τῆς γνώμης προαισθάνονταί τινες ; ὁ μέλλων τὰ ἐπίχειρα καρποῦσθαι γινωσκέτω πρῶτος ἐξ ὧν ἂν πάθῃ . παύομαι λέγων ,
βούλοιτο . εἰ δὲ μέγα φησὶ τοῦτό τις γράφειν , γινωσκέτω , ὅτι ἀττικῇ ἐκτάσει τοῦτο γέγονε καὶ μὴ κτηνωδῶς
7151938 γιγνου
καὶ ἃ νῦν πεποίηκας ἐνθυμηθεὶς καὶ νομίσας δεῖν ἀκολουθεῖν σαυτῷ γίγνου τοιοῦτος εἰς αὐτόν , οἷος ἂν αὐτὸς ἐγενόμην ,
γὰρ οἴκου παῖδές εἰσιν ἄρρενες . Σύμβουλος ἐσθλὸς μὴ κακὸς γίγνου φίλοις . Σύμβουλος ἴσθι τῶν ἀγαθῶν , μὴ τῶν
6834891 Εὐαθλου
' ἦν ποίημα , ἐν ᾧ Καλύκη τις ὄνομα ἐρῶσα Εὐάθλου νεανίσκου εὔχεται τῇ Ἀφροδίτῃ γαμηθῆναι αὐτῷ . ἐπεὶ δὲ
παρ ' ἡμῖν τοῖς νέοις ” . αὐτοῦ ] τοῦ Εὐάθλου . Γ τὰς γραφάς ] τὰς δίκας . Γ
6708468 ἀτυχης
ἐν τῷ συγκριτικῷ εἴληφε τὴν σύνθεσιν , ἀλλὰ παρὰ τὸ ἀτυχής ἐσχημάτισται , . , . . . + .
τυχὼν οὐδὲ δυνάμεως οὐδὲ ἀρχῶν οὐδὲ ὁ βασιλείας μὴ τυχὼν ἀτυχής , ἀλλ ' ὁ τούτου καὶ μόνου , ὑπὲρ
6702092 φιλοζωος
γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ
ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ
6530030 κηρυσσει
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
6509298 δυσελπις
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ
6503958 Αὐναν
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν ,
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος
6495295 φθονει
εὐτυχεῖν ἀεί . ἐστὶ πολυτελὴς τῷ βίῳ τις , οὐ φθονεῖ , μετέχειν δὲ τούτων εὔχετ ' αὐτῷ συμπάρων .
. βεβαιώσασθαι : βεβαιότατα σχεῖν ἢ περιποιήσασθαι εἴ τέ τις φθονεῖ μὲν . . . : εἴ τις ὁμοῦ μὲν
6473495 Δουλος
ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται τὸ παράπαν . Δοῦλος δ ' ἂν ἢ δούλη βλάψῃ τῶν ἀλλοτρίων καὶ
πανταχοῦ † λαληθήσῃ . Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος . Δοῦλος † γεγονὼς ἑτέρῳ δουλεύειν φοβοῦ . Δίκαιος ἴσθι καὶ
6470832 ποτμου
δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν
. ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ '
6442099 Λεωνας
μὴ τῇ τροφίμῃ σου μητρυιὰν ἐπαγάγηται . ” τούτων ὁ Λεωνᾶς ἤκουσεν ἀσμένως καὶ “ θεός μοί τις ” εἶπεν
δὲ ὄψις αὑτὴν συνίστησιν . “ ἀπίωμεν οὖν ” ἔφη Λεωνᾶς , “ καὶ δεῖξον αὐτήν . ” ὁ δὲ
6440907 ἀπεχθομενος
κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν . ἀεὶ δὲ μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθόμενος , καὶ πολλοὺς μὲν ὑβρίζων , τοὺς δὲ ἀναιρῶν
θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . ] ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων
6413099 φιληδονος
Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ '
νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ
6390381 πιστευσει
, ὃν οὔτε εἰπεῖν ῥᾴδιον , οὔτε ἀκούσας τις ἴσως πιστεύσει πρὶν αὐτόπτης γενέσθαι τοῦ θεάματος . εἰς γὰρ τὸν
ἔργα . Ἀλλὰ ἐσθὴς ἐνέκειτο καὶ ἄργυρος : καὶ τίς πιστεύσει νοῦν ἔχων ὅτι τοσαῦτα φέρουσα ναῦς πεῖσμα εἶχε λύγον
6376960 δουλευσῃ
αὐτῷ πρὸ τοῦ κατασχεῖν ἐκεῖνον τὴν ἀρχὴν σκοπεῖν ὅπως μὴ δουλεύσῃ διὰ ῥᾳθυμίαν , ἀλλὰ βασιλεύσῃ τὸν φονέα τοῦ πατρὸς
παῖς μὴ ὑβρισθῇ , μηδὲ γυνὴ διαφθαρῇ , ἵνα μὴ δουλεύσῃ ἡ πόλις . εἶτα ὅτι συνῆν τῇ μητρὶ μετὰ
6347961 φλαυρος
ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν . φλαῦρος : πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει .
μὲν φαύλοις ] τοῖς εὐτελέσι , ἤγουν τοῖς φαύλοις . φλαῦρος δὲ λέγεται ὁ πονηρός . ἄγειν ] τὸ μὲν
6323988 θνησκων
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
6321566 πειθηται
, τὰ δὲ μὴ ποίει . καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται : εἰ δὲ μή , ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ
συμφήσει : ἢ πῶς ; Ἐάν μοι , ἔφη , πείθηται . Ἔστιν οὖν , εἶπον , ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ
6320904 φανῃς
κολάσαι : τὸ δὲ πάντων ἥδιστον , ἐὰν βελτίων ἐμοῦ φανῇς , καὶ ἐμὲ σὸν θεράποντα ποιήσῃ , καὶ μὴ
σὺ ἄμυνον , ὦ δέσποινα Ἀθηνᾶ , καὶ μὴ μάτην φανῇς ἡμῖν ὑποσχομένη τὴν σωτηρίαν . Τί δὴ βουλόμενος ,
6297193 καταγελαστος
τῇ διαχύσει τῶν χειλέων χωρὶς ὕβρεως , γελοῖος δὲ ὁ καταγέλαστος . Ὀνομασίαι τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως καὶ αὐξήσεως ἄχρι
. Φαίνεται δὲ πρὸς τούτοις καὶ ἡ ἕξις τοῦ ἀναγιγνώσκοντος καταγέλαστος τουτέστιν ἡ μάθησις καὶ ἡ διδαχὴ καὶ ἡ γνῶσις
6293798 εὐψυχος
' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη
θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου
6292812 μοιχευει
παρὰ τὸν νόμον . ἔτι εἰ ὁ μὲν κέρδους ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνει , ὁ δὲ ἡδονῆς ἕνεκα , καὶ
ἐπιθυμεῖ συνδυασθῆναι κόρῃ τινί , οὐ φανερῶς καὶ εὐθὺς αὐτὴν μοιχεύει , ἀλλὰ βουλεύεται πῶς ἂν μοιχεύσῃ αὐτὴν λάθρα ,
6289766 χαλεπηνῃ
δ ' ἐποπίζεο μῆνιν , μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς Ἀργεϊφόντης :
γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ ' ἀπαρέσσασθαι ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
6286974 φιλοχρηματος
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ
6284861 προελοιτο
ἀνὴρ ὑψηλὸς τοὺς τρόπους , καὶ ὅ τι γνοίη καὶ προέλοιτο οὐκ ἂν ὑφεῖτο οὐδενί . διατρίβοντος δέ μου περὶ
ἴσα κατατιθέτωσαν , ἀλλ ' εἰ μὲν ὁ εὐξάμενος ἀνακομίζεσθαι προέλοιτο , ἐπιδαψιλευέσθω τὸ πέμπτον , κολάζων τὴν εὐχέρειαν καὶ
6283370 γενῃ
' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ ,
ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν
6276801 διεξαγει
τὸν θεῖον νόμον τᾶς τῶ κόσμω ἁρμονίας , εὔροον βίον διεξάγει . αἰ δέ κα αὐτὸς καθ ' αὑτὸν πλαζόμενος
ἡ συνήθεια προπαροξύνασα αὐτὸ ἐπεκράτησε . δίκαιον , ἔννομον . διεξάγει , περιέπει . . Θεμιστεῖον σκῆπτρον ] σκῆπτρον ἡ
6274106 πιστευσῃ
; τίς γὰρ δύναται θερίσαι γεωργός , ἐὰν μὴ πρῶτον πιστεύσῃ τὸ σπέρμα τῇ γῇ ; ἢ τίς δύναται διαπερᾶσαι
διόπερ ἠξίου τὸν δῆμον δύο ἄνδρας προχειρισάμενον οἷς ἂν μάλιστα πιστεύσῃ , τούτοις ἐπιτρέπειν περὶ τοῦ πράγματος . πεισθέντος δὲ
6268516 Κεινος
βλέπειν τὸν οὐκέτ ' ὄντα ζῶντ ' Ἀχιλλέα πάλιν . Κεῖνος μὲν οὖν ἔκειτ ' : ἐγὼ δ ' ὁ
, δύναιτ ' ἂν οὐδ ' ἂν ἰσχύων φυγεῖν . Κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας , ὅθ ' ἱππικῶν ἦν ἡλίου
6264087 φιλουμενος
ἔχει πολλῶν ὄντων τῶν κωλυόντων ἔχειν . Καὶ θαυμαζόμενος καὶ φιλούμενος ἦλθε , δι ' ὅσων ἦλθεν ἐθνῶν , ὁ
ὃ παρὰ σοὶ μέγα , συμφοιτητὴς ἐμὸς Ἱερώνυμος φιλῶν καὶ φιλούμενος ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν λόγων . ἔπειθ ' οὕτως
6257424 συντηρει
τὸν ἡγούμενον . ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω τὸν ἴδιον λόχον . συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . ἐπὶ δόρυ κλῖνον ,
οἷον φειδώ τινα καὶ πρόνοιαν ποιοῦ τοῦ ἀττικοῦ . τουτέστι συντήρει καὶ διαφύλαττε τὸ ἀττικόν . οὐκ ὀκνεῖ γάρ ,
6252851 κακονους
εἰ μὲν μὴ ἔνοχος ὢν ταῖς μελλούσαις ἀποφάσεσιν ἀναβαίνει , κακόνους ἐστὶ τῇ πολιτείᾳ , καὶ τοὺς ἐπὶ τῷ δήμῳ
ταχίστην ἀπαλλάττεσθαι , τὸν δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ πάλαι κακόνους πόλεμον φύσει προσειρῆσθαι , καὶ μὴ καιρῶν εἶναι ταῦτα
6252388 θεοφιλης
μάλιστα καὶ εὐτυχὴς καὶ μακάριος καὶ ὄλβιος καὶ εὐσεβὴς καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀξιωματικός , βασιλικός τε καὶ στρατηγικὸς καὶ πολιτικὸς
πράξεων . τοιγαροῦν μετ ' ὀλίγων ἄλλων φιλόθεός τε καὶ θεοφιλὴς ἐγένετο , καταπνευσθεὶς ὑπ ' ἔρωτος οὐρανίου καὶ διαφερόντως
6245550 ἀσελγης
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος .
6243213 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
6241841 θαρρει
ἐκείνοις , μὴ καρτερούντων δὲ πρὸς τὴν ἀντιμάχησιν ἀλλὰ τῷ θάρρει τῶν πολιτῶν τῆς πόλεως ἐνδιδόντων καὶ τῆς σφῶν σωτηρίας
πρός σε , Δημέα , πορεύομαι . ἐκποδὼν ἄπειμι . θάρρει . τουτονὶ τέθνηχ ' ὁρῶν . τί τὸ πάθος
6235261 φιλοστρατιωτης
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν
6233673 ὀρεγομενος
ὅτι ὁ κατασχεθεὶς ἐκείνῃ τῇ θέᾳ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκείνων ὀρεγόμενος , καὶ παίδων καὶ χρημάτων καὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων
καθάπερ τινὰς ποίμνας καὶ ἀγέλας , ὁ μὲν τῶν ἐκτὸς ὀρεγόμενος ἄργυρον , χρυσόν , ἐσθῆτας , πάντα ὅσα τοῦ
6229460 ἐφιεμενος
πένης οὐχ ὁ μηδὲν κεκτημένος , ἀλλ ' ὁ πολλῶν ἐφιέμενος : καὶ πλούσιος οὐχ ὁ πολλὰ περιβεβλημένος , ἀλλ
μήποτ ' οὖν ἐστι τοιοῦτον , εἰ δύναταί | τις ἐφιέμενος τῆς ἐναίμου ζωῆς καὶ μεταποιούμενος ἔτι τῶν κατ '
6228889 χαρισαμενος
δύναμις περιεποίησε τὸ καλόν , ἀλλὰ ὁ καὶ τὸν ἔρωτα χαρισάμενος . οὔτε δὲ στηθύνιον οὔτε ὁ βραχίων λαμβάνεται πλὴν
δεινὰ ἢ σοί . ἐννόει δὲ καὶ τάδε : τίνι χαρισάμενος ἐλπίσαις ἂν μειζόνων τυχεῖν ἢ τούτῳ ; τίνι δ
6227611 γηρων
τοῦ γ εἰς κ , † οἷον † ὁ μὴ γηρῶν . ἢ παρὰ τὸ κηραίνω : ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος
στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος , ὁ ἄφθαρτος καὶ μὴ γηρῶν , . , . * . Ἀκηχέδαται : λυποῦνται
6226160 ἐτραφης
παρέτρεψας , κατεδαπάνησας , ἐδαπάνησας , ἔθρεψας , ἔφθειρας , ἐτράφης . ' νόητε ] ἄγνωστε , ἔξω φρενῶν .
, ταῦτα φέρων ἡμῖν ἐκ τῆς πανηγύρεως ἥκεις ; οὕτως ἐτράφης ; οὕτως ἐπαιδεύθης ; τοιοῦτον ὁρᾷς τὸν πατέρα ;
6218102 μελλητης
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ
6214099 μοιχευεται
πρεσβύτερος ἕως γήρως ζ οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή : μοιχεύεται γάρ η ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου . φρόντιζε θ γενήσῃ
πρεσβύτερος ἕως γήρως γ οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή : μοιχεύεται γάρ δ ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου μετὰ γήρως ε γενήσῃ
6213879 εὐμαθης
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος .
6205718 κολαστης
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον ,
6196362 ὠνειδισας
. Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ
πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ '
6196048 Υἱῳ
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε
6195101 δουλοπρεπης
Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . . μόθων :
καὶ κάκιστα ἀπώλλυον . ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν , δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος , οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα ἐκείνων , ἀλλὰ
6192239 ἐπιτυχων
Δέκα ἡ κύων τέκοι καὶ πάντα λευκά : ἐπὶ τῶν ἐπιτυχῶν . Δέκα τοῦ ὀβολοῦ : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων
Δέκα ἡ κύων τέκοι καὶ πάντα λευκά : ἐπὶ τῶν ἐπιτυχῶν . Δέκα τοῦ ὀβολοῦ : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων
6189346 καρτερικος
τὴν χρῆσιν παρ ' Αἰσχύλῳ , οἷον ἐν Νεανίσκοις καὶ καρτερικὸς καὶ πολεμικός : ἀρείφατος : τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ
ἐπεποίητο ἀπὸ χαλκοῦ . . Τοῦτον μὲν ἔπειτα ἀφῆκεν ὁ καρτερικὸς υἱὸς τοῦ Διὸς Ἡρακλῆς , ἐπιτηρήσας τὸν βροτολοιγὸν Ἄρην
6187795 ἐπεξῃει
ἀγαπᾶν τὸν εἰδότα καὶ φιλεῖν . καὶ δὴ καὶ ἔτι ἐπεξῄει τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον , λέγων ὡς ἄρα παντὸς δέοι
γράψας ὡς δυνατὸν προθυμότατα , ἐν ᾗ τά τε ἄλλα ἐπεξῄει , τὰ μὲν ὡς συνιστὰς , τὰ δ '
6185947 ἀπαιδευτος
ἐκεῖνα : ἢ ἐλεύθερος ἢ δοῦλος , ἢ πεπαιδευμένος ἢ ἀπαίδευτος , ἢ γενναῖος ἀλεκτρυὼν ἢ ἀγεννής , ἢ ὑπόμενε
. Ἄγροικος ὁ ἐν ἀγροῖς διατρίβων , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἀπαίδευτος . Τὰ εἰς ας ἀρσενικὰ δισύλλαβα βαρύτονα ἔχοντα τὸ
6183845 ἀδολεσχης
κιχλίζειν . Κηφισόδωρος Ὑί : οὐδ ' ὀψοφάγος οὐδ ' ἀδολέσχης . Μάχων Ἐπιστολῇ : ὀψοφάγος εἰμί . τοῦτο δ
ἐστὶ μὲν διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων , ὁ δὲ ἀδολέσχης τοιοῦτός ἐστιν , οἷος , ὃν μὴ γινώσκει ,
6182141 ψευδοιτο
; πότερον διὰ τὸ μὴ εἰδέναι τὰ παλαιὰ ἀφομοιῶν ἂν ψεύδοιτο ; Γελοῖον μεντἂν εἴη , ἔφη . Ποιητὴς μὲν
ὅτι πρὸς ἀδικοῦσαν ἔρχεται πόλιν καὶ ἀρὰς τὰς μεγίστας εἰ ψεύδοιτο ἐπαρασάμενος ἑαυτῷ τε καὶ τῇ Ῥώμῃ , τότ '
6179798 Χυτρεους
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος :
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν
6165032 Ἀναξ
τῶν ἐνθάδ ' , εἴπερ μὴ θεοὶ ψεύσουσί με . Ἄναξ , πάλαι καὶ ταῦτα καὶ τοιαῦτ ' ἔπη γῇ
' ὅτι : στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν . Ἄναξ , ἐμοί τοι μή τι καὶ θεήλατον τοὔργον τόδ
6163619 Οὐδεις
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει
6158228 κοτεει
κακά ἐστι καὶ ἐκείνης οἰκεῖα καὶ οὐ τῆς ἀμείνονος . κοτέει : ἁμιλλᾶται : χαλεπαίνει : ὀργίζεται . * ὦ
τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ οἰκείῳ διακονούντων . Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει : ἐπὶ τῶν ὁμοτέχνων διαφθονουμένων . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς
6157089 κἀγαθος
. καὶ χάριν μέντοι σοι ἔχω : πάνυ γὰρ καλὸς κἀγαθὸς δοκεῖ μοι εἶναι . Αἰσχύλον δὲ τὸν Φλειάσιον πρὸς
ἢ σέ ; ὅς γε οὐ μόνον αὐτὸς οἴει καλὸς κἀγαθὸς εἶναι , ὥσπερ τινὲς ἄλλοι αὐτοὶ μὲν ἐπιεικεῖς εἰσιν
6154454 ἀνυπευθυνος
ἰδιωτικὴν δίκην πικρότερον κριθεῖσαν . ἆρά σοι δοκεῖ πρὸς θεῶν ἀνυπεύθυνος ἄρχειν ὁ Ἀγαμέμνων τῶν Ἑλλήνων , ἀλλ ' οὐ
κοινὸν μιαίνεται , ὅ ἐστιν ἡ πόλις . ἄκριτος ] ἀνυπεύθυνος . παλιγκότοις ] ἐχθροῖς . καὶ τύχην ἑλεῖν ]
6150148 φιλαυτος
ἀγαθὸν περιποιούμενον ἑαυτῷ μάλιστά φησι φιλεῖν ἑαυτόν . ὃς καὶ φίλαυτος δόξειεν ἂν εἶναι μᾶλ - λον εἰκότως : ἑαυτῷ
δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς
6148696 αἰσχρος
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς
6144488 πεπιστευκως
ὑπὸ τῆς λύπης ἐδαπανώμην : καὶ γὰρ προπετέστερον τῇ γραφῇ πεπιστευκὼς ἔγραψα περὶ τῆς ἐνεργείας αὐτῶν , καὶ τοῖς γονεῦσιν
, εἶτα μέντοι προείλετο ταῦρον , ἁπάντων ὡραιότατον εἶναι αὐτὸν πεπιστευκὼς καὶ τῆς γε Ὁμήρου κρίσεως τῆς ὑπὲρ τούτων κατ
6140522 ἀσπαζομενος
λύπης τε καὶ πενίας , οὔτε πόλιν ὁρῶν οὔτε φίλους ἀσπαζόμενος οὔθ ' ἑορτάζων οὔτ ' ἄλλης εὐφροσύνης οὐδεμιᾶς ἑαυτῷ
ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει ἀναιδὴς καὶ ἀναίσχυντος , τὸ ψεῦδος ἀσπαζόμενος καὶ τὴν ἀλήθειαν ἀποστρεφόμενος καὶ ἐπιχειρῶν δόλοις καὶ πανουργίαις
6137144 ἀνεθεις
Θεόφραστος ἕως ἐπόνει μὲν ἄπηρος ἦν δέμας , εἶτ ' ἀνεθεὶς κάτθανε πηρομελής . Φασὶ δ ' αὐτὸν ἐρωτηθέντα ὑπὸ
ἔτη τρία . βασιλεὺς δὲ γενόμενος ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ μικρὸν ἀνεθεὶς στρατιὰν αὖθις ἤγειρε πλείστην καὶ στόλον μέγα ἐξήρτυε κατὰ
6134895 ὑπαιτιως
μὲν τῶν λογισμοῦ μεμοιραμένων κήδεται , προμηθεῖται δὲ καὶ τῶν ὑπαιτίως ζώντων , ἅμα μὲν καιρὸν εἰς ἐπανόρθωσιν αὐτοῖς διδούς
, εὐφραίνεται : εἰ μὴ νομίζεις , ὅτι οἱ μὲν ὑπαιτίως ζῶντες παραπικραίνειν καὶ παροργίζειν ἐνδίκως λέγοιντ ' ἂν θεόν
6133543 γιγνωσκε
πρίασθαι ; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους . Ἐκ τοῦ παθεῖν γίγνωσκε καὶ τὸ συμπαθεῖν : καὶ σοὶ γὰρ ἄλλος συμπαθήσεται
φησιν Εὐφρόνιος . σὺ δὲ τὸ κηρύλος ἐπ ' ἴσης γίγνωσκε γράφειν ἡμᾶς τε καὶ τοὺς Ἀττικοὺς καὶ Δωριέας τοὺς
6131476 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
6122501 συνεραστης
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής ,
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ
6120527 ἐραστῃ
. χαλεπὸν μὲν οὖν πρὸς ἄνδρα οὐχ ἥττονα ἐραστῶν προσφέρεσθαι ἐραστῇ , ὅμως δὲ τολμητέον φράσαι τὴν ἐμὴν διάνοιαν .
ἐξηρτύθη Ἑλληνικός , μυρίας μὲν ὀδύνας αὐτῷ τῷ τῆς ἡδονῆς ἐραστῇ ἄγων , μυρίας δὲ τῇ ξυμπάσῃ πόλει . Τὰς
6118880 δυστυχουντι
ἀποίσομαι ὡς φρονίμη καὶ συνετή : συνετῆς γὰρ τὸ καὶ δυστυχοῦντι τῷ πατρὶ αἱρεῖσθαι συνεῖναι , ὡσεὶ ἔλεγεν : ἐβουλόμην
οἱ δὲ πολλοὶ τὰ τῆς φρουρᾶς ὅπλα καταπεπληγμένοι συνήλγουν τῷ δυστυχοῦντι , καὶ τήν τε ἐκείνου συμφορὰν ἅμα καὶ τὴν
6115450 ἐξισταμενος
πλέον δὲ ἢ ἔλαττον ἔχαιρε συνὼν ἐνίοις αὐτῶν , μόνοις ἐξιστάμενος ὁπόσοι ἂν ἐδόκουν αὐτῷ ὑπὲρ τὴν τῆς θεραπείας ἐλπίδα
ὁ μὲν ἀγαθὸς ἀνὴρ πράττων καὶ μὴ ἐπαναχωρῶν , μηδὲ ἐξιστάμενος τοῖς μοχθηροῖς , ἑαυτὸν ἂν σώζοι , καὶ τοὺς
6114845 Θνητος
Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον
. ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν
6113213 λυπουμενη
Πελίου φόνον εἰς Κόρινθον ἀφίκετο : οὐχ ᾧ τρόπῳ σὺ λυπουμένη νομίζεις ὅτι τὸ μὲν σὸν μισῶν λέχος , ἐκείνης
ἡλικίαν κατοδυρομένη τὴν ἑαυτῆς καὶ ὅτι μέλλοι πρὸ ὥρας ἀποθανεῖσθαι λυπουμένη , πολλὰ δὲ Ἁβροκόμην ὡς παρόντα ἀνεκάλει . Ἐν
6112593 κηδεται
ἕτερον δὲ τὸ ἐκ τοῦ ῥήματος . γενήσεται γὰρ ἕο κήδεται , ἐν δυσὶ προσώποις , αὐτοῦ κήδεται , δι
ἀπὸ νευρῆς βεβλημένον . αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ ' ἐλεαίρει . ἦ μένει εἰς ὅ κε
6112248 ἀμαθης
' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος
καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη
6107055 ἐπαινετος
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ;
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος .
6103489 μισουσα
καὶ παῖδας . . . . : Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ
Ἰωσὴφ χαρὰν μεγάλην , διότι εἶπε Πεντεφρῆς : παρθένος ἐστὶ μισοῦσα πάντα ἄνδρα . Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Πεντεφρῇ καὶ
6101908 ἐπιχαιρεκακος
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς
6098742 ὑβρικεν
, οὐδ ' οὕτω δήπου τό γε δοῦναι δίκην ὧν ὕβρικεν ἐκφυγεῖν ταῖς λῃτουργίαις δίκαιος ἂν ἦν . ἐγὼ γὰρ
δεικνύων καὶ φιλάνθρωπον διακρούσηται τούτῳ τὸ δίκην ὧν ἔμ ' ὕβρικεν δοῦναι . νυνὶ δὲ τοσαῦτ ' ἐστὶ τἄλλ '
6096488 παιδοποιια
ἄμητον περιμένει οὐκ ἐπισπείρων , καὶ ἡμῖν μέτρον ἐπιθυμίας ἡ παιδοποιία . εὕροις δ ' ἂν πολλοὺς τῶν παρ '
τοῖς γάμοις θυσιῶν τε καὶ ἱερῶν γενομένων . ἡ δὲ παιδοποιία καὶ φυλακὴ τῶν παιδοποιουμένων δεκέτις ἔστω , μὴ πλείω
6092476 ἐπιλαθοιτο
ἐγνωσμένα , καὶ μελετηρότατος εἰς μαθήματα . ἀμέλει τίς ἂν ἐπιλάθοιτο τοῦ ὀνόματος τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἢ τῆς
εὖ πρότερον ἂν τοῦ ὀνόματος ᾧ καλεῖται ἢ τῆς χάριτος ἐπιλάθοιτο . οὕτω δέ ἐστι βέλτιστος ὥστ ' , ἐπειδὴ
6090183 ἀδωρος
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά .
6089283 γνωριει
ἐκείνων : ἀλλὰ τὸ σύνολον καὶ τὸ σύνθετον ἅπαν τίνι γνωριεῖ ἢ αἰσθήσεται , οἷον τί ἄνθρωπος ἢ ἵππος ἢ
, ἢ τοῖς ἔργοις αὐτῆς ἐπιβάλλων ἀπὸ τούτων καὶ αὐτὴν γνωριεῖ , καθάπερ τὴν μὲν ἰατρικὴν διάθεσιν ἀπὸ τῶν ἰατρικῶς
6088220 φαρμακευς
παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς
μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον
6087209 ἐκπραξας
μαντικήν . ἐπώπτευσας ] εἶδες . φοιτὰς ] μανική . ἐκπράξας ] ἤγουν φονεύσας . ἀντεπίξηνον ] ἐναντίον , διάδοχον
ὀφειλέτω : πραττέσθω δὲ ὁ ταμίας τῆς θεοῦ , μὴ ἐκπράξας δὲ αὐτὸς ὀφειλέτω καὶ ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου
6086801 κακουργως
ἐρᾶν , καὶ βουλόμενος αὐτὸν ἀποστῆσαι τῶν ἄλλων ἐραστῶν , κακούργως καὶ παμπονήρως γράφει λόγον , ὡς δέον τῷ μὴ
τραχύ . τὰ δ ' ἐπιρρήματα γοητευτικῶς , πανούργως , κακούργως , δολερῶς , ἀπατητικῶς , ποικίλως , ἐπιβούλως ,
6086146 ξυγγενομενος
ἐρομένου ” νὴ Δί ' ” εἶπεν „ ἤν γε ξυγγενόμενος μὴ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν εὕρω αὐτόν . „
γὰρ οὐκ ἂν διακρίναιμι αὐτούς . Ὁ μὲν χθὲς ἡμῖν ξυγγενόμενος ἐκεῖνος Κάστωρ ἦν , οὗτος δὲ Πολυδεύκης . Πῶς
6085436 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
6082536 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
6082186 Καϊν
τῷ λαμβάνοντι . Ὁ μὲν οὖν φίλαυτος διανομεὺς οἷος ὁ Κάϊν , ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ .
, ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ ἐπείσατον γῆν , καὶ τὸν
6078598 βαρυδαιμων
καινὸν κακόν , εἴ γε τῷ πάντα μακαρίῳ ὁ πάντα βαρυδαίμων ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν ἐτόλμησεν . ὑπερθεῖτ ' ἂν οὗτος ἥλιον
θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει τίς ἀτιμόθεος ] [ καὶ ] [ βαρυδαίμων ] [ ] [ ὃς ] τάδε λεύσσων οὐ
6077861 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
6076827 καμφθεις
μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ] οὕτως φυγγάνω ]
πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' ἀνάγκης ἀσθενεστέρα
6068892 ἀποθανοιμι
οὖν λῃστὰς εἶναι δοκῶν , ὡς ἂν ὑπ ' αὐτῶν ἀποθάνοιμι . ἐν τούτῳ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ ἀναβοῶσιν ἄμφω
δυστυχῶμεν ἡμεῖς : ἀντὶ τοῦ : εἴθε γὰρ τοῦτο ἰδὼν ἀποθάνοιμι : μήπω σφάξῃς σαυτόν : σίγα νῦν : ὡς
6067596 ἀπεργαζοιτο
γὰρ ἂν ᾧ γέ τίς ἐστι βέλτιστος , τούτῳ χείρους ἀπεργάζοιτο , ἄλλως τε καὶ πρὸς αὐτὰ ταῦτα ἃ βέλτιστός
αἴρειν , ἀπὸ δὲ τῆς κεφαλῆς κυρτοῦσθαι , οὕτως ἂν ἀπεργάζοιτο ποιεῖν τὸν ἵππον οἵοισπερ καὶ αὐτὸς ἥδεταί τε καὶ
6061297 ἡγεισθω
αὐτῶν οἱ τῆς σπείρης τῆς Ἰταλικῆς πεζοί . πάντων δὲ ἡγείσθω Πούλχερ , ὅστις καὶ τῆς σπείρης τῆς Ἰταλικῆς ἄρχει
ζῶσαν ἡλικίαν ὁ χρόνος προήγαγεν ἡμᾶς . Μηδεὶς δ ' ἡγείσθω μ ' ἀποροῦντα τί χρὴ περὶ τούτων εἰπεῖν ἑκάστου
6056763 ἐπαινεσῃ
κακίζοντος . Μεταλήψει . τοῦ κατηγόρου αὕτη : ὅταν γὰρ ἐπαινέσῃ ὁ φεύγων τὸ γεγενημένον , ἢ ὡς χρηστὸν ,
εἰπὼν καὶ ἔμπειρον τῶν ἐν Μακεδονίᾳ , οὐχ ἵνα ἐκεῖνον ἐπαινέσῃ , ἀλλ ' ἵνα τοὺς τούτου λογισμοὺς ὡς ἀληθεῖς
6055584 ὁμοδιαιτος
. καλοὺς κούρους ἔχον . ἀδελφαὶ αὐτῆς . στήριγμα . ὁμοδίαιτος τῇ δικαιοσύνῃ , ἧς παρούσης καὶ εἰρήνη ἐστί :
μυῖαν ὕστερον . σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρ - χουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων γεύεται πλὴν ἐλαίου : θάνατος γὰρ

Back