ἔχων τὸ ἐν αὐτοῖς φῶς , καὶ ἄλλος τὴν χεῖρα ἀδρανὴς ὢν ἐγκρατὴς ᾤχετο . γυνὴ δέ τις ἑπτὰ ἤδη
τῆς τοῦ ὡροσκόπου ἐπαναφορᾶς , παντάπασιν ἀχρημάτιστος καὶ ἄπρακτος καὶ ἀδρανὴς καὶ ἀργὸς πρὸς πᾶσαν ἀποτελεσματικὴν ἐνέργειαν γίνεται , καὶ
6603334 ἐμποδιζεται
δίδωσι γὰρ ὁ λέγων , καὶ τὴν ἀπ ' ἄλλων ἐμποδίζεται δόσιν . μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην , εἰδὼς ὅτι
τὸ πτερόν . Αὐαίνεται , τουτέστιν ἡ ἀναγωγὸς αὐτῆς δύναμις ἐμποδίζεται καὶ κατέχεται τῇ γενέσει . Τὰ τῶν διεξόδων στόματα
6381923 ἐκλελυμενος
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα
6310826 ἐκφερομενος
ἵππου χαλεποῦ καὶ βιαίου κατέχων τὸ ἄγριον καὶ ἀπειθὲς , ἐκφερόμενος μὲν ὑπ ' αὐτοῦ , πολλάκις δὲ κατέχων καὶ
τῷ πρώτῳ Περὶ ὅρων , λόγος κατ ' ἀνάλυσιν ἀπαρτιζόντως ἐκφερόμενος , ἤ , ὡς Χρύσιππος ἐν τῷ Περὶ ὅρων
6185262 ἐνεργησει
' ἀρετὴν ἡ εὐδαιμονία , μεθ ' ἡδονῆς ὁ εὐδαίμων ἐνεργήσει καὶ ἡσθήσεται αὐτῷ ἡ ψυχὴ ἐφ ' οἷς κατ
ἀστὴρ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν καὶ τοὺς ἐπικειμένους ἢ ἀκτινοβολοῦντας ἐνεργήσει : καὶ ἐν μὲν τοῖς χρηματιστικοῖς ζῳδίοις ἢ ἐπικέντροις
5964723 στασιωδης
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές ,
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν
5957718 ὠφελουμενος
Ἐπιμηθέα παρίστησιν . ἀληθῶς γὰρ ἢ ἀπὸ Προμηθέως ὁ ἄνθρωπος ὠφελούμενος οὐ περιπίπτει κακῷ ἢ ἁμαρτὼν ἀνακτᾶται πάλιν δι '
γεννηθεὶς ἀπὸ τῶν προειρημένων βλαβήσεται καὶ πλάνας δραμεῖται μεγάλας μηδὲν ὠφελούμενος . πρὸς τὸ τέλος δὲ εὐτυχήσει διὰ τὰ ὀπίσθια
5928259 παρορμωσα
καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴν , ἥτις καὶ δύναμίς ἐστι ζωτικὴ παρορμῶσα τὸ ζῷον εἰς ὃ καὶ πέφυκεν . θʹ Ἔγωγ
καὶ τῷ μὴ συγχωρεῖν ἑτοίμως ἐπὶ τὸ μᾶλλον σπουδάζειν αὐτὸν παρορμῶσα , ἢ τὰς καθ ' ἑαυτῆς ἀπολύσασθαι βουλομένη διαβολὰς
5880649 σῳζεται
μὲν ἐπίφθονον , ἥκιστα δὲ περιμάχητον , καὶ ἀφύλακτον ὂν σῴζεται καὶ ἀμελούμενον ἰσχυρότερον γίγνεται . Σὺ δὲ δή ,
; τί οὖν θαυμαστόν , εἰ καὶ ἄνθρωπος ὡσαύτως μὲν σῴζεται , ὡσαύτως δ ' ἀπόλλυται ; αὔξει δ '
5875900 συγκεκοπται
ἤτοι τοῦ φρονεῖν : ἀφ ' οὗ καὶ τὸ νήπιος συγκέκοπται , ὅτε ἐπὶ ἄφρονος λέγεται . τὸ καταρῶμαι κοινῶς
ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων . Ὄφλω . ἐκ τοῦ ὀφείλω συγκέκοπται . Ὁμοκλή . κλῶ ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ
5813476 ἐννοουμενος
τοῦ ἀνθρώπου λόγος τὸ ζῷον λογικὸν θνητὸν καθ ' ἑαυτὸν ἐννοούμενος ἅμα τῷ μετὰ ὕλης θεωρηθῆναι Σωκράτης ἐστὶν εὐθὺς ἢ
τῆς Ὀδυσσέως πλάνης ἐρεῖν Μενέλαος . Ἄμα δὲ ταῦτ ' ἐννοούμενος ὡσπερεὶ παρακροτῶν ἑαυτὸν εἶπεν : οὐδέ τί σε χρή
5789812 ἐκκεχυμενος
κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα τῆς
δ ' ὑπεναντίως διακείμενος ἀφειδής , ἀταμίευτος , ἄσωτος , ἐκκεχυμένος , ἀθησαύριστος , ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος , οὐ περισκοπῶν
5776558 ὑβριζεται
εἴποις ἂν ὁ τὸν τράγον . Πρέσβυς οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται . Πρὸ ποταμῶν ἀναστέλλεται : ἀντὶ τοῦ ἀνατείνει τὰ
