πράττειν : εἰ δ ' ἀσθενὴς εἴη καὶ ὠμότης ὑπόκειται πολλὴ , ταῖς ἀνατρίψεσιν ἀνάγκη προσκαρτερεῖν καὶ τοῖς ἠρέμα λεπτύνειν
ἀγαθά . ταῦτα δ ' ἀποδείξομεν . Παρὰ τῷδε Καλλίᾳ πολλὴ θυμηδία , ἵνα πάρα μὲν κάραβοι καὶ βατίδες καὶ
8376877 μεγαλη
πατρίδα καλῇ . ἐρεῖς δὲ ἐν τούτῳ ὅτι λαμπρὰ καὶ μεγάλη ἡ πατρὶς καὶ ἀξία ποθεῖσθαι , ἀλλ ' ὅμως
ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας . Περὶ
8128726 ὀλιγη
σχῆμα παίσατε , τῶν δ ' ἐτέων ἡ δεκὰς οὐκ ὀλίγη . ὁμοίως δὲ τοῦ δωδεκασυλλάβου ἕν τίκτεσθαι : βροντᾶν
τοῖς βλαστοῖς αὐτοῦ κἀν τοῖς φύλλοις ἡ στρυφνὴ ποιότης οὐκ ὀλίγη . Μηδίου ἡ μὲν ῥίζα αὐστηρά τέ ἐστι καὶ
7520756 χαλεπη
ἴσως δεήσει πορεύεσθαι , ποία τίς ἐστιν , τραχεῖα καὶ χαλεπή , ἢ ῥᾳδία καὶ εὔπορος . καὶ δὴ καὶ
ἀσυμμετρίαν τε καὶ ἀνεπιτηδειότητα : οὕτως οὖν καὶ ἐπὶ ἡμῶν χαλεπή ἐστιν ἡ περὶ τῆς ἀληθείας θεωρία διὰ τὴν ἡμῶν
7507702 πλειστη
σύναρθρον ἀντωνυμίαν . τὸ μὲν οὖν ἄρθρον “ ἧς τε πλείστη μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν , ” τὴν δὲ
ἐὰν εἰς τὸν Πειραιᾶ μεταξὺ καταπλεύσῃ : ἀπόλειψίς τε γὰρ πλείστη γίγνεται , οἵ τε παραμένοντες τῶν ναυτῶν οὐκ ἐθέλουσιν
7396290 ἁπασα
ἀληθῶς μεμηνέναι τὴν μητρυιὰν ἀγωνιεῖται : καὶ στοχαστικῶς ἡ ζήτησις ἅπασα προαχθήσεται : διαφέρει δὲ συγγνώμης . Καλῶς καὶ δεόντως
Κεκινδυνευμένον ] Ἤγουν τετολμημένον καὶ πεπραγμένον . Ἀποινώσας ] Οὔτοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθει ' ἀτρεκὴς ] Γνωμικόν .
7281652 μεστη
δ ' ὁ θάμνος καὶ ἡ ῥίζα ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστή . χρῆσις δὲ καὶ ἀπόθεσις τούτου ὁμοία τοῖς προειρημένοις
ἡ νῆσος κοίλη κατὰ γῆς ἐστι , ποταμῶν καὶ πυρὸς μεστή , καθάπερ τὸ Τυρρηνικὸν πέλαγος , ὡς εἰρήκαμεν ,
7233041 διαιτα
μὲν οὖν καὶ μεγίστη φυλακὴ πρὸς γέννησιν τῷ τεκνοποιεῖν βουλομένῳ δίαιτα σωφρονικὴ καὶ ὑγιεινή , ὡς μήτε πληρώσει χρῆσθαι τροφῆς
καὶ ἀλείμμαϲιν καὶ ὑδαρεῖ πόματι χρηϲτέον , καὶ ἡ ϲύμπαϲα δίαιτα ὑγροτέρα τε καὶ εὔχυμοϲ παραλαμβανέϲθω . κενωτέον δὲ τὸν
7128591 ἀπορια
τὸν ἐρωτῶντα τῶν ὑπολοίπων πυνθάνεσθαι : ἐν οἷς γὰρ ἡμῖν ἀπορία τις φύεται , τὴν ἑτέρων ἀναμένομεν κρίσιν . τοιγαροῦν
' ἂν ἑκάστοτε διδάσκαλοι . τούτων μὲν δὴ σχεδὸν οὐκ ἀπορία : τῶν δὲ ὅσα γένοιτ ' ἂν ἢ πᾶσιν
7092415 ταραχη
τὴν θάλασαν : κυρίως γὰρ ἄλη , ἡ ἐν θαλάση ταραχή . ἀπερύκειν κωλύειν : κατέχειν : κρατεῖν : ἀπὸ
τρίτον θλῖψις : τέταρτον αἰχμαλωσία : πέμπτον ἔνδεια : ἕκτον ταραχή : ἕβδομον ἐρήμωσις . Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κάιν
7048984 τοσαυτη
αἱ χεῖρες περὶ τὴν νευρὰν καὶ τὴν γλυφίδα , καὶ τοσαύτη αὐτοῦ ἡ μελέτη καὶ ἡ ἐπιστήμη ὅση ἡ τοῦ
, ὥς φησι Τηλεφάνης ἐν τῷ περὶ τοῦ Ἄστεος . τοσαύτη δ ' αὐτῶν δόξα τῆς ῥᾳθυμίας ἐγένετο ὡς καὶ
6935483 ἀφθονια
εἰς τὴν κατασκευήν , ὧν παμπόλλη , ὡς οἶσθα , ἀφθονία ἐστὶν κατὰ τὸν Πόντον . οὗτος ὁ χειμὼν ἐπὶ
, οἵ τε περὶ τὴν θάλασσαν προσέσονται κινδύνοις , καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν , τοῦ κοινοῦ δ ' εὐθηνία καὶ
6823897 παμφορος
. ἤρεσκε γὰρ αὐτῷ διαφερόντως ἥ τε πόλις καὶ χώρα πάμφορός τε οὖσα καὶ θέσεως ἐπικαίρου λαχοῦσα ἐν καλῷ τε
καὶ ποιοῦντες τὴν θερινὴν ὥραν εὔκρατον . ἥ τε χώρα πάμφορός ἐστι καὶ διάφορος κατὰ τὴν ἀρετήν , οὐ μέντοι
6813581 πλειων
, ἀλλ ' ἐπὶ μὲν τῶν λυπουμένων ἡ μὲν ξηρότης πλείων , ἡ δὲ θερμότης ἐλάττων , ἐπὶ δὲ τῶν
οἰκείων μῖσός τε καὶ ὀργή , παρὰ δὲ τῶν ἀντιπάλων πλείων ἡ καταφρόνησις . συνέβαινε δὲ τοῖς Ἀκυλησίοις πάντα ὑπάρχειν
6805254 ποικιλη
φλεγμονὴ συναναμίγνυται τῇ ψυχρᾷ δυσκρασίᾳ καὶ γίνεται μικτὴ διάθεσις καὶ ποικίλη . λέγωμεν οὖν οὕτως , ὅπως ἕκαστον αὐτῶν χρὴ
εἴρηται , μία μὲν καὶ ἁπλῆ τῇ οὐσίᾳ τελοῦσα , ποικίλη δὲ καὶ διάφορος τῇ δυνάμει , τισὶ τῶν ἐξ
6793168 τραχεια
ἐφεξῆς δ ' ἐστὶν αἰγιαλὸς λιθώδης , καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστος ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ
καὶ ὄργανον μὲν τῆς φυσικῆς δυνάμεως ὁ πνεύμων , ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , ὑπερῴα , ὄργανα δὲ τῆς διαλέκτου χείλη
6735969 παρασκευη
τὰ λεγόμενα ἀγαθά , πλοῦτοί τε καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη παρασκευή ; Οὐ γάρ , ἀλλ ' ὀρθῶς , ἔφη
, πόλεμος δὲ ὁ χρόνος καὶ ἡ πρὸς τὴν μάχην παρασκευή . μηρία καὶ μηροὶ διαφέρει . μηρία μὲν γὰρ
6610136 ἀλλη
εἰσέβαινε ῥυθμὸν μετ ' αἰσχύνης ὁμοῦ μέλλουσα καὶ τρέμουσα , ἄλλη δὲ συγκαθῆπτε ταύτηι χεῖρα κἀχόρευεν . ὦ πρᾶγμα πάνδεινον
, σφαίρῃ ἀθύρουσιν περιηγέι : † ἡ μὲν ἔπειτα † ἄλλη ὑπ ' ἐξ ἄλλης δέχεται καὶ ἐς ἠέρα πέμπει
6588191 τροφη
γεῦσις γὰρ ἅπασα δι ' ἁφῆς : ἀλλ ' οὐδὲ τροφὴ ὁ χυμός , ἀλλ ' ἥδυσμα τροφῆς . διασαφητέον
καὶ ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς γῆς ἕλκον τὴν ἰκμάδα , καὶ τροφὴ αὐτῷ ἐκεῖθέν ἐστιν : ὥστε μὴ θαυμάζειν ἑτερόκαρπα εἶναι
6553675 γιγνομενη
ἀέρος . τούτου δὲ ἀεὶ συμβαίνοντος , σαφῶς δείκνυται συστολὴ γιγνομένη τῶν ὑπαρχόντων ἐν τῇ σφαίρᾳ σωμάτων εἰς τὰ παρεμπεπλεγμένα
σωματοπεποιημένη . τπαʹ . Ἄφθα ἐστὶν ἕλκωσις ἐπιπόλαιος ἐν στόματι γιγνομένη . ἐπιπολάζει δὲ αὕτη ἡ ἕλκωσις μάλιστα παιδίοις .
