| , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω | ||
| : τὰ γὰρ συμβεβηκότα καὶ ὁμωνύμως κατηγοροῦνται καὶ συνωνύμως καὶ παρωνύμως καὶ ἑτερωνύμως . καὶ τὰ παραδείγματα εἴρηται ἀνω - |
| τῆς αι διφθόγγου καὶ ποιητικὸν καὶ ἐπὶ κακῷ εἴρηται . ἀκατονομάστως δὲ τὸ δεύτερον εἶδος τῆς ποιότητος , δύναμις καὶ | ||
| : τετραχῶς γὰρ ἡ ποιότης κατηγορεῖται , παρωνύμως ὁμωνύμως ἑτερωνύμως ἀκατονομάστως . παρωνύμως μὲν ὡς ἀπὸ τῆς ποιότητος ποιοὶ ἀπὸ |
| γὰρ αὐλός ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆς μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία : ὁ δὲ ὀρχηστὴς τὰ | ||
| ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα , οἷον |
| τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς | ||
| δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν |
| τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ | ||
| . γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν |
| : κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντ ' ἐστ ' | ||
| ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ ὁ κόρδαξ , Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτως |
| ὁμοτονεῖ τοῖς ἰδίοις ὁριστικοῖς : νικῶ ἐγώ νικῶ σύ , κρεμῶ ἐγώ κρεμῶ σύ . τὰ μέντοι τρίτα εἴτε εἰς | ||
| ἐπ ' ἄκρων τοῦ δένδρου ὤν , ἢ παρὰ τὸ κρεμῶ ἀκρέμων , ὁ κρεμώμενος , . , , . |
| ὄρχησις , ὥς φησιν Ἀριστοκλῆς ἐν πρώτῳ περὶ χορῶν , σίκιννις , καὶ οἱ σάτυροι σικιννισταί . τινὲς δέ φασιν | ||
| καὶ δικαιότητα . Π . , : ἦν δὲ καὶ σίκιννις κωμικωτέρα , ἣν πρῶτοι ὠρχήσαντο Φρύγες ἐπὶ Σαβαζίωι Διονύσωι |
| πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , | ||
| πυκτεύω , πυκταλεύω . Ἐναλίγκιος . παρὰ τὸ εἴκω τὸ ὁμοιῶ : ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος |
| ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν | ||
| : σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος |
| οὐ γὰρ , ὡς τινὲς , ὦ ἐμοὶ , καὶ συναλοιφῇ ὤμοι . πῶς γὰρ τῇ δοτικῇ ἐπεφέρετο εὐθεῖα , | ||
| φρῶ ἡ φρήν . παρὰ τὸ ἴω καὶ προΐω , συναλοιφῇ φρῶ . καὶ φρὴν , ἐφ ' ἧς προΐεται |
| ὡς δείξομεν . Ἀβάκαινον , πόλις Σικελίας , οὐδετέρως καὶ προπαροξυτόνως καὶ ἡ παραλήγουσα διὰ διφθόγγου , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν | ||
| ] τὸν μέγα δυνάμενον παρὰ βασιλεῖ . τοῦ πρέσβεως : προπαροξυτόνως , ὡς μάντεως . ἀπὸ εὐθείας τῆς ὁ πρέσβις |
| οὗ καὶ τὸ ἴημι : μνίω τὸ ἐσθίω : τίω διφορεῖται περὶ τόνον οὐ περὶ γραφήν : λίω καὶ αὐτὸ | ||
| σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφόμενον : τὸ γὰρ κοινὸς διφορεῖται : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς πόλεως βαρύνεται καὶ διὰ |
| εἴδη ὀρχήσεως , ὡς καὶ Ἡσύχιος ὁ Ἰλούστριός φησιν : ἐμμέλεια μὲν τραγική , σίκιννις σατυρική , κόρδαξ δὲ κωμική | ||
| ἀπόσκημμα : ἀπέρεισμα . Αἰσχύλος Ἀργείαις . , . : ἐμμέλεια : εἶδος ὀρχήσεως . . . τραγικὴ δὲ ἡ |
| , . . α . . Ἄμφις : τοῦτο οὐ συγκοπή , ἀλλὰ μετασχηματισμός : ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἀμφιάραος Ἄμφις | ||
| ἀναστῆσαι , ἐπᾶραι . Ἀμπετάσαι : ἀνοῖξαι , ἀναπετάσαι , συγκοπή . βλεφάρων : ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ |
| πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
| φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
| γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
| . ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
| δι ' αὐτῶν πεπληρῶσθαι . μηδ ' ἐπῶν προοιμίοις : Διττόν ἐστι τοῦτο . ταῦτα ἃ εἶπον ἀληθῆ λίαν νόμιζε | ||
| λέγω δὴ τὸ ἀλλοτρίῳ λόγῳ πείθεσθαι , ἀπὸ παραδείγματος λέγων Διττόν φησι εἶναι τὸ ἔχειν λόγον , τὸ μὲν ὥσπερ |
| μανιάσιν λυσσήμασιν : ταῖς μανιώδεσι λύσσαις . σχῆμα δέ ἐστι περίφρασις : μανιάσιν λυσσήμασιν : ὡς τὸ φοίνικι λίνῳ , | ||
| δὲ διὰ πλειόνων λέξεων τὸ σημαινόμενον ἀποδίδωσιν , ὃ καλεῖται περίφρασις , ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ |
| στυγέει δοῦπον πολυηχέα θηρῶν . θηλυτέρῃ δ ' ἀλίαστος ἐφορμαίνων ἀλάληται καὶ μάλ ' ἐρωμανέων σφριγᾷ : κατὰ δ ' | ||
| μάλ ' εὑρεῖν ἱμείρων δύναται : μάλα δ ' ἀσχαλόων ἀλάληται . ὡς δ ' ὅτε τις κούρη δέκατον περὶ |
| ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον . ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο , . , . . . | ||
| δηλούμενον , ᾧ λόγῳ καί τινα ἕτερα σχήματα . φαμέν πατρωνυμικὸν καὶ τὸ ἐν χαρακτῆρι πατρωνυμικὸν καί τι ἐν δηλουμένῳ |
| σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ , ἢ καὶ τεοῖο , Δωρικώτερον μετατεθέντος τοῦ ς εἰς τ καὶ ἐπενθέσεως τοῦ ε | ||
| , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ τοῦ φῶ Μακεδονικῶς γέγονε |
| , ὥσπερ τὰ στεατώματά ἐστι : ῥηθήσεται δὲ τί ἐστὶ στεάτωμα ὕστερον . Ἐποχὴ ἐμμήνων ἐστὶν , ὅταν μὴ κενοῖ | ||
| σκληραί : οὔτε γὰρ οὕτω μαλακή ἐστιν , ὡς τὸ στεάτωμα , οὔτε οὕτω σκληρά , ὡς ὁ σκίρρος , |
| ζητεῖται , εἰ τὸν τρισαριστέα φονεύειν ἐχρῆν ἢ μή . Εἴδη δὲ τῆς ἀντιλήψεώς ἐστι τέσσαρα : ἡ μὲν γάρ | ||
| δοκεῖ , ἀλλ ' ἐφ ' ὃ βούλονται μετάγουσιν . Εἴδη δὲ ἡ ἀντίστασις οὐκ ἐπιδέχεται , διότι οὐδὲ τὰ |
| ὁ σοφιστὴς καὶ [ ὁ ] ἀσπαλιευτὴς ἅμα ἀπὸ τῆς κτητικῆς τέχνης πορεύεσθον . Ἐοίκατον γοῦν . Ἐκτρέπεσθον δέ γε | ||
| ἐν τούτοις τῆς γενικῆς ἡ κτῆσις μηνύεται καὶ οὐ τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίαςἔτι . γε μὴν καὶ ἐκ τῶν παρατιθεμένων ἄρθρων |
| , οὐκ ἀνάγκῃ ὁ Δαρεῖος . ποταμουδέ ] σκληροτέρα ἡ συναλιφὴ ποταμουδὲ ἀφ ' ἑστίας , οἷόν ἐστι τὸ τουένεκα | ||
| . , : χαίρω : παρὰ τὸ χέω , οὗ συναλιφὴ χῶ , καὶ παράγωγον χαίρω : τὸ διακεχυμένην καὶ |
| γὰρ ἦν παρώνυμον ἀπὸ τοῦ αἰχμή , ὤφειλε βαρύνεσθαι ὥσπερ ὑπήνη ὑπηνήτης , κώμη , ἡ πόλις , κωμήτης , | ||
| τῷ κάτω χείλει πάππος , τὸ δ ' ἐξ ἀμφοῖν ὑπήνη . καὶ μὴν ἐπί γε τὰ ὦτα ἀνιόντων , |
| ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται | ||
| Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ |
| λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν | ||
| λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν |
| . νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης | ||
| ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ |
| ἔστιν αὕτη ἡ τοῦ κάλως κάλωος κλίσις , ἀλλ ' ἐπέκτασις : ἔστι γὰρ ὁ κάλως τοῦ κάλω ἀττικῶς , | ||
| ἀλλὰ τηλικουτοισί καὶ τοιουτοισί : κατὰ πτῶσιν γὰρ γίνεται ἡ ἐπέκτασις , οἷον τοιοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι , τοιουτοιΐ καὶ τηλικουτοιΐ |
| πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό | ||
| δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ |
| ὀνόματα , τό τε κλοπαίαν τό τε ναρθηκοπλήρωτον , οἱονεὶ ἐπεξήγησις τοῦ θηρῶμαι , εἰπὼν γὰρ “ θηρῶμαι δὲ πηγὴν | ||
| αὐτοῖς ἐπιφάνεια καὶ κράτησις τῆς χώρας καὶ τῆς ὅλης νομοθεσίας ἐπεξήγησις , ὡς εὔδηλον εἶναι τὸν προειρημένον φιλόσοφον εἰληφέναι πολλά |
| ὧν ἤδη διείληπται , φυλάττει τὸ η : οἷον , μύλη , μυλήφατος : κοτύλη , κοτυλήρυτος : βοὴ , | ||
| : ἐὰν δὲ τοιαύτη ᾖ οἷον ὅταν παιδίον ἔχῃ , μύλη θερμή τε καὶ ξηρά ἐστι διὰ τὸ εἴσω τετράφθαι |
| προφέρηται , ἑλληνικὰς προσῳδίας ἕξουσιν . καὶ γὰρ ὅταν λέγωμεν Θυιάς Ναίς , τὴν ὀξεῖαν ἕξει ἡ ὑστέρα προσῳδίαν , | ||
| προφέρηται , ἑλληνικὰς προσῳδίας ἕξουσιν . καὶ γὰρ ὅταν λέγωμεν Θυιάς Ναίς , τὴν ὀξεῖαν ἕξει ἡ ὑστέρα προσῳδίαν , |
| ἀντὶ τοῦ . . . . . . . . σατυρικὴ ἥ ἐστι σίκινις . Κατάλογ . : Ἐλευσίνιοι . | ||
| , τὸ δὲ περίβλημα γλαύκινον ἢ μήλινον . ἡ δὲ σατυρικὴ ἐσθὴς νεβρίς , αἰγῆ , ἣν καὶ ἰξαλῆν ἐκάλουν |
| καί „ ἀσπασίη τρίλλιστος , ” ” τριχθά τε καὶ τετραχθά . „ ἴσως δ ' ἄν τις καὶ ἀπὸ | ||
| τὸ μὲν διχθά καθὰ καὶ ἐν Ἰλιάδι τὸ τριχθά καὶ τετραχθά Δωρικόν . Δωριέων γὰρ ἡ τοῦ θ ἐν τούτοις |
| . φάλος Γ . . . . . , : φάλος : τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας . . . εἴρηται | ||
| μὲν εἰς τὸ ὑπαύξοιτο μετέφρασεν , ὁ δὲ ὑπογεννῷτο . φάλος Γ . . . . . , : φάλος |
| γὰρ συμβεβηκότα καὶ ὁμωνύμως κατηγοροῦνται καὶ συνωνύμως καὶ παρωνύμως καὶ ἑτερωνύμως . καὶ τὰ παραδείγματα εἴρηται ἀνω - τέρω . | ||
| τῶν ἄλλων σχημάτων νοητέον . μόνη δὲ ἀρετὴ καὶ σπουδαῖος ἑτερωνύμως . εἰ δὲ ἀπορήσει τις λέγων οὐδὲν ἧττον μένει |
| γε , στεινωπῷ ἐν ὁδῷ ὅθ ' ἄρ ' οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη : πρὶν γὰρ Λυκόοργος ὑποφθὰς | ||
| , στρέφουσι τοῦτον καὶ λυγίζουσι . τοῦτο γὰρ παθοῦσα ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον |
| καὶ ἀπὸ τοῦ πείθω πιστός , καὶ ἀπὸ τοῦ λείφω συναλοιφή . Ξέστης : διὰ τὸ ἀπεξεσμένον τοῦ εἴδους . | ||
| ξύμβολον λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύμβολον . Τούτων ἐστὶ καὶ ἡ συναλοιφή : θοἰμάτιον λέγοντες ἀντὶ τοῦ τὸ ἱμάτιον . Τούτων |
| . ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
| ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
| τόπος δηλῶν τὴν ἐν τῇ πόλει πορευτὴν ὁδόν . ὁ τοπίτης ἀγυιεύς , καὶ κίων ἀγυιεύς , καὶ ἀγυιάτης , | ||
| ἀγροιῶτις καὶ ἀγρωστῖνος καὶ ἀγρεῖος καὶ ἀγρίτης , ὡς τόπος τοπίτης , καὶ ἀγρείη διὰ διφθόγγου . Ἀγυιά , τόπος |
| καὶ ἀκαλήφη , ἡ κνίδη , σεσημείωται διὰ τοῦ η γραφόμενα . οὕτως Θεόγνωστος . . . . ἀκαλανθὶς : | ||
| μὲν γράμματα διὰ τὸ τούτοις πάντα παρ ' Αἰγυπτίοις τὰ γραφόμενα ἐκτελεῖσθαι : σχοίνῳ γὰρ γράφουσι καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί |
| . Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν : ὡς πολυγράμματος . Ἀνὴρ πεδήτης ἰτέαν ἐνημμένος . Ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί τι | ||
| πλανήτης οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , ἀπὸ γὰρ τοῦ πέδη πεδήτης καὶ πλάνη πλανήτης καὶ κόμη κομήτης , οὕτως καὶ |
| πλάνη πλανήτης : κώμη κωμήτης : ὑπήνη ὑπηνήτης : κορύνη κορυνήτης : νίκη νικήτης : ἄλη ἀλήτης : κόμη κομήτης | ||
| ὃ μὲν υἱὸν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος Ἄρνῃ ναιετάοντα Μενέσθιον , ὃν κορυνήτης γείνατ ' Ἀρηΐθοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις : Ἕκτωρ δ |
| ἐδέξαντο . . Τὸ ΕΡΡΙΓΟΝΤΙ οὕτω κανονίζεται . Ῥιγέω ῥιγῶ πρωτότυπον , ὁ μέσος παρακείμενος ἔῤῥιγα , καὶ ἐκ τούτου | ||
| γὰρ λέγω ἀπό τινος οὐ παράγεται καὶ διὰ τοῦτό ἐστι πρωτότυπον , τὸ δὲ εὐλογῶ ἀπὸ τοῦ εὖ παράγεται καὶ |
| καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ | ||
| ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν |
| τρισύλλαβα , ἔχοντα τὴν πρώτην τὴν διὰ τοῦ υ , προπερισπώμενα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , ὑλαῖος | ||
| ἀπὸ τῶν εἰς Ω ῥημάτων διὰ τοῦ ΕΙΟΝ παραγόμενα καὶ προπερισπώμενα διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου γράφεται , οἷον ἄιδω ἀιδεῖον |
| Ἀστυδαμείας τῆς Πέλοπος , ὡς δὲ ἔνιοι λέγουσι Λαονόμης τῆς Γουνέως , ὡς δὲ ἄλλοι πάλιν Ἱππονόμης τῆς Μενοικέως , | ||
| καὶ κώμη ὁμώνυμος . οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ Αἴνου τοῦ Γουνέως ἀδελφοῦ . βʹ ἔστι καὶ πόλις Θεσσαλίας . γʹ |
| , τὸ ὁμοιῶ . ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος , οὕτω καὶ παρὰ τὸ εἴκω εἴκιος . | ||
| οἱ ἐπὶ ὁμονοίᾳ διδόμενοι . παρὰ τὸ ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , καὶ τὸ ὁμοῦ . . . . , |
| Μεγαρίδος . λέγεται καὶ Τριποδίσκη . Ἡρωδιανὸς δωδεκάτῃ . ὁ κωμήτης Τριποδίσκιος . Καλλίμαχος δ ' ἐν Αἰτίων . . | ||
| τὸν πλανήτην : δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι ὥσπερ τὸ κωμήτης καὶ πεδήτης καὶ πλανήτης , καὶ κώμη κωμήτης , |
| τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
| ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
| αὐτῷ παραστάσης . Τὸ δ ' ἐστὶν οἴνου συγκομιδῆς γεωργοῖς ἀλληγορία , δι ' ὧν φησίν : Ὅς ποτε μαινομένοιο | ||
| : τῇ παριαύων τερπέσθω . Τούτοις παραπλησίως ἔχει καὶ ἡ ἀλληγορία , ἥπερ ἕτερον δι ' ἑτέρου παρίστησιν , οἷόν |
| τὰ γὰρ πετώμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε : πτῶ οὖν καὶ πταίω . Πύματος . ἔλλειψις τοῦ θ . παρὰ τὸ | ||
| τὰ γὰρ πετόμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε . πτῶ οὖν καὶ πταίω . . . . . . πταίω : ἀπὸ |
| κόνις κονίω [ καὶ μῆτις ] μητίω : τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος δεδήριμαι , τὸ γʹ δεδήριται , | ||
| οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν οἷς σὺν θεῷ ἡ πρᾶξις . |
| ἐσχατώτατον : οὐδὲ ἀμεινότερον , καλλιώτερον , κρειττότερον ῥητέον : συγκριτικοῦ γὰρ συγκριτικὸν οὐ γίνεται . Εὑρέσθαι , οὐχ εὕρασθαι | ||
| ἥλιε . Περὶ τὰ Εἴδη : ὡς εἴτις ἁπλοῦν ἀντὶ συγκριτικοῦ τάξειεν , οἷον , δῖα θεάων , ἀντὶ τοῦ |
| τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
| ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
| ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται | ||
| ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : |
| ῥήματα βαρύτονα πολλάκις μεταβάλλουσι τὸ παρατέλευτον ε εἰς ω : δέμω δωμῶ , νέμω νωμῶ : ἐκ δὲ τοῦ δωμῶ | ||
| τὸ λεπτόν . ἢ παρὰ τὸ ἀράσσω ἀράχνιον , ὡς δέμω δέμνιον , παίζω παίγνιον : ἤγουν τὸ εὔσχιστον . |
| τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν παροξύτονον , τὰ δὲ παθητικὰ τὸν προπαροξύτονον * ἢ τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν ὀξύτονον , τὰ | ||
| καὶ τὸ Ὀσίρειον : Ἀνούβειον : Τεχόσειον : Μενδίδειον δὲ προπαροξύτονον : ἐφύλαξεν γὰρ τὸ δ τῆς Μενδίδος γενικῆς : |
| ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός γυμνής , ἀργός | ||
| οἳ προγενέστεροί εἰσιν : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρής καὶ ἡ ἀνιαρής καὶ τὸ ἀνιαρές , καὶ ἀνιαρέστερον τὸ συγκριτικόν : |
| : παρ ' οὗ καὶ νειφάλιος διὰ διφθόγγου , καὶ νιφὰς καὶ νιφετὸς διὰ τοῦ ι , ἀφ ' οὗ | ||
| τοῦ ῥήματος . ἰδοὺ γὰρ τὸ εἴρω ἶρις , νείφω νιφὰς , λείβω λιβὰς , καὶ τὰ ὅμοια . Πίδα |
| . Φωνὴ ῥεῦμα διὰ στόματος ἀπὸ διανοίας . Λόγος φωνὴ ἐγγράμματος , φραστικὴ ἑκάστου τῶν ὄντων : διάλεκτος συνθετὴ ἐξ | ||
| φωνῆς ἡ μέν ἐστιν ἐγγράμματος , ἡ δὲ ἀγράμματος . ἐγγράμματος μὲν ἡ τῶν ἀνθρώπων , ἀγράμματος δὲ ἡ τῶν |
| . . . 〚 Ἄλλως . σαρκασμοπιτυοκάμπτης συνετέθη παρὰ τὸ σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ | ||
| σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ σαρκασμὸς εἰρωνεία δακνηρὰ καὶ βαρύτης , ὅθεν καὶ τὴν κλῆσιν |
| μηκέτι [ ] λέγεσθαι ἐτύμως : Πλαταιὰς γὰρ ἀπὸ τῆς πλάτης τῶν κωπῶν εἰρῆσθαι πιθανὸν καὶ Πλαταιέας τοὺς ἀπὸ κωπηλασίας | ||
| ἰαυθμὸς ἡ κοίμησις . λέγει δὲ τὰς μάνδρας . χερσαίας πλάτης τῆς καλαύροπος ἢ τοῦ πτύου . * μηλιαυθμῶν μανδρῶν |
| υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , γέφυρα : ὄλυρα : Ἔφυρα : Κόρκυρα : σίσυρα : πόρφυρα : κολύρα . | ||
| ἐξ ἡρωικοῦ προσώπου εἶπεν . ἔστι δὲ καί τις Θεσπρωτίας Ἔφυρα πόλις . Ἄργος δὲ ἱππόβοτον τὴν Πελοπόννησον καλεῖ , |
| ἀλλήλοισιν ἑὴν ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' | ||
| . λιαρός : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος |
| . . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , , | ||
| ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος |
| : ῥαΐδιος ῥηΐδιος : φωρίδιος : μαψίδιος : σχέδιος : Ἀρκάδιος : νυμφίδιος : ὠμίδιος καὶ ἐπωμίδιος : εἰ γὰρ | ||
| ἱστήκει μείς . λέγουσι δὲ τὸ μεῖς ὁ Ὧρος καὶ Ἀρκάδιος καὶ ὁ Εὐδαίμων ἄκλιτον εἶναι : ἡ γενικὴ ὡς |
| νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ | ||
| ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην : |
| ἄλλος δέ ἐστι Μόψος , ἀφ ' οὗ ἡ Ἀττικὴ Μοψοπία ” . τὸ ἐθνικὸν Μόψιος . Μοψοπία , ἡ | ||
| ἰσοσύλλαβον ἔχει τῇ εὐθείᾳ καὶ τῇ γενικῇ τὸ παρώνυμον , Μοψοπία Μοψοπιεύς Ἐρετριεύς Φωκαιεύς Θεσπιεύς „ . τὸ δὲ ἀγυιάτης |
| / φόρος , οὕτω καὶ τρέχω / τρόχος . τρίετες βαρυτόνως καὶ τριετὲς ὀξυτόνως διαφέρει Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης . βαρυτονούμενον | ||
| καὶ μετὰ [ βίας ] ἀφαίρεσιν δηλώσει : ἐὰν δὲ βαρυτόνως ἁρπάγην ὡς ἀνάγκην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων |
| , ἀπολύω . ἁρπάζω , πλανῶ , διαρπάζω , συναρπάζω φθείρω , ἐξαρπάζω . φέρω , ἐπιφέρω εἰσφέρω , προσφέρω | ||
| δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , |
| μὴ τὰ πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ ” . παρὰ δὲ τὸ κνῶ μονοσύλλαβον γέγονεν καὶ κνημῶ : „ ἀλλ ' ἔστιν | ||
| , ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω , λεπτὸς γὰρ ὁ |
| ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ δοτικῇ καὶ αἰτιατικῇ . Ἡ ἀπό ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ . Ἡ ὑπέρ ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη | ||
| , τοῦτο γὰρ δασύνεται : καὶ τὸ ἡμῖν οὖν ἀντωνυμία ἐγκλινομένη καὶ συστελλομένη παρ ' Ἴωσι δασύνεται , παρὰ γὰρ |
| ὡς Ὑριεύς Ὀρθωσιεύς Ἀφροδισιεύς Δημητριεύς , καὶ Αἰσωνιάτης , ὡς Κυδωνιάτης καὶ Κροτωνιάτης . τὸ δ ' Αἰσωνίς ἀπὸ τῆς | ||
| Θρᾴκης , Θεόπομπος Φιλιππικῶν γʹ . τὸ ἐθνικὸν Ζειρηνιάτης ὡς Κυδωνιάτης . Ζέλεια , πόλις Τρωάδος . „ οἳ δὲ |
| ἔκριναν θανάτου . Ῥᾴδιον ἁπλοῦν : ῥᾷον συγκριτικόν : ῥᾷστον ὑπερθετικόν . Τὰ δὲ συγκριτικὰ πολλαχῶς προφέρονται , οἷον κρείττων | ||
| : οὐδὲ γὰρ τὰ εἰς ωρ λήγοντα σχηματίζουσιν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν . ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος . τὸ μέντοι |
| , λέγεσθαι δοκεῖ τριχῶς , κοινῶς τε καὶ ἰδίως καὶ ἰδιαίτατα . κοινῶς μὲν γὰρ πᾶν μέτρον καταλήψεως , καθ | ||
| τοὺς λόγους τοῦ φιλοσόφου : φησὶ γὰρ ὅτι διαφέρει ἡ ἰδιαίτατα τῆς κοινῶς καὶ ἰδίως , ὅτι αἱ μὲν ἔχουσι |
| ἐάγη . πῶς οὖν παρὰ τὸ ἕπω καὶ ἥφθη τὸ ἑάφθη δύναται διαιρεῖσθαι ; διὸ ὁ Τυραννίων ἐκδέχεται ἀπὸ τοῦ | ||
| ἐκλίνθη δ ' ἑτέρωσε κάρη , ἐπὶ δ ' ἀσπὶς ἑάφθη . . . . Ν : Ἑάφθη : Ἀρίσταρχος |
| ἐς τὴν παρεξειρεσίαν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀσπίδα . † Καὶ ἀναδίπλωσις δέ που εἰργάσατο μέγεθος , ὡς Ἡρόδοτος δράκοντες δέ | ||
| τινὸς λόγου , ἢ πλειόνων λέξεων ἐπαναλαμβανομένων , ὃ καὶ ἀναδίπλωσις καλεῖται , οἷόν ἐστι τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος |
| τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
| καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
| οὕτω καὶ ἐκ τοῦ νοῶ γίνεται νοΐσκω καὶ κατὰ συναίρεσιν νώσκω καὶ προσθέσει τοῦ γ Αἰολικῶς γνώσκω , ἐπεὶ καὶ | ||
| Ἰωνικὴ ἀναδίπλωσις νινώσκω διὰ τῶν δύο ν . τοῦ δὲ νώσκω Ἠπειρωτικὴ γιγνώσκω διὰ τῶν δύο γ . . . |
| τὰ κρέα ἀττικῶς . ὦ κρέατα κοινῶς , ὦ κρέαα ἰωνικῶς , ὦ κρέα ἀττικῶς . Ἑνικά . Τὸ τεῖχος | ||
| ὅτε δὴ κείρασθαι , καί τινα ἐπιστολὴν ἀνέπλασαν ξυγκειμένην μὲν ἰωνικῶς , τὸ δὲ μῆκος ἄχαρι , ἐν ᾗ βούλονται |
| οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός : | ||
| τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ |
| ἀντωνυμιῶν παραλαμβανομένων , συνήθους τε ὄντος τοῦ κατὰ τὸ ε πλεονασμοῦ . Οὐκ ἔστι παρὰ Δωριεῦσιν ἐν τρίτῳ ἡ διὰ | ||
| τὸ νοσοῦν . ἔσται δὲ ἀπὸ ἐμέτων πυκνοτέρων καὶ χολῆς πλεονασμοῦ . δυσπνοοῦσιν οὖν καὶ τὰ πλευρὰ ἐπαισθάνονται ῥυπτιζόμενοι πάνυ |
| ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
| βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
| . ἰστέον ὅτι τὰ μετὰ συμφώνου γινόμενα ἐν τοῖς συγκριτικοῖς βραχύνεται κατὰ τὰ φωνήεντα , οἷον σωφρονέστατον ὑγιέστερον . τὸ | ||
| Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα , τὰ ὀστέα βραχύνεται τὰ κάτω τοῦ ὀλισθήματος , καὶ σάρκες μινύθουσι τἀναντία |
| οἷον λέβης λέβητος , Λάχης Λάχητος , πένης πένητος , τάπης τάπητος , πλάνης πλάνητος , Τρόμης Τρόμητος . Εἰς | ||
| ἔχοντες , ἀμφιτάπητες οἱ ἐξ ἀμφοτέρων : εἴρηται δὲ καὶ τάπης , ητος , καὶ τάπις , τάπιδος , καὶ |
| Τιταιρώνειον : Ἱέρων Ἱέρωνος , Κικέρων Κικέρωνος . Τὰ μέντοι παρασύνθετα διὰ τοῦ ο , πεῖρα ἄπειρος ἀπείρων ἀπείρονος , | ||
| εἰς ος εἰς ης γινόμενα βαρύτονα , εἴτε ἁπλᾶ εἴτε παρασύνθετα , εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχουσι τὴν γενικήν , |
| μὴ παρὰ πρόθεσιν παροξύνεται : λεοντομάχος μονομάχος , χωρὶς τοῦ ἀγχέμαχος . τὸ δὲ πρόμαχος καὶ σύμμαχος ἐκ προθέσεων . | ||
| βιβῶ , εἰς ε βέ - βαιος , ὡς ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος . γίνεται οὖν βέβαιος , ὁ ἑδραῖος ἀπὸ ῥημάτων |
| τὸ τιννύω : γίνω τὸ κατασκευάζω , ἐπὶ γὰρ τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω | ||
| τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . . . . αἰέλουρος : τοῦτο παρὰ γὰρ |
| πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Μαρμαρίδαι εἰσίν . Ὑπεράνωθεν δὲ οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες | ||
| πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Μαρμαρίδαι εἰσίν . Ὑπεράνωθεν δὲ οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες |
| καὶ ἐνεργητικὸν σημαίνει καὶ παθητικόν . . . , : ἐρέτης : ἐλῶ ἐλέσσω παράγωγον , καὶ τροπῇ τοῦ λ | ||
| νεὼς ἐπιβὰς μὴ ὅτι κυβερνήτης γενέσθαι , ἀλλ ' οὐδὲ ἐρέτης , οὐδέ τις τῶν διαθεόντων καὶ ξυνεπιλαμβανόντων τῇ σωτηρίᾳ |
| η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς | ||
| μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι , |
| Ἁλαῖος λέγεται Ἁλαιεύς ] , ὡς Ληναῖος Ληναιεύς , Κρηταῖος Κρηταιεύς ‚ . ἀλλ ' ἐν τοῖς ἑξῆς κατ ' | ||
| Ἀμύκλαι Ἀμυκλαῖος , καὶ Ἀμυκλαιεύς ἐξ αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς |
| ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα | ||
| ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ |
| μέσων ὑποδωρίου καὶ λήγει ἐπὶ μέσην ὑπολύδιον , ὁ δὲ μεσοειδὴς ἄρχεται μὲν ἀπὸ ὑπάτης φρυγίου , λήγει δὲ ἐπὶ | ||
| , ὡς ἐναρμόνιος χρωματικὴ διάτονος : συστήματι , ὡς ὑπατοειδὴς μεσοειδὴς νητοειδής : τόνῳ , ὡς δώριος φρύγιος : τρόπῳ |
| . . Βλείμην : ἔστι βλῶ βλῆμι , ὁ μέλλων βλήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐνεργητικὸς ἔβλην , τὸ δεύτερον | ||
| . . , . : ἀμφίβληστρον : παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ * * * . |
| Ἅβρωνος βίος : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν : τοιοῦτος γὰρ ὁ Ἅβρων , ἐξ οὗ καὶ τὸ ἁβρὸς καὶ ἁβροδίαιτος . | ||
| Ἅβρωνος βίος : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν εἴρηται ἡ παροιμία . Ἅβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος καὶ ἁβροδίαιτος . Δύναται δὲ |
| ἐκ δὲ τοῦ διώκω γίνεται διωκή καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ ἰωκή . . . . ἀνιηρέστερον : ἀπὸ τοῦ ἀνιαρός | ||
| τοῦ δ , δυσμίνη καὶ ὑσμίνη , ὡς διωκὴ καὶ ἰωκή . Ὑπερφίαλος . τροπῇ τοῦ υ εἰς ι , |