, σκέπην , ἔκκλισιν . Γλαυκή : λευκὴ , ἡ καταπληκτική . Ὡς δ ' : παραβολὴ , παράδειγμα .
ὁμιλίᾳ τε κεχορηγημένη , πάνυ δ ' εὐπρόσωπος οὖσα καὶ καταπληκτική πολλοὺς ἐραστάς , καὶ πολίτας καὶ ξένους , εἶχ
5828147 κεχορηγημενη
, δέκα μυριάδας ἔχουσα τῶν ἀστῶν σχεδόν περιουσίᾳ πλείστῃ τε κεχορηγημένη : οἳ δὴ παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως αὔτανδρον ἐξέφθειραν ἐπιφανῆ
συνέσει καὶ τόλμηι καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς πρὸς ἐπιφάνειαν συντείνουσι κεχορηγημένη καιρὸν ἔλαβεν ἐπιδείξασθαι τὴν ἰδίαν ἀρετήν . πρῶτον μὲν
5293466 ῥωμη
, ἐνδεικνυμένου τοῦ ποιητοῦ ὡς οὔτε γονέων ἐπιφάνεια οὔτε σώματος ῥώμη οὔτε ποδῶν ὠκύτης οὔτε κάλλους ὑπερβολὴ ὄφελος μέγα τῷ
, μέγεθος νοσήματος , ἤτοι παρὸν ἢ προσδοκώμενον , δυνάμεως ῥώμη , ἡλικία πλὴν τῶν παίδων καὶ γερόντων ἡ ἄλλη
5203985 ἰσχυς
κατηγόρῳ : καὶ τὰ παρακολουθοῦντα τούτοις τῇ νεότητι , σώματος ἰσχὺς , κάλλος , ἀφροσύνη : τὸ κοῦφον καὶ εὐχερὲς
ἡ σκιὰ λυπεῖ καθάπερ εἴρηται καὶ τὸ ὄψιον ὡς ἡ ἰσχὺς τῶν ῥιζῶν : ἀφαιρεῖται γὰρ τὴν τροφὴν συντάρρων γινομένων
4879445 δειλια
θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , κάλλος ,
κακίας πρὸς τοῖς τῶν πολεμίων : οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία . καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
4764795 κακια
ἄγαν ὑπερβολὴ καὶ κακία ὥσπερ καὶ ἡ ὀκνία ἔλλειψις καὶ κακία . τὰς δὲ ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις καὶ θεὸς μισεῖ
τῇ ἀρετῇ , ἤτοι τῇ ἐγκρατείᾳ , ἑτέρα τίς ἐστι κακία παρὰ τὰς ἄλλας , τὰς ἀντικειμένας ταῖς ἠθικαῖς ἀρεταῖς
4754607 ἐπιτηδειοτης
: ταῦτα γὰρ τοῦ διαφανοῦς πέρατα : τὸ δὲ διαφανὲς ἐπιτηδειότης ἐστὶν εἰς ὑποδοχὴν φωτὸς ἢ ἴχνος τι φωτὸς ἀμυδρὸν
ἐποχῆς : τὰ πολλὰ δὲ εἰς καχεξίαν καὶ ὕδρωπα ἐντεῦθεν ἐπιτηδειότης γίνεται . Δήλη δὲ γίνεται ἡ ἐκ τῶν νεφρῶν
4733758 φοβος
καὶ ἀπόλλυνται οἱ ἐκφοβούμενοι . εἰ δὲ ὑφειμένος ἐστὶν ὁ φόβος , σπασμὸν ποιεῖται . Καὶ τὸ χρῶμα μεταβάλλουσι χλωρὸν
ἐν τοῖς ὅπλοις . ἤδη δέ τις εἶπεν ὡς οὐδεὶς φόβος οὐδενὸς κινδύνου τῆς ψυχῆς ἥψατό σου . μέγιστον δέ
4719593 ἐκπληξις
κνέφας . ἀλλ ' ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προσβάλω δόρυ ; ἔκπληξις ἂν γένοιτο : νικῆσαι δὲ δεῖ . βαθύς γέ
, οὐδ ' ὅτι τῆς μὲν ἐν ποιήσει τέλος ἐστὶν ἔκπληξις , τῆς δ ' ἐν λόγοις ἐνάργεια , ἀμφότεραι
4697806 πενια
πρὸς εὐδαιμονίαν , οὔτε ποτὲ αὐτῆς ἀφαιρουμένη , ἀλλὰ κἂν πενία , κἂν νόσος , κἂν ἀδοξία , κἂν βάσανοι
οὔτε , οὔτε ἐλευθερία οὔτε δουλεία , οὔτε πλοῦτος ἢ πενία | ἀγαθὰ ἢ κακά , ἀλλὰ ἡ μὲν τούτων
4675661 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
4651362 ἀσθενεια
μὲν ἔχθραν ἡμῶν τὸ ἀνόμοιον τῆς τύχης ἤδη λέλυκε καὶ ἀσθένεια ἣ ἐγχορεύει φυγάσι , σὺ δὲ τοῦτο καὶ ὑπερῆρας
ὀδύνη , ἔμφραξις δηλοῦται , εἰ δὲ μηδὲν τούτων , ἀσθένεια τῆς ἑλκτικῆς . ἔμετος δὲ γενόμενος τῆς μελαίνης χολῆς
4648612 δεινως
ἡ τῆς γαστρὸς ἐπίσχεσις γένοιτο . Τὰς δ ' αἱμοῤῥαγίας δεινῶς παροξύνει . Τῷ θερμαίνειν δηλονότι καὶ καίειν τὰς ὕλας
Ἀττικὴν πυρπολουμένην καὶ τὸ τέμενος τῆς Ἀθηνᾶς ἀκούοντες κατεσκάφθαι , δεινῶς ἠθύμουν . ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας πολὺς
4627921 ἐργαζεται
δῆθεν πλεῖν ἐπὶ τὴν Σικελίαν τῷ μεγέθει τῆς παρασκευῆς τοὐναντίον ἐργάζεται . ἐκεῖ μὲν οὖν ὅλον τὸ εἶδος τοιοῦτόν ἐστι
οἷον ϲέλινον , ἀδίαντον καὶ τὰ ὅμοια , πινόμενα μετοχέτευϲιν ἐργάζεται . ϲύνθετα δὲ ἥ τε Πολυείδου ϲφραγίϲ ἐϲτιν καὶ
4622452 Ὀσφυς
Ἀπφῦς : ἀδελφός . Διονῦς : ὄνομα κύριον Διονύσου . Ὀσφῦς : ἡ ζῶσις . Πρωτεῦ : ὄνομα κύριον .
