γὰρ τούτων οἵα τε ποιεῖν ἡ ψυχὴ μὴ τὸ σῶμα ἐφελκομένη , εἰς ὃ καὶ τὰς ἐνεργείας ἑαυτῆς ἐμφανῶς ἀποστηρίζεται
ἀνωτέρα πάσης προαιρέσεώς ἐστιν , ἅτε ζωτικὴ δύναμις εἰς τοῦτο ἐφελκομένη τὸ ζῷον εἰς ὃ ὀρεκτικῶς ἔχει καὶ οὗ τὸ
5485671 χρως
ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ
πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν
5383863 ἀναπνεομενου
δή τις ψόφος ἐστὶν ἡ φωνή , καὶ οὐ τοῦ ἀναπνεομένου ἀέρος , ὥσπερ ἡ βήξ : ἀλλὰ τούτῳ τύπτει
ἄλλως δὲ ἡ βῆξις οὐκ ἔστι φωνή : τοῦ γὰρ ἀναπνεομένου ἀέρος ἐστὶ πληγή , ἡ φωνὴ δὲ οὐχὶ τούτου
5083845 αἰσθανομενην
μὲν γὰρ ἴσως ἣν Ἕλληνες οἰκοῦσιν , ἅτε καὶ μᾶλλον αἰσθανομένην τοῦ κακοῦ , διήκει δ ' οὖν καὶ διὰ
ἀμφότερα , καὶ ἡ μὲν αἴσθησις πρὸς τοῦ πάσχοντος οὖσα αἰσθανομένην τὴν γλῶτταν ἀπηργάσατο , ἡ δὲ γλυκύτης πρὸς τοῦ
5064270 θεοκτιστον
, [ ἀκατάληπτος περιοχή ] , γυμνάσιον ζωῆς , σύστημα θεόκτιστον , σελήνης παννύχισμα , ἀσύνοπτον θεώρημα , ὄμβρων τιθήνη
: ἰδίως τοὺς βωμούς . ἢ θεῶν μέλαθρα διὰ τὸ θεόκτιστον εἶναι τὴν πόλιν : κόνις δ ' ἴσα :
5035819 ἀκλινης
οἱ μὲν γὰρ φέρονται κατὰ ἐπικλινὲς ῥεῖθρον , ἡ δὲ ἀκλινὴς ἕστηκεν . οἱ δὲ πορθμοὶ ῥευματίζονται κατ ' ἄλλον
σοὶ γονεῖς ἄθλου . τὸ δ ' ἆθλόν ἐστιν ἡ ἀκλινὴς καὶ ἀνένδοτος τοῦ μόνου θεραπεία σοφοῦ . τὰ δ
5032915 φοινικην
ἐκεῖ γέροντες τῷ χρόνῳ κεκυφότες ὄλισθον εἶχον ἐμποδὼν πεπτωκότες καὶ φοινικῆν ἔβαπτε τὸ ξίφος τρίχα , ἣν εἶχε λευκὴν ὁ
φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία . . . . ἢ φοινικῆν ἐσθῆτα τοῖς κεφαλαίοις ἐπέβαλε καὶ περιεκάλυψεν αὐτά . .
4917933 εἱλιξας
πάλιν προστιθέσθω . Ἕτερον πειρητήριον : νέτωπον ὀλίγον ἐν εἰρίῳ εἱλίξας προσθεῖναι , καὶ ὁρῇν ὅθεν ἂν τοῦ στόματος ὄζῃ
ἂν ἄλλων θηρίων ὀσμὴν λάβῃ , στρόβιλος ἀμφ ' ἄκανθαν εἱλίξας δέμας , κεῖται θιγεῖν τε καὶ δακεῖν ἀμήχανος .
4893768 γευσις
* ἀπατηθῆναι , οἷον ὄψις χρώματος καὶ ἀκοὴ ψόφου καὶ γεῦσις χυμοῦ καὶ ἀτμῶν ὄσφρησις : πλείους δὲ καὶ τῆς
τοῦ χυμοῦ , ἐδόκει ἂν ἡ αὐτὴ καὶ μία αἴσθησις γεῦσις καὶ ἁφή : νῦν δὲ δύο φαίνονται διὰ τὸ
4885043 συμφθειρεται
φρόνησις ἐκ μέρους οὖσα οὐ καλή , φθαρέντος γάρ μου συμφθείρεται : ἡ δὲ καθόλου φρόνησις ἡ οἰκοῦσα τὴν τοῦ
ὠνομάσθαι ψυχὴ δοκεῖ . τί δέ ; τελευτώντων σβέννυται καὶ συμφθείρεται τοῖς σώμασιν ἢ πλεῖστον ἐπιβιοῖ χρόνον ἢ κατὰ τὸ
4861737 ἐπιθυμητῳ
ἕκαστον τῶν μορίων , λέγω δὲ τὰς οἰκείας αἰσθήσεις τῷ ἐπιθυμητῷ , ὅρασιν εἰ ὁρατόν ἐστι τὸ ἡδύ , ὃ
τῷ νοΐ . ἐγέννησε δὲ ἐν τῇ Πιερίᾳ , ἐν ἐπιθυμητῷ δηλαδὴ τόπῳ . Μνήμη δὲ ποία ; ἡ βασιλεύουσα
4853366 ἰσχυς
κατηγόρῳ : καὶ τὰ παρακολουθοῦντα τούτοις τῇ νεότητι , σώματος ἰσχὺς , κάλλος , ἀφροσύνη : τὸ κοῦφον καὶ εὐχερὲς
ἡ σκιὰ λυπεῖ καθάπερ εἴρηται καὶ τὸ ὄψιον ὡς ἡ ἰσχὺς τῶν ῥιζῶν : ἀφαιρεῖται γὰρ τὴν τροφὴν συντάρρων γινομένων
4847281 αἰανης
