εἶναι χρήσιμοι . ἡ δ ' ἐν τῷ Τέκτονος καὶ Ἀνδρέου σπάθη πρὸς τὴν κατ ' ἐξελκυσμὸν μοχλείαν ἐπὶ τῆς
ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ κατωφερὴς χελώνη ἡ ἐν τῷ τοῦ Ἀνδρέου ὀργάνῳ . καὶ αἱ ἐν τῷ ὀργάνῳ πτέρυγες δράκοντος
8352105 Τεκτονος
αἱ ἐν τῷ τοῦ Ἀνδρέου ὀργάνῳ καὶ ἐν τῷ τοῦ Τέκτονος : εὐμήκης δ ' ἐστὶν ἡ ἐν τῷ τετραγώνῳ
ὀργάνοις πρὸς διαδρομὰς ἀκωλύτους κάλων , ὥσπερ ἐν τῷ τοῦ Τέκτονος ὀργάνῳ : τρόχιλος δ ' ἐστὶ διπλοῦς ἐπὶ τοῦ
7114877 κοχλιᾳ
συλλαβῇ , οἷον τῷ Χρύσῃ , τῷ σοφῷ , τῷ κοχλίᾳ . Ἐν οἷς σὺν θεῷ καὶ ἡ πρᾶξις .
ἔλυσεν ἑαυτὸν εἰπὼν συνήθης γεγονυῖα τῇ κοινῇ διαλέκτῳ . Τῷ κοχλίᾳ : πᾶσα γενικὴ ἰσοσυλλάβως καὶ ἑξῆς . Φυλακτέον τὸ
7076074 σωληνι
μὲν ἕτερον ἄκρον τοῦ τύλου μένειν ἐν τῷ τοῦ κοχλίου σωλῆνι , τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῷ εἰρημένῳ ἐτέρῳ σωλῆνι
κοχλίου σωλῆνι , τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῷ εἰρημένῳ ἐτέρῳ σωλῆνι τῷ ἐν τῷ κανόνι . ὅταν οὖν βούλωνται φορτίον
7042417 ἀκριοεις
καὶ ἐστὶν ἀκρὸς ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν
παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς , ὡς ὀκριόεις ἀκριόεις . ἢ παρωνύμως ὑποκοριστικὸν ἄμη ἀμίς , ὡς σκάφη
7030790 ἀραχνιον
ὁδούς . καὶ τὸ ἀναρριχᾶσθαι δὲ τοῖς Ἀττικοῖς παρὰ τὸ ἀράχνιόν ἐστι γενόμενον , ἀραχνιῶ , καὶ ἐν ὑπερθέσει τῶν
ἐκποδὼν ἀπὸ τοῦ σκυταλίου καὶ τῆς διφθέρας ; ἆρ ' ἀράχνιόν τι φαίνετ ' ἐμπεφυκέναι . δελέαστρα ὁ δ '
7008975 πληκτρον
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω
6932877 μοχλειαν
τὴν ἰπωτρίδα κατὰ τοῦ ὑβώματος πρὸς τὴν κατ ' ἴπωσιν μοχλείαν . ἔνιοι δὲ καὶ διπλῆς καιρίας ὑποθέντες μεσότητα τῷ
ἀπὸ γὰρ τῶν ἁπλῶν ἐπὶ τὴν ὀργανικὴν κατήντηκεν κατάτασιν καὶ μοχλείαν , ἥτις βιαιοτέρας ἀνάγκας ἔχει καὶ πρὸς τῶν ἄλλων
6875336 ἰσοτονος
ἐντεθῇ εἰς τὴν μασχάλην , βρόχος ὁ καρχήσιος ἢ ἄλλος ἰσότονος περιτιθέσθω τῷ βραχίονι , καὶ αἱ τοῦ βρόχου ἀρχαὶ
[ καὶ ] πάλιν τοῦ πάσχοντος ὑπτίου ἐσχηματισμένου , βρόχος ἰσότονος περιτιθέσθω τῷ βραχίονι , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν ὑπὲρ
6839733 Βιτων
Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης . Ζῆθος καὶ Ἀμφίων . Κλέοβις καὶ Βίτων . Ἀντιγόνη καὶ Πολυνείκης . Τέννης καὶ Ἡμιθέα .
σαμβύκη , οὗ τό τε σχῆμα καὶ τὴν κατασκευὴν ἀποδείκνυσι Βίτων ἐν τῷ πρὸς Ἄτταλον περὶ Ὀργάνων . καὶ Ἀνδρέας
6821419 ὑποδραξ
καὶ δραπέτης . Ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς λέγει ὅτι ἐκ τοῦ ὑποδρὰξ γίνεται κτλ . . : Ἀπὸ τῆς ἀμφί προθέσεως
τῶν δρακόντων συστροφή * λοξόν : βλοσυρόν πλαγίως τὸ δὲ ὑποδρὰξ ἀντὶ τοῦ ὑποβλεμματικῶς ὑποβλεπόμενος . χαλαίποδος : γράφεται καὶ
6816019 σκαλμῳ
δέ , ὁ ἱμὰς ὁ συνέχων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . Γ ἄλλως : ὁ τῆς κώπης ὀφθαλμὸς ἔχει
δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην : πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ νὺξ ἐγένετο καὶ οὐδεὶς Ἑλλήνων ἠξίωσεν .