Ἀπφῦς : ἀδελφός . Διονῦς : ὄνομα κύριον Διονύσου . Ὀσφῦς : ἡ ζῶσις . Πρωτεῦ : ὄνομα κύριον .
4579669 ἀνδρεια
κτλ . ►ἀρεταὶ φύλακος εὐαισθησία αʹ ταχυτής βʹ ἰσχύς γʹ ἀνδρεία δʹ φιλομαθία εʹ◄ αʹ βʹ γʹ δʹ εʹ .
γὰρ ἂν οὐδ ' ἀρεταὶ κατωρθοῦντο ἐν τῷ ἀλόγῳ οἷον ἀνδρεία καὶ σωφροσύνη , προσθήσω δὲ καὶ δικαιοσύνη , εἰ
4578037 καθεστηκυια
τὸν φίλον . ἡ μὲν γὰρ ἀρετή πως ἔχον ἡγεμονικὸν καθεστηκυῖα , καὶ ἡ σπουδαία πρᾶξις , ἐνέργειά τις οὖσα
καὶ θυμὸς περὶ σέ , τὴν δὲ τιμὴν σωφρονοῦσα καὶ καθεστηκυῖα κρίσις ἑκατέρου πάθους ἀπηλλαγμένη . Ἀλλ ' ἔστω σοι
4553938 δοκουσα
γευστόν τι κατὰ ἀλλότριον ἐλέγετο χυμόν . εὐαπόλυτος δὲ ἡ δοκοῦσα ταραχή . ἀλλότριον γὰρ χρῶμα τὸ φῶς ὡς ἀλλαχόθεν
τοῖς πλείοσιν ? [ ] οὐκ [ ἐατέα εἶναι ] δοκοῦσα | [ ] πλούτου [ ] ? ? τε
4539158 ἐπιθυμια
, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία , καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω . Ἴσως γὰρ ἄν
τοῦ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς ὅτι ἕτερον ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ προαίρεσις . Ἔτι φησὶ προαιρέσει μὲν ἡ
4537273 λυπη
ἡδύ , ἥδεσθαι : ἐπιθυμία , ἐπιθυμητόν , ἐπιθυμεῖν : λύπη , λυπηρόν , λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν ,
καθὸ ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα . εἰ οὖν ἡ λύπη κακὸν καὶ φευκτόν , τῷ δὲ φευκτῷ καθὸ φευκτόν
4518751 ἐλλειπεσθαι
εἶναι ἢ παρὰ τὸ λεπιδωτὸν τῶν ἰχθύων ἢ παρὰ τὸ ἐλλείπεσθαι ὀπὸς καὶ φωνῆς . ᾠδήκαντι : Αἰολικῶς ἢ Δωρικῶς
ἐξαίφνης καὶ περιττεύει μὲν καρποὺς πολλοὺς ἐπὶ τὴν γαῖαν , ἐλλείπεσθαι δὲ πολλαχῶς τοὺς δαπανῶντας τούτους , καὶ σάλοι ἀλλεπάλληλοι
4504571 ἐμποιει
. ὅταν γὰρ ὕδωρ μικρὸν ἐπιχυθῇ , διαθερμαίνει καὶ αἴσθησιν ἐμποιεῖ κατὰ τὴν ἁφήν . ἀεὶ δὲ δεῖ συμμετρίας τινὸς
τῶν πολεμίων φόβον : τὸ γὰρ εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς θάρσος ἐμποιεῖ τοῖς φίλοις . τινὲς δὲ πολέμιον φόβον λέγουσι τὴν
4500277 ὁμιλουσα
ἑστῶσαν τὴν γνῶσιν καὶ μὴ παραρρέουσαν ἔχουσα , ὡς αὐτοῖς ὁμιλοῦσα τοῖς πράγμασι : καὶ μνήμη μὲν τῶν πάλαι ἐγνωσμένων
αἵματι πρὸς τὴν ἐκείνου χρόαν μεταχρώννυται . χαίρει δὲ ἡλίῳ ὁμιλοῦσα τῆς πορφύρας ἡ βαφή , καὶ ἡ ἀκτὶς αὐτὴν
4498122 φοβερα
] διὰ τὰ προσόντα κακὰ τοῖς εἰσερχομένοις καὶ τὰ λεγόμενα φοβερά . κακῶν γὰρ ] παρὰ τὸ λεγόμενον ἐν τῆι
θάνατος δεινόν , ἀλλ ' ἡ περὶ τὴν τελευτὴν ὕβρις φοβερά . Πῶς δὲ οὐκ οἰκτρὸν βλέπειν ἐχθροῦ πρόσωπον ἐπεγγελῶντος
4469959 νοσος
ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς ☍ ἐπὶ τὸ μεῖζον τραπῇ ἡ νόσος καὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λεπταὶ ἀνενεχθῶσι , ἀπαραβάτως ἀναιροῦνται
λεύκανσις , εὔνοια δὲ θάττων οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ νόσος ἢ μελανία , οὐκ ἂν εἴη ἡ εὔνοια φίλησις
4465883 νεοτης
] πανώλεθρος . γέρων ] ἔρρει , ἀλλὰ πᾶσα ἡ νεότης . . μονάδα δὲ ] μεμονωμένον δέ φασι τὸν
τοῦ τε Ἑλληνικοῦ καὶ βαρβαρικοῦ γένους καὶ τῶν πόλεων ἡ νεότης ἐφθάρη . εἰ δὲ τὰ ἐξ ἀκρασίας στάσεις ἐμφύλιοι
4457657 ἀπιστια