οὐκ ἀκολουθήσει σοι μέμψις οὐδὲ φθόνος . ἀπὸ γὰρ κόρος αἰανής : ὁ γὰρ διηνεκὴς κόρος καὶ ἡ μακρολογία τὰς
οὐκ ἀκολουθήσει σοι μέμψις οὐδὲ φθόνος . ἀπὸ γὰρ κόρος αἰανής : ὁ γὰρ διηνεκὴς κόρος καὶ ἡ μακρολογία τὰς
4820045 εὐκαρπῳ
ἡδείας ἔχοντι καὶ τέρψεις ἐφημέρους , τὴν δὲ Δημοσθένους διάλεκτον εὐκάρπῳ καὶ παμφόρῳ γῇ καὶ οὔτε τῶν ἀναγκαίων εἰς βίον
καὶ ὁ χῶρος οὗτος ἔρημός ἐστι , καὶ ἄγονος ἐν εὐκάρπῳ ὅλῃ κείσεται τῇ ἀρούρᾳ . ταύτῃ τοι καὶ ἐφ
4818095 καρον
οὐκ εἰδότες πω μὴ θάνατον εἶναι τὸ πραχθὲν ἀλλὰ οἰνηρὸν κάρον , ἐνόσησαν οἱ κατὰ τὴν Ἀττικήν , ἐμοὶ δοκεῖν
' ἢ ἐν ἀγνωσίᾳ καὶ λήθῃ διὰ τὸν σωματικὸν γινομένην κάρον , ταράχου τε καὶ πτοιήσεως ἐμπιπλαμένην , παράφορον τέως
4811416 ἀπατωσα
τῶν γραφῶν καὶ μυρίων ἄλλων , ἡ αἴσθησίς ἐστιν ἡ ἀπατῶσα . Διὸ καὶ μεμφόμεθα πάντες ἐπὶ τῶν τοιούτων οὐ
καὶ ἀνελεύθερος , σχήμασι καὶ χρώμασι καὶ λειότητι καὶ ἐσθῆτι ἀπατῶσα , ὥστε ποιεῖν ἀλλότριον κάλλος ἐφελκομένη τοῦ οἰκείου διὰ
4805829 κουφη
Ἡ μὲν γὰρ γλίσχρα καὶ μελάγγεως ἐρέβινθον , ἡ δὲ κούφη κύαμον φέρει καλλίω , σύμμετρα γὰρ ἑκατέρῳ τὰ τῆς
καὶ ξυνεχέϲτερον ἢ τοῖϲι ἄλλοιϲι . τροφὴ ἀνὰ πᾶϲαν ἡμέρην κούφη , εὔπεπτοϲ , τὰ πολλὰ ϲιτώδηϲ : ἔϲτω δὲ
4791050 χρισθεις
ὁδοιπορεῖν καὶ ἐργάζεσθαι νύττονται μύωπι ] κέντρῳ τῷ τῆς μανίας χρισθεῖς ' ] κεντηθεῖσα , τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι
κεραστὶς δ ' , ὡς ὁρᾶτ ' , ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖς ' ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον πρὸς εὔποτόν τε Κερχνείας ῥέος
4776885 μελαινα
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν
4772918 ὀψις
Περὶ ποιητικῆς . : . . . τὸ δὲ τέταρτον ὄψις , οἷον αἵ τε Φορκίδες καὶ Προμηθεὺς καὶ ὅσα
συγκόψειν ἔμελλον καὶ τὰς ναῦς ἐμπρήσειν . οἰκτρὰ δὲ ἡ ὄψις ἦν ἀναιρουμένων θηρίων ἡμέρων τε καὶ σπανίων καὶ νεῶν
4762435 πληρει
αὐτὸ ἀπεικάζει , στρατοπέδῳ πολέμων καὶ κακῶν ὅσα πόλεμος ἐργάζεται πλήρει , μετουσίαν εἰρήνης οὐκ ἔχοντι . „ καὶ ἐκλήθη
διά . ἔστι δὴ οὖν καὶ ἡ προκειμένη σύνταξις ἐν πλήρει λόγῳ καθισταμένη οὕτω τρέμω διὰ σέ , φεύγω διὰ
4751742 πυρωδης
οὖν ὑλικὸν αἴτιον ἡ παχυτέρα ὕλη , ποιητικὸν δὲ ἡ πυρώδης θερμασία , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἐκτὸς ὁρῶμεν :
φωτεινὴ θεῶν ἐξ αἰθέρος συνέστηκεν , ὅς ἐστι λαμπρὸς καὶ πυρώδης οὐδέποτε στάσιν ἔχων , ἀλλ ' ἀεὶ φερόμενος κύκλωι
4747752 ἐξαλος
κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔμπυρος ἰχθύς . Τὰ μὲν οὖν Περὶ φύσεως αὐτῷ
δὲ λαμπρόν , καὶ ἡ αὐτὴ κώπη ἔναλος μὲν κεκλασμένη ἔξαλος δὲ εὐθεῖα , καὶ τὸ ᾠὸν ἐν μὲν τῇ
4739420 κερατοειδει
δ ' ἐν ὀφθαλμοῖς ἑλκῶν , τὸ μὲν ἐν τῷ κερατοειδεῖ κοῖλον καὶ στενὸν καὶ καθαρὸν ἕλκος , βόθριον ἐπονομάζεται
, ὅταν χρονίσαν τὸ σταφύλωμα ὑποσκληρυνθῇ καὶ περιουλώσῃ ἐν τῷ κερατοειδεῖ κατὰ πάντα ἐοικὼς ἥλου κεφαλῇ . Περὶ μυδριάσεως .
4737314 καρδια
εὖ ζῆν γεγόνασι : καὶ πρὸς τὸ ζῆν ἐγκέφαλος , καρδία , κοιλία , ἧπαρ καὶ πνεύμων : ὧν παθόντων
ἀρχαὶ δὲ τρεῖς , ὡς πολλάκις μεμαθήκαμεν , ἐγκέφαλος , καρδία καὶ ἧπαρ . ὁ μὲν οὖν ἐγκέφαλος οὐ πάνυ
4728686 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
4723085 ὀφθαλμος
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ
4717701 πολυτιμητος
οὕτω καὶ ὁ τὸ μέσον ἀμφοῖν ἀναπληρῶν πλάτος , ὁ πολυτίμητος νοῦς , ἐπιστήμην καὶ ἐπιστητὸν παράγει καὶ εἰς ταὐτὸν
νοῦ θεάματα . καὶ πῶς οὐκ ἔσται τῆς αἰσθήσεως ὁ πολυτίμητος ἡμῖν νοῦς ἀτυχέστερος , εἴπερ ἐκείνη μὲν πρὸς ὄντα
4717693 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
4702524 τυφωνας
δὲ φερομένη ἡμίπυρος οὖσα πρηστῆρας , μὴ πεπυρωμένη δέ πως τυφῶνας , ἀνειμένη δὲ ἡ αὐτὴ ἐκνεφίας ποιεῖ . κεραυνὸς
μετρίως ἔχειν : κατασκήπτειν δὲ καὶ πρηστῆρας ἐν αὐτῷ καὶ τυφῶνας ἐγγίγνεσθαι καὶ πολλάκις σείεσθαι κάτωθεν ὅλον . ταῦτα δὲ
4698626 προσπταιον
ἱδρῶτες περὶ τὸν τράχηλον , καὶ διαπορήματα , καὶ πνεῦμα προσπταῖον ἐν τῇ ἄνω φορῇ πυκνὸν ἢ μέγα λίην ,
, καὶ γνώμη καταπλὴξ , ἀναυδίη , περίψυξις , πνεῦμα προσπταῖον , ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα
4646890 ἀπαυστον
ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα . ὅ
ταῦτα ὑπερβῇς καὶ προσέλθῃς περαιτέρω , δίδως ταῖς ἡδοναῖς δρόμον ἄπαυστον , καὶ τὰς ἀρετὰς ἀποτειχίζεις . Τοῦτο γεννᾷ τὰς
4645468 δρεπεται
καὶ μέλανι τὴν ἐπιφάνειαν : τοῦτο κατὰ τὴν ὀρεινὴν νεμόμενον δρέπεται ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ἄγκεσι θάμνων παντοῖα ἄνθη ,
ταῖς ἑαυτῶν μηχαναῖς ἐδωρήσαντο , ὁποίαν οὐδεὶς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων δρέπεται , τοῦ πλούτου στεφάνωμα οὖσαν τίμιον . φασὶ δὲ
4643390 ἐγκεφαλος
διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα . Ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος , ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νουσημάτων
τῆς τοιαύτης χολώδους ὕλης περὶ τὸν ἐγκέφαλον : ὁ οὖν ἐγκέφαλος δεχόμενος τὴν τοιαύτην χολώδη ὕλην δι ' οἰκείαν ἰσχὺν
4632298 γλωττα
. . ἐμβαλεῖν : Ῥίψαι , ἐνθεῖναι . . ἡ γλῶττα τῷ κήρυκι : 〚 Διχῶς νοεῖται : 〛 ἡ
περιπαρεὶς , ἀέριος αὐτίκα ἐπαίρεται . Ἔστι δὲ αὐτοῖς ἡ γλῶττα τραχεῖα καὶ στενὴ ῥίνης ἀποσώζουσα σιδηροβρώτιδος μίμημα , δι
4620698 ἀορασια
, . * . . ? Ἀχλύς : σκοτία , ἀορασία , ἡ ἄγαν ἀλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα : παρὰ τὸ
. . . . Ἄϊδος κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ
4613506 διεξιασιν
αὐτὴν κάλλους πείθονται , καὶ προσιούσης τοιαῦτά τινα πρὸς ἀλλήλους διεξίασιν οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς τοιῇδ ' ἀμφὶ
: καλεῖται δέ τις καὶ λειμὼν ἱππόβοτος , ὃν καὶ διεξίασιν οἱ ἐκ τῆς Περσίδος καὶ Βαβυλῶνος εἰς Κασπίους πύλας
4598806 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
