: καὶ τὰ ταύτην ποιοῦντα ταῦτά ἐστι τὰ μάλιστα καὶ κυρίως φιλητά . σπανίας δὲ εἰκὸς τὰς τοιαύτας φιλίας εἶναι
γὰρ τὸν ἰσόσταθμον , ἤτοι ἰσόζυγον . σφέλᾳ δέ , κυρίως μὲν τὸ ὑποπόδιον , νῦν δὲ ξύλῳ πυκνῷ .
7429653 καταχρηστικως
δικαστὴς ὁ κρίνας τὸν Δημοσθένην ἄξιον εἶναι τοῦ στεφάνου . καταχρηστικῶς δὲ εἶπεν ἐνταῦθα κριτὴν τὸν δικαστήν . κριτὴς γὰρ
εὐχερῶς τειρόμενον . Ἄβαξ , ὁ μὴ βάσιν ἔχων : καταχρηστικῶς δὲ ἐπὶ τοῦ οἱουδήποτε σανιδίου . Ἀγρυπνία , ἀϋπνία
5933614 λεγεται
καὶ τὸ τρίτον ὁμοίως , καὶ τὸ πρῶτον παρά τινος λέγεται : σαφὲς δὲ γενέσθω τὸ λεγόμενον παραδείγματι : τύπτω
ἁμῇ γέ πῃ . ὁπωσδήποτε , καθ ' ὁτιοῦν , λέγεται δὲ καὶ ἁμωσγέπως , καὶ † ἁμόθεν , καὶ
5376293 ἰδιως
τὸν χρόνον περιόρισον , ὅσον πλεῖστον ὑφίστασθαι πέφυκε τοῦτο τὸ ἰδίως ποιόν . Ἀνέτλης μύρια διὰ τὸ μὴ ἀρκεῖσθαι τῷ
ἀπὸ τοῦ Γαργάνου κόλπος ὑποδέχεται βαθύς : οἱ δὲ περιοικοῦντες ἰδίως Ἄπουλοι προσαγορεύονται , εἰσὶ δὲ ὁμόγλωττοι μὲν τοῖς Δαυνίοις
5341067 πολλαχως
. Μία δὲ κίνησις λέγεται πλεοναχῶς : τὸ γὰρ ἓν πολλαχῶς λέγομεν . γένει μὲν οὖν μία κίνησις καὶ τῇ
συμβεβηκός . Ἐπειδὴ ἡ σοφία διαλέγεται περὶ τοῦ ὄντος , πολλαχῶς δὲ τὸ ὂν λέγεται , φησὶν ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι
5322326 διχως
χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα . διχῶς δέ : ἐπὶ μὲν τοῦ ὀρνέου , χαραδριὸν ὀξυτονητέον
, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . ? ἄλλως . διχῶς ταῦτα : ἢ οὕτως * οὐ γὰρ * ἥσυχος
5232627 κοινοτερον
γνησίας αὐτοῦ θυγατέρας νομίζεσθαι , τὰς δὲ ἐξ ἄλλων ἤδη κοινότερον Νηρεΐδας καλεῖσθαι : καὶ τὰς μὲν γνησίας † καὶ
, ἀεὶ τοῦ ἅμματος ἐκ πλαγίων τοῦ ἀγκῶνος γινομένου . κοινότερον δ ' ὅ τε βραχίων καὶ ὁ πῆχυς πάντα
5099845 ὁμωνυμως
, τὰ μέχρι τῆς ἑβδόμης ἀφικνούμενα , τὰ δὲ ὀξέα ὁμωνύμως τῷ γένει , τὰ μέχρι τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης ἀφικνούμενα ,
τῶν ἀρκτικῶν , παρ ' οἷς εἰσιν ἀρκτικοί , διορίζουσιν ὁμωνύμως τοῖς ἄνω τοὺς ἐπὶ γῆς ποιοῦντες , καὶ τοὺς
5005563 κοινως
, ὅπερ δηλοῦται διὰ τῆς ἀποφάσεως . Ταῦτα μὲν οὖν κοινῶς περὶ παντὸς εἴρηται ῥήματος : τὸ δέ γε οὐδ
φιλοσόφῳ ὁ λόγος . καὶ λέγομεν ὅτι οὐδὲ περὶ τῆς κοινῶς οὐδὲ περὶ τῆς ἰδίως σκοπὸν ἔχει διαλαβεῖν , ἀλλὰ
4977888 ἀψυχων
οὐδέν ἐστι ζῷον ἀμφοτέρων στερούμενον : τοῦτο γάρ ἐστι τῶν ἀψύχων . ὑπεξαιρείσθω μέντοι κἀν τούτοις τὰ θεῖα ἐνεργοῦντα ἀεί
ἀλόγους δυνάμεις ἅμα τὰ ἀντικείμενα δέξασθαι : τῶν τε γὰρ ἀψύχων αἱ παθητικαὶ δυνάμεις ἐναργῶς ἐπαμφοτερίζουσιν , οἷον τὸ ἱμάτιον
4906186 πλεοναχως
Καὶ ἔτι τοσαχῶς , τοσαυταχῶς , ὀλιγαχῶς , πολλαχῶς , πλεοναχῶς , πλεισταχῶς , ἀπειραχῶς καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἰ
ἐπεὶ οὖν ὁ ὁρισμὸς λέγεται λόγος τοῦ τί ἐστι , πλεοναχῶς ἀκούσεται : τὸ γὰρ τί ἐστι καὶ τὸ τί
4874085 παροιμια
τὴν τρίχα , ὄνος τὸν βίον : ἐξ ἱστορίας ἡ παροιμία : Καρχηδόνιόν φασι νεανίαν ἀγρεῦσαι λέοντα ἄρτι ἐκ γάλακτος
Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Ἀθ . βʹ . παροιμία ἐστὶ λεγομένη κατὰ τῶν πλείω φερομένων ὧν ἠδίκησαν .
4870377 ἑτερωνυμως
γὰρ συμβεβηκότα καὶ ὁμωνύμως κατηγοροῦνται καὶ συνωνύμως καὶ παρωνύμως καὶ ἑτερωνύμως . καὶ τὰ παραδείγματα εἴρηται ἀνω - τέρω .
