| εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ ἐπὶ τούτῳ συννεφὴς ἦν , ἄχει | ||
| φρουρίου τῶν Ἀθηναίων παρεῖλε καὶ δύο νεῶν ἀνειλκυσμένων τὴν ἑτέραν κατέαξεν . ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις |
| πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε τὰ αὐτὰ λαμβάνουσα ὀνόματα | ||
| ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ πρέπειν γε μᾶλλον τοῖς ἀνδράσι |
| . Ἀριστοφάνης : ” εἴθ ' ἐξεκόπην πρότερον τὸν ὀφθαλμὸν λίθῳ ” , καὶ Πλάτων : „ εἴθ ' ἔγραψεν | ||
| διαλαγχάνειν οὖν αὐτοὺς καὶ τὸν λαχόντα ἔχοντα δρεπάνιον ἐπιβαίνειν τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον |
| ἐοῦσαν , τῆς δ ' ἄρα θεινομένης ἀνέμῳ καὶ κύματι λάβρῳ χηραμὰ κοιλαίνονται ὑποβρωθέντα θαλάσσῃ : ὣς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος | ||
| ' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος , πίσυνοι λεπτοδόμοις πείσμασι λαοπόροις τε |
| σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . * | ||
| ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται , |
| μιν ἄψορρον προσέφην δολίοις ' ἐπέεσσι : νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων , πρὸς πέτρῃσι βαλὼν ὑμῆς ἐπὶ πείρασι | ||
| ἐτίναξε : ἐξέβαλεν , ἐξεκένωσεν , ἐξετίναξε διέσεισε συνερραθάγησε : κατέαξε , συνέθλασε , συνέτριψε . ῥάθαγός ἐστιν ὁ κτύπος |
| ' ὀλίγος γένετ ' ἀνδρός : ὃ δ ' αἰεὶ πάσσονα γυῖα αὐξομένου φορέεσκε πόνου καὶ χροιῇ ἀμείνω . Πῶς | ||
| χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη [ μείζονά τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα : κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ |
| ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων καὶ τρίγλην καὶ μαινίδα , ὅτι καὶ θαλάττιος ἡ Ἑκάτη . Ἡγήσανδρος δὲ | ||
| : εἰ δὲ νήφοντι , μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ |
| κατὰ κοινοῦ , πόσιν δίδου , τουτέστι δαφνέλαιον δίδου πιεῖν χαίτην ] τρίχα ἢ πέπερι κνίδης τε : κνίδην λέγει | ||
| μοιράσῃ τοῖς πᾶσι . Ταῦτα οὖν αὐτοῦ ἀκηκοὼς ὁ ὄνος χαίτην ἔσεισε καὶ γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας , |
| καί μοι δοκεῖ βουληθεὶς ὁ θεὸς ὁ τὴν γῆν δίχα τεμὼν ἑκάτερον μέρος ἐξ ἴσου κοσμῆσαι καὶ καθάπερ ἐν ζυγῷ | ||
| ᾳ καθήρμοσε [ ] [ [ . . ] λου τεμὼν [ . . ] φορα ? ? ! ! |
| ἀρθῇ , τότε ὑμεῖς μὲν ὑπ ' ἀγνοίας κελεύετε τὴν ὀθόνην στεῖλαι ἢ ἐνδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδὸς ἢ συνεκδραμεῖν τῷ | ||
| τὸ ἕσασθαι , ἐσθόναι τινὲς οὖσαι . ὁ δὲ Ἀπίων ὀθόνην τὴν ζώνην ἀποδέδωκεν . οἰήϊα τοὺς οἴακας , τὰ |
| : Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν | ||
| αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν |
| αὐτοῦ , καὶ ἀνισταμένη ζῶντα καὶ μὴ κινούμενον ὡς νεκρὸν κατεσθίει , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ πελάγει , εἰ ψαύσειε | ||
| δὲ , ὅταν προφάσει τινὸς λαμβάνων τις χρή - ματα κατεσθίει αὐτά . αἱ γὰρ τίτθαι διαμασώμεναι τὰς τροφάς , |
