ δ '
7029954 τεην
κατὰ Πίνδαρον ” καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον “ πρᾶγμα ποιήσασθαι τὸ τεήν τε καὶ Λυσίου διατριβὴν ἀκοῦσαι ; Πρόαγε δή .
ὑπερῷοι : “ δώδεκ ' ἔσαν τέγεοι θάλαμοι . ” τεήν τὴν σήν . καὶ ἐπὶ γενικῆς καὶ ἐπὶ δοτικῆς
7028770 ἐμαν
, ναύταισιν πέμπων πλόον εὔπλοον , ἰχθύ , πομπεύσαις πρύμναθεν ἐμὰν ἁδεῖαν ἑταίραν . Ἐξ ἀταλᾶν χειρῶν τάδε γράμματα ,
δι ' ἄλσος Ἀρτέμιδος ἤλυθον ὀρομένα , φοινίσσουσα παρῆιδ ' ἐμὰν αἰσχύναι νεοθαλεῖ , ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας ὁπλοφόρους Δαναῶν
7018875 διογενες
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ
7015577 τυ
διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως . τί γὰρ οὐ μᾶλλον ἡ τύ ὠλιγώρηται , ὅτι εἰς ν οὐ λήγει , ἢ
ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ : καὶ δωσῶ οἱ , ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ . ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός :
7014865 Παλλαδος
γάρ σε φυγεῖν Κέκροπος πόλις : ἀλλὰ σὺ μέν που Παλλάδος ἄστυ φύγες , Πλουτέα δ ' οὐκ ἔφυγες .
κελαινὸν εἰς ἕδρανα λάϊνα δάπεδά τε , φονέα πατρίδι , Παλλάδος θέσαν θεᾶς . ἐπὶ δὲ πόνωι καὶ χαρᾶι νύχιον
7010438 κλυω
ἒ ἕ , ἒ ἕ , ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω : ὦ πότνι ' Ἥρα . ἔλακον ἀξόνων βριθομένων
! ! ! ! ! ! ] Φοῖβε , τίνα κλύω τὸν α ? [ ὁ θυηπόλος [ ! !
7008189 μεδεων
περισπώμενον εἴη ῥῆμα τὸ μεδῶ , ἔνθεν καὶ τὸ Δωδώνης μεδέων , ἀφ ' οὗ τὸ μέδημι , ὡς οἴκημι
εὔχονται . Σούνιον δὲ ἀκρωτήριον τῆς Ἀττικῆς . ΓΘ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε ] περιφραστικῶς , ὦ τῆς θαλάσσης βασιλεῦ .
6996453 χολον
ἄκνηστιν κεῖτ ' ἄπνοος : ἐν δὲ λιπόντων ὕδρης Λερναίης χόλον αἵματι πικρὸν ὀιστῶν , μυῖαι πυθομένοισιν ἐφ ' ἕλκεσι
ἀλλ ' ἔτι καὶ νῦν παύε ' , ἔα δὲ χόλον θυμαλγέα : σοὶ δ ' Ἀγαμέμνων ἄξια δῶρα δίδωσι
6995107 σχετλιος
Ἑλλήνων οἱ περὶ ποίησιν καὶ ἱστορίαν σοφοὶ περὶ μὲν Ἡρακλέους σχέτλιος , οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ ' οὐδὲ τράπεζαν τὴν
νύ ποθ ' Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν . καὶ οὕτω σχέτλιος ἦν καὶ ὑβριστὴς ὥστ ' οὐδὲ τοσοῦτον ἐνέμεινεν ἐκτελέσαι
6993316 κουρα
ἐτέων ὢν πέντ ' ἐπὶ πεντήκοντα . κλυτομήτης Φλεγύα ] κούρα περιώνυμε μᾶτερ ἀλεξιπόνοιο [ ] [ ] θεοῦ ﹙
τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ . Ταῦτ ' οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ κακόποτμος ἐμοὶ βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά ,
6989633 δαμεισα
μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ , δαμεῖσα χˈρυσέοις τόξοισιν ὕπ ' Ἀρτέμιδος εἰς Ἀΐδα δόμον ἐν
σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκείαις λαβρόσυτος ἦλθον , Ἥρας ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα . δυσδαιμόνων δὲ τίνες οἵ , ἓ ἕ ,
6989244 Λατους
νιν ] ὁ Δαλογενὴς [ ] υἱὸς βαθυζώνοιο [ ] Λατοῦς δέκτο [ ] βλεφάρῳ [ ] : πολέες δ
φωνὰν ἀκαμάταν κατθεμένα πρὸ ποδῶν : „ Αἰθοπίᾳ με κόρᾳ Λατοῦς ἀνέθηκεν Ἀρίστα Ἑρμοκλειδαία τῶ Σαϋναϊάδα , σὰ πρόπολος ,
6989093 ἀμειβετο
τι αἱρήσεσθε ; Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε , Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε , ἀναβάλλομαί τοι ἐς
γυναῖκας . Ὁ μὲν δὴ τοιαῦτα ἔλεγε , ἡ δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ παῖ , ἐπείτε με λιτῇσι μετέρχεαι
6985500 μολων
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν
6984627 ἱκετις
μέγεθος , ἴθι ἀμεταστρεπτὶ πρὸς τὰς δυνάμεις αὐτοῦ καὶ τούτων ἱκέτις γενοῦ , μέχρις ἂν ἀποδεξάμεναι τὸ συνεχὲς καὶ γνήσιον
προστίθημι τῆι φύσει . [ ] ὦ πρός σε γονάτων ἱκέτις Ἀμφιάρεω πίτνω καὶ πρὸς γενείου τῆς τ ' Ἀπόλλωνος
6984356 γοον
διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω
δ ' Ἀγαμεμνόνιον κρᾶτ ' ἐνέγκοι Ἑλέναι κακόγαμβρον ἐς χέρας γόον , ὃς ἐπὶ πόλιν , ὃς ἐπὶ γᾶν Τροΐαν
6976724 ἀναξ
] χθονὸς μοναρχίαν ἑκόντα δοῦναι [ τοῖσδε Καδμείας ] , ἄναξ . ὅταν δὲ θάπτηις ἄλοχον εἰς πυρὰν τιθεὶς σαρκῶν
, πολύμορφον αἶσχος ἔγνων χθονίοις γάμοισι χαίρων , ὁ θεῶν ἄναξ ἐπαίχθην : τὸ δίκης σέβας σε βάλλει . Τί
6971709 δωμ
, τολμᾶν δ ' ἐμόν . ἐν ταῖς Ἀθήναις , δῶμ ' ὅταν τοὐμὸν μόληι . οὐκ εὖ τόδ '
τινα πότμον ἐπέσπεν . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ ' Ὀδυσῆος . τὴν δ ' ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον
6971207 ὑμεναιων
οὐκ ἔμειν ' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν , οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων , ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ '
. . . . . . . [ καλῶν ] ὑμεναίων [ ] θιασείαις ? [ ἀνδράσι ] ? τερπνοῖς
6964124 σευ
ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης : ἀλλ ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ ' ἀσύφηλον : ἀλλ '
[ ! ] ! [ ] [ ] πολύλλιτε , σεῦ δέ τις , οἴω , [ ] ! υχατέουσα
6963183 παθουσα
τοὺς τύπους , οὐκ ἄν ποτε προεῖτο , τί μὴ παθοῦσα . καὶ νῦν μὲν ἐξεταζομένη ἐκ τοῦ προχείρου δίδωσιν
ἀπηλευθερωμένης καὶ προῖκα ἐς γάμον ἐπιλαβούσης , ἡ τοσάδε εὖ παθοῦσα προύδωκε ζηλοτυπίᾳ τῆς μεθ ' ἑαυτὴν τῷ Φουλβίῳ γεγαμημένης
6961238 Θετις
' ἐμὲ νοστήσαντα δέξεται ἐν μεγάροισι γέρων ἱππηλάτα Πηλεύς οὐδὲ Θέτις μήτηρ , ἀλλ ' αὐτοῦ γαῖα καθέξει : ἡ
κρατῆρα τοῦ Διονύσου , ὃν καὶ Ὅμηρος λέγει ὅτι ἡ Θέτις ἔλαβε παρὰ τοῦ Διονύσου , ἀμφιφορέα [ δὲ ]
6952854 νυμφη
ἡ τροφὸς Ποσειδῶνος . . . εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη πρότερον Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ
: νύμφη , τροφὸς Ποσειδῶνος , εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς
6950636 Κυπριδος
. ” Ἦ , καὶ ἀναΐξασαι ἐπὶ μέγα δῶμα νέοντο Κύπριδος , ὅρρά τέ οἱ δεῖμεν πόσις ἀμφιγυήεις , ὁππότε
μέλεά τ ' ἔτλας . τὰ δ ' ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε πολὺ μὲν αἷμα , πολὺ δὲ δάκρυον †
6944857 Ἀπολλον
ἐνταῦθα . δᾶ ] γῆ . Ἄπολλον ] ὦ . Ἄπολλον ] ὦ . σύστημα . ἀνωτότυξας ] διὰ τοῦ
ὀνομάτων τὸ κύριον παριστῶσα : λέξις μὲν Φοῖβε ἀντὶ τοῦ Ἄπολλον , καὶ Ἐννοσίγαιε ἀντὶ τοῦ Πόσειδον , καὶ ὄφρα
6944727 Θετιν
, ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας ἐξελθούσας κρῖναι πρὸς τὴν Θέτιν τις λέγων “ δέσποινα πεντήκοντα Νηρῄδων κορῶν ” .