δὲ δέοι τὸν ἄνθρωπον ἀνασωθῆναι , φθόνος δαιμόνων καὶ ἀνθρώπων ἀπιστία . Εἰ τοίνυν ἐν τοῖς θνητοῖς ὁ τοῦ εἴδους
αὐτομολία , πρᾶσις , δωροδοκία , δεκασμός , κιβδηλία , ἀπιστία , βλακεία , ζημία , κατάλυσις , σύγχυσις ,
4456130 στενοτης
τοῦ ῥοῦ τὸ τάχος , ἐκ πλαγίου δ ' ἡ στενότης . καὶ τὰ μὲν καθόλου , βουλομένοις μὴ μακρὰν
ἐς τὸ πέλαγος οὔτε ὅσον ἀλλήλων διαστῆναι : ἡ γὰρ στενότης ἡ τοῦ χωρίου καὶ τὸ φύσει δυσέξοδον αὐτοῦ καὶ
4447183 πονος
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ
4428854 μεστη
δ ' ὁ θάμνος καὶ ἡ ῥίζα ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστή . χρῆσις δὲ καὶ ἀπόθεσις τούτου ὁμοία τοῖς προειρημένοις
ἡ νῆσος κοίλη κατὰ γῆς ἐστι , ποταμῶν καὶ πυρὸς μεστή , καθάπερ τὸ Τυρρηνικὸν πέλαγος , ὡς εἰρήκαμεν ,
4427956 φοβερον
θαλάσσῃ στενοῦ , ὅπερ καὶ ἐπὶ γῆς ἄγαν κινδυνῶδες καὶ φοβερόν ἐστιν . ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσι : ὅπου στενοῦται ἡ
γαίης : ἐπὶ γῆς ἐν τῇ γῇ * σμερδαλέον : φοβερόν * ἀείρει : αἴρει , ὑψοῖ μετεωρίζει * τῆς
4427450 παλιρροια
ὅταν σφοδρὰ τυγχάνῃ καὶ συγκεχυμένη ἡ πρὸς τὴν καρδίαν καταφερομένη παλίρροια , οὔθ ' ὁμοίους οὔτε καθαροὺς τοὺς τύπους ἐᾷ
πυρὸς αὐγὴν ἀπαστράπτουσα ἦν , πελαγῶν ἃ τέως ἀνακοπέντα διειστήκει παλίρροια , τοῦ διακοπέντος καὶ ἀναξηρανθέντος μέρους αἰφνίδιος θαλάττωσις ,
4423417 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
4416371 πολλη
πράττειν : εἰ δ ' ἀσθενὴς εἴη καὶ ὠμότης ὑπόκειται πολλὴ , ταῖς ἀνατρίψεσιν ἀνάγκη προσκαρτερεῖν καὶ τοῖς ἠρέμα λεπτύνειν
ἀγαθά . ταῦτα δ ' ἀποδείξομεν . Παρὰ τῷδε Καλλίᾳ πολλὴ θυμηδία , ἵνα πάρα μὲν κάραβοι καὶ βατίδες καὶ
4410837 ἀντιταττομενοι
Ἕλληνας , εἰκότως ἂν ἴσως φανεροὶ πρὸς ἐκεῖνον ἐγιγνόμεθ ' ἀντιταττόμενοι : ἐπεὶ δὲ πάσης ἐστὶ παρασκευῆς ὁ αὐτὸς τρόπος
τοῖς ἐπιπολαιορρίζοις οἷον ἐλάᾳ καὶ συκῇ βουλόμενοι πιέζεσθαι καὶ ὥσπερ ἀντιταττόμενοι πρὸς τὰς φύσεις . Ὅπως δὲ καὶ τῶν ὑδάτων
4400819 τραχεια
ἐφεξῆς δ ' ἐστὶν αἰγιαλὸς λιθώδης , καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστος ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ
καὶ ὄργανον μὲν τῆς φυσικῆς δυνάμεως ὁ πνεύμων , ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , ὑπερῴα , ὄργανα δὲ τῆς διαλέκτου χείλη
4400689 ἰσχυρος
ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ
. Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν
4395885 δυνατη
ἡ πέρα τούτων καὶ ἀλλοίων ἐδεσμάτων ἢ τοιούτων ἐπιθυμία , δυνατὴ δὲ κολαζομένη ἐκ νέων πολλῶν ἀπαλλάττεσθαι , καὶ βλαβερὰ
. τὸ ὄρος : τὸ Σκόμιον δηλονότι . περίπλους : δυνατὴ περιπλευσθῆναι . νηῒ στρογγύλῃ : ἐμπορικῇ , διὰ τὰ
4373161 ὁρμη
, ζῴοις δ ' ἐν τροπικοῖς ἀτελὴς τοῦδ ' ἔσσεται ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Ἄρης βλάπτῃ καταισχυνθήσεται
ἐπεγείρειεν ἡ ἐκ τοῦ γνῶθι σαυτὸν καὶ αἰσχύνεο σαυτὸν ἔνθεος ὁρμή . πρὸς γὰρ τὴν ἡμετέραν ἀξίαν καὶ τὰ τῶν
4371675 ἐρημια
, τὸν ὁμώνυμον τὸν θεῖον . πῶς οὖν ἂν εἴη ἐρημία , οὗ χορὸς τοιούτων ἕστηκεν ; Σαυτῷ καὶ νῦν
λάχανα οὐ θέλω . οὕτως καὶ σχολὴν οὐ θέλω , ἐρημία ἐστίν , ὄχλον οὐ θέλω , θόρυβός ἐστιν .