6812673 σκυταλων
καρποφορήσει . Φυτεύεται δὲ ἀπὸ ἰσημερίας , οὐ μόνον ἀπὸ σκυταλῶν καὶ κλάδων , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ παρασπάδων αὐτοῤῥίζων ,
χελωνῶν , κοχλιῶν , τυμπάνων , τύλων , περιαγωγίδων , σκυταλῶν , ἐπιτονίων , ἀντηρίδων , σφηνοειδῶν , μηνοειδῶν ,
6810223 στραγξ
] ⌈ ἀργῶ , ⌈ πιέζομαι , συνθλίβομαι / ⌈ στρὰγξ γάρ [ στράγξ στρὰξ δέ ] ἐστιν ὁ διὰ
. ἔστι δὲ μεταφορικὸν ἀπὸ τοῦ πάθους τῆς στραγγουρίας : στρὰγξ γὰρ ἡ στραγγουρία : καὶ λέγεται , ὅταν τις
6800164 Καρυστια
ἐκ τοῦ ἔχειν ὅπερ ἐστὶν ἐξέχειν κοινῶς μὲν γενέσθαι ἡ Καρυστία Ὄχη , πρὸς διαστολὴν δὲ Δωρικῶς ἡ τοῦ ποταμοῦ
ᾧ τὸ λατόμιον τῶν Καρυστίων κιόνων ” . καὶ θηλυκὸν Καρυστία . Καρχηδών , μητρόπολις Λιβύης , διασημοτάτη πόλις .
6790399 διαπηγματι
ὑπὸ δὲ τὸ κάτω διάπηγμα σανίς ἐστι πλαγία προσπεπηγυῖα τῷ διαπήγματι καὶ τοῖς σκέλεσι τοῦ ὀργάνου . ταύτην τὴν σανίδα
ἀνεστραμμένου ἐκκοπῇ : κατὰ δὲ τὴν τῆς ἐκκοπῆς τάξιν τῷ διαπήγματι προσήλωται σιδηροῦν πῖ . κοινότερον δὲ τοῦτο τὸ πῖ
6778054 ὑποκιρρον
. φαίνεσθαι δὲ συμβέβηκεν πρὸς αὐτὸν τὸν Φωσφόρον ὥσπερ τόξον ὑπόκιρρον τὸ σχῆμα τόδε φέρον . Λέγεται δ ' ἀντιδίσκωσις
, ἐκ τριῶν μάλιστα συγκείμενα μερῶν , ἐν οἷς σπέρμα ὑπόκιρρον , τρίγωνον , πικρὸν ἱκανῶς πρὸς γεῦσιν , οὗ
6772730 περιτιθεσθω
εἰς τὴν μασχάλην . βρόχος ὁ καρχήσιος ἢ ἄλλος ἰσότονος περιτιθέσθω τῷ βραχίονι , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀγέσθωσαν πρὸς τὰς
καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ πρὸς κράτημα , τῷ δὲ βραχίονι περιτιθέσθω βρόχος ἰσότονος , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν ὑπὲρ κεφαλῆς
6771031 Παρνασσος
σκοπήν . ἆρ ' οὖν ὁ Καύκασος ἐπιτήδειος ἢ ὁ Παρνασσὸς ἢ ὑψηλότερος ἀμφοῖν ὁ Ὄλυμπος ἐκεινοσί ; καίτοι οὐ
ἀπὸ δὲ τῆς κορυφῆς πρὸς ἄρκτον μὲν ἀφορᾶται ὅ τε Παρνασσὸς καὶ ὁ Ἑλικών , ὄρη ὑψηλὰ καὶ νιφόβολα ,
6768376 κοχλιου
ἀλλ ' ἰσοσύλλαβος , οἷον καλός καλοῦ καλόν , κοχλίας κοχλίου κοχλίαν , ἐπὶ δὲ τῶν περιττοσυλλάβως κλινομένων εὑρίσκεται ἡ
δὲ ἰσοσυλλάβου τὸ υ καὶ τὸ α , οἷον κοχλίας κοχλίου , Μηνᾶς Μηνᾶ . Καὶ ἀποροῦσί τινες λέγοντες ,
6739277 ἐπιφανειαϲ
ἄλλοιϲ καὶ ἐξανθήματα καὶ φλυκταίναϲ καὶ κάθυγρα ἕλκη κατὰ τῆϲ ἐπιφανείαϲ γίγνεϲθαι , ἃ καλοῦϲι βουβαϲτικὰ καὶ ἕτερα παραπλήϲια .
ἥλουϲ ἐκτεμεῖν . ἡ δὲ ἀκροχορδὼν ἐπανάϲταϲίϲ ἐϲτι ϲμικρὰ τῆϲ ἐπιφανείαϲ ἄπονοϲ τυλώδηϲ περιφερὴϲ κατὰ τὸ πλεῖϲτον , τὴν δὲ
6713220 καταληγον
εἰς ΣΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους Ι εἰς Σ καταλῆγον μονογενῆ ὄντα προπαροξύνεται : κυπάρισσος νάρκισσος Μέλισσος . τὸ
, χωρὶς εἰ μὴ ὀφθείη πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός .
6712697 ἐπελθε
ἐξαίρετον εἴληφε παρὰ τῆς Ἱπποδαμείας νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἕδνον . ἔπελθε . ὕμνησον . ἀκρωτήριον Ἄλιδος : τὴν Πίσαν λέγει
ἑαυτὸν ἢ πρὸς τὸν χορόν . ἄλλως : ἐπίνειμαι : ἔπελθε . ἡ δὲ παρακέλευσις ἢ ὡς πρὸς ἑαυτὸν ἢ
6711284 ἐπικαλυψας
ἐπίπλους παρ ' Ἐπιχάρμῳ ἐν Βάκχαις : καὶ τὸν ἀρχὸν ἐπικαλύψας ἐπιπλόῳ . καὶ ἐν Θεαροῖς : ὀσφύος τε πέρι
τὸ μόριον βαλὼν εἰς ὀρόβιον ὠμόν , καὶ ἄλλο ὀρόβιον ἐπικαλύψας πίλησον , ὥστε μὴ ἔχειν ἀνάπνοιαν μηδαμόθεν , καὶ
6701191 καθιδρυται
περιφερόμενον αὐτῷ ἐγκυκλίως αἰθέρα εἶναι , ἐν ᾧ τὰ ἄστρα καθίδρυται τά τε ἀπλανῆ καὶ τὰ πλανώμενα , θεῖα τὴν
. τῆς δὲ Κορωνίδος ἔστι μὲν καὶ ταύτης ξόανον , καθίδρυται δὲ οὐδαμοῦ τοῦ ναοῦ : θυομένων δὲ τῷ θεῷ
6683570 σχιζω
ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ
ἐρυκόμενος : κωλυόμενος , κυκλούμενος , τεμνόμενος : ἐρείκω τὸ σχίζω καὶ κόπτω διὰ διφθόγγου : ἀνεφάνη γὰρ τὸ ε
6680282 σολος
κατὰ συστολὴν τοῦ ω εἰς ο καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ σόλος . παρὰ τὸ ὅλον σεύεσθαι ὡς στρογγύλον . οὕτω
οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος Ψ . . . . , : σόλος :
6675003 ἀρεστηρ
ἀρέσκω : παρὰ , καὶ ἀρεστόν . . . . ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένου ἀρέσκων . ἀρέσω
Ἀρτέμιδι καὶ Ἑκάτῃ καὶ Σελήνῃ . μελιτοῦττα μὲν Τροφωνίῳ ὡς ἀρεστήρ , καὶ ὑγίεια ὁμοίως : καὶ γὰρ ὑγίεια μάζης
6673966 ἠλακατη
ἡ εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γινομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη ἠλακάτη . ὠνομάσθη δὲ καρχήσιον διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ
βρώματα . ἠιόνες : αἰγιαλοί . καὶ πόλις Ἀχαϊκή . ἠλακάτη : ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον . καὶ τὰ βέλη . ἤλασε
6671297 Βοιωτιακῳ
δὲ τῷ αʹ τῶν πρὸς Τίμαιον ἐν Σκώλῳ φησὶ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου ἀγάλματα ἱδρῦσθαι . ἐπεὶ δὲ ἤδη
ἐστι τῶν μὲν Λακώνων τὸ Δήλιον ἱερὸν Ἀπόλλωνος ὁμώνυμον τῷ Βοιωτιακῷ , καὶ Μινώα φρούριον ὁμώνυμος καὶ αὕτη τῇ Μεγαρικῇ
6667902 ἁγιωτατος
ἐκτίσθη δὲ τὸ ἱερὸν πρὸς εὔκλειαν τοῦ νοῦ καὶ ὁ ἁγιώτατος μὲν νεὼς πρὸς ἀποκάλυψιν τῆς αὐτοῦ σοφίας . πεπλήρωται
, ὃ κέκληκεν αὐλήν , τιθέναι χωρίς , ἀπολειφθήσεται ὁ ἁγιώτατος πεντηκοντάδος ἀριθμός , δύναμις ὢν τοῦ ὀρθογωνίου τριγώνου ,
6660572 Ἁλιμουσιος
ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ κειμένη , ἔνθα κεχάρακται Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος . πρὸς γὰρ ταῖς Μελιτίσι πύλαις καλουμέναις ἐστὶν ἐν
Λεοντίδος φυλῆς . Καλλίμαχος δὲ πόλιν ἡγεῖται . ὁ δημότης Ἁλιμούσιος . τὰ τοπικὰ Ἁλιμουντόθεν Ἁλιμοῦντάδε Ἁλιμοῦντι . Ἄλινδα ,
6638362 Κητει
ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ : ἔσχατος δὲ μεσουρανεῖ τοῦ ἐν τῷ Κήτει τετραπλεύρου ὁ νοτιώτερος τῶν ἑπομένων λαμπρῶν , καὶ ὁ
μέσος τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ , καὶ τοῦ ἐν τᾷ Κήτει τετραπλεύρου ὁ νοτιώτερος τῶν ἑπομένων . Δύνει δὲ ὁ
6634750 σειρα
ψυχὴν , ἀλλ ' ἡ κατὰ τάξιν καὶ βαθμὸν αὐτῶν σειρὰ καὶ ἡ ἐν τάξει τελειότης τῆς ψυχῆς παραδίδοται νῦν
ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω καλῶ , σειρῶ , ἡ σειρὰ τοῦ βίρρου , ἡλοκοπῶ , φωνῶ κράζω , συντρέφω
6634447 ἀποφυσιν
