ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι πάννυχοι ἐγρήσσοντες : ὃ δὲ κρειῶν ἐρατίζων ἰθύει , ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ | ||
μὲν πρόδομον μετανίσσεται , ἄλλοτε δ ' αὖτε ἐς λέχος ἰθύει , ποτὲ δ ' ἐν κονίῃσι ῥιφεῖσα κωκύει ῥοδαλῇσιν |
ὃ δὲ κρειῶν ἐρατίζων ἰθύει , ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν | ||
στέρνοις τὰ σὰ κήδεα , μηδ ' ἀγόρευε πᾶσιν ὅσα πρήσσει , μηδ ' ἔννεπε πάντα τοκεῦσι . μούνη δ |
δεδεμέναι ὦσιν . καὶ Ὅμηρος δετὰς λέγει : καιόμεναί τε δεταί : ἴσως οὐκ αὐτάς , ἀλλὰ τὸ πῦρ τὸ | ||
ἡ συνδεδεμένη ἐκ παπύρων . καὶ Ὅμηρος : καιόμεναί τε δεταί . Γ τὰς δετὰς ] τὰς λαμπάδας . τωθάσω |
, ὁμοῦ , ἀντὶ τοῦ ἔξω τῆς θαλάσσης συνεξορμῶντες . ἀΐσσουσι : συνορμῶσι , πηδῶσιν . Ἑλκόμεναι : συρόμεναι . | ||
ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν , καιόμεναί τε δεταί , τάς |
: ταύτῃ ἐδόθη ἐλατήριον κατάποτον ἰσχυρότερον τοῦ δέοντος , καὶ ἀπήμεσε χολὴν ξυγκεκαυμένην ὑπό τε τῆς ἀσιτίης καὶ τοῦ πυρετοῦ | ||
οἶδεν . Λοίγιον : θανάσιμον , ὀλέθριον , φθαρτικόν . ἀπήμεσε : ἀπέπτυσεν , ἐξέρασεν , ἐξέχεεν , ἐξέχυσεν , |
, τῶ κε μάλ ' ἤ κεν ἔμεινε , καὶ ἐσσύμενός περ ὁδοῖο , ἤ κέ με τεθνηυῖαν ἐνὶ μεγάροισιν | ||
ἐνόησε πατρὸς ἐριγδούποιο μέγα βρομέουσαν ὁμοκλήν , ἔστη δ ' ἐσσύμενός περ ἐπὶ πτολέμοιο κυδοιμόν . Ὡς δ ' ὅτ |
πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται , ὣς τοῦ πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν : τὸν δὲ μέγα κῦμ | ||
Ἰνοῦς . κρεαγρεύτους : καὶ Ὅμηρος ὡς τόσον πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν . τὴν δὲ πέτραν ἐκείνην κρεάγρευτον εἴρηκε |
ἐν λίμναις τρέφω . Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Ἐγὼ δὲ φλυκταίνας γ ' ἔχω , χὠ πρωκτὸς ἰδίει πάλαι , | ||
, ὕδωρ . ποιεῖ δὲ πρὸς χημώσεις καὶ προπτώσεις καὶ φλυκταίνας καὶ ἕλκη προέχοντα καὶ ῥυπαρὰ καὶ πρὸς περιωδυνίας καὶ |
χρῶνται τῇ τῶν λοφούρων : ἡ γὰρ δριμεῖα καὶ ἰσχυρὰ διαθερμαίνει μᾶλλον ἢ καὶ ξηραίνει . Χρὴ δὲ καὶ πρὸς | ||
ὁμολογῶ μὲν γὰρ εἶναί τινας , οἷς ἔνια τῶν γινομένων διαθερμαίνει τὴν φαντασίαν οὐδὲ θεάτρου χωρὶς ἠρεμοῦσαν . οὐ μὴν |
βιήσεται αἰνὰ παθόντα ἀργαλέου ὑδέροιο , τότ ' αὖ κακότητα φράσασθαι δύστλητον : τοίην γὰρ ἐπὶ στυγερὴν ἄγει ἄτην . | ||
. Καὶ δὴ , ὅ τι ᾔσθετο , οὐ δυνάμενος φράσασθαι , ἔβρυξε τοὺς ὀδόντας , καὶ παρέτραγε τοῦ ὄφιος |
καὶ εὐκράτων χρᾶσις ἀμείνων . κατταυτὰ δὲ καὶ ἀὴρ ἐπιτάδειος θάλπους καὶ ῥίγους ἔχων τὰν συμμετρίαν , καὶ οἴκησις δὲ | ||
' ἀμπεχόνης σκέπῃ χρῆσθαι διὰ τὰς ἀπὸ κρυμοῦ | καὶ θάλπους ἐγγινομένας τοῖς σώμασι ζημίας , οὗ χάριν μαῖαι καὶ |
' ἔχει κεράων σκαιὸς πόρος , ὅστ ' ἐπὶ δισσὴν εἱλεῖται στροφάλιγγα , βιοῦ κεράεσσιν ἐοικώς . τοῦ καὶ πρὸς | ||
τῇ ἀστραπῇ τῶν ὅπλων : κατόπιν δὲ αὐτοῦ ζάλη ἀνέμου εἱλεῖται πομπὸς τοῦ εἰδώλου . ἐπιλείψει με ἡ φωνή , |
ὑγραϲμὸν καὶ ἐϲ διαπνοὴν τῶν κακῶν χυμῶν . τροφὴ δὲ καθαρή , εὔχυμοϲ , εὔπεπτοϲ , ἁπλῆ . καὶ δίαιτα | ||
τὰ ἔξω ἡ φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν |
οὔτ ' ἂν ἐν σίμβλοις παραχειμάσαιεν , οὔτε κατὰ τοὺς κατοικιδίους μῦς ἐν ὀρόφοις τε καὶ ταῖς τῶν τοίχων ὀπαῖς | ||
. κασίαν μετὰ ῥοδίνου ἔνσταζε . ἄλλο . σίλφας τὰς κατοικιδίους μετὰ ῥοδίνου θερμαίνων ἔνσταζε . [ ηʹ . Πρὸς |
πάλιν μεθ ' ἧς ὕστερον ἐχρῶντο μανίας , ἀλλά τινι λύσσῃ φόβῳ συγκεκραμένῃ πλησίον γενόμενοι ταῖς ἀπὸ τῶν βελῶν νιφάσι | ||
ὡς ἔστιν εἰκάσαι τῆς μελαίνης καὶ μέθης παρατροπαῖς καὶ τῇ λύσσῃ τῇ ἀπὸ τῶν λυσσώντων κυνῶν συμβαινούσῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν ἀπεικάζει |
διὰ πολλῶν καὶ δεδοκιμασμένων αἱρέσεων ἐπιδιασαφήσομεν . ἕκαστον γὰρ εἶδος σχηματογραφίας ἰδίως ἐστὶ δυναστικόν , συγκρινόμενον δὲ ἕτερον πρὸς ἕτερον | ||
οὐκ ἀπᾴδουσα , δῆλον ἂν εἴη οὐ μόνον ἐκ τῆς σχηματογραφίας τῆς καθ ' ἕκαστον , ἀλλὰ κἀκεῖθεν : πᾶν |
χάσμα ἐνέπεσεν , οὗ δὴ καὶ μαντεῖον ἐστίν . Εἰς πάγας ὁ λύκος : ἐπὶ τῶν ἁρπαζόντων μὲν , κατασχεθέντων | ||
„ προπέτειαν καὶ θράσος ἀναίσχυντον ἢ τὰς ἐπ ' ἐνέδρᾳ πάγας ἤ τι τῶν ὁμοιοτρόπων , ὦ | οὗτος , |
: ἱμασσομένης δ ' ἔτι ῥιπῆς , πυκνὰ βιαζομένοιο τινασσομένου κενεῶνος , ῥηγνυμένων νεφέων καναχὴ βαρύφωνος ὁδεύει : βροντὴ δὲ | ||
νεφρῶν ποιητέον ἐπί τε βουβῶνα προχωρητέον ἐν λοξῇ τῇ τοῦ κενεῶνος θέσει , καθ ' ὃν ὑφηγοῦνται τόπον αἱ ἀλγηδόνες |
δὲ θρασύτητα καὶ δειλίαν , καὶ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς τὰς ἀντιθέτους κακίας , αἳ μήθ ' ἑαυταῖς μήτε ἄλλαις συμφέρουσιν | ||
τὰς δύο ταύτας γενικὰς σχέσεις πολλαπλασίου καὶ ἐπιμορίου καὶ τὰς ἀντιθέτους αὐταῖς σὺν τῇ ὑπὸ προθέσει ἐκφερομένας ἄλλας δύο ὑποπολλαπλάσιόν |
θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι , ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἴλιον αἰπὺ | ||
ἐκποιήσι , ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ πρὶν ἂν διαφάγῃ . Ὁ |
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα | ||
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα |
: Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ συντάξεως . ὀργὰς καλεῖται τὰ λοχμώδη καὶ ὀρεινὰ χωρία καὶ οὐκ ἐπεργαζόμενα , ὅθεν καὶ | ||
τὰ μὲν δένδρα τὰ δ ' ὥσπερ ποιώδη τὰ δὲ λοχμώδη . λέγω δὲ ποιώδη μὲν οἷον τὸ σέλινον τὸ |
δεμνον ὑπὲρ νώτοιο μ [ ] [ ] πολυθλιβέων ἀπὸ μαζῶν [ ] [ ] ον ὑπὸ σφυρὰ ! ! | ||
τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ ' ἔνδοθεν ἅψαο μαζῶν ; μᾶλα τεὰ πράτιστα τάδε χνοάοντα διδάξω . ναρκῶ |
: πρόσκειται ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ ἡ βήξ τῆς βηχός : τοῦτο γὰρ διὰ τοῦ χ κλίνεται , ἀλλ | ||
τῶν ἔνδον , μετὰ πυρετοῦ ὀξέος καὶ ἀλγημάτων σφοδρῶν καὶ βηχός . γίνεται δὲ ὑπὸ χολῆς μάλιστα . θεραπεία δὲ |
ἁπαλαῖς χερσί : πολλαὶ δὲ γυναῖκες κατερεικόμεναι καὶ σχίζουσαι τὰς καλύπτρας καὶ τοὺς ἰδίους χιτῶνας τέγγουσι καὶ βρέχουσι τοὺς κόλπους | ||
ἄρχεσθαι πνεῖν , καὶ τοὺς κόκκους ἐκπίπτειν , ῥηγνυμένης τῆς καλύπτρας . Ἡ σχῖνος χαίρει μὲν καθύγροις χωρίοις , φυτεύεται |
ΟΤ . Κοινὴ ἀφῃρήσθω ἡ ΓΤ : λοιπὴ ἄρα ἡ ΤΨ τῇ ΟΓ ἴση ἐστίν . Διπλῆ δὲ ἡ ΓΟ | ||
δὲ ἡ ΓΟ τῆς ΤΣ : διπλῆ ἄρα καὶ ἡ ΤΨ τῆς ΤΣ : ἴση ἄρα ἡ ΨΣ τῇ ΣΤ |
φέρεσθαι τῷ στόματι : εἶναι γὰρ καὶ ἐν τῷ σώματι θηλὰς ἐπινενεμημένας καὶ στόματα , δι ' ὧν τρέφεσθαι . | ||
ὑπὸ τῆς φύσεως γεγεννημέναι χάριν τοῦ τὸ ἔμβρυον προμελετᾶν τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν ἐπισπᾶσθαι . καταψεύδονται δὲ τῆς ἀνατομῆς , |
: εἰ δὲ μὴ , πείσεται τάδε ἡ γυνή : πνίξ τέ οἱ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ξυμπεσεῖται , καὶ πῦρ | ||
: ἀπεψία , ἀνορεξία , ἀτροφία , δύσπνοια , ὑστερικὴ πνίξ . ἐν δὲ ταύτῃ τῇ δυνάμει γενομένου τοῦ αἰτίου |
χόλον , ἐκ δ ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν , ἐπιζάφελον κοτέουσα . Ζεῦ πάτερ , ἦ μέγα δή μοι ἐνὶ | ||
' εἰδυῖαν Λερναίην , ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ . καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο |
ἀστραπῆς καθυστέρησεν : ἅμα γὰρ τὸ πλῆξαν πνεῦμα τῇ τε ῥήξει τὸν ἦχον καὶ τῇ πυρώσει τὴν λάμψιν ἐποίησεν , | ||
πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς , ῥήξει πλατὺν τένοντα καὶ μετάφρενον , καὶ πᾶν λακίζους ' |
. Πᾶσα φλεγμονὴ ἁλσὶ καὶ ἐλαίῳ , ἢ πολίου φύλλῳ καυθέντι καὶ δευθέντι οἴνῳ , ἢ φλώμῳ σὺν οἴνῳ ἑψηθέντι | ||
αἱμορραγίας αὐτῷ χρώμεθα μόνῳ , καθάπερ γε καὶ τὰς σφοδροτέρας καυθέντι μόνῳ καὶ διηττημένῳ δηλονότι καὶ χνοώδει γεγονότι . καὶ |
στύφει γὰρ καὶ ξηραίνει γενναίως : διὸ καὶ πρὸς τὰς μετριωτέρας αἱμορραγίας αὐτῷ χρώμεθα μόνῳ , καθάπερ γε καὶ τὰς | ||
, ἃ ἂν τῶν παθῶν τε καὶ τῶν συμπτωμάτων διὰ μετριωτέρας ψύξεις ἐπάγεσθαι οἰηθῇς . Πρὸς τούτοις δὲ κἀκεῖνο προειδέναι |
ἐρατὸν σθένος ἐν κονίῃσι : τοὔνεκά οἱ κραδίην ὀλοαὶ κατέδαπτον ἀνῖαι , ὁππόσον ἀμφ ' ἑτάροιο πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος . | ||
καὶ εὐκομόωντα κάρηνα τύμματ ' ἀπαλθαίνοντο , κατηπιόωντο δ ' ἀνῖαι . Ἀμφὶ δὲ τοξοσύνης Τεῦκρος καὶ Ὀιλέος υἱὸς ἕστασαν |
φάρυγγα μὲν ἔσθ ' ὅτε καὶ γαργαρεῶνα , καὶ τὰς ἀντιάδας , ἐνστηριζομένου πρότερον τοῦ χυμοῦ , ὅτε καὶ τὰ | ||
συμβαίνει : τὸ μὲν οὖν φλεγμῆναι τὸν γαργαρεῶνα καὶ τὰς ἀντιάδας ἐπ ' αὐτοῖς μέτριον , τὸ δὲ βραγχώδη συστῆναι |
: ἀπὸ τοῦ οἴω ὃ σημαίνει τὸ φέρω : γίνεται οἰστός : καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ , ὑποιστὸς , καὶ | ||
καὶ τὰ τοῦ τόξου μέρη , κέρας καὶ νευρὰ καὶ οἰστός . τὸ αὐτὸ καὶ βέλος καὶ τόξευμα : Θουκυδίδης |
ὑπὸ τῆς παρθένου καὶ τῶν περὶ αὐτὴν γυναικῶν ἐγίνετο καὶ κοπετός , πολλὴ δὲ κραυγὴ καὶ ἀγανάκτησις ἐκ τοῦ περιεστηκότος | ||
προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι ἄσχετος ἄσπετος |
καὶ γὰρ ἐγκέκρυπτο ἐν σχοίνῳ καὶ ἐν βατίᾳ , ἤγουν βάτῳ ἀπειράτῳ , τουτέστιν ἀψηλαφήτῳ , ἀψαύστῳ , διὰ τὰς | ||
. ὅταν αἲξ νοήσῃ τὸν ὀφθαλμὸν ἐπιθολωθέντα αὐτῇ , πρόσεισι βάτῳ , καὶ παραβάλλει τῇ ἀκάνθῃ τὸ ὄμμα . καὶ |