4586207 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
4573254 καρδιᾳ
οὖν εἰκὸς βραχὺν οὕτως ὄντα τὸν ἀνθρώπινον νοῦν μήνιγγι ἢ καρδίᾳ , βραχέσιν ὄγκοις , ἐγκατειλημμένον μέγεθος οὐρανοῦ καὶ κόσμου
σφυγμώδης γινομένη κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ταῖς ἀρτηρίαις καὶ τῇ καρδίᾳ . κεκραγότων δ ' ἐξαίρεταί τε καὶ διαφυσᾶται πᾶς
4570311 εὐρινος
τὸ πρόσωπον ὡραῖος , ἐρυθρός , οἱ ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , εὔρινος , αἱ κνῆμαι λεπταί , πόνος ἔσται περὶ τὸν
ἐπήδησε καὶ αὐτὴ κατ ' αὐτόν : ἰχνευτικὴ γὰρ καὶ εὔρινος ἐκείνη γε ἡ κύων ἦν . Μασσαγέται μέν ,
4564029 σκιρτηματι
τῷ δεσπότῃ τῶν ἀγρῶν . ἐνταῦθα εἰσδραμὼν ἀνατρέπω πάντα τῷ σκιρτήματι καὶ λυχνίαν καὶ τραπέζας : κἀγὼ μὲν ᾤμην κομψόν
μανίας χρισθεῖς ' ] κεντηθεῖσα , τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ ,
4537633 σινεται
ἰόν αἱμοροῒς τοίῳ δαμναμένη πόματι . οὐ μὲν ἀπεχθήεντα φαλάγγια σίνεται οὕτως ἀνέρα , φρικαλέον δ ' ἄχθος ἔθηκε πόνων
οὐδέ οἱ αἰδὼς γίγνεται , ἥ τ ' ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ ' ὀνίνησι . μέλλει μέν πού τις καὶ
4523693 γλαυκοτερον
. . . ὁμοῦ . Ἢ τὸν ὀφθαλμὸν τὸν ἕτερον γλαυκότερον εἶναι ἢ πεφορινῶσθαι . . . πεφοριῶσθαι . λέγων
στόμα μέχρι τῶν ὤτων αὐτοῦ διέστηκεν , ὄμμα δὲ ὑποφαίνει γλαυκότερον λέοντος . Τὰ δὲ κέρατα τὸν μὲν ἄλλον χρόνον
4516688 θελγει
ὑπὸ τῆς ἡδονῆς πτεροῦσθαι . ἄλλο γὰρ ἄλλοθεν τὸ μὲν θέλγει , τὸ δὲ ἐκπλήττει , καὶ τὸ μὲν κατέχει
μάλιστα ζῶντες τῷ παρόντι χαίρουσι , καὶ ὃ τὴν αἴσθησιν θέλγει . τῆς ἡλικίας δὲ μεταπιπτούσης καὶ τὰ ἡδέα γίνεται
4503932 πονος
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ
4502514 καθοραι
ἔθ ' εὑρήσεις δῆμον φιλοδέσποτον ὧδε ἀνθρώπων , ὁπόσους ἠέλιος καθορᾶι . Ζεὺς ἄνδρ ' ἐξολέσειεν Ὀλύμπιος , ὃς τὸν
, σχεδὸν οἱ ὁμοτράπεζοι καλούμενοι . σὺν τούτοις δὲ ὢν καθορᾶι βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ ' ἐκεῖνον στῖφος : καὶ
4489206 πνευματι
μάλιστα πρὸς πολλὰ ποικιλλομένη . Ὁ δὲ χαμαιλέων δοκεῖ τῷ πνεύματι ποιεῖν τὰς μεταβολὰς , πνευματικὸν γὰρ φύσει . Σημεῖον
δὲ τῶν περὶ σελήνην φερομένη τόπων , ἀεροειδῶν τε καὶ πνεύματι λοιπὸν ἀντιτύπῳ κεκοινωνηκότων , πολὺν τὸν ῥοῖζον καὶ σφοδρὸν
4475903 γλυκυς
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ
4465039 χωριζομενη
τὸν ἔχοντα καὶ ἐκφαίνει τὴν δειλίαν : πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία
ἀπρεπῆ καὶ ἐπιφανεστέραν ἔχοντα τὴν δειλίαν , πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , ἀλλ '
4460286 φωτι
ἀπεδίδρασκεν Αἴγυπτον , καὶ τρισὶν ἡμέραις διαδέξασθαι τὸν ἀρετῆς κλῆρον φωτὶ τρισσῷ , μνήμῃ τῶν παρεληλυθότων καὶ ἐναργείᾳ τῶν παρόντων
μενέχαρμος , ἔχει δ ' ὀλίγον σάκος ὤμῳ , χείρονι φωτὶ δότω , ὃ δ ' ἐν ἀσπίδι μείζονι δύτω
4452737 καλλος