6521632 δυναμις
ἐξ ἀρχῆς σπουδάσαντες . τὸν ἀπόστολον ] ἀπόστολος πᾶσα πεμπομένη δύναμις εἴτε τοξοτῶν εἴτε ὁπλιτῶν εἴτε ἱππέων , ἐξαιρέτως δ
νεώρια καθῃρέθη καὶ Λακεδαιμόνιοι τὴν ἀκρόπολιν ἡμῶν εἶχον καὶ ἡ δύναμις ἅπασα τῆς πόλεως παρελύθη , ὥστε μηδὲν διαφέρειν τῆς
6491642 ἱκανη
ὦν πρόϲω λειποθυμίηϲ ἐπίϲχειν : ἀτὰρ μηδὲ πολλὸν ἀφαιρέειν : ἱκανὴ γὰρ καὶ ἡ αἱμορραγίη γυιῶϲαι τὸν ἄνθρωπον . ξυνεχὲϲ
γῆρας καὶ τὴν ἄνοιαν τοῦ Εὐκτήμονος , ὅτι εἴη αὐτοῖς ἱκανὴ ἀφορμή , συνεπιτίθενται . Καὶ πρῶτον μὲν πείθουσι τὸν
6469064 προθυμια
περὶ τὰς ἁψιμαχίας τὰς ἐκ καιροῦ συμπεσούσας γίνεσθαι φιλεῖ , προθυμία τοῖς ἡγεμόσι τῶν στρατοπέδων ὁμοία παρέστη διαβαίνειν τὸν ποταμόν
. τί δ ' ἔστιν , ὦ ξύνδουλε ; τίς προθυμία ποδῶν ἔχει σε καὶ λόγους τίνας φέρεις ; θηρώμεθ
6454177 βαθεια
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ
6445831 διαφθορα
δὲ καὶ ὁ Ζεὺς δυναμικώτερος ᾖ , ἐλάττων ἔσται ἡ διαφθορά . Εἰ δὲ ὁ Ζεὺς ὑπάρχει χρονοκράτωρ καὶ ὑπάρχουσιν
φιλοκερδής αἰσχροκερδής . καὶ τὰ πράγματα δωροδοκία , δεκασμός , διαφθορά , μισθαρνία μισθοφορία , μισθοδοσία , πρᾶσις , ἀπόδοσις
6407303 ὁση
καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος , θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται
οὐδὲ τὸ κρατεῖν ἡδονὴν τῷ γήμαντι φέρει , εὐφροσύνη δὲ ὅση καλῇ συνοίκῳ προστάττειν , ᾗ καὶ τὸ δεδουλῶσθαι τερπνόν
6402677 ἀριστη
, ἀλλὰ μία πανταχοῦ πολιτεία , ἡ κατὰ φύσιν , ἀρίστη : ὥσπερ καὶ τὸ φυσικὸν δίκαιον ἓν πανταχοῦ ἐν
γοῦν αἱ κριθαὶ τὰ πλεῖστα ποιοῦσιν ἄλφιτα : κριθοφόρος γὰρ ἀρίστη : τοῦτο δ ' οὐχ ὅταν πλεῖσται γένωνται ἀλλ
6372818 ἡλικια
μὴ ἀποβεβληκὸς τοὺς ὀδόντας , δι ' ὧν γνωρίζεται ἡ ἡλικία . ἀρύταινα : σκεῦος τι , ᾧ οἱ βαλανεῖς
: ἀσύνετος , μὴ διακρίνουσα τὸ καλόν . ἥβη : ἡλικία . Κακοφροσύνῃσι : ταῖς κακοβουλίαις . Ἀγρομένοισι : ἀθροιζομένοις
6369421 οὐδεμια
ἔχων ἐπίγραμμα περὶ ταῶν , καὶ ἐν αὐτῷ τῷ λόγῳ οὐδεμία μνεία τοῦ ὀνόματος γίνεται , ὄρνεις δὲ ποικίλους πολλάκις
κατὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ βάρβαρον , ὡς ἔπος εἰπεῖν , οὐδεμία πόλις ἐστίν , ἣ τὰ ἑτέρας νόμιμα τιμᾷ ,
6356504 θαυμαστη
εὐταξία καὶ πρὸς τὰς ἡγουμένας τῆς ἐν αὑταῖς πολιτείας εὐπείθεια θαυμαστή τις , ἥ τε φιλοτιμία καὶ καθαριότης ἡ περὶ
, κινδύνων τε παραψυχὴ καὶ κατὰ νοῦν ἰόντος πλοῦ ψυχαγωγία θαυμαστή . πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔξω τε καὶ μέσαι εἰσὶν
6345575 βοηθεια
καὶ Σαλαμῖνος . νεῶν ] τῶν Περσῶν . ἀρωγὴ ] βοήθεια . οὔτις ] οὐδεμία . ἀλλήλοις ] τοῖς ἐν
ἀδυναμοῦντι : εἴη ὁ σὸς παῖς , ὁ Ἐτεοκλῆς , βοήθεια : διὰ βραχέος χρόνου : νῦν τῶν τειχέων :
6344915 ὁδος
χωρίου τοῦ τ ' ἐμοῦ καὶ τοῦ τούτων τὸ μέσον ὁδός ἐστιν , ὄρους δὲ περιέχοντος κύκλῳ τοῖς χωρίοις τὸ
ἥλιον ἰόντι ἀνίσχοντα ὄρους ἐστὶν ἄκρα Γερόντειον καὶ κατὰ ταύτην ὁδός : Φενεάταις δὲ ὅροι πρὸς Στυμφαλίους τῆς γῆς τοῦτό
6335407 φορα
Ἐμπορίαν αἰτεῖς ; ἣν δίδωσιν ναῦς καὶ θάλαττα καὶ πνευμάτων φορά : ἀγορὰ πρόκειται : ὤνιον τὸ χρῆμα . Τί
πάλιν ἠρεμεῖν : οὐ ταὐτὸν δέ ἐστιν περιφορά τε καὶ φορά . δοκεῖ δέ τι μέγα εἶναι καὶ χαλεπὸν γνωσθῆναι
6329236 κουφη
Ἡ μὲν γὰρ γλίσχρα καὶ μελάγγεως ἐρέβινθον , ἡ δὲ κούφη κύαμον φέρει καλλίω , σύμμετρα γὰρ ἑκατέρῳ τὰ τῆς
καὶ ξυνεχέϲτερον ἢ τοῖϲι ἄλλοιϲι . τροφὴ ἀνὰ πᾶϲαν ἡμέρην κούφη , εὔπεπτοϲ , τὰ πολλὰ ϲιτώδηϲ : ἔϲτω δὲ
6308165 μεγιστη
εὐδαιμονεῖν . Θυμῷ χαρίζου μηδὲν ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ ' εὐσεβεῖν . Θεῷ μάχεσθαι
ἀκούσαντες ἐπεχείρουν ταράττειν τὸ πλῆθος καὶ θόρυβος καὶ κραυγὴ ἦν μεγίστη , τῶν μὲν ἀσήμως βοώντων , τῶν δὲ βουλομένων
6302950 πασα
ἐπιτάσεως , μιᾶς μὲν ὑπούσης ἐν τῷ γοργότερος , ἀνάγκη πᾶσα τὸ καὶ τὴν ἑτέραν συμπαραληφθῆναιφαμὲν . δὲ καὶ ναὶ
ὑπὸ τοῦτο τελοῦσιν αἱ ἀποδείξεις , ὑπὲρ ὧν ἡ λογικὴ πᾶσα πραγματεία τῷ φιλοσόφῳ συντέτακται . Καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ
6294632 ἀναπνοη
ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω
αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει :
6293632 παχεια
λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν
ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ †
6293003 χωρα
οὐδὲ θυμῷ γενναίῳ χρωμένην : οἶον σῶμα παρειμένον ἐν μιᾷ χώρα κείμενον ἐκνενευρισμένον , οὐδὲ κινεῖσθαι ἔτι δυνάμενον : καὶ
δὲ ἐθνικὸν Ψιττακηνός διὰ τὸ ἐπιχώριον , καὶ Ψιττακηνή ἡ χώρα , ἧς καὶ Ἀριστοτέλης μέμνηται ἐν τοῖς θαυμασίοις .
6283397 δυσκρασια
ἐστίν . καὶ μήν γε καὶ τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως ἡ δυσκρασία πρὸς μὲν τὸ θερμότερον ἐκτρεπομένη ποτὲ μὲν τὸ πικρόχολον
τῶν δ ' ἐναντίων ἡ ψυχρά τε καὶ ὑγρὰ ἐφίεται δυσκρασία , καὶ ὧδε μὲν ποιότητος τινὸς ἐπικρατούσης , ταῦτα
6279068 θερμη
πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα :
ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα
6278226 ἐρημια
, τὸν ὁμώνυμον τὸν θεῖον . πῶς οὖν ἂν εἴη ἐρημία , οὗ χορὸς τοιούτων ἕστηκεν ; Σαυτῷ καὶ νῦν
λάχανα οὐ θέλω . οὕτως καὶ σχολὴν οὐ θέλω , ἐρημία ἐστίν , ὄχλον οὐ θέλω , θόρυβός ἐστιν .
6273417 συμπασα
ἐστὶν ἱδρυμένα τῷ θεῷ καὶ πόλεις τινὲς οὕτως ὥσπερ ἡ σύμπασα τότε ἀκτὴ ὀνομαζόμεναι χῶροί τε πολλοὶ τοῦ δαίμονος ἐπώνυμοι
ἀναγκαίως αὐτῷ παρέλκεσθαι , ὅτι κατὰ τὸν Τρωικὸν πόλεμον οὔπω σύμπασα ἐκαλεῖτο ἑνὶ ὀνόματι ἡ Ἑλλάς , καὶ ὅτι περαιοῦσθαι
6258864 τοιαυτη
καὶ ἐκκαιόμενον διὰ τὴν κρᾶσιν . ἡ γὰρ κρᾶσις αὐτῶν τοιαύτη ἐστὶν θερμὴ καὶ μελαγχολική , καὶ ἀεὶ ἐν ὀρέξει
, ὃς ἁλιεὺς ἦν ὁμολογουμένως . Ἡ μὲν οὖν Βοιωτία τοιαύτη : αἱ γὰρ Θεσπιαὶ φιλοτιμίαν ἔχουσι μόνον ἀνδρῶν καὶ
6242394 σπανις
κρεῶν καὶ τῶν ἐν εὐετηρίᾳ πάντων . εἶτ ' ἐπειδὴ σπάνις ἦν , συνιστάμενοι κατεβόων καὶ κατηγόρουν καὶ ἐδυσώπουν ἀναισχύντῳ
τις ζημία . ἡ γὰρ τῶν λειτουργιῶν κατὰ βραχὺ δήπουθεν σπάνις καὶ τὸ ταῦθ ' ἅπερ ἔφην ἔχειν διδόναι προϊόντος
6238924 ῥωμη
, ἐνδεικνυμένου τοῦ ποιητοῦ ὡς οὔτε γονέων ἐπιφάνεια οὔτε σώματος ῥώμη οὔτε ποδῶν ὠκύτης οὔτε κάλλους ὑπερβολὴ ὄφελος μέγα τῷ
, μέγεθος νοσήματος , ἤτοι παρὸν ἢ προσδοκώμενον , δυνάμεως ῥώμη , ἡλικία πλὴν τῶν παίδων καὶ γερόντων ἡ ἄλλη
6228714 ἀνυδρος
ἐπὶ τὴν Κητίαν ἄκραν στάδιοι ιεʹ : ὕφορμός ἐστιν , ἄνυδρος δέ . Ἀπὸ τῆς Κητίας ἄκρας εἰς Διονυσιάδας στάδιοι
: τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων . Ἐκείνους ὦν τοὺς νεηνίας
6224496 ἀγαθη
τὸ εὔβοτον καὶ ὅτι ποταμοῖς ἐστι κατάρρυτος καὶ ὅτι θάλαττα ἀγαθὴ παράκειται αὐτῇ ὅρμοις πανταχόθεν διειλημμένη καὶ καταγωγαῖς ἀφθόνοις καὶ
. ἄνηθον κρεῖσσον τοῦ μαράθρου καὶ λυγμοὺς παύει . σκάνδιξ ἀγαθὴ πρός τε οὔρησιν καὶ πρὸς ὑστέρας κάθαρσιν . τῆς
6217186 ξανθη
αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ
προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί ,
6202204 ἡσυχια
; Ναί . Τὸ δὲ μήτε λυπηρὸν μήτε ἡδὺ οὐχὶ ἡσυχία μέντοι καὶ ἐν μέσῳ τούτοιν ἐφάνη ἄρτι ; Ἐφάνη
Γονόρροιά ἐστιν ἔκκρισις ἀπροαίρετος σπέρματος , ἐφ ' οἷς ἁρμόζει ἡσυχία καὶ σκέπη τῆς ὀσφύος καὶ τῶν ἐν βάθει πιλήμασί
6174559 μαλακη
, σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι
' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ
6169776 ξυμπασα
τοὺς δὲ καὶ ὁμολογίᾳ προσχωροῦντάς σφισιν ἀναλαμβάνοντες . ὡς δὲ ξύμπασα αὐτῷ ἡ δύναμις ἐπελθοῦσα τῶν Σογδιανῶν τῆς χώρας τὴν
; καὶ μὴν ὅ γε Ἡσίοδος λέγει , Πολλάκι τοι ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα , ὅς κεν ἀλιτραίνῃ καὶ
6143849 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
6136242 μελαινα
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν
6134202 ἡδιστη
αἰδοῖ σώζομεν αὐτῆς τὴν παρουσίαν , καὶ πάρεστιν ἡμῖν ἰδεῖν ἡδίστη καὶ πολύτιμος καὶ ἀλοίδορος . ἤγουν νομίζομεν ἔτι συνεῖναι
, ὃ γὰρ ἀπῆλθε φύσει , τοῦτο μένει τέχνῃ , ἡδίστη δὲ ἡ τῶν ἀπολλυμένων ἀνάκτησις , ὥστ ' ,
6133894 πολυς
Ἐπίσωτρον γὰρ τὸ κύκλῳ τοῦ τροχοῦ σίδηρον . Ἠγείρετο δὲ πολὺς ὕμνος , ἤγουν ἐπιθαλάμιος ᾠδή . Ἐν χερσὶ δὲ
γὰρ διαφόρως ὁ χρόνος χροΐζει τὸν λίθον . ὁ γὰρ πολὺς χρόνος , μελανὸν αὐτὸν ποιεῖ . ὁ δὲ ἥσσων
6122066 ἰσχυς
κατηγόρῳ : καὶ τὰ παρακολουθοῦντα τούτοις τῇ νεότητι , σώματος ἰσχὺς , κάλλος , ἀφροσύνη : τὸ κοῦφον καὶ εὐχερὲς
ἡ σκιὰ λυπεῖ καθάπερ εἴρηται καὶ τὸ ὄψιον ὡς ἡ ἰσχὺς τῶν ῥιζῶν : ἀφαιρεῖται γὰρ τὴν τροφὴν συντάρρων γινομένων
6117731 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
6108034 θορυβος
δηλώσας ἐν τοιᾷδε ἡλικίᾳ , καὶ τοῖς ἀνδράσι πολὺς ἐγγίνεται θόρυβος ἐν πολλῷ ὁμίλῳ δημηγοροῦντι . Ἀποθανούσης δ ' αὐτῷ
τισιν ἐγγενομένης ἁψιμαχίας καὶ πολλῶν ἑκατέροις παραβοηθούντων κραυγὴ καὶ πολὺς θόρυβος κατεῖχε τὸ στρατόπεδον . καθ ' ὃν δὴ χρόνον
6086631 φαυλη
ἡ ἐγκράτεια , τὸ ἐμμένειν πάσῃ δόξῃ , ἔσται καὶ φαύλη ἐγκράτεια , ὅταν ἐμμένῃ τις ψευδεῖ δόξῃ : ἀλλὰ
ἡ καλλίστη ἀλόη καὶ μόνη ῥῶσαι δύναται , οὕτως ἡ φαύλη ποιότητος φαρμακώδους ἀναπίμπλησι τὴν κοιλίαν : τὰς δὲ παρεμπιπτούσας
6075541 ῥοπη
καὶ γὰρ καὶ ἐπὶ ϲμικρῷ ὄγκῳ τοῦ ὀλέθρου ϲφίϲιν ἡ ῥοπή . φέρει δὲ καὶ νοῦϲοϲ μακρή , φθινώδηϲ ,
δὲ κρῖνον , ὁ ζυγοστάτης : ᾧ δὲ κρίνει , ῥοπή : τὸ δ ' οὗ ἕνεκεν , ἡ ὑπεροχὴ
6060970 ὑψηλη
Ἀλφειοῦ ἀπιέναι . ἐν δὲ τῇ Λευκάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή , νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυται , καὶ Ἄκτιόν γε
ἑξῆς οὕτως : ἔστι δέ τις ἐν τῇ Προποντίδι νῆσος ὑψηλή , ἀπέχουσα βραχὺ τῆς Φρυγίας κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ
6060892 πεδιας
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
6056951 κενη
; Οὐ δῆτα : μή πω νοῦ τοσόνδ ' εἴην κενή . Χωρήσομαι τἄρ ' οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ . Ποῖ
αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης . λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή , σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν , τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα
6046658 ἀποχρωσα
γὰρ οὐκ ἦν τῷ ἀνδρὶ εἰς μεγαλοπρέπειαν ἐκκομιδῆς καὶ ταφῆς ἀποχρῶσα : ὥστε καὶ τοῖς ἐπιτρόποις αὐτοῦ τῶν παίδων βουλευομένοις
κινήσασα πρόφασις ἐπὶ πολλαῖς ἄλλαις δόξασα μείζων εἶναι καὶ μόνη ἀποχρῶσα διαστῆσαι τὴν πόλιν ἥδε ἦν , ὅτι τῶν δημάρχων
6043084 πιειρα
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται
6026309 καλη
σατράπης κατέστη . ἦν δὲ ὁμοπατρία αὐτῶι ἀδελφὴ Ῥωξάνη , καλὴ τῶι εἴδει καὶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν ἐμπειροτάτη : ἐρῶν
περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι “ τὴν δὲ τράπεζαν ἡ καλὴ Αὐλὶς . . . ἀργύρων . . . δυσχερές
6009812 ἐκπληξις
κνέφας . ἀλλ ' ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προσβάλω δόρυ ; ἔκπληξις ἂν γένοιτο : νικῆσαι δὲ δεῖ . βαθύς γέ
, οὐδ ' ὅτι τῆς μὲν ἐν ποιήσει τέλος ἐστὶν ἔκπληξις , τῆς δ ' ἐν λόγοις ἐνάργεια , ἀμφότεραι
6009198 πληρης
ἥδιον ἀμφοῖν ἐμὲ τὸν συνάγοντα εἶναι . Μάλχος μὲν οὖν πλήρης ὢν τῶν περὶ σοῦ λόγων ἔρχεται τοὺς μὲν παρ
τῶν σύνεγγυς ἀγρῶν τὸ δημοτικὸν πλῆθος καὶ ἦν ἐξ ἑωθινοῦ πλήρης ἡ ἀγορά . τῆς δὲ βουλῆς συναχθείσης , ἵνα
6006856 εὐυδρος
- θρωπον . Ἡ δὲ πόλις ξηρὰ πᾶσα , οὐκ εὔυδρος , κακῶς ἐρρυμοτομημένη διὰ τὴν ἀρχαιότητα . Αἱ μὲν
ὁ τόπος οὗτος ἐμφερὴς τῷ Ἄμμωνι , φοινικοτρόφος τε καὶ εὔυδρος , ὑπέρκειται δὲ τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι
6005247 λιμος
καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς ἐδίδαξαν ἀριστερὰ γράμματα Μοῦσαι ἔστειχε δ
. δʹ Οὐενέφης υἱὸς ἔτη κγʹ : ἐφ ' οὗ λιμὸς κατέσχε τὴν Αἴγυπτον μέγας . Οὗτος τὰς περὶ Κωχώμην
5992155 ψιλη
τὴν τέχνην μὴ ἐνεργοῦντος ; ἡ γὰρ ἄνευ πράξεως θεωρία ψιλὴ πρὸς οὐδὲν ὄφελος τοῖς ἐπιστήμοσιν : οὐ γὰρ ὁ
τὴν πρὸς τἀγαθὸν ὁμοίωσιν . καίτοι οὕτως οὐ μόνον γνῶσις ψιλὴ τῶν μαθημάτων παρεδίδοτο , ἀλλὰ καὶ ζωὴ προσήκουσα αὐτοῖς
5985966 ἀσθενεια
μὲν ἔχθραν ἡμῶν τὸ ἀνόμοιον τῆς τύχης ἤδη λέλυκε καὶ ἀσθένεια ἣ ἐγχορεύει φυγάσι , σὺ δὲ τοῦτο καὶ ὑπερῆρας
ὀδύνη , ἔμφραξις δηλοῦται , εἰ δὲ μηδὲν τούτων , ἀσθένεια τῆς ἑλκτικῆς . ἔμετος δὲ γενόμενος τῆς μελαίνης χολῆς
5974124 νοσος
ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς ☍ ἐπὶ τὸ μεῖζον τραπῇ ἡ νόσος καὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λεπταὶ ἀνενεχθῶσι , ἀπαραβάτως ἀναιροῦνται
λεύκανσις , εὔνοια δὲ θάττων οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ νόσος ἢ μελανία , οὐκ ἂν εἴη ἡ εὔνοια φίλησις
5968628 πεδινη
τῇδε χρὴ διαγινώσκειν περὶ τῶν ὑδάτων : ἡ μέν ἐστι πεδινή , ἡ δὲ λόφοι καὶ ὄρη : ἡ πεδινὴ
ἓξ τόπων τούτων , ἢ γὰρ ὀρεινή τίς ἐστιν ἢ πεδινή , ἢ ξηρὰ καὶ ἄνυδρος ἢ λιπαρὰ καὶ εὔυδρος
5966797 συγχυσις
μόνον ἐναντίον ὄνομα ὀνόματι , ἀλλ ' ἔργον ἔργῳ . σύγχυσις μὲν γάρ , ὡς ἔφην , ἐστὶ φθορὰ τῶν
καὶ τὸν πύργον . διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ σύγχυσις , ὅτι ἐκεῖ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς
5924129 φυλακη
τῆς ἥττης σύμβολον . Παραπομπή . Ἡ παράπεμψις καὶ οἷον φυλακή . Ἐπὶ Χαιρωνίδου , Ἐλαφηβολιῶνος ἕκτῃ ἱσταμένου . Ἐλαφηβολιών
κατεσκόπει θυγάτηρ ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς , ᾧ προσέκειτο ἡ τοῦ χωρίου φυλακή , Τάρπεια ὄνομα : καὶ αὐτὴν , ὡς μὲν
5910839 πυκνη
περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ
. καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις
5905918 ἡδε
, εὔσημον , οὐ δεῖ γράφειν . Ἐμβολὴ δὲ αὐτοῦ ἥδε : κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν
κατὰ τρύφη μικρὰ καὶ μεγάλα θρύπτεσθαι . μία μὲν αἰτία ἥδε , λεκτέον δὲ καὶ ἑτέραν στοχαζομένην ὥσπερ σκοποῦ τῆς
5901456 ὁρμη
, ζῴοις δ ' ἐν τροπικοῖς ἀτελὴς τοῦδ ' ἔσσεται ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Ἄρης βλάπτῃ καταισχυνθήσεται
ἐπεγείρειεν ἡ ἐκ τοῦ γνῶθι σαυτὸν καὶ αἰσχύνεο σαυτὸν ἔνθεος ὁρμή . πρὸς γὰρ τὴν ἡμετέραν ἀξίαν καὶ τὰ τῶν
5900108 γαστηρ
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ?
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι :
5890723 εἰσοδος
αἳ λαμβάνονται ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἰατροῦ . ἡ δὲ εἴσοδος ἢ ἀπὸ τοῦ πλήθους ἢ ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἢ
ἔχει : μία γάρ τις ἐν αὐτοῖς ἡ τῆς τροφῆς εἴσοδος , ἔχει δέ τι καὶ ὃ ἀναλογεῖ κοιλίᾳ καὶ
5876171 ξηροτης
δ ' ἐκ τεττάρων πέφυκεν . ἄλλη μὲν γὰρ ἐντόμων ξηρότης , τῇ τῶν ἐντέρων τῆς γῆς παραβαλλομένη , ἑτέρα
ὁμοίως δὲ καὶ μαλάχης , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν ξηρότης ἐστίν : ἐφ ' ὧν δὲ καὶ δήξεις εἰσί
5870784 λεπτογεως
τῶν κακοῖς προσπαλαιόντων . Ἀζάναι γὰρ τόπος ἐστὶ τῆς Ἀρκαδίας λεπτόγεως , σκληρὸς καὶ ἄκαρπος , περὶ ὃν πονοῦντες γεωργοὶ
: ἐπὶ τῶν κακοῖς προσπαλαιόντων . Ἀζανία γὰρ τόπος Ἀρκαδίας λεπτόγεως καὶ γεωργοῖς ἀσυντελής . Ἀηδόνες λέσχαις ἐγκαθήμεναι : πρὸς
5857441 πονος
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ
5855309 δριμεια
δοκεῖ διὰ τὸ πολλοῖς χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις . καὶ ἡ δριμεῖα δὲ λέξις τῶν γλυκύτητα ποιουσῶν ἐστι , περὶ ἧς
, κατὰ μὲν τὴν πρώτην ἐπιβολὴν ἀπαντᾷ θερμαϲία πολλὴ καὶ δριμεῖα καὶ οἷον μετὰ ἀτμοῦ τινοϲ ἀναφερομένη , νικᾶται δ
5839556 χωρη
ἀρχαί τε ἦσαν καὶ φόρων ἐπιτάξιες . Ἡ Περσὶς δὲ χώρη μούνη μοι οὐκ εἴρηται δασμοφόρος : ἀτελέα γὰρ Πέρσαι
ὧραι μεγίστας μεταβολὰς ποιέονται καὶ πυκνοτάτας , ἐκεῖ καὶ ἡ χώρη ἀγριω - τάτη καὶ ἀνωμαλωτάτη ἐστίν : καὶ εὑρήσεις
5825963 ἐνδεια
σκῆπτον παρ ' Αἰολεῦσιν . Ἀποκοπὴ δέ ἐστι μιᾶς συλλαβῆς ἔνδεια κατὰ τὸ τέλος , οἷον δῶμα δῶ , κρίμνον
δίκη : καὶ γὰρ εἰ χαλεπὰ ῥῖγος , δίψος , ἔνδεια τροφῆς , ἀλλ ' εὐκταιότατα γένοιτ ' ἂν ἐπὶ
5819092 προσοδος
ὠφελεῖται . ἔστι δὲ τῶν χρημάτων ἀπὸ τῶν ξυμμάχων ἡ πρόσοδος , καὶ ἔτι μείζων ἔσται , εἰ ἡμᾶς καταστρέψονται
πόλις ἀγαθὰ εἶχε , καὶ τοῖς πρεσβύταις καὶ τῷ μειρακίῳ πρόσοδος ἦν . Ἐν Λιβύῃ ἡμιόνους ἢ τετρωμένους Ἀρχέλαος λέγει
5812670 πετρωδης
προείλετο πρὸς γάμον συμπραττόντων ἐκείνων . οὕτω δ ' ἐστὶ πετρώδης ἡ νῆσος ὥστε ὑπὸ τῆς Γοργόνος τοῦτο παθεῖν αὐτήν
καὶ ἡδεῖα οὐδὲν ἀντίτυπον ἢ δύσβατον ἔχουσα , ἡ δὲ πετρώδης καὶ τραχεῖα πολὺν ἥλιον καὶ δίψος καὶ κάματον προφαίνουσα
5806747 σπουδη
ἄλδη . Τὰ εἰς ΔΗ προσηγορικὰ ὀξύνεται : ᾠδή ἀοιδή σπουδή ἐδωδή αὐδή . τὸ μέντοι Λήδη κύριον , καὶ
ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν . Οὐκοῦν
5789451 φθορα
τῷ τῆς ζωῆς πληρώματι νεκρὰ εἶναι ; ἡ γὰρ νεκρότης φθορά ἐστιν , ἡ δὲ φθορὰ ἀπώλεια . πῶς οὖν
ἐν σκορπίῳ οὔσης αὐτῆς , ἱερέων θόρυβοι , καὶ μελιττῶν φθορά , καὶ λοιμικὴ κατάστασις . ἐν τοξότῃ οὔσης αὐτῆς
5782689 ζαλη
ὄντα καθ ' Ὅμηρον ταλασίφρονα ὁ κατακλυσμὸς ἐκεῖνος καὶ ἡ ζάλη καὶ ἡ τρικυμία , ἀωρὶ μὲν ἀρξαμένη , πολλὴ
. τὰ δὲ ἐναντία χειμών , κλύδων , κλυδώνιον , ζάλη , τρικυμία , θάλαττα τραχεῖα , κοίλη θάλαττα καὶ
5781892 ὀρεινη
κλῆμα βότρυος ἔχον : ὀφροκόρινθος ὄνομα τόπου : ὀφρυόεσσα , ὀρεινὴ , ἔνδοξος . ὀχμάζει λαμβάνει : κατὰ δὲ τὸ
μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα , τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν
5762304 ἐπικρατουσα
δὲ καὶ τοῖς ὅσον οὔπω ῥηθησομένοις . Καὶ χολὴ μὲν ἐπικρατοῦσα ξανθὴ ἢν μὲν ἄνω ῥέπῃ καὶ ῥᾴδιόν σοι ἐμεῖν
εἴωθεν ἐν τοῖς ἀψοστήμασι καὶ οἱοισδήτισιν ἕλκεσιν : ἂν μὲν ἐπικρατοῦσα ᾖ ἡ φυσικὴ καὶ πεπτικὴ δύναμις , βραχύ τι
5759603 σωτηρια
ἐν προσηνείᾳ οὐδ ' ἐν ἀγρίᾳ κεῖται ἡ τοῦ πολέμου σωτηρία . Διονύσιος δὲ ὁ Θρᾷξ κατ ' εὐθεῖαν πτῶσιν
, Πυθοῦς δέ μοι ἐν γυάλοισι . τοῦτο μὲν δὴ σωτηρία Πισαίοις τὸ μάντευμα ἐγένετο : Φυλεῖ δὲ Ἡρακλῆς τήν
5753701 ἡλικιη
δὲ οὐδέν : μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσιος , καὶ ἡλικίη ἡλικίης διαφέρει . Ἐπὴν δὲ λύσῃς , ὕδωρ θερμὸν
, ἔνθα καὶ πέψιοϲ καὶ ὀρέξιοϲ καὶ πάντων ἀδυναμίη . ἡλικίη δὲ γῆραϲ : οἷϲι καὶ δίχα πάθεοϲ διὰ τὸ
5753258 γλυκεια
ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες .
ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος
5747088 καθαρσις
διὰ μουσικῆς ἐπετηδεύετο αὐτῷ κατάρτυσις τῶν ψυχῶν : ἄλλη δὲ κάθαρσις τῆς διανοίας ἅμα καὶ τῆς ὅλης ψυχῆς διὰ παντοδαπῶν
καὶ αὐτὴ τὸ νούσημα χρόνιον ἔχειν , ἤν οἱ ἡ κάθαρσις πλεῖον τοῦ δέοντος χωρέῃ μετὰ τὴν διαφθορὴν , οἷα
5744277 οὐσα
λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ τὸν
πάλιν αὖ ἐφάνη τις μικρὰ προσδοκία ἀγαθῶν ἢ κακῶν ψευδὴς οὖσα καὶ ματαία . τοῦτον οὖν τὸν τρόπον καὶ οἱ
5741984 Αὑτη
λειότατα ποιήσα , ἐπίπασσε , καὶ ἑνώσας πάντα χρῶ . Αὕτη ἄνευ τρήσεως ἀφίστησι λεπίδας , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα :
νυκτὸς μάλιστα : ἡ δὲ χροιὴ αὐτοῦ ἰκτερώδης δείκνυται . Αὕτη ἡ νοῦσος τῆς προτέρης ἧσσον μικρῷ θανατώδης . Τοῦτον

Back