| Θεόφραστος ἕως ἐπόνει μὲν ἄπηρος ἦν δέμας , εἶτ ' ἀνεθεὶς κάτθανε πηρομελής . Φασὶ δ ' αὐτὸν ἐρωτηθέντα ὑπὸ | ||
| ἔτη τρία . βασιλεὺς δὲ γενόμενος ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ μικρὸν ἀνεθεὶς στρατιὰν αὖθις ἤγειρε πλείστην καὶ στόλον μέγα ἐξήρτυε κατὰ |
| δινεύει σκολιὸν δέμας , αἶψα δὲ νῶτα καράβου ὀξυβελῆ περιβάλλεται ἀμφιχυθεῖσα , ἐν δ ' ἐπάγη σκώλοισι καὶ ὀξείῃσιν ἀκωκαῖς | ||
| , ἢ τὰ ὀξέως βάλλοντα . περιβάλλεται : περιπλέκεται . ἀμφιχυθεῖσα : περιπλακεῖσα . Σκώλοισι : τοῖς ἀπεξυσμένοις ξύλοις , |
| . ὀτοτύζεται ] δεῖ δὲ ὅμως τὸν ἀποθανόντα θρηνῆσαι . ματεύει ] ὅμως οὐκ ἠρεμεῖ ἡ ψυχή : ζητεῖ γὰρ | ||
| , πάντα θ ' ἅτ ' ἐκ γαίης μερόπων ἐπίνοια ματεύει . ἢν δ ' ἀκτὶς Κρονικὴ κορυφὴν ἐπ ' |
| δύναται γάρ , Παλλὰς Ἀθηναίη : σὲ δ ' ὀδυρομένην ἐλεαίρει : ἣ νῦν με προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . | ||
| . . ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ ' ἐλεαίρει : ἀστερίσκος ὅτι ἐνταῦθα ὑγιῶς λέγεται , ἐκεῖ δὲ |
| οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ; | ||
| συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ |
| βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
| μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
| Πορνοκόπος : οὕτω Μένανδρος , οἱ δ ' ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι πορνότριψ λέγουσιν . Λήθαργος : οὕτω Μένανδρος , οἱ δ | ||
| παραινεῖσθαι λέγουσιν : δέον οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή |
| ἕτερον δὲ τὸ ἐκ τοῦ ῥήματος . γενήσεται γὰρ ἕο κήδεται , ἐν δυσὶ προσώποις , αὐτοῦ κήδεται , δι | ||
| ἀπὸ νευρῆς βεβλημένον . αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ ' ἐλεαίρει . ἦ μένει εἰς ὅ κε |
| κακά ἐστι καὶ ἐκείνης οἰκεῖα καὶ οὐ τῆς ἀμείνονος . κοτέει : ἁμιλλᾶται : χαλεπαίνει : ὀργίζεται . * ὦ | ||
| τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ οἰκείῳ διακονούντων . Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει : ἐπὶ τῶν ὁμοτέχνων διαφθονουμένων . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
| . Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι Αἰσχύλος φησί . . . . : . . | ||
| . . Αἰσχύλος : μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι . Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ |
| . τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης | ||
| . . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω |
| ' ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας . Ὣς φάθ ' , ὃ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης , βῆ δὲ θέειν , ἀπὸ | ||
| φίλον . καὶ τὸν ξενίζοντα . καὶ τὸν ξενιζόμενον . ξυνέηκε : συνέβαλε . συνῆκε . ὄαρος : ἡ ὁμιλία |
| ἐγνωσμένα , καὶ μελετηρότατος εἰς μαθήματα . ἀμέλει τίς ἂν ἐπιλάθοιτο τοῦ ὀνόματος τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἢ τῆς | ||
| εὖ πρότερον ἂν τοῦ ὀνόματος ᾧ καλεῖται ἢ τῆς χάριτος ἐπιλάθοιτο . οὕτω δέ ἐστι βέλτιστος ὥστ ' , ἐπειδὴ |
| ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος | ||
| ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , |
| ἀδήλοις , ἀστοχάστοις . ἀρηρώς : ἁρμοσθεὶς , ἡρμοσμένος . Ὄφρα θάνῃ : ἵν ' ἀποθάνῃ . αὐτῷ : ἑαυτῷ | ||
| κῆρες φορέουσι , καὶ οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , |
| , σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί | ||
| τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ |
| κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
| γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
| Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ | ||
| Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ |
| βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα | ||
| οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν |
| . Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐδέετο βοῶσα : Ὦ θεὲ λαμπρὲ καὶ κτίστα τῆς μελίσσης , ἐπίδος κέντρον τῇ σῇ | ||
| . ταλαιπώρων : Ἐν εἰρωνείᾳ . ὦ Στιλβωνίδη : Ὦ λαμπρὲ καὶ ἀπὸ βαλανείων κεκαλλωπισμένε . ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν |
| οὐκοῦν προθύμως ⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] | ||
| ' αὐτῷ τὰν σύριγγ ' ὤρεξα , καλόν τί με κάρτ ' ἐφίλησεν . οὐ θεμιτόν , Λάκων , ποτ |
| σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις | ||
| σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντέας , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις ψαλίδας |
| ἔλπομαι μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους . | ||
| εἰ δὲ χάρις τοῖς ποιήμασιν ἐπακολουθήσει , ἀγνοεῖ . μοιριδίῳ παλάμᾳ : δαιμονίᾳ μηχανῇ καὶ τέχνῃ . Χαρίτων κᾶπον : |
| ' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν : | ||
| χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα |
| μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ | ||
| τὸ ἀχειρούργητον , δυσχείρωτα δὲ Δημοσθένης , ἐγχειρίθετον Ἡρόδοτος , ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης , ἐπιχειρηταὶ δὲ Θουκυδίδης , |
| τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο | ||
| νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα |
| ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : | ||
| . Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ . |
| ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι | ||
| δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι |
| τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν εὐθὺς προσδόκα . } Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύειν φοβοῦ . ἀμνημονεῖ γὰρ | ||
| ἔφη , τῷ ὀρεοκόμῳ . Δούλῳ ὄντι ἢ ἐλευθέρῳ ; Δούλῳ , ἔφη . Καὶ δοῦλον , ὡς ἔοικεν , |
| ξ . . . . . , = . : δύη : κακοπάθεια . . . ὁ δὲ Ἀπίων κάκωσις | ||
| ἐκ βοῆς ἠγρευμένα , τουτέστι τῆς μάχης , λάφυρα . δύη ξ . . . . . , = . |
| οὓς ἤσθιεν οὐδ ' ἐλέαιρεν : ἠδ ' ὡς Αἴολον ἵκεθ ' , ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο καὶ πέμπ ' | ||
| , ὡς ἔφασκεν , ἐκδημῶν πάλιν πρὸς οἶκον οὐκέθ ' ἵκεθ ' , ὡς ἀπεστάλη . Οὐδ ' ἄγγελός τις |
| ποτέ οἱ ξεινήιον ἐγγυάλιξε , πρόφρων ἀντομένη , πέρι γὰρ μενέαινεν ἕπεσθαι τὴν ὁδόν : ἀλλ ' , ὅσον αὐτὸς | ||
| μετὰ πνοιῇσιν ἔθειραι . Οὐδὲ μὲν οὐδ ' αὐτοῖο πάις μενέαινεν Ἄκαστος ἰφθίμου Πελίαο δόμοις ἔνι πατρὸς ἑῆος μιμνάζειν , |
| τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν : ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς . νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται | ||
| μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς . οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες , ὅσοι |
| ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ . | ||
| ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι |
| δυωδεκάωρος ὁδεύει , Ἠελίου λάμποντος ὁμόδρομος : ἱσταμένη δὲ ἀργυφέη πτερόεσσα χαράσσετο σύνδρομος Ὥραις , καὶ διδύμους γλαγόεντας ἐπισφίγγουσα φυλάσσει | ||
| , βεβῶσα , ποτωμένα , νόθον ἴχνος ἀειρομένα δρομάς , πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά , τὰ δὲ μέσσα |
| τῷ κόσμῳ , τὰ δὲ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ ἀκριβῶς ἀποδίδου . τὴν ψυχήν σου νόμιζε παραθήκην ἔχειν παρὰ θεοῦ | ||
| δὲ τῷ νικήσαντι δίδωσι τὸ ἔπαθλον . φριμάσσεο : φριμαγμὸν ἀποδίδου μεθ ' ἡδονῆς , τουτέστι βρενθύου καὶ ἐναβρύνου , |
| ] ἠδὲ γυναῖξιν [ . ] [ λώιόν ἐστιν ἑὸν παναοίδιμον οὔνομα μέλψαι ] , [ ὅττι χάρις καὶ ] | ||
| ? ? ? ? ? ἀειρομένοισι , λαμπετόοντα ? βίον παναοίδιμον ? ? [ ] ? εἰρήναισιν ? ? ? |
| θεῶν αἰτεῖν ἔκλυσιν ἀθανάτων . Κύρνε , θεοὺς αἰδοῦ καὶ δείδιθι : τοῦτο γὰρ ἄνδρα εἴργει μήθ ' ἕρδειν μήτε | ||
| Ἐκ τῶν Θεόγνιδος ἐλεγείων : Κύρνε , θεοὺς αἰδοῦ καὶ δείδιθι : τοῦτο γὰρ ἄνδρα εἴργει μήτε παθεῖν μήτε λέγειν |
| Φρυγίαν ξέναν Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄκρῳ , τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν , καί νιν ὄμβρῳ τακομέναν , | ||
| πλάττειν μύθοις ἐπὶ τῷ κατέχειν τὸν υἱόν . Ὡς δὲ ἀτενὴς ἦν καὶ κατὰ πάντων ὤμνυε θεῶν καὶ ἐδίδου βασανίζειν |
| . πίονα : λιπαρόν . Ῥαφίδας : βελονίδας . φῦλα συνοδόντων : περίφρασις . πολυσπερέων : διεσπαρμένων . συνοδόντων : | ||
| σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο |
| γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' | ||
| . . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων |
| εἰς λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε βλεμεαίνω . οἱ δὲ μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . . . . Βλέμυες : ἔθνος | ||
| . Βλεμεαίνων : τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ |
| δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη παρ ' ἐτήτυμα σήματ ' ἔφαινεν : ὧδε δ ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον | ||
| . Ἐνταῦθα δὲ προσθήκη γίνεται συλλαβῆς , ὡς ἐν τῷ ἐτήτυμα καὶ ἑτέροις . . ΑΓΟΡΗΣ . Ἀντὶ τοῦ τῶν |
| τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς | ||
| Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν |
| ? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων , [ νεώτερος ] πανέντιμος [ ] τύχης [ | ||
| ἀμφεβόησε καὶ ὤμοσε καρτερὸν ὅρκον παντοίης μεθέπεις ὁτ ' ἀμετρήτων ἀρετάων ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά |
| . . ] σασα [ ] σεσθαι : τὰ γὰρ ιλ ? ? [ ] σησκαιμενουτη ? [ ] ουτ | ||
| . . . [ ] δης ! [ [ ] ιλ [ [ ] 〚 η 〛 ! [ . |
| : οὐδ ' ὅ γε πρὶν δμῶας καὶ ποιμένας ἀγροιώτας ὦρτ ' ἰέναι , πρίν γ ' ἧς ἀλόχου ἐπιβήμεναι | ||
| δύεται κατὰ γᾶς , οὐδὲ γὰρ ἐννοσίφυλλος ἀήτα τότ ' ὦρτ ' ἀνέμων , ἅτις κ ' ἀπεκώλυε κιδναμένα μελιαδέα |
| ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος | ||
| ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ |
| τῷ τοιούτῳ λόγῳ ὁτὲ μὲν εἰπών : ἀλλὰ τάδ ' ἐκτελέειν , ἅ σε μὴ μετέπειτ ' ἀνιήσῃ , ὁτὲ | ||
| ἀίουσα γήθεεν ἐν φρεσὶ πάμπαν : ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ |
| καὶ μάλιϲτα τῶν ὀδοντοφυούντων παιδίων , καὶ τὰ κατὰ θώρακα ἐκλειχόμενον ϲυμπέττει . Βούφθαλμον ὅμοιον μὲν ἔχει τῷ χαμαιμήλῳ τὸ | ||
| , μετὰ τοῦ καὶ πέττειν . αὐτὸ μὲν οὖν μόνον ἐκλειχόμενον πέττει μὲν μᾶλλον , ἀνάγει δὲ ἧττον , ἅμα |
| ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ ' ἐκπάγλως , ἐπεὶ | ||
| ᾕρεε Πηλεΐωνα : Ἥρη δὲ μέγ ' ἄϋσε περιδείσας ' Ἀχιλῆϊ μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμὸς βαθυδίνης , αὐτίκα δ |
| κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἵππους ἠδὲ καὶ υἷα πελώριον , οὔ τι τοκῆος μείονα : τοῦ δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ φρεσὶν | ||
| τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα |
| ὅς τε θανὼν δειλοὺς ἀκάχησε τοκῆας , ὣς Ἀχιλεὺς ἑτάροιο ὀδύρετο ὀστέα καίων , ἑρπύζων παρὰ πυρκαϊὴν ἁδινὰ στεναχίζων . | ||
| τ ' ἔειφ ' : θαυμαστικῶς τὸ οἷα εἶπεν . ὀδύρετο δ ' ἠύτε πάμπαν : ἐθρήνει δὲ αὐτὸν ὡς |
| ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι | ||
| συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν . |
| ὡς μὴ πάντες ὄλωνται ὀδυσσαμένοιο τεοῖο . τὴν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς ” θάρσει τριτογένεια , φίλον τέκος | ||
| σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον . ” τὸν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ θάρσει , ἐπεὶ δή |
| βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος . τὸν δὲ καὶ Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον | ||
| χρειὴ τοῦ φθιμένου ] πότμον ἀειδέμεναι . [ δεξιτερῇ ] κραδάων δολιχόσκιον ? [ ἔγχος ἔτυψεν ] γαστέρα [ ] |
| Εἶπας ἀναγγέλλων ] εἰς βασιλῆα λόγον [ . ] [ Χὠ μὲν ] ἐπεὶ μάλα πάντα δι ' οὔατος ἔκλυε | ||
| τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακὴ ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ . Χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα |
| . Ἐν καὶ Φρίξος ἔην Μινυήιος , ὡς ἐτεόν περ εἰσαΐων κριοῦ , ὁ δ ' ἄρ ' ἐξενέποντι ἐοικώς | ||
| ἤπια μηχανόωνται , αὐταὶ ὅπως ἐθέλουσιν . Ὃ δ ' εἰσαΐων Ὀδυσῆος ἠδὲ καὶ ἀντιθέου Διομήδεος αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν |
| ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , | ||
| , καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος |
| ἵν ' εἰδῆτε . Οὐ τοίνυν μόνον ἐκ τούτων ἂν γνοίητε , ὅτι δεινὸν οὐδ ' ὁτιοῦν πέπονθεν τὸν ἄνθρωπον | ||
| συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς . μάλιστα δ ' ἂν γνοίητε , εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν |
| πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
| σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
| εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
| εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
| , θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
| , αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
| : [ . . . . . . [ ] σσα ! [ [ ] ! [ ῀ ? . | ||
| ] θεο [ ] [ ! ! ! ] ! σσα ? [ ] [ ! ! ! ] μοφ |
| ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί | ||
| ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . |
| γίγνεται . Ἔνεγκ ' ἀτυχίαν καὶ βλάβην εὐσχημόνως . Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ' πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ . Ἔστιν Δίκης | ||
| Ἐπαίνει ἀρετήν . Πρᾶττε δίκαια . Φίλοις εὐνόει . Ἐχθροὺς ἀμύνου . Εὐγένειαν ἄσκει . Κακίας ἀπέχου . Κοινὸς γίνου |
| ' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει | ||
| οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες |
| ἦν κεδνότατός τε : ὦ φίλοι , ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν καλὸν ἀοιδιάει , δάπεδον δ ' ἅπαν | ||
| : ἡ δ ' ἔνδον ἀοιδιάους ' ὀπὶ καλῇ ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ ' ὕφαινε , καὶ καλὸν ἀοιδιάει . |
| μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ | ||
| Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν |
| μὲν ΒΦ περιφέρεια τῆς ΦΧ , ἡ δὲ ΦΧ τῆς ΧΗ : ἐν πλείονι ἄρα χρόνῳ τὸ Φ τὴν ΦΒ | ||
| ΜΚ ἄξων τοῦ ΚΖ ἄξονος , τοσαυταπλασίων ἐστὶ καὶ ὁ ΧΗ κύλινδρος τοῦ ΗΔ κυλίνδρου . καὶ εἰ μὲν ἴσος |
| ἐφοβήθησαν ὁ Οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ . Οὐρανὸς δ ' ἔφριξέ νιν : ἤτοι διὰ τὸ σὺν ὅπλοις γεννηθῆναι : | ||
| οὖν λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ἐκβακχευμάτων . Οὐρανὸς δ ' ἔφριξέ νιν : διὰ τὸ σὺν ὅπλοις γεννηθῆναι ἐφοβήθησαν ὁ |
| μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
| , οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
| σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ | ||
| εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ |
| οὐκ ἢν οἴκοι γε καθεύδῃς : οὐδ ' ἤν γε θύραζ ' ὥσπερ πρότερον : βίοτος γὰρ πᾶσιν ὑπάρξει . | ||
| ἐστι καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖ : ἥτις γὰρ ἡμῶν καρδίαν θύραζ ' ἔχει , θᾶσσον μὲν οἰστοῦ καὶ πτεροῦ χαρίζεται |
| ' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | ||
| ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . |
| οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ | ||
| τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ |
| οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν , | ||
| δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες |
| κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ : θείνει δ ' ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . | ||
| . . θείνει ] τύπτει . ὀνείδει ] ἐν . Οἰκλείδην ] τὸν υἱὸν τοῦ Οἰκλέους . . σαίνειν ] |
| οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * * | ||
| καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ |
| μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι θωρήσσοντο ἀμφὶ σὲ Πηλέος υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί , Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἐπὶ | ||
| τι κῖκυς οἵηπερ πάρος ἔσκεν ἐπὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον |
| ἔφαθ ' , Ἕκτωρ δ ' αὖτις ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν ταρβήσας , ὅτ ' ἄκουσε θεοῦ ὄπα φωνήσαντος . ἐν | ||
| ' οἴκτιρέ με . Τί δῆτα δράσω ; Μή με ταρβήσας προδῷς : ἥκει γὰρ αὕτη διὰ χρόνου , πλάνοις |
| γενέσθαι . Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων | ||
| ἱπποδάμου υἱὸς κρατερὸς Διομήδης . Τὸν δ ' αἰσχρῶς ἐνένιπεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : Ἰδομενεῦ τί πάρος λαβρεύεαι ; αἳ |
| μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] μέλος οἰμώξασα , ἵετ ' ἐπ [ ' ] ἀκτὰς ? ? [ | ||
| ἣ μέν ? ῥα ? ποδώκης [ δῖ ' Ἀταλάντη ἵετ ' ἀναινομένη δῶρα ? ? [ χρυσῆς Ἀφροδίτης , |
| δὲ περὶ τοῦ γλαφυροῦ χαρακτῆρος λέξομεν . Ὁ γλαφυρὸς λόγος χαριεντισμός ἐστι καὶ λόγος ἱλαρός . τῶν δὲ χαρίτων αἱ | ||
| τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου . . ἔστι δὲ τὸ κῶλον χαριεντισμός . ἐπαινοῦσι δὲ τοῦτο τὸ κῶλον οἱ κριτικοὶ λέγοντες |
| . καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
| ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
| ὑπεκφύγοι οὐδ ' ἀλέαιτο μνηστήρων , οἳ δῶμα κατ ' ἀντιθέου Ὀδυσῆος ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε . ” ὣς εἰπὼν | ||
| Δι ' ἀγγελικῆς δυνάμεως Ἀζαζὴλ ποιεῖν : Ἔχων σε πρόδρομον ἀντιθέου πανουργίας . Καὶ ταῦτα μὲν ὁ θεόφιλος πρεσβύτης ; |
| μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον . βῆ δ ' αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος , αἰπόλος αἰγῶν , οἴσων τεύχεα καλά : | ||
| μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ θαλάμου θάλαμόνδε διαμπερές , ᾧ ἔνι κούρη κέκλιτ ' , ἀκηχεμένη |
| Οἰταῖος ἐπωνομάσθη , ὃς ὕβριν καὶ ὑπερηφανίαν πάνυ ἐμίσησεν . Οἵῳ μ ' ὁ δαίμων τέρατι συγκαθεῖρξεν : ἐπὶ τῶν | ||
| τοὺς ὑπὸ χεῖρα μὴ ἐλευθεροῦν θρασεῖς ὄντας καὶ μᾶλλον . Οἵῳ με ὁ δαίμων τέρατι συγκαθεῖρξεν : ἐπὶ τῶν δυσανασχετόντων |
| δέ μιν οὔ τι βάρυνεν , οὕνεκά οἱ στονόεντα Θέτις μελεδήματα γυίων ἐξέλετ ' , ἀκμήτῳ δ ' ἐναλίγκιον εἰσοράασθαι | ||
| ῥέξειε καὶ ἄλλος , ὁππότ ' ἀνὴρ τοιοῦτος , ἔχων μελεδήματα θυμῷ , αἰτίζῃ ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη |
| τοῦ μή τινα θαῦμα ποιεῖσθαι , ἐπειδὰν ποιητῶν ἢ συγγραφέων ἀκούῃ τοὺς Πελασγοὺς καὶ Τυρρηνοὺς ὀνομαζόντων , πῶς ἀμφοτέρας ἔσχον | ||
| καὶ πρώτου , ἵνα μηδεὶς ὑμῶν , ἐπειδάν τι λέγοντος ἀκούῃ μου τῶν πεπραγμένων , καὶ δοκῇ δεινὸν αὐτῷ καὶ |
| , συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής , | ||
| οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ |
| διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ | ||
| νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς . |
| τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
| Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
| Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . [ ] λὲς δὲ χειρὶ πάλλων | ||
| Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Ἀλλὰ δέχεσθε Βακχιάσταν [ - ] |
| τῶν προσπιπτόντων φόρτον πληγῶν . ἤτοι τοῖς τοῦ στεφάνου περιθέμασι στερισκόμενος : ἢ ἵνα μᾶλλον ἀλγῇς δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν | ||
| δάκρυ , νῆις δὲ καὶ ἄπειρός ἐστι καὶ τητώμενος καὶ στερισκόμενος ἀμφοῖν ἤτοι γέλωτος καὶ δακρύου ὁ Θρήκης ἔκ ποτ |
| αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
| συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
| ' ἄγε τοι διαείσομαι : διακριθῶ . ἕστε κ ' ἀπείπῃς : ἕως ἂν ὁμολογήσῃς . διαείσομαι : διακριθήσομαι καὶ | ||
| οὐδέν ἱερόν , ἀλλά γέ τοι διαείσομαι ἔστε κ ' ἀπείπῃς . ὗς ποτ ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν . ἠνίδε |
| δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν | ||
| . ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ ' |
| τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν | ||
| Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν |
| πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
| ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
| καὶ φιλοψευδῆ . δειλῇ καὶ ἀνελευθέρῳ φύσει πίστις οὐκ ἂν μετείη . τὸ λέγειν ἃ δεῖ τοῦ ἀκούειν πιστὸς ὢν | ||
| ' οὖν τὸ ἄλυπον οἰκεῖον τούτοις ἂν εἴη τέλος , μετείη γὰρ ἂν τούτου καὶ τοῖς παντελῶς ἀναισθητοῦσιν : ἀλλ |