τῶν μερῶν ἢ τῶν θεωρημάτων ; Τὸ δὲ τοῦ νοῦ κάλλος μονουμένου τί ἂν εἴη ; Πάλιν οὖν ἀναλαβόντες λέγωμεν
, καὶ μὴ κατὰ μέρος ὀνομάζειν , οἷον ἐξουσίαν , κάλλος , πλοῦτον , τἄλλα τὰ τούτοις ὅμοια : πολλάκις
4449294 φριττει
δὲ ἄρα ῥίζας θανατηφόρους . ἐπειδὰν δὲ ὑποβλέψῃ ταυρηδόν , φρίττει μὲν παραχρῆμα καὶ ἐγείρει τὴν λοφιάν : ὑπανισταμένης δὲ
φύγοι τὸν μέτριον ; τίς δὲ οὐχὶ καὶ φιλεῖ καὶ φρίττει τὴν ῥώμην τοῦ πάντα μὲν ταύτης ἀκριβῶς ἀναπλήσαντος ,
4446559 λαμποντες
Πλάτων εἴρηκε φωσφόρα ὄμματα : λέγοιντο δ ' ἂν ὀφθαλμοὶ λάμποντες , στίλβοντες , θυμοειδεῖς , πυρώδεις : μαρμαρυγὰς ἀφιέντες
οἱ Μαῦροι ὠκύτεροί εἰσιν , ἢ δαφοινότεροι . Αἰγλήεντες : λάμποντες . Μοῦνοι : οἱ Μαῦροι . Φράζουσιν : φανεροῦσιν
4444803 μεγακητης
οὐδετέρων συντεθέντα βαρύτονα : εὐμήκης εὔμηκες , κακοήθης κακόηθες , μεγακήτης μεγάκητες . καὶ τὰ παρὰ τὸ ΗΚΗΣ : τανυήκης
ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ η ἐπιφερομένου ἀφώνου , οἷον κῆτος μεγακήτης , ἦθος κακοήθης , μῆκος ἐπιμήκης : ταῦτα γὰρ
4436909 ἐπιθυμια
, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία , καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω . Ἴσως γὰρ ἄν
τοῦ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς ὅτι ἕτερον ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ προαίρεσις . Ἔτι φησὶ προαιρέσει μὲν ἡ
4435785 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
4434026 μιμουμενη
κατὰ τί χἠ βακτηρία ; ἵνα θοἰμάτιον σώσαιμι , μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν καὶ τοὺς λίθους παίουσα
τὸ ὅλον ἀληθὴς ἦν οὐσία ἡ αἰσθητὴ οὐσία , ἀλλὰ μιμουμένη τὴν ἀληθῆ . διὰ ταῦτα καὶ συμβαίνει ἐξ ἀνάγκης
4433400 καθιησι
πρὸς δὲ τὴν θεραπείαν τοῦ παρεσχισμένου σώματος ἀθροισθέντων αὐτῶν εἷς καθίησι τὴν χεῖρα διὰ τῆς τοῦ νεκροῦ τομῆς εἰς τὸν
πρὸς δὲ τὴν θεραπείαν τοῦ παρεσχισμένου σώματος ἀθροισθέντων αὐτῶν εἷς καθίησι τὴν χεῖρα διὰ τῆς τοῦ νεκροῦ τομῆς εἰς τὸν
4422268 ὁρασις
ὑπό τινων ὠνομάσθαι , ὅτι καλὰ καὶ χαρίεντα μόνη ἡ ὅρασις παρέχει . ἄλλοι δὲ τὴν ὄψιν τὴν ὅρασιν ὀνομάζουσι
καὶ τὰ πόρρω ὁρᾶν . μὲν καὶ ἡ ἀπὸ ὕψους ὅρασις , λέγεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ὑψηλὸς τόπος :
4418423 συναρμοσμενων
τὸ μὲν σύμφωνον ἐναπολαμβάνεται , τὸ δὲ διάφωνον ἐκκρούεται : συναρμοσμένων δὲ καὶ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ
στάδιοί εἰσι , τοῦτο δὲ πᾶν λίθων μεγάλων καὶ εὖ συναρμοσμένων . Τὸ μὲν δὴ τεῖχος τοῖσι Φωκαιεῦσι τρόπῳ τοιῷδε
4414269 φιλτατῳ
θ ' ὑπούργησον τάδε ἐμοί τ ' ἀρωγὰ τῷ τε φιλτάτῳ βροτῶν πάντων ἐν Ἅιδου κειμένῳ κοινῷ πατρί . Πρὸς
ὅσα ὑπεραλγήσας ἔδρασεν ἢ εἶπεν ἐπὶ τῷ πάντων δὴ ἀνθρώπων φιλτάτῳ , οἱ δὲ ἐς αἰσχύνην μᾶλλόν τι ὡς οὐ
4411645 περικαρδιον
θυμουμένῳ , ᾗ θυμούμενός ἐστι , τὸ ζεῖν ὑπάρχει τὸ περικάρδιον αἷμα , ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ ὀρέγεσθαι ἀντιλυπῆσαι .
