μὲν τῶν λογισμοῦ μεμοιραμένων κήδεται , προμηθεῖται δὲ καὶ τῶν ὑπαιτίως ζώντων , ἅμα μὲν καιρὸν εἰς ἐπανόρθωσιν αὐτοῖς διδούς | ||
, εὐφραίνεται : εἰ μὴ νομίζεις , ὅτι οἱ μὲν ὑπαιτίως ζῶντες παραπικραίνειν καὶ παροργίζειν ἐνδίκως λέγοιντ ' ἂν θεόν |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος : | ||
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν |
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα | ||
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ |
ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν . φλαῦρος : πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει . | ||
μὲν φαύλοις ] τοῖς εὐτελέσι , ἤγουν τοῖς φαύλοις . φλαῦρος δὲ λέγεται ὁ πονηρός . ἄγειν ] τὸ μὲν |
: ὁ ἀσθενής , τοῦ δ καὶ καταβιβασμῷ τοῦ τόνου ἀκιδνός , ὁ μὴ κινούμενος . οὕτω Μεθόδιος . . | ||
ἀκιδνὸς ὁ ἀσθενὴς , περὶ τὸ αἰκίζω . αἰκιδνὸς καὶ ἀκιδνός : ἀκτάζω , ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ |
. Ἑδώλοισιν . ὑποστρώμασι νηός , ζυγαῖς , καθέδραις . Ὄρθιον νόμον Θαμύρα . ὁ κιθαρῳδικὸς τρόπος τῆς μελῳδίας , | ||
Ταϋγέτου πόδ ' ] Σκοπῶν . Ἔμβαλον ] Προσέῤῥηξαν . Ὄρθιον ] Ἐξάκουστον . Μεταλαμβάνειν ] Κοινωνεῖν . Περιστέλλων ] |
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
ἐγώ μοι δοκῶ , ὦ Σώκρατες , τούτου πάνυ σοι σύμψηφος εἶναι . ὁ δὲ δὴ ” ἥρως “ τί | ||
γενέσθαι Θηβαίοις , μηδ ' ἐπὶ Λακεδαιμονίους ἡμᾶς ἀποκλῖναι ; σύμψηφος ὑμῖν ἐγώ . καὶ τί κεκράγαμεν εἰκῆ καὶ φιλονεικοῦμεν |
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα | ||
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος |
τοὺς προδήλως τὸ ψεῦδος ἀντὶ ἀληθείας προσφέροντας . ἔλαφός τις διψῶσα κατῆλθεν ἐπί τινα πηγὴν τοῦ ὕδωρ πιεῖν . ἰδοῦσα | ||
γείτων ἐστί τις κάπηλος : οὗτος εὐθὺς ὅταν ἔλθω ποτὲ διψῶσα , μόνος οἶδ ' ὥς γ ' ἐμοὶ κεράννυται |
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ ' | ||
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
ἕτερον ὀνειδίζοντος , εἴγε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ ' ἕκαστα μοχθεῖ , ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς ἑαυτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ | ||
: ὃ καὶ κρεῖττον τοῦ προτέρου . Μόχθον ] Ἤγουν μοχθεῖ ἀθλίως . Μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει ] Ἤγουν ἀλλοτρίοις παρὰ |
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί | ||
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . |
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ | ||
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ |
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη | ||
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς |
' ἑξῆς ἡμερῶν ε καὶ διαλίμπανε δέκα . Διουρητικόν . Καρδαμώμου , ἀμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛ , | ||
ὄξει ἐπίχριε : τοῦτο ῥήσσει καὶ ξηραίνει . Ἄλλο . Καρδαμώμου σπέρμα κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν ὕδατι κατάπλασ - σε δὶς |
