στέγει ἐπιτηδείῳ περιεχόμενον τὸν πνεύμονα , τοῦτο δὴ χαλεπὴν καὶ δυστέκμαρτον ἐργάζεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ τῆς κινήσεως . φέρε γοῦν
ὅπου δυσεξέλικτα κυματούμενος σήραγξι πετρῶν σκολιὸς εἱλεῖται κλύδων . ὦ δυστέκμαρτον πᾶσιν ἀνθρώποις τέλος , ὡς εἰς μάτην σε πάντες
5222855 ἐξωμματωσα
] τὰ διὰ τῆς φλογὸς γινόμενα σημεῖα πρὸς τὸ μαντεύεσθαι ἐξωμμάτωσα ] ἐφανέρωσα πρόσθεν ] πρότερον Ἐπάργεμα : σκοτεινά ,
καὶ ὁδὸν ἤγαγον . : ἐξωμμάτωσα ] Ἐξελάμπρυνα . : ἐξωμμάτωσα κτλ . . . ] Τὰς διὰ πυρὸς μαντείας
4859702 ἀποθνηισκει
μευ κατακλαίει καὶ ταταλίζει [ ] καὶ ? ? ποθέων ἀποθνήισκει . ἀλλ ' , ὦ τέκνον ? ? μοι
ὄρθιον κατὰ γῆς καὶ ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα : καὶ ἀποθνήισκει : τοῦτ ' ἔστιν γὰρ ἴσως τὸ τῶι δόρατι
4748918 πονηρην
, καὶ ἀποσήπεσθαι : εἰ δὲ μὴ , ὀδμὴν ἴσχει πονηρὴν , καὶ βράγχος καὶ βαρυφωνίη τοῖσι πίνουσι προσίσταται .
ὁ μὲν κοινὸς ἅπασι καλεόμενος λοιμός , ὁ δὲ διὰ πονηρὴν δίαιταν . ” ἐπιφέρει μὲν οὖν : „ Κοινὸς
4692814 ἐσαυθις
λευκόν , καὶ δὴ καὶ οὕτως νῦν μὲν ὑπέρυθρον , ἐσαῦθις δὲ χλωρὸν ἢ κυανοῦν ἢ μέλαν , ἢ κἀκείνως
διανοίας προηγμέναις κρίσεσι προστίθεται καὶ δοξάζειν ὀρθῶς τότε λέγεται : ἐσαῦθις δ ' ἐπὶ φαντασίαν καὶ αἴσθησιν ῥέπουσα ταῖς πλάναις
4648332 ἡγεμονευον
' ἐπάσαντο , ἔσπενδον δεπάεσσιν , ἐγὼ δ ' ὁδὸν ἡγεμόνευον : χρησμολόγῳ δ ' οὐδεὶς ἐδίδου κώθωνα φαεινόν .
πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι , κοῦραι δ ' ὁδὸν ἡγεμόνευον . ἄξων δ ' ἐν χνοίηισιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
4569406 ἀθεσφατος
ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' αἰόλα κέρδεα
οὐδ ' εὐρεῖα τέτυκται . ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος , ἐν δέ τε οἶνος γίνεται : αἰεὶ δ
4454057 ἐπιδορπιον
φησι καὶ Θεόκριτος : Κὤχεθ ' Ὕλας ὁ ξανθὸς ὕδας ἐπιδόρπιον οἴγων . Ζωπύρου τάλαντα : Κρατῖνος περὶ Φίλιππον Πέρσην
εἰπών : οἱ δὲ δοχεῖον τῶν ἐντέρων κραδίην ] ἣν ἐπιδόρπιον καλοῦσι τοῦ τεύχους ἀγγεῖον κραδίαν οἱ παλαιοὶ τὸν στόμαχον
4387196 ποικιλοδειρον
ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς :
: εἶτα ἄρχεται τοῦ μύθου : ἴρηξ ὀνύχεσι μεμαρπὼς ἀηδόνα ποικιλόδειρον , ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων , προσέειπεν
4285003 κατεαξεν
εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ ἐπὶ τούτῳ συννεφὴς ἦν , ἄχει
φρουρίου τῶν Ἀθηναίων παρεῖλε καὶ δύο νεῶν ἀνειλκυσμένων τὴν ἑτέραν κατέαξεν . ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις
4206084 ἑλκει
τούτου γλύφεται τὰ σφραγίδια καὶ ἔστι στερεωτάτη καθάπερ λίθος : ἕλκει γὰρ ὥσπερ τὸ ἤλεκτρον , οἱ δέ φασιν οὐ
ὡς αἰτίαν ἀναφερόμενα , οἷον διὰ τί ἡ Μαγνῆτις λίθος ἕλκει ἢ τὸ ἤλεκτρον ἢ ἡ σικύα : ἀντιπερίστασιν γὰρ
4188195 ἀγχοθεν
παρακολουθεῖ , ὡς πρόκειται ἐπὶ τοῦ χαμᾶθεν , τηλόθεν , ἀγχόθεν : τὸ γὰρ ἐκεῖθεν οὐ τῇδε ἔχει . Τὰ
νῆα θοήν : Παιὰν δ ' ἄρ ' ἑκηβόλος † ἀγχόθεν αἰέν , † Δήλου ἀπὸ κραναῆς ἧκεν βέλος ,
4158501 ἐγγεγραμμενην
τῷ συμπεράσματι , καὶ διὰ παραδείγματος δείκνυσι τὴν ἐν ἡμικυκλίῳ ἐγγεγραμμένην γωνίαν παραλαμβάνων . τίς μὲν οὖν ἡ ἐν ἡμικυκλίῳ
εἰσεκομίσθη γράμματα τρόπῳ τοιῷδε . Ἄνθρωπος ἐπέμφθη ἐπιστολὴν ἔχων φύλλοις ἐγγεγραμμένην , τὰ δὲ φύλλα ἐφ ' ἕλκει καταδεδεμένα ἦν
4145312 διασταν
' οὐκ ἐν τῷ προεληλυθέναι , τὸ δὲ προεληλυθὸς καὶ διαστὰν ἤδη καὶ ἀφειμένον ἀπὸ τοῦ πρώτου ὡς τρίτον ,
ἤ τις ἐκ θεῶν πομπός , ἢ τὸ νερτέρων εὔνουν διαστὰν γῆς ἀλάμπετον βάθρον . Ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ
4142362 ἐσχεθεν
ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν : ἀλλ ' Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ . τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις ,
Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου : οὐδ ' ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν , ἀλλὰ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ ' ὀστέον
4140530 χωρει
γὰρ τὴν ἐξαίφνης ἔφοδον τῶν ἀκουσθέντων ἢ θεαθέντων εἰς βάθος χωρεῖ τὸ λογιστικόν . τὸ δὲ ἄχθος ἐστὶ λύπη βαροῦσα
τῶν ἄλλων τοῦ σώματος πόρων καὶ τῷ λόγῳ θεωρητῶν εἴσω χωρεῖ , θερμανθεὶς δὲ εἰς τὰ ἔξω πρὸς τὸ συγγενὲς
4130395 λοβου
τίνα ἔχους ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν χολή , λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν : κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ καὶ
: δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν ] Εὐπρόσδεκτα θεοῖς . . : λοβοῦ ] Λοβὸς τὸ ἄκρον τοῦ ἥπατος . : εὐμορφίαν
4096355 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
4060014 παραπεμπουσης
γένους τούτου βαδίζουσιν εἰς Ἄμμωνος Ἕλλησι θεωροῖς μετὰ πολλῆς δυνάμεως παραπεμπούσης ἱππέων καὶ τοξοτῶν . δόξαι γὰρ αὐτοῖς ἐπὶ θινός
τοῦτον ὑψοῦ ἐν σταθερῷ αἰθέρι , γαλήνης καὶ ἠρεμίας αὐτὴν παραπεμπούσης ἀλύπως ἐπὶ τὸ ἀληθές , ἐπὶ τὴν ὄψιν .
4055402 ἀποφθιμενος
, νηὸς ἄπο προθορόντας , ὅθι ξένος ἐν ψαμάθοισι κεῖται ἀποφθίμενος : τῷ οἱ κτέρεα κτερεΐξαι παμμήτειρα Ῥέη κέλεται γέρα
τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος ὕστατον εἶπε φίλοις τοὔπος ἀποφθίμενος : θερμὴν δὲ πύελον γὰρ ἐληλύθεεν καὶ ἄκρατον ἔσπασεν
4031001 ἀγει
' αὖ κακότητα φράσασθαι δύστλητον : τοίην γὰρ ἐπὶ στυγερὴν ἄγει ἄτην . ἠοῖ δὲ πρώτῃ χαλεπὴ πέλει , εὖτε
, οὐχ εὑρήσετε . ἐπὶ τούτοις με νῦν μὲν ἐνταῦθα ἄγει , νῦν δ ' ἐκεῖ πέμπει , πένητα δείκνυσι
4006612 διπλησιον
μεταθέσει τοῦ α εἰς η , καθότι καὶ τὸ διπλάσιον διπλήσιον , ἀποτελεῖ τὸ ἀέκητι , πάνυ εὐλόγως τοῦ τόνου
μετατεθέντος τοῦ α εἰς η , καθότι καὶ τὸ διπλάσιον διπλήσιον , ἀναγκαίως καὶ τὰ τοῦ τόνου συνανεβιβάζετο , καθ
4006066 καιεϲθαι
οὖϲ κύκλον χρὴ ποιεῖν ἐξ ἐρίου , πρὸϲ τὸ μὴ καίεϲθαι τοὺϲ κύκλῳ τόπουϲ . Κλυϲμοὶ δὲ τούτοιϲ ἁρμόζουϲιν :
ϲτόμα , αὐαλέοι δὲ τὸ ϲκῆνοϲ , τὰ δὲ ϲπλάγχνα καίεϲθαι δοκέουϲι : ἀϲώδεεϲ , ἄποροι , οὐκ ἐϲ μακρὸν
4003134 ἰσχει
δ ' ὑπὲρ αἴης ῥίζα καὶ οὐ βυθόωσα Πελεθρόνιον νάπος ἴσχει . ἣν σὺ καὶ αὐαλέην ὁτὲ δ ' ἔγχλοον
ἀλύει , καὶ ὁκόταν ἀναστῇ ἢ προέλθῃ , ὀρθόπνοια αὐτὴν ἴσχει , καὶ ὅ τι ἂν φάγῃ ἢ πίῃ ,
3985070 ἀπορρηξας
ἐστὶ παρ ' αὐτῷ , οἷόν ἐστιν ἧκε δ ' ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο καὶ νῆσον , τὴν πέρι πόντος
Ποσειδῶνος ἧκεν εἰς Κῶ : Ποσειδῶν δὲ τῆς νήσου μέρος ἀπορρήξας ἐπέρριψεν αὐτῷ , τὸ λεγόμενον Νίσυρον . Ἑρμῆς δὲ
3973914 κατεκρυπτε