δὲ μὴ προσδέχονται τοὺς ταύρους αἱ βόες , σκίλλης τὸ περικάρδιον τουτέστι τὰ ἁπαλώτατα τῆς σκίλλης καὶ ὡς ἂν εἴποι
4404011 διειμενος
ἢ ῥοιᾶς φλοιὸς ἢ αὐτὸς ὁ χυλὸς τοῦ ῥοῦ τοσοῦτος διειμένος τῷ οἴνῳ , ὡς πόριμον τὸ κλύσμα διὰ τοῦ
ἐλαίῳ , ἁλὸς ἄνθος συγκιρνώμενον ἐλαίῳ , ὀπὸς Κυρηναϊκὸς ὕδατι διειμένος εἰς ἀνάτριψιν τοῦ σώματος παραλαμβανόμενος καὶ πινόμενος ὅσον ἐρεβίνθου
4403283 δειλοισι
ἐλέφαντα ἢ κορυφὴν ὄρεος παναπείριτον ἢ νέφος αἰνὸν χεῖμα φέρον δειλοῖσι βροτῶν ἐπὶ χέρσον ὁδεύειν . ἴφθιμον δὲ κάρηνον ἐπ
μὴ καθ ' ὥραν τοῖς ἀναγκαίοις χρωμένων . Ἔνεισιν ἐν δειλοῖσι κἄνανδροι λόγοι : ὅτι φησὶ καὶ οἱ λόγοι ταῖς
4402441 αἰσθανομενη
καὶ παραγγέλλει τῇ ψυχῇ ὡς ταὐτὸν σκληρόν τε καὶ μαλακὸν αἰσθανομένη ; οὐκοῦν ἀναγκαῖον ἐν τοῖς τοιούτοις αὖ τὴν ψυχὴν
ἡ φύσις αἰτίη ἡ τῶν σωμάτων : ἡ μὲν γὰρ αἰσθανομένη ἀξιοῖ θεραπεύειν σκοποῦσα ὅπως μὴ τόλμῃ μᾶλλον ἢ γνώμῃ
4390723 ὑπνος
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ
4388626 ἁπτομενῳ
ἐξ αἱματικοῦ χυμοῦ , πάντως ἐνερευθὴς ὁ ὄγκος ἐστὶ καὶ ἁπτομένῳ θερμὸς καὶ σφυγματώδης αἵ τε φλέβες οὐ μόνον αὐτῶν
ἐν πολέμῳ πῦρ ἐπιτεθὲν τῷ Ἀχιλλεῖ παρέβαλε τῷ ἐν πολεμουμένῃ ἁπτομένῳ . Σ . Ω : Ἀπολλόδωρος καὶ Ἀρητάδης καὶ
4388277 φρενες
ἀμφοτέρους κατεῖχεν , ἀλλ ' οὐδαμῶς αἱ ἄφθαρτοι τῶν θεῶν φρένες συμπερασθῆναι τοὺς γάμους συνεχώρησαν , ἐπειδὴ τῶν μεμοιραμένων κατήκουσαν
Ἥκεις εἰς τοῦτο τάξεως , οἷ σε ἔμελλον ἄξειν αἱ φρένες ἀγαθαί τε οὖσαι καὶ τὸν τοῦ βασιλέως οὐ λανθάνουσαι
4373896 τυφλωττει
* ἀμβλώσσει : ἀμβλεῖ ἔχει τὼ ὄσσε ἀμβλυώττει ἀμβλυώττει , τυφλώττει μαράθου : ὁ χυλὸς τοῦ μαράθου ὀξυδορκίαν παρέχει ,
γίνεται . ὅτι δὲ ἀληθές ἐστι τοῦτο καὶ τῇ ἀπουσίᾳ τυφλώττει τῆς ὕλης καὶ δυσαρεστεῖ περὶ τὸ ἔργον ἡ γαστὴρ
4371084 σοφαις
εἰς αις ἀποστρέφονται τὴν ὀξεῖαν τάσιν , οἷον παῖς καλαῖς σοφαῖς μεγάλαις ἀρίσταιςχωρὶς τοῦ δαίς , ὃ σημαίνει τὴν εὐωχίαν
ἂν καὶ τὴν ἡδυσματοθήκην κυμινοδόκον , Νικοχάρους εἰπόντος ἐν Γαλατείᾳ σοφαῖς παλάμαις τεκτόνων εἰργασμένον , πόλλ ' ἐν αὑτῷ λέπτ
4369823 ζωη
τοῦτο ἀθάνατον καὶ ἄπαυστον ἐν τοῖς οὖσίν ἐστιν , οἷον ζωή τις ὑπάρχουσα πᾶσι τοῖς ὑπὸ φύσεως συνεστῶσιν . καὶ
ταῦτα πάσχουσιν : φιλοψυχοῦσι μέν , ὅτι † τοῦτο ἢ ζωή ἐστιν ἢ ψυχή : ταύτης οὖν φείδονται καὶ ποθοῦσιν
4363638 βαρυθει
: ὀρφανοὶ κατὰ μητέρα * ἐξεγένοντο : ἐγεννήθησαν οἵη γὰρ βαρύθει : μόνη γὰρ βαρύνεται ὑπὸ τῷ κυήματι τῆς γαστρός
ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται , οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται , βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ ' αὐτοῦ : ἔγχος δ
4354442 μορφῃ
ὑγρῷ . Ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως ὁμοίως ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκερύθρους καὶ εὐμεγέθεις καὶ εὐέκτας καὶ γλαυκοφθάλμους καὶ
ἔδειξε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸ λαλῆσαν μετὰ σοῦ ἐν μορφῇ τῆς Ἐκκλησίας : ἐκεῖνο γὰρ τὸ πνεῦμα ὁ υἱὸς
4349398 λαμπων
φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ
σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων .
4348968 δαμαζεται
ἀελπέα ] ἀντὶ τοῦ ἀνελπίστως ἀελπέα ] ἀνωϊστί δάμναται ] δαμάζεται , φθείρεται ἄταις ] βλάβαις , κακοῖς οἷα ]
. δαμάζοι : τὰ γὰρ ἑψόμενα κρέα οἱονεὶ τῷ πυρὶ δαμάζεται : † ἤτοι ἑαυτῷ ἐφέλκοι ματαίως . * ἀμέτοχος
4348407 ὑγιεια
νόσος κακόν ; Πῶς δ ' οὔ ; Τί δὲ ὑγίεια ; ἦν δ ' ἐγώ : ἀγαθὸν ἢ κακὸν
τῶν ἐναντίων κωλυτικά . καὶ καθ ' ἑαυτὰ μὲν ἀγαθὰ ὑγίεια καὶ ἀρετὴ τὸ φρονεῖν τὸ ὁρᾶν , οὐ δι
4346903 ἀμοιρων
θήλεος εἰκασίαν ἐμαλάττετο γοργότητος διορθουμένης τὸ θῆλυ καὶ εἰς ἐξουσίαν ἀμοιρῶν κινήσεως ᾔδει βακχεύεσθαι καὶ τῷ θεῷ εἰσιόντι τὰ ἔνδον
ἀναγκαῖα πληροῦν ἑαυτῇ τὴν ὕλην ἀρκοῦσαν . ὑγρὸς μὲν ἦν ἀμοιρῶν μαλακότητος , χαλκῷ δὲ ἔχων συνῳδὸν τὴν χρόαν εὐανθὴς
4346840 θαλλουσα
ἐκ τοῦ λιμοῦ βλάβην , καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλλουσα . κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην , ἁπαλήν
μου : ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούς : πέπειροι βότρυες σταφυλῆς . καὶ τὸ
4342630 τρυγιας
νέκρωσιν . ἀλλὰ καὶ τὸ λευκὸν οὖρον καὶ παχὺ δίκην τρυγίας κακόν ἐστιν , ἐπειδὴ ἐνδείκνυται μεγίστην ἀπεψίαν τῶν ὑλῶν
χυμὸς τῷ ἕλκει , τὰ περιττώματα δὲ μετ ' οἴνου τρυγίας φυρασθέντα ἢ ὄξους καὶ ἐπιπλασθέντα . Ἵνα δὴ πάσης
4340097 ἀκοη
πολὺ δὲ ταῦτα γνώσῃ τῇ πείρᾳ . ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ οὐ βραδέως γέγονεν : ταχὺ γὰρ ἤγγειλα . καὶ
ἀλλὰ ταχέως . καὶ τῶνδε πύστις καὶ ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ καὶ γνῶσις οὐ βραδύνει εἰς ἐπέκτασιν πολλοῦ χρόνου ,
4340012 γεγωνον
τῶν ἑταίρων διαβαίνων προσεῖπε τῇ φωνῇ , καὶ ὁ ποταμὸς γεγωνόν τι καὶ τρανὸν ἀπεφθέγξατο πάντων ἀκουόντων : χαῖρε ,
, ἐφθέγξατο πολλῶν παρουσῶν γλώττῃ Λατίνῃ φωνὴν εὐσύνετόν τε καὶ γεγωνόν : ἧς ἐστι φωνῆς ἐξερμηνευόμενος ὁ νοῦς εἰς τὴν
4336206 τοιουτεου
ἰθυτέρη , καὶ κυκλοτερής : καὶ πολλαὶ ἄλλαι ἰδέαι τοῦ τοιουτέου τρόπου , ὁκοῖον ἄν τι καὶ τὸ σχῆμα τοῦ
παρέχουσιν : ἔστι δ ' ὅτε καὶ κίνδυνος ἐκ τοῦ τοιουτέου χωλωθῆναι : ἔστι δ ' ὅτε καὶ πρὸς τὴν
4323443 γαστηρ
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ?
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι :
4319100 καταψυχεται
εἰρημένην αἰτίαν . ὅθεν δ ' ἐκλείπει τὸ θερμόν , καταψύχεται , καὶ διὰ ψύξιν καταπίπτει τὰ βλέφαρα : τὸ
ζωτικὸν πνεῦμα , τούτου δὲ ἐκκρινομένου τό τε ὅλον σῶμα καταψύχεται καὶ πάντα τὰ φυσικὰ ἔργα χείρω γίνεται , διὰ
4312651 παλους
πνεύμονος καὶ τῆς καρδίας , ἢ καὶ ἄλλως κατὰ τοὺς παλοὺς φρένες εἰσὶν αἱ διεζωκυῖαι τὸν ὑπὸ τῷ πνεύματι καὶ
πνεύμονος καὶ τῆς καρδίας , ἢ καὶ ἄλλως κατὰ τοὺς παλοὺς φρένες εἰσὶν αἱ διεζωκυῖαι τὸν ὑπὸ τῷ πνεύματι καὶ
4310429 ὑποπιμπλαται
μένου δὲ τοῦ ἦρος προϊόντα ἐπὶ τὰς νομὰς τῆς χολῆς ὑποπίμπλαται . τοῦτο δὲ ἄρα ἔτι καὶ μᾶλλον φιλεῖ παρακολουθεῖν
ἐνακμάζοντος καὶ τῆς γῆς ἐξανθούσης οἴστρου τε ἀφροδισίου τὰ ζῷα ὑποπίμπλαται καὶ μνημονεύει γάμων , καὶ ἀλλήλοις συμπλέκεσθαι ὀργᾷ τά
4293935 θνητη
οὐκ ἔχει βεβαίως , εἴτε ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχὴ εἴτε θνητή , καὶ εἴτε ἀίδιος ὁ κόσμος εἴτε φθαρτός ,
ἐν μὲν τῷ , ἀθάνατος , ἐν δὲ τῷ , θνητή , καὶ ἐν μὲν τῷ αἰωνίῳ καὶ ἡ διάκρισις
4283766 ἀψυχος
γεγραμμένος οὐκ οὐσία ἀλλὰ συμβεβηκός , οὐκ ἔμψυχος ἀλλ ' ἄψυχος , οὐκ αἰσθητικὸς ἀλλ ' ἀναίσθητος , ἀλλὰ ζῷον
. νόμων δὲ ὁ μὲν ἔμψυχος βασιλεύς , ὁ δὲ ἄψυχος γράμμα . πρᾶτος ὦν ὁ νόμος : τούτῳ γὰρ
4277218 θαψῳ
. πυρέσσων φησί . ὦχρος δὲ τοῦ φαρμακευθέντος παραπλήσιος γίνεται θάψῳ πίμπρησιν ] ὀγκοῖ συνεχές ] συνεχῶς , πυκνῶς ἀθρόον
τὰ κενώματα καὶ λάπαθος βοτάνη , ἣ κενωτική ἐστιν . θάψῳ : χλωρὸς ἢ ξανθός . θάψος δέ ἐστιν εἶδος
4271139 ἡδει
μὲν γὰρ ἔοικεν ἡ ἀνθρωπίνη ἀγαπήσασα πλημμέλεια , ἑπομένη τῷ ἡδεῖ φαινομένῳ , νοθεύσασα διὰ τοῦ ἔρωτος τούτου τὴν ἀκρίβειαν
καὶ σώματος , οὐχ ἁπλοῖ δέ , οὐ τῷ αὐτῷ ἡδεῖ χαίρει ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα , ἀλλὰ ἄλλῳ
4251709 γλυκεια
ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες .
ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος
4244832 κομη
τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ
Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ
4240469 θερμοτης
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν
4239594 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
4233155 βαπτουσα
καὶ ξανθουμένη ξανθοῖ πᾶν ἔκλευκόν τε σῶμα καὶ τρέπει , βάπτουσα καὶ μορφοῦσα ποιέει χρυσὸν καὶ γίνεται εἰς θαῦμα θαυμάτων
ὁλκαίης ἀκάτῳ ἴσος ἥ τε δι ' ἅλμης πλευρὸν ὅλον βάπτουσα κακοσταθέοντος ἀήτεω εἰς ἄνεμον βεβίηται ἀπόκρουστος λιβὸς οὔρῳ .
4232837 ἠεροϲ
τὰ εἴϲω : ἀναπνοὴ θερμή , ὡϲ ἐκ πυρόϲ : ἠέροϲ ὁλκὴ μεγάλη : ψυχροῦ ἐπιθυμίη : γλώϲϲηϲ ξηρότηϲ :
ἀρχή : ἥδε καὶ τῷ πνεύμονι τῆϲ ὁλκῆϲ τοῦ ψυχροῦ ἠέροϲ τὴν ποθὴν ἐνδιδοῖ : ἐκφλέγει γὰρ αὐτόν : ἕλκει
4225663 δεκτικη
οὐχ ὡς ὑπάλληλα γένη ἀλλ ' ὡς δεκτικὰ ἀλλήλων : δεκτικὴ γὰρ ἡ μὲν ἐπιφάνεια τῶν γραμμῶν , τὰ δὲ
ἕκαστον τῶν τοιούτων ἡ αὐτὴ οὐσία δεχομένη τῶν ἐναντίων εἶναι δεκτικὴ λέγεται . ἀλλ ' εἰ τοῦτο μάλιστα οὐσίας ἴδιον
4223521 ψυχη
. . οὐρανοῦ καὶ σελήνης γῆν ἀμειψαμένη [ . ἡ ψυχή ] καὶ τὸν ἐπὶ γῆς βίον , ἂν μικρὸν
Κλυταιμνήστρας τάφον : ὡσεὶ ἔλεγεν : ἓν σῶμα καὶ μία ψυχή ἐσμεν . πᾶν γὰρ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἓν
4220108 ξηροτερος
ὁ ἀσπάραγος αὐτῆς ξηραίνει . τῶν δ ' ἄλλων λαχάνων ξηρότερος ὁ καυλός ἐστιν : ἔμπαλιν δὲ ῥαφανίδος καὶ γογγυλίδος
τὸν θῆλυν ἄκρως ἐπέχει φθόγγον . ὁ δὲ τοῦ ἡλίου ξηρότερος καὶ καυστικὸς διόλου τε θερμὸς καὶ δραστικὸς ἠχεῖ τὸν
4215628 ὑγροτης
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν

Back