θρέμμα Μουσῶν , Ὁμήρου μιμητής . οὗτος ἕλκεται νῦν καὶ ὑβρίζεται , Διὸς ὄρνις ὑπὸ κολοιοῦ τινος . ἀλλ '
5752709 ἀργος
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν
5728166 εὐχερης
φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ
Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς
5725402 ὑπερμαχος
ἐναντιώσεται γὰρ ἡ μισοπόνηρος αὐτῷ δίκη , ἡ βοηθὸς καὶ ὑπέρμαχος τῶν ἀδικηθέντων , ἣ λόγον καὶ εὐθύνας αὐτὸν τῆς
ὁ εἰρηνικὸς καὶ ἱερεὺς τοῦ θεοῦ τρανός , Φινεές , ὑπέρμαχος αὐτοκέλευστος ἦλθε , φύσει μισοπόνηρος ὢν καὶ ζήλῳ τῶν
5709010 οἰκτρος
οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων
μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ
5706284 ἀθυμος
προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός ,
] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν
5698125 μελανειμων
παρ ' ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ
Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια , οἶμαι , αὕτη ἐλέγετο
5693421 ἀδουλος
ἴδετέ με , ἄοικός εἰμι , ἄπολις , ἀκτήμων , ἄδουλος : χαμαὶ κοιμῶμαι : οὐ γυνή , οὐ παιδία
φράσας ἀπῆλθεν ἐκ τῆς οἰκίας μόνος , ὦ γυναῖκες , ἄδουλος , ἄπορος , οὐδὲ τὴν ἐφήμερον ὁ δύστηνος ἐκ
5687848 ἀφερτος
. βιᾶται δ ' ἁ τάλαινα πειθώ , προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας . ἄκος δὲ πᾶν μάταιον . οὐκ ἐκρύφθη
ἀθλία . προβουλόπαις ] ἡ προβουλευομένη πλουτῆσαι τοὺς παῖδας . ἄφερτος ] ἀφόρητος . Ἡ θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν διάδηλος
5677543 ἐρρωμενος
αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων
γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα
5660649 εἰσπραξις
εἰσπρᾶξαι , ἐκπρᾶξαι ἐκπράξασθαι , εἰσπράξασθαι . ἀπαίτησις , πρᾶξις εἴσπραξις . ὄνομα πρακτήρ . ἀποδοῦναι , ἀποτῖσαι ἐκτῖσαι ,
' ἀρχὴν μέν : οἷον , ἔντιμος : ἔνδοξος : εἴσπραξις : σύνδουλος : πρόλογος : πρόδρομος : πρόσφατον :
5639982 μεταγει
τὸν δὲ ὄχλον ἐκ τῶν ἀτειχίστων πόλεων εἰς τὰς εὐερκεῖς μετάγει , φρούρια δ ' ἔνθα καιρὸς ἦν ἐντειχίζεται .
Ἀφεὶς τὴν πόλιν , ἐπὶ τὴν ἡρωΐδα κυρήνην τὸν λόγον μετάγει , ἧς ἡ πόλις ὁμώνυμος . λέγει οὖν :
5639177 εὐτυχους
ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι . αὔχημα μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται , καταφρόνησις δὲ ὃς ἂν
τότε μὲν οὖν ὁ Λεωνᾶς ἀπῆλθε λυπούμενος , ὡς οὐκ εὐτυχοῦς τῆς πραγματείας αὐτῷ γεγενημένης : ἐπετήρει δὲ καιρὸν ἀναπεῖσαι
5599610 ὀλιγωρος
ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , ὀλίγωρος θεῶν , νεωτεριστὴς περὶ τὸ θεῖον , ἐναγής ,
μηδενὸς φροντιζόντων : ὤρα γὰρ ἡ φροντίς , ἔνθεν καὶ ὀλίγωρος . ἢ τὸν ἀώριον γενόμενον τῆς νυκτός . οἱ
5590768 ἑδρασμα
ἐπιθυμίας παραγενέσθαι τέλος καὶ ἀπελθεῖν εἰς τὸ τῶν θεῶν ἰσχυρότατον ἕδρασμα . ἢ οὕτως : ἀσθενής ἐστι πᾶς ἄνθρωπος ,
ἐντεῦθεν γέρων . ὀγδοὰς πρῶτος κύβος . ἀσφάλεια καλεῖται καὶ ἕδρασμα . σπέρμα αὐτῆς ὁ πρῶτος ἄρτιος . συντίθεται μονάδι
5578319 ὁδηγει
τὰ Γάδειρα , γνοφερὸν πέλαγος . Ἡγεμονεύει : δεικνύει , ὁδηγεῖ . Ἰχθυβόλοις : ἁλιεῦσιν , ὥσπερ τοῖς κυνηγοῖς .
ὑγρὸν τὸ ἐν αὐτοῖς , λεπτὸν ὂν καὶ διαλυτικόν , ὁδηγεῖ ῥᾳδίως τὴν ἐπ ' αὐτῶν δύναμιν εἰς τὰ σώματα
5563031 ἀμβλυς
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν
5560429 τρανος
τις αὐτὸν δονοίη ταῖς χερσί , καθάπερ κρότον ἀποτελῶν . τρανὸς οὖν ἔσῃ , φησί , καὶ τὴν φωνὴν διηρθρωμένος
πρῶτον μὲν διάκτορος κέκληται ἤτοι ἀπὸ τοῦ διάτορος εἶναι καὶ τρανὸς ἢ ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα ἡμῶν εἰς τὰς
5558496 ὑπερχομενος
ὁ κατὰ τῶν ἀγαθῶν λόγος ἰσχύει . κολακευτικῶς καὶ δολίως ὑπερχόμενος . πρός . τοὺς ἀκούοντας τὴν τῶν ἀγαθῶν κατηγορίαν
ἐναντίων ποιοτήτων συγκείμενος , μοχθηρὸς ὑπάρχει , μήτε ἀναδιδόμενος μήτε ὑπερχόμενος , ἀλλ ' ἐπὶ πλέον τε παραμένων ἐν τῇ
5554122 φιληδονος
Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ '
νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ
5547982 γεγηρακως
' ἀνέσεως ἁπλῶς οὐκ ἄρρωστος , οὐ πεπηρωμένος , οὐ γεγηρακώς , οὐ γυναικὸς ἀσθένεια , πάντες δὲ πληγαῖς ἀναγκάζονται
καὶ φονῶντες , ἀκούσατε : γεωργός τις ἐπ ' ἀγροῦ γεγηρακώς , ἐπεὶ μηδέποτε εἰσῆλθεν εἰς ἄστυ , παρεκάλει τοὺς
5543601 θεοσεβης
Αἴσωπος καὶ θεασάμενος τὸ τῆς θεοῦ σχῆμα ἀνθρώπινον περικείμενον , θεοσεβὴς ὑπάρχων προσεκύνησεν καὶ ἤρξατο διανεύειν καὶ δηλοῖν “ διὰ
ποτήριον ἐνέδρας καὶ χρίεται χρίσματι ἀπωλείας : ἀλλ ' ἀνὴρ θεοσεβὴς φιλήσει τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ τὴν ἀδελφὴν τὴν ἐκ
5543205 εὐμεταβολος
παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης . δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ
, μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής . , παίζων
5528845 προαξεις
μή , θνῄσκω . ” ὁ δ ' “ οὐ προάξεις ; ” εἶπε , “ μή μ ' ἐνοχλήσῃς
ἡ δὲ κατάστασις πολλὴν ἔχει τὴν μεταχείρισιν . ἐσχηματισμένως γὰρ προάξεις τὸν λόγον , πῆ μὲν δοκῶν ὑπὲρ τοῦ πένητος
5518584 σχετικης
ἔστι τις καὶ οὐσία ἕκτη , περιεκτικὴ τῆς συνθέτου καὶ σχετικῆς . τοσαυταχῶς τῆς οὐσίας λεγομένης περὶ ποίας τῷ Ἀριστοτέλει
καὶ καθ ' αὑτήν , ἀλλὰ περὶ τῆς συνθέτου καὶ σχετικῆς , οἷον τοῦ τινὸς ἀνθρώπου : αὕτη γὰρ καὶ
5515010 δοξαστικος
τετραγώνου στάσεως ἀγαθὸν καὶ ὠφέλιμον ποιήσει τὸν χρόνον , καὶ δοξαστικὸς ἔσται ἐν πᾶσιν συστάσεις ποιῶν καὶ φιλίας ἀφ '
, τουτέστιν οὐκ ἄνευ λόγου , τὸν δὲ αἰσθητὸν ὁ δοξαστικὸς λόγος οὐκ ἄνευ αἰσθήσεως . Οὔσης δὲ θεωρίας καὶ
5505562 ἀπανθρωπος
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος ,
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι
5499325 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
5497830 δυστυχες
, τέκνοις ὄνειδος οὕνεχ ' ἡδονῆς λιπεῖν ] : τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει ' ἀμύνεται τῆς δυσγενείας μᾶλλον : ἡμεῖς
ἀθλιώτεροι τῆς φαυλότητος καὶ γὰρ ἐν κοινῷ ψέγειν ἅπασι κεῖσθαι δυστυχὲς κοὐκ εὐτυχές . ἔα ἔα : ὁρῶ γ '
5482256 Σπλην
οἷσι μέλλουσιν ἐκπυέειν , αἱ κοιλίαι ἐπιταράσσονται . μαʹ . Σπλὴν σκληρὸς οὐ τὰ ἄνω , κάτω στρογγύλος , οὐ
δὲ εὐώνυμος ἁλλομένη μοχθήσαντι εὐστάθειαν δηλοῖ ἐν παντὶ βίῳ . Σπλὴν ἁλλόμενος ἀρρωστίαν δηλοῖ . Ἧπαρ ἁλλόμενον δυσθυμίαν σημαίνει Ἰσχίου
5477592 δυσπροσοδος
φῶς μᾶλλον κόσμον παρέχειν . ἔπειτα δὲ ὁ μὲν τῷ δυσπρόσοδος εἶναι ἐσεμνύνετο , ὁ δὲ τῷ πᾶσιν εὐπρόσοδος εἶναι
βέλτιον δὲ τὸ ἀπρόσρη - τοςτοῖς δ ' ἐφεξῆς δυσπρόσιτος δυσπρόσοδος , ἄμικτος δύσμικτος , δυσξύμβολος , δυσέντευκτος , σκυθρωπός
5475837 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
5470313 λυπρος
. Μελινναίαν τὴν αὐτὴν διὰ τὸ ἡδὺ τῆς συνουσίας . λυπρὸς ὁ λυπηρὸς παρὰ τὸν Ἅιδην δεννάσει καὶ ὑβρίσει .
μόνος ἐπίσταται θεῶν φίλων δ ' ὅ τ ' ἐλθὼν λυπρὸς ὅ τ ' ἀπιὼν βαρύς μέλας γὰρ αὐταῖς οὐ
5463492 ἀβλαβης
πατραλοίας , . , . * ? Ἀπήμων : ὁ ἀβλαβής : παρὰ τὸ πήθω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔπαθον
μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος , ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς
5462796 ὠτειλη
ταὐτομάτου : εἴρηται δὲ παρὰ τὸ διελκοῦσθαι τῆν σάρκα . ὠτειλὴ ἡ ἐκ τοῦ σύνεγγυς ὑπὸ σιδήρου πληγή . ἔπαινος
αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρ ' ἄναλτον . τὸ οὐλὴ τοῦ ὠτειλὴ διαφέρει , ὅτι οὐλὴ μέν ἐστιν ἡ ὑγιασμένη σὰρξ
5453987 μεταβαλει
καμφθήσεταί ποτε δι ' ἔνδειαν ἢ δι ' ἀτιμίαν οὐδὲ μεταβαλεῖ τὸν αὑτοῦ τρόπον , κόλαξ καὶ γόης ἀντὶ γενναίου
γῆ καλύψει , ἔπειτα καὶ αὐτὴ μεταβαλεῖ κἀκεῖνα εἰς ἄπειρον μεταβαλεῖ καὶ πάλιν ἐκεῖνα εἰς ἄπειρον . τὰς γὰρ ἐπικυματώσεις
5451109 ἰασιμος
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ νοσήματός τινος γινομένη βλάβη , ἥτις καὶ ἰάσιμός ἐστιν : ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τῆς τυφλώσεως παρείληπται :
, πρόσθες αὐτῷ θύμον καὶ , εἰ μὲν ἀναλήψεται , ἰάσιμός ἐστιν , εἰ δὲ μή , οὔ . εἰς
5449905 ἀπορουμενος
λέγειν ἀναγκαζόμενος , χροιάν τε ἤλλαξε καὶ τὰ χείλη διέδακνεν ἀπορούμενος , καὶ πρὸς τοὺς ἑταίρους ὑπέβλεπεν καὶ παρεφθέγγετο τί
οὐδ ' ἡντιναοῦν : ἀλλὰ πενόμενος ἐγὼ καὶ τῶν ἀναγκαίων ἀπορούμενος καὶ ὑπὸ τῶν διδασκάλων ἐλεούμενος ἐπαιδευόμην , καί μοι
5448135 Γαλβα
ἔστι φιλοσόφου στάσιν ἔχειν ἢ ἰδιώτου . Ῥούφῳ τις ἔλεγεν Γάλβα σφαγέντος ὅτι Νῦν προ - νοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται
ὁ δὲ Μὴ παρέργως ποτ ' , ἔφη , ἀπὸ Γάλβα κατεσκεύασα , ὅτι προνοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται ; Ἀνάγκη
5446659 θεωρησει
: οὕτως δὴ καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς τὸ πρέπον ἑκάστῳ ἔργῳ θεωρήσει δαπάνημα καὶ δαπανήσει μεγαλοπρεπῶς . ὥσπερ γάρ , φησίν
πως καὶ αὐτὸς ἄλλων , ὅτι μετ ' ἄλλων βέλτιον θεωρήσει , πρός γε τὸ τὴν ἐνέργειαν τελείως ἐνεργῆσαι καὶ
5446110 δινειν
, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα
, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα
5445442 ἀριζηλος
τὸ ἀρι ἐπιτατικὸν καὶ τὸ ὀδούς γίνεται ἀριόδους , ὡς ἀρίζηλος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια
λόγος τοιοῦτος : ὁ μετὰ τῆς ἀρετῆς πλοῦτος ἀστήρ ἐστιν ἀρίζηλος καὶ ἀληθινώτατον ἀνδρὶ φέγγος , εἰ δή τις αὐτῷ
5435013 ἀγεννους
Θεαίτητε , δρᾶν ; Τίνος πέρι ; Φαινόμεθά μοι ἀλεκτρυόνος ἀγεννοῦς δίκην πρὶν νενικηκέναι ἀποπηδήσαντες ἀπὸ τοῦ λόγου ᾄδειν .
δεινοῖς ὑποβεβλημένος καὶ προστιθεὶς ἑκάστῳ τὸ ὑπεῖκον καὶ εὐένδοτον , ἀγεννοῦς καὶ ἀνάνδρου ψυχῆς πάθη : τλῆναι γὰρ ἔδει καὶ
5421673 πνυξ
. κυρίας ] ἐν ᾗ ἐκύρουν τὰ ψηφίσματα . ἡ πνὺξ αὑτηΐ : ἡ ἐκκλησία , παρὰ τὴν τῶν λίθων
οἱ δὲ κυάμοις φασὶν ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ Ἀθηναῖοι .
5420446 κινεομενον
τῆς ἁρμονίης , ὑγρὸν ἐὸν κινέεται ὑπὸ τοῦ πυρός : κινεόμενον δὲ ζωπυρέεται καὶ προσάγεται τὴν τροφὴν ἀπὸ τῶν ἐσιόντων
ταύταν ἐντί [ ἀληθῶς ] . ‖ ἐπειδὴ πᾶν τὸ κινεόμενον ἐν τόπῳ τινὶ κινεῖται , τὸ δέ γε ποιὲν
5414149 ἀραιος
οἵων ἐγώ ποθ ' ἁ ταλαίφρων ἔφυν : πρὸς οὓς ἀραῖος , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι .
εἰς γῆν , καὶ ταῖς ἡνίαις ἐμπλακεὶς ἑλκόμενος θνήσκει . ἀραῖος . βλαβερός . ἐν εὐχαῖς . ἀλλαχοῦ : δίχα
5401679 ἐγειρεται
πελιδνὸν ποιεῖ τὸν τόπον , καὶ ἐπ ' αὐτῷ ὄγκος ἐγείρεται : φλύκταιναι δὲ καὶ μᾶλλον ταῖς ἀπὸ τῶν ὄμβρων
κεφαλὴν τοῦ τροπαιούχου ἄνωθεν ὁρμήσαντος καὶ ὑπὸ δέους ἀπράκτου μείναντος ἐγείρεται πᾶς ἀνὴρ πρὸς τὴν χεῖρα καὶ μυρία καμὼν καὶ
5389990 τυπτομενος
ὁ τύπτων ὡς δερόμενον καὶ φροντίζοντα τῶν μυστηρίων . 〚 τυπτόμενος γὰρ θείας τελετῆς μέμνηται . 〛 τὸ ἰοὺ ἰού
τοῦ ἀρσενικοῦ , οἷον τὸν τυπτόμενον τὸ τυπτόμενον . Ὁ τυπτόμενος χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος παθητικοῦ καὶ παρατατικοῦ , γίνεται
5388273 ὁρμᾳ
κάμνονταϲ ” “ καὶ ὅϲα ἐϲ φλεγμονὴν καὶ ἐϲ ἀκαθαρϲίην ὁρμᾷ καὶ ὅϲα εἰϲ πυρετούϲ . ” καί φηϲιν ,
θαρροῦσα ἔχειν τὸ ἀντιφάρμακον , τρώγει τὸ ἀκόνιτον , εἶτα ὁρμᾷ ἐπὶ τῷ χρήσασθαι τῷ ἀντιφαρμάκῳ , καὶ οὐκ ἐφίκετο
5388265 μεταπλαττων
. εἰ γὰρ πάντα τις σχήματα πλάσας ἐκ χρυσοῦ μηδὲν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα , δεικνύντος δή τινος αὐτῶν
Περσεὺς ὁ λαμπτηροκλέπτης καὶ ὀφθαλμοκλέπτης τῆς τριπλανοῦς ποδηγίας ζωοπλαστῶν καὶ μεταπλάττων ἀπὸ ζώων τοὺς ἄνδρας ἤγουν ἀνθρώπους ἀγαλματώσας ἀντὶ τοῦ
5387475 κατορθοι
ἀπαιτούμενον . ἱκανὸν οὖν ἑκάστῳ εἰ κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην κατορθοῖ . γένος δὲ ἐνταῦθα ὁ Ἀριστοτέλης τὸ ὑποκείμενον ἐκάλεσε
, πῶς οὐκ ἀεὶ κατορθοῖ ; πῶς δὲ οὐκ ἀεὶ κατορθοῖ τὸ ἕνεκά του ἡ τέχνη ; ἀλλὰ καὶ τὸ
5383156 ἀκροχολος
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία
5379131 κοσμιος
πόλιν . Ὁ δὲ πρεσβεύων ἦν ἀνὴρ ἀγαθός τε καὶ κόσμιος , ἀσκητικοῖς διαλάμπων κατορθώμασιν : ἦν δὲ ὁ καθηγούμενος
πυρρὸς τὴν χροιάν , τὴν φωνὴν ὀξύς . Ὁ δὲ κόσμιος βαρὺ φθέγγεται , βραχὺ μέν , τὰ δὲ βλέφαρα
5376317 ἀμεταπτωτος
ἡ δὲ τῶν σπουδαίων φιλία διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν οὖσα ἀμετάπτωτός ἐστιν , ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δι ' ἣν
ἡ δὲ τῶν σπουδαίων φιλία διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν οὖσα ἀμετάπτωτός ἐστιν , ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δι ' ἣν
5373676 χηρωστης
φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει , αὐλητής , πειρατής , χηρωστής , βραβευτής . οὕτως οὖν καὶ τὸ ἑεδνωτής ,
, ὡς γυψῶ γυψώσω γυψωτής , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ χηρωστής : ἐξ οὗ καὶ χήρα , ἡ ἔρημος καὶ
5370746 ἀξυνετος
, ἢ ἀξύνετός ἐστιν ἢ ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει : ἀξύνετος μέν , εἰ ἄλλῳ τινὶ ἡγεῖται περὶ τοῦ μέλλοντος
, εἰ καὶ τὴν ἀλογιστίαν οὐ προσετέον , ἄφρων , ἀξύνετος , ἀσύνετος , ἀκρατής , ἀσελγής , ἀκόλαστος ,
5370503 παχυνομενον
μέρη ὥστε μὴ ἐφίστασθαι ἐπ ' αὐτὰ τὸ αἷμα καὶ παχυνόμενον κώλυμα γίνεσθαι τῆς ἐκκρίσεως , ἀλλ ' ἀπορρεῖν εἰς
ἡ φθορὰ καὶ τὸ γῆρας : ἀεὶ γὰρ τὸ μάλιστα παχυνόμενον ὡς εἰπεῖν σήπεται καὶ φθείρεται . Παραβλαστήσεις δὲ ἔχει
5369887 διοικητης
. . δαμαζομένου . . μακάρων πρύτανις ] ὁ θεῶν διοικητὴς καὶ ἄρχων Ζεύς . . ὁ σιτοδότης , ὁ
. Ἀρτεμβάρης δὲ ] Ἀρτεμβάρης δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ διοικητὴς τῆς μυρίας καὶ πολλῆς ἵππου , ἤτοι ὁ ἔχων
5367148 ῥαπτει
δὲ καὶ εἰς ὀψοφαγίαν διαβάλλει . καττύεται : συντίθεται καὶ ῥάπτει κατ ' ἐμοῦ . ἀστείως δὲ τῇ λέξει κέχρηται
πιθήκου σοφώτερον , οἵας γοῦν ἐπ ' αὐτοῖς παλαμᾶται καὶ ῥάπτει τὰς πάγας : ὅπου τὸ πλῆθος πιθήκων κάθηται ,
5362930 πεφυκως
μεγίστας συμφορὰς πεπονθότας , μάλιστα δὲ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος πεφυκὼς πρὸς εὐεργεσίαν καὶ εἰωθὼς τοὺς ἠδικηκότας σῴζειν . διὰ
Διὸς πρόπολος Διώνης εἶπε Τημένωι τάδε : “ ὦ παῖ πεφυκὼς ἐκ γονῶν Ἡρακλέους , Ζεύς σοι [ ] δίδωσι
5361593 ἀποκλιματος
τούς τε ἐν αὐτοῖς ἀστέρας ἐπισκοπητέον τοὺς μὲν ἐπὶ τοῦ ἀποκλίματος ὡς δηλοῦντας τὰ παρῳχηκότα , τοὺς δὲ ἐπὶ τῆς
εἰς ἓν ζῴδιον δύο τόποι συνεμπίπτουσιν ἢ καὶ σχῆμα κεντρικὸν ἀποκλίματος τρόπον ἐνδείκνυται : τοῦτο δὲ συμβαίνει περὶ τὰς τοῦ
5358044 γενναδας
, ἀπαγορεύει δὲ τοῖς συνήθεσιν . καὶ ἢν μὲν φύσει γεννάδας ᾖ , κἂν ἀφῇς τὸν χαλινόν , ὀρθῇ τῇ
καὶ οὐρὰς ἅπαντες . ὁρᾶτε οἵους ἡμῖν θεοὺς ποιεῖ ὁ γεννάδας ; Εἶτα θαυμάζομεν εἰ καταφρονοῦσιν ἡμῶν οἱ ἄνθρωποι ὁρῶντες
5358037 ἐμβριθης
, ἀλλ ' ὁδῷ βασιλικῇ πορευόμενος , τοῖς μὲν ἀδικοῦσι ἐμβριθής τις ἐφαίνετο καὶ δεινός , τὰ τῆς ἀδικίας ἐκκόπτων
τρέπει αὐτὰ εἰς ης , ὡς ἔχει τὸ βριθὺς , ἐμβριθής : ἠδὺς , ἀηδής : πλατὺς , ἀπλατής :
5356381 ἀηδης
πληττόμενος , βλαπτόμενος , ἀπὸ τῆς ἄτης . Ἀπηχής : ἀηδής . Ἀνασιμῶσαι : τὸ ἀναλῶσαι καὶ δαπανῆσαι . Ἀρχαιρεσιάζειν
καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν , ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ἀηδής , ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν
5351650 κτησαι
ἀπαθοῦς φῶς ἐστίν . ῥώμην μεγίστην καὶ πλοῦτον τὴν ἐγκράτειαν κτῆσαι . ῥώννυσι μὲν οἶνος τὸν δεσμὸν τῆς ψυχῆς ,
, παρὰ τὴν παροιμίαν . ἀντὶ τοῦ : ἕνα βέβαιον κτῆσαι φίλον καὶ μὴ ἀπατῶντα . ὅπη μηδέν : .
5343236 ἐσχισμενος
. , . , . . Ἀσκός : ὁ μὴ ἐσχισμένος : παρὰ τὸ σχῶ σχήσω ἀσχός καὶ ἀσκός :
. Ἀσκός , ἀσκός τις ὢν , ὁ ὑγιὴς καὶ ἐσχισμένος , παρὰ τροπὴν τοῦ χ εἰς κ : καὶ
5343159 σεσωρευται
φόρτος ἄπλετος ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος , ὄρει παραπλήσιος , σεσώρευται , καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος
καταπεπατῆσθαι . νένασται : ἐξήπλωται . νένασται : ὑπέστρωται , σεσώρευται ἀπὸ τοῦ νάω νῶ τὸ σωρεύω . τάς μοι
5333744 φθανεις
ἡ πρὸς θεὸν ἀμαθία αἰτία . βουλευόμενος περὶ ἄλλου κακῶς φθάνεις αὐτὸς πάσχων ὑπὸ σεαυτοῦ κακῶς : καὶ αὐτὸς δὲ
μεγάλα λαμβάνοντες παρὰ τῶν ζώντων τὰ τηλικαῦτα οὐ προσησόμεθα : φθάνεις δὲ τὴν αἰτίαν αὐτὸς ὑποβάλλων . οἱ μὲν γάρ
5325885 ἀκραιφνης
κατ ' ἀνδρῶν δῆτ ' ἐνοικήσει στέγην ; καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται ; τὸν ἡβῶνθ ' ,
: κἂν γὰρ εἰς τὸ παρὸν ἐλλείπῃ , σώζεται γοῦν ἀκραιφνὴς εἰς τὰ μέλλοντα . Αἱ μὲν κατ ' ὄψιν
5324734 σωζεται
δὲ αὐξηθεὶς καταλύσει τοὺς ἄλλους βασιλεῖς , δι ' οὓς σώζεται Χερρόνησος . ὡς δ ' ἂν καὶ ἐξ αὐτῶν
τὴν μάχαιραν , ὑπὸ τῶν Κενταύρων καταληφθεὶς ἔμελλεν ἀπόλλυσθαι , σώζεται δὲ ὑπὸ Χείρωνος : οὗτος καὶ τὴν μάχαιραν αὐτοῦ
5324299 ἀναχθησεται
λόγου μερῶν ἐκεῖνο λέγομεν , ὡς ἐν οὐδεμιᾷ τῶν κατηγοριῶν ἀναχθήσεται : οὐ γὰρ προηγουμένη αὐτῶν ἐστιν ἡ σημασία ,
καὶ τὴν οὐσίαν , καὶ ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τὴν οὐσίαν ἀναχθήσεται . καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων κατηγοριῶν ὡσαύτως . Ἀποροῦσι
5323135 σκιρρωδης
ἐφ ' ὧν οὖν καὶ ἔμφραξίς ἐστι μεγίστη καὶ φλεγμονὴ σκιρρώδης καὶ ἡ δύναμις ἔρρωται , ἐπὶ τούτων παραλάμβανε κένωσιν
ἐπὶ μὲν τοῖς δι ' ὄξους ἐπιχρίσμασιν ἀξιολόγως καθαιρούμενος ὁ σκιρρώδης ὄγκος , ἐπὶ δὲ τοῖς χαλαστικοῖς μαλακυνόμενος μέν ,
5320359 ἁψικορος
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς
5315590 οὐτιδανον
εἰς ω , ἐρρώγειν . ξύμκλιδες : σύμμαχοι παρείσακτοι . οὐτιδανὸν , μὴ δαμινόν : οὐδενὸς λόγου ἄξιον : ἐκ
ξηρόν . οὐτιδανόν : οὐδαμινὸν , ἀχρεῖον , ἀνήδονον : οὐτιδανὸν ἀπὸ τοῦ οὔτι δάνος ἤτοι χαρὰν ἐμποιῶν . ἄχλοον
5313603 θερμαινω
αἰτίαν τοῦτο πράττει , ἔφη : ” τὰς χεῖρας μου θερμαίνω ἐκ τοῦ κρύους . ” μετὰ μικρὸν δὲ ἐδέσματος
ὡς Πάτροκλος Ἀχιλλέως . θέρεσθαι θερμαίνεσθαι , καὶ τὸ θερέω θερμαίνω . ἀφ ' οὗ καὶ θέρος , καθ '
5312852 προσεισιν
προορᾶν ὥσπερ οἰκίας μιᾶς τῆς τοσαύτης ἀρχῆς , τί μὲν πρόσεισιν ἑκάστου ἔτους , τί δὲ ἀναλοῦται , καὶ τί
τοῦτο γὰρ ὁσημέραι ποιεῖν ἔθος αὐτῇ : μᾶλλον δὲ ἤδη πρόσεισιν . ὁρᾷς τὴν κόσμιον , τὴν ἀπὸ τοῦ σχήματος
5311974 ἀνδρωνιτιδος
, τὰ γεννητικὰ τῆς ψυχῆς ἐκτετμημένος , μετανάστης μὲν τῆς ἀνδρωνίτιδος , φυγὰς δὲ καὶ τῆς γυναικωνίτιδος , οὔτ '
“ ποῖ καὶ πόθεν ; ” , “ ἐκ τῆς ἀνδρωνίτιδος , ” εἶπεν , “ εἰς τὴν γυναικωνῖτιν .
5306488 ἀλογω
τιθέμενοι τὸ ἐπιστρέφεσθαι τῶν θεῶν . Ἀλέγω τὸ φροντίζω , ἀλογῶ δὲ τὸ καταφρονῶ . . ΚΑΤΑΦΡΑΖΕΣΘΕ . Βουλεύεσθε ,
καὶ περισπᾶται , εἰ μὴ ἐν προθέσει συντεθῇ . οἷον ἀλογῶ πολυλογῶ κακολογῶ μακρολογῶ . πρόσκειται εἰ μὴ ἐν προθέσει
5305127 τηλικος
: οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν , ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί . ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος
προσλαμβάνει , ταῦτα ἀφαιρέσει τοῦ τ δασύνεται , τόσοςὅσος , τηλίκος ἡλίκος : καὶ ἐπεὶ τούνεκα , οὕνεκα δασέως .
5304565 δαιειν
τὸ καίνειν καὶ δαίειν . * ἐκ τοῦ καίειν καὶ δαίειν Κανδάων ὁ Ἄρης . . . Μαμερτὸς ὁ Ἄρης
. * * Κανδάων ἐπίθετον Ἄρεος παρὰ τὸ καίνειν καὶ δαίειν . * ἐκ τοῦ καίειν καὶ δαίειν Κανδάων ὁ
5304443 ἑλκουν
τῆς δριμείας καὶ θερμῆς μετέχει ποιότητος , ὡς ἤδη καὶ ἑλκοῦν : διὸ ἔξωθεν ἀνατρίβουσιν αὐτῷ μετ ' ἐλαίου τὸ
μικρότερον τετάρτηϲ ὂν τῶν θερμαινόντων ἀποϲτάϲεωϲ δριμύτερόν ἐϲτιν , ὡϲ ἑλκοῦν τὸ δέρμα καταπλαϲϲόμενον , ὄνυχάϲ τε λεπροὺϲ ἐκβάλλει :
5302904 περιειργαζετο
φεύγων , Χλόην δὲ τηρῶν , Οὐδὲ ὁ Γνάθων ἔτι περιειργάζετο , καταμαθὼν ὡς οὐ μόνον καλός , ἀλλὰ καὶ
καὶ τοῦ ναυμαχεῖν ἐπίστασθαι . Πῶς οὖν ὁ ταῦτα συμβουλεύων περιειργάζετο , ἢ πῶς οὐχ ἡρμόττετο πρὸς τὴν φύσιν τῆς
5299821 συρφετος
οὕτω καὶ σύρω συρετός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ φ , συρφετός . Σκορακισμὸς καὶ σκορακίζειν . ἀποβολῇ τοῦ σ .
χεράδος περιχεύας . χερὰς δὲ ὁ μετὰ ἰλύος καὶ λίθων συρφετός . τὸ δὲ τυπτόμενοι ἀντὶ τοῦ τύπτοντες . φάει
5297723 σφαιρηδον
προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων
φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος
5295238 μακροθυμος
λιταῖς καὶ δεήσεσι , σπλαγχνίσθητι ὡς συμπαθής , οἴκτειρον ὡς μακρόθυμος , ἐλέησον ὡς φιλάνθρωπος καὶ συγχώρησόν μοι ὅσα σοι
πραΰς , ἐπεὶ οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι τὴν γῆν . Γίνου μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων καὶ ἄκακος καὶ ἡσύχιος καὶ ἀγαθὸς καὶ
5294930 ἁρπαξ
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι
5292990 κενοδοξος
σεμνόστομος ] κατ ' εἰρωνείαν ὁ λόγος . ἀντὶ τοῦ κενόδοξος καὶ οἰήσεως γέμων φρονήματος ] ἐπάρσεως πλέως ] πεπληρωμένος
παραλλήλου . θ μέγας ] φοβερός . θ τύπος ] κενόδοξος . τύπος ] ἐπηρμένος . τύπος ] + μακρὸν
5289777 ῥοιζηδα
τῆς ἀμπέλου κείροντες θλίβωσιν ] κόπτοντες πατοῦσι καὶ πιέζουσιν ὅτε ῥοιζηδά : τῷ καιρῷ ὅτε ῥοιζηδὸν αἱ μέλισσαι ἐπὶ ταῖς
τῶν μνίων φησί , τουτέστι τῶν βρύων τοῦ μέν τε ῥοιζηδά : τούτου , φησί , ῥοιζηδὰ πίνοντος , τοῦτο
5289497 ξυμμετρον
, ὡς Ἀρριανός φησιν , ὅσον τοσῶιδε μήκει ἐς κουφότητα ξύμμετρον . κατὰ δὲ τοῦ τοσούτου ἀνδρὸς νικηφόρος γέγονεν εἰς
ἐκ τῆς εὐρυχωρίας ἐς τὰ στενόπορα , ἵνα σφίσι μὲν ξύμμετρον τὸ χωρίον ἀναπτύξαι τὴν φάλαγγα , τοῖς δὲ ἀχρεῖον

Back