ἐκ τοῦ ληφθῆναι ἐκ τῶν ὑστέρων . τοῦ γὰρ κοινοῦ ἐφετοῦ πάντα τὰ ἐφιέμενα ὕστερα , ὅτι καὶ ἐξ ἐκείνου | ||
ἐνεργεῖν . ὅταν δὲ τὸ ὀρεκτικὸν ὑπὸ τοῦ ὀρεκτοῦ ὡς ἐφετοῦ κινηθῇ , τότε ἡ κίνησις ἡ μεταξὺ κινοῦντος καὶ |
γείτονας ποιήσεις . τοῦτον ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίφατον καλοῦσι καὶ ἐπίρρητον . διπλοῦν καὶ διπλάσιον , φησίν , διαφέρει . | ||
καὶ τῶν ἄλλων γενῶν ἱερῶν τε ὄντων καὶ θεοφιλῶν , ἐπίρρητον δὲ καὶ θῆλυν σοφίαν προελόμενος . καὶ ὡς οὐ |
καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ | ||
γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν |
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε | ||
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην : |
Γαμῶν Ῥείνων [ ὥσπερ ἐπειδὰν δειπνῶμέν που , τότε πλεῖστα λαλοῦμεν ἅπαντες . ὑμῖν ὀρχηστρίδας εἶπον ἑταίρας ὡραίας πρότερον : | ||
' εὐτυχεῖν ἀεὶ πάρεχε σεαυτὸν τοῖς ὁρῶσιν ἄξιον . οἷοι λαλοῦμεν ὄντες οἱ τρισάθλιοι ἅπαντες οἱ φυσῶντες ἐφ ' ἑαυτοῖς |
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ ' | ||
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς |
στέφανον ὑπισχνούμενος φιλοτιμίας μισθόνεἰ τοίνυν πάνδημον εἰσφορὰν τῆς χρείας εἰσπραττομένης φιλόδωρός τις ἀνὴρ καὶ πλούτῳ πολὺς ἧκεν οἴκοθεν ἄγων τὸν | ||
αἰδοῦς τε σοβαρωτέραις . , . . Θεαγένης ἦν γὰρ φιλόδωρός τε καὶ μεγαλόδωρος εἰς ὑπερβολήν . ἀναλοῦτο δὲ αὐτῷ |
τάχ ' ἐν πέδῳ βαλῶ . ἑπόμενα προτέροισι τάδ ' ἐφημίσω . καί τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων | ||
ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος σκοποῦ : μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω . πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς |
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ | ||
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ |
. ἐπέφερε . . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . | ||
θεὸς ] ὤν μιγῆναι ] γαμικῶς ἑνωθῆναι ἐπέρριψε ] ἐπέφερε ἔκυρσας ] ἐπέτυχες κόρη ] Ἰοῖ μνηστῆρος ] ἤγουν νυμφίου |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης | ||
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν |
δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα | ||
χορὸς ὁρᾷ βασταζόμενα . τάδ ' ] τὰ πήματα . αὐτόδηλα ] φανερά . αὐτόδηλα ] φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα |
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν | ||
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ |
γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν . | ||
] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ] |
φόβου ἐρώτησον καὶ ἀκούεις ἀλήθειαν θ ἐὰν πλεύσῃς ἄρτι , ναυαγήσεις ι ὁ ἀπόδημος ἀπέθανεν α οὐ πρεσβεύεις , οὐχ | ||
ἐὰν πιστεύσῃς α πρεσβεύεις καὶ κινδυνεύεις β ἐὰν πλεύσῃς , ναυαγήσεις γ ὁ ἀσθενῶν σωθήσεται δ οὐ λαμβάνεις τὴν παραθήκην |
τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός . οὐ γὰρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς , εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει ; Ὀρθῶς ἐπέπληξας | ||
