αὑτοῦ τὴν πολλὴν θάλατταν , καὶ πέτρα τε κυανέα αὐτόθι ὠνόμασται καὶ πύλαι θαλάττης πρότερον εἶναι κλεισταὶ δοκοῦσαι , ἱερά
περίοδος σύνθεσίς τίς ἐστι περιηγμένη , ἀφ ' ἧς καὶ ὠνόμασται , τὸ δὲ ἐνθύμημα ἐν τῷ διανοήματι ἔχει τὴν
8044355 κεκληται
ὑπὲρ αὐτῶν μεῖον , καὶ μειαγωγεῖν τὸ εἰσάγειν ἱερεῖον . κέκληται δὲ ἢ ὅτι ἔσκωπτον ὡς μεῖον τοῦ δέοντος ,
Πελεύς . Πέλιννα , πόλις Θεσσαλίας ἐν τῇ Φθιώτιδι . κέκληται ἀπὸ Πελίνου τοῦ Οἰχαλιέως . ἔστι δὲ καὶ Πελινναῖον
7528636 ὠνομασθη
” λαοὶ δ ' ὑπ ' ὀλίζονες ἦσαν „ . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ τοῦ μικρὰ εἶναι . Θεσσαλοὶ γάρ ,
δόξαν ἐπὶ φιλοσοφίᾳ . διὸ καὶ τούτοις ὁμιλῶν καὶ συνδιατρίβων ὠνομάσθη μὲν εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν καὶ τὸ πρωτεῖον τῆς
7466374 ὀνομαζεται
' ἀφείης ἂν τὸν αὐτὸν τρόπον , ὅτι οὐ λωποδύτης ὀνομάζεται . οὐδ ' εἴ τις παῖδα ἐξαγαγὼν ληφθείη ,
γινώσκειν , χωρὶς δὲ τούτων οὐδέν : διὸ καὶ στοιχείωσις ὀνομάζεται . τῶν δὲ θεωρημάτων καλουμένων τῶν μὲν στοιχείων ,
7444051 προσαγορευεται
[ πρῶτα σώματα , ἃ καὶ ] ? στοιχεῖα [ προσαγορεύεται ] ? [ ] , ἐξ ἀρχῆς [ ]
τὸν βασιλέα . ἡ δὲ Πανορμῖτις τῆς Σικελίας πᾶσα κῆπος προσαγορεύεται διὰ τὸ πᾶσα εἶναι πλήρης δένδρων ἡμέρων , ὥς
7158987 καλειται
ἐν τοῖς σώμασιν ἑτέρα τε ταύτης ἐστί , καὶ Εἱμαρμένη καλεῖται , διὰ τὸ μᾶλλον ἐν τοῖς σώμασι φαίνεσθαι τὸν
τε καὶ ἐν παραθέσει καὶ οἷον κατὰ σωρείαν , ἃ καλεῖται πλήθη , οἷον ποίμνη , δῆμος , σωρός ,
6721039 ἐκληθη
ὁ τῇ βάσει λειπόμενος σκάζειν λέγεται . ὕστερον δ ' ἐκλήθη κατ ' εὐφημισμὸν ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος . Σκαιῇσι πύλῃσι
ἀπὸ Μουνύχου τινὸς βασιλέως τοῦ Παντακλέους . . . : ἐκλήθη δὲ Μουνυχία , ὥς φησιν ὁ Διόδωρος παραφέρων τὰ
6491023 ἐκαλειτο
ιγʹ . τὸ ἐθνικὸν Ἀνδειρηνός καὶ Ἀνδειρηνή . οὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ἡ μήτηρ τῶν θεῶν ἐκεῖ . ἔστι καὶ Ἄνδειρα
ἀλλ ' ὁ ] Σοφοκλῆς ἡδύς : διὸ καὶ μέλιττα ἐκαλεῖτο . ἔπαιξεν ⌈ οὖν Γ , ὡσεὶ εἶπεν :
6285798 λεγεται
καὶ τὸ τρίτον ὁμοίως , καὶ τὸ πρῶτον παρά τινος λέγεται : σαφὲς δὲ γενέσθω τὸ λεγόμενον παραδείγματι : τύπτω
ἁμῇ γέ πῃ . ὁπωσδήποτε , καθ ' ὁτιοῦν , λέγεται δὲ καὶ ἁμωσγέπως , καὶ † ἁμόθεν , καὶ
6019359 ὠνομαζετο
καὶ Πυθοῖ τὸν Ἀγυλλαίων καλούμενον ἀνέθηκε θησαυρόν . Ἄγυλλα γὰρ ὠνομάζετο τὸ πρότερον ἡ νῦν Καιρέα , καὶ λέγεται Πελασγῶν
μὴ κεκραμένος ἀλλὰ λίαν ὀργίλος Ἄργος ] οὕτως ὁ κύων ὠνομάζετο ὡμάρτει ] ἠκολούθει μοι πυκνοῖς ] πολλοῖς , συνεχέσιν
5959088 καπω
ἀλόγων , ἡ διὰ τῶν χρεμετισμῶν τῶν ἵππων ἀναπνεομένη : καπῶ τοίνυν τὸ θέμα , ἤως τὸ ῥῆμα , καπήσω
τοῦ κ κεκαφηὼς κεκαφηότος . κεκαφηότα καθίσταται οὕτως ἔστι θέμα καπῶ τὸ πνέω , ἔνθεν καπνὸς ἡ πυρώδης πνοὴ ,
5774967 καλουμενου
ῥυθμὸς συνέστηκεν ἔκ τε ἄρσεως καὶ θέσεως καὶ χρόνου τοῦ καλουμένου παρά τισι κενοῦ . διαφοραὶ δὲ αὐτοῦ αἵδε :
τὴν ἡσυχίαν ἦγε . τῶν δὲ Καλχηδονίων τειχοφυλακούντων ἀπὸ τοῦ καλουμένου Ἀφασίου λόφου , πεντεκαίδεκα στάδια τῆς πόλεως ἀπέχοντος ,
5745407 Γινεται
ἐλλιποῦς , ἢ παραγραφικῶς ἢ κατὰ χρόνον ἢ τόπον . Γίνεται λύσις καὶ μεταστατικῶς συγγνωστά , οἷον ἀδικεῖς , φησίν
λεχθῆναι ἢ πραχθῆναι λεγόμενον εἰς κακόζηλον ἐξάγει τὴν διασκευήν . Γίνεται δὲ ἡ διατύπωσις τοῦ πράγματος ἢ ἐκ τῶν παρελθόντων
5693003 λεγομενη
. περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία , τῇ Θρᾳκίᾳ Γετικῇ τε συνορίζουσα γῇ :
ἀνήχθη , ἔνθα λίμνη ὑπῆρχε μεγάλη πλησίον τῆς θαλάσσης , λεγομένη ἡ Νεκυόποντος : καὶ οἱ οἰκοῦντες ἐν αὐτῆι ἄνδρες
5642943 ἐλεγετο
τὸ μὴ ὂν ἕν : οὐ γὰρ ἂν τὸ ἓν ἐλέγετο οὐδ ' ἂν τοῦ ἑνὸς ἕτερα , οὐδ '
τὴν Λῆμνον τῶν ἐμαυτοῦ τινα ἰσηλίκων , οὗ τῇ μητρὶ ἐλέγετο τις ἐπιφοιτᾶν σάτυρος , ὡς εἰκὸς ἦν τῇ ἱστορίᾳ
5500775 πεποιηται
μὲν κυρίως τὸ παρηλλαγμένον τῆς καθεστώσης διαίτης καὶ τρόπου . πεποίηται δὲ παρὰ τὸν κότον , ὃ σημαίνει τὴν ὀργὴν
δ ' ἀπολογίαν [ τοῦ ποιητοῦ ἐντεῦθεν ὁ Ἀρίσταρχος ] πεποίηται πρὸς Πραξιφάνην : ἐκεῖνος [ γὰρ θαυμάζει τὸν Ὀδυσσέα
5476611 ποιητικως
ἐπὶ ἐνεστῶτος , ὁπότε μὴ ἀπὸ μέλλοντος εἰς ἐνεστῶτα μετήχθη ποιητικῶς , περισπᾶται : ἰσῶ νοσῶ μασῶ . Τὰ εἰς
Ῥόδον καὶ Ἀτάβυριν , καὶ ἔτι Λακεδαίμονα καὶ Ταΰγετον : ποιητικῶς δὲ τοὐναντίον . ἐν μέντοι τῷ „ ναιετάω δ
5458855 ὀρυκτος
' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός , καὶ ὡς ἄτακτος ἀτακτῶ
δὲ λεγομένου σκώληκος δισσὸν εἶδος ὑπάρχει : ὁ μὲν γὰρ ὀρυκτός ἐστιν , ὁ δὲ σκευάζεται οὕτως : εἰς θυείαν
5457728 Ὠνομασται
καὶ τέλος ἐστὶ τῆς διαιρετικῆς καὶ ὁριστικῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης . Ὠνόμασται δὲ ἡ τῶν μαθημάτων ἐπιστήμη , ἐπειδὴ ἀπὸ τῆς
μετὰ φλεγμονῆς καὶ ὀδύ - νης τῶν τόπων συνισταμένη . Ὠνόμασται δὲ πριαπισμὸς ἀπὸ τοῦ Πριάπου δηλονότι τοῦ καὶ Σατύρου
5451168 Ἐστι
ἐστὶν ἄλλο πράττοντος , ἢ προστιμῶντος ἡμῖν ἀτιμίαν σαφῆ . Ἔστι καὶ τοιοῦτο γένος προβλημάτων , ἐν οἷς πρότερόν τις
τρεῖς ἡμέραι , τῇσι δὲ πλείστῃσι καὶ πολὺ πλείονες . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ κωλύματα καὶ τῇσι γυναιξὶ καὶ
5447621 παρηχθη
γὰρ ἀπὸ τοῦ „ Μόψου ” καὶ ” ἑστία „ παρήχθη τὸ Μοψεάτης ἀπὸ μόνου τοῦ Μόψου , οὕτως καὶ
ὅσα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὴν τραγῳδίαν ἡ ἀρχαία κωμῳδία παρήχθη , παιδαγωγικὴν παρρησίαν ἔχουσα καὶ τῆς ἀτυφίας οὐκ ἀχρήστως
5439543 ἀγκυλοχειλου
ἀγκυλοχειλής ἀγκυλοχειλοῦς καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλους ὤφειλεν εἶναι , ἀλλὰ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου φαμέν , ὥστε ἄρα οὐκ ἐγένετο οὕτως , ἀλλ
εἰρηνάρχου , Ἄραξος Ἀράξης Ἀράξου : οὕτω καὶ ἀγκυλόχειλος ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου : τὰ δὲ ὀξύτονα εἰς ους , κυκλοτερός κυκλοτερής
5437860 διηκει
Ἕλληνες οἰκοῦσιν , ἅτε καὶ μᾶλλον αἰσθανομένην τοῦ κακοῦ , διήκει δ ' οὖν καὶ διὰ πάσης γῆς , ὡς
ἐντραχυνόμενον , τὴν μεσαιτάτην ἀνατολὴν ἀφορῶν , ἀλλ ' ὅσον διήκει τὴν πρὸς ἀνατολὴν ἐπειγόμενον , τοσοῦτον τὰ ἐκ πλαγίου
5414124 Ἀνδρεου
εἶναι χρήσιμοι . ἡ δ ' ἐν τῷ Τέκτονος καὶ Ἀνδρέου σπάθη πρὸς τὴν κατ ' ἐξελκυσμὸν μοχλείαν ἐπὶ τῆς
ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ κατωφερὴς χελώνη ἡ ἐν τῷ τοῦ Ἀνδρέου ὀργάνῳ . καὶ αἱ ἐν τῷ ὀργάνῳ πτέρυγες δράκοντος
5407779 κωμικη
τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς
δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν
5398065 ὠνομασε
παρθένου ἐρασθέντα πόλιν κτίσαι , ἣν ἀφ ' ἑαυτοῦ οὕτως ὠνόμασε . Τὰ αὐτὰ καὶ Νικόλαος ἐν τετάρτῃ ἱστορίᾳ .
καταγόρευσις εἴρηται , ὡς καὶ Ἀριστοτέλης τὸ τῶν κατηγοριῶν βιβλίον ὠνόμασε διὰ τὸ κατά τινος πράγματος τὸ λεγόμενον ἀγορεύεσθαι .
5395668 Ἀπιων
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
. κωμῳδεῖται δὲ ὡς συώδης ἐν τοῖς ἑταίροις αὐτοῦ . Ἀπιὼν ἐς Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν
5394135 καλουμενος
ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο : τὶς αἰπόλος καλούμενος Κομάταςταὐτὸν δέ ἐστιν εἰπεῖν Μενάλκαςτοῦ οἰκείου δεσπότου θρέμματα βόσκων
ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπας . περὶ τοῦ τίς ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθὺς ὁ τὴν Τελχινικὴν ἱστορίαν συνθείς , εἴτε
5388545 καλουμενη
ὀνομάτων ἕκτης , ἡ τὸ χωρίον δυναμένη ἄλογός ἐστιν ἡ καλουμένη δύο μέσα δυναμένη . Χωρίον γὰρ τὸ ΑΒΓΔ περιεχέσθω
φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς τὸν πνεύμονα
5387696 παρηκται
μὲν σύνεγγυς , τλητικὸν κατὰ φρένας . ταλαύρινον τολμηρόν . παρῆκται δὲ ἡ λέξις παρὰ τὸ τλῆναι , καὶ οὐκ
Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ .
5379946 Σμινθευς
τὸν Ἀπόλλωνα : τιμᾶται γὰρ διαφόρως ἐν τοῖς τόποις , Σμινθεύς Κιλλαῖος Γρυνεύς . οἱ οἰκοῦντες Ἑκατοννήσιοι . Ἑκατόμπυλος ,
τοὺς Τεύκρους καὶ τοὺς μύας , ἀφ ' ὧν ὁ Σμινθεύς , ἐπειδὴ σμίνθοι οἱ μύες , δεῦρο μετενεκτέον .
5378819 ἐγκειται
τὸ ἐσθίειν γῆν , ἤτοι πηλόν , ὅσοις ὀξώδης χυμὸς ἔγκειται . ἀπό τινος οὖν συμπτώματος ἢ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ἢ
, ὡς ὑπ ' εὐφορίας ἀεὶ κακῶν βρίθειν . „ ἔγκειται „ γάρ φησι Μωυσῆς ” ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου
5373992 κοχλος
κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος . Κραιπνός . παρὰ τὸ κάπω τὸ πνέω :
ὁ κόσμος ἀνθρώποις ἀπόρρητος ἦν : μικρὸς δὲ αὐτὴν ἐκάλυπτε κόχλος ἐν κοίλῳ μυχῷ . ἁλιεὺς ἀγρεύει τὴν ἄγραν ταύτην
5350018 στοιχειου
δύναμις , ᾗ συμβέβηκε τὸ ἀόρατον . ἀλλ ' ὡς στοιχείου καὶ ἀρχῆς ἐδεήθησαν τοῦ ἀπείρου . θαυμαστὸν δὲ ἀριθμὸν
, ὦ ἑταῖρε , δοκεῖ , καὶ ἀποδέχῃ τὴν διὰ στοιχείου διέξοδον περὶ ἑκάστου λόγον εἶναι , τὴν δὲ κατὰ
5319704 ἐτυμολογειται
, ἀνομβρίαν . , ἀνυδρίαν , ὁ αὐχμός . αὐχμὸς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ αὔειν ἤγουν ξηρότητα χέειν . πιέζειν ]
εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ , κορακῖνος δ ' ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰς κόρας ἤτοι τοὺς ὀφθαλμούς .
5304492 Κωλιας
Ἀφροδίτης ἱερόν ἐν τῇ Ἀττικῇ . ὁ δὲ τόπος καλεῖται Κωλιάς : ἔστι γὰρ ἐγκείμενος ὁμοίως ἀνθρώπου κώλῳ . καὶ
Κωλιάς , ἄκρα ἤτοι ἀκτὴ Φαληροῖ , ὅπου καὶ Ἀφροδίτη Κωλιάς . ὁ δὲ τόπος καλεῖται : ἐκκείμενος γάρ ἐστι
5304189 πλεγμα
σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Φερέγγυος
μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν . . εἶτ ' ἐξ οὐδενὸς μεγάλα πράττει
5297385 δεδημιουργηται
θεόν , οὐδὲ ἡμεῖς ἄθεοι , ὑφ ' οὗ λόγῳ δεδημιούργηται καὶ τῷ παρ ' αὐτοῦ πνεύματι συνέχεται τὰ πάντα
μοι δοκεῖ σαφέστατα μεμηνῦσθαι καὶ ἐπὶ τῆς ἱερᾶς λυχνίας : δεδημιούργηται γὰρ ἓξ καλαμίσκους ἔχουσα , τρεῖς ἑκατέρωθεν , ἑβδόμη
5297245 οἰστροπληγος
σκώληκος : ὅσα δὲ σύνθετα διὰ τοῦ γ , οἰστροπλήξ οἰστροπλῆγος , ἀκανθοπλήξ ἀκανθοπλῆγος . τῷ μύρμηκι , τῷ βουπλῆγι
ἀεί . Τὸ γὰρ παλαιὸν Ἄργος οὑπόθεις τόδε , τῆς οἰστροπλῆγος ἄλσος Ἰνάχου κόρης : αὕτη δ ' , Ὀρέστα
5294872 κορυνητης
πλάνη πλανήτης : κώμη κωμήτης : ὑπήνη ὑπηνήτης : κορύνη κορυνήτης : νίκη νικήτης : ἄλη ἀλήτης : κόμη κομήτης
ὃ μὲν υἱὸν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος Ἄρνῃ ναιετάοντα Μενέσθιον , ὃν κορυνήτης γείνατ ' Ἀρηΐθοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις : Ἕκτωρ δ
5292770 προσαγορευομενος
τῶν Ἀθήνησιν ἑορτῶν οὕτω γράφει : ὁμοίως δὲ καὶ ὁ προσαγορευόμενος πέλανος : λέγεται δὲ πέμματά τινα τοῖς θεοῖς γινόμενα
ἄρτον Διόνυσον εὑρεῖν ἐν ταῖς στρατείαις . ΕΤΝΙΤΑΣ ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας , ὥς φησιν Εὐκράτης . πανὸς ἄρτος :
5276857 ὀξυτονως
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί ,
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον
5272644 ὁριζεται
, εἶναί τινα καθ ' αὑτά , ἔτι δὲ καὶ ὁρίζεται τὸ καθ ' αὑτὸ ἀγαθόν , ὡς ἐπὶ πολλῶν
τῷ τρίτῳ ὑπάρχει , ἀλλὰ καὶ τὸ οὐκ ἐν ὑποκειμένῳ ὁρίζεται , φημὶ δὴ τὴν οὐσίαν [ ἢ καὶ ὑποκείμενον
5249029 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
5241874 ἀγεται
τοῦ τελαμῶνος ἀρχὴ διάκειται ἐκ πλαγίων τῆς κεφαλῆς , εἶτα ἄγεται λοξὴ ἐπὶ κορυφὴν καὶ τὸν ἕνα κροταφόν . ἐκεῖθεν
τῆς τοῦ ἐλέφαντος φάτνης κατορύττει πλησίον ὁ θερμόβουλος ἄνθρωπος , ἄγεται δὲ τὴν ἄλλην . ἐνταῦθα οὖν ὁ ἐλέφας τῇ
5238323 ὀρνεου
εὐχαριστοῦντες ὡς εὐφραινόμενοι . ἐὰν δὲ καὶ πτερὸν τοῦ θυρὸς ὀρνέου κόψῃς μαχαίρᾳ ὁλοσιδήρῳ , βάλῃς τε εἰς κεράμιον οἴνου
αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈
5222824 διαβητης
αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη , καὶ προσέτι ὁ διαβήτης , ὃς καὶ εἰς οὖρα διάρροια λέγεται . κἂν
ποθέν . Αὐτῶν δὲ τῶν νεφρῶν ἴδιόν ἐστι πάθος ὁ διαβήτης ὀρεγομένων μὲν ἀμέτρως τὸ ὑγρὸν , κατέχειν δὲ αὐτὸ
5215653 Ῥυπος
. Ῥᾷον βίον ζῇς , ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς . Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος . Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας
ῥυπτικόν ἐστι , καὶ δηλονότι διὰ τοῦτο καὶ ξηραντικόν . Ῥύπος ὁ ἀπὸ τῶν ἀνδριάντων διαφορητικός ἐστι καὶ μαλακτικὸς καὶ
5211192 ἐκφυσις
ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ ' εἰσὶ τοῖς ἐμπείροις . διὰ
καὶ μὴ διάστενον ἔχουσα βάσιν . υβʹ . Θύμος ἐστὶν ἔκφυσις σαρκὸς τραχείας ὁμοία τοῖς ἐδωδίμοις θύμοις περὶ αἰδοίῳ καὶ
5207501 πληρουται
' ἡνίκ ' ἂν ὦσι πρὸς τῷ λήγειν , τότε πληροῦται , ἵνα τῷ χρόνῳ δῶμεν τὴν ὑπερβολὴν , ἀλλὰ
, εἶτα τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ κυρίου τῆς Παρθένου . καὶ πληροῦται τὰ τῆς διαιρέσεως τοῦ δευτέρου ἐννάτου τοῦ Κριοῦ .
5176197 σπισω
τὸ ἀποσπᾶσθαι καὶ ἀποτείνεσθαι . τοῦ δὲ σπίζω ὁ μέλλων σπίσω : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ω μέγα σπὶς , καὶ
παρὰ τὸ σπῶ ῥῆμα γίνεται παράγωγον σπίζω , ὁ μέλλων σπίσω , καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω σπίς , τὸ
5152796 Ἀγαμμεια
σιδήρωι ἔκαιον , ὅπως μὴ ἀναφύοιτο . . . . Ἀγάμμεια : ἄκρα καὶ λιμὴν περὶ τὴν Τροίαν , ὡς
εἴρηται γὰρ ἡ Ζέλεια καὶ Ζέλη . ὥστε εἶναι τοῦ Ἀγάμμεια τὸ Ἀγαμμειάτης , ὡς τὸ Ζελειάτης . Ἀγαμός ,
5150401 λεμφος
ἀποκρινουμένῳ δ ' οὕτω λαλεῖν . Γέρων ἀπεμέμυκτ ' ἄθλιος λέμφος . Ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα
ὁδόν . ἀλλ ' ἐγὼ τὸν πάντα δουλεύσω χρόνον , λέμφος , ἀπόπληκτος , οὐδαμῶς προνοητικὸς τὰ τοιαῦτα . παρὰ
5130009 Ἐκαλειτο
νῆσος ἐν Λιβύῃ . Ἀρτεμίδωρος ἐν Ἐπιτομῇ τῶν ἕνδεκα . Ἐκαλεῖτο δὲ [ καὶ ] Λαομεδόντεια , ἴσως ἀπὸ Λαομέδοντος
οὗτοι τὸ Αἰολικὸν μᾶλλον ἢ τὸ Δωρικὸν γένος ἐμφαίνοντες . Ἐκαλεῖτο δ ' ἡ Ῥόδος πρότερον Ὀφιοῦσσα καὶ Σταδία ,
5123939 ἐξηρτηται
νοῦς , καθὸ ἐφάπτεται καὶ ᾗ ἐφάπτεται αὐτοῦ καὶ ᾗ ἐξήρτηται , ἅτε παρ ' ἐκείνου ἔχων τὸ νοῦς εἶναι
τοῦτό ἐσμεν ἡμεῖς , οὔτε καθαροὶ τούτου ἡμεῖς , ἀλλὰ ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ κατὰ τὸ κύριον
5123886 ἑτερωνυμως
γὰρ συμβεβηκότα καὶ ὁμωνύμως κατηγοροῦνται καὶ συνωνύμως καὶ παρωνύμως καὶ ἑτερωνύμως . καὶ τὰ παραδείγματα εἴρηται ἀνω - τέρω .
τῶν ἄλλων σχημάτων νοητέον . μόνη δὲ ἀρετὴ καὶ σπουδαῖος ἑτερωνύμως . εἰ δὲ ἀπορήσει τις λέγων οὐδὲν ἧττον μένει
5114882 ἡπατιτις
, ὥσπερ ἡ ἡπατίτις , καὶ αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη , καὶ προσέτι ὁ διαβήτης , ὃς καὶ
τι ἕτερον περί τὴν χοληδόχον κύστιν γινόμενον , ὥσπερ ἡ ἡπατίτις , καὶ αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη ,
5106073 δεικνυται
καλουμέναις ἐστὶν ἐν Κοίλῃ τὰ καλούμενα Κιμώνια μνήματα , ἔνθα δείκνυται Ἡροδότου καὶ Θουκυδίδου τάφος . εὑρίσκεται δῆλον ὅτι τοῦ
αὐτῇ ἔχει τὸ τέλος , καὶ οὐ μόνον ἐκ τούτου δείκνυται μὴ συνεστηκὼς ὁ ὅρος , ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτῆς
5100076 ηὐξημενη
ὄνομα ῥηματικὸν βλωθρός , θηλυκὸν βλωθρή , ἡ ἀναδραμοῦσα καὶ ηὐξημένη : ἀπὸ τοῦ μολεῖν εἰς ὕψος . . ,
πόλις ἐπὶ θαλάττῃ , λιμένα ἔχουσα μείζω τῆς Πριάπου καὶ ηὐξημένη γε ἐκ ταύτης : θεραπεύοντες γὰρ οἱ Παριανοὶ τοὺς
5093935 ῥαπτων
ἴσχυσε , προσκυνῶ δὲ τὴν Ἀδράστειαν , καίτοι τοῦτό γε ῥάπτων διὰ Μαρτυρίου , Πισίδου τινὸς ἀνθρώπου , χαίροντος μὲν
ἴσχυσε , προσκυνῶ δὲ τὴν Ἀδράστειαν , καίτοι τοῦτό γε ῥάπτων διὰ Μαρτυρίου , Πισίδου τινὸς ἀνθρώπου , χαίροντος μὲν
5088622 Ἀρριανου
οὐ μόνον Εὐρωπαῖοι , ἀλλὰ καὶ Ἀσιανοί , κατὰ τὴν Ἀρριανοῦ ἱστορίαν , λέγοντος ὥσπερ Φρύγας καὶ Μυσοὺς οὕτω δὴ
πέλαγος , ἀπό τινος ἀνδρὸς Μήλου κληθεῖσα κατὰ τὴν τοῦ Ἀρριανοῦ ἱστορίαν . : Φαιναγόρα καὶ Ἑρμώνασσα , Ἰώνων ἄποικοι
5077127 ταπεινη
κράσει σώματός τι ἐνδιδοῦσα ἐπιθυμεῖν ἢ ὀργίζεσθαι ἠνάγκασται ἢ πενίαις ταπεινὴ ἢ πλούτοις χαῦνος ἢ δυνάμεσι τύραννος : ἡ δὲ
πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται . ” χθαμαλὴ μὲν γὰρ ἡ ταπεινὴ καὶ χαμηλή , πανυπερτάτη δὲ ἡ ὑψηλή , οἵαν
5074320 πλεκεται
γραμμάτων φύσις καὶ ἡ τῶν συλλαβῶν δύναμις , ἐξ ὧν πλέκεται τὰ ὀνόματα : ὑπὲρ ὧν καιρὸς ἂν εἴη λέγειν
δὲ τῷ Χρυσίππῳ πέντε , δι ' ὧν πᾶς λόγος πλέκεται : οἵτινες λαμβάνονται ἐπὶ τῶν περαντικῶν καὶ ἐπὶ τῶν
5071695 εἰληφεν
πάντα , καὶ μορφὴν οὐδεμίαν ποτὲ οὐδενὶ τῶν εἰσιόντων ὁμοίαν εἴληφεν οὐδαμῇ οὐδαμῶς : ἐκμαγεῖον γὰρ φύσει παντὶ κεῖται ,
Εὐπόλιδος ὑέος ἄπαιδος Ἀπολλοδώρου τελευτήσαντος τὰ ἡμίσεα Θρασύ - βουλος εἴληφεν οὐσίας καὶ πεντεταλάντου καταλειφθείσης ῥᾳδίως . Πατρῴων μὲν οὖν
5070719 ῥαγι
δὲ τοῦ πρώτου φαλαγγίου , ὃ καλεῖται ῥὼξ διὰ τὸ ῥαγὶ σταφυλῆς ἐοικέναι . ῥὼξ δέ ἐστι φαλαγγίου εἶδος ,
, ἢ χαροπὸς φαίνεται : δεύτερος δέ ἐστιν ὁ ῥαγοειδὴς ῥαγὶ σταφυλῆς ἐοικὼς τὰ ἔνδοθεν , τετρημένος κατὰ τὴν κόρην
5069204 σκωψ
αὐτῶν Ὅμηρος . γένος τε ὀρχήσεως ἀπ ' αὐτῶν καλεῖται σκὼψ λαβὸν τοὔνομα ἀπὸ τῆς περὶ τὸ ζῷον ἐν τῇ
τῶν ἰδίων ἐλεγχόμενος ἔργων συλλαμβάνεται . Γλαὺξ ἐλεὸς βύας αἰγωλιὸς σκὼψ νυκτικόραξ καὶ προσέτι νυκτερὶς καὶ εἴ τι ἄλλο νυκτερινὸν
5067454 ἀγκυλοχειλης
ὡς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν , τουτέστιν ἀπὸ τοῦ χεῖλος ἀγκυλόχειλος καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου . Εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι πᾶσα γενικὴ
. Κρεῖττον οὖν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἀντιθεῖναι τοῖς λέγουσι τὸ ἀγκυλοχείλης παρὰ τὸ χηλή οὕτως : οἱ Βοιωτοὶ τότε τρέπουσι
5048699 πεπλεγμενον
. οὕτως Ἀπίων . ὁ δὲ Δίδυμος τὸ ἐκ ῥιπῶν πεπλεγμένον πλινθίον , ῥιπέντα οὖν καὶ ὑπερθέσει καὶ πλεονασμῷ τοῦ
νεῦρον ὥσπερ τινὰ σειρὰν ἐκ τριῶν ἱμάντων διαφερόντων τῇ φύσει πεπλεγμένον ἔχει δ ' ἐν ἑαυτῷ μέρη , πάμπολλα μὲν
5048157 λαμβανεται
εἰσηγεῖται καὶ ταύτην ἐργάζεται . προοίμιον ἐκ τοῦ ἀναγκαίου . λαμβάνεται δὲ ἐξ ὑπολήψεως τῶν πραγμάτων φαύλων ὄντων . εἰς
εἰ δὲ καὶ οὗτος ἀπόστροφος εἴη τοῦ Ἡλίου , ἄλλος λαμβάνεται ὁ ὁρῶν τὸν Ἥλιον ἐπέχοντα τὸ ἴδιον τρίγωνον .
5043616 ἀνειν
: ἄμενοί τινες ὄντες . κατὰ μετάθεσιν στοιχείου : ὡς ἂνειν ἁ οὐχηρεμοῦντες : ἕως οὐδ ' ἐν τὸ αὐτὸ
: ἄμενοί τινες ὄντες . κατὰ μετάθεσιν στοιχείου : ὡς ἂνειν ἁ οὐχηρεμοῦντες : ἕως οὐδ ' ἐν τὸ αὐτὸ
5038510 ἀρχομενη
. . Βιθυνία : πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς βι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ι γράφεται , χωρὶς εἰ μή ἐστι
ὑπόδικος : ὑπέρτατος . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς πρυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφεται : πρυμνήσιον , τὸ
5031963 γραμματος
ἐκείνῳ δῆλον ὅτι τὸ μηδαμῇ γιγνώσκειν αὑτὸν λεγόμενον ὑπὸ τοῦ γράμματος ἂν εἴη . Τί μήν ; Ὦ Πρώταρχε ,
προσηγορίας , ἢ κενὸν ἔργον ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ πρώτου γράμματος λεγόμενος θάνατος ἀντὶ τοῦ ἀθάνατος . ὁ γὰρ θάνατος
5031418 ἐκθλιβεται
: κατὰ γὰρ τὴν πῆξιν τοῦ ὕδατοϲ πᾶν τὸ λεπτομερέϲτερον ἐκθλίβεται . καλῶϲ δ ' ἂν ἔχοι τά τε ἰλυώδη
σκληρὰ καὶ ἐπωθεῖται τοῖς προτέροις . καὶ τὰ μὲν πλείω ἐκθλίβεται ὑπὸ τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα
5028272 τιμαται
τιμᾶται ἐν Βοιωτίᾳ . Τεμμικία δὲ ὄρος τῆς Βοιωτίας . τιμᾶται δὲ ἐκεῖ καὶ ἡ Ἀθηνᾶ Βομβυλεία . καὶ ἡ
εἰσι δύο νιτρίαι πλεῖστον νίτρον ἔχουσαι καὶ νομὸς Νιτριώτης . τιμᾶται δ ' ἐνταῦθα ὁ Σάραπις καὶ παρὰ μόνοις τούτοις
5024033 τετακται
ἀριθμὸς μὲν δὴ συναμφοτέρων ἐς ἐννέα ἐστὶ καὶ εἴκοσι , τέτακται δὲ καὶ Θησεὺς ἐν τοῖς συμμάχοις τῷ Ἡρακλεῖ .
καὶ στεφάνους . βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι : βουλαῖς δικαίαις . τέτακται γὰρ οὗτος , ὡς καὶ Πλάτων λέγει , τοὺς
5023660 ὑπερθετικον
ἔκριναν θανάτου . Ῥᾴδιον ἁπλοῦν : ῥᾷον συγκριτικόν : ῥᾷστον ὑπερθετικόν . Τὰ δὲ συγκριτικὰ πολλαχῶς προφέρονται , οἷον κρείττων
: οὐδὲ γὰρ τὰ εἰς ωρ λήγοντα σχηματίζουσιν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν . ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος . τὸ μέντοι
5019236 σηψ
Αἴπυτον ἐξελθόντα ἐς ἄγραν θηρίων μὲν τῶν ἀλκιμωτέρων οὐδέν , σὴψ δὲ οὐ προϊδόμενον ἀποκτίννυσι . τὸν δὲ ὄφιν τοῦτον
διὰ τοῦ η γραφόμενα δύο μόνα ἐστίν : θὴψ καὶ σὴψ , εἶδος ὄφεως σῆψιν ἐμποιοῦν : τὰ δὲ λοιπὰ
5013485 εἰρηται
δὲ καὶ ἡ σάγδα . Εὔπολις : σάγδαν ἐῤῥυγγάνοντα : εἴρηται δὲ ἐπὶ ἄγαν χλιδῶντος . Θεόδωρος δὲ θυμίαμά τί
' αὑτοὺς συλλογιστικοὶ προστεθείσης αὐτοῖς τῆς καθόλου προτάσεως , ὡς εἴρηται , γίνονται συλλογισμοί . ἡ γὰρ αἰτία τοῦ τοὺς
5012888 πηγη
. . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . .
λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα
4995443 Κομου
τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικὴν τῷ λόγῳ τοῦ Κόμης Κόμου καὶ γύης γύου : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ δίκη
τοῦ κλυτοτέχνου : οὕτως οὖν καὶ κόμη ὁ Κόμης τοῦ Κόμου καὶ γύη ὁ γύης τοῦ γύου : καὶ γύη
4990452 Αἰτνη
τοῖς προσαγορευομένοις Σάλπης . . . , : Ἡ δὲ Αἴτνη Σικελίας ὄρος ἐστὶν , ἀπὸ Αἴτνης τῆς Οὐρανοῦ καὶ
κακῷ ἐξελθεῖν που . ὑπερμεγέθη : μέγιστον γὰρ ὄρος ἡ Αἴτνη . ἢ ὅτι διάφοροι κάνθαροι ἐκεῖ εὑρίσκονται . αἰτναῖον
4990399 προσηγορευται
πρότερον Ῥουτούλων τε καὶ Ἀβοριγίνων , ἡ τούτων χώρα Λατίνη προσηγόρευται πᾶσα . ἦν δὲ τῶν Ὀυόλσκων τὸ Πωμεντῖνον πεδίον
ἐποίησεν , ἥτις ἀφ ' ἑνὸς τῶν ὕστερον οἰκισάντων Πελασγῶν προσηγόρευται Βέσβικος , ἐφ ' ᾗ τοὺς λειπομένους τῶν Γιγάντων
4989414 παρενθεσις
δὲ καὶ τοῦτο παρένταξις , δι ' ὅτι ἀνομοίων ἐστὶ παρένθεσις , οἷον ψιλῶν παρ ' ὁπλίτας : τὴν γοῦν
εἰσὶν ὀκτώ , ὄνομα ἀντωνυμία ῥῆμα μετοχὴ ἐπίρρημα πρόθεσις σύνδεσμος παρένθεσις : τισὶν δὲ δοκεῖ καὶ προσηγορία . , .
4988267 καλουμενον
Ῥωμαίων περὶ τρισκαίδεκα μυριάδας . καὶ εἰς χωρίον τι Σιγνούριον καλούμενον Ῥωμαίων ἀπεστάλη στρατιά , διὰ φυλακῆς ἕξουσα τὸ φρούριον
τῶν εἰδῶν ὑποϲτάθμην ἅπαϲαν τροχίϲκουϲ πλάϲαντεϲ καὶ ξηράναντεϲ ἔχουϲι τὸ καλούμενον κροκόμαγμα . Εἴρηται μὲν διὰ τὸ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρῆϲθαι
4981336 πλεονασμου
ἀντωνυμιῶν παραλαμβανομένων , συνήθους τε ὄντος τοῦ κατὰ τὸ ε πλεονασμοῦ . Οὐκ ἔστι παρὰ Δωριεῦσιν ἐν τρίτῳ ἡ διὰ
τὸ νοσοῦν . ἔσται δὲ ἀπὸ ἐμέτων πυκνοτέρων καὶ χολῆς πλεονασμοῦ . δυσπνοοῦσιν οὖν καὶ τὰ πλευρὰ ἐπαισθάνονται ῥυπτιζόμενοι πάνυ
4968294 παραγεται
τοῦ τοὺς ἀνθρώπους λαοὺς ὀνομάζεσθαι τὸ λαλεῖν αὐτούς ἐστι : παράγεται γὰρ ἀπὸ τοῦ λαλῶ λάλος καὶ λαός . καὶ
ζωῆς , οὗ ἕνεκα ὁ ἄνθρωπος ἐν τῷ παρόντι κόσμῳ παράγεται . ἔστι δὲ τοῦτο ἐξ ἀρχῆς μὲν μετριοπάθεια ,
4965577 δυναστευσαντος
, μιγάδας τὸ πρότερον ἥτις ἔσχε βαρβάρους , ἀπὸ τοῦ δυναστεύσαντος Ἰταλοῦ τοὔνομα λαβοῦσα , μεγάλη δ ' ὕστερον πρὸς
τῆς προσηγορίας : ὡς δέ τινες ἀναγεγράφασιν , ἀπὸ τοῦ δυναστεύσαντος τῶν τόπων ὄνομα Χερρονήσου προσηγόρευται . οὐ πολλῷ δ
4961947 εὑρηται
ἔστω σοι κλητική : οὕτω γὰρ καὶ ἐν τῇ ἑξῆς εὕρηται στροφῇ : στίξας οὖν εἰς τὸ ἄνακτα , οὕτως
ἀριστηταί . Ἑταιρίστριαι . αἱ καλούμεναι τριβάδες . Ἑταιρότερος οὐχ εὕρηται , ἐμοὶ δοκεῖν διὰ τὸ οὐκ εὔφωνον . Ἑταιρότατος
4960395 Δημοταις
' Ὁμήρῳ τῶν Ὀδυσσέως πελέκεων : Ἕρμιππος δ ' ἐν Δημόταις ἔφη ἔχοντες ἴσον ἀσπίδιον ὀγκίῳ . παρὰ δὲ Βοιωτοῖς
δὲ τἀναντία μεταπέμπονται τοὺς ἐνθάδε . ἐπὶ τοῦ ἑνικοῦ Ἕρμιππος Δημόταις [ τὸ ἐνικόν ] : νῦν δ ' οὐδ
4959705 μυξα
δὲ καθαρά ἐστι , καὶ μήθ ' ἕλκος μηδὲν μήτε μύξα μήτε σίελον αὐτοῖς προέρχεται μηδὲν , μήτε ἐν τῇσι
οὐ νενόμισται οὐδ ' ἀπομύξασθαι , ὅλος ὢν πτύσμα καὶ μύξα ; Τί οὖν ; καλλωπίζεσθαί τις ἀξιοῖ ; μὴ
4951764 ἀνοστεον
πόδας . Κλείταρχος δὲ ἐν Γλώσσαις τὸν πολύποδα ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἀνόστεόν φησι καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δέ φησι ψεῦδος εἶναι τὸ
πόδας . Κλείταρχος δὲ ἐν Γλώσσαις τὸν πολύποδα ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἀνόστεόν φησι καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δέ φησι ψεῦδος εἶναι τὸ
4944763 Ἐλευσινιου
, ἣν Φιλόχορος μὲν ἐν β Ἀτθίδος ἀπὸ Σκίρου τινὸς Ἐλευσινίου μάντεως κεκλῆσθαι , Πραξίων δὲ ἐν β Μεγαρικῶν ἀπὸ
ἱερὰ καὶ τὰ ἡρῷα πάντα πλὴν τῆς ἀκροπόλεως καὶ τοῦ Ἐλευσινίου καὶ εἴ τι ἄλλο βεβαίως κλῃστὸν ἦν : τό
4940774 ποδηρης
. ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης γυναικεῖος . οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα ἐσκευοποιημένον καὶ ἔχον
Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή . ἔγκαφος : ὁ
4939338 χωρημα
ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ ,
οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ
4935672 φουρνος
] ἀσκητήριον . ἀναπείθουσιν ] τοὺς ἀκούοντας . πνιγεύς ] φοῦρνος . περὶ ἡμᾶς ] κύκλῳ ἡμῶν . διδῷ ]
εἰς ὀπήν τινα ὑπέδυ . ἰπνὸς δὲ λέγεται κυρίως ὁ φοῦρνος : οἱ δέ φασι τὸ φανάριον . μέμνηται τούτου
4934699 μηνυεται
πολλῶν ἕν . ταῦτα μὲν ἡ ῥητὴ πρόσταξις περιέχει . μηνύεται δὲ καὶ νοῦς ἕτερος αἰνιγματώδη λόγον ἔχων τὸν διὰ
ἀδιάφορα τὰ ἐπιφερόμενα , ἐν τούτοις τῆς γενικῆς ἡ κτῆσις μηνύεται καὶ οὐ τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίαςἔτι . γε μὴν καὶ
4933496 ἱερωτατη
. Τῆς δὲ Λιβύης πᾶσα αὕτη ἡ χώρα ὀνομαστοτάτη καὶ ἱερωτάτη . Ἐπὶ δὲ τῷ ἀκρωτηρίῳ τῆς ἄκρας ἔπεστι βωμὸς
: Τῆς παλινδρομίας ἐναργὲς τοῦτο σημεῖον τοῖς ζῴοις ἐνέθηκεν ἡ ἱερωτάτη φύσις : τοῦτο γὰρ ὃ σπῶμεν ἄνωθεν ἐξ ἀέρος
4932052 ἀναος
ἄος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἄναος , καὶ Ἀττικῶς ἄνεως ὁ ἄφωνος : πρόσκειται ὀνόματα
καὶ παρὰ τὸ αὔω ἄναυος , καὶ ἐλλείψει τοῦ υ ἄναος . ἀφ ' οὗ τὸ Ἀττικὸν ἄνεως , ὡς
4925346 πορος
ὀφθαλμὸν , ὅταν ὁ διατείνων ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ μήνιγγος πόρος ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποῤῥαγῇ , ὡς ἀβλεψίαν τελείαν γενέσθαι
πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή , ἔρανος , συλλογή , σύστασις :
4919360 πελανος
κατέφυγεν ἐπὶ τὴν ἐσχάραν . . θέλουσα θῦσαι πέλανον ] πέλανος κυρίως ὁ πεπηγὼς ῥύπος λέγεται . Ἄλλως . ὁ
ἐκπαιδεύεται ] † εἰς παιδείαν ἐκείνων αὔξουσι τὰ κακά . πέλανος ] ῥύπος . αἱματοσταγὴς ] † ἐκ τοῦ αἵματος
4907258 Μελας
ἀεί . τὸν ὑμνοποιὸν δόναχ [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς ἀηδόν ' εὐπνόων αὐλὴν σοφήν θεοῦ γὰρ
τοῦ ποταμοῦ τοῦ Μέλανός εἰσιν αἱ πηγαί , καὶ ὁ Μέλας ἐς λίμνην καὶ οὗτος τὴν Κηφισίδα ἐκδίδωσιν . ἐπέχει

Back