. Πηλεὺς δ ' ἐπιθυμίαν παρέσχε καὶ θεοῖς δοῦναι τε Θέτιν αὐτῷ καὶ τὸν γάμον παρὰ Χείρωνι ὑμνῆσαι . Τελαμὼν
6940198 δυστηνος
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ '
6940156 ματερος
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον
6939714 ποτνα
φεύγων . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . χοὔτω τᾷ δώλᾳ τὸν ἀλαθέα μῦθον ἔλεξα
νύκτας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . καί μευ χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι
6938855 γερον
δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον : υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες , κεῖται δ ' ἐν λεχέεσς '
' ἐστέρησε Φοῖβος . ὦ κακὰ παθὼν ἰδών τε δυστυχὲς γέρον , τίν ' αἰῶν ' ἐς τὸ λοιπὸν ἕξεις
6934628 Γας
ὦ Τελεσίκˈρατες , ἔμμεν , ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθˈλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις . ἐμὲ δ
Ἠμαθίς , ἃ τοίῳ κραίνεται ἁγεμόνι . Λεῦσσέ με τὸν Γᾶς τε βαθυστέρνου ἄνακτ ' , Ἀκμονίδαν τ ' ἄλλυδις
6932315 Παλλας
” ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος , τοῦ δ ' ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη : αὐτῷ δ ' οὔ πω φαίνετ '
ἡμῖν ξυμφέρειν . καὶ ξυμφέροι γ ' , ὦ πότνια Παλλὰς καὶ θεοί . ἀλλ ' εἶμι : σὺ δ
6928970 Φαιδρα
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
6928292 λεκτρα
] μέδων Ποτιδάων [ , τᾶν ] δὲ δουῖν Φῦβος λέκτρα [ ] κρατούνι , τὰν δ ' ἴαν Μήας
τὸ θάρσει . συγγνωστέον δὲ διὰ τὴν περικειμένην συμφοράν : λέκτρα γὰρ τὰ Θησέως : ἀντὶ τοῦ : οὐδὲ εἰς
6927661 μηνις
εἶναι : τὸν μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντ ' οὔτις ἐφέρπει μῆνις ἀφ ' ἡμῶν , ἀσινὴς δ ' αἰῶνα διοιχνεῖ
τοῦ κελευσθέντος ὑπεριδὼν ἐλαγνεύετο ὁ Κόραξ , καὶ διὰ τοῦτο μῆνις Ἀπόλλωνος εἰς ὄρνιν τ ' αὐτὸν μέλανα τρέπει καὶ
6927394 νεκυων
τ ' οὔτις ἐπὶ προθύροις τομαῖος , † ἃ δὴ νεκύων πένθει πίτνει , οὐδὲ νεολαία † δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν
καὶ ἐνὶ φρεσὶ θήσω : ὅν τινα μέν κεν ἐᾷς νεκύων κατατεθνηώτων αἵματος ἄσσον ἴμεν , ὁ δέ τοι νημερτὲς
6913389 Κλειω
δὲ προσηγορίᾳ τὸν οἰκεῖον λόγον ἀπονέμοντές φασιν ὠνομάσθαι τὴν μὲν Κλειὼ διὰ τὸ τὸν ἐκ τῆς ποιήσεως τῶν ἐγκωμιαζομένων ἔπαινον
τὰ ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος ἀγαθὰ ἔχουσα , οὐχ ὥσπερ ἡ Κλειὼ καὶ ἡ Πολύμνια καὶ ἡ Καλλιόπη καὶ αἱ ἄλλαι
6912505 κασιγνητη
ὀνείδειον φάτο μῦθον : ἀθετεῖται ὅτι περισσός . τὸν δὲ κασιγνήτη μάλα νείκεσε πότνια θηρῶν . τίς δὲ κυνηγετικὴ θεὸς
μ ' εἴργειν μέτα . Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο
6911409 γεραιε
τῶν νεωτέρων κακῶν . τί δ ' ἔστιν , ὦ γεραιέ ; μὴ φθόνει φράσαι . οὐδέν : μετέγνων καὶ
ἐμπλῆσαι χαρᾶς , ἔνσπονδος . οὗτος δ ' , ὦ γεραιέ , τίς κυρεῖ , ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῖ βεβώς
6910568 μακαρ
ἀλλ ' οὐ γὰρ ὀρθῶς ταῦτα κρίνουσιν θεοί . ὦ μάκαρ , οἵας ἔλαχες τιμάς , Ἱππόλυθ ' ἥρως ,
Φερσεφόνειαν ἀχθεὶς ἐξετράφης φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσιν . εὔφρων ἐλθέ , μάκαρ , κεχαρισμένα δ ' ἱερὰ δέξαι . Κικλήσκω Βάκχον

Back