δ ' ἀναγκαζόμενος χρῆσθαι οὐ μῶρος οἴει εἶναι εἰ μὴ σκοπεῖς ὅπως μὴ ἰδιώτης ἔσει τούτου τοῦ ἔργου , ἄλλως |
τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν | ||
. . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου . |
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ | ||
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ |
θέλῃς ποτέ , μυστήριόν σου ψευδὲς αὐτῷ προσανάθου . } Πένης ὑπάρχων ἂν γένῃ ποτὲ πλούσιος , μέμνης ' ἐκείνης | ||
ἀδελφόν : ᾐδέσθη τὴν φύσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πένης μετὰ δύο υἱῶν ἔλιπε τὴν τάξιν . ἐμονομάχησε καὶ |
γὰρ ἡ ἐκλάλησις . Προΐσχεσθαι , προτείνειν , προκαλεῖσθαι , προτείνεσθαι , προβάλλεσθαι ἀξιοῦν . πρᾶγμα δ ' οὐκ ἔστι | ||
κυκᾷς καὶ πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις . προβάλλεσθαι : ἀντὶ τοῦ προτείνεσθαι . Θουκυδίδης : τὰ δὲ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ |
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
κενῆς . νοῦν ἔχεις , Νικήρατε . Ἀνδροκλῆς ἔτη τοσαῦτα ζῆι , τρέχει , πηδᾶι , πολὺ πράττεται : μέλας | ||
Φθίαν , δοκεῖ μοι ξυγγενοῦς μαθεῖν περὶ γυναικός , εἰ ζῆι κεὐτυχοῦσα τυγχάνει ἡ Σπαρτιᾶτις Ἑρμιόνη : τηλουρὰ γὰρ ναίους |
; τί φωνεῖς ; Οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν . Ἦ κεῖνος οὗτος ὅν ποτ ' ἐκ | ||
ὂν ὅμως καὶ χρησιμώτατον φαίνεται : ἐξ ἴσου γὰρ δεδιότες προμηθίᾳ μᾶλλον ἐπ ' ἀλλήλους ἐρχόμεθα . Καὶ νῦν τοῦ |
ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό | ||
ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ |
πήγανον ὡς πολέμιον αὐτῷ ὑπάρχον . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Πονηρόν τι ζῷον καὶ κακοῦργον ἡ ἰκτίς , ἐπίβουλόν τε | ||
, ὥσπερ τινές . Κραταιὸν ] Πιθανόν . Δόλιον ] Πονηρόν . Φίλον εἴη φιλεῖν ] * Λέγει ὅτι ὁ |
Τὸ χρῶμα τοῦτό μ ' οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης . Εἶἑν . Γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται ἀποροῦσα παίδων , οὐδὲ | ||
Κολλυτεύς , ἐπεψήφισεν τῇ ἐκκλησίᾳ Τίμων ὁ αὐτός . “ Εἶἑν , ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω καὶ ἀνδρικῶς ἐμμένωμεν αὐτοῖς . |
ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ | ||
δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς |
τὸ μὴ εἰδέναι , ὅτι ἔδει μανθάνειν , ἢ τὸ ἀπάγον ἀπὸ τοῦ μανθάνειν . Ἀλλ ' ἐκεῖνο ζητητέον : | ||
τι τοι μὴ βέλτερόν ἐστι , τὸ τῆς θείας ὁμοιώσεως ἀπάγον , ἐπειδὴ καὶ βέλτερον ἡμῖν τὸ πρὸς τὴν τοιαύτην |
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | ||
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς |
καί ῥα Ποσειδάωνα μέγαν θεὸν ἀντίον ηὔδα : ὢ πόποι ἐννοσίγαι ' εὐρυσθενές , οὐδέ νυ σοί περ ὀλλυμένων Δαναῶν | ||
ἀλόχοισι Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων : ἐννοσίγαι ' οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι , εἰ |