καὶ τὴν ῥυπαρίαν καὶ τούτῳ δείκνυσι τῷ τρόπῳ , ὅτι κατέκρυπτε 〚 κλέπτων 〛 ἐν τῷ πρωκτῷ κρέα , καὶ
ἀγέλης ἡγεμὼν τράγος , ἀλλὰ αὐτὸν ἔσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον δὲ αὐτόν ποτε
3954319 κατισχει
ἐφεξῆς καὶ καταβέβληκα θῆρα ἑκατεράκις , ἐν τούτῳ δὴ οὐκέτι κατίσχει ὁ ἀνόσιος τὸν φθόνον , ἀλλ ' αἰχμὴν παρά
ταῦτα ὁ Θῶνις συλλαμβάνει τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὰς νέας αὐτοῦ κατίσχει : μετὰ δὲ αὐτόν τε τοῦτον ἀνήγαγε ἐς Μέμφιν
3951247 Φανητα
τέσσαρα ταῦτα : τὸ ἓν τὴν πρώτην ἀρχήν : τὸν Φάνητα ὅπερ ἐστὶ πέρας τῶν νοητῶν θεῶν ἀρχὴ δὲ τῶν
λοιπὰ μέρη φοβεροῖο δράκοντος αὐχένος ἐξ ἄκρου ἢ αὐτὸν τὸν Φάνητα δέξαιτο , θεὸν ὄντα πρωτόγονον , ἢ σῶμα ἢ
3942434 ὀζοις
γ ' ἂν καὶ κωκύοι . σὺ δέ γ ' ὄζοις ἂν καλαμίνθης . ἀλλ ' οὗτος μὲν πρότερον γέγονεν
τῷ οἰνώδει , λεπτὸν δὲ τοῖς ῥαβδίοις καὶ λεῖον , ὄζοις συνεχέσι κεχρημένον , σφόδρα εὐῶδες : σχεδὸν γὰρ ἡ
3939903 ἐρρυη
παραφέροντος : τοῦ γὰρ ἡλίου τὴν χιόνα τήξαντος ὁ ποταμὸς ἐρρύη μέγας , καὶ οὔτε στῆναι διὰ τὸ βάθος οὔτε
Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει . . ἔπαιξεν
3938310 ἐπιβαλω
, ὥσπερ καὶ Θεόπομπος ἐν Εἰρήνῃ χλαῖναν σοι λαβὼν παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν : Ὅμηρος δὲ καὶ τὰ λεπτὰ χλαίνας καλεῖ
, ἔσθιε καὶ σὺ μετ ' αὐτοῦ : ἐγὼ δὲ ἐπιβαλῶ τὸ πνεῦμά μου τὸ ἅγιον ἐπὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ
3925651 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
3918498 θαλπεται
τόδε . Ἰοὺ ἰού : καὶ ταῦτά γ ' ἄλλα θάλπεται ῥάκη , βαρείας του νοσηλείας πλέα . Ἁνὴρ κατοικεῖ
ἐπειδὴ σύντονος κίνησίς ἐστιν ἡ βήξ : τῇ οὖν κινήσει θάλπεται τὸ πρόσωπον καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήν , καὶ
3917941 ἐρχεται
ΒΕΓ : φανερὸν γάρ , ὅτι διὰ τῶν Β Γ ἔρχεται . Λέγω δή , ὅτι τὰ ἀπλανῆ ἄστρα ,
οὕτως τὸ εἶδος φύσις . οὐ γὰρ ὥσπερ ἡ ἰάτρευσις ἔρχεται μὲν εἰς ὑγείαν , ὀνομάζεται δὲ ἀπὸ τοῦ ποιοῦντος
3908927 ἠυκομου
ἐκ ζῳδίου θ ' ἱμερόφρονα δυομένοιο κόρην ἂν φράσσαιο καὶ ἠυκόμου Κυθερείης , ἐκ δὲ μεσουρανίου τὸ καὶ ἔπλετο τηλόθι
, ὥς σευ ἀκηδέω , μηδ ' εἴ κ ' ἠυκόμου Νιόβης πυκινώτερα κλαίω . οὐδὲν γὰρ νεμεσητὸν ὑπὲρ τέκνου
3904413 μαινιδα
ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων καὶ τρίγλην καὶ μαινίδα , ὅτι καὶ θαλάττιος ἡ Ἑκάτη . Ἡγήσανδρος δὲ
: εἰ δὲ νήφοντι , μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ
3865136 ἐκτεινει
ἀντισπαστικὸν ἑκατέρωθεν ἔχον τὰς ἰαμβικάς . ἐν δὲ τῷ εὐάνορος ἐκτείνει τὸ ρ . τὸ δέ γε κλέος , κοινὴ
ἐκτίνει τὸ ἐνδεῆσαν ὑπὸ τῆς πάλαι ῥᾳδιουργίας , καὶ οὐκ ἐκτείνει μόνον , ἀλλὰ καὶ ἐπαύξει τὸ σιτηρέσιον , ὅτε
3862509 ἐνερθεν
καὶ Ἑρμῆ , βασιλεῦ τ ' ἐνέρων , πέμψατ ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς : εἰ γάρ τι κακῶν ἄκος
τοὶ πλάνατες ἀστέρες : ἐν δὲ τᾷ χώρᾳ τᾶς σελάνας ἔνερθεν ἐπὶ τὰ δι ' εὐθείας ἰόντα σώματα ἁ τῶ
3860762 Βαττ
φωνῆς : ἐπειρωτῶντι δέ οἱ χρᾷ ἡ Πυθίη τάδε : Βάττ ' , ἐπὶ φωνὴν ἦλθες : ἄναξ δέ σε
, καὶ τὸν χρησμὸν ἄνω καὶ κάτω θρυλλοῦσι τὸν , Βάττ ' ἐπὶ φωνὴν ἦλθες : ἄναξ δέ σε Φοῖβος
3853629 εων
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] εων ? ἐπιδευέα κηδεμονήων [ ] τοῖς [ ! !
τει [ ] ψυχει ε [ ] [ ! ] εων : λέγομεν οὖν [ ] [ ! ! ]
3843786 κενεαν
πόντιον ὕδωρ , οὐδὲ στόλους κατ ' ἀλλήλων ἐπάγοντες . κενεὰν δὲ παρὰ δίαιταν , παρὰ τὰ κενὰ ἑαυτῶν κρίματα
τοὔνεκεν οὔ ποτ ' ἐγὼ τὸ μὴ γενέσθαι δυνατὸν διζήμενος κενεὰν ἐς ἄπρακτον ἐλπίδα μοῖραν αἰῶνος βαλέω , πανάμωμον ἄνθρωπον
3839996 ἀντιπροσωπος
μειράκιον ἐδίωκε : καὶ ὁ σῦς ἐπιστρέφει τὴν γένυν καὶ ἀντιπρόσωπος ἐχώρει δρόμῳ , καὶ τὸ μειράκιον οὐκ ἐξετρέπετο ,
γείτονα γαίης . καὶ δρόμον ἰσοκέλευθον ὀπιπεύουσα τοκῆος , παρθένος ἀντιπρόσωπος ἐλαύνεται οὐδ ' ἀπολήγει λοξὰ παραΐσσουσα : φιλαγρύπνοιο δὲ
3839709 πυκνουμενος
σοί φημι : τὸ πᾶν ἐστιν ἀήρ , καὶ οὗτος πυκνούμενος καὶ συνιστάμενος ὕδωρ καὶ γῆ γίνεται , ἀραιούμενος δὲ
τὸν ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ : ἐκεῖνος γὰρ ἐκ τῆς ψύξεως πυκνούμενος , οὐκ ἐνδίδωσι τῇ κόπρῳ κενωθῆναι , καὶ ἐκείνη
3838982 γριπευς
κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι , ὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς : καἴ κα δὴ ' ποθάνω , τό γε
: ἀντὶ τοῦ σύν . ἔστι δὲ ἀναστροφὴ Ἰωνική . γριπεύς : ὁ ἁλιεύς , καὶ γρῖπος τὸ δίκτυον παρὰ
3838268 κυανην
ὠχράν , μετρίως θερμόν . καί τινων ταύρων ἐθεασάμην χολὴν κυανῆν , ὑπεροπτηθείσης τῆς ξανθῆς , ἣν οὐκ ἠξίωσα βαλεῖν
μὲν γὰρ οἰδαίνεται , μετὰ δὲ οὐ πολὺ τὴν χροιὰν κυανῆν δείκνυσιν , ὀδυνᾶται περὶ τὴν καρδίαν , ὠγκωμένην ἔχει
3835991 μελαιναν
χυμῷ : εἰ δέ ποτε τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ ὑπεροπτηθείϲηϲ εἰϲ μέλαιναν ἡ μεταβολὴ γένηται , τὴν καλουμένην οἴϲει μανίαν ,
πρῶτον ἐν τοῖϲ οὔροιϲ νεφέλην μέλαιναν ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόϲταϲιν μέλαιναν , εἶναι δὲ καὶ ϲύμπαντα ϲημεῖα καὶ ϲυμπτώματα ὀλέθρια
3820645 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
3820078 μαιεται
τῷ οἰκίσκῳ * ὄλεθρον : ἤγουν φθορὰν καὶ ἀφανισμόν * μαίεται : ζητεῖ εὑρίσκει ζητεῖ ἢ βουλεύει ἢ ἐπιτίθησιν *
οὗτος μὲν οὖν μοι δεῦρ ' ἀεὶ τείνει λόγος κλύειν μαίεται * τὸν ἐγχώριον Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων πλήρει
3818121 καθαροιο
Χρυσείην τοι νῆσον ἄγει πόρος , ἔνθα καὶ αὐτοῦ ἀντολίη καθαροῖο φαείνεται ἠελίοιο . κεῖθεν δὲ στρεφθεὶς νοτίης προπάροιθε κολώνης
ἀληθής , ἁγνὴν ἀτρεκέεσσιν ἔχων ἐπὶ χείλεσι πειθώ , πατρῴου καθαροῖο νοήματος ἄγγελος ὠκύς . σὺν τῷ ἔβη γαῖάνδε μετ
3817425 σκιρτηματι
τῷ δεσπότῃ τῶν ἀγρῶν . ἐνταῦθα εἰσδραμὼν ἀνατρέπω πάντα τῷ σκιρτήματι καὶ λυχνίαν καὶ τραπέζας : κἀγὼ μὲν ᾤμην κομψόν
μανίας χρισθεῖς ' ] κεντηθεῖσα , τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ ,
3815788 κυψασα
ἐστιν ἁλμάδος . καταλιπὼν Παναίτιον πίθηκον ὡς ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει . ἀργύρια ἔλυμος θρᾶνοι ,
” Καλλιρόη μὲν οὖν πρὸς τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου κάτω κύψασα , πηγὴν ἀφῆκε δακρύων ὀψὲ μεταμανθάνουσα τὴν ἐλευθερίαν :
3803267 τεμων
καί μοι δοκεῖ βουληθεὶς ὁ θεὸς ὁ τὴν γῆν δίχα τεμὼν ἑκάτερον μέρος ἐξ ἴσου κοσμῆσαι καὶ καθάπερ ἐν ζυγῷ
ᾳ καθήρμοσε [ ] [ [ . . ] λου τεμὼν [ . . ] φορα ? ? ! !
3797060 ἐερσην
ἀνέλκων : καὶ πταρμὸν κελάδοντα διαθρώσκοντα τινάξας ὀμβρηρὴν πελάγεσσιν ἀνερροίβδησεν ἐέρσην . καὶ γραπτὸν πέλε κῆτος : ἀνοστήτου δὲ γενείου
ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων , τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην , τοῦ δ ' ἔπε ' ἐκ στόματος ῥεῖ
3788823 ἀποπνει
θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον
, ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα
3788324 ἀφιησιν
θρήνῳ , ἤως τὸν ἄκαυστον . προΐησιν : προδίδωσιν , ἀφίησιν . ὁμῶς : ὁμοῦ . ἕλκεται : σύρεται .
ὁ Ἄκαστος γυμνὸν ὅπλων παντοίων καὶ ἱματίων τοῦτον τῷ ὄρει ἀφίησιν : ὁ δὲ ἔλαβε τὴν παρὰ τῶν θεῶν μάχαιραν
3788163 ῥευσῃ
τε λίην ὕδρωπος ἔμπλεαί εἰσιν . Ἢν δ ' ὀλίγον ῥεύσῃ , ἰσχιάδα καὶ κέδματα ἐποίησεν , ἐπὴν ῥέον παύσηται
, καὶ μὴ ἀποτρέπειν : ἢν γὰρ ἀποτρεφθὲν ἄλλῃ πη ῥεύσῃ , πάντη τὸ ῥέον μέζονα νόσον ποιέοι . Ὁπόταν
3787359 βαρειαν
συνεχὲς καὶ ὠκύτερον κεντοῦσαν τὸν ἀέρα , τὴν δὲ βραδεῖαν βαρεῖαν ἅτε νωθεστέραν οὖσαν . ταυτὶ μὲν περὶ τῆς εὑρέσεως
εἰς ω λήγοντα ἐπιρρήματα , μοναδικὰ ὄντα λέγω , κατὰ βαρεῖαν τάσιν . ὅτι δὲ ἔσθ ' ὅτε πάθος ἐγγινόμενον
3786904 ὀμμα
Ἑρμῆ νεκρῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε , νυκτός τ ' ὄμμα τῆς μελαμπέπλου ἔστιν δὲ ποδαπὸς τὸ γένος οὗτος ;
σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα ,
3784677 ἀλγεος
. Αὐτὴ γαῖα μέλαινα πολυκλαύτοισι βροτοῖσι τίκτει καὶ κακότητα καὶ ἄλγεος ἄλκαρ ἑκάστου : γαῖα μὲν ἑρπετὰ τίκτε , τέκεν
ὀνειρήεσσα , κακῶν ἐξάγγελος ἔργων , ὄφρα μὴ εὕρωνται λύσιν ἄλγεος ἐρχομένοιο . ἀλλά , μάκαρ , λίτομαί σε θεῶν
3783598 ῥιπτασμον
ἀντιγράφοις εὕρομεν βλητρισμὸν χωρὶς τοῦ σ . ὄντως δὲ τὸν ῥιπτασμὸν σημαίνει , καθὼς καὶ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιός φησιν :
συμπτώματα τὰ πρὸ τῆς κρίσεως οἷον ἀγρυπνίαν , δίψος , ῥιπτασμὸν , παραφροσύνην , ἄλυν καὶ ὅσα τοιαῦτα , τοὺς
3780329 οὐλον
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
3778968 φυεν
χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ
συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον
3769068 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
3765334 βλεπον
κατὰ τὸ σπάνιον ἐπικαταδύνουσα τῷ ἡλίῳ καὶ τὸ λαμπρὸν ἔχουσα βλέπον πρὸς τὴν δύσιν : παραλλάξασα δὲ τῇ νυκτὶ πρὸς
ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη , τότε τὸ ἡμισφαίριον τὸ βλέπον πρὸς τὸν ἥλιον , ἀπεστραμμένον δὲ ἀπὸ τῆς ἡμετέρας
3758047 βελος
θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ] αἱ
τὸ δέρμα δὲ ὅταν ᾖ περικείμενον τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ βέλος παρεκτρέπει . ὅτι εἰ πυκνὰ διατρήσας τὸ δέρμα τῆς
3751982 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
3747943 τοξον
, φορτίου ζώνην ἶρις δ ' ἔλαμψε , καλὸν οὐρανοῦ τόξον καὶ πίσσαν ἑφθήν , ἣν θύραι μυρίζονται ὣς οἵ
μου τῆς ψυχῆς ἄλλος πόλεμος κάθηται . στρατιώτης με πορθεῖ τόξον ἔχων , βέλος ἔχων . νενίκημαι , πεπλήρωμαι βελῶν
3746363 ἀποιχεται
δ ' ἄχος αἰὲν ἄλαστον κείνου , ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται , οὐδέ τι ἴδμεν , ζώει ὅ γ '
. τοιοῦτον οὖν ἐστι τὸ κείνου , ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται : ἀντὶ γὰρ τοῦ ὡς . Ὄφρα . Πάλιν
3746341 τερας
δὲ πυρὰ πρώτης μὲν φυλακῆς ἐκκαῦσαι σφοδρότερον , δευ - τέρας δὲ ἐλαττότερον , τρίτης δὲ μικρὰ παντάπασιν ὡς τὴν
Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκουσιν , μάκαρες δ
3745104 κελαδει
θεὸς ἡ μεγάλη ? ? ˈ ⚕ης ] αὐλὸς ˈ κελαδεῖ Φρύγιος ? [ ˈ [ ] ! ˈ χορὸν
πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . καὶ ἐν Μήδῳ : ὥς ποτ ' ἐκήλησεν
3743653 λαεσσιν
κλάζον τε περίσσαινόν θ ' ἑτέρωθεν . τοὺς μὲν ὅγε λάεσσιν ἀπὸ χθονὸς ὅσσον ἀείρων φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο ,
χάλκειος Ἔρις πέσεν ἀμφοτέροισι : καί ῥ ' οἳ μὲν λάεσσιν ἀταρτηρῶς ἐμάχοντο , οἳ δ ' αὖτ ' αἰγανέῃσι
3742963 ἐλαφρη
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
3742577 κρατησον
, τὸν δάκτυλόν σου τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τὸν ἀσπαστικὸν τρὶς κράτησον , ἢ ὄξος ἐπιῤῥοφησάτω , ὥστε καὶ κύμινον καὶ
. ἐπίσχες ] σαυτὸν δηλονότι ἤτοι καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω ,
3739409 περιτρεχων
' ἐκ τοῦ τρόπου καὶ τοῦ χαρακτῆρος ἀρχαϊκὸς ὢν καὶ περιτρέχων τὴν τοπικὴν Δήλου καὶ † Λέρου ἱστορίαν . .
, πᾶσαν ὕλην , ἁπάσας τὰς κρήνας , τὴν ὀρεινὴν περιτρέχων , τὸν οὐ παρόντα ζητῶν κατεφαίνετο : ὡς καὶ
3737512 ὑλοτομος
' ἣν ὥραν καὶ ὁ δρυτόμος ἀριστοποιεῖται , ἤγουν ὁ ὑλοτόμος , ὁ ξυλοτόμος : δρῦν γὰρ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ
καὶ τὸ μετάφρενον ἐμὲ καὶ ἐμοῦ ὅπως καὶ ὥσπερ τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος
3730622 ῥευμα
τοῦ ἡλίου τῶι ἔαρι ἀναπηδᾶν τὸ ὕδωρ καὶ ἐπαύξεσθαι τὸ ῥεῦμα . . , : Ξενοφῶν δὲ καὶ Θουκυδίδης ,
δεῦρο ὑπὸ γῆς περισταλεῖεν , ἐκ δὲ ἰχώρων τοιοῦτον ἴσχοι ῥεῦμα ἡ πηγή : διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὴν παραλίαν
3728602 καταφλεγει
πῦρ ὕλης δραξάμενον οὐ κορέννυται , ἀλλὰ μᾶλλον ἐπὶ πλεῖον καταφλέγει τὰ προστυχόντα καὶ οὐχ ἵσταται . . Ἰστέον δὲ
ποιεῖν καλιάς : τὰ γὰρ ᾠὰ πάντως εὐθὺς ὁ ἥλιος καταφλέγει : πρὸς τὸν βορρᾶν καὶ τὴν Θρᾴκην ὁρμῶσιν :
3726562 δαερ
κυρίως Αἰολικόν . Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ἄνερ πάτερ σῶτερ δᾶερ συστείλαντα τὸ η εἰς τὸ ε ἐν τῇ κλητικῇ
λιμήν , ὦ ἀστήρ , πλὴν τοῦ ἄνερ πάτερ σῶτερ δᾶερ . Δυϊκά . Τὼ Ἀλκμᾶνε , τοῖν Ἀλκμάνοιν ,
3724720 ἐνεπλησα
πρὸς τὴν γαστέρα : κατέπασα γὰρ τὸ χεῖλος , οὐκ ἐνέπλησα δέ . τί οὖν ἔχεις ; ὄστρεια πολλά .
πρὸς τὴν γαστέρα : κατέπασα γὰρ τὸ χεῖλος , οὐκ ἐνέπλησα δέ . τί οὖν ἔχεις ; ὄστρεια πολλά .
3714660 πορευεται
νενομισμένου καιροῦ τοῖς νέοις ἀναφύοντος τὸν ἴουλον . στείχει ] πορεύεται . στείχει ] κινεῖται . στείχει ] ἐξέρχεται .
σφοδρῷ ἱσταμένου θέρους , πιεζόμενος ὑπὸ λιμοῦ ἀνὰ τὰ ὄρη πορεύεται ζητῶν ἐξ αἰγῶν ἢ προβάτων αὑτῷ τινα πορίσασθαι τροφήν
3711013 παρατεινεται
κόρον οὐδ ' ἂν τοῦ βραχίστου τὸ λοιπὸν ἀπογεύσαιτο : παρατείνεται μὲν γὰρ ἡ γαστὴρ τῷδε , οἰδάνει δὲ ἡ
γε μὲν ἶφι πεποιθώς , πάντα φέρων Ποταμόν , κέραος παρατείνεται ἄλλου . Ἐρχομένῳ δὲ Λέοντι τὰ μὲν κατὰ πάντα
3711003 περιεφερε
τὸ μὴ βούλεσθαι προσκυνεῖν αὐτὸν καθείρξας ὥσπερ ἄρκτον ἢ πάρδαλιν περιέφερε . πάνυ γοῦν ἐπείθετο τοῖς τοῦ διδασκάλου δόγμασιν τὴν
Κιτιεὺς προστεθῆναι . Ποιήσας δέ ποτε κοῖλον ἐπίθημα τῇ ληκύθῳ περιέφερε νόμισμα , λύσιν ἑτοίμην τῶν ἀναγκαίων ἵν ' ἔχοι
3710706 γεωδες
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν
3705068 φαντασθειη
τῆς ἐναντιώσεως , λέγω δὲ τὴν στέρησιν , πολλάκις ἂν φαντασθείη τῷ πρὸς τὸ φθοροποιὸν αὐτῆς ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν οὐδὲ
ἄν , φησί , καὶ τῶν ἐφθαρμένων οὐσία εἴη : φαντασθείη γὰρ ἄν τις καὶ τὸ ἐφθαρμένον . καὶ ἔξεστι
3703015 ὀφθαλμος
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ
3695697 πνευμα
δεόμενον τὸ βαρὺ καὶ μείζονος εἰ δι ' ὅλου τὸ πνεῦμα πέμποιτο , ὥστε ὅσον μήκους προστίθεται τοσόνδε καὶ πνεύματος
ἁπλῶς περίπατος δύναται ὁ ἀποθεραπευτικὸς ἀνεῖναι μὲν ψυχὴν καὶ μεταστεῖλαι πνεῦμα καὶ εἰς τάξιν ἀγαγεῖν λῦσαί τε τὰ συντεταμένα καθᾶραί
3671928 ὁδωσει
διὰ τὸ πιαίνειν τὴν Αἴγυπτον . . οὗτός ς ' ὁδώσει ] οὗτος , φησὶν , ὁ καταβασμὸς ὁδηγήσει σε
ὄρη . : Βυβλίνων ] Σεληναίων . οὗτός ς ' ὁδώσει : Οὗτος , φησίν , ὁ καταβασμὸς ὁδηγήσει σε
3669951 κατακεκλεισται
ἤδη ὁ τῆς χελώνης ὀδοὺς εἰς τὴν τοῦ κοχλίου ἕλικα κατακέκλεισται : λοιπὸν δὴ συμβαίνει τῇ ποιᾷ τοῦ κοχλίου συστροφῇ
τὸ μὲν γὰρ ἐδώδιμον ἔξω , τὸ δὲ σπέρμα εἴσω κατακέκλεισται : τοῦ δὲ καρύου ταὐτόν ἐστι τό τε σπέρμα
3668955 ἐπειρετο
ὁ Δαρεῖος πεδέων χρυσέων δύο ζεύγεσι : ὁ δέ μιν ἐπείρετο εἴ οἱ διπλήσιον τὸ κακὸν ἐπίτηδες νέμει , ὅτι
τῶν δὲ πιθομένων ἐνέπρησε τὸ ἄλσος . Καιομένου δὲ ἤδη ἐπείρετο τῶν τινα αὐτομόλων τίνος εἴη θεῶν τὸ ἄλσος :
3664625 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
3662735 πετρου
τἀνιαρὰ φροῦδος αἴσθησις φθαρῇ , τὸ σῶμα κωφοῦ τάξιν εἴληφεν πέτρου ἦν ἆρα τρανὸς αἶνος ἀνθρώπων ὅδε , ὡς τὸν
. Οὐκ , ὦ κακῶν κάκιστε , καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ ' ὀργάνειας , ἐξερεῖς ποτε ,
3662526 ἐξεχει
περιλειπόμενα δὲ τῶν χρημάτων μεθ ' ἡμέραν κωμάζων ὁτὲ μὲν ἐξέχει , ἄλλοτε δὲ ἐν ταῖς δημοσίαις ὁδοῖς ἱστάμενος ἔλεγε
' ἕτερον τὸ ἔλασσον τῶν δικραίων τὸ ἐκτὸς μᾶλλον ἔξω ἐξέχει , καὶ φαίνεται ἐν τῷ πυγαίῳ κάτω , καὶ
3662332 καταπινουσι
ὠμὸν καὶ ἑφθὸν καὶ ὀπτόν : καὶ τὸν μὲν χυλὸν καταπίνουσι , τὸ δὲ μάσημα ἐκβάλλουσιν . ὁ μὲν οὖν
ἀπορραίνουσι κατ ' ὀλίγους τῶν κέγχρων , οἱ δὲ ἔρσενες καταπίνουσι ἑπόμενοι . Εἰσὶ δὲ οἱ κέγχροι οὗτοι ἰχθύες :
3660390 ἀντιλαβην
: ἡ ἀντίληψις . πρὸς τοῦτο : ἤγουν πρὸς τὴν ἀντιλαβὴν τῶν σιδηρῶν χειρῶν . παρεκελεύσαντο ἐκείνοις οἵ τε στρατηγοὶ
ἐπὶ πολὺ κατεβύρσωσαν , ὅπως ἂν ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶρ ἐπιβαλλομένη . καὶ ἐπειδὴ πάντα ἑτοῖμα ἦν
3656613 μεσσωι
πολυαύχενος ὁρμὴ εἰς δέκα τεμνομένη θωρήσσεται : ἀλλ ' ἐνὶ μέσσωι ἀνδρομέη μόρφωσε φύσις βρέφος . Ἀντολίη γὰρ πρώϊος ὠδίνουσα
. Ὀφθαλμοὶ καὶ γλῶσσα καὶ οὔατα καὶ νόος ἀνδρῶν ἐν μέσσωι στηθέων ἐν συνετοῖς φύεται . Τοιοῦτός τοι ἀνὴρ ἔστω
3651961 βραδυ
Ἀργείων ὀρυμαγδοῦ : ἀλλ ' ἤδη Δαναοῖσι , καὶ εἰ βραδύ , λώιον εἴη εἰσέτι κυδαλίμην Ἑλένην καὶ κτήματα κείνης
τὸ ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ κινούμενον ταχύ τε ἅμα καὶ βραδύ , ᾗ μὲν διδακτυλιαῖον ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ ἀνύει ,
3647035 φορεων
τέρπετο κυδαλίμου θηεύμενος υἱέος ἔργα . / αὐτὰρ ὁ θεσπεσίην φορέων τετράζυγα μορφήν / ὀφθαλμοὺς [ κάμμυσε ] κεδαζομένης ?
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ὀνείρατα καλὰ προφαίνει . πάντα γὰρ ἀλθήσαιο πόνον φορέων περὶ σῶμα , ὀφθαλμῶν δέ τε πᾶσαν ἐρητύσειας ἀνίην
3645390 μηλοτροφον
σφι πρὸς ταῦτα χρᾷ τάδε : Αἰ τὺ ἐμεῦ Λιβύην μηλοτρόφον οἶδας ἄμεινον , μὴ ἐλθὼν ἐλθόντος , ἄγαν ἄγαμαι
ἦλθες : ἄναξ δέ σε Φοῖβος Ἀπόλλων ἐς Λιβύην πέμπει μηλοτρόφον οἰκιστῆρα . τὸ δὲ σημεῖον , ὅτι ἑπτακαιδεκάτῃ γενεᾷ
3643944 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
3636780 λυπεει
μὴ καιροῦ λάβηται . . ὁ φθονέων ἑωυτὸν ὡς ἐχθρὸν λυπέει [ . . ] . . ἐχθρὸς οὐχ ὁ
ἐοῦσα ὀχλέει , ἐξ ἑτέρου συμπαθείης τινὲς ὀχλεῦνται . Καταύδησις λυπέει . Φιλοπονίης κρατερῆς ὕπο , παραίνεσις , ἀλέα ,
3636338 περιβλεπων
. ἐγὼ δὲ μικρὸν ἀποστὰς οὐ γὰρ χρηστὰ ἐμαντευόμηνἀκριβέστερόν τε περιβλέπων ὁρῶ πολλῶν ἀνθρώπων ὀστᾶ καὶ κρανία κείμενα . καὶ
τοῦ ἀετοῦ , ἀράμενος ὁ δράκων τὴν κεφαλὴν ἄνω καὶ περιβλέπων πανταχοῦ , πρόθυμος γίγνεται , καὶ ὁρμᾷ δράττεσθαι .

Back