τῶν ἄλλων σχημάτων νοητέον . μόνη δὲ ἀρετὴ καὶ σπουδαῖος ἑτερωνύμως . εἰ δὲ ἀπορήσει τις λέγων οὐδὲν ἧττον μένει
4870182 οἱονει
λόγοις , ἀντὶ τοῦ ἐμπείροις καὶ συνετοῖς . Ἄνεμοι , οἱονεὶ ἀμενοί τινες , οἱ μὴ μένοντες , καὶ τροπῇ
καὶ τελευταῖον ἐπιτίθεσθαι αὐτῷ ὄνομα , ὅθεν καὶ ὄνομα λέγεται οἱονεὶ τῷ ὄντι ὅμοιον : καὶ γὰρ οὐχ ὡς ἔτυχεν
4854114 συνηθεια
ἀποθνῄσκειν , εἴρηται , γένος , παιδεία , χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων συνήθεια , τῆς ὅλης πολιτείας ὑπόθεσις : ἃ δὲ κατὰ
ἡδόμενος , ἐχθρὰ δὲ αὐτῷ τὰ πρότερα , καὶ ἡ συνήθεια τὴν φύσιν ἐξέκρουσε . τοιοῦτόν τί φημι καὶ τοὺς
4768680 λεγονται
. . . . . . . . . ] λέγονται ? μὴ πολὺ | διαφερούσαις κατὰ τὰς ἀρθρώσεις χρῆσθαι
δὲ τοὺς Φρύγας καὶ Ἀρριανὸς ἱστορεῖ , λέγων καὶ ὅτι λέγονται Φρύγες παλαιότατοι ἀνθρώπων γενέσθαι καὶ ὅτι μαίνονται τῆι Ῥέαι
4693243 φωνη
Ῥόδιαι Ῥοδίων : συμβεβάρυνται τῷ ἀρσενικῷ , ἐπεὶ καὶ μία φωνὴ ἐπ ' ἀμφοῖν : ὁμοίως δούλων φίλων : ταχεῖαι
περὶ χορδὰς καὶ μέρος πως τῆς τέχνης ἡ ᾠδή , φωνὴ αἰσθητή , εἰ μὴ ἄρα ἐνεργείας ταύτας τις ,
4687455 παρωνυμως
, καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω
: τὰ γὰρ συμβεβηκότα καὶ ὁμωνύμως κατηγοροῦνται καὶ συνωνύμως καὶ παρωνύμως καὶ ἑτερωνύμως . καὶ τὰ παραδείγματα εἴρηται ἀνω -
4587070 λεξις
' οὖν οὐ κατὰ τὴν λέξιν : οὐδεμία μὲν γὰρ λέξις αὐτὴ καθ ' ἑαυτὴν ἔχει περιβολήν , τῇ δὲ
οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος καὶ τὸ μέρος τῆς λέξεως οὐκ ἔστι λέξις , οὕτω τὸ μέρος τῆς τοῦ ἑνὸς ἰδέας οὐκ
4573728 τροπικως
κοιμῶν καὶ κοιμίζων καὶ ἀναπαύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν ὕπνῳ . τροπικῶς δὲ τῷ λόγῳ ἐχρήσατο ὁ ποιητής , πρύμνην μὲν
μύρον . ἐλαύνειν βʹ : εἰς πορείαν κινεῖν ἵππον . τροπικῶς καὶ ἐφ ' ἑτέρων λέγεται . . ἐλάαν .
4573648 ἰδιαιτατα
, λέγεσθαι δοκεῖ τριχῶς , κοινῶς τε καὶ ἰδίως καὶ ἰδιαίτατα . κοινῶς μὲν γὰρ πᾶν μέτρον καταλήψεως , καθ
τοὺς λόγους τοῦ φιλοσόφου : φησὶ γὰρ ὅτι διαφέρει ἡ ἰδιαίτατα τῆς κοινῶς καὶ ἰδίως , ὅτι αἱ μὲν ἔχουσι
4538503 μεταφορικως
ὀΐομαι εἰσορόωντα γινώσκειν . ” ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησι “ μεταφορικῶς τὴν καλάμην εἴρηκεν . καὶ γὰρ ἐπὶ τοῦ ἀμητοῦ
ἰατρικὰ οὐδὲν Ἀνάγκης μεῖζον εὗρον : ἀντιτεμών : εὑρών : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν τὰς ῥίζας εὑρισκόντων καὶ τεμνόντων : ἐκ
4499273 συμβαμα
βῶ , τὸ βαίνω : τὸ δὲ παρὰ τοῖς φιλοσόφοις σύμβαμα παρὰ τὸ βίβημι : τὸ δὲ βᾶμα καὶ σχᾶμα
λογικὴν θεωρίαν ἐκμαθὼν οὐ μόνον ταῦτα οἶδεν , ἀλλὰ καὶ σύμβαμα καὶ παρασύμβαμα ὁποῖα καὶ ὁπόσον ἀλλήλων διαφέρει . Πρὸς
4453130 λαμβανεται
εἰσηγεῖται καὶ ταύτην ἐργάζεται . προοίμιον ἐκ τοῦ ἀναγκαίου . λαμβάνεται δὲ ἐξ ὑπολήψεως τῶν πραγμάτων φαύλων ὄντων . εἰς
εἰ δὲ καὶ οὗτος ἀπόστροφος εἴη τοῦ Ἡλίου , ἄλλος λαμβάνεται ὁ ὁρῶν τὸν Ἥλιον ἐπέχοντα τὸ ἴδιον τρίγωνον .
4435803 ἀκατονομαστως
τῆς αι διφθόγγου καὶ ποιητικὸν καὶ ἐπὶ κακῷ εἴρηται . ἀκατονομάστως δὲ τὸ δεύτερον εἶδος τῆς ποιότητος , δύναμις καὶ
: τετραχῶς γὰρ ἡ ποιότης κατηγορεῖται , παρωνύμως ὁμωνύμως ἑτερωνύμως ἀκατονομάστως . παρωνύμως μὲν ὡς ἀπὸ τῆς ποιότητος ποιοὶ ἀπὸ
4416833 συνωνυμως
οὐ δεῖ τὸ μερικὸν τοῦ καθολικωτέρου προτάττεσθαι , κἂν ἄμφω συνωνύμως κατηγοροῦνται τοῦ αὐτοῦ . εἴπωμεν τούτων πάντων , εἰ
τῆς οὐσίας τό τε μὴ ἐν ὑποκειμένῳ εἶναι καὶ τὸ συνωνύμως πάντα ἀπ ' αὐτῶν λέγεσθαι , ἐπὶ τρίτον μεταβέβηκε
4402921 ὠνομασται
αὑτοῦ τὴν πολλὴν θάλατταν , καὶ πέτρα τε κυανέα αὐτόθι ὠνόμασται καὶ πύλαι θαλάττης πρότερον εἶναι κλεισταὶ δοκοῦσαι , ἱερά
περίοδος σύνθεσίς τίς ἐστι περιηγμένη , ἀφ ' ἧς καὶ ὠνόμασται , τὸ δὲ ἐνθύμημα ἐν τῷ διανοήματι ἔχει τὴν
4374941 ἐκδεχομεθα
τὸ λίαν , καὶ τὸ βαδίσαι , τὸ ταχέως ἀπελθεῖν ἐκδεχόμεθα , . , . * ? Ἀπόμυιος : οὕτως
φησίν , ἐπὶ καταδίκῃ , ὀφείλει δέ τις ὡς ἡμεῖς ἐκδεχόμεθα . ὅλον τοῦ παντὸς διαφέρει . πᾶς τὴν τῶν
4359566 τετραχως
μοναχῶς ἢ τριχῶς κατασκευάζεται , τὰ δ ' ἐν μέρει τετραχῶς ἢ ἑξαχῶς , εὐεπιχειρητότερα τὰ μερικὰ τῶν καθόλου πρὸς
ἅπαντος τοῦ κατὰ τὰ μεσοπλεύρια . ἐθεάσω δ ' αὐτὸ τετραχῶς δεικνύμενον ὑφ ' ἡμῶν , ἅπαξ μὲν ἐπὶ ταῖς
4337169 ἱπποκενταυρος
ἐστὶν ὡς τὰ ἐν ψιλῇ ἐπινοίᾳ [ οἷον τραγέλαφος , ἱπποκένταυρος ] ἢ τῶν νομιζομένων ἔχειν ὕπαρξιν ὡς οἱ ἀντίποδες
, ἐπειδὴ οὐ τίθεται κατὰ πράγματος : οὔτε γὰρ ἔστιν ἱπποκένταυρος . ἄναρθρος δὲ καὶ σημαντικὴ ὡς ἐπὶ τῆς ὑλακῆς
4322651 ἐσχηματισται
δὲ ἑνὸς μέρους τὸ ὅλον . ἠΰς καλὸς κἀγαθός . ἐσχημάτισται ἀπὸ τοῦ ἐΰς . ἠΰτε ὡς : “ ἠΰτε
, ὅτι καὶ ἡ ψυχὴ κατ ' ἀνάγκην μὲν διηνεκῶς ἐσχημάτισται , ἔστι δ ' ὅμως καὶ ψυχῆς κατὰ φύσιν
4319813 γενικον
φυτικὴν τῆς ψυχῆς ἕξιν , ᾗ εὐθὺς καὶ τὸ αἰσθητικὸν γενικὸν παρέσπαρται . ὅτι Νέμεσιν καλοῦσι τὴν πεντάδα : νέμει
τοῦ χρόνου , διῆκον μέντοι δι ' ὅλου , ὡσπερεὶ γενικὸν ὄνομα . . Ἐὰν οὖν ὡς πρὸς τὸ ἐγκείμενον
4313258 ἐναρθρος
ἀσήμαντος ὡς τὸ σκινδαψὸς τὸ κλίτηρι καὶ τὰ τοιαῦτα : ἔναρθρος δὲ σημαντικὴ ὡς ὕδωρ , θάλασσα καὶ ὅσα κατὰ
δὲ ἀσήμαντος , ὡς ὁ ἐκ λίθων ἦχος γινόμενος , ἔναρθρος δὲ ἀσήμαντος ὡς τὸ σκινδαψὸς τὸ κλίτηρι καὶ τὰ
4298797 καλειται
ἐν τοῖς σώμασιν ἑτέρα τε ταύτης ἐστί , καὶ Εἱμαρμένη καλεῖται , διὰ τὸ μᾶλλον ἐν τοῖς σώμασι φαίνεσθαι τὸν
τε καὶ ἐν παραθέσει καὶ οἷον κατὰ σωρείαν , ἃ καλεῖται πλήθη , οἷον ποίμνη , δῆμος , σωρός ,
4280085 μοναχως
μὲν ἀληθεῖς τὰς δὲ ψευδεῖς : καὶ ἡ μὲν αἴσθησις μοναχῶς ψευδοποιεῖται [ τὰ ] κατὰ τὰ νοητά , ἡ
μετεώρων καὶ παντὸς τοῦ ἀδήλου , καταφρονοῦντας τῶν οὔτε τὸ μοναχῶς ἔχον ἢ γινόμενον γνωριζόντων οὔτε τὸ πλεοναχῶς συμβαῖνον ,
4273568 ἀχωριστον
καὶ ἄλλαι δύο : ἄλλο καὶ ἀλλοῖον , χωριστὸν καὶ ἀχώριστον . πᾶσαι δὲ ἕξ εἰσι , καὶ τούτων αἱ
χωριστόν , οἷον τὸ λογικὸν εἶδος , καὶ τὸ πάντη ἀχώριστον , οἷον ἡ ποιότης : ἐν μέσῳ δὲ ἡ
4253244 ὀξυτης
ἀκήν , . , . , . Ἀκή : ἡ ὀξύτης : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή , ὃ σημαίνει
ἑπτὰ τῆς κατὰ τὸ λογιστικὸν ἀρετῆς εἴδη γένοιτ ' ἂν ὀξύτης μὲν ἡ περὶ τὸ εὐκίνητον , εὐφυΐα δὲ ἡ
4248406 ὀνομαζεται
' ἀφείης ἂν τὸν αὐτὸν τρόπον , ὅτι οὐ λωποδύτης ὀνομάζεται . οὐδ ' εἴ τις παῖδα ἐξαγαγὼν ληφθείη ,
γινώσκειν , χωρὶς δὲ τούτων οὐδέν : διὸ καὶ στοιχείωσις ὀνομάζεται . τῶν δὲ θεωρημάτων καλουμένων τῶν μὲν στοιχείων ,
4244037 ὁμωνυμια
, μακρόθεν αὐτὸν εἶδεν ; ἀλλὰ μήποτε δυεῖν πραγμάτων ἐστὶν ὁμωνυμία διαφερόντων , ὧν τὸ μὲν ἕτερον θεῖός ἐστι λόγος
τῶν διαιρουμένων ὡς φωνὴ ὁμώνυμος εἰς διάφορα σημαινόμενα μόνη ἡ ὁμωνυμία εὑρίσκεται , οὐ μέντοι καὶ κοινωνία ὁρισμοῦ , ἐπὶ
4232664 προσαγορευεται
[ πρῶτα σώματα , ἃ καὶ ] ? στοιχεῖα [ προσαγορεύεται ] ? [ ] , ἐξ ἀρχῆς [ ]
τὸν βασιλέα . ἡ δὲ Πανορμῖτις τῆς Σικελίας πᾶσα κῆπος προσαγορεύεται διὰ τὸ πᾶσα εἶναι πλήρης δένδρων ἡμέρων , ὥς
4229002 ταττεται
ἀποστρεφόμενοι : ἀεὶ γὰρ τὸ φλαῦρον , ἐπὶ τοῦ πονηροῦ τάττεται : φαῦλον οὖν ἐστιν ἐν ὑπερβιβασμῶ τοῦ λ καὶ
ὃ μὴ γενομένης ζητήσεως φιλεῖ προαπαντᾶν εὕρεσις . ἐν τούτῳ τάττεται πᾶς αὐτομαθὴς καὶ αὐτοδίδακτος σοφός : οὐ γὰρ σκέψεσι
4219907 κορκορυγη
λέξις . κορκορυγαί : ταραχαί : κεκωμῴδηται ἡ λέξις . κορκορυγὴ δὲ κυρίως τὸ τῆς γαστρὸς ἔσωθεν ἠχοῦν πνεῦμα καὶ
: μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἵππων : ἡ κοινῶς γοργορική . κορκορυγὴ λέγεται ἡ τῶν ἐντέρων βοή . δεινὰ ] χαλεπά
4214795 δηλουσα
γοῦν καὶ ἡ μή ἀπαγόρευσις , συνταττομένη τῷ οὖν καὶ δηλοῦσα ἀπαγόρευσιν , οὐδὲν ἐξαλλάσσει τοῦ τόνου . φαμὲν γὰρ
διὰ τοῦ θι παραγωγή , τὴν ἐν τόπῳ σχέσιν ἁπάντοτε δηλοῦσα , πάλιν τῆς αὐτῆς τάσεως συνούσης , γραφῆς τε
4212536 γυμναζομαι
ἐκφέρεται ἐπὶ πάσης παιδείας λογικῆς τε καὶ πρακτικῆς : καὶ γυμνάζομαί τις εἰπὼν οὐ τοῦτο ἁπλῶς ἐρεῖ τὸ γυμνὸς διάπειραν
ἐκφέρεται ἐπὶ πάσης παιδείας λογικῆς τε καὶ πρακτικῆς : καὶ γυμνάζομαί τις εἰπὼν οὐ τοῦτο ἁπλῶς ἐρεῖ τὸ γυμνὸς διάπειραν
4210946 δηλουν
καὶ θρέψαι : περὶ οὗ τὰ κατὰ μέρος μέλλοντας ἡμᾶς δηλοῦν ἀναγκαῖον ἀναλαβεῖν μικρὸν ἀνωτέρω τὴν διήγησιν . Μυθολογοῦσι γὰρ
ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ φησὶν , ὅτι γῶ ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ δέχομαι , καὶ λαμβάνω . ὅθεν καὶ γωρυτὸς
4203935 συνεκτικον
καὶ αὐτὸ κατὰ μέν τι παρασκευαστικὸν , κατὰ δέ τι συνεκτικόν : ὡς βουβώνων ἕλκος καὶ βουβώνων πυρετὸς , καὶ
ὑπέθεντο τέσσαρα : προκαταρκτικόν , ὃ πεποιηκὸς παραμεμένηκεν , καὶ συνεκτικόν , οὗ παρόντος τὸ ἀποτέλεσμα πάρεστι καὶ πεπαυμένου παρενήλλακται
4195128 Ἀπιων
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
4194882 ἰδιαζον
κοινὸν τὸ τῆς στάσεως ὄνομα , καὶ ἀναίτιον , εἴτε ἰδιάζον , καὶ ἐξ αἰτίας τινὸς ὠνόμασται , παρήσω τοῦτο
' οὖν ἐπιβάληται κακοποιεῖν . Τό τε τῆς γαλῆς γένος ἰδιάζον ἐστί : χωρὶς γὰρ τοῦ προειρημένου ἔχει λυμαντικὸν κατάστημα
4188737 μονομερης
τὸ ἐκ πολλῶν ἀστέρων συνιστάμενον σχῆμα , ἀστὴρ δὲ ὁ μονομερής . ἀστρολογία ἀστρονομίας διαφέρει . ἀστρονομία μέν ἐστιν ἡ
ψυχὴ μὲν οὖν ἡ τῶν ἀνθρώπων πολυμερής ἐστι καὶ οὐ μονομερής . συνθετὴ γάρ ἐστιν ὡς εἶναι φανερὰν αὐτὴν διὰ
4180696 λεγεσθαι
' ὁ Λάκων τὰ παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις ἐπαΐκλεια ματτύας φησὶ λέγεσθαι παρὰ τοῖς ἄλλοις . Σεκοῦνδος ἐγένετο φιλόσοφος . οὗτος
τίνος ἐννοίας ἔχεται καὶ τίσιν ἀφώρισται πέρασιν , οὐδὲν δεῖ λέγεσθαι παρ ' ἡμῶν τὸ νῦν , ἐπειδὴ περὶ τούτων
4173685 κυνεη
χρύσειοι : δεινὴ δὲ περὶ κροτάφοισι ἄνακτος κεῖτ ' Ἄιδος κυνέη νυκτὸς ζόφον αἰνὸν ἔχουσα . αὐτὸς δὲ σπεύδοντι καὶ
τοῦ Ἅιδου περιέβαλεν αὐτοῖς ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι . ἡ δὲ κυνέη περικεφαλαία ἐστὶ τοῦ Ἅιδου ἤτοι τοῦ Πλούτωνος . Πλάτων
4169723 ἀψυχα
πραγμάτων ἀσχολεῖται εὐφημίας τὸ ἐγκώμιον : τὰ δὲ πράγματα ἢ ἄψυχά ἐστιν , ὄντα ἐν σώμασιν οἷον ἀσπὶς ἢ δόρυ
τὰ ἔμψυχα καὶ ἄλογα , οἷον ὁ βοῦς , τὰ ἄψυχά φησι χρῆναι παρασκευάζειν καὶ ἔχειν οἴκοι κείμενα : καὶ
4167282 ἀγριοτης
ἐκδεχόμεθα , ἐφ ' ὧν κυρίως παιδεία καὶ τιθασσεία καὶ ἀγριότης λέγεται , κατὰ μεταφορὰν δὲ ἢ καὶ ὁμωνύμως ,
παρ ' ἑκάτερα ἡ βωμολοχία καὶ ἡ σκληρότης καὶ ἡ ἀγριότης ἐστίν : ἄμφω γὰρ ἡδονήν τινα ποιοῦσι τῷ βίῳ
4166833 θηλυκως
, . * , + Αἰών : ἡ ζωή , θηλυκῶς : Ὅμηρος : αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς .
Ναρύκιον δὲ οὐδετέρως . λέγεται καὶ Ναρύκη , καὶ Ναρυκαῖος θηλυκῶς καὶ οὐδετέρως . Νασαμῶνες , ἔθνος ἐν Λιβύῃ ,
4148773 φουρνος
] ἀσκητήριον . ἀναπείθουσιν ] τοὺς ἀκούοντας . πνιγεύς ] φοῦρνος . περὶ ἡμᾶς ] κύκλῳ ἡμῶν . διδῷ ]
εἰς ὀπήν τινα ὑπέδυ . ἰπνὸς δὲ λέγεται κυρίως ὁ φοῦρνος : οἱ δέ φασι τὸ φανάριον . μέμνηται τούτου
4129233 διαβητης
αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη , καὶ προσέτι ὁ διαβήτης , ὃς καὶ εἰς οὖρα διάρροια λέγεται . κἂν
ποθέν . Αὐτῶν δὲ τῶν νεφρῶν ἴδιόν ἐστι πάθος ὁ διαβήτης ὀρεγομένων μὲν ἀμέτρως τὸ ὑγρὸν , κατέχειν δὲ αὐτὸ
4129048 ἀνειν
: ἄμενοί τινες ὄντες . κατὰ μετάθεσιν στοιχείου : ὡς ἂνειν ἁ οὐχηρεμοῦντες : ἕως οὐδ ' ἐν τὸ αὐτὸ
: ἄμενοί τινες ὄντες . κατὰ μετάθεσιν στοιχείου : ὡς ἂνειν ἁ οὐχηρεμοῦντες : ἕως οὐδ ' ἐν τὸ αὐτὸ
4127183 μονως
ἀναλογεῖ ὁ μὲν μόνως πατὴρ τῷ γενικωτάτῳ , ὁ δὲ μόνως υἱὸς τῷ εἰδικωτάτῳ , οἱ δὲ πατέρες ἅμα καὶ
ὅτι τεσσάρων ὄντων γενικωτάτων ὑπαλλήλων εἰδικωτάτων ἀτόμων τὸ μὲν γενικώτατον μόνως ὅλον , τὸ δὲ ἄτομον μόνως μέρος , τὰ
4109195 ἀντιληψις
πράγματος , ὡς τὰ ἀπ ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους , ἀντίληψις , μετάληψις , χρῶμα ὃ καὶ μετάθεσις αἰτίας καλεῖται
δικαίου ἡ ἀντίληψίς ἐστι , καὶ γὰρ ἔφαμεν , ἡ ἀντίληψις ἢ ἀπὸ νόμου , ἢ φύσεως , ἢ τέχνης
4098974 μετενηνεγμενη
ἱερὰ καθημένων Γ * [ τὰ ἱερὰ καθιεμένων ] ⌈ μετενηνεγμένη : τῇ γὰρ Ἑστίᾳ ⌈ πρώτῃ τὰς ἀπαρχὰς ἔθος
δ ' ἀνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι . Κατάχρησίς ἐστι λέξις μετενηνεγμένη ἀπὸ τοῦ πρώτου κατονομασθέντος κυρίως τε καὶ ἐτύμως ἐφ
4097899 ἀποτελειται
οὐδαμῶς ἀγαθόν : ἀναυξῆ γὰρ ὑπὸ τῆς παρὰ καιρὸν σκληρότητος ἀποτελεῖται τὰ σώματα . καὶ οἴνου δὲ τὸν οὕτως πεφυκότα
τοίνυν ἡ τῆς σφαίρας στροφὴ περὶ τοὺς τοῦ ἰσημερινοῦ πόλους ἀποτελεῖται , φανερόν , ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ τό
4096129 σπανιως
μᾶλλον , εἶτα θειωδῶν : τὸ δ ' ἄλλο λουτρὸν σπανίως παραλαμβανέσθω . θαυμαστῶς δ ' ὀνίνησιν αὐτοὺς καὶ προποτισμὸς
μέλι καὶ ὀλίγον εὐώδους οἰναρίου ἔπινε . παιδαρίοις τε ἐχρῆτο σπανίως , ἅπαξ ἢ δίς που παιδισκαρίῳ τινί , ἵνα
4082726 ὀξυτονεισθαι
ἐπὶ οὐσίας ἀλλ ' ἐπὶ πραγμάτων , δῆλον ὅτι οὔτε ὀξυτονεῖσθαι ὤφειλεν οὔτε ἐκτείνειν τὸ α , ἀλλ ' ἡμάρτηται
ἀπὸ τοῦ ἦον δευτέρου ἀορίστου γενέσθαι , διὸ καὶ ἀναλόγως ὀξυτονεῖσθαι ] . Ἡρακλείδης δὲ παραλόγως ὀξύνεσθαι αὐτό φησι καὶ
4072727 Κυριως
ἤτοι πάπυρος . Τέμπεα , ἤτοι τὰ μεγάλα στενώματα . Κυρίως γὰρ τὰς διόδους καὶ τὰ στενώματα λέγει τῶν ὀρῶν
πολλὴν δὲ νέαν περιβαλλόμενος . . . . . Πύελος Κυρίως ὅπου τοὺς πυροὺς πλύνουσι , πυρέλους τινὰς ὄντας :
4070132 ἁπλως
τρυπανικὴ καὶ πρὸς ταύτῃ ἡ σφενδονικὴ καὶ λιθοβολική . καὶ ἁπλῶς ἐν πολλαῖς τῶν τεχνῶν εὑρήσομεν τὸ ποικίλον γε σχῆμα
ὁμωνυμίας γέγονεν ὁ παραλογισμός , ἐπειδὴ ταὐτὸν ἐλάμβανε τὴν ποιότητα ἁπλῶς καὶ τὴν οὐσιώδη ποιότητα . δηλοῖ γὰρ καὶ τὸ
4051797 ποιοτης
πυρετοί ; Πῶς ἔχομεν τοῦ γνῶναι : αὕτη γὰρ ἡ ποιότης , οὐκ ἀφῇ , ἀλλὰ γεύσει κρίνεται , ὥςπερ