ἀπορριφθεῖσα γίνεται ὄφις : εἰκότως : ἐὰν γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπορρίψῃ τὴν παιδείαν , γέγονε φιλήδονος ἀντὶ φιλαρέτου . διὸ | ||
τῆς ἑκάστου γεννήματα ψυχῆς καὶ τὰ μὲν οὐκ ἄξια τροφῆς ἀπορρίψῃ , τὰ δ ' ἐπιτήδεια διασώσῃ καὶ προνοίας τῆς |
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ; | ||
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
μεμάθηκας δὲ καὶ ὅτι πάντα τὰ κεκαυμένα πλυνόμενα μετριώτερα καὶ ἀδηκτότερα γίνεται . Χαλκὸς κεκαυμένος ἔχει μέν τι καὶ δριμύ | ||
τε καὶ χρυϲόκολλα καὶ χαλκῖτιϲ καὶ μίϲυ , καυθέντα δὲ ἀδηκτότερα , καὶ τοῦ χαλκοῦ τὸ ἄνθοϲ ὁμοίωϲ : ὁ |
κεν ἀνὴρ ? [ ] [ οὐδὲ ] θεῶν ? ὥριστος ἀλεξήσειεν [ ὄλεθρον ] ? . [ ] ο | ||
παράγωγον φημί , ἐξ οὗ τὸ ” πέφαται δ ' ὥριστος Ἀχαιῶν ” καὶ ἀρηΐφατος . . . . . |
σφαγὴ τῶν πρώτων συνήθειαν πεποίηκε , καὶ τὰ τοιαῦτα . ΔΕΥτέρα ἀντίθεσις : ἀλλ ' ἐξῆν πατρὶ ὄντι καὶ τοὺς | ||
σοι θανάτου πέπρακται ἄξιον . ἫΝ λύσεις ὡς ἔθος . ΔΕΥτέρα μεταστατικὴ , ὁ λιμὸς αἴτιος . ΤΡίτη , ἀπὸ |
γαμει ? ? ? [ ] ! ! ! ! πιει ! ! [ ! ! ] [ ] ! | ||
καὶ λέγων ἡμᾶς ἐδίδαξεν ? ] [ ] [ ] πιει [ ! ! ] ? . οθ [ ! |
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει | ||
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ |
. Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν | ||
ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς |
τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι αὐτός : τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος ; ἄρχοντί τ ' ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις , | ||
. ξυστήσομαι ] συμπαρατάξομαι . . συστάδην μαχεσθήσομαι . . ἐνδικώτερος ] ἢ ἐγώ . . ὡς ] λίαν . |
τὴν βασιληίην . Νῦν ὦν εἴ τινα ἔχεις σοφίην , μηχανῶ ὡς ἂν ἡμεῖς σχῶμεν τοῦτο τὸ γέρας καὶ μὴ | ||
παροιμιακόν . φησὶν οὖν , πάντα κίνει πράγματα καὶ πάντα μηχανῶ περὶ τοῦ Κλέωνος , ἵνα αὐτοῦ περιγένῃ . εἴρηται |
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
δόξαν ἀπηνέγκατο ὁ Θεμιστοκλῆς , περὶ οὗ ἄνω ἐγράφη . πιθηκισμοῖς : ἀπάταις καὶ κολακεύμασιν . ΓΘ ἄλλως : μιμήμασιν | ||
σὺ οὖν , ὦ Ἱέρων , μὴ πείθου διαβολαῖς μηδὲ πιθηκισμοῖς , ὅ ἐστιν ἀπάταις . ἄλλως : ὁ λόγος |
τ ' ἔγχη δόρυ τὸ Καδμείων ἕληι ; [ ὄψηι δαμασθὲν ἄστυ Θηβαίων τόδε , ὄψηι δὲ πολλὰς αἰχμαλωτίδας κόρας | ||
γεγενημένων ἀγαθῶν τὸ κακὸν ἀφανίζεται καὶ τὸ παλίγκοτον καὶ ἄτοπον δαμασθὲν καὶ ἀναιρεθὲν ὑφ ' ἡδονῆς θνήσκει , μάλιστα ὄλβου |
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν | ||
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω |
δὲ πολλῷ ἐλάττους εἶεν αἱ πόλεις παρ ' ἃς ἂν σπεύδῃ τις , τότε τὴν χρείαν μᾶλλον αὐξήσεις δι ' | ||
: οὐχ ἕδρας ἀκμὴ σῴζειν θέλοντας ἄνδρα γ ' ὃς σπεύδῃ θανεῖν . Χωρεῖν ἕτοιμος , κοὐ λόγῳ δείξω μόνον |
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν | ||
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ] |
ἀπειρίᾳ τῶν τοιούτων , οὐδὲ ἐντυγχάνοντες ἂν ἴσως εὐθύς γε γνοῖμεν τό τε ὀρθὸν καὶ μὴ γιγνόμενον ἐν αὐτοῖς . | ||