| οἶκον φίλον προσλαβεῖν ἀγαθόν τι μέγα : περισπούδαστος δὲ καὶ Χλόη , καλὴ καὶ ὡραία κόρη καὶ πάντα ἀγαθή : | ||
| φανερῶς ἐπὶ τὴν δρῦν , ἐν ᾗ ἐκαθέζετο Δάφνις καὶ Χλόη , παραγίνεται καὶ ἀκριβῶς μιμησαμένη τὴν τεταραγμένην , σῶσόν |
| ἀναστήσωσιν ἀειρομένῳ χρεμετισμῷ . οἱ δ ' ἕτεροι γλαφυρῆς ἀπὸ γαστέρος ἔρρεον ἵππου , τευχησταὶ βασιλῆες , ἀπὸ δρυὸς οἷα | ||
| λίχνον ἐν θηρσὶν γένος , λύκοι , κόρον σπεύδοντες εὑρεῖν γαστέρος , βαίνουσιν ὀργῇ καὶ κενώσει κοιλίας πρὸ τοῦ φθάσαι |
| νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς . ” νέεσθαι πορεύεσθαι . νέων νηχόμενος . νεῶν ὕπερ ἄνω τῶν νεῶν : “ νεῶν | ||
| ζωγραφοῦσιν : οὗτος γὰρ κύει μὲν διὰ τοῦ στόματος , νηχόμενος δὲ καταπίνει τὸν γόνον . Ἄνθρωπον ἀνθρώπων χρώμενον μίξει |
| : ἀντὶ τοῦ ἐν νιφοέσσῃ δειρῇ ἐν νιφοέσσῃ ἐξοχῇ * κιχών : εὑρών * ἐφράσσατο : ἐνόησεν ἀμαρακόεσσα : παραπλησία | ||
| , τῶν Ἡρακλείων ἐκγεγῶτες αἱμάτων . ἔνθα τράπεζαν εἰδάτων πλήρη κιχών , τὴν ὕστερον βρωθεῖσαν ἐξ ὀπαόνων , μνήμην παλαιῶν |
| τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε | ||
| ἔθειραι . πάλιν δ ' ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ |
| ἡμέραν κοχλίου ὄϲτρακον κεκαυμένον ἐπιπάϲϲειν τῷ τόπῳ λεῖον ἢ ἀϲτράγαλον χοίρου κεκαυμένον ἢ μόλιβδον κεκαυμένον ἐπίχριε μετ ' οἴνου καὶ | ||
| ἐλέφαντα ζωγραφοῦσι μετὰ χοίρου : ἐκεῖνος γάρ , ἀκούων φωνῆς χοίρου , φεύγει . Ἄνθρωπον ὀξὺν μὲν κατὰ τὴν κίνησιν |
| Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
| . ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
| τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος | ||
| ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος |
| ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί | ||
| τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ |
| τετράμορον κηροῖο : τὰ δ ' ἐν περιηγέι γάστρῃ θάλπε κατασπέρχων ἔστ ' ἂν περὶ σάρκες ἀκάνθης μελδόμεναι θρύπτωνται : | ||
| οὗ διέρχεται τὸ ὕδωρ . δραπέταις ] φεύγουσί τισι . κατασπέρχων ] κατεπειγόμενος , σπουδάζων . ] ὁ στίχος ἐκ |
| χηνός , χοίρου , βοός , ἀρνός , οἰός , κάπρου , αἰγός , ἀλεκτρυόνος , νήττης , κίττης , | ||
| δ ' ἑξῆς : τοῦ κρατοβρῶτος τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀτρέστου κάπρου χώραν διδόντες . τοῦ Τυδέος υἱοῦ Διομήδους . κρατοβρὼς |
| δὲ εἶδος φυτοῦ ὅμοιον πεύκῃ . * ἔγχλοα : χλωρόν χλωράν κρότωνος : εἴρηται τὸν φλοιὸν ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν | ||
| τοῦ σφετέρου διατειχίσματος , πόαν εἴ τινα εὕροιεν ἢ φυλλάδα χλωράν , νεμόμενοι . καὶ τοὺς ἀποψύχοντας ὁ Λεύκιος ἐς |
| σύ ποτε χρυσῷ πέρι μαίνεο , μήτ ' ἐπὶ δειρῆς πορφυρέην ὑάκινθον ἔχοις ἢ χλωρὸν ἴασπιν . χρυσός τοι κόνις | ||
| λέγει ἰοειδέα πόντον καὶ οἴνοπα πόντον , καὶ Εὐριπίδης ἅλα πορφυρέην , καὶ εἰ δή τις ἄλλος ἄλλο τι τοιοῦτον |
| τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην | ||
| , εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον |
| ' ἀεργηλὴν γαῖαν τῆμόσδε τάμοιο . εἰ δ ' ἄρα Τοξευτῆρι φάοι ταυρῶπις ἄνασσα , μὴ σύγε πυροῖσιν βαλέειν χθόνα | ||
| ὄψεαι οἶκον . ἐς δὲ πάτρην νόστησον ἰδὼν ἐριῶπα Σελήνην Τοξευτῆρι θέουσαν ὁμοῦ : τῆμος γὰρ ἅπασαν εὐφροσύνην ἕξεις ἐσιδὼν |
| χαῖρε , εἶπεν , ἐπὶ τῶι σημείωι , ὅτι οὕτω πεινῶσα τὰ σὰ οὐκ ἔφαγεν τέκνα . . . . | ||
| , καὶ σπλάγχνα δάπτων : ἡ δ ' ἀγωγὸς εἱστήκει πεινῶσα θήρης , καρδίην δὲ νεβρείην λάπτει , πεσοῦσαν ἁρπάσασα |
| , λανθάνει ἀφικόμενος παρὰ Παρμενίωνα : καὶ γράμματα μὲν οὐ κομίζει παρὰ Ἀλεξάνδρου : οὐ γὰρ ἔδοξε γράφειν ὑπὲρ οὐδενὸς | ||
| αὐτῷ καὶ ἔδει τῆς τοῦ κρινοῦντος εὐνοίας . οὗτός μοι κομίζει γράμματα σά τε καὶ οὐ σά . τῆς μὲν |
| σπονδύλους , ὥς φησι Δημήτριος : τοὺς γὰρ σπονδύλους ὁ σκορπίος οὐ πλείους ἔχων τῶν ἑπτὰ ὁρᾶται , ἀλλὰ καὶ | ||
| καὶ εἰρήνῃ καθεύδειν πολλῇ . οἳ δὲ ὁποῖα παλαμῶνται . σκορπίος εἰ λάβοιτο ὁπόθεν ἑαυτὸν ἐξαρτήσει κατὰ τοῦ ὀρόφου , |
| καὶ ἰδοὺ περισπᾶται καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , βοός γάρ : καὶ ἐπὶ ἄλλων δὲ εἰς ους τρέπουσι | ||
| τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . . |
| χυμῷ : εἰ δέ ποτε τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ ὑπεροπτηθείϲηϲ εἰϲ μέλαιναν ἡ μεταβολὴ γένηται , τὴν καλουμένην οἴϲει μανίαν , | ||
| πρῶτον ἐν τοῖϲ οὔροιϲ νεφέλην μέλαιναν ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόϲταϲιν μέλαιναν , εἶναι δὲ καὶ ϲύμπαντα ϲημεῖα καὶ ϲυμπτώματα ὀλέθρια |
| ! ! ! ! ! ! ! ! ] , ποίην δὲ των ? [ ! ! ! ! ] | ||
| τῆς νομῆς ἢ τοῦ βοσκοῦ . Ἀγέλης : ποίμνης . ποίην : βοτάνην . αὔλια : βουστάσια , καὶ κατασκηνώματα |
| φαῦλα ἐργάζονται . ποιμὴν ἐλάσας εἴς τινα δρυμῶνα τὰ πρόβατα ὑποστρώσας ὑπὸ δρῦν τὸ ἱμάτιον καὶ ἀναβὰς τὸν καρπὸν κατέσειε | ||
| ἀρνὸς ἢ αὐτοῦ ὄρνιθος ἐφοπλίζεαι ἐδωδήν , χίδρα μὲν ἐκτρίψειας ὑποστρώσας δ ' ἐνὶ κοίλοις ἄγγεσιν , εὐώδει ἅμα φῦρσον |
| ὀργὴ περιϋλακτοῦσα τὴν καρδίαν ἐπικλύζει τὸν λογισμὸν τῷ τῆς μανίας ἀφρῷ . λόγος δὲ τούτων ἁπάντων πατήρ , καὶ ἔοικεν | ||
| φησὶν ἀντὶ τοῦ μαθεῖν ἐποίησαν . πολιαινομένας : ἀφριζομένης τῷ ἀφρῷ τῆς κωπηλασίας . λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις . |
| : φύλλων δ ' ὅσς ' ἄσπαρτα τά τ ' ἐρρίζωται ἀρούραις χείματος ἠδ ' ὁπόταν πολυάνθεμον εἶαρ ἵκηται , | ||
| ' ἅμα πάντων ἂψ ὦσαι δύναται , ὃ γὰρ ἔμπεδον ἐρρίζωται : ὣς μένεν ἄτρομος αἰὲν Ἀχιλλέος ὄβριμος υἱός . |
| , πρὸς δὲ τοὺς ἀλλοτρίους καὶ ξένους ἐξασθενεῖ . ΓΘ ἀνιῶν ] λυπῶν . ὦ μῶρε τῆς ἀνοίας : τῆς | ||
| ἰδίων τρόπων καὶ τῆς ψευδοῦς δόξης . . Τὴν δόξαν ἀνιῶν μητέρα εἶναι . . Μέγα κακὸν τὸ μὴ δύνασθαι |
| κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων , | ||
| μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων |
| ἦν δὲ κολυμβητής , ἐν τούτῳ ὑπερφέρων πάντων κολυμβητῶν . κολυμβῶντα δὲ ἐν τῷ λιμένι ὁρώντων αὐτὸν τῶν πολιτῶν , | ||
| ' αὐτοῦ . ” Ὁ αὐτὸς θεασάμενός τινα ἐν λίμνῃ κολυμβῶντα καὶ σπουδάζοντα ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐπαινεῖσθαι θαυμάζειν ἔφη , |
| καιρῷ σύστασιν τε καὶ μορφήν . Καὶ ξηράνας τοῦτο , βάλε ἐν βικίῳ ὑελίνῳ , καὶ ἀσφαλισάμενος , κατάχωσον ἡμέρας | ||
| ὁμοῦ πάντα λαβὼν , τό τε ὕδωρ καὶ τὴν ὕλην βάλε εἰς φιάλην ὑέλινον , καὶ σῆψον ἐν κόπρῳ ἱππείᾳ |
| τοὺς ὁμήλικας . * φράζεσθαι δ ' εὖτ ' ἂν γεράνου φωνήν : ὅτι μὲν ἡ γέρανος δοκεῖ καὶ ἔμφρον | ||
| ἀκολουθίαν : καί , φησι , σκέπτου ὁπότε τὴν τῆς γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς τῆς ἐκ τοῦ ἀέρος ἀφ ' ὕψους |
| Δελφίνην δράκοντα τοξεύσας ἀνεῖλε Λητὼ βιάζοντα ὥς φησιν Ἥλιος ὁπότε πετραίου ὑπὸ δειράδι Παρνησοῖο Δελφίνην τόξοισι πελώριον ἐξενάριξεν ἢ ὅτι | ||
| παραινῶν Ἀμφιλόχῳ τῷ παιδί : ὦ τέκνον , ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει : τῷ |
| καὶ αἵματος : Ἀμφίνομος δὲ ἄρτους ἐκ κανέοιο δύω παρέθηκεν ἀείρας καὶ δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο φώνησέν τε : “ χαῖρε | ||
| γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος ὑψόθι γαίης , κόλποισιν θέτο θῆρα καὶ |
| Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται , Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν | ||
| ' ἄναλλα γένοιτο , καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι , Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει , καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι , |
| : ἦγεν οὖν οὗτος τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ὡς εἰς οἶκον ἀπιών . . οὐκ ἀκόλουθα ] ὅ ἐστιν οὐ σύμφωνα | ||
| ἐχομένην ” εἶπεν “ κρήνην ἴωμεν , ” καὶ ἡγεῖτο ἀπιών , καὶ σύννους ἦν . εἶτα κἀκεῖ τὰ αὐτὰ |
| τοῦ αἰγὸς δοράν : “ ἂν δὲ νάκην ἕλετ ' αἰγός . ” νάπαι οἱ ὀρεινοὶ τόποι . νάσθη ᾠκίσθη | ||
| ' ἠελίοιο γάνυνται . ἐνθάδ ' ἀνὴρ μελέεσσιν ἐφεσσάμενος δέρος αἰγός , δοιὰ κέρα κροτάφοισι περὶ σφετέροισιν ἀνάψας , στέλλεται |
| δ ' ὅ γε τόξα τιτύσκετο : τὸν δὲ παραφθὰς ἰῷ ἐυγλώχινι βάλεν βουβῶνος ὕπερθε Ποίαντος φίλος υἱός . Ὃ | ||
| ὁ ἐχῖνος τὸν ὄφιν σφαιρικῶς εἱλεῖται , ἐπειγόμενος δὲ τῷ ἰῷ ἀναιρεῖν αὐτὸν ὁ ὄφις καὶ θυμῷ σφίγγων ἑαυτὸν ἀναιρεῖ |
| ὑποδέραια καὶ ὑποδερίδες , ἦ που δὲ καὶ ὅρμοι καὶ ἴσθμια καὶ στρεπτοὶ καὶ στόμια καὶ πλόκια καὶ μαλάκια , | ||
| ἀγυιαῖς χερσὶν ἐφερπύζουσι : κακὸς δ ' ὑπὸ νείατα πνιχμός ἴσθμια καὶ φάρυγος στεινὴν ἐμφράσσεται οἶμον : ἄκρα δέ τοι |
| ϲμύρνηϲ ⋖ δ : μετὰ οἴνου Μενδηϲίου λειώϲαϲ , ἰρίνῳ δεύϲαϲ προϲτίθεϲθαι δίδου . Ἄλλο . κηροῦ Τυρρηνικοῦ , ϲτέατοϲ | ||
| αἱμορραγίαϲ εἰϲὶ φάρμακα τάδε : ϲπόγγον καινὸν εἰϲ ὑγρὰν πίϲϲαν δεύϲαϲ καὶ ἀϲφάλτῳ καταπλάϲαϲ ἐν χύτρᾳ καινῇ καῦϲον , τῆϲ |
| βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων ἕλκοις , ἀντὶ τοῦ ἕλκε τὸν ἰὸν μετὰ | ||
| οἷον ἐλαιηραὶ στάγες ὕδασιν ἐμφορέοντο . Ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσεπέρησαν , ὅς τ ' εἰς Ἠριδανὸν μετανίσσεται |
| τοῖς προῤῥηθεῖσιν ἀφεψήμασι , καὶ μετὰ τὰς πυρίας καταπλάσσειν ἀλεύρῳ πυρίνῳ μετὰ λινοσπέρμου καὶ τήλεως , μέλιτός τε καὶ ἐλαίου | ||
| ἐμπίπλαται , τί κωλύει , κἂν εἰς πῦρ ἐμπέσοι , πυρίνῳ σώματι περιλαμβάνεσθαι , κἂν ὑπὸ θαλάττης κατακλύζοιτο , ὑδάτινον |
| Σιλῆνον καὶ Σάτυρον ἐπιφανεῖς τῆς Ἡρακλείας ἄνδρας , καὶ οὐκ ἀνῆκεν ἕως ἂν ἔπεισε λαβεῖν πέντε τριήρεις συμμαχίδας εἰς τὸν | ||
| : τὰ μὲν γὰρ ἄλλα πάντα τῶν ἐγκωμιαστικῶν εἰς ἑτέρους ἀνῆκεν : αἱ δὲ πράξεις καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα τοῦ πράξαντος |
| γογγύλων πέτρων ὑπόσκιον θήσει χθόν ' : οἷς ἔπειτα σὺ βάλλων διώξῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν Ἀγρεὺς δ ' Ἀπόλλων ὀρθὸν | ||
| Χρυσίδι σπένδων γέγραφε τοῖς ὄφεσι πιεῖν διδούς . Καὶ δρόσον βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . Ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει |
| λιποφεγγέα νυκτὸς ὀμίχλην Ἡρώ , λύχνον ἔφαινεν . ἀναπτομένοιο δὲ λύχνου θυμὸν Ἔρως ἔφλεξεν ἐπειγομένοιο Λεάνδρου . λύχνῳ καιομένῳ συνεκαίετο | ||
| λίθον τις λαβὼν ἔκρουσε τὸν λυχνοῦχον . ἀποσβεσθέντος δὲ τοῦ λύχνου , ἐν δὲ τῷ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ διαστίλβονθ ' |
| ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην . μηδ ' ὅτε ῥικνῆεν φολίδων περὶ γῆρας ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , | ||
| πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς ἐπιστείβων , ὅτε φωλεὸν εἴαρι φεύγων |
| ὑπερβολὴ εἰς ἔκστασιν φέρουσα τοὺς ἀκούοντας . . ὀχημάτων ] ζεύγους . . χλιδῆς τε τῆς πάροιθεν ] τρυφῆς καὶ | ||
| οἷς ἐξελθὼν οὗ μένεις ἐπὶ μὲν τὸν ἵππον ἀπὸ τοῦ ζεύγους ὁρμή - σας ὡς ἀσφαλέστερον , αὐτῷ δὲ τούτῳ |
| εὐθὺς φέρει τὸν καρπὸν ἡλίκον φακὸν ἄπεπτον , ἡ δὲ χλοερὸν ἐνέγκασα μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει , καὶ ἅμα τῇ ἀμπέλῳ | ||
| ἀκοῦσαί τε καὶ ἰδεῖν ἄνθος ἀπέδειξε καὶ τρυφερώτατόν τι καὶ χλοερὸν ἔαρ ὁ βέλτιστος ἐξ Ἀλεξανδρείας Ἱέραξ , οὕτω πάντα |
| μὲν πολίτας σφίσι παίουσιν ἐς θάνατον , τοὺς δὲ ξένους ἡσυχῆ καὶ ὅσον παρασχεῖν ὀδαξησμόν , ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ Ξενίου | ||
| ὕδατα ἔχουσα τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν |
| λεπτῆς μηρίνθου βρόχον ἐξάψαντες ἄγουσι διὰ τοῦ ἑτέρου κλάδου τὴν μήρινθον μικρῷ τε ἐπισφίγγουσι πασσάλῳ στερρῷ : ἕδρας δ ' | ||
| ῥώμης ἔχει , τὸ μέντοι ζεῦγος τὸ ἀνθέλκον ἐκτείνει τὴν μήρινθον . ἀλλά οἱ πλέον οὐδὲ ἕν : τῆς γοῦν |
| συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς | ||
| Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν |
| ἀλλ ' οὔπῃ χροὸς εἴσατο , πᾶς δ ' ἄρα χαλκῷ σμερδαλέῳ κεκάλυπτο . . Ν : Χροός : Ἀλεξίων | ||
| θαυμασίως πως εὐθετοῦσι . δεῖ δὲ καίειν αὐτοὺς ἐν ἀγγείῳ χαλκῷ καὶ οὕτω παρέχειν ἐξ αὐτοῦ ὅσον τοῖς τρισὶ δακτύλοις |
| θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι , ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἴλιον αἰπὺ | ||
| ἐκποιήσι , ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ πρὶν ἂν διαφάγῃ . Ὁ |
| τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ | ||
| θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται |
| τοῦ σπληνὸς τοῖς ἀνθρώποις ἔσεσθαι διαβεβαιοῦται , εἰ ἄνθραξι σίδηρον πυρώσας ἀποσβέσῃς ὕδατι , εἶτα τὸ ὕδωρ ὄξει μίξας δοίης | ||
| τόπου καὶ ἀποπτύονται : ἢ ὄξος καὶ βούτυρον μίξας καὶ πυρώσας σίδηρον καὶ σβέσας ἐν αὐτοῖς δὸς πιεῖν καὶ βάλλει |
| πρὸ μιᾶϲ ἡμέραϲ , ἔπειτα λειῶν ϲὺν τῷ ὄξει καὶ ἐγχέων εἰϲ τὰϲ ῥῖναϲ : ποιεῖ καὶ ἐπὶ ἰκτερικῶν . | ||
| . ἄρχου δ ' ἀπὸ μετρίως ὑγροῦ διὰ τῆς μήλης ἐγχέων : ὅταν δὲ φέρῃ τὴν δύναμιν αὐτοῦ ὁ θεραπευόμενος |
| ζῷον ὑπερφυές , Διονύσου ἄγαλμα , ᾧ Ἰνδοὶ ἔθυον : δράκων ἦν μῆκος πεντάπλεθρον , ἐτρέφετο δὲ ἐν χωρίῳ κοίλῳ | ||
| Αὐλίδι , πόλει τῆς Βοιωτίας . ἔνθα καὶ θυόντων αὐτῶν δράκων ἐπὶ τὸ πλησίον ἀνελθὼν δένδρον στρουθοῦ νεοσσοὺς ὀκτὼ διέφθειρεν |
| τε κέλευθος ὁμῶς κατ ' ἐναντίον ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός . ] ἣ καὶ σμερδαλέον μὲν ἔχει δέμας | ||
| τῇδε κἀκεῖσε * ἀτραπόν : κατὰ τὴν ὁδόν δολιχῷ δὲ μηρύγματι γαστρός , οἱονεὶ τῷ ὁλκῷ ἢ τῷ βαδίσματι καὶ |
| δὲ ἐπικοσμεῖ . ὑπηρετεῖ μὲν ἡ τοιάδε : οἵαν τὰν ὑάκινθον ἐν οὔρεσι ποιμένες ἄνδρες ποσσὶ καταστείβουσιν , ἐπικοσμεῖ δὲ | ||
| νεοθηλέα ποίην λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον πυκνὸν καὶ μαλακόν , ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψός ' |
| βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ | ||
| , Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος |
| ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ ' | ||
| βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . |
| σὴν κάτω διήσει . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ πλειάδων ἔχων δρόμον . | ||
| . . . . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ Πλειάδων ἔχων δρόμον . |
| καὶ τῆϲ φύϲεωϲ ἡμῖν ἐξηγούμενοϲ οὕτωϲ λέγει : ὁ φρῦνοϲ βατράχου εἶδοϲ εἶναί μοι δοκεῖ , ὑδρόβιον δὲ τὸ ζῷον | ||
| σὺν ἐλαίῳ ἐπιτίθει καὶ τὰ ὅμοια . Ὁ φρύνος εἶδος βατράχου ἐστίν : ἐκ τῆς λιμνοβίου δὲ φύσεως μεταβεβηκὼς ἐπὶ |
| ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ περὶ χεύματι θύων . Γλαύκου δ ' ἐσθλὸν ἑταῖρον ἐυμμελίην Σκυλακῆα | ||
| πυρ [ ] ὑγροπόροις νιφάδεσσι κατασβε ? ? [ ] χεύματι γὰρ χλοάουσι καὶ ἀστέρες , οὐκέτι ? [ ] |
| σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς | ||
| ] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ . |
| ὀϲχέῳ γένηται , κηκῖδα λείαν ἢ ϲτυπτηρίαν ἐπίπαϲϲε λίπει καὶ τραγείᾳ χολῇ καὶ περίχριε . πρὸϲ δὲ τοὺϲ ἀφθῶνταϲ διδύμουϲ | ||
| . χρῶ δὲ ἐκ ῥιζῶν τίλλων τρίχας , ἢ χολῇ τραγείᾳ , τίλλων εὐθέως κατάχριε : ἢ αἰγείᾳ χολῇ μετὰ |
| τοῖς δικτύοις φασὶ τοὺς προειρημένους περιλαμβάνειν ἀγκῶσι μεγάλοις αἰγιαλοῦ κύκλον εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ | ||
| τοσαύτης εὐδαιμονίας . Φιλοτησίαι τὸ ἐπὶ τούτῳ , καὶ σκύφον εὐμεγέθη τινὰ αἰτήσας προὔπιέν σοι τῷ διδασκάλῳ , ἢ ὁτιδήποτε |
| κυανώπιδες [ ] ἤρυσαν [ ὕδωρ ] κάλπισι [ ] κυανέαις καὶ ἔσβεσαν ἀκάματον [ ] πῦρ . Φιλίννης Θεσσαλῆς | ||
| συμπαθὼν δὲ τῇ Ἀνδρομάχῃ ὀδύρεται τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας : κυανέαις ἵπποισι : μελαίναις . ἐπὶ γὰρ ἵππων μελαινῶν λέγουσι |
| τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος | ||
| δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων |
| γογγύλων πετρῶν ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν διώσηι ῥαιδίως Λίγυν στρατόν . “ ὥσπερ οὐν κρεῖττον | ||
| ' εὐδίφου χειρὸς ἐλεγχομένας . αὐαλέου δ ' ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ |
| ῥοφανέτω τοῦ χυλοῦ , ἀρτύσας τυρῷ ἀνάλτῳ καὶ μήκωνι καὶ ἁλὶ καὶ ἐλαίῳ καὶ σιλφίῳ καὶ ὄξει . Ἢν δὲ | ||
| καὶ ὄξουϲ , ϲταφὶϲ ἀφῃρημένη τὰ γίγαρτα μετὰ φλοιοῦ ϲὺν ἁλὶ καὶ ὀξυμέλιτι , καρύων βαϲιλικῶν τὸ ἐντόϲ , μυρϲινόφυλλα |
| σάκεος σέλας αἰθέρ ' ἵκανε καλοῦ δαιδαλέου : περὶ δὲ τρυφάλειαν ἀείρας κρατὶ θέτο βριαρήν : ἣ δ ' ἀστὴρ | ||
| πιστὸς ἑταῖρος , ἀπώλεσε τὰ προκατειλεγμένα , λέγω ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν καὶ καλὰς κνημῖδας καὶ θώρηκα : ἕτερα γὰρ ἀντὶ |
| ἀνέλκων : καὶ πταρμὸν κελάδοντα διαθρώσκοντα τινάξας ὀμβρηρὴν πελάγεσσιν ἀνερροίβδησεν ἐέρσην . καὶ γραπτὸν πέλε κῆτος : ἀνοστήτου δὲ γενείου | ||
| ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων , τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην , τοῦ δ ' ἔπε ' ἐκ στόματος ῥεῖ |
| ἤτοι κοσμηθεῖσα ἐν δρόσῳ μαλθακῇ ἤτοι ἐν ὁμαλῷ ἐπαίνῳ : δρόσῳ δὲ εἶπε καὶ ῥαπθεῖσα , ἐπεὶ οἱ ἐν ἄθλοις | ||
| Σθένειαν ἱκέτιδες γουνούμεναι . θεᾶς δ ' ὀφελτρεύσουσι κοσμοῦσαι πέδον δρόσῳ τε φοιβάσουσιν , ἀστεργῆ χόλον ἀστῶν φυγοῦσαι . πᾶς |
| , τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω , ] χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν , ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι . τοιῶνδ | ||
| τῶν μικρῶν καταφρονεῖν ἐν τῷ ἀμφισβητεῖν . Ἐν θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβεις : ἐπὶ τῶν μὴ καθ ' ὥραν τοῖς |
| τῷ δεσπότῃ τῶν ἀγρῶν . ἐνταῦθα εἰσδραμὼν ἀνατρέπω πάντα τῷ σκιρτήματι καὶ λυχνίαν καὶ τραπέζας : κἀγὼ μὲν ᾤμην κομψόν | ||
| μανίας χρισθεῖς ' ] κεντηθεῖσα , τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ , |
| κεἴ τις ἀνὴρ αἰτεῖται ἐπαγροσύνην τε καὶ ὄλβον , ἐξ ἁλὸς ᾧ ζωή , τὰ δὲ δίκτυα κείνῳ ἄροτρα , | ||
| ἐπ ' ἠιόνων σχεδόθεν βάλον : ἔνθα δὲ Κίρκην εὗρον ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη περιφαιδρύνουσαν , τοῖον γὰρ νυχίοισιν ὀνείρασιν ἐπτοίητο |
| καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων | ||
| ' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε |
| ἔλασσον καὶ τὰ φύλλα : γράμματα δὲ ἔπεστιν οἷα τοῖς ὑακίνθοις καὶ τούτῳ . λόγον δὲ τῶν μὲν Αἰολέων τῶν | ||
| ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις ὑακίνθοις ἑλειχρύσου κλάδοις οἰνάνθῃσιν ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ , ἀνθρύσκου |
| αὐτῷ σύμβολον ἀγαθὸν γίνεται . τοῖς δὲ μνηστῆρ - σιν ἐφίσταται ἔνθεος μάντις , ἔκ τινος ἐπιπνοίας σημαίνων τὰ μέλλοντα | ||
| ἐν ταύτῃ τὸν πεφονευμένον . ἡ τοίνυν ψυχὴ τοῦ τεθνεῶτος ἐφίσταται Μεγαρεῖ τινι , καὶ λέγει ὅσα τε ἔπαθε καὶ |
| οὐ προηγεῖται κατὰ σύλληψιν , ἀλλὰ κατὰ διάστασιν , οἷον ἀρνὸς , Ἑρμῆς , ἅλμη , ἔρνος , ὄλμος : | ||
| τοῦ τε χόνδρου καὶ τῆς ἐπτισμένης κριθῆς , ἐπιχεῖν κελεύων ἀρνὸς ἢ ἐρίφου ζωμὸν ἢ ὄρνιθος . τὰ μὲν οὖν |
| τῆς γραφῆς ; σοφὸς ὢν Ὀδυσσεὺς καὶ ἱκανὸς τῶν ἀδήλων θηρατὴς πρὸς τὸν τῶν θηρωμένων ἔλεγχον μηχανᾶται τὰ νῦν : | ||
| ἴσχει τότε αὐτοὺς προθυμία , ὥστε εἴ τις αἰπόλος ἢ θηρατὴς ἢ δρυτόμος πόρρωθεν αὐτῶν ἀκούσειε , πάντως ἂν ὑπ |
| διατρίβοντες νοσοῦσι τὸν πλεῖστον χρόνον , οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ πεσοῦσα ἐν τῇ ὕλῃ τὸν πλεῖστον χρόνον τὴν ἀπάτην νοσεῖ | ||
| τύχην : συνεζεύχθην : τὸ ἑξῆς : εἰς δούλειον ἦμαρ πεσοῦσα ἀναξίως : χρὴ δ ' οὔποτ ' εἰπεῖν : |
| λέγεται , ἐπικρατοῦντος μέντοι τοῦ ἑνὸς γένους , οἷον ἡ χελιδών ὁ ἀετός ἡ κορώνη : καὶ δεῖ γινώσκειν ὅτι | ||
| ἱλαρότης , ἢ εἰς Ν , ὡς τὸ τρυγών , χελιδών , ἢ εἰς Ρ ὡς τὸ μήτηρ , θυγάτηρ |
| Ἀθήναις , καὶ πρὸ θυρῶν δὲ ἑκάστου δικαστηρίου ἐγέγραπτο πυρρῷ βάμματι τὸ στοιχεῖον , ᾧτινι τὸ δικαστήριον ὠνομάζετο . ὅσοι | ||
| οἱ φωνητικοί * περίαλλα : περισσῶς τῶν ἄλλων ζῴων * βάμματι : ὄξει πολλάκι δ ' ἧπαρ : τρῖς εἶναί |
| μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , τέμνει , δεύει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , | ||
| , τάδε γίνεται ? ? [ ] ? [ : δεύει ? [ ] μάλ [ ' ] αὔτω τὼ |
| τὰ βοηθήματα ταῦτα τὸ χρέος ἔχουσιν ὠφελῆσαι , ὥσπερ πέτραν κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχής . οὐ δεῖ γοῦν ἀλλάσσειν τὰ | ||
| , χολῆς ὀλίγον συνέψει : τοῦτο τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαίρει καὶ κοιλαίνει , καὶ οὐ δάκνει . Ἄλλο : ποίη ἡ |
| ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν | ||
| γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν |
| κάρη , περὶ δ ' αἴνυσο λάχνην κέρσας εὐήκει νεόθεν ξυρῷ , ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα | ||
| φάλλαινα ἡ δυσμίσητος ἤτοι τὸ κῆτος αὐτὸ ἐκνευρισθὲν ἐν τῷ ξυρῷ καὶ λογχοδρεπάνῳ τοῦ Περσέως αὐτοῦ τοῦ οἴξαντος καὶ ἀνοίξαντος |
| πληϊάδα , πυρετὸς ὀξύς . Ἕκτῃ , ἐδόκει λῆξαι : ἐλούσατο ὡς πεπαυμένη . Ἑβδόμῃ πρωῒ , γνάθος σφόδρα ἐρυθρὴ | ||
| ἤγαγεν εἰναετῶν ? ? ? [ ] ! ! τος ἐλούσατο παρθένος Ἥρη [ [ Οὐλύμπωι ] παστὸν ὑπερχομένη ? |
| ἐσκληκὸς τῆς γαλῆς , καθάπερ τὸ καλούμενον σίλφιον ἢ τυροῦ στροφάλιγγα . * κατεμπάζῃ ἤγουν κατεπείγῃ : σῶχε διὰ κνησ | ||
| ἄξονα , γείτονα πόντου , τὴν αὐτὴν ἐπὶ νύσσαν ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων |