καρίδος . νέκυος : νεκροῦ , ἤως τῆς καρίδος . δεδαϊγμένος : δεδαμασμένος , τρωθεὶς , δεδασμένος , πεφονευμένος :
ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα . νῦν δὲ σὺ μὲν κεῖσαι δεδαϊγμένος , αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος ἔνδον
5756068 συναινεσαι
μητρὸς λόγῳ τὸ σημεῖον : τί γὰρ τὸ κατεπεῖγον μὴ συναινέσαι τὸν γάμον τοῦ νεανίσκου τὴν μητέρα τῇ θυγατρὶ ἑαυτῆς
τῇ τοῦ πατρὸς γνώμῃ καὶ τῇ τῆς μητρὸς ταῦτά σοι συναινέσαι . εἶπε μὲν οὖν οὕτως ὁ Κῦρος , ὅμως
5729750 ἀναϲτομωϲιν
. καὶ τοὺϲ ἀπὸ τῶν ἀναπνευϲτικῶν δὲ διὰ ῥῆξιν ἢ ἀναϲτόμωϲιν ἀνάγονταϲ φλεβοτομητέον , εἰ μὴ πλῆθοϲ αἵματοϲ φέροιτο .
ὁμοδυναμούϲαϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ φαρμάκοιϲ δοτέον , τοῖϲ δὲ δι ' ἀναϲτόμωϲιν αἷμα ἀνάγουϲι καὶ τοῖϲ ἀπὸ γαϲτρόϲ , τὰϲ ϲτυφούϲαϲ
5711574 κρωζεις
ἐστὶν ἐπιδηλοῦν τι πεπανουργηκότα . Σὺ μὲν οἶδ ' ὃ κρώζεις : ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν . Μεταλαβεῖν
βλέμματι σὺ μὲν ] γράφε “ ἐγὼ μὲν ” . κρώζεις ] ματαίως λαλεῖς ὡς ἐμοῦ ] ἐξ μεταλαβεῖν ]
5579645 βλαπτεται
βλάπτεται : ἴσον γάρ ἐστι τῷ εἴ τις μεθύει , βλάπτεται . τὸν τοιοῦτον λόγον ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ συντάξεως
ὅλου τοῦ προσώπου : βαρεῖται γὰρ ὑπὸ τῶν καταπλασμάτων καὶ βλάπτεται πρὸς τῶν ἐμβροχῶν καταρρεουσῶν . καὶ ἐπὶ τῶν πολυκινήτων
5560715 νεμεσσωμαι
φύγεν ἕρκος ὀδόντων , δεινόν τ ' ἀργαλέον τε , νεμεσσῶμαι δέ τ ' ἀκούων , εἰ δὴ τοῦτό γε
μαχεσσαίμην ὅς τις πολέμοιο μεθείη λυγρὸς ἐών : ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι περὶ κῆρι . ὦ πέπονες τάχα δή τι κακὸν
5556897 κομεει
τῶν δελφίνων χεῖρον ἀλλὰ κρεῖττον , κατὰ τὴν γέννησιν . κομέει : ἐπιμελεῖται , ἀφ ' οὗ καὶ κομιδὴ ἡ
Ἔξοχα δ ' αὖ μήτηρ ἀταλοὺς ἔτι νηπιάχοντας οὓς παῖδας κομέει : γήρᾳ δ ' ἔνι μητέρα παῖδες . ὡς
5485470 ἀφιλως
οὔ ἀποφάσεως καὶ σύνθεσιν τῆς α στερήσεως , οὐ φίλως ἀφίλως , οὐ σεμνῶς ἀσέμνως . τῇδε ἂν ἔχοι καὶ
ἄκρας φρενός , ἀλλ ' ἐκ βάθους , οὐδ ' ἀφίλως , τουτέστιν οὐδ ' ἄνευ φιλίας τῆς περὶ ταῦτα
5471113 ἀμπλακιας
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι ,
5356410 λυπῃ
διδῷς τἀργύριον , ὥστε τοῦ Διὸς τὴν δύναμιν , ἢν λυπῇ τι , καταλύσεις μόνος . Τί λέγεις ; δι
, περιέστειλεν οἰκείως : ὅρα εἰς ταῦθ ' , ὅταν λυπῇ τι τῶν καθ ' ἡμέραν . οὕτω γὰρ οἴσεις
5328293 ἐμποδιζεται
δίδωσι γὰρ ὁ λέγων , καὶ τὴν ἀπ ' ἄλλων ἐμποδίζεται δόσιν . μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην , εἰδὼς ὅτι
τὸ πτερόν . Αὐαίνεται , τουτέστιν ἡ ἀναγωγὸς αὐτῆς δύναμις ἐμποδίζεται καὶ κατέχεται τῇ γενέσει . Τὰ τῶν διεξόδων στόματα
5316054 νουσῳ
πρότερον τούτων χρὴ ποιῆσαι : ἢν κατ ' ἀρχὰς τῇ νούσῳ παραγένῃ , εἰς μὲν τὸ ποτὸν χρὴ διδόναι οἶνον
τε καὶ προγεγονὸς τύχῃ ἔχων ἤν τε καὶ ἐν τῇ νούσῳ γίνοιτο , καταμανθάνειν χρή . ἢν γὰρ μέλλῃ ἀπολεῖσθαι
5269313 ἀποστερησις
τέλος οὐδέν , τῇ δὲ κακόν , ἡ βλάβη καὶ ἀποστέρησις τῶν οἰκείων τοῦ κλεπτομένου . τὸ αὐτὸ δ '
ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν αἰσχρῶς χρημάτων ἀπαιόληι . .
5260395 συγγονῳ
θέλους ' ἄκοντι κοινώνει κακῶν , ψυχή , θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενί . τούτου δὲ σάρκας . . . .
Πολυνείκει . ζῶσαφρενί ] διεγειρομένη ὑπὸ τῆς ἀδελφικῆς φρενός . συγγόνῳ ] ἀδελφικῇ . θ φρενί ] + γνώμῃ .
5214264 ἀπορεις
ἕως ἂν εἴπῃς . Ἐπειδὴ δὲ σιγᾷς , ὅτι μὲν ἀπορεῖς , συγγνώμην ἔχω σοι , ἃ δὲ τότ '
ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ , θαυμάζεις , ὦ Σώκρατες , καὶ ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετή ; ἀλλ ' οὐ χρὴ
5199305 ἀπαγγελλεις
. Λιμόξηρος παιδοτρίβης ἰδὼν ἄρτον κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις ; ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος παιδαγωγὸς
μῆτερ , καινὴν , ἑτέραν , συμφορὰν ἐμοὶ τῇ φίλῃ ἀπαγγέλλεις . τὸ γὰρ φίλοις ἀντὶ τοῦ φίλῃ . ἢ
5195103 ἀγνοια
λύκον προσίεντο καὶ ὑπέμενον , νομίσαντες πρόβατον : ἡ γὰρ ἄγνοια τοιαῦτα ἐργάζεται τοὺς οὐκ εἰδότας καὶ ἀναγκάζει τἀναντία φεύγειν
' ὧν ὁ πολὺς καὶ βαθὺς ζόφος , ὃν κατέχεεν ἄγνοια τῶν πραγμάτων , ἀνασκίδναται . τοῦτο τῆς ψυχῆς τὸ
5192988 θεωρηθειη
θεωρεῖται ἐν αὐτοῖς . πῶς δὲ τὸ βίαιον καὶ ποικίλον θεωρηθείη ἂν ἐν τῷ ἁπλῷ ; Πληρώσας τὸν περὶ τοῦ
ἀλλὰ μετὰ τελευτὴν μακαρίζειν : τάχα γὰρ ἂν ἐξ ἐκείνης θεωρηθείη καὶ τὸ νῦν ἐπιζητούμενον . εἰ δὴ τὸ τέλος
5191171 ἐπτοηται
ὁ Φαῖδρος περὶ τὸ φαινόμενον κάλλος τὸ ἐν τοῖς λόγοις ἐπτόηται , καὶ ὁ Ἀκουμενὸς ἰατρός ἐστι τοῦ φαινομένου ,
τὰς λέξεις φιλόκαλον καὶ ταῖς νεαραῖς πέφυκε συνανθεῖν ἡλικίαις . ἐπτόηται γὰρ ἅπασα νέου ψυχὴ περὶ τὸν τῆς ἑρμηνείας ὡραϊσμόν
5185044 ἐνθυμησεως
φύσει μάντις ὢν , ἀλλ ' ἀπὸ λογισμοῦ κρίνων καὶ ἐνθυμήσεως . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ θυμόμαντις . . θυμόμαντις
φύσει μάντις ὤν , ἀλλ ' ἀπὸ λογισμοῦ μόνον καὶ ἐνθυμήσεως κρίνων . ἤγουν οὐ τέχνῃ μάντις ὤν , ἀλλ
5184978 ἐπιλαθηται
περὶ αὐτοῦ ἐνθυμεῖται καὶ λογίζεται , ἀπόλλυσι δὲ αὐτὸ ὅταν ἐπιλάθηται . ὥστε γένεσις μὲν ἡ ἡμετέρα ἐπίνοια φθορὰ δὲ
τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ σου , καὶ ἐπιλάθηται ἃ πεποίηκας αὐτῷ : καὶ ἀποστείλασα μεταπέμψομαί σε ἐκεῖθεν
5173018 ἀβλαβης
πατραλοίας , . , . * ? Ἀπήμων : ὁ ἀβλαβής : παρὰ τὸ πήθω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔπαθον
μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος , ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς
5167836 πεπονθας
παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ ] τούτου τοῦ δεσμοῦ ἐλευθερωθῶ . . πέπονθας ἀεικὲς πῆμα ] ὁ χορὸς ἀκούσας τῶν τοῦ Προμηθέως
. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας . καὶ δευτέραις Νεφέλαις : τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων
5146817 χρωννυται
ὁ χυλὸς τοιοῦτός ἐστιν . ἀλλ ' ἐπειδὴ ἀπὸ χολῆς χρώννυται , δεῖ αὐτὸ ὑπόξανθον εἶναι καὶ ὑπέρυθρον . Ἀπὸ
Εἰ δέ τινα καὶ ὑφ ' αἵματος καὶ μελαγχολικοῦ χυμοῦ χρώννυται , ὁ μετ ' ὀλίγον δείξει λόγος . Ἐπεὶ
5145783 φυϲιοϲ
καὶ τριήκοντα : θᾶϲϲον δὲ καὶ βράδιον ἐκ τῆϲ ἑκάϲτου φύϲιοϲ καὶ διαίτηϲ . δεινοὶ μὲν ὦν οἱ πόνοι ,
ἀώρῳ ξυνουϲίῃ , ὡϲ θᾶϲϲον ἀναρρώϲοντεϲ : ἀγνοέουϲι δὲ τῆϲ φύϲιοϲ τὴν αὐτομάτην προθεϲμίην , ἐφ ' ᾗ πάντα γίγνεται
5136624 δειλιᾳ
, ὡς ἔοικε . Φημί . Οὐκοῦν θανάτῳ τε καὶ δειλίᾳ ἐναντιώτατον ζωὴ καὶ ἀνδρεία ; Ναί . Καὶ τὰ
ταράττεται , βοᾷ τε ὡς ὑπ ' ἐκπλήξεως γεγονὼς κάτοχος δειλίᾳ , φωνῇ τε αἰγὸς ἐοικυίᾳ χρῆται , καὶ ὥσπερ
5132010 ὁκκα
φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς ; φοιτῇς δ ' αὖθ ' οὕτως ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με , οἴχῃ δ ' εὐθὺς
. οὐ μόνον δέ κα τούτωι γνοίημεν , ἀλλὰ καὶ ὅκκα ἄμμες ἢ λέγοντες ἢ ἀείδοντες χρήιζομές τι μέγα φθέγξασθαι
5130848 ὀλιγωρια
? [ ] [ ] ! ! ! τοῦ πατρὸς ὀλιγωρία [ ! ! ! ] [ ] μενα ?
, καὶ ταῦθ ' ὑπὸ τῶν σοφωτάτων εἶναι δοκούντων , ὀλιγωρία τοῦ νόμου τοῖς φαύλοις ἐγγίγνεται , ὥστ ' οὐδὲν
5128764 ἀποκρισει
δοκεῖ καλὸν εἶναι , οὗ καὶ νυνδὴ ἐπελαβόμεθα ἐν τῇ ἀποκρίσει , ἡνίκ ' ἔφαμεν τὸν χρυσὸν οἷς μὲν πρέπει
, καὶ κατανεῦσαι ἢ ἀνανεῦσαι , καὶ ἁπλῶς συμβολικῇ χρήσασθαι ἀποκρίσει , οἷον ἆρα Σωκράτης περιπατεῖ ; δύναται γάρ τις
5124592 συγχωρηθειη
, οὕτως οὐδ ' ἂν ἀίδιόν τι εἶδος εἴη καὶ συγχωρηθείη γοῦν τις τοιαύτη φύσις , ἡ πρὸς αὐτὸ ὁμοιότης
ἐδεδώκει σπεύδων τὸν γάμον . Αἰσθόμενος οὖν ὡς , εἰ συγχωρηθείη παρὰ τοῦ δεσπότου , Δάφνις αὐτὴν ἄξεται , τέχνην
5116897 μοιχευεται
πρεσβύτερος ἕως γήρως ζ οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή : μοιχεύεται γάρ η ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου . φρόντιζε θ γενήσῃ
πρεσβύτερος ἕως γήρως γ οὐ παραμενεῖ σοι ἡ γυνή : μοιχεύεται γάρ δ ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου μετὰ γήρως ε γενήσῃ
5110396 νικωμενη
εὐπραξίαν καὶ τοῦθ ' ὑπάρχειν , θεῶν ἀμεινόνων τυχεῖν : νικωμένη γὰρ Παλλὰς οὐκ ἀνέξεται . εἰ σὺ μέγ '
: ὡς καὶ ἂν ἑτέρα μαρτυρία χρηματίσῃ , οὐκ εὐτονήσει νικωμένη ὑπὸ τῆς πρώτης , καὶ μάλιστα ὅταν κατὰ διάμετρον
5098223 διεσωσαμην
Ἤκουσα δὲ περὶ νοῦ τοῦ θύραθεν παρὰ Ἀριστοκλέους , ἃ διεσωσάμην . Τὰ γὰρ κινήσαντα Ἀριστοτέλη εἰσαγαγεῖν τὸν θύραθεν νοῦν
δὲ καὶ πάνυ τοῦ συντεθέντος ἅπαντος μνημονεύεινἃ δ ' οὖν διεσωσάμην : ἤδη μέν τις καὶ ἄλλος χρηστοῦ τινος αὐτῷ
5098167 κοπετος
ὑπὸ τῆς παρθένου καὶ τῶν περὶ αὐτὴν γυναικῶν ἐγίνετο καὶ κοπετός , πολλὴ δὲ κραυγὴ καὶ ἀγανάκτησις ἐκ τοῦ περιεστηκότος
προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι ἄσχετος ἄσπετος
5093076 ὀρεξει
, τὴν δὲ ἐν γνώσει εἶναι , τὴν δὲ ἐν ὀρέξει , καὶ ἐν τῷ ἄλλην ἄλλα βλέπειν καὶ ἅπερ
πρὸς τὸ καλὸν ὡρμημένους , καὶ θεασάμενος τὸ ἐν τῇ ὀρέξει τοῦ κάλλους ἡδύ , διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῆς ἡδονῆς
5092290 πεπυσται
σφισιν οὐ πείθομαι , πειθέσθω δὲ ὅστις τὰ Ἐπιδαυρίων οὐ πέπυσται . τὸ δ ' ἐπιφανέστατον Ἀργείοις τῶν Ἀσκληπιείων ἄγαλμα
' ἐνὶ μεγάρῳ : μήτηρ δ ' ἐμὴ οὔ τι πέπυσται , οὐδ ' ἄλλαι δμῳαί , μία δ '
5091084 ξυμφορᾳ
. αὐτὸς ὅδε ὁ Ποίαντος παῖς , οὐκ ἄδηλος τῇ ξυμφορᾷ , μόλις καὶ χαλεπῶς προβαίνων . ὢ τοῦ χαλεποῦ
πολλοὺς καλῶς οἷός τε συντέμνειν λόγους . Ἐγὼ δὲ καινῇ ξυμφορᾷ πεπληγμένος ἱκέτης ἀφῖγμαι πρὸς σέ . Τοῦ χρείαν ἔχων
5088747 γλωσσῃ
τῆς μανίης , στέρησις τοῦ ὀφθαλμοῦ γίνεται . Ὁκόσοι τῇ γλώσσῃ παφλάζουσι τῶν χειλέων μὴ κρατέοντες , ἐὰν ταῦτα παύσηται
μικρὸν ἔχουσα τὸν στάχυν , πικρὸς τῇ γεύσει καὶ τῇ γλώσσῃ ἀναξηραντικός , ἐπιμένων τῇ εὐωδίᾳ . διαπιπράσκεται δὲ καὶ
5088578 διετελεσας
ἀπεκρίνατο : „ οἶδα , ὡς πολλάκις ἐμοῦ ἕνεκεν ἀργὸς διετέλεσας : καὶ δοκεῖς κατενεγκεῖν με τῆς πέτρας καὶ σεαυτῷ
εἰ ταῦτα πειθοίμην . ἀλλὰ τί οὐκ ἐκεῖνον τὸν λόγον διετέλεσας , ὡς τὰ δοκοῦντα οὐκ ἔστιν χρήματα , χρυσίον
5086802 ἰητρος
θοῦται σὺν τῇ ἔσωθεν διορθώσει . Ἔπειτα δὲ ἐς ταῦτα ἰητρὸς οὐδεὶς ἄλλος ἐστὶ τοιοῦτος , εἰ ἐθέλοι καὶ μελετᾷν
ἐπὶ σάλου πορευομένοισιν . Τίς γὰρ ὦ πρὸς Διὸς ἠδελφισμένος ἰητρὸς ἰητρεύειν πεισθείη ἀτεραμνίῃ ; ὥστ ' ἐν ἀρχῇ ἀνακρίνοντα
5085989 καθεστηκοτος
φησὶν ἐκεῖνος ἐν τοῖς περὶ τῶν ὀχουμένων , παντὸς ὑγροῦ καθεστηκότος καὶ μένοντος τὴν ἐπιφάνειαν σφαιρικὴν εἶναι , σφαίρας ταὐτὸ
καθαρὸν ποιεῖ τὸν λόγον . αὐτίκα τὸ ἐπειδὴ γὰρ οὐ καθεστηκότος χορηγοῦ καὶ τῇ ἐννοίᾳ καὶ τῷ σχήματι περιβεβλημένον ἐὰν
5080445 ληρουντα
τέρπει γυναῖκα . ” πρὸς τοῦτο οὐχ ὑπήνεγκεν ἡ Λευκίππη ληροῦντα τὸν Σωσθένην , ἀλλ ' : “ Ὦ κακὸν
σέ , ὃς ὑπ ' αἰδοῦς , οἶμαι , ἀνέχῃ ληροῦντα ἤδη τοσαῦτα ἔξω τοῦ πράγματος . Εἰπέ μοι ,
5079994 νοσωδης
, ὅτι καλὸν εἴη ὧδέ που , ἔφη : Ἀλλὰ νοσώδης ὁ τόπος . Σχολαστικὸς νοσῶν συνετάξατο τῷ ἰατρῷ ,
, ὅσον ἱκανόν ἐστιν τῷ τρεφομένῳ . κἂν μέν τις νοσώδης ὑποπίπτῃ διάθεσις , ταύτην δεῖ ἀκολούθως ἀνασκευάζειν , τοῦ
5079455 μεμηνε
Ὠκεανοῖο ῥέεθρα δύεθ ' ὑποπτώσσουσα περικλυτὸν Ὠρίωνα ἠέρα συγκλονέουσα , μέμηνε δὲ χείματι πόντος : τῇ εἰκὼς οἴμησεν ὅπῃ †
ἐπιτηδεύμασιν ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς κεχωρισμένων . ὅταν τοίνυν λέγῃς ὅτι μέμηνε , προστίθει καὶ ὅτι γυνὴ οὖσα μέμηνε , καὶ
5077683 μωρος
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ
5067492 κακῃ
ὡς καὶ τό τῆς δ ' ἦν τρεῖς κεφαλαί . κακῇ δήσαντες ἐν αἴσῃ : ἐν κακῇ μοίρᾳ . οἱ
γῆν Μαριανδυνῶν : δὴ γάρ σφεας ἐξεσάωσεν αὐτῇσιν νήεσσι , κακῇ χρίμψαντας ἀέλλῃ . τῇ ῥ ' οἵγ ' αὐτίκα
5065651 εὐψυχος
' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη
θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου
5065398 ὑφαιρεισθαι
καὶ Ἀμφίονι ἐν κοινῷ γῆς χῶμά ἐστιν οὐ μέγα . ὑφαιρεῖσθαι δὲ ἐθέλουσιν ἀπ ' αὐτοῦ τῆς γῆς οἱ Τιθορέαν
ἔρωτι τῶν ἀλλοτρίων ἐπιμανεὶς κλέπτειν ἐπιχειρῇ καὶ μὴ δυνάμενος εὐπετῶς ὑφαιρεῖσθαι τοιχωρυχῇ νύκτωρ , προκάλυμμα ποιούμενος ὧν ἀδικεῖ τὸ σκότος
5060111 κακουργου
θῦμακαὶ ζημιωθῇ [ ὁ Λαμπριάδης ] ὁ δῆμος , ὡς κακούργου καὶ λοιδόρου ὄντος τούτου τοῦ δήμουἢ ὁ Λαμπριάδης ,
διὰ τό σέ μου ἀφορμὴν πᾶσαν λύειν . Ὅτι γνώμην κακούργου καὶ πλεονέκτου λόγος οὐ πείθει , κἂν ἀληθὴς τυγχάνῃ
5056527 μανιωδες
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν ,
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς
5055838 ἀφροσυνη
ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος
φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον
5051063 ἀναιδους
καὶ πλεονεκτικόν , ταῦτα καὶ παρ ' ἑκόντος λαμβάνειν ὁμοίως ἀναιδοῦς τινὸς καὶ φιλοκερδοῦς ἀνδρὸς καὶ πλεονέκτου : αἰτεῖν δέ
τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ ' ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου .
5047383 Ἰδαι
πιθέσθαι . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη Τελαμώνιος Αἴας : Ἰδαῖ ' Ἕκτορα ταῦτα κελεύετε μυθήσασθαι : αὐτὸς γὰρ χάρμῃ
' ἤρξατο : οὕτω παρὰ τοῖς πολεμοῦσιν . Ὅμηρος : Ἰδαῖ ' , Ἕκτορι ταῦτα κέλευ : Αἴαντα γὰρ προὐκαλέσατο
5043697 δειλια
θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , κάλλος ,
κακίας πρὸς τοῖς τῶν πολεμίων : οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία . καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
5043670 ἐπιφανεστερος
' αὖ φιλοχρήματος καὶ φιλόπλουτος , ὁ δὲ τρίτος ἀμφοτέρων ἐπιφανέστερός τε καὶ μᾶλλον τεταραγμένος , ὁ φιλότιμος καὶ φιλόδοξος
' αὖ φιλοχρήματος καὶ φιλόπλουτος , ὁ δὲ τρίτος ἀμφοτέρων ἐπιφανέστερός τε καὶ μᾶλλον τεταραγμένος , ὁ φιλότιμος καὶ φιλόδοξος
5041181 ψυξιοϲ
πορρωτάτω μὲν τοῦ οἰκείου θάλπεοϲ , ἐγγυτάτω δὲ τῆϲ ἔξω ψύξιοϲ . ἐν γὰρ τῇ νειαίρῃ γαϲτρὶ κατωτάτω ἵζει προϲωτάτω
ἀρχὰϲ ἴϲχῃ ἐπιμήκεαϲ , βάροϲ , δυϲκινηϲίη , νάρκη : ψύξιοϲ αἴϲθηϲιϲ , ἄλλοτε θάλπεοϲ ὑπερβολή . ὕπνοι ϲμικροί ,
5040420 ὀδυνῃ
πικρὸν ἀπολιπεῖν οἰκείους . ἐφερόμην οὖν σὺν ὀδυρμοῖς τε καὶ ὀδύνῃ , πυκνὰ ἐπιστρεφόμενος πόθῳ τῆς τῶν τειχῶν ὄψεως .
οὔσης , τούτῳ τε καὶ τοῖς τοιούτοις χρηστέον : σὺν ὀδύνῃ δὲ μείζονι τοῦ μορίου ῥευματισθέντος , μηδὲ οὕτως μὲν
5035555 θρασυτητι
ἤγουν τῶν ἀγώνων ἢ τῶν βραβείων , ἐν τόλμῃ καὶ θρασύτητι καὶ σθένει καὶ ἰσχύϊ . ἀμφότερα δὲ τέθεικεν ,
ταραχώδης , σπασμὸν ἐνίοισι σημαίνει . Αἱ ταραχώ - δεες θρασύτητι ἐγέρσιες παράφοροι , πονηρὸν , καὶ σπασμώδεες , ἄλλως
5026929 ἀσυνηθους
ὄντως θαῦμα καὶ ἔκπληξις : ἔκπληξις δὲ καὶ φόβος ἐξ ἀσυνήθους φαντασίας . § ἢ ἐκπληκτικά τινα ὑπερβαίνοντα τὴν ἀλήθειαν
τε καὶ ψάλλειν καὶ αὐλεῖν ἄκρως εἰδότες ὅταν κρούσεως ἀκούσωσιν ἀσυνήθους , οὐ πολλὰ πραγματευθέντες ἀπαριθμοῦσιν αὐτὴν εὐθὺς ἐπὶ τῶν
5019914 αἰδειται
παρ ' Ἕρμον Φεύγει , οὐδὲ μένει , οὐδ ' αἰδεῖται κακὸς εἶναι . Οὐ γὰρ ἄν , ἔφη ,
δέχθαι , ἐπεὶ πάντη καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν Ξεινίου αἰδεῖται Ζηνὸς θέμιν ἠδ ' ἀλεγίζει . ” Ὧς φάτ
5017611 καθικετο
. ὃ δὲ ἀγανακτήσας ὁ Ἡρακλῆς τῷ πλήκτρῳ τοῦ Λίνου καθίκετο καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν . Σάτυρος ὁ αὐλητὴς Ἀρίστωνος τοῦ
χειμάζομαι , Σαρπηδόν ' , αἰχμὴ μὴ ' ξ Ἄρεως καθίκετο . κλέος ? γὰρ ἥκειν Ἑλλάδος λωτίσματα πάσης ?
5015587 καθαρμα
ταυρηδὸν ὑποβλέψας αὐτὸν „ μαίνῃ „ , ἔφη ” ὦ κάθαρμα . ” τοῦ δ ' οὐ μόνον πρὸς ὀργὴν
βάραθρον . ” καὶ ὁ Ξάνθος : „ παῦε , κάθαρμα : ἦ οὐκ οἶσθ ' ὅτι ταύ - την
5012301 ἀλλοιον
τοῦ ὥς : „ οἷον ἀναΐξας „ . Τυραννίων δὲ ἀλλοῖον ἀναγινώσκει ὡς ἑτεροῖον , ὁμοίως τῷ ” ἀλλοῖός μοι
κατὰ τὴν ὕπαρξιν , πολυειδὲς δὲ κατὰ μέθεξιν , ἄλλοτε ἀλλοῖον διὰ τὴν αὐτῶν ἀσθένειαν τοῖς μετέχουσι φανταζόμενον , καὶ
5002627 ἀφραινειν
καὶ πινύσω τὸ φρονῶ , ἐξ οὗ καὶ ἀπινύσσειν τὸ ἀφραίνειν . νοήματα : μηχανήματα . Οἵδε : ἰχθύες ,
καὶ ἡ τιμωρία . καὶ ἡ ὕβρις . μαίνεσθαι : ἀφραίνειν . καὶ ὀξέως πολεμεῖν . μάλα : λίαν .
4999795 ἀπαθως
μὲν οὔπω τῆς ψυχῆς ἐχούσης εὖ , μὴ γιγνομένου δὲ ἀπαθῶς ἰσχούσης τοῦ αἰτίου τοῦ πάθους τοῦ περὶ αὐτὴν ὁράματος
ταύτης , ἐκείνην δὲ ἀληθεστέραν τῇ οὐσίᾳ οὖσαν εἰδῶν μόνων ἀπαθῶς εἶναι θεωρίαν . Ἀπὸ δὴ τούτων τῶν εἰδῶν ,
4992335 διοραν
ἀπορρήτῳ φυλάττει κοὐκ ἐᾷ θολερὸν περὶ αὐτὰς οὐδὲν εἶναι , διορᾶν τε , ὥσπερ ἐν κατόπτρου αὐγῇ , πάντα γιγνόμενά
χαλεπῶς βιούντων . τὰ δὲ τοιαῦτα ἔφη καὶ τὰ θηρία διορᾶν . τοὺς μὲν γὰρ πελαργοὺς τὰ θερμὰ τοῦ θέρους
4987572 ἐπιφθεγγεται
ὅταν ὁ κρατῶν τὴν εὐτυχίαν φέρῃ κατ ' ἄνθρωπον . ἐπιφθέγγεται γὰρ ἕκαστος ἐπὶ τῇ τούτων μνείᾳ διότι τῆς νίκης
οὗτος , καὶ τῶν ὁρώντων ἕκαστος εὐθὺς τὸ προχειρότατον ἐκεῖνο ἐπιφθέγγεται , ” τί κυνὶ καὶ βαλανείῳ ; “ Καὶ
4984401 φιληδονια
ἤδη τοὺς βίους , φιλαργυρία μὲν νόσημα μικροποιὸν ὄν , φιληδονία δ ' ἀγεννέστατον . οὐ δὴ ἔχω λογιζόμενος εὑρεῖν
τὰ κακά , φιλαργυρία τε καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονεικία καὶ φιληδονία καὶ τἆλλα , ὁπόσα τούτοις ἐμφερῆ ἐστιν . ἕκαστος
4981564 νεκροισιν
οἴμοι θανοῦμαι πρὸς δυοῖν ἀσύμμαχος . τὴν δ ' ἐν νεκροῖσιν οὐ στένεις δάμαρτα σήν ; ἦ γὰρ τέθνηκεν ;
ποταινίου : ἰὼ δύστανος , οὔτ ' ἐν βροτοῖς οὔτε νεκροῖσιν μέτοικος , οὐ ζῶσιν , οὐ θανοῦσιν . Προβᾶς
4979329 αἱρετῳ
λέγονται . ὁ δὲ βουλευσάμενος περί τινος καὶ συγκαταθέμενος ὡς αἱρετῷ συνακολουθούσης καὶ τῆς ὀρέξεως , προαιρεῖσθαι λέγεται αὐτό .
προγίνεται δὲ οὕτως , τῷ πρώτως τὸν λογισμὸν συγκατατίθεσθαι ὡς αἱρετῷ τινι , μετὰ δὲ ταῦτα τὴν ὄρεξιν παρακολουθεῖν τοῦ
4968506 ἀποστατει
καρδίαις μᾶλλον ἐνέστακται , καὶ οὔτ ' ἀέρος οὔτε θαλάσσης ἀποστατεῖ ἡ γαμήλιος θεὰ , ἀλλὰ καὶ ἔχις αὐτὸς ὁ
, ἄφερτον φίλοισιν , δυσίατον : ἀλκὰ δ ' ἑκὰς ἀποστατεῖ . τούτων ἄιδρίς εἰμι τῶν μαντευμάτων . ἐκεῖνα δ
4966812 συμβουλευομενου
: ξεῖνος δὲ ξείνῳ εὖ πρήσσοντί ἐστι εὐμενέστατον πάντων , συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα . Οὕτω ὦν κακολογίης
ῥήμασιν ἐρωτήσω τὸν κύριον ἵνα ἱλατεύσηταί μοι ; ταῦτά μου συμβουλευομένου καὶ διακρίνοντος ἐν τῇ καρδίᾳ μου βλέπω κατέναντί μου
4966708 παιδισκαριου
πίσσης ἢ τροχοῦ πρὸς τὸ ἐξειπεῖν ἃ οἶδεν , ἀλλὰ παιδισκαρίου νευμάτιον , ἂν οὕτως τύχῃ , ἐκσείσει αὐτόν ,
δέ μοι εἰπέ : οὐδέποτ ' ἠράσθης τινός ; οὐ παιδισκαρίου , οὐ παιδαρίου , οὐ δούλου , οὐκ ἐλευθέρου
4966313 μιαινεται
μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς
τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν
4965525 ἐγγιγνεται
ϲταφυλὴ καὶ τὸ πεπαίνεϲθαι τοῖϲ καρποῖϲ ἅπαϲι παρὰ τῆϲ ἡλιακῆϲ ἐγγίγνεται θερμότητοϲ , εὔδηλον ὡϲ τὸ μὲν ἀτελέϲτερον καὶ ψυχρότερον
διὰ τὴν τῆς κοιλίης σκληρότητα . Τῇσι δὲ γυναιξὶν οἰδήματα ἐγγίγνεται καὶ φλέγμα λευκόν : καὶ ἐν γαστρὶ ἴσχουσι μόλις
4962445 ἀμαθια
χρήσιμα εἶναι πρὸς τοῦτο . φαίνοιτο γὰρ ἂν ἡμῖν ἡ ἀμαθία πρὸς ἐπιστήμην χρήσιμος οὖσα , καὶ ἡ νόσος πρὸς
ὦμεν παλίμβουλοι καθεστήξει : ἔσται . ἀκινήτοις : ἀμεταθέτοις . ἀμαθία τε μετὰ σωφροσύνης . . . : τὴν μὲν
4956588 ἀκαμπης
προέφερον , ἀνακόπτοντα αὐτοὺς τοῦ ἐγχειρήματος . σιδηρόφρων γὰρ καὶ ἀκαμπὴς καὶ σκληρὸς θυμὸς αὐτῶν ἔπνει ἀναπτόμενος τῇ ἀνδρείᾳ ,
. καὶ ὁ φλοιὸς τῆς μὲν ἄρρενος παχύτερος καὶ περιαιρεθεὶς ἀκαμπὴς διὰ τὴν σκληρότητα , τῆς δὲ θηλείας λεπτότερος καὶ
4953875 Τημενεω
ἴσως ὅτι ὕστερον τῆς κρίσιος , καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου
ἢν μὴ ἀναξίως τῆς περιβολῆς τῆς νούσου , οἷον τῇ Τημένεω ἀδελφιδῇ ἐκ νούσου ἰσχυρῆς ἐς δάκτυλον ἀπεστήριξεν , οὐχ
4949751 ἐξενεγκῃ
, μή τις ἴδια κέρδη περιβαλλόμενος πρὸς τοὺς πολεμίους αὐτὰ ἐξενέγκῃ , δέον αὐτοῖς ὥσπερ μυστηρίου ἀπορρήτου φυλακῆς : ὑμῖν
δηλονότι . δακτύλιος οὑτοσί : Δίδωσιν αὐτῇ δακτύλιον , ἵνα ἐξενέγκῃ τὴν ἐμπίδα τοῦ ὀφθαλμοῦ . ἐκσκάλευσον : Ἐξένεγκε .
4945453 ἀδρανης
ἔχων τὸ ἐν αὐτοῖς φῶς , καὶ ἄλλος τὴν χεῖρα ἀδρανὴς ὢν ἐγκρατὴς ᾤχετο . γυνὴ δέ τις ἑπτὰ ἤδη
τῆς τοῦ ὡροσκόπου ἐπαναφορᾶς , παντάπασιν ἀχρημάτιστος καὶ ἄπρακτος καὶ ἀδρανὴς καὶ ἀργὸς πρὸς πᾶσαν ἀποτελεσματικὴν ἐνέργειαν γίνεται , καὶ
4942557 στρεβλος
τὸ δὲ τυφλός ὀξύνεται ἐπιθετικὸν ὂν , ὥσπερ καὶ τὸ στρεβλός καὶ ἐσθλός . σεσημείωται τὸ μοχλός ὀξυνόμενον . Τὰ
ὡς στήσω στήλη . οὕτως Φιλόξενος . . , : στρεβλός : παρὰ τὸ στρέφω καὶ διαστρέφω . . ,
4941233 ἰθυει
ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι πάννυχοι ἐγρήσσοντες : ὃ δὲ κρειῶν ἐρατίζων ἰθύει , ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ
μὲν πρόδομον μετανίσσεται , ἄλλοτε δ ' αὖτε ἐς λέχος ἰθύει , ποτὲ δ ' ἐν κονίῃσι ῥιφεῖσα κωκύει ῥοδαλῇσιν
4941081 ἀληθειῃ
ἀσκήσας ἀπέπεμψε , ὡς ἑωυτοῦ θυγατέρα διδούς , ἐοῦσαν τῇ ἀληθείῃ Ἀπρίεω , τὸν ἐκεῖνος ἐόντα ἑωυτοῦ δεσπότην μετ '
Τοῦ γὰρ αὐτοῦ γλιχόμεθα οἵ τε ψευδόμενοι καὶ οἱ τῇ ἀληθείῃ διαχρεώμενοι : οἱ μέν γε ψεύδονται τότε ἐπεάν τι
4936613 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
4932077 ἰσοδυναμουσα
ἄλλα πλεῖστα . πρὸς οἷς ἀντὶ τούτων ἑτέρα θέσις ἔστιν ἰσοδυναμοῦσα , ἡ γυναικός ἀντὶ τοῦ γυνῆς , ἡ μέγας
αὐτοῦαὐτεῖ , ᾧ συνῄει πρόθεσις ἡ ἐπί , ἡ νῦν ἰσοδυναμοῦσα τῇ ἀπό , καθὸ καὶ ἐν ἑτέροις ἡ ἀπό
4929522 ἀσυνετος
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται .
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον
4928801 τεχνηεντες
[ . . Θ , : ] ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο . δειπνεῖν με δίδασκε : 〚 Τοῦτο γὰρ
δ ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον : ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο , οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν
4927995 ἀνησει
πάθος . . . . οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ : ὅτι τὸ πάλιν εἰς τοὐπίσω ,
γὰρ μὴ ἔσται μὴ ὄν , ἀλλά πῃ τοῦ εἶναι ἀνήσει πρὸς τὸ μὴ εἶναι , εὐθὺς ἔσται ὄν .
4927961 νοησει
ἄλλου κατηγοροῖ : ὁ δὲ αὐτὸ νοῶν ὅτι ἀγαθὸν πάντως νοήσει τὸ ἐγώ εἰμι τὸ ἀγαθόν : εἰ δὲ μή
, οὐδὲ τὸ μὴ πεφυκὸς νοεῖσθαι τῇ οὐσιώδει καὶ πολλῇ νοήσει , ὡς ἐπὶ τοῦ ἑνός , ἀλλὰ τὸ μηδεμίαν
4922916 ἀγωνιᾳ
: ἐν δὲ τῷ τοῦ βίου σταδίῳ καὶ τῇ δεῦρο ἀγωνίᾳ τίς ἂν γένοιτο ἀνταγωνιστὴς ἀνδρὶ ἀγαθῷ , πλὴν τῆς
. αἶρε δάκτυλον : τίθεται ἐπὶ τῶν ἀπαγορευόντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ . ἐπαίρεσθαι γὰρ τὴν χεῖρα σύμβολον τοῦ νενικῆσθαι .
4917426 ἀκρασια
μὴ ἁλίσκονται . κακία μὲν οὖν ἁπλῶς οὐκ ἔστιν ἡ ἀκρασία , ἀλλά πῃ ἴσως , διὰ τὸ μὴ ὅλην
δύνει . Εὐκτήμονι καὶ Δοσιθέῳ χειμὼν καὶ ὑετία . Καίσαρι ἀκρασία ἀέρος . κϚʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ :
4912826 ἀχρηματιας
ἐκεῖνος δὲ οὐκ αἰσχύνεται . λέγοντι δέ σοι περὶ τῆς ἀχρηματίας ἴσως μὲν οὐδεὶς ἀντερεῖ : εἰ δ ' οὖν
τιμαὶ βεβαιούσθωσαν : ὥστε μηδεὶς μοχθηρὸς ἄπορος ὑπείλλων καὶ ὑποστέλλων ἀχρηματίας οἴκτῳ τὸ δίκην δοῦναι παρακρουέσθω , δεδρακὼς οὐκ ἐλέου
4904963 ἐπιλησεται
γὰρ τὸν Δία . : Ὃ ὁρῶν ὁ Ζεὺς οὐκ ἐπιλήσεται τῆς εἰς ἐμὲ ὀργῆς . : πηγὴν κλοπαίαν :
ἐγκείμενος , οὐδὲ ἀμελῶς θεωρεῖν . οὐδὲ φιλάργυρος τῶν δραχμῶν ἐπιλήσεται τούτων ὧν ἀπέθηκεν εἰς τὸ ταμιεῖον φέρων , διὰ
4901165 κωλυεται
ὕδωρ μὴ προσεπιλαμβανόμενον μήτε διάστημα μήτε τόπον , ὅμως οὐ κωλύεται κινεῖσθαι τῶν μορίων ἀλλήλοις ἀντιμεθισταμένων ὥσπερ ἐν ταῖς δίναις
ὑλικὸν αἴτιον , ὃ κατὰ μὲν τὸ προσεχὲς θεωρούμενον οὐ κωλύεται εἶναι γενητόν , ἀναλυόμενον δὲ εἰς ἔσχατον καὶ εἰς
4900831 ἐμμενετικος
ἀκρατὴς τοῦ ἐγκρατοῦς οὐκ ἔστι βελτίων : οὐκ ἄρα ὁ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ ἐγκρατής , οὐδὲ ὁ ἐκστατικὸς ἀκρατής .
, καὶ ὅτι ὁ αὐτός ἐστιν ὁ ἐγκρατὴς καὶ ὁ ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ , ἤτοι τῇ δόξῃ , ἤτοι καὶ
4897614 φρονει
σῖτον ἄγοι καὶ ἐν Κιλικίᾳ κρόκον : λείπει , οὐ φρονεῖ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον : λέγεται γὰρ ἐπὶ τῶν
δὲ πλοῦτον ἢ σθένος μᾶλλον φίλων ἀγαθῶν πεπᾶσθαι βούλεται κακῶς φρονεῖ . στείχομεν οἰκτροὶ καὶ πολύκλαυτοι , τὰ μέγιστα φίλων
4895990 συναλγων
Διῒ , καὶ οὐδὲν ὑπ ' αὐτοῦ δεινὸν πέπονθας ἐμοὶ συναλγῶν . Ἄλλως . ἐπαινῶ σε , φησὶν , ὅτι
. . ] Θαυμάζω σε πῶς οὐδὲν πέπονθας ὑπὸ Διὸς συναλγῶν μοι . ἌΛΛΩΣ : ζηλῶ σε , φησίν ,
4892674 ὑπελθῃ
ἢ ἄλλως πως λελεπτυσμένοισι χολὴ μέλαινα ἢ ὁκοῖον αἷμα μέλαν ὑπέλθῃ , τῇ ὑστεραίῃ ἀποθνήσκουσιν . Δυσεντερίη ἢν ἀπὸ χολῆς
τὰ διαμασσήματα : αἱ δὲ ὀδύναι γίνονται , ὅταν φλέγμα ὑπέλθῃ ὑπὸ τὰς ῥίζας τῶν ὀδόντων : ἐσθίονται δὲ καὶ
4888819 βρωϲιν
' ὅτε κἀν τοῖϲ ἐπιτεταμένοιϲ κρύεϲιν . λυϲϲήϲαντεϲ δὲ καὶ βρῶϲιν καὶ πόϲιν ἀποϲτρέφονται καὶ διψώδειϲ μέν εἰϲιν , οὐ
ἐν τοῖϲ | ἐπιτεταμένοιϲ κρύεϲιν . λυϲϲήϲαϲ δὲ ἀποϲτρέφεται καὶ βρῶϲιν καὶ πόϲιν , καὶ φλέγμα πολὺ καὶ ἀφρῶδεϲ ἐκ
4888657 πραϋνεται
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ
4885661 ἀλαζονεια
λαλεῖν τι . τῶν ἡδυσμάτων πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῇ ἀλαζονεία : τὸ καθ ' ὅλου δὲ τῶν τεχνῶν ὄψει
. Θ . ἀλαζονεία . . . ἡμετέρα ἀτιμία αὐτοῦ ἀλαζονεία καὶ ἔπαρσις . Θ . υἱὸς Σταμνίου : 〚

Back