| καὶ μὴ τοῖς ὅπλοις . καί ποτε ἐρωτηθεὶς διὰ τί τυραννεῖ , ἔφη , “ ὅτι καὶ τὸ ἑκουσίως ἀποστῆναι | ||
| θεῶν ; εἴ μοι θέμιςθέμις δὲ τἀληθῆ λέγειν , Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων , ἄνευ δορός , ἄνευ σιδήρου : πάντα |
| μὴ εἶναι κακὸν μηδὲ ἀνόσιον ἀληθῆ μὲν λέγει οὐ μὴν ἐπάξια αὐτοῦ , ὥσπερ ὁ λέγων αὐτὸν ἀγαθὸν καὶ ἐπιστήμονα | ||
| σοφοῦ ψυχῇ ἀμίαντα . καὶ καθαρά , ταύτῃ καὶ τιμῆς ἐπάξια εὑρίσκεται , ἐν δὲ ἄφρονος ἀκάθαρτα καὶ μεμιασμένα καὶ |
| τυχόντων ὅλῃ τῇ Ἑλλάδι αἴτιος γεγενῆσθαι Δημοσθένης καὶ ἡ τούτου φιλαργυρία ; ἢ προσήκειν αὐτὸν ὑφ ' ὑμῶν ἐλέου τινὸς | ||
| ἡμέρᾳ ὡς ἐν νυκτὶ πορεύεται . Τέκνα μου , ἡ φιλαργυρία πρὸς εἴδωλα ὁδηγεῖ , ὅτι ἐν πλάνῃ δι ' |
| γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
| ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
| κρειττόνων , εἰς κηδεμονίαν ἀνακαλουμένη πάλιν αὐτῶν τὴν εὐμένειαν καὶ ἀποτρέπουσα τὴν στέρησιν , παντελῶς ἂν εἴη καθαρὰ καὶ ἄτρεπτος | ||
| ἄξιον πολεμῆσαι . καὶ αὐτὸς κτἑ . : δημηγορία Ἀρχιδάμου ἀποτρέπουσα τοὺς Λακεδαιμονίους πολεμεῖν ὁρῶ : λείπει τὸ ἐμπείρους ἀπειρίᾳ |
| ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
| , τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
| ' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα | ||
| ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει |
| λόγος οὕτως : τί τὸ αὐτὸ θηρίον ἐν παντὶ τόπῳ δυστυχεῖ περὶ τὰ πολεμικὰ καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν ναυμαχίᾳ | ||
| οὐκ ἀντιθεραπεύεται , ἐλέγχει τὸ ἄνισον . Ὁ φίλος λανθάνων δυστυχεῖ , ὁ κόλαξ μὴ λανθάνων . Φιλία βασανιζομένη κρατύνεται |
| με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει | ||
| ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας |
| , καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει | ||
| γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη |
| πικροὶ καὶ . . . . . . . . λαθραῖα βουλευόμενοι : οἱ δὲ ταχυκίνητοι ἅμα μὲν ὀρθότητι καὶ | ||
| : πορευόμενος , διανοούμενός πως . ἀΐδηλα : ἀφανῆ , λαθραῖα , κλεπτικὰ , ἢ ἀδηλοποιὰ καὶ ὀλέθρια . σέβας |
| ἀποίσομαι ὡς φρονίμη καὶ συνετή : συνετῆς γὰρ τὸ καὶ δυστυχοῦντι τῷ πατρὶ αἱρεῖσθαι συνεῖναι , ὡσεὶ ἔλεγεν : ἐβουλόμην | ||
| οἱ δὲ πολλοὶ τὰ τῆς φρουρᾶς ὅπλα καταπεπληγμένοι συνήλγουν τῷ δυστυχοῦντι , καὶ τήν τε ἐκείνου συμφορὰν ἅμα καὶ τὴν |
| βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
| μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
| εἴποις ἂν ὁ τὸν τράγον . Πρέσβυς οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται . Πρὸ ποταμῶν ἀναστέλλεται : ἀντὶ τοῦ ἀνατείνει τὰ | ||
| θρέμμα Μουσῶν , Ὁμήρου μιμητής . οὗτος ἕλκεται νῦν καὶ ὑβρίζεται , Διὸς ὄρνις ὑπὸ κολοιοῦ τινος . ἀλλ ' |
| ' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις . | ||
| αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη |
| εἰρημένων τερπνά . αἱ μὲν θεωρητικαὶ καὶ πρακτικαὶ ἀρεταὶ ὡς ψυχικὰ ἀγαθά , ὑγίεια δὲ σώματος καὶ εὐαισθησία καὶ ῥώμη | ||
| τί οἱ τερατόμορφοι καὶ ἄφρονες ; ὅτι τοῖς σωματικοῖς τὰ ψυχικὰ συμπάσχει , ὥσπερ τοῖς ψυχικοῖς τὰ σωματικά . Διὰ |
| ὅτι ὁ κατασχεθεὶς ἐκείνῃ τῇ θέᾳ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκείνων ὀρεγόμενος , καὶ παίδων καὶ χρημάτων καὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων | ||
| καθάπερ τινὰς ποίμνας καὶ ἀγέλας , ὁ μὲν τῶν ἐκτὸς ὀρεγόμενος ἄργυρον , χρυσόν , ἐσθῆτας , πάντα ὅσα τοῦ |
| . οἱ δὲ τὰ φοβερὰ καὶ δεινὰ τῆς ἐρήμης πάνυ τλητικῶς καὶ ἐρρωμένως ἀναδεχόμενοι τὸν ἀγῶνα τοῦ βίου διήθλησαν ἀδιάφθορον | ||
| . οἷς δὲ ἐπέτρεπε ζῆν τὰ πράγματα τὰ τυχηρά , τλητικῶς ὑπέμενον τὴν Ἡράκλειον εὐτολμίαν ἀπομιμούμενοι : καὶ γὰρ ἐκεῖνος |
| μὲν τῶν λογισμοῦ μεμοιραμένων κήδεται , προμηθεῖται δὲ καὶ τῶν ὑπαιτίως ζώντων , ἅμα μὲν καιρὸν εἰς ἐπανόρθωσιν αὐτοῖς διδούς | ||
| , εὐφραίνεται : εἰ μὴ νομίζεις , ὅτι οἱ μὲν ὑπαιτίως ζῶντες παραπικραίνειν καὶ παροργίζειν ἐνδίκως λέγοιντ ' ἂν θεόν |
| ] Τῷ μέλει καὶ τῇ ᾠδῇ . Κῆλα δὲ ] Ἤγουν : τὰ θελκτήρια γάρ . Δαιμόνων θέλγει ] Οὐ | ||
| δωρικῶς ἡ γῆ . Οὐδ ' ἀπίθησέ νιν ] * Ἤγουν εἰς ἀπείθειαν καὶ ἀνηκοΐαν ἐνέβαλεν αὐτόν , τὸν Εὔφημον |
| ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν † ἀγˈροτέραν , ἀστὴρ ἀρίζηλος , ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος | ||
| Σιμόεντος ἡμένα κοίτας φοινίας ὑμνεῖ πολυχορδοτάται γήρυϊ παιδολέτωρ μελοποιὸν ἀηδονὶς μέριμναν . ἤδη δὲ νέμουσι κατ ' Ἴδαν ποίμνια : |
| εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , | ||
| . πρόδικος προδικεῖν , προδικάσασθαι προδικασία ὡς Ἀντιφῶν . καὶ εὐδικία εὐθυδικία , καὶ αὐτοδικεῖν . καὶ ἐκδικάζεσθαι , καὶ |
| θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν | ||
| ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ |
| αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες : ὅταν δὲ ταῦτα ᾖ , ἡ Αἰδὼς καὶ ἡ Νέμεσις ἀμφιασάμεναι φάρεα λευκὰ πρὸς οὐρανὸν ὁρμῶσι | ||
| ἀνδρὶ προΐκτῃ : ἐπὶ τῶν δι ' ἐπιείκειαν βλαπτομένων . Αἰδὼς ἐν ὀφθαλμοῖς : ἢ ὅτι οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς κεκομμένοι |
| δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν | ||
| . ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ ' |
| δυναμένων ; τί μ ' ἐκστήσει ἢ ταράξει ἢ τί ὀδυνηρὸν φανεῖται ; οὐ χρήσομαι τῇ δυνάμει πρὸς ἃ εἴληφα | ||
| ὡς ἐν ποδάγρᾳ τὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ ἔγγονον ῥεῦμα καὶ ὀδυνηρὸν μετρίως χαῖρόν τε τοῖς κατὰ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν θερμαντικοῖς |
| ἥμισυ γάρ τ ' ἀρετῆς ἀποαίνυται . οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες . . . : τὸ νόημα παράδοξον καὶ ἐναντίον | ||
| εἰς εὐθυμίαν , ἵνα ἐλπίδι τῶν ἐσομένων ἀγαθῶν μὴ ἀπαγορεύσωσι κακοπραγοῦντες ] , οὐδέπω δὲ ἀποβαινόντων τῶν ἀγαθῶν ἡγοῦνται ἐξηπατῆσθαι |
| ἐκφυγόντεςὡς μὲν γὰρ ἐν θεάτρῳ κλωσμὸς συριττόντων , καταμωκωμένων , ἄμετρα χλευαζόντων , ὡς δὲ ἐν εἱρκτῇ πληγαὶ κατὰ τῶν | ||
| ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ μετρίῳ ὄντι φίλον ὑπάρχει , τὰ δὲ ἄμετρα οὔτε ἀλλήλοις οὔτε τοῖς συμμέτροις δύναται ἐφαρμόσαι . Εἰσὶ |
| ἐλέφαντι ξυνὰ μυρία καὶ ἰδέῃ καὶ χροιῇ καὶ μεγέθεϊ καὶ βιοτῇ : ἀτὰρ οὐδὲ ἄλλῳ τῳ ἴκελα , οὔτε τὸ | ||
| , ἤγουν τῇ ἐκ τῶν τεχνῶν γενομένῃ τρυφηλῇ καὶ ἁβρᾷ βιοτῇ , καὶ πρὸς αὐτὴν ἡμᾶς ἐφελκούσῃ , δίκην γυναικὸς |
| ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν | ||
| τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ |
| καὶ ἡ τῶν Πυθαγορείων φιλοσοφία παραπετάσμασι τούτοις χρωμένη τὴν μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς | ||
| ἐχῖνος ἐνουρεῖ τῷ δέρματι καὶ διαφθείρει . Καὶ ἡ λὺγξ κατακρύπτει τὸ οὖρον ὅτι πρὸς τὰς σφραγῖδας καὶ πρὸς ἄλλας |
| Ἄδωνιν θρηνοῦσα . καὶ σηλάζειν Ἀνακρέων ἐπὶ τοῦ θρηνεῖν . σαλεύει γὰρ , καὶ ταράττει τὴν διάνοιαν ἡ τοιαύτη ὀδύνη | ||
| τὴν τρίαιναν , αἰχμὴν τοῦ Ποσειδῶνος , δι ' ἧς σαλεύει τὴν γῆν , διασκεδάσει καὶ ἀφανίσει καὶ διαλύσει . |
| κενῆς . νοῦν ἔχεις , Νικήρατε . Ἀνδροκλῆς ἔτη τοσαῦτα ζῆι , τρέχει , πηδᾶι , πολὺ πράττεται : μέλας | ||
| Φθίαν , δοκεῖ μοι ξυγγενοῦς μαθεῖν περὶ γυναικός , εἰ ζῆι κεὐτυχοῦσα τυγχάνει ἡ Σπαρτιᾶτις Ἑρμιόνη : τηλουρὰ γὰρ ναίους |
| ' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | ||
| θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου |
| α μετετίθετο , καὶ ἦν κοινότερον μεταλαμβανόμενον τὸ ἔνθα , ἐμερίζετο μὲν τῇ συνεκδρομῇ τῶν εἰς θεν ληγόντων τὸ ἔνθεν | ||
| δὲ τῇ μητρὶ συνταξάμενος καὶ δακρύων κρουνοὺς ἀφιεὶς ἐπὶ δυσὶν ἐμερίζετο πάθεσι , σπλάγχνῳ τε μητρικῷ καὶ στρατείας ἐπιθυμίᾳ , |
| , ἔξοιδα , πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος : ὅμως δὲ τλῆθι : τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν | ||
| ; πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ ' ἐπίστρεψον κάρα καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον ἐχθρούς : κρατῆι γὰρ νῦν |
| ἀγαθοί . Δῆλον . Ἀσκεῖται δὴ τὸ ἀεὶ τιμώμενον , ἀμελεῖται δὲ τὸ ἀτιμαζόμενον . Οὕτω . Ἀντὶ δὴ φιλονίκων | ||
| τελευταίῳ τῆς Πολιτείας : οὐ γὰρ δὴ ὑπὸ θεῶν ποτὲ ἀμελεῖται , ὃς ἂν προθυμεῖσθαι θέλῃ δίκαιος γενέσθαι καὶ ἐπιτηδεύων |
| ἕνα ᾖδε μάλιστα : Κάτθαν ' ὁμῶς ὅ τ ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς . Ἐπῄνει δὲ καὶ | ||
| . ἔργοιο χατίζει : ὁ τῆς γεωργίας , τουτέστι ὁ ἀεργὸς ζητεῖ . ζηλοῖ : ὀργίζεται , φθονεῖ , βασκαίνει |
| , ὁμοῦ τῆς ἐπιστασίας αὐτῶν μετείληχε καὶ τὴν κοινωνίαν ἡμῖν προξενεῖ πρὸς αὐτοὺς ἀδιαίρετον . Ἔνια μὲν οὖν τῶν τοιούτων | ||
| τοῦ εὐδόξου εἰ τύχοι , ὅτι δόξαν πολλὴν τὸ πραχθὲν προξενεῖ τῇ πόλει ἢ ἀδοξίαν καὶ ὕβριν : ἀπὸ τοῦ |
| τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ | ||
| σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω |
| ἐκεῖνον , ἵνα ὁ δηχθεὶς ὑφ ' ἡδονῆς ἰδὼν σωφροσύνην ζήσῃ τὸν ἀληθῆ βίον . τοιοῦτον ὄφιν εὔχεται ὁ Ἰακὼβ | ||
| “ ὦ Σεκοῦνδε , τί σιωπῶν ἀποθνῄσκεις ; λάλησον καὶ ζήσῃ , χάρισαι σεαυτῷ ζωὴν διὰ τοῦ λόγου . καὶ |
| κεῖται . ἱστοτρίβης ] ἡ περὶ τὸν ἱστὸν τῆς νεὼς συνοῦσα αὐτῶι . ἐπραξάτην ] αὐτή τε καὶ Ἀγαμέμνων . | ||
| τὴν πρὸς τὰ προστακτικά , ἐκεῖνο ἂν φαίημεν , ὡς συνοῦσα ἡ διὰ τοῦ ἄγε σύνταξις ἐξαίρετον καταστήσει τὴν προστακτικὴν |
| κατειργασμένον γνώρισμα , καὶ διὰ τὸ τοῦ ἤθους ἀπαίδευτον μᾶλλον ἐλεεῖται . Σωπάτρου . Ἀπὸ τῶν εὐπορωτέρων ἐπὶ τὰ ἀπορώτερα | ||
| Ἡ σωφροσύνη πάρεστιν , ἂν μετρῇς σεαυτόν . Ὁ πένης ἐλεεῖται , ὁ δὲ πλούσιος φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ |
| τοῦτο , εἴπερ τι ἄλλο , ἔδοξε δημοτικόν τε καὶ φιλέταιρον πρᾶξαι Ἀλέξανδρον . οἱ δὲ παραλαβόντες ἀπῆγον τὴν αὑτοῦ | ||
| τοῖς τοιούτοις χρησιμώτερον γένος . εἰ δ ' ἐστὶ τὸ φιλέταιρον ἕν τι τῶν καλῶν , ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ |
| τῆς γνώμης προαισθάνονταί τινες ; ὁ μέλλων τὰ ἐπίχειρα καρποῦσθαι γινωσκέτω πρῶτος ἐξ ὧν ἂν πάθῃ . παύομαι λέγων , | ||
| βούλοιτο . εἰ δὲ μέγα φησὶ τοῦτό τις γράφειν , γινωσκέτω , ὅτι ἀττικῇ ἐκτάσει τοῦτο γέγονε καὶ μὴ κτηνωδῶς |
| συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ | ||
| τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ |
| ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων | ||
| ] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις |
| ἀδοξία , κἂν ἦι σοφός τις , ἥ τ ' ἀτιμία βίου . φίλους δὲ τοὺς μὲν μὴ χαλῶντας ἐν | ||
| ἀδοξία , κἂν ᾖ σοφός τις , ἥ τ ' ἀτιμία βίου . φίλους δὲ τοὺς μὲν μὴ χαλῶντας ἐν |
| ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα | ||
| καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο |
| , λαμβάνει τι ὧν δεῖται , ὅταν δὲ ἀμελῇ , κολάζεται . ἀνθρώπους δ ' ἔστι πιθανωτέρους ποιεῖν καὶ λόγῳ | ||
| δωρεὰν , εἰ γὰρ , φησὶν , ὁ λιπὼν τάξιν κολάζεται , δῆλον ὅτι ὁ ἀριστεύσας τιμηθήσεται . Ἐὰν μὲν |
| τι τούτοις σύστοιχον , τὰ ἔξωθεν , ὡς πλοῦτος εὐδοξία εὐημερία εὐτεκνία φιλία καὶ εἴ τι ἄλλο τούτοις ἀνάλογον . | ||
| ὑψαύχην . Ἐπίδοξα . ἀντὶ τοῦ προσδόκιμα . Εὐεστώ . εὐημερία , εὐετηρία , ἡ καλλίστη τῶν ἐτῶν διαγωγή . |
| κρίνεται δημοσίων : καὶ ἄλλο : ἰατρὸς τὰ τῶν μοιχῶν ἰώμενος στίγματα κρίνεται : καὶ ἄλλο , πατὴρ παῖδα συνεχῶς | ||
| τὸ μὲν πρῶτον ἀμνημονῶν ἠδίκεις , ἔπειτα κακῷ τὸ κακὸν ἰώμενος ἐπὶ βλάβῃ κατασκευάζων ὁδόν τινα βαράθρου χαλεπωτέραν ἐμοί . |
| φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ ' ὕπνους συνουσιάζειν . ὀνειροπολεῖ ] ἐν τοῖς ὀνείροις φαντάζεται . ἴσθι , ὅτι | ||
| καὶ οὕτως ἱππάζεσθαι Θ ὃ νῦν κελητιᾶν καλοῦμεν . Θ ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους : κἀν τοῖς ὀνείροις ἵππους περινοεῖ |
| ἀνωμάλου κεκινημένου τε ἀκίνητον δι ' ὁμαλότητα καὶ τὴν σύνωσιν ἀπεργαζόμενα πήγνυσιν : τὸ δὲ παρὰ φύσιν συναγόμενον μάχεται κατὰ | ||
| τερπνὰ καὶ ἁβρότατα γίνεται δίκην γυναικὸς ἡμᾶς καταθέλγοντα καὶ τρυφερωτέρους ἀπεργαζόμενα , ὃ καλεῖ πλάσιν γυναικὸς ὁ ποιητής . . |
| . ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται , | ||
| μητρί γε , σοὶ δ ' οὔ . κἄπειτ ' ἔκανες ; σέ γε πημαίνους ' . ὤμοι , φιλίου |
| εἰσιν ἢ ἵπποι ἢ ἀστέρες , ἀλλὰ τὴν φύσιν αὐτῶν γινώσκει . τοῦτο οὖν βούλεται δηλοῦν τὸ φιλοσοφία ἐστὶ γνῶσις | ||
| ὑπ ' αὐτῶν , ὁ δὲ ἀκόλαστος οὐδ ' ὅλως γινώσκει , εἰ κακαί εἰσιν αἱ αἰσχραὶ ἐπιθυμίαι ἀλλ ' |
| λέγοντα μελέτη θανάτου : ὁ γὰρ θάνατος τῆς ἀκολάστου ζωῆς ἰατρεία ψυχῆς ἐστιν . Ἄλλον ὄγδοον ὁρισμὸν ἀναφέρουσι τῷ Πλάτωνι | ||
| ὑποσχεῖν ἰατρῷ τὸ σῶμα εἰς θεραπείαν : πᾶσα γὰρ κόλασις ἰατρεία τίς ἐστιν ἡμαρτηκυίας ψυχῆς . Ἐπεὶ δὲ αἱ πλεῖσται |
| δεομένοις ἐπιφαινόμενος . καὶ ταῦτα μηχανώμενος δι ' αἰῶνος οὐδέποτε κάμνει . ὅπου δὲ θεὸς ὁ πάντων κάλλιστος καὶ φανερώτατος | ||
| νύ τοι ἦτορ ἐνὶ φρεσίν , οὐδέ τι γυῖα πρὶν κάμνει , πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο . καὶ τὸν μὲν |
| ἡδύ , ἥδεσθαι : ἐπιθυμία , ἐπιθυμητόν , ἐπιθυμεῖν : λύπη , λυπηρόν , λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν , | ||
| καθὸ ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα . εἰ οὖν ἡ λύπη κακὸν καὶ φευκτόν , τῷ δὲ φευκτῷ καθὸ φευκτόν |
| καὶ λυπεῖται ἐπὶ τῇ πράξει αὐτοῦ ᾗ ἔπραξε , καὶ μετανοεῖ ὅτι πονηρὸν εἰργάσατο . αὕτη οὖν ἡ λύπη δοκεῖ | ||
| δεδορκόσι τοῖς ὀφθαλμοῖς ταῦτα ποιῇ , προβουλεύει κακὰ μᾶλλον ἢ μετανοεῖ . πνεῦμα λεῖον σχολῇ καὶ ἀψοφητὶ χωροῦν τὴν γνώμην |
| ] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται . | ||
| ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ ' |
| ζηλοῖ τὸν οὐδενὸς δεόμενον ὁ τῶν ὀλίγων ἀναγκαίως δεόμενος . ἄσκει μέγας μὲν εἶναι παρὰ θεῷ , παρὰ δὲ ἀνθρώποις | ||
| ἐνοχλῶν , ἐλαύνων μᾶλλον ἢ καὶ τὴν ψῆφον παρακαλῶν . ἄσκει δὲ αὐτὸ θεώμενος τοὺς ἐν τοῖς ἀληθινοῖς πράγμασιν ὁτιοῦν |
| τρόπους οὐκ ἀμείβων , Τὸ σχῆμα μεταλλάττει ἀπάτης χάριν . Καλοῖς κακὰ συνάπτων ὁ σκαιὸς ἀνὴρ Δῆλος δήπουθέν ἐστιν σφαλερῶς | ||
| : ἀτιμάζω σε , ἵνα αἴσθησιν λάβῃς . Ἑρμηνεία . Καλοῖς εἰ μὴ χαίρουσιν ἄνδρες ἄφρονες , Κακοῖς ἀμείβου τὴν |
| ὑπὸ τοῦ φθάσαντος . φθάσαντος ] τοῦ καταλαμβάνοντος . ἔνδον αἰχμάζειν ] οἰκουρεῖν . σφιν ] τοῖς προτρεψαμένοις . ἔργον | ||
| ἅλιον μόρον : θανάσιμον : ἀπὸ θαλασσίου κέντρου μόρον θαλάσσιον αἰχμάζειν , καὶ διὰ τῆς αἰχμῆς ἐμποιήσειν δηΐοις . νήσῳ |
| ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ | ||
| λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ |
| [ ὅτι ] τὸ ὑγιαίνειν . καὶ ταύτῃ οὔτε ἡ ὑγεία προηγμένον ἐστὶ πάντως οὔτε ἡ νόσος ἀποπροηγμένον . ὥσπερ | ||
| ψυχῆς νόσου σώματος . Ὑγεία μὲν σώματος τέχνης ἔργον , ὑγεία δὲ ψυχῆς , ἀρετῆς ἔργον : νόσος ψυχῆς μοχθηρία |
| . ἀλλ ' ἄγε , τίς τοι ἔπειτα μετοιχομένη φάος οἴσει ; δμῳὰς δ ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν , αἵ | ||
| τῶν ἐν μέθῃ τὴν ἀλήθειαν λεγόντων . Τὸ πέλαγος πρότερον οἴσει ἄμπελον : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Τὸν καπνὸν φεύγων |
| ποθεῖσά τινα διαλάθοι ποτέ : αὕτη γὰρ πρῶτον μὲν βαρύτητα προστρίβεται τῇ γαστρὶ ποθεῖσα , ἔπειτά που περὶ τὰ σπλάγχνα | ||
| πτισάνη ῥυπτικωτέρα μὲν γίνεται , βλάβην δ ' οὐδεμίαν ἑτέραν προστρίβεται . χειρίστη δὲ σκευασία πτισάνης ἐστίν , ὅταν οἱ |
| πάντα καὶ παραμείξαντες ὕδωρ ὑποκαίουσι τὰ ὀστέα . Τὰ δὲ αἴθεται κάλλιστα , αἱ δὲ γαστέρες χωρέουσι εὐπετέως τὰ κρέα | ||
| πινόεντα οἰϲύπῳ . χρέοϲ ὦν ἐμψύξιοϲ , οὕνεκα τῷ αἵματι αἴθεται τὸ ἧπαρ : θερμὸν γὰρ τὸ αἷμα . τοιάδε |
| ταλαίπωρον εἶπεν αὐτόν : εἰ γὰρ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων μισεῖται θεῶν , ἀλλ ' οὗτος συλλυπούμενος ὡς φίλος αὐτῷ | ||
| , τάδε , προσεποιεῖτο πρόφασιν καὶ μανίαν , εἰδὼς ὅτι μισεῖται παρὰ τῶν πολιτῶν . διὸ καὶ βακτηρίαν ἔχων περιῄει |
| πρὸς εὐδαιμονίαν , οὔτε ποτὲ αὐτῆς ἀφαιρουμένη , ἀλλὰ κἂν πενία , κἂν νόσος , κἂν ἀδοξία , κἂν βάσανοι | ||
| οὔτε , οὔτε ἐλευθερία οὔτε δουλεία , οὔτε πλοῦτος ἢ πενία | ἀγαθὰ ἢ κακά , ἀλλὰ ἡ μὲν τούτων |
| τῶν ἐρχομένων χαμαί , οἷς καὶ ἐχθρόν τινος εἶναι καὶ δυσμενῆ οὐκ ἐπίψογον , καὶ τὸ βλάψαι καὶ τὸ ἀντιβλάψαι | ||
| δίκην παρασκευάσῃς , ὡς δι ' ὧν εἰσηγεῖται τοῖς πράγμασι δυσμενῆ : ἀτέλειαν δ ' ὥσπερ τινὰ φυγάδα καὶ ὑπερόριον |
| τοι αὐτὴ μὲν οὐδέν , ἡνίκ ' ἂν λέγῃ , πονεῖ , ὅταν δ ' ἁμάρτῃ , πολλὰ προσβάλλει κακά | ||
| [ ] τὴν [ ] μέλιτταν , ὡϲ [ οὐδὲν πονεῖ ] ἔξωθεν , ἀλλ ' [ ἐϲ ] ταὐτὸ |
| πολλῇ , ἔχον τὴν εὐθηνίαν ἐν ἑαυτῷ . ἐὰν δὲ ὀξυχολία τις προσέλθῃ , εὐθὺς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον , | ||
| πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκτρίβει αὐτό . εἶτα πάλιν ἡ ὀξυχολία ὅταν κολληθῇ τῷ ἀνθρώπῳ περὶ πράγματός τινος , καὶ |
| , εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος : τῷ δὲ ἀεὶ συνέπεται δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός , ἧς | ||
| τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δή ποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι . . Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον |
| πέλας λύκος . Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Πολλοὺς ὁ πόλεμος | ||
| μανίαν ποιεῖ . Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Ὀξὺς θεῶν ὀφθαλμὸς |
| πῶς ἐν ἄντρωι παῖδα σὸν λιπεῖν ἔτλης ; πῶς ; οἰκτρὰ πολλὰ στόματος ἐκβαλοῦς ' ἔπη . φεῦ : τλήμων | ||
| . ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων : ὁ δὲ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων , τουτέστιν ὁ εὐτελὴς καὶ πένης ἀφώνως ἠχεῖ |
| ὁ βόθρος , οἱονεὶ ὄρυχός τις ὤν , εἰς ὃν καταβάλλεται τὸ φυτόν . ὄρχατος δὲ οἱονεὶ ἔρχατος , διὰ | ||
| Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . * καταβάλλεται : * * καταβάλλεται , ἀφανίζεται |
| τρίτη ἐπιφάνεια , τέταρτον στερεόν . . . . , Πίστις γε μὴν καλεῖται [ . ἡ δεκάς ] , | ||
| δὲ τὰ τῆς εὐνομίας δηλοῦν , ἅπερ γίγνεται πρότερα . Πίστις μὲν πρώτη ἐγγίγνεται ἐκ τῆς εὐνομίας μεγάλα ὠφελοῦσα τοὺς |
| ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς | ||
| φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα |
| διότι πολλὰ μὲν τῷ φαύλῳ τὰ ἐμποδών , φιλαργυρία , φιλοδοξία , φιληδονία , τῷ δ ' ἀστείῳ τὸ παράπαν | ||
| , οἷον ποδάγρα καὶ ἀρθρίτιδες , οὕτω κἀπὶ τῆς ψυχῆς φιλοδοξία καὶ φιληδονία καὶ τὰ παραπλήσια . τὸ γὰρ ἀρρώστημά |
| βλαπτομένων . ἀμφικαλύπτει : περισκέπει , κρύπτει , ἀφανίζει , περιέπει . Διά : ἀνὰ , κατὰ , εἰς τό | ||
| δέ ἐστι , τὴν εὐμενῆ καὶ πραεῖαν καὶ ἵλεων κατάστασιν περιέπει : καθάπερ δὲ | τῆς χυτῆς οὐσίας ἡ κρατίστη |
| ἀρετῆς δ ' ὀλίγοις ' ἀνδράσι μοῖρ ' ἕπεται . Ὕβριν , Κύρνε , θεὸς πρῶτον κακῶι ὤπασεν ἀνδρί , | ||
| , τελεταῖς τισι καὶ τὸ αἴτιον εἰπεῖν . οὗτος καὶ Ὕβριν καὶ Ἀναίδειαν ὑπέλαβεν εἶναι θεούς , καὶ νεὼς καὶ |
| ἐν μεσημβρίᾳ ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . | ||
| , καὶ τὰ μικρὰ μεγάλα ποιεῖ , τὸ σκότος φῶς προσέχει , τὸ γλυκὺ πικρὸν λέγει , καὶ συκοφαντίαν ἐκδιδάσκει |
| καὶ μισθοὺς λήψονται : τοὺς δὲ λοιποὺς ἢ τῶν γυναικῶν στερίσκει ἢ νόσῳ μεγάλῃ περιβάλλει διὰ τὸ μαλθακὸν καὶ ἀσθενὲς | ||
| πολλὴ τῶν τοιούτων ἀφθονία . ποίων οὖν ἀγαθῶν ἡ φυγὴ στερίσκει , ἢ τίνος κακοῦ παραιτία ἐστίν ; ἐγὼ μὲν |
| τὸ μόρσιμον ] τὸ πεπρωμένον . τὸ μόρσιμον ] τὸ μεμοιρασμένον . θΞ τοῦτ ' ἀντ ' ἐκείνων : εἰπόντος | ||
| * κατασκευάσειν . συμπράκτορα . τὴν Τροίαν . * † μεμοιρασμένον . ἐγειρομένων . ταῖς τὰς πόλεις πορθούσαις . . |
| ] ] ἠφάνισεν . δεινὴ φαγεῖν ] ⌈ ἐπιτηδεία / ἀναλώσειν τὸν αὐτῇ χρώμενον . πράττῃ ] ἀπαιτήσῃς . ὀμοῦμαί | ||
| δὲ ἔτι πλείους . καὶ ἐς τάδε διορθούμενα τριάκοντα ἡμέρας ἀναλώσειν ἔμελλεν , ἤδη τοῦ θέρους προκόπτοντος : ὅθεν ἦν |
| : ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ | ||
| καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ |
| ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος | ||
| φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον |
| ταῦτα σύν τε μεγάλωι ἀπέτισαν . βρύει ] ἀνθεῖ . ἄκραντος . . . νύξ ] ἀντὶ αἰώνιος θάνατος . | ||
| , εἴ μοι πύθοιτο ταῦτα συμπράξαντά σε λέξειν ἂν ὡς ἄκραντος ἤθληται πόνος ; ἀλλ ' οὗ σὺ χρῄζεις π |
| : ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός | ||
| πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί |
| βιβλία . καὶ οἷα δὴ γέγονε διδόντος αὑτὸν τῷ συνεδρίῳ Θαλασσίου , παρὼν οὐκ ἠγνόησας . οἶμαι δέ σοι καὶ | ||
| , δι ' ὃν ἅπαντα ἐμαυτὸν ἐπὶ τοὺς λόγους ἀφῆκα Θαλασσίου τὰς ἄλλας φροντίδας εἰς αὑτὸν ἀναθέντος . τοῦτον δὴ |
| φησιν Ὅμηρος ἐνεῖναι τῷ Μενελάῳ τὸ θάρσος : οὕτως ἦν ἐρρωμένη καὶ ἄφοβος τὴν ψυχήν . δηχθέντος δὲ τοῦ μειρακίου | ||
| σοι πάνυ σφοδρὸς μήτε ἡ δύναμις ἀσθενὴς , ἀλλ ' ἐρρωμένη , μᾶλλον κέχρησο τοῖς ἰσχυροῖς ἀλείμμασιν εἰς τὸ θερμᾶναι |
| κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν . ἀεὶ δὲ μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθόμενος , καὶ πολλοὺς μὲν ὑβρίζων , τοὺς δὲ ἀναιρῶν | ||
| θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . ] ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων |
| καρτερίᾳ , τῷ τῶν καλῶν ἔρωτι , τῇ πρὸς τὰ σεμνότατα ὁρμῇ : ταῦτα γάρ ἐστιν ὁ τῆς ψυχῆς ἀκήρατος | ||
| καὶ φαύλης ἐκείνης ἦλθεν ὑμετέρα καὶ σοφὴ καὶ μεγάλη καὶ σεμνότατα φέρουσα τῷ κεκτημένῳ . τί γὰρ εὐτυχέστερον ἢ τὴν |
| , τούτοις δέδοται ἔργα ἄνομα , ἅπερ αὐτῶν ἡ ψυχὴ μαινομένη ποιήσει κακαῖς βουλαῖς ὥσπερ ἐλαυνομένη δαίμονι οὐκ ἀγαθῷ , | ||
| ἡ δὲ γυνὴ ἐκείνη τίς ἐστιν ἡ ὥσπερ τυφλὴ καὶ μαινομένη τις εἶναι δοκοῦσα καὶ ἑστηκυῖα ἐπὶ λίθου τινὸς στρογγύλου |
| κέρδος ἀποβαλούσῃ τὸν παῖδα ; τί με τουτωνὶ τῶν ἐρριμμένων εὐφραίνει τὸ πλῆθος ἑτέρας οὐκ οὔσης γονῆς ; ταῦτα κινήσει | ||
| . ἔτι δὲ καὶ οὐ τούτων μόνον ἕνεκα τῶν εἰρημένων εὐφραίνει τὰ πεμπόμενα παρὰ βασιλέως , ἀλλὰ τῷ ὄντι καὶ |
| ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι | ||
| δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι |
| γυμνόν ἐστι τὸ ἐστερημένον ἐνδύματος , καὶ γυμνὰ ἔσονται τὰ ἐστερημένα ἐνδύματος : ἀλλὰ μὴν κίονες , λίθοι , ξύλα | ||
| , τὰ δὲ ἀπαρέμφατα πράγματα μὲν δηλοῖ προσώπων καὶ ἀριθμῶν ἐστερημένα : ἡ οὖν τῶν προαιρετικῶν πρὸς τὰ ἀπαρέμφατα σύνταξις |
| κατακλῖναι οὐ νέμεσις πρὸς θεῶν γίνεται οὐδεμία . Οὐδένα , Κύρν ' , αὐγαὶ φαεσιμβρότου ἠελίοιο ἄνδρ ' ἐφορῶς ' | ||
| αὐτῶι οὐδ ' ἀγνωμοσύνης , Κύρν ' , ὀδυνηρότερον . Κύρν ' , εἰ πάντ ' ἄνδρεσσι καταθνητοῖς † χαλεπαίνειν |
| τοῦ Σωφρονίσκου : οὐ γὰρ αὐτὰ ἦσαν βλάβαι , ἀλλὰ μοχθηρία . τί δέ ἔφην , ἀλλὰ ταῦτα ἔδρα ἡ | ||
| ἄκοντας ἔπειτα κεχειρωμένους ἀπολύοις . συμφεύξεται γὰρ τοῖς φυγοῦσιν ἡ μοχθηρία ἅμα καὶ ἡ δουλεία , συναπολειφθήσεται δὲ τοῖς συμμένουσί |