γυναικῶν , ἅτε οὐκ ὄντος αἰδοίου προμήκους , τὴν τοιαύτην ἀπόφυσιν ὁ τῆς κύστεως αὐχὴν οὐκ ἔσχεν , ἀλλὰ τὸ
στολίσι κεχρημένος συνεχομέναις ὑπ ' ἀγγείων ἀπὸ τῆς ὑστέρας τὴν ἀπόφυσιν εἰληφότων , ἅπερ [ καὶ ] κατὰ τὰς διακορήσεις
6633524 σκαφοειδες
εἰσὶν καὶ ἄλλα τέσσαρα ὀστᾶ μεγάλα : τό τε καλούμενον σκαφοειδὲς καὶ ὁ ἀστράγαλος καὶ τὸ κυβοειδὲς καὶ ἡ πτέρνα
δὲ σκαφοειδὲς καθὰ μὲν συμβάλλει τῷ ἀστραγάλῳ κεκοίλωται , ὡς σκαφοειδὲς δοκεῖν εἶναι . ἐκ δὲ τοῦ ἀντικειμένου κυρτὸν ὂν
6633394 λωρος
ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ ἐστὶ λῶρος , ἢ ὅλως ὀγκοῦται καὶ φλεγμαίνει δίκην κίονος καὶ
] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ
6631624 ἐπονομαζεται
πηγὴν ὠχέτευσεν εἰς τὴν Ῥώμην , ἥτις αὐτῷ μέχρι νῦν ἐπονομάζεται Κλαυδία , ὁδόν τε ἐστόρεσεν , ἥτις ἐπεκλήθη καὶ
ἢ δεκάχιλοι , ἀλλὰ καὶ σεισίχθων , ὦ Τριεφῶν , ἐπονομάζεται ; Τὸν μοιχὸν λέγεις , ὃς τὴν τοῦ Σαλμωνέως
6630286 ὑποποδιῳ
Ὁμήρῳ φέρεται ὁ Ὀδυσσεὺς βοὸς ποδὶ πληγεὶς ὑπὸ Κτησίππου , ὑποποδίῳ δὲ κατ ' ὦμον ὑπ ' Ἀντίνου . ὀστράκων
. ὁ γὰρ θρόνος αὐτὸς μόνον ἐλευθέριός ἐστι καθέδρα σὺν ὑποποδίῳ , ὃ θρῆνυν ἐπικαλοῦντες , ἐντεῦθεν αὐτὸν ὠνόμασαν θρόνον
6620064 περιτιθεται
τῶν κάλων τοῦ ὀργάνου . βρόχος δ ' ὁ καρχήσιος περιτίθεται τῷ βραχίονι , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἄγονται κάτω καὶ
πρὸς ἀπότασιν σφυροῦ καταρτιζομένου : ἡ μὲν γὰρ μία ἀγκύλη περιτίθεται τῷ πλατεῖ νεύρῳ ὄπισθεν τοῦ σφυροῦ , ἡ δ
6584430 ὀκριοεις
ὡς βροτὸς βροτόεις , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο ὀκριόεις . καὶ τὸ θηλυκὸν ὀκριόεσσα . . , :
καὶ σαῦραι χάνναι τε καὶ ὀρφέες ἠδὲ γαρίσκοι , κάραβος ὀκριόεις καὶ εὐόνυχες κήρυκες καὶ λεπάδες χῆμαί τε καὶ ὀξυέθειρες
6583288 τυμπανῳ
ὁ περὶ διάμετρον ἐκείνην γραφόμενος κύκλος ἴσος ἔσται τῷ ζητουμένῳ τυμπάνῳ ] . Ὀργανικῶς δὲ οὕτως : ἐκκείσθω τις εὐθεῖα
μετὰ τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα
6580278 ἐμπλασσεται
ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ τε ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος .
: ἀπό τε κεφαλῆς ῥεῦμα καταῤῥέει , καὶ πάντ ' ἐμπλάσσεται , καὶ πολλὴν ὑγρασίην ἐπάγεται , καὶ τὰ ὑποφθάλμια
6577997 ΨΩ
ἀποτομή . Ἐκβεβλήσθω γὰρ ἡ ΨΟ , καὶ ἔστω ἡ ΨΩ : συμβάλλει ἄρα ἡ ΟΩ τῇ τοῦ κύβου διαμέτρῳ
ΣΨ , ἀπὸ δὲ τοῦ Ψ τῇ ΚΞ παράλληλος ἡ ΨΩ , καὶ ἔστω ὡς ΛΜ πρὸς ΜΩ , οὕτως
6577075 ἀμβη
μολπῇ κατ ' Εὐριπίδην . . . . . . ἄμβη , : ἡμεῖς δὲ τούτους πάντας παραιτησάμενοι , Βακχείῳ
τῇ φλιᾷ ὑπὸ τὸ καταρτιζόμενον σκέλος ἐπιτίθεται σπάθη ἰπωτρὶς ἢ ἄμβη ἔσωθεν ἀπὸ τοῦ περινέου ὅλῳ τῷ σκέλει ὑποκειμένη .
6576408 ἐγκαλεσειε
τῆς εὐφημίας τοὺς τρόπους αὐτὸς ἑαυτὸν ἐπαινῶν , τίς ἂν ἐγκαλέσειε τούτῳ τοῖς αὐτοῖς ἐγχειρήμασιν ἀντιλογίαν ἀπωθουμένῳ πειρωμένην αὐτὸν τὴν
προσποιουμένῳ δὲ διὰ τὸ εὐμαθὲς φιλεῖν . εἰπὼν δὲ ὅτι ἐγκαλέσειε δ ' ἄν τις , δηλονότι ὁ ἐμμένων τῷ
6575485 Σκωλῳ
καὶ Ἱμαλίδος , καθάπερ ἐν Δελφοῖς ερμούχου , ἐν δὲ Σκώλῳ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου . καὶ Ἀλκμὰν δ
παρὰ Συρακουσίοις τιμᾶται Δημήτηρ Σιτὼ καὶ Σιμαλία . ἐν δὲ Σκώλῳ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου Δήμητρος ἵδρυται ἄγαλμα ,
6574626 ἑπταχορδον
τὴν ἐκ τῆς χελώνης φασὶ τὸν Ἑρμῆν εὑρηκέναι καὶ κατασκευάσαντα ἑπτάχορδον παραδεδωκέναι τὴν μάθησιν τῷ Ὀρφεῖ . τηνικαῦτά φασιν .
ἑπτάστομον πύργωμα : ἑπτάπυλος ἡ Θήβη κατεσκεύαστο ὅτι πρὸς τὴν ἑπτάχορδον λύραν τοῦ Ἀμφίονος κιθαρίζοντος ἐτειχοδομήθη : Ἰοῦς Ἔπαφος ,
6574235 καρχησιον
, τοὺς δὲ καρχήσια . Ὁποῖον δ ' ἐστὶ τὸ καρχήσιον , ἐν τοῖς ἑξῆς λεχθήσεται . : Ἐν τούτοις
οἷον εἰς μέσον τράχηλος , τὸ δὲ πρὸς τῷ τέλει καρχήσιον . ἔχει δὲ τοῦτο κεραίας ἄνωθεν νευούσας ἐφ '
6572059 Μεθανα
Ἐπίδαυρος πόλις καὶ λιμὴν , Πρασία πόλις καὶ λιμὴν , Μέθανα πόλις καὶ λιμήν . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι πολλαὶ
πανταχόθεν . μεταξὺ δὲ Τροιζῆνος καὶ Ἐπιδαύρου χωρίον ἦν ἐρυμνὸν Μέθανα καὶ χερρόνησος ὁμώνυμος τούτῳ : παρὰ Θουκυδίδῃ δὲ ἔν
6569765 Ῥηματικῳ
δὲ τὸ ἀροτριάσω : περὶ τούτου δὲ εὑρήσεις ἐν τῷ Ῥηματικῷ τοῦ Χοιροβοσκοῦ , . . . . Ἄροσιν :
: „ τὴν δὲ γενὴν οὐκ οἶδα „ . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . . . . . δέμα : δέμα :
6558940 ὀπη
κατέχουσι , καθοπλίζονται . Πόρος : τὸ αἰδοῖον , καὶ ὀπὴ , ὁ αὐλίσκος : πόρος ἄρσενος τὸ αἰδοῖον ,
κλίμακα αὐτῷ κομίζουσι στενὴν καὶ ἐλαφράν . καταβάντι δέ ἐστιν ὀπὴ μεταξὺ τοῦ τε ἐδάφους καὶ τοῦ οἰκοδομήματος : σπιθαμῶν
6557389 ζευγλη
ἐπιοῦσαν τὰ μέρη λιπόντες λέγομεν ἕωλα . . , : ζεύγλη : παρὰ τὸ ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , ὡς ἀΐσσω
φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη
6553753 μαρμαιρω
παρὰ τὸ μαίρειν , ὅ ἐστι λάμπειν , ὅθεν τὸ μαρμαίρω * * * πλεονασμῷ τοῦ ρ , ὡς εἶναι
καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ μαρμαίρω : κατὰ στέρησιν ἀμαυρός . Ἀσάμινθος , ἡ λεκάνη
6548998 κορυνητης
πλάνη πλανήτης : κώμη κωμήτης : ὑπήνη ὑπηνήτης : κορύνη κορυνήτης : νίκη νικήτης : ἄλη ἀλήτης : κόμη κομήτης
ὃ μὲν υἱὸν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος Ἄρνῃ ναιετάοντα Μενέσθιον , ὃν κορυνήτης γείνατ ' Ἀρηΐθοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις : Ἕκτωρ δ
6541718 λεπας
κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς
ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ ,
6539630 φλομῳ
ὃ καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ παλαιὰ ἕλκη θεραπεύει . Ἄρκτιον φλόμῳ παραπλήϲιόν ἐϲτι , τὴν δὲ ῥίζαν ἁπαλὴν καὶ λευκὴν
λίγνυϲ κατὰ τὸ λ ῥηθήϲεται . Αἰθιοπὶϲ παραπλήϲια μὲν ἔχει φλόμῳ τὰ φύλλα , τῆϲ δὲ ῥίζηϲ αὐτῆϲ τὸ ἀφέψημα
6538806 καρχησιος
μηροῦ κωλύῃ κατατείνεσθαι τὸ κῶλον . τούτου δὲ γενομένου , καρχήσιος βρόχος ἢ ἄλλος ἰσότονος περιτίθεται τῷ μηρῷ κατὰ τὰ
. τοῦ δὲ σφηνοειδοῦς ἐντεθέντος εἰς τὴν μασχάλην , ὁ καρχήσιος βρόχος τῷ βραχίονι περιτίθεται , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἄγονται
6533337 πλοκαμος
ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία .
καὶ νεφέλας , τοὺς κεραυνούς . αὕτη ἡ ἀστραπὴ ὥσπερ πλόκαμος οὕτω κατέρχεται . Τυφῶν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ
6524475 Βουβαστος
παρθένου φορήματα . εἴρηται διὰ ἐξέχουσαν . . . . Βούβαστος : πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Βουβαστίτης καὶ ἡ
. Ἀλ . δευτέρῳ Περὶ Καρίας . Μούμαστος , ὡς Βούβαστος , πόλις Καρίας . Ἀλ . δευτέρῳ Καρικῶν .
6524430 ἡπλωμενον
παράωρον , ἤγουν ἠμελημένον , ἠφανισμένον . ἤγουν ἔκλυτον , ἡπλωμένον . . ἄτιμον , ἀπόβλητον , μηδεμιᾶς φροντίδος ἀξιούμενον
μέγα , μακρότητα . ἧκε : ἔβαλεν . Ἐκτάδιον : ἡπλωμένον , ἐξηπλωμένον . Ἐπόρουσε : ὥρμησεν . ἔσπασε :
6520607 Μεγαλαρτου
καθάπερ ἐν Δελφοῖς Ἑρμούχου , ἐν δὲ Σκώλῳ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου . : Οὐ τούτου οὖν τοῦ Ἄρτον
καθάπερ ἐν Δελφοῖς ερμούχου , ἐν δὲ Σκώλῳ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου . καὶ Ἀλκμὰν δ ' ὁ ποιητὴς
6520120 Μαλιακου
μὲν Φθιῶτις τὰ νότια τὰ παρὰ τὴν Οἴτην ἀπὸ τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου καὶ Πυλαϊκοῦ μέχρι τῆς Δολοπίας καὶ τῆς Πίνδου
Λαμίας , δηλοῖ ὅτι καὶ τὰ ἐντὸς πυλῶν ὅσα τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου καὶ τὰ ἐκτὸς ὑπ ' ἐκείνῳ ἦν :
6511713 Ποσειδιον
. . . . . νϚ γʹ λη δʹ τὸ Ποσείδιον . . . . . . . . .
παρήκει τῆς ἠπείρου μηνοειδὴς καὶ ἀκτὴ μετὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπὶ Ποσείδιον , ἐκ θαλάσσης μὲν ἀρχομένη τῆς πρὸς ἀνατολάς ,
6511543 παρανατελλουσιν
μέσα τοῦ Ὄφεως τῆς δωδεκαώρου . τῷ δὲ γʹ δεκακῷ παρανατέλλουσιν Ἀπόλλων καὶ Λύρα καὶ Κύων καὶ Δελφὶς καὶ τὰ
. ἔχει δεκανοὺς τρεῖς . καὶ τῷ μὲν αʹ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Ὑγεία καὶ τὰ ὀπίσθια τοῦ Κενταύρου καὶ τὰ ἐμπρόσθια
6506169 ἐπεζευξε
διὰ τὰς συμφορὰς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους . καὶ τούτῳ οἰκείως ἐπέζευξε τὸ ἐπάειρε δέρην ὡς πεπτωκυίας αὐτῆς καὶ κεκλιμένης ἐπὶ
ὅλον παραλληλόγραμμον περιεχόμενον ὑπὸ τῶν ΔΒ , ΒΚ εὐθειῶν . ἐπέζευξε δὲ τὴν ΚΔ πρὸς παράστασιν τοῦ τὸ ΚΔ παραλληλόγραμμον
6505571 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
6505066 Ἀντικυρα
Κρῖσα , ἀφ ' ἧς ὁ κόλπος Κρισαῖος : εἶτα Ἀντικύρα , ὁμώνυμος τῇ κατὰ τὸν Μαλιακὸν κόλπον καὶ τὴν
σύσκιον ὄρος , εἶτα νυμφῶν ἐχόμενον Κωρύκιον ἄντρον : εἶτεν Ἀντικύρα πόλις ποταμός τε Κηφισὸς ῥέων ἐκ Φωκίδος . Παράπλους
6503315 Ῥηβας
οἱ Βιθυνοὶ λιπαρὰν καὶ καλὴν χώραν κατοικοῦσιν , ἔνθα ὁ Ῥήβας τὸ κάλλιστον ὕδωρ εἰς τὸν Πόντον ἐκβάλλει , ὅστις
σοι λέγω . ἀπὸ δὲ τοῦ ἱεροῦ πλέοντι ἐν δεξιᾷ Ῥήβας ποταμός : σταδίους διέχει τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς ἐνενή
6503042 ΤΑΥΤΑ
ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΕΠΙΣΚΕΥΑΖΕΙΝ . ΑΝ ΔΕ ΤΙΣ ΜΗ ΠΟΙΗΙ ΤΑΥΤΑ ΤΗΙ ΘΕΩΙ ΜΕΛΗΣΕΙ . Ἐκ Κερασοῦντος δὲ κατὰ θάλατταν
καὶ γίνεταί σοι μεῖζον τοῦ ἔργου τὸ πάρεργον . ΜΕΤΑ ΤΑΥΤΑ θήσεις ἀντίθεσιν ἀντιληπτικὴν παραγραφὴν οὖσαν καὶ αὐτὴν ἀπὸ τοῦ
6502451 κυκλοτερει
μετωπιαίαν περιείλησιν ἐπιτελέσαι , καὶ τότε τῇ κατ ' ἰνίον κυκλοτερεῖ περιειλήσει ἐπεμβαλεῖν τὸ τοῦ τελαμωνιδίου πέρας , ἢ κάτωθεν
: τῷ σάκει , τῷ κύκλῳ λέγω , ἤτοι τῷ κυκλοτερεῖ . θ σάκει ] ἀσπίδι . σάκει ] σκουταρίῳ
6499057 δρυϊνος
ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων . Γέροντος πόστης δρυϊνὸς πάτταλος : δημώδης . Γέρανοι , λίθου καταπεπτωκότος :
ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων . Γέροντος πόστης δρυϊνὸς πάτταλος : δημώδης . Γέρανοι , λίθου καταπεπτωκότος :
6496899 Παρακειται
τοσαῦτα , καὶ ἅμα περὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἰσχνοῦ . Παράκειται δὲ καὶ τῷ ἰσχνῷ διημαρτημένος χαρακτήρ , ὁ ξηρὸς
ὁ Σάμιος ἐν βʹ Περὶ ποταμῶν . . , : Παράκειται δ ' αὐτῷ ὄρος , Ἄργιλλον καλούμενον ἀπ '
6494393 βαυνος
γοῦν ἵνα μάθῃ ἐνταῦθα τὰ εἴδη τῶν κεραυνῶν . κεραυνὸς βαῦνος καὶ πῦρ , κείρων καὶ κόπτων . καταφρύγει ]
. . Βάναυσος : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον
6491175 Σαλγανευς
Τιρύνθιος . Σαλγανεύς . „ μετὰ τὴν Χαλκίδα ἐστὶν ὁ Σαλγανεὺς συνάπτων τῷ Εὐρίπῳ ” . ἔστι δὲ πόλις Βοιωτίας
. ὁ οἰκήτωρ Σαλγάνιος . δύναται δὲ καὶ Σαλγανείτης καὶ Σαλγανεὺς Ἀπόλλων . Σάλγας , ποταμὸς καὶ πόλις Σάλγα τῆς
6491167 φλια
παρὰ τὸ φλίβω , τὸ θλίβω , ὅθεν καὶ Ὅμηρος φλιά , οἷον : ὃς πολλῇς φλιῇς παραστὰς 〚 ἀποφλίψεται
ἡ ἐπ ' ἀγροῦ οἴκησις . καὶ τῆς θύρας ἡ φλιά . καὶ τὸ ἐν τοῖς ζυγοῖς . καὶ ἡ
6490764 μακτρα
φάρτρα γὰρ ὤφειλεν εἶναι ἰσοσυλλάβως τῷ ῥήματι , ὡς μάσσω μάκτρα , καλύψω καλύπτρα . οὕτω Φιλόξενος . . ,
Μεσσηνίᾳ , ἡγεῖται μὲν ὅλως ἐπικόπανόν τι . ἔτι δὲ μάκτρα , σκάφη , μαγίς , σκαφίς , κάρδοπος ,
6490074 κρουω
ἐστι ῥῆμα , παράγωγον κρύω , πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ
γὰρ Ἡρακλέους τὸ ἐπίθετον . ἐξαράττω : λοιδορῶ αὐτόν , κρούω , πλήττω πολλοῖς κακοῖς . ταράττω . Πγ πρὸς
6485795 Ἀπελλαιον
Ὑπερείδῃ ἐξέδωκε τὴν πρόγονον τὴν αὑτοῦ , ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ θησαυροῦ . πάλιν τοίνυν ἀδελφῶν παῖδες ἀνεψιοί ,
' Εὐφήμου καὶ Ἀριστοφάνης Ἥρωσιν . Πυθαέα : Ὑπερείδης πρὸς Ἀπελλαῖον . ἄπορον πῶς ἀπὸ τούτου ἐσχημάτισται παρὰ τῷ Διδύμῳ
6483883 Συνδυνετω
συνανατελλέτω : τῶν ἄρα ἡγουμένων τινὶ τῷ δʹ συνδύνει . Συνδυνέτω τῷ ζʹ : ἡ ἄρα δζʹ ζῳδίου ἐστίν .