4349351 ἐπικρατουσα
δὲ καὶ τοῖς ὅσον οὔπω ῥηθησομένοις . Καὶ χολὴ μὲν ἐπικρατοῦσα ξανθὴ ἢν μὲν ἄνω ῥέπῃ καὶ ῥᾴδιόν σοι ἐμεῖν
εἴωθεν ἐν τοῖς ἀψοστήμασι καὶ οἱοισδήτισιν ἕλκεσιν : ἂν μὲν ἐπικρατοῦσα ᾖ ἡ φυσικὴ καὶ πεπτικὴ δύναμις , βραχύ τι
4347131 ἀκολασια
τοῦ ἐναντίου . ἡ μὲν οὖν περὶ τὰς ἡδονὰς ὑπερβολὴ ἀκολασία ἐστίν , ὡς εἴρηται . ἡ δὲ ἔλλειψις ὄνομα
νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι . φαίνεται δὲ ὅτι καὶ ἡ ἀκολασία χείρων τῆς ἀκρασίας ἐστί . φανερὸν γὰρ πᾶσιν ὡς
4332317 μανια
ἀντιποιεῖσθαι καὶ μηδὲν εἰς τὸ λειτουργεῖν βεβλάφθαι τὴν πόλιν , μανία σαφὴς ἂν ἦν ταῦτα κωλύειν αἱρεῖσθαι , ἃ μήτε
ἤδη : τίς ς ' , ὦ τλῆμον , προσέβη μανία ; τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς
4320670 εὐφραινει
κέρδος ἀποβαλούσῃ τὸν παῖδα ; τί με τουτωνὶ τῶν ἐρριμμένων εὐφραίνει τὸ πλῆθος ἑτέρας οὐκ οὔσης γονῆς ; ταῦτα κινήσει
. ἔτι δὲ καὶ οὐ τούτων μόνον ἕνεκα τῶν εἰρημένων εὐφραίνει τὰ πεμπόμενα παρὰ βασιλέως , ἀλλὰ τῷ ὄντι καὶ
4307756 ἀσελγεια
νόμιμον παραβεβασμένον ὁμοίως καὶ φανερώτερον ἐνδείκνυται λέγων ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται
ὤτων ἀρξάμεναι τῆς διαφθορᾶς ἀπολώλασιν αἱ πλείους . ἡ γὰρ ἀσέλγεια [ καὶ δι ' ὤτων καὶ δι ' ὀφθαλμῶν
4304801 ἐπιφερουσα
οἰκοδομημάτων , οὐ γὰρ εἴασεν ἡ πάλαι Περσῶν ὕβρις πῦρ ἐπιφέρουσα τοῖς ἀνθισταμένοις , ἔστι δὲ πολὺ τὸ οἰκούμενον ἀποχρῶν
ἐστιν ἕλκωσις ὑπὸ πληγῆς ἢ ἄλλης τινὸς αἰτίας κατὰ βάθος ἐπιφέρουσα ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ , τὴν διαίρεσιν τῶν ὑμένων
4304476 ἀφροσυνη
ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος
φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον
4290987 ἐπιτεταμενη
βαρβάρων φρονεῖ . οὕτως Πλάτων . . βούλιμος : ἡ ἐπιτεταμένη λιμός . . , . Γ γρύξαι : βραχύτατον
ἑκάστη ξυνάγουσα , ἐνταῦθ ' ἐξερεύγεται . Αὕτη δὲ ἡ ἐπιτεταμένη διὰ τῶν καθειμένων πλεκτανέων ἐς ταὐτὸ ξυνάγει : ἐντεῦθεν
4278919 ἰσχυρα
αὐτοῦ μέτρου τὸ κῶλον . καττύματα δέ ἐστι δέρματά τινα ἰσχυρὰ καὶ σκληρά , ἅπερ τοῖς σανδαλίοις καὶ τοῖς ἄλλοις
ἐξ ὧν ἁπάντων καὶ ἡ δύναμις ἤτοι γε ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὰ γίνεται . τὰ δ ' ἐξαιρόμενα τῶν οἰδημάτων διὰ
4278512 πραοτης
τέσσαρα τῆς ἀρετῆς εἴδη παρὰ τὴν διὰ πέντε συμφωνίαν , πραότης μὲν ἐν ταῖς ἀνεκστασίαις ὑπὸ ὀργῆς , ἀφοβία δὲ
: πρόσκειται βαρύτονα ἀρσενικὰ διὰ τὸ ἁγιότης : ὁσιότης : πραότης : βαρύτονα καὶ καθαρὰ διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφεται
4255859 φιλαργυρια
τυχόντων ὅλῃ τῇ Ἑλλάδι αἴτιος γεγενῆσθαι Δημοσθένης καὶ ἡ τούτου φιλαργυρία ; ἢ προσήκειν αὐτὸν ὑφ ' ὑμῶν ἐλέου τινὸς
ἡμέρᾳ ὡς ἐν νυκτὶ πορεύεται . Τέκνα μου , ἡ φιλαργυρία πρὸς εἴδωλα ὁδηγεῖ , ὅτι ἐν πλάνῃ δι '
4229635 μαλθακη
γίνεται , [ ἢ κατὰ συλλογισμόν , ] ἥ ἐστι μαλθακή τις καὶ ἀμυδρὰ οἷον πόρρωθεν μὲν ὁρῶσα , τῇ
ἐς ταύτην ὑποδύεται . Ἐσθὴς δὲ τοῖς μὲν πλουσίοις ὑαλίνη μαλθακή , τοῖς πένησι δὲ χαλκῆ ὑφαντή : πολύχαλκα γὰρ
4229067 ἡσυχια
; Ναί . Τὸ δὲ μήτε λυπηρὸν μήτε ἡδὺ οὐχὶ ἡσυχία μέντοι καὶ ἐν μέσῳ τούτοιν ἐφάνη ἄρτι ; Ἐφάνη
Γονόρροιά ἐστιν ἔκκρισις ἀπροαίρετος σπέρματος , ἐφ ' οἷς ἁρμόζει ἡσυχία καὶ σκέπη τῆς ὀσφύος καὶ τῶν ἐν βάθει πιλήμασί
4227908 κατανενοηκας
γάρ , ἔφη ὁ Ἱέρων , τὰ πολλὰ ταῦτα μηχανήματα κατανενόηκας ἃ παρατίθεται τοῖς τυράννοις , ὀξέα καὶ δριμέα καὶ
. Τοῦτο δ ' , ἔφη , ὦ Περίκλεις , κατανενόηκας , ὅτι πρόκειται τῆς χώρας ἡμῶν ὄρη μεγάλα ,
4226158 ἀπατωσα
τῶν γραφῶν καὶ μυρίων ἄλλων , ἡ αἴσθησίς ἐστιν ἡ ἀπατῶσα . Διὸ καὶ μεμφόμεθα πάντες ἐπὶ τῶν τοιούτων οὐ
καὶ ἀνελεύθερος , σχήμασι καὶ χρώμασι καὶ λειότητι καὶ ἐσθῆτι ἀπατῶσα , ὥστε ποιεῖν ἀλλότριον κάλλος ἐφελκομένη τοῦ οἰκείου διὰ
4219907 πεπασμος
ὑποστροφαί . Πᾶν τὸ ἐκπυέον , ἀνυπόστροφον : οὗτος γὰρ πεπασμὸς , καὶ κρίσις ἅμα καὶ ἀπόστασίς ἐστιν . Οἷσιν
, βιαίως ἀναγόμενα , κακὸν , καὶ πᾶς ὁ τοιοῦτος πεπασμὸς , κακόν : κάθαρσις πολλὴ κάτω τοὺς τοιούτους παραπληκτικῶς
4216389 καταπληξις
ἧκεν ἐπὶ τὴν ναῦν , τοῦ τριηράρχου δορυφοροῦντος αὐτήν , κατάπληξις εὐθὺς ἦν πάντων καὶ ταραχὴ διαθεόντων . εἶτά τις
Ὄκνος : αἰσχύνη : δεῖμα : δέος : ἔκπληξις : κατάπληξις : [ δειλία : ] ψοφοδέεια : ἀγωνία :
4208674 ἐγκρατεια
μὴ ἡττᾶσθαι τὸ νικᾶν : διὸ βέλτιον καὶ αἱρετώτερον ἡ ἐγκράτεια τῆς καρτερίας : βέλτιον γὰρ νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι
φαύλων ἡδονῶν . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία :
4207715 ὀκνος
' ἀλλοτρίοις κακοῖς . Τοῦ φόβου πάλιν εἴδη ἕξ , ὄκνος , αἰδώς , αἰσχύνη , κατάπληξις , ἔκπληξις ,
: ἐπεὶ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν ὃ δωρεῖται λέγειν μὲν ὄκνος εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὸ κακῶς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ
4199508 χαλεπη
ἴσως δεήσει πορεύεσθαι , ποία τίς ἐστιν , τραχεῖα καὶ χαλεπή , ἢ ῥᾳδία καὶ εὔπορος . καὶ δὴ καὶ
ἀσυμμετρίαν τε καὶ ἀνεπιτηδειότητα : οὕτως οὖν καὶ ἐπὶ ἡμῶν χαλεπή ἐστιν ἡ περὶ τῆς ἀληθείας θεωρία διὰ τὴν ἡμῶν
4186976 ἐρεθιζουσα
ἄγαν προ - θύμων : μύωψ δέ ἐστι μυῖά τις ἐρεθίζουσα τοὺς βοῦς : καὶ τὸ σίδηρον , ὃ φοροῦσιν
τοῦ συμπτώματος αἰτία ἐστὶ κακοχυμία τις ὀξώδης , δάκνουσα καὶ ἐρεθίζουσα τὸ στόμα τῆς γαστρὸς καὶ τὴν ὄρεξιν ἐπεγείρουσα :
4184360 ζωγραφια
καὶ χαλκευτική , ἢ κατὰ τὸ τέρψιν ποιοῦν , ὡς ζωγραφία , ἢ καὶ κατ ' ἄμφω , ὡς μουσική
ἔργον γράφειν , καὶ τὸ ἐπίρρημα γραφικῶς . ἀλλὰ καὶ ζωγραφία καὶ ζωγράφος καὶ ζωγραφεῖν καὶ ζῷα ποιεῖν : ἐρεῖς
4173724 ἡδονη
καὶ ἡ κατ ' ἀρετὴν ἐνέργεια [ ᾗ ἕπεται ἡ ἡδονή , καὶ ἡ κατ ' ἀρετὴν ἐνέργεια ] παντὶ
, φησὶν , ἡδονὴ ψευδὴς , ἔσται τις ἡδονὴ οὐχ ἡδονή : ἢ μάλιστα μὲν οὐδὲν συμβήσεται τοιοῦτον : καὶ
4169904 ἐρρωμενους
βρέφος ἐν νόσῳ συλληφθὲν καὶ κυοφορηθὲν μὴ φυλάξαι τοὺς πόρους ἐρρωμένους . Ὅσα ὁμοίως κινεῖται , ἐν τοῖς ὕπνοις βλεπόμενα
τοὺς φίλους ἐπικουφίζειν , πῶς τούτους οὐχὶ βαθεῖς τε καὶ ἐρρωμένους ἄνδρας χρὴ νομίσαι ; ἀλλὰ γὰρ ἐπαινεῖν μέν ,
4165315 φιλει
ἃ καὶ ἑαυτοῖς παρεῖναι σπεύδουσιν . ὅταν οὖν τὸ ὡς φιλεῖ τις ἑαυτὸν διήκει καὶ πρὸς ἄλλον καὶ φιλῇ κἀκεῖνον
του φιλονεικούντων ἀλλήλοις κατ ' ὀλίγον τε αὐτοῖς , οἷα φιλεῖ , τῆς ἔριδος αὐξομένης ἀνέβη τὰ τῆς φιλονεικίας μέχρι
4165259 ἀναπλεως
καὶ κινήσεις , ψυχὴν δέ , εἰ θαρραλεότητος καὶ εὐτολμίας ἀνάπλεως , εἰ ἀκατάπληκτος καὶ μεστὴ φρονήσεως | εὐγενοῦς ,