στοχασμὸν , ἡ δὲ ἰδιότης τὸν ὅρον , ἡ δὲ ποιότης τὰς λοιπὰς στάσεις : ἐν γὰρ τῷ στοχασμῷ αὐτὸ
4035905 γενικου
παρέλαβε τὸ ὄνομα τῶν σοφιστῶν . θουριομάντεις : ἀπὸ τοῦ γενικοῦ ἐχώρησεν ἐπὶ τὸ κατ ' εἶδος . εἰπὼν γάρ
δέ οἱ τέμενος . † ) πόλις Κύπρου : ἀπὸ γενικοῦ εἰς τὸ εἰδικόν : ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ
4023013 μυκασθαι
βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν οὐρὰν ἐν τῷ μυκᾶσθαι . καὶ Ἀπίων δὲ εὑρὼν τὴν ἐτυμολογίαν παρὰ Ἀπολλοδώρῳ
. . . . . Μυκάλη . παρὰ τὸ ἐκεῖ μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας δια Οʹθος . παρὰ τὸν μολυσμὸν τῶν
4022610 διαλεκτος
τὴν θεόν . . . . βρόδον : ἔστι † διάλεκτος : παρὰ τὸ ῥόδον πλεονασμῷ τοῦ β βρόδον .
τις , τῇ Ἀττικῇ διαλέκτῳ χρῆται . ἡ δὲ κοινὴ διάλεκτος μόνου τοῦ βούλει , καὶ ὄψει , καὶ οἴει
4022007 ἀρρενικως
προσαναθλίβεσθαι Ἕλληνες . φάθι Ἀττικοί , εἰπέ Ἕλληνες . φθεῖρες ἀρρενικῶς Ἀττικοί , θηλυκῶς Ἕλληνες . φιδάκνη Ἀττικοὶ πίθος μέγας
ταῖς ἀμπέλοις θηλυκῶς , ὁ δ ' ἐν τοῖς στρατοπέδοις ἀρρενικῶς . χρήματα καὶ τὰ πράγματα καὶ τὰ ἀργύρια λέγουσιν
4017931 ῥωξ
καὶ ἐπὶ τῆς σταφυλῆς διὰ τοῦ ω λεγόμενον , οἷον ῥώξ ῥωγός παρὰ Ἀρχιλόχῳ . . Τῷ βωκί , τὸν
κ κλίνεται , βωκός πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς
4011072 ποιητικον
δή φημι πᾶσαν εἶναι λέξιν ἄμετρον , ἥτις ἐμφαίνει τὸ ποιητικὸν καὶ μελικόν : ᾗ δὴ καὶ τὸν Δημοσθένην κεχρῆσθαι
τις ἐθέλει , μῦθος ἀλληγορικός ἐστιν : ὃ πρῶτον τυγχάνει ποιητικὸν χαρακτήρισμα : τὴν γὰρ ἰδίαν γνῶσιν , καὶ οὐχ
4009860 συνθετως
μετ ' αὐλῶν καὶ συρίγγων φωνεῖν : τὸ χ ὅτι συνθέτως ἀναγινώσκεται καὶ ὅτι οὐκ ἔστιν Εὐριπίδειος ὁ στίχος :
. . Σάμου ὑληέσσης Θρηικίης : ἡ διπλῆ ὅτι οὐδέποτε συνθέτως εἴρηκε Σαμοθρᾴκην . . . . Τρωσὶν δαμναμένους :
4009268 παιφασσω
τὸ φαίνω , οὗ παράγωγον φάσσω , διπλασιασμὸς παφάσσω καὶ παιφάσσω . Πραπίδες . φρῶ ἐστὶ ῥῆμα κατὰ συναλοιφὴν γενόμενον
παίτητα : Ῥωμαίων ἴσθι ἡ λέξις : γνώρισμα αἰτήσεως . παιφάσσω : τὸ ὁρμῶ . παιωνίσας : εὐξάμενος καὶ τοῖς
4002181 παραστατικον
τῶν εἰς δον ληγόντων ἐπιρρημάτων τοπικόν ἐστι , ποιότητος δὲ παραστατικόν . ἀπειρότερον οὖν ἀναστρέφοντες περὶ τῶν τοιούτων σημασιῶν καὶ
ὡς παρ ' αὐτῷ οὐ τοπικόν ἐστι , ποιότητος δὲ παραστατικόν , καὶ ἰσοδυναμοῦν τῷ οὕτως : περὶ οὗ ἐξ
4001043 ζωων
κηρύσσουσιν . Τί μοι λοιπὸν καταλέγειν τὸ πλῆθος ὧν σέβονται ζώων Αἰγύπτιοι , ἑρπετῶν τε καὶ κτηνῶν καὶ θηρίων καὶ
δέ τι παρόμοιόν ἐστι τὸ ζητούμενον καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ζώων πρὸς τὸν ἄνθρωπον πότερα κατὰ φύσιν ἢ κατὰ στέρησιν
3993903 τριχως
εἰ τὰ μὲν κινεῖται τὰ δὲ ἠρεμεῖ , πάλιν τοῦτο τριχῶς ἂν συμβαίνοι : ἢ γὰρ τὰ μὲν κινούμενα ἀεὶ
, μάτην , φανερῶς , ἐξ ἐναντίας , διχῶς , τριχῶς , τετραχῶς , πολλαχῶς , φανερῶς , προπετῶς ἄλλως
3988100 στερησις
στέρησιν διὰ τὸν ἀνεπιτήδειον τοῦ χρόνου : ἵνα γὰρ γένηται στέρησις , χρεία χρόνου ἐπιτηδείου καὶ τῶν λοιπῶν τῶν εἰρημένων
. ἀλλὰ καὶ εἴ τις πανσελήνου οὔσης εἴποι ὅτι ἐπειδὴ στέρησις ἐγένετο τοῦ ἐξ αὐτῆς φωτός , ἐξέλιπε , τούτου
3987910 ἐκφευγον
: τετήρηται γὰρ ἕκαστον τῶν ἀπλανῶν ἄστρων διὰ δεκαπέντε περιφορῶν ἐκφεῦγον τοῦ ἡλίου τὰς αὐγάς , ὁ δὲ ἐνιαυτὸς γίγνεται
προσφυέστερον οὖν ἐστι τὸ τοῦ Στράτωνος παράδειγμα ταύτας τὰς ὑπονοίας ἐκφεῦγον : ἐὰν γὰρ εἰς ἀγγεῖόν τις πεπληρωμένον ὕδατος ψηφῖδα
3983075 μορφη
καὶ ῥώμη πάρεστιν , οἵα τοῖς κράτιστα πεφυκόσι , καὶ μορφὴ τοῦ βασιλείου γένους ἀξία . ἢ τούτων μὲν οὐδέτερον
αὐτῶν ἔσται μέρος τε ἔσται . Οὐ τοίνυν οὐδὲ τοιαύτη μορφὴ οὐδέ τις δύναμις οὐδ ' αὖ πᾶσαι αἱ γεγενημέναι
3973448 καθο
ἅπερ οὐκ ἄν τις ἐπινοήσειεν δίχα τῶν ἄρθρων ἀποφήνασθαι , καθὸ αἱ προθέσεις μόνον ἐπὶ τὰ πτωτικὰ ἐφέροντο , οὐ
ἡ γὰρ φυσικὴ πρόταξις τοῦ η οὐκ ἂν ἐδασύνετο , καθὸ οὐδέποτε τὰ φωνήεντα πρὸ τοῦ χ δασύνεται . ὃν
3969639 νοειται
ἀνταγωνιστάς . ἠγνόηκε δὲ ὅτι ὁ ἀγὼν πρὸς τὸ ἐπαγόμενον νοεῖται . ἄνω μὲν οὖν περὶ τῆς νίκης λέγομεν αὐτοὺς
: οὕτω δ ' ἂν καὶ τὸ δαιμόνων γένος ἐπίμικτον νοεῖται καὶ θεοῖς τε καὶ ἀνθρώποις . Τοῦτο γάρ ἐστιν
3964327 φρασις
φάσις , προσλήψει τοῦ ρ γίνεται φράζω , ὅθεν ἡ φράσις . ἄλλως δὲ μεταληφθὲν Μακεδόνων , φησί , διαλέκτῳ
ἀπέρχῃ , οὐκ ἀπέρχῃ . ἀλλ ' ὡμολογημένως λείπεται ἡ φράσις τοῦ ἤ . . . . . . .
3958389 λεγομεν
μικρὰ , πλησίον Χίου , μὴ δυναμένη οἶνον ἐνεγκεῖν . λέγομεν οὖν τὴν παροιμίαν ἐπὶ τῶν ἐν συμποσίῳ ἀνακειμένων καὶ
; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ἰατρός . Οὐκοῦν ἐν κεφαλαίῳ λέγομεν ὡς ὁ αὐτὸς γνώσεται ἀεί , περὶ τῶν αὐτῶν
3955097 σημαινον
παρὰ τὸ λίαν μᾶν : ἢ παρὰ τὸ λάπτω τὸ σημαῖνον τὸ ἀπὸ δίψης φλέγομαι . Λαῖτμα : τὸ χάσμα
νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος , . , .
3954295 στερησιν
ὑπάρχοντα δουλείας ἀρχὴν νομίσαντες εἶναι , τὴν δὲ τῶν ὄντων στέρησιν ἀφορμὴν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ποιησάμενοι , καὶ τοὺς ἔχοντας
τὸ ἄνευ ἕδους : Αἰσχύλος : φεύγειν ἀνέδην : κατὰ στέρησιν τοῦ ἑδράσαι , ὅ ἐστιν ἱδρύσαι , οἷον ἀναστάτους
3953483 ἐνεργητικως
ἢ χωρίον . ἐλέγετο δὲ ὁ μὲν δοὺς τὸ ἀποτίμημα ἐνεργητικῶς ἀποτιμᾶν , ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι . ὁ δ
ὥς φησιν Ἐρατοσθένης . τὸ δὲ ἀντέλλειν τὸ φύειν ἐνταῦθα ἐνεργητικῶς σημαίνει . πῆλε δὲ χεῖρας : οἷον : προσεπάλλετο
3953210 ὑστερικη
λειώσας , δίδου προστίθεσθαι καὶ ἔσται ὡς παρθένος . Ἡ ὑστερικὴ πνὶξ κάτωθεν μὲν ἀπὸ τῆς ὑστέρας λαμβάνει τὴν ἀρχὴν
ἀνατρέχειν καὶ ποιεῖν μελαγχολικὰ συμπτώματα . τοιοῦτον μέν ἐστιν ἡ ὑστερικὴ ἄπνοια : ἡ δὲ πνὶξ γίνεται ἐπὶ σπασμῷ ,
3950519 σημαινουσα
ἀντονομασία , λέξις δι ' ἐπιθέτων ἢ συσσήμων ὄνομα ἴδιον σημαίνουσα , ὡς ἐν τούτῳ : Πηλεΐδης δ ' ἐξαῦτις
λέγειν οἱ ποιηταὶ ἔχουσι , ταῦτ ' ἐν τῷ γράμματι σημαίνουσα . καὶ τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν ἀριζήλως εἰρημένων
3949708 ἀπαρεμφατος
κα - νονίζεται , αἱ δὲ ἄλλαι τέσσαρες , ἡ ἀπαρέμφατος , ἡ προστακτική , ἡ εὐκτικὴ καὶ ὑποτακτικὴ ἀπὸ
ὑποτακτική , ὡς καὶ βούλημα ψυχῆς παρεμφαίνουσαι . Ἡ δὲ ἀπαρέμφατος οὐκ ἔστι κυρίως ἔγκλισις ἀλλὰ καταχρηστικῶς , διότι οὐδὲ
3946780 ψιλως
ὑπολαβόντα τὸ ἑαυτῆς νοεῖσθαι ἐκ τοῦ ἑῇ , δέον πάλιν ψιλῶς μεταλαμβάνειν . . α : αἰτιᾶται ἐκ τῶν ἐπῶν
ὧν οὐ προσδιώρισται τὰ ὁμολογούμενα : καὶ οὐ διὰ τοῦτο ψιλῶς τῷ ῥητῷ ἀξιοῦμεν προσέχειν . ζʹ . Αὐτό ἐστι
3945399 ἀρτιγενων
τὴν ἀνδραποδώδη τρίχα παροιμίαν εἶναί φασιν οἱ μὲν ἀπὸ τῶν ἀρτιγενῶν πώλων , οἱ δὲ ἀπὸ εἴδους κουρᾶς προσηκούσης ἀνδραπόδοις
εὐθέως ἐσθιομένου : ὑγρότατόν τε γὰρ ὑπερβαλλόντως ἐστὶ τὸ τῶν ἀρτιγενῶν καὶ φλέγμα γεννᾷ πλεῖστον . οὖθαρ εὔχυμον , ἧπαρ
3943605 διακριτικον
, τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπιδέχεται , οὕτως καὶ τὸ διακριτικὸν καὶ τὸ συγκριτικὸν ὡς μὲν ἰδιαίτατα καὶ εἰδοποιοὶ διαφοραί
. αὕτη καὶ ἡ τρίτη αἰτία . τετάρτη δὲ ὅτι διακριτικὸν ζῷον ὁ κύων γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ τὸ φίλον καὶ
3936339 ὀρρος
τὸ δ ' ὑγρότερον ὑπάγει μᾶλλον : ὁ δ ' ὀρρὸς τοῦ γάλακτος σφοδρῶς λαπάττει : ἐμβάλλειν δ ' αὐτῷ
: εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ὀρροῦ καὶ τοῦ δέους : ὀρρὸς δὲ λέγεται ἡ πυγὴ τῶν ὀρνίθων : ὅθεν καὶ
3919717 λαγιδεις
δὲ τὰ τῶν λύκων λυκιδεῖς , καὶ τὰ τῶν λαγωῶν λαγιδεῖς καὶ λαγίδια , παρὰ Ξενοφῶντι δὲ καὶ λάγια .
ἀνατμηθῆναί τε οὖν αὐτὸν ὡμολόγει καὶ μήτραν πεφωρᾶσθαι καὶ τρεῖς λαγιδεῖς . τούτους οὖν ἀκινήτους τέως εἶναι ἐξαιρεθέντας καὶ κεῖσθαι
3918235 ἀλογων
ἡδύνει , κιθάρα , πᾶσα ὀργάνων ἰδέα , | ζῴων ἀλόγων ἐμμελεῖς φωναί , χελιδόνων , ἀηδόνων , τῶν ἄλλων
ἀδιαστρόφου , εἴτε συλλήβδην πάντων πρὸς ἅπαντας καὶ προσέτι τῶν ἀλόγων ζῴων τινὰ διὰ δικαιοσύνης καὶ φυσικῆς ἐπιπλοκῆς καὶ κοινότητος
3914422 ἀλλοιωσις
κατὰ βραχύ τι ἂν ἀλλοιωθείη , πλεονάζοντος δὲ καὶ ἡ ἀλλοίωσις πλείων , εἰ δ ' ἐπὶ τοσούτῳ , πλείω
, κρατεῖν τὸ βίᾳ τινὰς εἰς δουλείαν ἄγειν ὑπηκόους . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις μὲν γάρ ἐστι μεταχαρακτηρισμὸς καὶ
3914243 σημαινεται
, οὗ χωρὶς πάλιν συννεύματ ' οὐ προβλήμαθ ' οἷς σημαίνεται ἕκαστα . Ὁ μὲν Μενέλεως ἐπολέμης ' ἔτη δέκα
Σκορπίου καὶ Ἰχθύων τριγώνου τὸ πολύγονον καὶ πολύτεκνον καὶ εὐσύλληπτον σημαίνεται πρὸς τοὺς ἐπιπαρόντας καὶ μαρτυροῦντας ἀστέρας τοῖς προειρημένοις τόποις
3912673 ὀρροπυγιον
ἐνόησα . τοῦτο γὰρ πάσχουσιν οἱ φοβούμενοι . 〛 τὸ ὀρροπύγιον ἢ τὸ ἰσχίον . δεινοπαθεῖ δὲ ὁ Διόνυσος ἐπὶ
ὀρρὸς δὲ λέγεται ἡ πυγὴ τῶν ὀρνίθων : ὅθεν καὶ ὀρροπύγιον . ἐπειδὴ οὖν συμβαίνει ταῖς ὄρνισιν ἐν τῷ φοβεῖσθαι
3905764 παθητικως
οὐκ ἀπείργεται ὁ σκεπτικός , οἶμαι , ἀπό τε τῶν παθητικῶς ὑποπιπτόντων καὶ κατ ' ἐνάργειαν φαινομένων αὐτῷ λόγων γινομένης
καὶ γὰρ ἐλέγομεν ὡς τὸ μὲν πάθημα τὸ αἰσθητικὸν τοῦ παθητικῶς ἔχοντος ἦν ἴδιον , ἡ δὲ σύνεσις καὶ ἡ
3903972 ματτυη
Παφίους τὸ ποτήριον καλεῖν κύμβα . : Ὠνομάσθη δὲ ἡ ματτύη , ὡς μὲν ὁ Ἀθηναῖος Ἀπολλόδωρος φησὶν ἐν τῷ
παρὰ πλειόνων , παρ ' αὐτοῖς κατ ' οἶκον ἠρτυμένη ματτύη , ὃ καλοῦσιν ἐπάικλον . τῶν δὲ κομιζομένων οὐδεὶς

Back