δύνει : τῶν ἄρα ἑπομένων τινὶ τῷ δʹ συνδύνει . Συνδυνέτω τῷ ηʹ : ἡ ἄρα ηδʹ ἐλάττων ἐστὶν ἡμίσους
6482707 Μεγαλομαζου
Σιτοῦς Δήμητρος , ἐν δὲ Σκώλῳ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου . Ἀλκμὰν δ ' ὁ ποιητὴς ἑαυτὸν ἀδηφάγον καὶ
Δελφοῖς ερμούχου , ἐν δὲ Σκώλῳ τῷ Βοιωτιακῷ Μεγαλάρτου καὶ Μεγαλομάζου . καὶ Ἀλκμὰν δ ' ὁ ποιητὴς ἑαυτὸν ἀδηφάγον
6477086 ἀρθρῳ
Ἀχαιῶν : καὶ σαφὲς ὅτι ἡ ἔλλειψις τοῦ ὀνόματος τῷ ἄρθρῳ παραδώσει τὰ τῆς συντάξεως , καὶ οὐκ ἄλλο τι
καὶ περιμάχητον τὴν φύσιν κατέστησεν . ἀντίκειται γὰρ καὶ ἄρθρον ἄρθρῳ καὶ σύνδεσμος συνδέσμῳ , ὅμοια ὁμοίοις , καὶ τἄλλα
6476800 ΑΠΟ
τὰς χρείας : ὠφείλεις δὲ ἐννοεῖν . ΑΔΙΑΠΤΩΤΟΝ ΚΡΟΚΟΝ ΠΟΙΗΣΑΙ ΑΠΟ ΧΩΝΗΣ . Λαβὼν ἀρσενίκου σχιστοῦ μέρη δʹ , σανδαράχης
ΤΩΝ ] ΕΜΠΡΟΣΘΕΝ ? ? [ ] Η [ Δ ΑΠΟ ΒΡΑΧΕΙΑΣ ] ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟΣ [ [ ΛΕΞΙΣ ] ΟΙΚΕΙΑ
6475223 διαπηγματος
ὄργανον καὶ ἄλλον ἄξονα κάτωθεν κεκρυμμένον τοῖς σκέλεσιν ὑπεράνω τοῦ διαπήγματος ὡς διὰ πενταδακτυλιαίου μέτρου . οὗτος δ ' ὁ
σφηνοειδές , καὶ τότε διπλῆς καιρίας μεσότης τάσσεται μεταξὺ τοῦ διαπήγματος καὶ τῆς σπάθης , ἧς αἱ ἀρχαὶ ἔξω ἐῶνται
6469378 ἀναγεσθωσαν
περιτιθέσθω τῷ πήχει πλησίον τοῦ καρποῦ , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ πρὸς κράτημα , ἵνα μείνῃ
περιειλημένη τῷ περινέῳ προστιθέσθω : αἱ δὲ τοῦ κάλου ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν ὑπὲρ κεφαλῆς . ἐπὶ μὲν οὖν τῆς ἔξω καὶ
6462037 φαλλος
Ὦ Ξανθία , σφῷν δ ' ἐστὶν ὀρθὸς ἑκτέος ὁ φαλλὸς ἐξόπισθε τῆς κανηφόρου : ἐγὼ δ ' ἀκολουθῶν ᾄσομαι
. ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κακέμφατον , ὅτι ὁ φαλλὸς ἵστατο πρὸς μίμησιν τοῦ αἰδοίου . καὶ τοῦτο δὲ
6453278 ἐκπλαγεισα
ἀηθείας ἐπιβᾶσα ὀχήματος παραδόξου καὶ ἀπιδοῦσα ἐς βάθος ἀχανές , ἐκπλαγεῖσα καὶ τῷ θάλπει ἅμα συσχεθεῖσα καὶ ἰλιγγιάσασα πρὸς τὸ
αὐτῶν . δύστηνος ] † ἡ ἀθλία . ἐκπεπληγμένη ] ἐκπλαγεῖσα . κακοῖς ] ἐν . ὑπερβάλλει ] † ἤγουν
6451661 ἀνισοτονος
ἀρχαί . ἔστι δ ' ὁ βρόχος οὗτος τῇ δυνάμει ἀνισότονος , καὶ εὔχρηστος οὐ μόνον πρὸς τὴν τάσιν ,
τῷ δὲ πήχει πάλιν κατὰ τὰ ἀπολήγοντα μέρη περιτιθέσθω βρόχος ἀνισότονος , ὡς ἐρτὸς ἢ ναυτικός , οὗ αἱ ἀρχαὶ
6451276 σανις
: ὃ ἔστιν ἐπερείδεσθαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ ρ : σανίς : οἷον , τανὺς παρὰ τὸ τάσσεσθαι : τὸ
μίαν συλλαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον , κρηπίς ῥανίς σανίς βολίς θυρίς ἁψίς . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ κατάκλεις
6451172 κοιτῃσι
ἀκούει , τὰ δ ' ἄλλα τυφλά . Τιθωνὸν ἐν κοίτῃσι : κατὰ τὸ μυθικὸν καὶ τὴν ἱστορίαν ὁ Τιθωνὸς
ἀδελφὸν ἱστορίαις καὶ μύθοις μόνοις θέλγειν τοὺς νέους βουλόμενος . κοίτῃσι κοίταις : ἰωνικῶς δὲ ἐτράπη τὸ α εἰς η
6451008 Παλληνη
Ἀνδροτίων καὶ Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων Πολιτείᾳ . Γ ἄλλως : Παλλήνη δῆμος τῆς Ἀττικῆς . νῦν δὲ διὰ τοῦ β
Σιθῶνος γὰρ τοῦ Θρακῶν βασιλέως καὶ Ἀχιρόης τῆς Νείλου θυγατέρες Παλλήνη καὶ Ῥοιτεία ἀφ ' ὧν ἥ τε Παλλήνη πόλις
6449364 σκιαζεται
καὶ τὸ μὲν ἀληθείᾳ ἐστί , τὸ δὲ ὑπὸ φαντασίας σκιάζεται . τὸ δὲ ἀσθενέστερον τοῦ ἰσχυροτέρου καὶ τὸ ἔλαττον
ὁ ἀήρ , ἅμα δὲ τῷ ὑπὸ τοῦ ὁρίζοντος κρυφθῆναι σκιάζεται . Καὶ εἰ καθ ' ὑπόθεσιν ἐμπίπτων εἰς τὸν
6448219 αὐσω
: ἐξαυστήρ : σημαίνει σκεῦός τι . παρὰ τὸ αὔω αὔσω αὐστήρ καὶ ἐξαυστήρ . Αἰσχύλος Ἀθάμαντι : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες
μέλλων ἄσω , ὡς ἀπὸ βαρυτόνου : πλεονασμῷ τοῦ υ αὔσω , ὄνομα ῥηματικὸν αὐλή . . . , :
6447102 βουπληξ
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλὴξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων : βούπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ βοὸς πλησσόμενος . κλύεις τὰ
6445029 στω
καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ . τὸ δὲ στίζω παρὰ τὸ στῶ στίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω . τὸ τὸν διακεχυμένον
ὀστέον μόνον ἐν τόνῳ διήλλαξεν : γέγονεν δὲ παρὰ τὸ στῶ στέον , καὶ ὀστέον , τὸ τῆς στάσεως αἴτιον
6441612 κυαθιϲκῳ
δέρμα : εἶτα μετὰ τὴν ἔκπτωϲιν τῆϲ ἐϲχάραϲ ἐκγλυφομένου τῷ κυαθίϲκῳ τῆϲ μηλωτρίδοϲ τοῦ χιτῶνοϲ τοῦ περιέχοντοϲ τὸ ὑγρόν .
ϲμιλίῳ ϲτενῷ κατὰ κορυφὴν διαιροῦντα τὸ δέρμα , ἔπειτα ἐκγλύφειν κυαθίϲκῳ μηλωτρίδοϲ τὸν ἐγκείμενον ὄγκον . εἶτα χαλκῷ κεκαυμένῳ λείῳ
6440436 παχυστομον
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον
6438657 παλαιστῃ
αὔξοι καὶ τὴν Αἴγιναν . Τέλος Ἀλκιμέδοντος . Ἐφαρμόστῳ Ὀπουντίῳ παλαιστῇ . Τοῦ θʹ εἴδους ἡ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων
παγκρατιστῇ Νέμεα , Αἰγινήταις νικήσασιν πʹ Ὀλυμπιάδα . Ἀλκιμέδοντι παιδὶ παλαιστῇ , καὶ Τιμοσθένει παλαιστῇ Νέμεα . Μελησίᾳ ἀλείπτῃ .
6437111 Ὑπ
δ ' ἂν εἴποις τὰς τῶν ὀχετῶν ἀρχάς , ὡς Ὑπ . ἐν τῷ περὶ ὀχετοῦ . . , .
. μετοικικῆϲ ϲυμμορίαϲ ταμίαϲ . . , . ἀγοράϲ . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πολ . π . τ
6436457 Χελιδονος
Ἰδομενέα ἐπιστολῶν ταῦτα . πυθοῦ χελιδόνος : παροιμία ἀπό τινος Χελιδόνος , θεολόγου ἀνδρὸς καὶ τερατοσκόπου καὶ περὶ τελετῶν διειλεγμένου
τοῦ φλέγματος κίνησιν . Σκοπεῖται δὲ καὶ τὸ ἄστρον τῆς Χελιδόνος . Ἁρμόζει κάπαριν , ῥάφανον ἢ ἡδύοσμον , πεπεροκύμινον
6429809 ἠχουντα
. Ἐριβρύχην : μεγαλόηχον , μεγάλως βρυχόμενον , τὸν μεγάλως ἠχοῦντα . δινέονται : συστρέφονται , ἀναστρέφονται . Πλεῖστον :
θαυμαστῶν ἢ ταχυτάτων . κελαδήματα ] ἤχους . κελάδοντα ] ἠχοῦντα . βαρύβρομον ] ⌈ μεγαλόηχον . [ μεγάλως ἠχοῦντα

Back