βρωθὲν ὠφελεῖ ὄρνιθος ] κατοικιδίας θωρήκων οὖν τῶν στηθιδίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν ἐντοσθίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν κατὰ τὸν | ||
: ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις : μάλα |
, ἐπιγενομένης μακρῆς τῆς δυσεντερίης , ὕδρωψ ἐπιγίνεται , ἢ λειεντερίη , καὶ ἀπόλλυνται . Ὁκόσοισιν ἐκ στραγγουρίης εἰλεοὶ γίνονται | ||
ἂν γένοιτο : ἐς δυσεντερίην τεινεσμός : ἀπὸ δὲ δυσεντερίης λειεντερίη : ἐκ δὲ λειεντερίης ἐς ὕδρωπα : καὶ ἐκ |
οὔτε φόβῳ οὔτ ' ἐπιθυμίαις ὁ τοιοῦτος ἂν δουλεύοι οὐδὲ λυποῖτο οὐδὲ ὅλως πάθος ἔτι τοιοῦτον πάθοι ἄν . Καὶ | ||
καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν πιμπλάναι αὐτά , ἢ τὰς ἐσχάτας λυποῖτο λύπας : ἆρα τοιούτου ἑκατέρου ὄντος τοῦ βίου , |
σῶμα συνίλλεταί τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα κισσὸς ὅπως καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ | ||
συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα , κισσὸς ὅπως καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ |
. λισσάδες : ἀντὶ τοῦ ὑψηλαί , ἀνάντεις . λισσάδες ἐρρίζωνται : ἐν βάθει τεθεμελίωνται . ἀμφιλαφεῖς : ἀνθηραί , | ||
τῆς ἤτοι πίσυρες κοῖλοι ὑπένερθεν ὀδόντες ἀγκύλοι ἐν γναθμοῖς δολιχήρεες ἐρρίζωνται ἰοδόκοι , μύχατος δὲ χιτὼν ὑμένεσσι καλύπτει : ἔνθεν |
κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον φῶτ ' ἐπικαρδιόωντα : δύῃ δ ' ἐπιδάκνεται ἄκρον νειαίρης , ἄκλειστον ἀειρόμενον στόμα γαστρός , τεύχεος | ||
πάθους τὸ τῆς καρδίας ἄκρον ὑποδάκνεται δύη ] ὁ πόνος ἐπιδάκνεται ] δάκνει τὴν καρδίαν ἄκρον ] καὶ τὸ ἔσχατον |
κοίταισι παρ ' αὐλᾶι ἔριδας [ θάμ ' ἀμειβόμενοι ] σιδάρου [ τ ' εἰρεσίαι ] σφαγᾶι [ τε δῆλον | ||
πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : ὥρα |
ἄιστος , ἐπεί ῥά οἱ υἱέος ἐσθλοῦ Δαρδάνου ἱερὸν ἄστυ κατήριπεν , οὐδέ οἱ αὐτὸς Ζεὺς ὕπατος χραίσμησεν ἀπ ' | ||
καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' ἐκ πύργοιο κατήριπεν , εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ |
τοι , Μενέλαε , θεοὶ ποίησαν ἄριστον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἀποσκεδάσαι μελεδῶνας . ὁ τῶν Κυπρίων τοῦτό φησι ποιητής , ὅστις | ||
ψυχρὸν ὕδωρ ἐπάγων . τοῦ πίνων ἀπὸ μὲν χαλεπὰς σκεδάσεις μελεδῶνας , θωρηχθεὶς δ ' ἔσεαι πολλὸν ἐλαφρότερος . Εἰρήνη |
χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ χέρα κόψῃ . ἀσκοῦ ἔσω βαρύθοντα μέσον διὰ πῆχυν ἐρείσεις ἢ σφυρόν , ἀσκοδέταις δὲ | ||
δ ' ἐν γλαφυρῷ μέθυος πλήθοντι πνιγεῖσα , κεῖνο ποτὸν βαρύθοντα τόκον σβέννυσι γυναικῶν : ζωμὸς ἀποσσεύει δὲ μιαιφόνα φάρμακα |
παροξυσμοῦ κατέχεται , κατὰ δὲ τὸν παροξυσμὸν αὐτὸν εἰς ἔμετον ἀνακόπτεται , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ σπέρμα βεβαίως | ||
ὅτι παῖδας ἀγαθοὺς ἀπολώλεκε . κἀντεῦθεν ἡ ἡδονὴ τῆς εὐδαιμονίας ἀνακόπτεται , ἥτις αὐτῷ ἐκ τῶν ἀγαθῶν ἐνεργειῶν περιγίνεται . |
αἰώρας ἔστω ἐπὶ μὲν πυρετῶν , τῆς διὰ φορείου ἢ καθέδρας γινομένης αἰώρας , τὸ πρῶτον μήτε ἔλαττον σταδίων πέντε | ||
ἥκοντα τῇ εἰσόδῳ τῇ παρ ' αὐτὸν ὑπαναστάς τε τῆς καθέδρας αὐτῷ εἰσιόντι ἐς τὴν σκηνὴν καὶ δεξιὰν δοὺς καὶ |
ἐγὼ αἰτίη τούτων , ἐγὦιμι , Γάστρων , ἤ σε θεῖσα ἐν ἀνθρώποις . ἀλλ ' εἰ τότ ' ἐξήμαρτον | ||
Στήσαντες , στήσασαι , στήσαντα . Ἑνικά . Θείς , θεῖσα , θέν : καὶ αὕτη ὁμοίως τῇ τοῦ παρατατικοῦ |
νεῦρα : καὶ διὰ νεύρων μὲν κάμψεις ἐγένοντο καὶ ἄρθρων συνδέσεις , διὰ δὲ σαρκὸς σκέπη αὐτοῖς ὥσπερ ἐπιπλασσομένης πῃ | ||
καὶ τὰς τῶν ἡμιολίων καὶ ἐπιτρίτων καὶ ἐπογδόων μεσότητας καὶ συνδέσεις , ἐπειδὴ παντελῶς λυταὶ οὐκ ἦσαν πλὴν ὑπὸ τοῦ |
φασιν ὅμοιον μυΐ . ἀσκαλαβώτης λέγεται τὸ ζῷον τὸ χωρὶς σκάλας βαῖνον τοὺς ἀνωφερεῖς τοίχους : κυρίως δὲ τὸ ζῷον | ||
. ἀσκαλαβώτης ⌈ λέγεται πᾶν ζῷον , ὃ δύναται ἄνευ σκάλας διέρχεσθαι ἀνάντεις τόπους ἢ τοίχους ἢ δένδρα . ἐνταῦθα |
οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος : οὐδ ' ἅλιόν ῥα βαρείης χειρὸς ἀφῆκεν , ἀλλ ' ἔβαλ ' Ἱππασίδην Ὑψήνορα | ||
τὴν διάνοιαν καὶ οὕτω τὸν λογισμόν . μέμνηται οὖν ὀδύνης βαρείης . Τὸ τοῦ βαρέος ὄνομα ὁμώνυμόν ἐστι . λέγεται |
: ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων | ||
* ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ |
, καὶ πάχος τὸ ἴσον . . τὸ δὲ τῆς νευρᾶς μῆκος διπλάσιον καὶ ἔτι δεκατημορίῳ τοῦ τοῦ ἀγκῶνος μήκους | ||
δὲ ῥώμην καὶ μάλα ἁλτικήν : πηδᾷ γοῦν ὥσπερ ἀπὸ νευρᾶς οἰστὸς ἀφεθείς . * * λέγουσιν οὖν οἱ λόγοι |
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι | ||
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν |
γαμφηλῇσι περικρατέεσσιν ἐρυμνός . τῶν μέν θ ' ὥστε κυνῶν ὑλακὴ πέλει , οὐδέ τι τοίγε ἄλλων ἀγνώσσουσι βροτῶν ὀνομάκλυτον | ||
φωνῶν τῶν ἀλόγων ζῴων : λέγεται γὰρ ἡ μέν τις ὑλακὴ ἡ δὲ χρεμετισμὸς ἢ μυκηθμός . ταῦτα ἐξηγησάμενος περὶ |
. . : Δύη ἡ κακοπάθεια . ἐντεῦθεν καὶ τὸ ἐνδυκές κατ ' ἐπένθεσιν τοῦ κ , ὥς φησι Τρύφων | ||
: ἐπινεύουσα τοῖς ἴλλοις , μύουσα κατανεύουσα , μύουσα * ἐνδυκές : συνεχῶς ἐπιμελῶς φιλοτίμως , ἀξίως , ἐπιμελῶς * |
Ὑδάσπης ναυσίπορος ποταμὸς τὸν Ἀκεσίνην ποταμὸν ἀπὸ τῶν ὑψηλῶν σκοπέλων συρόμενον εἰσδέχεται . Ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ὁ Κώφης ποταμὸς | ||
. κονταράτοι . Μυσοὶ ] οἱ . πλῆθος . πεζῇ συρόμενον διὰ πλοίων , πεζῇ . . ναῶν ] η |
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης , | ||
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς |
τῇ περιπλευμονίῃ , χαλεπωτέρη δὲ καὶ οὐ πάμπαν ἀπήλλακται ὑγρῆς περιπλευμονίης : βραδυτέρη δὲ πουλὺ ἡ νοῦσος . Πάσχει δὲ | ||
τῆς μὲν πλευρίτιδος ἐκ τῶν ἐν πλευρῷ , τῆς δὲ περιπλευμονίης ἐκ τῶν ἐν τῷ πλεύμονι , καὶ θερμασίην ἐπάγει |
ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση , καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν | ||
* * θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση † λήϊον ἀλδήσκων † , καὶ ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα |
χερσίν . ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα , πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα παρὰ τρητοῖσι λέχεσσι , βῆ ῥ ' ἴμεν | ||
σκορόδων . φησὶν οὖν ὅτι ὥσπερ ἀρουραῖοι μύες ὀρύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἀγλῖθας . Γ πάσσακι ] πασσάλῳ , ὑποκοριστικῶς |
μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς ἠελίοιο . οὐ | ||
. ἐπὶ δὲ τοῦ ἐθερμαίνετο “ ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ |
οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι | ||
, δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν |
γράφουσιν ἀντὶ τοῦ νυκτὸς ἀμείνω . πολλὸν ἀμείνω ? . κονίσαλος ὤρνυτ ' ἀελλής : ἡ διπλῆ ὅτι οὐ λέγει | ||
' ἐπὶ λᾶαν ἵησιν : ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὄρνυτ ' ἀελλὴς ἐρχομένων : μάλα δ ' ὦκα |
ἐρχόμενος ἐπὶ τὸν ἐρώμενον , ὡς ἀπὸ λείων καὶ λαμπρῶν ἀναπάλλεται , καὶ ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκτίνων ἀντανακλᾶται καὶ τίκτει | ||
. . ὡς δ ' ὅθ ' ὑπὸ φρικὸς Βορέω ἀναπάλλεται ἰχθύς . φρίξ : Φ , . . ὄρνυσθ |
ἔντερον τῶν ὑγρῶν μετοχετεύϲιοϲ : ἀφωνίη : ϲφυγμοὶ ϲμικρότατοι καὶ πυκνότατοι , ὁκόϲοι ἐπὶ ξυγκοπῇ : ἐντάϲιεϲ ἐμέτου ξυνεχέεϲ , | ||
λειπόμενος . ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν νηπίων οἱ ταχύτατοι καὶ πυκνότατοι , ἐπὶ δὲ τῶν γηραιῶν βραδύτατοι καὶ ἀραιότατοι . |
ὁρμὴ ψυχῆς αὐτῶν . ἀνδρείᾳ ] γενναιότητι . φλέγων ] ἀναπτόμενος . φλέγων ] θερμῶς κινούμενος . θ φλέγων ] | ||
ὅτι τῶν κρεισσόνων τινὸς ἔκλειψις γέγονεν . Ὡς γὰρ λύχνος ἀναπτόμενος , φάναι , δεινὸν οὐδὲν ἔχει , σβεννύμενος δὲ |
κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ παρ ' ὄχθαισιν ποταμοῖο δένδρεα | ||
, οὐδ ' ἐπὶ μῶλον δηθύνει , θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ : |
Κῷος : γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . ἀλλὰ μὴν καὶ κινάραν ὠνόμασε παραπλησίως | ||
γραίῃ ὕπο Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . Λευγαλέος δὲ χιτὼν πεπινωμένος , ἀμφὶ |
δὲ τὸ Β , ὄψεις δὲ ἀνακλώμεναι αἱ ΒΖΔ , ΒΗΕ . λέγω , ὅτι αἱ ΖΔ , ΕΗ οὔτε | ||
ὑπὸ ΔΗΕ γωνίᾳ . ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΒΗΕ , ΔΗΕ γωνιῶν : ἡ ΕΗ ἄρα τῇ ΒΔ |
ἐπὶ τὰ Ζ , Ν μέρη , ὁμοία ἐστὶν ἡ ΝΡ περιφέρεια τῇ ΓΣ περιφερείᾳ : ἡ ΝΡ ἄρα τῆς | ||
Μ Ν , καὶ κάθετοι ἤχθωσαν αἱ ΜΞ ΜΟ ΝΠ ΝΡ , καὶ ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΜΒ ΝΔ : ἴση ἄρα |
γουνὸς ἀμείβων . ὡς δ ' αἴθωνα λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο ἐσσεύαντο κύνες τε καὶ ἀνέρες ἀγροιῶται , οἵ τέ | ||
, βῆ δ ' ἰέναι ὥς τίς τε λέων ἀπὸ μεσσαύλοιο , ὅς τ ' ἐπεὶ ἄρ κε κάμῃσι κύνας |
βίαι ἐκμυζῶντος ἔτι τοῦ παιδίου , ὥστε τὸ ἐκ τῆς θηλῆς ῥέον τῶι οὐρανῶι κύκλωι περιχυθὲν ἐκτυπῶσαι τὸ σχῆμα τῆς | ||
, καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , |
, τοῦ χρώματος δ ' ἐμπρησθέντος ἢ ἑλκωθέντος μισεῖσθαι . τηλέφιλον : ῥιζίον τι θαμνῶδες , κάτωθεν δὲ ἀναβαίνει τρίκλωνον | ||
ὅκα μοι , μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με , οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα , ἀλλ ' αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ |
ἀλωπέκουρος μαλακὸν καὶ χνοωδέστερον , ὅτι καὶ ὅμοιον ταῖς τῶν ἀλωπέκων οὐραῖς , ὅθεν καὶ τοὔνομα μετείληφεν . ὅμοιος δὲ | ||
τῇ ψάμμῳ γίνονται μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν μὲν ἐλάσσω , ἀλωπέκων δὲ μέζω : εἰσὶ γὰρ αὐτῶν καὶ παρὰ βασιλέϊ |
, φύσει ἐὼν τενθρηνιώδης . Μέσῳ δ ' αὐτέῳ ἡ καρδίη ἐγκαθίδρυται , στρογγυλωτέρη καθεστεῶσα πάντων ζώων . Ἀπὸ δὲ | ||
δὲ δεξιὴ φημὶ τῶν ἐν λαιοῖς : ἡ γὰρ πᾶσα καρδίη τουτέοισι τὴν ἕδρην ἐμπεποίηται : ἀτὰρ ἥδε καὶ πάμπαν |
γένυν : στόμα . γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα : | ||
. Ἢν μὲν γάρ τις αὐτῶν δέξηται τὴν διὰ τοῦ ἀγκίστρου πληγήν , δρόμος εὐθὺς ἐπὶ τὴν ὁρμιὰν ἑτέρου καὶ |
τὸν χρώμενον βλάπτει , αὕτη δὲ καὶ κατὰ τοῦ θείου ὁπλίζεται : ἐξ Εὐρυθεμίστης τῆς Ξάνθου : ἢ Κλυτίας τῆς | ||
. τῇ γυναικί σου μηδέποτε ἀπόρρητα φθέγγου : ἀεὶ γὰρ ὁπλίζεται πῶς σου κυριεύσει . τὸν καθημερινὸν ζήτει προσλαμβάνειν ἄρτον |
ὁ χυλὸς τοιοῦτός ἐστιν . ἀλλ ' ἐπειδὴ ἀπὸ χολῆς χρώννυται , δεῖ αὐτὸ ὑπόξανθον εἶναι καὶ ὑπέρυθρον . Ἀπὸ | ||
Εἰ δέ τινα καὶ ὑφ ' αἵματος καὶ μελαγχολικοῦ χυμοῦ χρώννυται , ὁ μετ ' ὀλίγον δείξει λόγος . Ἐπεὶ |
ὑπόμνησιν , διανοίγεται δὲ ἡ κατάποσις , εὐοδίᾳ δὲ καὶ ἀνακαθάρσει τῶν πόρων ἡ ἀνάδοσις ἑτοιμάζεται καὶ τρέφεται ἡ σύγκρισις | ||
καθ ' ὧν ἐγγὺς οὐσῶν πνεύσειαν . ἐν δὲ τῇ ἀνακαθάρσει τῆς ἐκλείψεως ἄλλοι πνεύσαντες τὰς ὑφ ' αὑτοὺς χώρας |
περὶ ἰάμνων θρόνα δὲ τὰς ἀντιπαθεῖς βοτάνας λέγει . * θρόνα : φάρμακα * ἀλθεστήρια : ἰατήρια ἰατρείας * ῥιζοτόμον | ||
τοι : τοῦτό σοι * κρήγυον : ὠφέλιμον ἦμος ὅτε θρόνα : ἡνίκα τὰ πολλὰ θρόνα , τουτέστι φάρμακα , |
Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει : δεξιὴν χεῖρα | ||
τὴν μασχάλην ἐμβάλλοντα ἀντωθεῖν , τῇ μὲν δεξιῇ εἰς τὴν δεξιήν , τῇ δὲ ἀριστερῇ εἰς τὴν ἀριστερήν . δεῖ |
περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ | ||
: ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας . |
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε | ||
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε |
αὐτὰς τὰς πέτρας ἁμιλλῶνται τῷ ῥεύματι , στηρίζοντες εἰς τὰς ῥαχίας τὴν εἰρεσίαν καὶ τὴν θαλαττίαν ἰσχὺν τῇ τῆς ἠπείρου | ||
. Αἱ δὲ οἰκήσεις πᾶσιν ἔκκεινται τοῖς εἰρημένοις παρὰ τὰς ῥαχίας , αἳ καὶ κοιλάδας βαθείας ἔχουσι καὶ φάραγγας ἀνωμάλους |
, εἶτα κατ ' ὀλίγον πεπιεσμένῃ χρῆσθαι τῇ τῶν μαστῶν περιειλήσει : συμπιπτόντων γὰρ τῶν ἀγγείων κωλύεται τὸ ἐπιφερόμενον , | ||
καὶ νώτου , τὰς μὲν ἀρχὰς ὑπὲρ τὰς λαγόνας ἐγκυκλίῳ περιειλήσει καταλαμβάνομεν , τὰ δὲ πέρατα ἀναδιπλώσαντες πρὸς τὰς ὑπερκειμένας |
, κελεύεις με φωνεῖν , ὡς ψιθυρίζει τῇ τοῦ ἀνέμου πνοῇ κάλαμος : ἐγὼ δὲ καὶ ἐλάττονα τούτου φέρω βοὴν | ||
κυκλόσε περιίσταται περὶ τὸν ὑμένα ἔξω . Ἅμα δὲ τῇ πνοῇ ἑλκομένου εἴσω τοῦ αἵματος διὰ τοῦ ὑμένος , κατὰ |
διενεχθείς τινι τῶν ἀπὸ τοῦ ὁρατικοῦ καὶ ἐπιστημονικοῦ γένους , ἀκράτωρ ὑπ ' ὀργῆς αὐτὸς αὑτοῦ γενόμενος καὶ ἅμα τῆς | ||
τέκνον , πείσθητι : προσπίτνω σε γόνασι , καίπερ ὢν ἀκράτωρ ὁ τλήμων , χωλός . Ἀλλὰ μή μ ' |
ὕλην , οἷ αὐτῇ μέγ ' ἄγαλμα , τρέφει παρὰ πίδακι γαῖα : τοίη Πενθεσίλεια κατ ' ὠκέος ἤριπεν ἵππου | ||
πεπτηυῖαι ἄπλητον μεμάασιν ἐπήτριμοιὧς τότ ' ἀολλεῖς πετραίῃ Μινύαι περὶ πίδακι δινεύεσκον . καί πού τις διεροῖς ἐπὶ χείλεσιν εἶπεν |
τὸ ἦνθον , ἀντὶ τοῦ ἦλθον . ΠΑΛΛΑΣ δὲ ἡ παλλομένη , καὶ εὐκίνητος : ἢ ἡ ἐν τῷ ἐκ | ||
ὑπὸ τοῦ φόβου . φόβου γὰρ τῇ καρδίᾳ συμβάντος αὕτη παλλομένη τὰς γείτονας φρένας πλήττει : φρένες δέ εἰσιν τὸ |
τῷ ὀσχέῳ [ τῆς ἕδρας ] , τὸν ὑπὸ τὸ σκλήρωμα τόπον διαιρεῖν χρή , συνδιαιρουμένου τῷ περιτοναίῳ τοῦ τραχήλου | ||
δὲ ἧλος τὸ ἐπιδημίως καλούμενον καρφίον . ἥλῳ ἐειδόμενον : σκλήρωμα περὶ τὸ ἔσω τῶν χειρῶν καὶ τὸ πέλμα γινόμενον |
εἴρηται εἰς τὸ κριτής . Ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης σῖτον ἢ κριθὴν ἀλευροποιεῖν : ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλήθω | ||
ὀῤῥωδέοντα , ὅπως μὴ ψαύσῃς τῆς ὑστέρης . Περὶ δὲ μύλης κυήσιος τόδε αἴτιον : ἐπὴν πολλὰ τὰ ἐπιμήνια ἐόντα |
: ἦρα τουτέοισι τὸ θολερὸν πνεῦμα καὶ τὸ γονοειδὲς διελθὸν λύγγα σημαίνει ; κοιλίη δὲ ἦρα χολώδης προσδιέρχεται ; τὸ | ||
δ ' ἄλλα μεστὸς εὐλαβείας ἁνήρ ; οὐκ Ἀριστοφάνει μὲν λύγγα προσάπτει , οὐδὲν πρὸς λόγον , μᾶλλον δὲ καὶ |
ὥστε μηδὲ θιγγανόμενος ἐπαΐειν , καὶ τῆς γαστρὸς καὶ τῆς κύστιος , ὥστε τοὺς μὲν πρώτους χρόνους μήτε κόπρον μήτε | ||
καὶ ἡ κύστις μὴ πυρετώδης , μηδὲ ὁ στόμαχος τῆς κύστιος ξυμπέφρακται λίην , οὗτοι μὲν διουρεῦσι ῥηϊδίως , καὶ |
ταρσός : γράφεται ἴχνος , ἡ ἔντασις καὶ ἐγχάραξις τοῦ ἴχνους τῶν ὀδόντων . ἴχνος : ἡ χάραξις , ἐγχάραξις | ||
, αὑτοὺς δὲ τῆς ὠφελείας : οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ φύσις λεπτὴ οὖσα πᾶσαν ὥραν . Τὴν δὲ |
τοῦ ἐπιτείνεται . * ξανάᾳ : ἐπιτείνεται , ὀδυνᾶται * ξανάᾳ : ξηραίνεται , ἀποτείνεται * ξανάα : τὰ ναρκώματα | ||
φασιν τὸ τῆς ἀμφισβαίνης δέρμα εἰς ἴασιν τῆς δυσκινησίας . ξανάᾳ οὖν ἀντὶ τοῦ ἐπιτείνεται . * ξανάᾳ : ἐπιτείνεται |
ἀλλ ' ἀστίβητον οἶμον ἀλλ ' ὅστις διήνυσε καὶ ἐπορεύθη ἀτραποὺς καὶ ὁδοὺς νέρθε τῆς θαλάσσης ἤτοι ὑποκάτωθεν , εἶτα | ||
σιφνεύς , κευθμῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς , νέρθεν θαλάσσης ἀτραποὺς διήνυσε , τέκνων ἀλύξας τὰς ξενοκτόνους πάλας καὶ πατρὶ |
τὰς δὲ νέας καὶ γηραιὰς ἄγεσθαι κεχειρωμένας ἀπὸ τῶν πλοκάμων ἱππηδὸν , ἤτοι δίκην ἵππων , τουτέστι μετὰ ἀνάγκης . | ||
ἐν αὐτῇ . Ξ ἱππηδὸν πλοκάμων : ἱππηδὸν ἄγεσθαι . ἱππηδὸν πλοκάμων ] ὑπὸ ἱππέων σύρεσθαι τῶν πλοκάμων ἢ δίκην |
ἀρυτομένους αὐτοὺς ὑπεκδύντες τῶν φρυγάνων καὶ τῇ ὄχθῃ προσαναπηδήσαντες ἁρπαγῇ βιαιοτάτῃ συλλαβόντες ἔχουσι δεῖπνον . κακίας δὴ καὶ πανουργίας κροκοδείλων | ||
ἴσως δὲ καὶ συνεχείαις νεφῶν καὶ πυκνότησιν ἀδιαστάτοις καὶ πιλήσει βιαιοτάτῃ τῆς τῶν ἀκτίνων φορᾶς ἀνακοπείσης , ὡς ἀδιαφορεῖν ἡμέραν |