, κρόμυα Ἕλληνες . γομφίους Ἀττικοί , μύλους Ἕλληνες . γνοῖμεν Ἀττικοί , γνοίημεν Ἕλληνες . γαλῆ Ἀττικοί , γαλέα |
ὄνομα ῥηματικὸν ὄρτος , καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ | ||
Ζεύς ” , ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ὀρτὸς καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω |
σαφηνίσαι ] ? καὶ κηρύξαι [ ἐκέλευσεν ] ? . κατε [ ! ! ! ! ! ! ! ! | ||
οἰκεῖα ἐγκλήματα . ἐπεὶ δὲ ἡ Νάβιδος ἐν Σπάρτῃ τυραννὶς κατε - λέλυτο , ἐς πλείστην ὠμότητα ἀνδρὸς ἀφικομένου , |
καὶ ἐπιθεῖσα ἐπὶ τὰ στέρνα τοῦ ἀνδρὸς τὴν ἑαυτῆς κεφαλὴν ἀπέθνῃσκεν . ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω | ||
ἐπιθήσωσιν , ὅτι τυχὸν εἰ μὴ ἐφλεβοτομήθη , οὐκ ἂν ἀπέθνῃσκεν . Τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι [ . |
; , , , ; , , . ] ►οὐ ►ὁ [ οὕτως ὤφειλε συλλογίσασθαι ὁ εὐήθης Εὐνόμιος ὥστε ἐξ | ||
συμπεράσματι τῶν πρὸς Πολέμαρχον λόγων ἐπὶ παραδειγμάτων τοιούτων : ►δίκαιον ►ὁ Ἐπὶ μὲν τῶν καθόλου συζυγιῶν τοῦ πρώτου σχήματος τῆς |
εὔνοος καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐνοώτερος , τὸ δὲ συνῃρημένον σχῆμα εὐνούστερος καὶ οὐχὶ εὐνούτερος . ῥητέον οὖν ὅτι ὅσα μὲν | ||
δύναται πολλάκις ὁ ἕτερος παρασχόμενος μαρτυρίαν , ὡς περὶ αὐτὸν εὐνούστερος ἦν ὁ πατὴρ , διαφοράν τινα ἐμποιεῖν : ὁ |
” , ἐπειδὴ τῆς ἀκαθάρτου φθορᾶς αἴτιον ἡ διάλυσις . μηδέποτ ' οὖν ἰδών τινα τῶν φαύλων οἷς ἂν ἐπιθῆται | ||
ἐν ὀρέξει ἀναπότευκτον , ἐν δ ' ἐκκλίσει ἀπερίπτωτον , μηδέποτ ' ἀτυχοῦντα , μηδέποτε δυστυχοῦντα , ἐλεύθερον , ἀκώλυτον |
τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον | ||
νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι . |
παράπαν ] παντελῶς ἡμαρτήκαμεν ] ἠστοχήσαμεν ὡρικῶς ] τρυφηλῶς : νεωτερικῶς εἶπε διότι ἦν τεθρυμμένη ἀλλ ' ὅ τι ] | ||
νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ οἱ γέροντες . . νεωτερικῶς , ἤγουν ὡς πυνθάνονται αἱ ἐν ὥρᾳ οὖσαι γυναῖκες |
σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , | ||
ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ |
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν | ||
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι , |
Ἀγκὼν εὐώνυμος εὐφρασίαν δηλοῖ . Ἀγκὼν δεξιὸς ὠφέλειαν σημαίνει . Πῆχυς εὐώνυμος πολλὰ ἀγαθὰ σημαίνει . δεξιὸς δὲ κέρδος ἀπροσδόκητον | ||
Υἱέσι : τοῖς υἱοῖς . Ἡδύς : ὁ γλυκύς . Πῆχυς : εἶδος μέτρου . Ὠκύς : ὁ ταχύς . |
ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται τὸ παράπαν . Δοῦλος δ ' ἂν ἢ δούλη βλάψῃ τῶν ἀλλοτρίων καὶ | ||
πανταχοῦ † λαληθήσῃ . Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος . Δοῦλος † γεγονὼς ἑτέρῳ δουλεύειν φοβοῦ . Δίκαιος ἴσθι καὶ |
αὐτῶν ἐναντίως διατιθεμένων ὥσπερ εἴπομεν οὐκ ἄλογος ἡ τεραμότης . Ὥστ ' εἰ ὁ ἀὴρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τὰ | ||
. . εἰσίν τινες νῦν οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει . Ὥστ ' ἐνίοτ ' ἂν τούτοισι ποιῶν ματτύην σπεύδων ἅμ |
τέλος οὐδέν , τῇ δὲ κακόν , ἡ βλάβη καὶ ἀποστέρησις τῶν οἰκείων τοῦ κλεπτομένου . τὸ αὐτὸ δ ' | ||
ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν αἰσχρῶς χρημάτων ἀπαιόληι . . |
ἐκτρέπω τὸ μεταποιῶ καὶ μεταβάλλω ἐκ τούτου εἰς τοῦτο . εὐσωματεῖ ] ἰσχυρός ἐστιν , γενναῖον σῶμα , πιαίνει τὸ | ||
λέγειν . ἐπιτρέπεις ] ἀντὶ τοῦ “ συγχωρεῖς ” . εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ : ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκατατίθεται : |
ληʹ Θυάμιος ποταμοῦ ἐκβολαί μϚʹ δʹʹ ληʹ ιβʹʹ Σύβοτα λιμήν μϚʹʹ ∠ ʹʹδʹʹ ληʹ Τορύνη μϚʹʹ ∠ ʹʹγʹʹ ληʹ Ἀχέροντος | ||
μʹ Ἀστραίων Ἄστραιον μϚʹ γʹʹ μʹ ∠ ʹʹγʹʹ Παιονίας Δόβηρος μϚʹʹ γοʹʹ μʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ἄλωρος μζʹ δʹʹ μαʹ Ϛʹʹ |
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
ἀπάρχομαι μέν , ἀλλὰ τῆς ἀτολμίας τὰ κέντρα κεντεῖ καὶ βιάζει τὸν λόγον . σὺ δὸς τὸ τολμᾶν , ἐξάνοιγε | ||
] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει ] βιάζει . ἐπισπέρχει ] ἐπισπεύδει . θ θεὸς ] ἡ |
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν | ||
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
βουλευέτω ] φροντιζέτω . τἄξωθεν ] τὰ τῶν πολεμίων . τἄξωθεν ] τὰ πολεμικά . τἄξωθεν ] ἐπερχόμενα . ἔνδον | ||
] τὰ τῶν πολεμίων . τἄξωθεν ] τὰ πολεμικά . τἄξωθεν ] ἐπερχόμενα . ἔνδον ] ἐντὸς σύ , ὦ |
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς | ||
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
ἀπολείποντος καὶ τελείου , ἐνίοτε ἐκ πλειόνων , ὡς τὸ ἀκαταμάχητος ἀνεκπολέμητος ἀνεκδυσώπητος . , . . , . , | ||
. ἄμαχον κῦμα θαλάσσης : τὴν προσβολὴν τῶν Περσῶν . ἀκαταμάχητος . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ στρατὸς καὶ λαός . δολόμητιν |
, καὶ παρ ' Εὐριπίδῃ ἐν Μηδείᾳ πράξασα μέλλω καὶ τυχοῦς ' ἃ βούλομαι . καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ αἰτεῖς ἃ | ||
ὡς τάχιστ ' ἀφίξομαι , πράξας ' ἃ μέλλω καὶ τυχοῦς ' ἃ βούλομαι . ἀλλά ς ' ὁ Μαίας |
ἀναπληρώσεις φύσεως , ἤτοι λίαν [ καὶ ] ἐνδεοῦς ἤτοι ἐλλιποῦς , οἷον ἰατρεῖαι , ἤτοι αἱ ἀναπληρώσεις τῆς γαστρὸς | ||
αἴτιον , καὶ τούτῳ ἐνίστασθαι . ἐὰν μὲν οὖν , ἐλλιποῦς τῆς ἐκκοπῆς γεγενημένης , ὀξεῖα προὔχουσα καὶ νύσσουσα τὴν |
ὀπώρα ” μὴ λάβῃς „ , οὐδὲ λειμὼν „ μὴ προσέλθῃς ” . ἕπου καὶ σὺ τοῖς νόμοις καὶ διψῶντα | ||
μεθορίᾳ καὶ χώρᾳ μέσῃ . Τήρησον αὐτὸ ἀδιάφορον , μὴ προσέλθῃς περαιτέρω , μὴ ὑπερβῇς τοὺς ὅρους . Ἂν δὲ |
: βιώσιμα δὲ γεννᾷ τριετὴς τίκτουσα : συλλαμβάνει δὲ ἕως τριακονταετὴς γένηται . ὀχεύει δὲ ὁ ἄρρην καὶ γόνιμα ποιεῖ | ||
ἐν θεάτρῳ μήτε δημηγορεῖν : τούτῳ . . . μὴ τριακονταετὴς ἔτι ὑπάρχειν , ποιῶν δράματα . . . Καλλιστράτου |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
[ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους | ||
[ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους |
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς | ||
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος |