κέρδος ἀποβαλούσῃ τὸν παῖδα ; τί με τουτωνὶ τῶν ἐρριμμένων εὐφραίνει τὸ πλῆθος ἑτέρας οὐκ οὔσης γονῆς ; ταῦτα κινήσει
. ἔτι δὲ καὶ οὐ τούτων μόνον ἕνεκα τῶν εἰρημένων εὐφραίνει τὰ πεμπόμενα παρὰ βασιλέως , ἀλλὰ τῷ ὄντι καὶ
7312124 λυπει
Μαραθῶνι τρόπαιον ἐγείρας , καὶ Ἀριστείδης ὁ δίκαιος ἐξωστρακίζετο . λυπεῖ δέ με οὐχ ἥκιστα πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ ἡ
ἐπὶ τὸ βέλτιον [ ἢ ] μεταφέρηται , διὰ ξενοπάθειαν λυπεῖ τὸν ὄγκον : οὐκ ἐπιγινώσκεται γὰρ τὸ μὴ προμελετηθέν
6972452 πονηρα
δ ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ : πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο . παραινέσαι σοι βούλομαι : τῶν γὰρ
σεμνὴ καὶ πομπική , συνθέσεως τετυχηκυῖα τῆς πρὸς ἡδονήν . πονηρὰ δὲ ἡ πολλὴ τῆς τῶν φωνηέντων φυλακὴ συγκρούσεως καὶ
6479066 λυπειται
Ἆρά γε ὁ φθονῶν χαίρει ; Οὐδαμῶς , ἀλλὰ μᾶλλον λυπεῖται . ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐκίνησε τὸν πλησίον . Τί
τὸν τοῦ φίλου τρόπον , καὶ οἷς χαίρει καὶ οἷς λυπεῖται , καὶ δύναται παραμυθήσασθαι ῥᾳδίως . κατὰ τοῦτον μὲν
6423021 ἐπαιρει
ἀποκρύπτουσα ; Τοὐναντίον μὲν οὖν καὶ παροξύνει καὶ εἰς ἀπόνοιαν ἐπαίρει : ῥᾳδίως τε καὶ δικαίως κακίζει τὸν δικαστὴν ἐκεῖνος
: ἐκεῖνος γὰρ ἀπὸ θαλάσσης ἢ ἀπὸ τῆς γῆς λίθον ἐπαίρει , καὶ τίθησιν εἰς τὴν ἰδίαν νεοσσιάν , διὰ
6355640 μοχθηρια
τοῦ Σωφρονίσκου : οὐ γὰρ αὐτὰ ἦσαν βλάβαι , ἀλλὰ μοχθηρία . τί δέ ἔφην , ἀλλὰ ταῦτα ἔδρα ἡ
ἄκοντας ἔπειτα κεχειρωμένους ἀπολύοις . συμφεύξεται γὰρ τοῖς φυγοῦσιν ἡ μοχθηρία ἅμα καὶ ἡ δουλεία , συναπολειφθήσεται δὲ τοῖς συμμένουσί
6337256 πενια
πρὸς εὐδαιμονίαν , οὔτε ποτὲ αὐτῆς ἀφαιρουμένη , ἀλλὰ κἂν πενία , κἂν νόσος , κἂν ἀδοξία , κἂν βάσανοι
οὔτε , οὔτε ἐλευθερία οὔτε δουλεία , οὔτε πλοῦτος ἢ πενία | ἀγαθὰ ἢ κακά , ἀλλὰ ἡ μὲν τούτων
6334287 φιλει
ἃ καὶ ἑαυτοῖς παρεῖναι σπεύδουσιν . ὅταν οὖν τὸ ὡς φιλεῖ τις ἑαυτὸν διήκει καὶ πρὸς ἄλλον καὶ φιλῇ κἀκεῖνον
του φιλονεικούντων ἀλλήλοις κατ ' ὀλίγον τε αὐτοῖς , οἷα φιλεῖ , τῆς ἔριδος αὐξομένης ἀνέβη τὰ τῆς φιλονεικίας μέχρι
6311201 πρασσοντας
ἐλαφρὸν ] ῥᾴδιον ὅστις ] ἐκείνῳ ὑπάρχει πημάτων ] συμφορῶν πράσσοντας ] πάσχοντας ἤγουν τοὺς κακοπραγοῦντας ἠπιστάμην ] ἐγίνωσκον ἀρήγων
Τοὺς δὲ πλησιάζοντας , καὶ πολλῷ μᾶλλον τοὺς ἀφειδέστερον τοῦτο πράσσοντας , ἐπιμελέστερον ἑαυτῶν προνοητέον , ἵνα ὡς ὅτι ἄριστα
6294008 μισει
ἐστερημένος τάφου . . ὃν ] ὅντινα . στυγεῖ ] μισεῖ . . ἤδη τὰ τοῦδε ] τὰ περὶ τῆς
τὸν βίον οὗτος κατέστρεψε , τὰς ἀστικὰς ἡ προειρημένη γυνὴ μισεῖ διατριβὰς καὶ τὴν οἰκίαν , ἐν ᾗ τὸν ἄνδρα
6291774 ἀγαπᾳ
ἐπιθυμίας ταύτης ἐλάττω , σημεῖον δέ : οὐδεὶς γοῦν οὓς ἀγαπᾷ καὶ οἷς ἀγαθόν τι συμβούλεται , τούτοις κακῶς ἀκούουσιν
τῆς μὲν γὰρ ὁ πολὺς ὅμιλος ἀνθρώπων τὴν συνουσίαν ὑπερφυῶς ἀγαπᾷ δελέατα καὶ φίλτρα ἐξ ἑαυτῆς ἐπαγωγότατα ἐνδιδούσης ἀπὸ γενέσεως
6252690 ὀνινησιν
παχύτητα γινομένας πνεύματος ἢ διὰ ψῦξιν , οἶνος ἀκρατέστερος πινόμενος ὀνίνησιν , ὕπνος δὲ ἐπιγενόμενος καὶ τελέως αὐτὰς ἀπαλλάττει .
γλοιώδη σύστασιν λαβών : καὶ θάλασσα δὲ καὶ ἅλμη πολλάκις ὀνίνησιν : τὸ δὲ πλεῖον τῆς θεραπείας ἐν ταῖς δυνάμεσιν
6222534 ἀπονοια
Μεσσηνίοις δὲ † ἐς ἅπαντα ἐς τὸ ἴσον ἥ τε ἀπόνοια καὶ τὸ ἐς τὸν θάνατον εὔθυμον : καὶ ὁπόσα
τόξα καὶ ἵπποι καὶ αὐθάδεια Σκυθικὴ καὶ τόλμα Ἀλανῶν καὶ ἀπόνοια Μασσαγετῶν , καὶ ταύτην πάλαι καλῶς ποιοῦντας τοὺς ποιητὰς
6212855 ἐλεγχει
. χάλαζα δὲ ταραχὰς καὶ δυσθυμίας δηλοῖ καὶ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχει διὰ τὸ χρῶμα . βροντὴ δὲ χωρὶς ἀστραπῆς δόλους
βιούντων . Ὁ Ἥλιος τὸν οὐκ ἀετιδέα : λείπει τὸ ἐλέγχει . Ἐπὶ δοκιμῆς . Ὁ δύο πτῶκας διώκων οὐδέτερον
6167191 βιαζεται
τοῦτό ἐστι μὲν ἐν τῇ ὀσφύϊ καὶ τῷ σκέλεϊ , βιάζεται δὲ οὐχ οὕτως ὥστε κατακέεσθαι , ξυστρέμματα σκέπτεσθαι μὲν
εὐκολώτερον δύναται πείθειν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν αὐτῷ βιάζεται τὴν ἀθεΐαν . φησὶ γὰρ ἐοικέναι τοὺς μὲν χρησαμένους
6128129 ὑπερηφανια
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία ,
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν
6087335 ἡδεται
ἡ σωφροσύνη οὐ συνίσταται : ἄλλως τε ὁ μὲν σώφρων ἥδεται οἷς πράττει , ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐν ἀγῶνι ὢν
γεγονὼς καὶ ἀποκλίνας ἄλλος . Οὐ γὰρ δὴ τοτὲ μὲν ἥδεται ἐπὶ τοῦ κέντρου ὤν , τοτὲ δὲ λυπεῖται ἀποκλίνας
6073753 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
6044491 λανθανει
ἰδόντες τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἐν τέλει καὶ τῆς εὐμορφίας ἀγάμενοι λανθάνει γὰρ τοὺς ἐν ἐξοχαῖς οὐδένμηνύουσι τῷ βασιλεῖ . μεταπεμψάμενος
καὶ τὸ τοὺς εὐεργέτας βλάπτειν τοῦ τὸν τυχόντα ἀδικεῖν οὐδένα λανθάνει . καὶ τοίνυν καὶ τοὺς Ἐφεσίους , εἴ τις
6040183 διαφθειρει
τῷ ἵππῳ παρέχει , ἀγνοεῖν αὐτὸν οἴει ὅτι τὸν ἵππον διαφθείρει ; Οὐκ ἔγωγε . Οὐκ ἄρα οἴεταί γε ἀπὸ
μὴ φράσει ' ὀρθῶς ὁδὸν ἢ πῦρ ἐναύσει ' ἢ διαφθείρει ' ὕδωρ , ἢ δειπνιεῖν μέλλοντα κωλύσαι τινά .
6030274 ἐπονειδιστος
αἱ ἡδοναί : καὶ ἡ μὲν ἐπαινεῖται , ἡ δὲ ἐπονείδιστός ἐστιν . ὅτι γὰρ καὶ ὁ φίλος ἡδύς ἐστιν
αἱ ἡδοναί : καὶ ἡ μὲν ἐπαινεῖται , ἡ δὲ ἐπονείδιστός ἐστιν . ὅτι γὰρ καὶ ὁ φίλος ἡδύς ἐστιν
6021024 ζηλοτυπια
τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον
τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ
6019711 εὐφημια
πέπυσμαι , ἀκήκοα , ἔμαθον , ἴδον . . 〚 εὐφημία ῎στω : Εἴσθεσις περιόδου ἀμοιβαίας στίχων λϚʹ . ὧν
. ἤκουσάς που , ὦ παῖ Ἀρίστωνος , καὶ Εὐριπίδου εὐφημία γὰρ παρὰ σπονδαῖσι κάλλιστον . πατρόθεν αὐτὸν καλέσας ὁ
5992963 βλαπτει
ἄλλως τε κἢν ἀγρυπνέωσιν . Ἐπὶ μελάνων ἐμέτων κώφωσις οὐ βλάπτει . Οἱ κατὰ μικρὰ ταχεῖς , χολώδεες , ἄκρητοι
ὑπὸ τοῦ στόματος λεαίνεται : τὴν δὲ λοιπὴν τροφὴν οὐ βλάπτει : οὐδεμίαν γοῦν αὐτοῖς ὁρῶμεν ἀπεψίαν γινομένην . τὰ
5984130 φιλοχρηματος
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ
5971204 ἀφροδισιων
ἐν τῷ αἰδεῖσθαι ἀλλήλους συντεθραμμένοι : ὥσπερ γε καὶ περὶ ἀφροδισίων οὐ διελεγόμεθα πρὸς τοὺς ἄγαν νέους , ἵνα μὴ
ἦν καὶ ἀδαπανώτατον . οὐ γὰρ ἔδει αὐτὸν οὐδαμόσε ἐλθεῖν ἀφροδισίων ἕνεκεν , ἀλλὰ παίζων ἔλεγεν ἁπανταχοῦ παρεῖναι αὐτῷ τὴν
5934924 αἰσχρα
τοῖς ἀκούουσι γνώριμα , ἀκίνδυνα δὲ τῷ μαρτυροῦντι καὶ μὴ αἰσχρά , ταῦτα γέγραφα . Ἐὰν μὲν οὖν ἐθελήσῃ ὁ
, εἰ μὲν εἴη καλά , ἐθαύμασαν , εἰ δὲ αἰσχρά , ἐχλεύασαν καὶ τῆς ὑποκρίσεως ἐμίσησαν . λέγωμεν οὖν
5920373 τερπει
Τοῦ αὐτοῦ ] . Τῶν ἡδέων τὰ σπανιώτατα γινόμενα μάλιστα τέρπει . Τοῦ αὐτοῦ . Εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον
] μοι ? ? ? χόνδρος ? [ ] . τέρπει δέ μ ' οὕτως οὐδὲν ? [ ] ?
5910205 ὠφελειν
περισῶσαι ἡμᾶς , ὅπως ὀλίγοι γενόμενοι μηδὲν δυναίμεθ ' αὐτοὺς ὠφελεῖν : ἐξῆν γὰρ αὐτοῖς , εἰ τούτου γε δέοιντο
οὗ ἦν κακοῦ ἡ πόλις , ἐν ᾧ οὐδὲν ἔτι ὠφελεῖν ἐδύνασθε : νῦν δ ' εἰς τὴν βουλὴν αὐτοὺς
5905283 προτρεπει
' ὅσα μὲν ἐμπλαστικὰ ταῖς οὐσίαις ἐστί , μετρίως θερμαίνοντα προτρέπει τε καὶ συναύξει τοὺς πώρους , ὅσα δὲ διαφορητικὰ
δὲ παντάπαϲιν οὐδὲ τῆϲ ϲτρυφνῆϲ , ὅθεν οὖρά τε χολώδη προτρέπει πολλὰ καὶ τὰϲ καθ ' ἧπαρ ἐμφράξειϲ τε καὶ
5901539 ὑγιαινων
ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ
ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν :
5901535 αὐξιφως
Σελήνην , τὴν μὲν Σελήνην εἰς τὸν δανείζοντα ὅταν ᾖ αὐξίφως , τὸν δὲ Ἥλιον εἰς τὸν δανειζόμενον ἤτοι χρεώστην
θορύβων καὶ ἐναντιωμάτων καὶ ἐχθρῶν ἐνστάσεως περιγίνονται τῶν φαύλων , αὐξίφως δὲ ἐπὶ ἡμέρας κακὴ καὶ ἀηδής : κινδύνους γὰρ
5887678 λυμαινεται
νόμος , πηροῖ μὲν ὀφθαλμοὺς βλέποντας , τὰ δὲ δίκαια λυμαίνεται , τὴν δὲ διάνοιαν οὐκ ἐᾷ διὰ λεωφόρου βαίνειν
φίλοις εὔκαιρον ἀπόδος ἐμ μέρει . Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται . Ὦ τῶν ἁπάντων χρημάτων πλείστη χάρις . Ὡς
5886131 ποριζει
μᾶλλον ψεκτός , ὁ δὲ ἀργυρίου χάριν ἢ ὅσα ἀργύριον πορίζει , ἀσχημονέστερος καὶ κάκιστος τῶν ἀλαζονευομένων . πάντες γὰρ
σοι , εἰδὼς ὅτι καὶ τῷ κυνὶ ἡ οὐρὰ ἄρτον πορίζει , τὸ δὲ στόμα πληγάς . ἐπὶ σωφροσύνῃ μεγαλοφρόνει
5860459 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
5859979 ἀνοια
] ἡ νύξ . ἡ ἀνοία παροξυτόνως Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ ἄνοια διὰ δὲ τὸ μέτρον ἐξέτεινεν . ὁ δὲ νοῦς
φαύλους τε καὶ μοχθηροὺς καὶ ἀναιδεῖς γενέσθαι , πᾶσά τε ἄνοια καὶ ψυχῆς ἀμαθία διὰ λήθην ἐμπίπτει . ὁ δὲ
5846213 ἀλλοκοτον
† , ἢ ἐπειδὴ ἄγαμοι καὶ παρθένοι εἰσίν : τὸ ἀλλόκοτον δὲ τῆς φύσεως διὰ τῶν ἐναντίων τραγικώτερον διασύρει .
τε πλέον ὑπολαβεῖν , καὶ τὸ χρῶμα ποίκιλόν τε καὶ ἀλλόκοτον . Οὔτε γὰρ ἀκριβῶς ἐδόκει λευκόν , οὔτε κιρρόν
5830460 σωζει
, σώζει μὲν ψυχὴν μίαν , σώζει δὲ οἶκον , σώζει πόλιν , σώζει ναῦν , σώζει στρατόπεδον . Εἰ
. ἡ δὲ οὕτω λαμπρὰ καὶ ἐπιφανὴς πόλις νῦν ἴχνη σώζει μόνον , εὐανδρεῖ δ ' αὐτῆς μᾶλλον τὰ πλησίον
5819600 ἀκολαστος
ὁ μὴ λυπούμενος ἐπὶ τῇ τῶν αὐτῶν τούτων παρουσίᾳ , ἀκόλαστος δὲ ὁ ἐπὶ ἀπουσίᾳ τινῶν λυπούμενος , σώφρων δὲ
εἶναι : ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος : τοιοῦτος δὲ ὁ ἀκόλαστος : ὁ δὲ ἔλαττον τοῦ δέοντος τὰ τοιαῦτα ζητῶν
5805588 αὐθαδεια
τρόπου . . . . ἀπαυθαδιάζω : ἐκ τοῦ αὐθάδης αὐθάδεια αὐθαδιάζω καὶ ἀπαυθαδιάζω . τοῦτο δέ , ὅτι αὐτοαδής
ἐπιστήμης τὸ προειδέναι μετιοῦσιν ἡ τῶν προχείρων τὰς προγνώσεις διαβάλλειν αὐθάδεια . Οἵ τε γὰρ οἱουσδήτινας σχηματισμοὺς ἀστέρων καὶ ποιότητας
5805015 ἀπεργαζεται
θεῶν τε καὶ ψυχῶν , καὶ ἀδιάλυτον αὐτῶν τὴν συμπλοκὴν ἀπεργάζεται , μίαν τε συνέχειαν ἄνωθεν μέχρι τοῦ τελοῦς συνδεῖ
ἐκστάντα καὶ κοινωνίας στασιάζοι πρὸς ἄλληλα , ὃ νόσους ἀνιάτους ἀπεργάζεται καὶ φθοράς : ἀδελφαὶ δέ , εἰ καὶ διαιρετὰ
5804530 ἰωμενος
κρίνεται δημοσίων : καὶ ἄλλο : ἰατρὸς τὰ τῶν μοιχῶν ἰώμενος στίγματα κρίνεται : καὶ ἄλλο , πατὴρ παῖδα συνεχῶς
τὸ μὲν πρῶτον ἀμνημονῶν ἠδίκεις , ἔπειτα κακῷ τὸ κακὸν ἰώμενος ἐπὶ βλάβῃ κατασκευάζων ὁδόν τινα βαράθρου χαλεπωτέραν ἐμοί .
5802391 ἡδεσθαι
ἡ ἡδονή . καὶ γὰρ οὐδεὶς ἂν ἕλοιτο νοῦν ἔχων ἥδεσθαι διὰ βίου τὴν τῶν παιδίων ἡδονὴν διανοούμενος καὶ χαίρων
μηδ ' ὅλως ἥδεσθαι ψεκτόν ἐστι , τὸ δὲ ὑπερβολικῶς ἥδεσθαι καὶ πίνειν καὶ ἐσθίειν καὶ πλουτεῖν περιττόν ἐστι καὶ
5799131 ληθη
διαπρεπέα πρὸς θεωρίην , ἀλλὰ καρδίης κενεά . . , λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾶι . ἀνοήμονες ῥυσμοῦνται τοῖς
τὸ σῶμα ἐμπόδιον ἔχει : ἐπεὶ καὶ νῦν προστιθεμένων τινῶν λήθη , ἐν δ ' ἀφαιρέσει καὶ καθάρσει ἀνακύπτει πολλάκις
5797196 ἰατρεια
λέγοντα μελέτη θανάτου : ὁ γὰρ θάνατος τῆς ἀκολάστου ζωῆς ἰατρεία ψυχῆς ἐστιν . Ἄλλον ὄγδοον ὁρισμὸν ἀναφέρουσι τῷ Πλάτωνι
ὑποσχεῖν ἰατρῷ τὸ σῶμα εἰς θεραπείαν : πᾶσα γὰρ κόλασις ἰατρεία τίς ἐστιν ἡμαρτηκυίας ψυχῆς . Ἐπεὶ δὲ αἱ πλεῖσται
5790519 μεθη
ὁπλῖται δέκα κτεῖναι καὶ μελέτης τῶν τακτικῶν ἀνέμενον ἡμέραν . μέθη δὲ εὖ ποιοῦσα προλαβοῦσα τὸν καιρὸν πάντα ἐξήλεγξε καὶ
γε ἐν αὐτοῖς ἔμπεδον : ταῦτα δὲ ἦν ἐρωτομανία καὶ μέθη καὶ πλεονεξία . οὕτω δὲ ἐς ἔσχατον ὅρον τὰς
5783965 νοσει
καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ ῥιγώσαντα νοσεῖ , καθάπερ ἡ ἄμπελος : ἀμβλοῦνται γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ
, οἷον ἐὰν εἴπω οὐχ ὑγιαίνει Ἄνυτος , δῆλον ὅτι νοσεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ὄντων ῥημάτων πάντα
5783122 ὑπερβολικως
, ἤτοι πρὸς τὴν ἀκρασίαν , ἐπεὶ καὶ ὁ ἀκρατὴς ὑπερβολικῶς ἀφροδισιάζειν βού - λεται , προσεπιτιθέντες τὴν ἀκρασίαν περὶ
ἀφροδισιάζειν ἀγαθὸν μέχρι τοῦ συμμέτρως ταῦτα ποιεῖν , τὸ δὲ ὑπερβολικῶς καὶ ἀμέτρως φαῦλον . τῶν μὲν ἕξεων καὶ κινήσεων
5781858 μιμος
τῆς ἐπιορκίας ὑπομένει τὸ πάθος . οὐκ ἂν ἀκριβεῖ λόγῳ μῖμος ἐπιορκήσειεν ἄν , εἰ μὴ τὴν προσηγορίαν ἀρνοῖτο τοῖς
τὰ δὲ λόγοις μιμεῖσθαι , κἂν ἰατρὸν ἢ ῥήτορα σχηματίσηται μῖμος ἢ μοιχὸν ἢ δεσπότην ἢ δοῦλον , μιμεῖται μὲν
5771815 πανουργια
μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ
: πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ
5761254 νεοτης
] πανώλεθρος . γέρων ] ἔρρει , ἀλλὰ πᾶσα ἡ νεότης . . μονάδα δὲ ] μεμονωμένον δέ φασι τὸν
τοῦ τε Ἑλληνικοῦ καὶ βαρβαρικοῦ γένους καὶ τῶν πόλεων ἡ νεότης ἐφθάρη . εἰ δὲ τὰ ἐξ ἀκρασίας στάσεις ἐμφύλιοι
5759823 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
5759812 καταφρονει
παρ ' αὐτῶν τιμάς . καὶ ὁ μὲν δικαίως αὐτῶν καταφρονεῖ : δοξάζει γὰρ ἀληθῶς ὅτι κρείττων ἐστὶ τῶν ἄλλων
Κυαξάρῃ : νῦν δὲ ὡς ᾔσθετο τοὺς πολεμίους ἐπιόντας , καταφρονεῖ καὶ οὔτε τὸ στράτευμα πέμπει ἡμῖν οὔτε τὸν δασμὸν
5753885 ἀπληστος
ἐν αʹ Δευκαλιωνείας Ἐρυσίχθονά φησι τὸν Μυρμιδόνος , ὅτι ἦν ἄπληστος βορᾶς , Αἴθωνα κληθῆναι . Πολέμων δ ' ἐν
σωφρόνως οἰκεῖν οἰκίαν . τοῦ δ ' αὐτὸς αἴτιος ἦν ἄπληστος καὶ πολυτελὴς ὤν , προχείρως ἅπαντα ποιῶν καὶ κτώμενος
5751232 οἰσει
. ἀλλ ' ἄγε , τίς τοι ἔπειτα μετοιχομένη φάος οἴσει ; δμῳὰς δ ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν , αἵ
τῶν ἐν μέθῃ τὴν ἀλήθειαν λεγόντων . Τὸ πέλαγος πρότερον οἴσει ἄμπελον : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Τὸν καπνὸν φεύγων
5750347 φρονουσα
ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ
λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ
5746381 προσενεγκηται
σώματος τὰ σιτία κρατέεται : ἐπὴν δὲ πλέον ἢ ἔλασσον προσενέγκηται , ἢ ἀλλοίως μεταλλάξας κρατέηται , κρατέει τόδε καὶ
καὶ ὕδωρ τὴν ἀκροτάτην ἀποδίδωσιν ἡδονὴν ἐπειδὰν ἐνδέων τις αὐτὰ προσενέγκηται . τὸ συνεθίζειν οὖν ἐν ταῖς ἁπλαῖς καὶ οὐ
5731572 μικροψυχιας
σημαίνει καὶ ἐπικερδεῖς , τῆς δὲ Σελήνης ἐξ ἀποκρούσεως φερομένης μικροψυχίας παρέχει καὶ παρ ' ἐλαχίστων προσώπων καὶ ἀηδίας γυναικὸς
ἀκαταστασία καὶ θόρυβοι ἰσχυροί . Καὶ ἐν μὲν ἰδίῳ ζῳδίῳ μικροψυχίας καὶ κενὰς ἀγγελίας , εἰ δὲ . . .
5723151 νηφων
μεγέθει τῶν πεπραγμένων καὶ τὸ θαρρεῖν λαβὼν παρὰ σοῦ μὴ νήφων , ὡς εἰκός , ἐπιλέλησται . πρόφασιν δὲ εἶναι
Ἀριστοφάνην , ἀρχόμενον γὰρ σκέμματος , μεθύσκεσθαι , ἵνα μὴ νήφων δειλιάσῃ κωμῳδεῖν μεγάλους ἄνδρας . ΓΘ διαπράττουσι ] εὖ
5719210 ἀεργος
ἕνα ᾖδε μάλιστα : Κάτθαν ' ὁμῶς ὅ τ ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς . Ἐπῄνει δὲ καὶ
. ἔργοιο χατίζει : ὁ τῆς γεωργίας , τουτέστι ὁ ἀεργὸς ζητεῖ . ζηλοῖ : ὀργίζεται , φθονεῖ , βασκαίνει
5718374 εὐεργετει
καὶ ἡγεμονίαν . φανεὶς δ ' ὁ ἄρχων ἔτι μᾶλλον εὐεργετεῖ τὸν ἀκροατὴν καὶ θεατὴν φάσκων : „ ἐγώ εἰμι
παροῦσαν ἐνέργειαν ὤν . εἰ μὲν γὰρ ὁ εὐεργέτης νῦν εὐεργετεῖ καὶ νῦν ἐνήργει τὴν πρὸς τὸν εὖ πεπονθότα εὐεργεσίαν
5717183 ὠφελει
χαραδριὸν μιμούμενος ἀξιοῖ δέχεσθαι ἀποκεκρυμμένος . ἐπεὶ γὰρ τοὺς ἰκτερικοὺς ὠφελεῖ ὁ χαραδριὸς ὀφθεὶς , οἱ πωλοῦντες αὐτὸν , φασὶ
τε καὶ πτερύγια λεπτύνει : ὁ δὲ χλωρὸϲ ἴαϲπιϲ ϲτόμαχον ὠφελεῖ περιαπτόμενόϲ τε καὶ ἐν δακτυλίῳ φορούμενοϲ . ὁ δὲ
5712258 τυραννει
καὶ μὴ τοῖς ὅπλοις . καί ποτε ἐρωτηθεὶς διὰ τί τυραννεῖ , ἔφη , “ ὅτι καὶ τὸ ἑκουσίως ἀποστῆναι
θεῶν ; εἴ μοι θέμιςθέμις δὲ τἀληθῆ λέγειν , Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων , ἄνευ δορός , ἄνευ σιδήρου : πάντα
5711101 ἐργαζεται
δῆθεν πλεῖν ἐπὶ τὴν Σικελίαν τῷ μεγέθει τῆς παρασκευῆς τοὐναντίον ἐργάζεται . ἐκεῖ μὲν οὖν ὅλον τὸ εἶδος τοιοῦτόν ἐστι
οἷον ϲέλινον , ἀδίαντον καὶ τὰ ὅμοια , πινόμενα μετοχέτευϲιν ἐργάζεται . ϲύνθετα δὲ ἥ τε Πολυείδου ϲφραγίϲ ἐϲτιν καὶ
5709429 συζων
. ποῦ γὰρ ἔχει καιρὸν ἀψευδοῦς εὐφροσύνης κακοβουλότατος ὢν καὶ συζῶν ἀφροσύνῃ καὶ περὶ πάντα ἀκαιρευόμενος , γλῶτταν , γαστέρα
, ἀλλ ' ὅμως ἡσύχαζε καὶ συνεύχετο τῷ λαβόντι καὶ συζῶν ἀδόλως καὶ φιλῶν διετέλει . γήμας δὲ ὑπάρχου θυγατέρα
5700739 ποθεις
καὶ ταῦτα δικάζων ἀνώμοτος . Ὅτι μὲν καὶ φιλεῖς καὶ ποθεῖς καὶ ἡμᾶς καὶ τὴν ἡμετέραν πόλιν , εὖ ποιεῖς
σὺ δὲ ἡμῖν τούτων εἶ τῶν δευτέρων . τοιγαροῦν ὃ ποθεῖς ἔχεις , ἐπαίνους παρὰ τῶν Κληματίῳ συνήθων . πολλοὶ
5698258 ἀκολασια
τοῦ ἐναντίου . ἡ μὲν οὖν περὶ τὰς ἡδονὰς ὑπερβολὴ ἀκολασία ἐστίν , ὡς εἴρηται . ἡ δὲ ἔλλειψις ὄνομα
νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι . φαίνεται δὲ ὅτι καὶ ἡ ἀκολασία χείρων τῆς ἀκρασίας ἐστί . φανερὸν γὰρ πᾶσιν ὡς
5693366 πειθοι
καὶ τοὺς ἐν πενίᾳ κωλύειν καὶ κατέχειν , τὰ μὲν πειθοῖ , τὰ δὲ καὶ ἀπειλαῖς . οἱ δ '
, καὶ ἄγων ὅπῃ τε καὶ ὅπως αὐτὸς βούλεται ἤτοι πειθοῖ ἢ βίᾳ ἢ καὶ ἀμφοτέροις . λέγω δὲ οὐδὲν
5693224 δεδιε
γὰρ ἡ θυσία εὐπρόσδεκτος , οὗτος ἔννομος καὶ θεῶν οὐ δέδιε κόλασιν . θ θεοὶ ] συνίζησις . + ἤγουν
ἐκ τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως , εἰ μὴ ἄρα τοῦτο δέδιε , μὴ καὶ οὗτοι ἐπανάστασιν ἐπ ' αὐτὸν βουλεύσωσι
5692306 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
5677602 περιποιει
τυγχάνει . Ταῦτα δὴ αὐτῇ ὁ θεῖος καὶ ἀναγωγὸς ἔρως περιποιεῖ : διὸ τῷ κατὰ ἀνάλυσιν τρόπῳ πως χρώμενος ἦλθεν
καὶ κλόνον , ἅπερ ἐναντιώτατά ἐστι βεβαιότητι ψυχῆς , ἣν περιποιεῖ χαρὰ συνώνυμος Ἐδέμ . τοῦ δὲ εἰς ἐπίκρισιν ἐναντίου
5670106 εὐηθεια
δ ' οἴεσθαι ὅτι μόνοις ποτὲ τοῖς κατὰ διάνοιαν ἐπανέξουσιν εὐήθεια πολλή . οὗ χάριν ἀμφότερα τιθέασι , διὰ μὲν
ἀποτίκτειν πολλάκις ὠδῖσιν αὐταῖς ἐναποθνῄσκουσιν . ὅλως τοῦτ ' οὐκ εὐήθεια δεινὴ μήτραν ὑπολαμβάνειν γῆν ἐγκεκολπίσθαι πρὸς ἀνθρώπων σποράν ;
5652423 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
5651763 πλουτων
] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις .
θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ]
5646542 ἀναγκαζει
τὴν ῥίζαν ἔχειν στερεωτάτην αὐτόν τ ' ἠνεκέεσσι : περιπάτοις ἀναγκάζει αὐτὸν χρῆσθαι μακροῖς , μήτε βρωτὸν μήτε ποτὸν προσφέροντα
δεῖ αὐτὴν παντὶ τρόπῳ ἰδεῖν . οὐκοῦν εἰ μὲν οὐσίαν ἀναγκάζει θεάσασθαι , προσήκει : εἰ δὲ γένεσιν , οὐ
5639644 νοσων
οὐσίας τῶν ἀνθρώπων διαφθείρειν καὶ τὰ σώματα . τῶν γὰρ νόσων τῶν πλείστων ἐξ ὠμότητος γινομένων , αὐτὴν ταύτην ἐκ
χολὴν καὶ αἷμα καὶ φλέγμα , ἀρχὴν δὲ γίνεσθαι τῶν νόσων ταῦτα : ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ
5627058 ἐμποιει
. ὅταν γὰρ ὕδωρ μικρὸν ἐπιχυθῇ , διαθερμαίνει καὶ αἴσθησιν ἐμποιεῖ κατὰ τὴν ἁφήν . ἀεὶ δὲ δεῖ συμμετρίας τινὸς
τῶν πολεμίων φόβον : τὸ γὰρ εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς θάρσος ἐμποιεῖ τοῖς φίλοις . τινὲς δὲ πολέμιον φόβον λέγουσι τὴν
5625334 λυπεισθαι
παισίν . καὶ γὰρ ἐκεῖνοι διδόασιν οὕτως , ὥστε μηδὲν λυπεῖσθαι μετ ' ὀλίγον συντριβέντων . ἆρα ἀγνοεῖτε τὴν προσοῦσαν
λυπησομένῳ γενόμενον ἓν ὂν καὶ ταὐτὸν πεποίηκεν ἄλλο , τὸ λυπεῖσθαι . Τί οὖν αὐτὸ τὸ ἓν γενόμενον , πρὶν
5624344 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
5612525 ἀσελγεια
νόμιμον παραβεβασμένον ὁμοίως καὶ φανερώτερον ἐνδείκνυται λέγων ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται
ὤτων ἀρξάμεναι τῆς διαφθορᾶς ἀπολώλασιν αἱ πλείους . ἡ γὰρ ἀσέλγεια [ καὶ δι ' ὤτων καὶ δι ' ὀφθαλμῶν
5611331 ὑπεροψια
τοῦτο , ὃς ἀγαπᾷ μόνος γενέσθαι . Μεγαλοψυχία δὲ δὴ ὑπεροψία τῶν τῇδε . Ἡ δὲ φρόνησις νόησις ἐν ἀποστροφῇ
τὸ βραβεῖον πλάτους νάρκη συμβολικῶς : ἀλαζονεία μὲν γὰρ καὶ ὑπεροψία | διὰ τοῦ πλάτους ἐμφαίνεται , χεομένης τῆς ψυχῆς
5609116 ἀλογιστος
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος
5600643 ἀταραχος
ἀπὸ τοῦ χειμῶνος . εὐδιόωσα : γαληνιῶσα . γαληναίη : ἀτάραχος , γαληνὴ , καὶ ἥσυχος . γένηται : ὑπάρξει
. ἀπαλλάσσουσιν ] ἀπήλλαξαν ἑαυτοὺς τῶν ἐνθάδε . ἀσφάδαστος ] ἀτάραχος . συμβαλῶ ] συγκλείσω . ἔτεινας ] πολλὰ εἴρηκας
5600532 πτωχεια
εἰμὶ δειλότατος . οὐδαμῶς πάντων ] ἀπὸ Πενία ] ἡ πτωχεία καὶ ἔνδεια παραχρηστικῶς ἐξωλέστερον ] ἐξολοθρευτικώτερον παρὰ πολύ ]
ἐστὶν ἵνα ἔχῃ τὴν ἐφήμερον ζωήν : ὥστε ἄλλο ἐστὶ πτωχεία καὶ ἄλλο πενία . παράξενος γὰρ ἔνι ὁ βίος
5598964 διωκει
αὐτὸν συρίττοντα τὸν Πᾶνα . Ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾷ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν , οὐκ ἐρῶν τυχεῖν ἀλλ '
] στρουθίων . ὡς ] καθὰ περιστερά . ὡς ] διώκει ὁ ἀετὸς δῆλον . δράκοντα ] ὄφιν . δύσχιμον
5590606 ἀναισχυντια
τὸ αὐτὸ πάθος ὑπερβολή τε καὶ ἔνδεια , ὑπερβολὴ μὲν ἀναισχυντία , ἔνδεια δὲ κατάπληξις , εἴη ἂν καὶ μεσότης
καὶ φίλους . ἕπεσθαι δὲ δοκεῖ μάλιστα τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία : καὶ γὰρ αὕτη μεγίστη δοκεῖ εἶναι ἐπὶ πάντα
5587591 συνετως
Ἀρίστων Κεῖος , Εὐφρόνιος Παιανιεύς . “ Οὕτω μέντοι αὐτῷ συνετῶς τὰ πάντα πράττοντι τά τε περὶ παιδείαν καὶ πάντας
τὸ νομίζει γίγνεσθαι . τορῶς . τομῶς , ἐντρεχῶς , συνετῶς . ἀναβάλλεσθαι . ἀντὶ τοῦ προοιμιάζεσθαι . τῶν γὰρ
5585197 λυπηρα
ὁ Φειδιππίδης τῷ Στρεψιάδῃ , ὅσα μέλλει ποιῆσαι εἰς αὐτὸν λυπηρά : διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὸ “ ἀχθέσῃ ”
μάτην αἰνουμένης τὸ μὲν πρόσωπον ἡδύ , τἀν δόμοισι δὲ λυπηρά : τίς γὰρ μακάριος , τίς εὐτυχής , ὅστις
5584142 εὐφραινεται
σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια ,
ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ
5572340 σωφρονει
ὅτι ὁ μὲν ἐρῶν νοσεῖ , ὁ δὲ μὴ ἐρῶν σωφρονεῖ , καὶ δεῖ τῷ σωφρονοῦντι μᾶλλον ἢ τῷ νοσοῦντι
γὰρ μα - νίαν δυστυχεῖς , τὰ δὲ ἐνύπνιά σου σωφρονεῖ . ” ταῦτά μου διαλεγομένου ὡς πρὸς ἀκούουσαν Λευκίππην
5565031 δακνει
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ .
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον
5564081 μιμησεται
. Οὐ πάνυ . Ἀλλ ' οὖν δὴ ὅμως γε μιμήσεται , οὐκ εἰδὼς περὶ ἑκάστου ὅπῃ πονηρὸν ἢ χρηστόν
σπουδῇ , εὐσχήμονά τινα ἔοικεν εὐωχίαν διηγεῖσθαι ἡμῖν , οἵαν μιμήσεται ἄν τις νοῦν ἔχων , μεταθεὶς τὰς ἡδονὰς ἀπὸ
5563803 αἰσχος
τὸν αἴσχιστον ὡς καλὸν ἐπαινῶν ἄλλο τι ἢ προφέρει τὸ αἶσχος αὐτῷ ; ἢ ὁ τὸν ἀνάπηρον ὁλόκληρον εἶναι λέγων
πᾶσαι ; Κάλλος μὲν γὰρ ἔστω καὶ ὑγίεια ἑκατέρα , αἶσχος δὲ καὶ νόσος καὶ ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία ὅλως ;
5561606 ἀνους
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων
5560344 φθονος
ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ
ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν
5554895 εὐτολμια
ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος τόδ ' ἐστὶν οὐδ ' εὐτολμία φίλους κακῶς δράσαντ ' ἐναντίον βλέπειν . τὸ δὲ
. Μέγεθοϲ ἀναπνοῆϲ καὶ ϲφυγμοῦ τάχοϲ καὶ πυκνότηϲ ἐϲτίν , εὐτολμία τε καὶ πρὸϲ τὰϲ πράξειϲ ἄοκνον : εἰ δ
5543275 ἐπαγγελλομενη
μικροῖς ἐλέγχονται . ] γυνὴ μάγος καὶ θείων μηνιμάτων ἀποτροπιασμοὺς ἐπαγγελλομένη πολλὰ διετέλει ποιοῦσα καὶ κέρδος ἐντεῦθεν ἔχουσα . γραψάμενοι
νῦν προξενήτρια . ἐπῆρε : κυρίως ἀνεχαύνωσεν , ἀνεκούφισεν , ἐπαγγελλομένη προῖκα δώσειν μεγάλην : καταχρηστικῶς δὲ ἀντὶ τοῦ “
5541298 ψευδολογιας
, πρὸς Θεσπεσίωνα εἴποιμι ; εἴτε γὰρ κρύπτοιμι ταῦτα , ψευδολογίας ἐραστὴς δόξω , μᾶλλον δὲ δοῦλος , εἴτε ἐς
ἀναισχύντους , ἀδίκους , ἀσέμνους , ὀλιγόφρονας , φιλαπεχθήμονας , ψευδολογίας ἑταίρους καὶ ψευδορκίας , τὴν ἐλευθερίαν πεπρακότας ὄψου καὶ
5539439 ἀφρων
οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις
, φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ;
5537002 πονηρια
μιμητὴν οὐκ ἔχων τῆς ἀκρασίας , μὴ προσλαβοῦσα γὰρ κοινωνὸν πονηρία μεῖζον ὄνειδος φαίνεται . Καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἡμαρτηκότος
καὶ τοῦτο παράλογον , ὁ δεύτερος τέθυται . δῆλον ὅτι πονηρία τύχης ἐστὶν , οὐ κακίας ἐπιθυμία τῶν παίδων τὸ
5529881 καρπουται
φέρει , ἄρχει τε καὶ βουλεύει καὶ τὰς ἄλλας τιμὰς καρποῦται παρ ' ἡμῖν οὐχ ὁ πολλὰ χρήματα κεκτημένος οὐδὲ
μισητή , καὶ ὁ συνομιλῶν κακοῖς καὶ συνδιάγων τρυγᾷ καὶ καρποῦται θάνατον , ὅστις ἐστὶ χωρίον τῆς βλάβης . ὁμιλίας

Back