τῇ Ἑλλάδι ἐν τοῖς μάλιστά ἐστιν εὔγεως καὶ δένδρων ἡμέρων ἀνάπλεως : καὶ οἱ τῆς ἀνδράχνου θάμνοι παρέχονται τῶν πανταχοῦ
4156763 ἐχθρα
μὲν εἴη [ ἔτι ] αὐτῷ ὁ πατὴρ ἐρρωμένος , ἔχθρα αὐτῷ πρὸς τὸν πατέρα ἔσται διὰ τὴν καὶ ἐπὶ
ἄνδρες , οἱ ἀντιλογικοί , καὶ ἐρήσονται εἰ οὐκ ἐναντιώτατον ἔχθρα φιλίᾳ ; οἷς τί ἀποκρινούμεθα ; ἢ οὐκ ἀνάγκη
4152696 δειξειεν
' ἂν γένοιτο γράμμα τοιοῦτον γραφῇ οὐδ ' ἂν λόγος δείξειεν . εἰ δέ του θεῶν τόδ ' ἐστὶ πλάσμα
ἀλλ ' ἱππομαχίας καὶ ναυμαχίας , ἔνθα πολλὰ μὲν σχήματα δείξειεν ἄν τις ἵππων τῶν μὲν θεόντων , τῶν δὲ
4149147 ἀσφαλεστατη
περιεῖναι τῶν ἄλλων καὶ κρατεῖν ἡ καλλίστη πασῶν νίκη καὶ ἀσφαλεστάτη . τὸ δ ' ἐξ ἅπαντος τρόπου ζητεῖν μαχομένους
, διὰ προαίρεσιν , ἥτις ἐστὶ φιλία καὶ βελτίστη καὶ ἀσφαλεστάτη καὶ ἔχθρα χειρίστη καὶ ἄπιστος : ὁμοίως δέ ,
4144357 ταραχη
τὴν θάλασαν : κυρίως γὰρ ἄλη , ἡ ἐν θαλάση ταραχή . ἀπερύκειν κωλύειν : κατέχειν : κρατεῖν : ἀπὸ
τρίτον θλῖψις : τέταρτον αἰχμαλωσία : πέμπτον ἔνδεια : ἕκτον ταραχή : ἕβδομον ἐρήμωσις . Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κάιν
4142914 τολμα
δίαιτα . Τὰ εἰς ΜΑ θηλυκὰ σπάνια ὄντα βαρύνεται : τόλμα Θέρμα : ἀττικῶς δὲ τόλμη καὶ Θέρμη . Τὰ
μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς , ἀλλ ' ἄνα , τόλμα . σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ ' ἂν εἴην ,
4140003 σφοδρα
τοὺς συνόντας αὐτῇ , τὴν δὲ Θεσπικήν . ἐπλούτει δὲ σφόδρα ἡ Φρύνη καὶ ὑπισχνεῖτο τειχιεῖν Θήβας , εἰ ἐπιγράψειαν
οἰκέτην τις ἀλλότριον ἢ σκεῦος ἀποδῶται ψευσάμενος ὡς ἑαυτοῦ , σφόδρα ἕκαστος ἀγανακτεῖ τῶν ἠπατημένων , καὶ θαυμάζοιμ ' ἄν
4130695 εὐεξια
οἷα πρότερον ἦν πρὸ τῆς πόλεως , οἷον ὑγίεια , εὐεξία , καὶ ὁποῖα τὰ νῦν . Τὸ δὲ κεφάλαιον
, ὀρεξία : ἔχω , ἕξω , ἔξια , καὶ εὐεξία : πέψω , πεψία , καὶ ἀπεψία . Τὰ
4121427 ὁρωντας
πάλαι δοκεῖ : παῖδας φυτεύειν οὔποτ ' ἀνθρώπους ἐχρῆν πόνους ὁρῶντας εἰς ὅσους φυτεύομεν . ὦ δυστυχεῖν φὺς καὶ κακῶς
! ! ! ! θάμβος ] δ ' ἔχε πάντας ὁρῶντας [ ! ! ! ! ! ! ! !
4121123 ἀσκησις
τῶν ἄλλων ὀργάνων καὶ πείνης , λοιπὸν ἕτερον λόγον , ἄσκησις , καὶ τοῦτο ἐδέξαντο ὡς πρόγραμμα , καὶ ἐπήνεγκαν
γυμνάσασθαι , πονῆσαι , ἀγωνίσασθαι . καὶ ὄνομα καλὸν ἡ ἄσκησις . καὶ γυμναστικὴ ἡ τέχνη , καὶ γυμνασία τὸ
4107582 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
4106326 ἀπορια
τὸν ἐρωτῶντα τῶν ὑπολοίπων πυνθάνεσθαι : ἐν οἷς γὰρ ἡμῖν ἀπορία τις φύεται , τὴν ἑτέρων ἀναμένομεν κρίσιν . τοιγαροῦν
' ἂν ἑκάστοτε διδάσκαλοι . τούτων μὲν δὴ σχεδὸν οὐκ ἀπορία : τῶν δὲ ὅσα γένοιτ ' ἂν ἢ πᾶσιν
4096987 φαυλη
ἡ ἐγκράτεια , τὸ ἐμμένειν πάσῃ δόξῃ , ἔσται καὶ φαύλη ἐγκράτεια , ὅταν ἐμμένῃ τις ψευδεῖ δόξῃ : ἀλλὰ
ἡ καλλίστη ἀλόη καὶ μόνη ῥῶσαι δύναται , οὕτως ἡ φαύλη ποιότητος φαρμακώδους ἀναπίμπλησι τὴν κοιλίαν : τὰς δὲ παρεμπιπτούσας
4086884 εὐσταθειᾳ
, ταράττειν καὶ συγχέειν πράγματα μεμελετηκώς , ἐχθρὸς εἰρήνῃ καὶ εὐσταθείᾳ , στάσεις καὶ θορύβους κατασκευάσαι μὲν οὐκ ὄντας ,
, οὐ πόλεμος , ἀλλ ' εἰρήνη : διανοίας γὰρ εὐσταθείᾳ καὶ ἠρεμίᾳ , ἣν εὐσέβεια γεννᾶν πέφυκεν , ἀνατρέπεται
4086181 προσπιπτει
τὴν ὀφθαλμίαν τοῦτό ἐστι . τὰ δὲ νοσήματα ὅσα αὐτοῖς προσπίπτει ἄλλως , ὁ μέλας οἶνος αὐτοῖς ἐστιν ἄκος .
ἐνδεικνύμενος ὅτι σώφρονα παρθένον ἄξεται . Ἐν τούτῳ ἡ Ἀνθία προσπίπτει τοῖς γόνασι τοῦ Ἀψύρτου καὶ ἐδεῖτο ὑπὲρ Ἁβροκόμου :
4081936 ἀδικια
καὶ ἔστι μεσότης τούτου : ἐν οἷς γάρ ἐστιν ἡ ἀδικία , τὸ μέσον αἱρεῖται : ἔστι γὰρ ἡ ἀδικία
οὐ δεῖ τὰς ἕξεις στρερητικοῖς ὀνόμασιν ὀνομάζειν , ὥσπερ ἡ ἀδικία στερητικὸν ὄνομα ἔχει , ἕξις οὖσα . πλὴν οὐκ
4081489 βλαβερωτατα
μὲν ῥίζαις συμβάλλεται , τοῖς δὲ κλάδοις καὶ τοῖς φύλλοις βλαβερώτατά ἐστι . βλάπτει δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ τὰ λάχανα
δὲ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι κάμνουσι καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς θερμοτέροις βλαβερώτατά ἐστι καὶ ταῦτα καὶ τὸ προκείμενον ἡμέτερον φάρμακον :
4074721 ὠφελουσα
μὲν ἀμείνων , ἡ δὲ χείρων , ἀμείνων μὲν ἡ ὠφελοῦσα , χείρων δὲ κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἡ βλάπτουσα .
δρᾶν ς ' ἀπεννέπω τάδε , ἀπεννέπω δὲ καὶ σὲ ὠφελοῦσα καὶ τοῖς νόμοις βοηθοῦσα : τουτέστι : συγγινώσκω σοι
4074267 ἀγχιβαθεις
ἢ ὡς πρὸ τῶν μεγάλων πελαγῶν προκειμένους , ἢ ὡς ἀγχιβαθεῖς . Ἐν τούτῳ δὲ καὶ τὸ περὶ τῶν κόλπων
καὶ λεπτοὶ καὶ κυματοπλῆγες οἱ πλείους , περὶ δὲ τοὺς ἀγχιβαθεῖς , ἐν οἷς μὴ λίαν ἔγκειται μεγάλα πνεύματα ,
4071624 ἐγειρει
εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . Ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων ἁπάντων : ἡ δὲ ταπείνωσις εἰς ἔννοιαν
. ἐπειδὰν δὲ ὑποβλέψῃ ταυρηδόν , φρίττει μὲν παραχρῆμα καὶ ἐγείρει τὴν λοφιάν : ὑπανισταμένης δὲ ἄρα ταύτης καὶ ὀρθουμένης
4062139 ποικιλη
φλεγμονὴ συναναμίγνυται τῇ ψυχρᾷ δυσκρασίᾳ καὶ γίνεται μικτὴ διάθεσις καὶ ποικίλη . λέγωμεν οὖν οὕτως , ὅπως ἕκαστον αὐτῶν χρὴ
εἴρηται , μία μὲν καὶ ἁπλῆ τῇ οὐσίᾳ τελοῦσα , ποικίλη δὲ καὶ διάφορος τῇ δυνάμει , τισὶ τῶν ἐξ
4049181 ἁλισκεσθαι
βούλεται . Σοφοκλῆς μὲν ὁ τραγῳδοποιὸς ἐν Λαοκόωντι δράματι μελλούσης ἁλίσκεσθαι τῆς πόλεως πεποίηκε τὸν Αἰνείαν ἀνασκευαζόμενον εἰς τὴν Ἴδην
παρρησίαν ἀναλαβόντες . Λέγουσι δὲ καὶ τοὺς σκῶπας καὶ ἐκείνους ἁλίσκεσθαι ὀρχήσει . ἄνδρες δὲ ὀρχηστικοί φασι καὶ ὀρχήσεως εἶδός
4046488 ἐλαυνουσα
τῷ πέρατι Ἀμφιτρίτη καὶ Ποσειδῶν Σελήνη τε ἵππον ἐμοὶ δοκεῖν ἐλαύνουσα . τοῖς δέ ἐστιν εἰρημένα ἐφ ' ἡμιόνου τὴν
ἑλῶ τὸ κρατῶ καὶ τοῦ δέμνιον . ἐλεδεμνὰς βοὴ ἡ ἐλαύνουσα καὶ ἐγείρουσα ἀπὸ τῶν δεμνίων τὸν λαόν . ἐλεδεμνὰς
4036186 ἀπεργαζεται
θεῶν τε καὶ ψυχῶν , καὶ ἀδιάλυτον αὐτῶν τὴν συμπλοκὴν ἀπεργάζεται , μίαν τε συνέχειαν ἄνωθεν μέχρι τοῦ τελοῦς συνδεῖ
ἐκστάντα καὶ κοινωνίας στασιάζοι πρὸς ἄλληλα , ὃ νόσους ἀνιάτους ἀπεργάζεται καὶ φθοράς : ἀδελφαὶ δέ , εἰ καὶ διαιρετὰ
4033570 σωφροσυνη
τούς τε ἐν τοῖς ἄλλοις εἴδεσι τῶν βίων ζῶντας . σωφροσύνη τε πανταχοῦ καὶ τὸ μὴ πλέον τῶν νόμων μηδένα
δὲ σὺν νῷ , ὠφελεῖται ; Ναί . Οὐκοῦν καὶ σωφροσύνη ὡσαύτως καὶ εὐμαθία : μετὰ μὲν νοῦ καὶ μανθανόμενα
4032584 ἀνεπιστημονας
ναυμαχήσειν ᾤετο , ηὕρετο † ὅπως μήτε διὰ τὸν πλοῦν ἀνεπιστήμονας εἶναι τῶν εἰς ναυμαχίαν μήτε διὰ τὸ ταῦτα μελετᾶν
, | ἀδόξους , ἀτίμους , ἄφρονας , ἀδίκους , ἀνεπιστήμονας , καθάρματα , τὸ μηδέν . εἰκότως οὖν ὁ
4028888 γυναικεια
νεύοντες ὥστε συγκρούειν , γυναικεῖοι καὶ θηλυδρίαι . Ἰσχία παχέα γυναικεῖα , ὀστώδη δὲ ἀνδρεῖα , λεπτὰ δὲ ὀλιγόσαρκα ῥικνά
ἀνδρεῖα καὶ γυναικεῖα πρόσωπα ὑποκρινόμενον μαγῳδὸν καλεῖσθαι , τὸν δὲ γυναικεῖα ἀνδρείοις λυσιῳδόν : τὰ αὐτὰ δὲ μέλη ᾄδουσιν ,
4028038 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
4019603 ὑγεια
[ ὅτι ] τὸ ὑγιαίνειν . καὶ ταύτῃ οὔτε ἡ ὑγεία προηγμένον ἐστὶ πάντως οὔτε ἡ νόσος ἀποπροηγμένον . ὥσπερ
ψυχῆς νόσου σώματος . Ὑγεία μὲν σώματος τέχνης ἔργον , ὑγεία δὲ ψυχῆς , ἀρετῆς ἔργον : νόσος ψυχῆς μοχθηρία
4017017 τρυφη
, τρυφαί εἰσι βλαβεραί ; Πᾶσα , φησί , πρᾶξις τρυφή ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ὃ ἐὰν ἡδέως ποιῇ : καὶ
ἀντὶ τῶν πατρῴων περίεστι βδελυρία , συκοφαντία , θράσος , τρυφή , δειλία , ἀναίδεια , τὸ μὴ ἐπίστασθαι ἐρυθριᾶν
4016507 αὐτοσχεδια
τροφῆς ξηρᾶς οὔτ ' ἂν σκώμματα γένοιτο , οὔτ ' αὐτοσχέδια ποιήματα , ἀλλὰ μὴν οὐδὲ κόμπος οὐδὲ ψυχῆς ἀλαζονεία
ἄρτι ἀμητοῦ καὶ ἀρότου κεκονι - μένοι , ᾄσματα ᾄδοντες αὐτοσχέδια : μεταπεσοῦσα δὲ ἡ ψυχὴ ἐπὶ τέχνην ἀκορέστου χάριτος
4012710 λογιζομενη
γινώσκει , ὅπερ ἡ ἡμετέρα διάνοια οὔτε σώζει περὶ αὐτοῦ λογιζομένη οὔτε φθείρει ἐπιλανθανομένη αὐτοῦ , οἷον ὁ ἄνθρωπος καὶ
στερεῶν ἔγγιστα φκδʹ : ἡ δὲ ὅλη γῆ , σφαιροειδὴς λογιζομένη , στερεῶν σταδίων ἔχει μυριάδας τρίτων μὲν ἀριθμῶν σξθʹ
4011839 ἐφελκομενη
γὰρ τούτων οἵα τε ποιεῖν ἡ ψυχὴ μὴ τὸ σῶμα ἐφελκομένη , εἰς ὃ καὶ τὰς ἐνεργείας ἑαυτῆς ἐμφανῶς ἀποστηρίζεται
ἀνωτέρα πάσης προαιρέσεώς ἐστιν , ἅτε ζωτικὴ δύναμις εἰς τοῦτο ἐφελκομένη τὸ ζῷον εἰς ὃ ὀρεκτικῶς ἔχει καὶ οὗ τὸ
4011097 ἐμβροντητους
δειλούς , οἱ δὲ ξηρότεροι μάργους , οἱ δὲ ὠχρότεροι ἐμβροντήτους σημαίνουσιν . ὅσοι δὲ καὶ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρουσι καὶ
τοῦ εἶναι εἰδήσεως λαβεῖν παραδείγματα , ἕξεις βροντῆς μὲν τὸ ἐμβροντήτους τινὰς γίνεσθαι , ἐκλείψεως δὲ τὸ σκιὰν ἐν πανσελήνῳ
4007707 σινεται
ἰόν αἱμοροῒς τοίῳ δαμναμένη πόματι . οὐ μὲν ἀπεχθήεντα φαλάγγια σίνεται οὕτως ἀνέρα , φρικαλέον δ ' ἄχθος ἔθηκε πόνων
οὐδέ οἱ αἰδὼς γίγνεται , ἥ τ ' ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ ' ὀνίνησι . μέλλει μέν πού τις καὶ
3999084 καταστημα
περὶ τῶν μερικωτέρων . συνάγχαι γὰρ εἰσβάλλουσι περὶ τὸ ἑωθινὸν κατάστημα , ἴκτεροι δὲ περὶ τὸ μεσημβρινὸν , περὶ δὲ
ἐστιν , ἥ τε μηνοειδὴς θεὸς καὶ τὸ τοῦ ἀέρος κατάστημα , τὰ δ ' ἑξῆς δύο ἀσώματα , ἐπεὶ

Back