. , . , . . Ἀσκός : ὁ μὴ ἐσχισμένος : παρὰ τὸ σχῶ σχήσω ἀσχός καὶ ἀσκός :
. Ἀσκός , ἀσκός τις ὢν , ὁ ὑγιὴς καὶ ἐσχισμένος , παρὰ τροπὴν τοῦ χ εἰς κ : καὶ
7279869 στιζω
. . . , : στίζω : παρὰ τὸ στῶ στίζω . τὸ τὸν διακεχυμένον καὶ πεπλανημένον λόγον στῆσαι .
στίζειν τὸ τῆς ἐν τῇ ἀναγνώσει φορᾶς στάσιν ποιεῖν . στίζω στίξω στιγμή . . , : τάφος : ὅπου
7254528 λεπτυνω
. , περιστῆναι , ὁμαλίσαι , σπογγίσαι . ψῶ τὸ λεπτύνω , συμψῶ τὸ συγχέω , καταψῶ τὸ ὁμαλίζω .
: κατειβόμενον κελαρύζει . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ψίω τὸ λεπτύνω , ἐξ οὗ καὶ ψιὰς παρ ' Ὁμήρῳ .
7215325 μυξα
δὲ καθαρά ἐστι , καὶ μήθ ' ἕλκος μηδὲν μήτε μύξα μήτε σίελον αὐτοῖς προέρχεται μηδὲν , μήτε ἐν τῇσι
οὐ νενόμισται οὐδ ' ἀπομύξασθαι , ὅλος ὢν πτύσμα καὶ μύξα ; Τί οὖν ; καλλωπίζεσθαί τις ἀξιοῖ ; μὴ
7205338 λεπω
. Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον ,
ἐνεκόλαπτον τοῖς λίθοις οἱ παλαιοί : γλάπτω γλαφυρὸς , ὡς λέπω λεπυρός : ἐπὶ δὲ τοῦ ἡδέος , ἀπὸ τοῦ
7191592 ἀγλευκης
πάντως καὶ κάλλους τινὸς καὶ εὐρυθμίας , εἴπερ μὴ ὡς ἀγλευκής τις γενήσεσθαι μέλλοι . τούτῳ δ ' ὅτι μὲν
οὐ γέρων , ἀλλὰ τῶν ἀπὸ βύρσης , ἤδη μὲν ἀγλευκής , ἄπεπτος δὲ ἔτι . Ποτήρια δὲ ἔκειτο παντοῖα
7177631 βρεχω
ἄστεκτος : ἄφλεκτος : ἄτεγκτος ὁ σκληρός : τὸ γὰρ βρέχω τοῦ τέγγω διαφέρειν φησὶν Αἰέτιος ὁ ἰατρός : βρέχεται
μέρους τῶν χειρῶν τοῦ πήχεως . Βρεχμός , παρὰ τὸ βρέχω βρέξω βρεγμός : ὡς παρὰ τὸ ἔχω ἕξω ἐχμὸς
7106413 στρεφω
, παρὰ τὸ θῶ , τρίτης ἐστὶ συζυγίας , τὸ στρέφω , θήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα θώνη , καὶ
τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς α καὶ τοῦ φ
7081478 αὐος
Ἀγρὸς ἡ πόλις : ἐπὶ τῶν ἀτακτούντων . Ἀγναπτότατος βάτος αὖος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ αὐθάδους . Ἀγρία μέλιττα
ἀστράγαλος παρὰ τὸ ἀστραβὴ καὶ ὀρθὴν φυλάσσειν τὴν βάσιν . αὖος ὁ ξηρός : κατὰ στέρησιν τοῦ ὕεσθαι : ὁ
7071587 Βλαξ
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς :
7058366 ἀϋω
. Αὖος , ὁ ξηρός , ἀπὸ τοῦ ὕω : ἀΰω , ἄϋος , καὶ κατὰ συναίρεσιν αὖος , ὁ
τὸ ὕω , τὸ βρέχω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀΰω καὶ κατὰ συναίρεσιν αὔω , τὸ ἐξ ἀνομβρίας γινόμενον
7019597 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
7015697 Βραδυς
: ὡς παρὰ τὸ ἔχω ἕξω ἐχμὸς καὶ συνεχμός . Βραδύς , παρὰ τὸ βάρος βαρύς . ὑπέρθεσις τοῦ ρ
ὁ μὲν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κινουμένης τῆς ἀρτηρίας γινόμενος . Βραδύς ἐστι σφυγμὸς ὁ βραδεῖαν ἔχων τὴν διαστολήν τε καὶ
7005503 μαλαξ
π εἰς β : βλὰξ , ἐκ τοῦ μαλακός : μάλαξ : καὶ συγκοπῇ μλάξ : καὶ τροπῆ τοῦ μ
, οἷον ἀπεδανός ἠπεδανός , αἱμοπόται αἱμηπόται , * μέλαξ μάλαξ καὶ τὰ ὅμοια . Τμῆσις δέ ἐστι συνθέτου λέξεως
6980416 ἀκεσω
μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . . .
λυγρῷ φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσεν . παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω , ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν
6976966 σμηχω
' οὐλύμποιο . ἀμφιτρίτῃ : τῇ θαλάσσῃ . Μίσγονται : σμήχω η σμίγω ι , σμύχω δὲ τὸ καίω [
χ ἢ εἰς κ , οἷον σμῶ , σμήσω , σμήχω , τὸ καθαίρω : ὄλω , ὀλέσω , ὀλέκω
6957649 Μεσος
Ψυχρὸς σφυγμός ἐστιν ἐν ᾧ ἡ ἀρτηρία ψυχροτέρα καταλαμβάνεται . Μέσος ἐστὶν ὃς τὴν τοῦ ψυχροῦ τε καὶ θερμοῦ συμμετρίαν
ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : ἐξήπλωται , διαχεῖται , καθά περ
6898185 ἐμπυημα
ἢ φέρεται δι ' ὑπερώας ἐπὶ τὸν πνεύμονα καὶ εἰς ἐμπύημα μεθίστησι τὴν ὕλην , καὶ ἀνακαθαίρεται τὸ ἐμπύημα καὶ
πλοῦν ὁδεύουσα ἡ φύσις πυοποιεῖ τὴν τοιαύτην ὕλην καὶ εἰς ἐμπύημα μεθίστησι , καὶ τῷ χρόνῳ ἀναπτύεται καὶ ἀνακαθαίρεται καὶ
6895687 ἡβαιος
ἐστι ἐπ ' ὀλίγον βῆναι . ἢ παρὰ τὴν ἥβην ἡβαιός , ἥτις ταχέως ἄρχεται καὶ ταχέως λήγει , .
, τὸ ἐπικλίνω : ἐὰν δὲ παρὰ τὴν ἥβην , ἡβαιός , ἐξ οὗ καὶ τὸ βαιός κατὰ ἀποβολὴν τοῦ
6889037 ἐπιπολαιος
, προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς
ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ
6880417 πετω
, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα :
. Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω
6874402 κνω
μὴ τὰ πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ ” . παρὰ δὲ τὸ κνῶ μονοσύλλαβον γέγονεν καὶ κνημῶ : „ ἀλλ ' ἔστιν
, ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω , λεπτὸς γὰρ ὁ
6860115 ξυσμη
γὰρ ἡ τοῦ μ στοιχείου ἐγχάραξις ὥσπερ καὶ νυγμή καὶ ξυσμή ἡ τοῦ ν καὶ τοῦ ξ . . .
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷαν , νυγμή : ξυσμή : πυγμή : δυσθμή . Τὰ εἰς μη ἔχοντα
6855988 νυσσω
λέγεται ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ δρόμου παρὰ τὸ νύσσω τὸ διεγείρω καὶ τιτρώσκω : ἐν γὰρ τῇ ἀφετηρίᾳ
παρὰ τὸ βρύκω , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίω : ὡς νύσσω νυγμός , οὕτως βρύκω βρυγμός , . , ,
6840041 βλω
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ
6828133 ἀκω
κρεῖττον μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . .
φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων : παρὰ τὸ ἀκῶ ἐντεῦθεν ἀκεστής καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστον , οἷον
6826453 ἀτηρος
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει
6825625 τεραμων
δυσέψανος . οὕτως φησὶ Πλάτων . Ἀτεράμων , οἱονεὶ μὴ τεράμων , ἀλλὰ σκληρός . ἔνθεν δὲ καὶ ἀτέραμνα ὄσπρια
Φοιβάμμωνος κατὰ γενικὴν καὶ διὰ τῶν δύο μμ γραφέν : τεράμων τεράμωνος : σεσημείωται δὲ ἡ χρῆσις παρὰ Πλάτωνι ἐν
6823009 ξηραινω
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ ,
6822964 ψυχομενου
τοῦ γὰρ σώματος ὑπὸ τῶν εἰσιόντων καομένου τε ἐντὸς καὶ ψυχομένου , καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ξηραινομένου καὶ ὑγραινομένου
ποιοῦντεϲ , ἄχριϲ ἂν ὁ κάμνων αἰϲθάνηται τοῦ βάθουϲ ποϲῶϲ ψυχομένου καὶ ἀδιψότεροϲ γένηται . μίγνυμεν δὲ ἐνίοτε καὶ ἔλαιον
6821186 σπιζω
: τὸ ὅπλον : παρὰ τὸ σπῶ τὸ ῥῆμα παράγωγον σπίζω , ὁ μέλλων σπίσω , κατὰ , ἔγκειται '
παραγώγως . Ἀσπίς , παρὰ τὸ σπῶ , οὗ παράγωγον σπίζω : ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν σπι ἤτοι μακρὸν
6819758 πτυσσω
πετύσω καὶ συγκοπῇ πτύσσω : ἄλλο γὰρ οὐ σημαίνει τὸ πτύσσω , εἰ μὴ τὸ ἐπιπίπτειν ἕτερον πρὸς ἕτερον .
πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός . Πτερόν . πέτω πετερὸν
6815146 μαυρος
πάλιν διακρίνονται εἰς χροίας τε καὶ γεύσεις : ὁ Κρόνος μαῦρος , μόλυβδος καὶ στυφερὸς πρὸς γεῦσιν , Ἄρης ῥούσιος
σαῦρος καῦρος . σημείωσαι τὸ σταυρός ἄψυχον : καὶ τὸ μαῦρος ἀπὸ τοῦ ἀμαυρός γέγονεν . Τὰ εἰς ΡΟΣ δισύλλαβα
6813587 ὑφαιμος
περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ
: ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας .
6813161 νυγμα
, κατὰ τὸ αἰθύσσω αἴθυγμα , πτύσσω πτύγμα , νύσσω νύγμα , ἐξ οὗ καὶ ἡ νυγμὴ , ὡς πτύγμα
πλήξῃ χλοεροῦ δένδρου τὸ κέντρον . Μάθε τοῦ ῥόδου τὸ νύγμα , μάθε τῶν πόνων τὸ κέντρον , ἵνα τοῖς
6810134 μερεος
ἀεικίνατον . ἔν τε τῷ ἀνθρώπῳ ἁ συναρμογὰ τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς ποτὶ τὸ λόγον ἔχον , ἀρετά .
ἢ διὰ φιλοτιμίαν . ἁ μὲν ὦν κακία τῶ λογιστικῶ μέρεος τᾶς ψυχᾶς ἐντὶ οἰκειοτέρα : προσέοικε γὰρ ἁ μὲν
6807948 ἐμβιος
γυμνωθεῖσα δὲ ἀφορμῆς πολλὰ ἂν καὶ καλὰ κακῶς διαθεῖτο . ἔμβιος : Ἀ . Ἀληθείας α : καὶ ἡ σηπεδὼν
' ἄπειρος καὶ ἀδέητος . Καὶ ἡ σηπεδὼν τοῦ ξύλου ἔμβιος γένοιτο . . . . εἴ τις κατορύξειε κλίνην
6800268 νωθρος
ΡΟΣ δισύλλαβα τριγενῆ ἔχοντα δασὺ πρὸ τοῦ Ρ ὀξύνεται : νωθρός σαθρός ψυχρός ἐχθρός αἰσχρός στιφρός . σεσημείωται τὸ γλίσχρος
νω στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ θορῶ τὸ πηδῶ νωθορὸς καὶ νωθρός . Εἰλεῦνται : δωρικῶς καὶ αἰολικῶς , καὶ κινοῦνται
6799804 φωτιζω
Κευθομένην ἀπὸ τοῦ εἴκω τὸ ὑποχωρῶ καὶ τοῦ εὔω τὸ φωτίζω , ὅθεν τὸ φωτίζον ὑποχωρεῖ . ἤγγειλαν : ἐμήνυσαν
. . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ αὖσον κατὰ μετάθεσιν
6797139 ἑπω
ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς
συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ
6796726 ῥεπων
τοῦτ ' ἔστιν , ἦν θ ' ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥέπων . καὶ τοῦτο μὲν δὴ κἄστι συγγνώμην ἔχον :
τοῦτ ' ἔστιν , ἦν θ ' ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥέπων . καὶ τοῦτο μὲν δὴ κἄστι συγγνώμην ἔχον :
6795971 ἀρχαμος
. Ὄρχαμος . τροπῇ τοῦ α εἰς ο , ἀρχὸς ἄρχαμος , ὡς πλόκος πλόκαμος , πύῤῥος πύῤῥαμος . Ὀῤῥωδῶ
συγκοπῇ ἄκνος καὶ ὄκνος , ὡς ἀκριόεις ὀκριόεις , ἀρχὴ ἄρχαμος ὄρχαμος . Ὀλοφυρόμενος . κυρίως τὸ μετὰ τιλμοῦ τῶν
6790079 Μαλακη
Σύμμετρος . Μαλακή . Ὀλίγη . Μαλακή . Πολλή . Μαλακή . Σύμμετρος . Σύμμετρος . Ὀλίγη . Σύμμετρος .
Ὀλίγη . Σκληρά . Πολλή . Σκληρά . Σύμμετρος . Μαλακή . Ὀλίγη . Μαλακή . Πολλή . Μαλακή .
6790061 ὀλισθηρος
λαβόντα ζυγόν ἀρήγει : ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος : ἁδόντα δ ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς
ἐστιν ὁ τοῦ ἰβίσκου καὶ τῆς μαλάχης χυλὸς , λίαν ὀλισθηρὸς ὑπάρχων : παρέχειν δὲ δεῖ καὶ ἀφέψημα λινοσπέρμου ,
6783019 δεικω
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ
6773546 χθαμαλος
κόβαλος . ἐκ δὲ τοῦ ἤκαλος ὁμοίως τῷ ἁπαλός ὁμαλός χθαμαλός . ἐκ τούτου οὖν γίνεται ἀκαλός ἀκαλά , ὡς
τοῦ η εἰς α καὶ ὀξύνεται ὁμοίως τῷ ἁπαλός ὁμαλός χθαμαλός . ἐκ τοῦ οὖν ἀκαλός γίνεται ἀκαλά : ἀκαλὰ
6772141 ἀμαλδυνηται
καταπλὴξ , ἀναυδίη , περίψυξις , πνεῦμα προσπταῖον , ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα , καὶ ταινίῃ
ἀμαλδύνω τὸ ἀφανίζω : ὥς κεν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν . ἀμαλδύνω οὖν τὸ ἀφανίζω , ἀμάλδανον τὸ
6769356 ἡϲυχιη
ὁρῆϲθαι τὰ πάντα ἡδέωϲ . λαλιὴ τῶν παρεόντων φιλομειδήϲ : ἡϲυχίη , θυμηδίη τοῦ νοϲέοντοϲ . ὀϲμαὶ εὐώδεεϲ , ἀβαρέεϲ
μηδὲ βαθείη , ἄθερμοϲ : ὄρθιον δὲ τὸ ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη .
6767366 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
6766329 κοιμημα
, , : κῶμα : ἀπὸ τοῦ κοιμῶ κοιμήσω γίνεται κοίμημα , συγκοπῇ κοῖμα καὶ τροπῇ τῆς οι εἰς ω
κώματος καταφερόμενοι . κῶμα γὰρ ὁ ὕπνος | καὶ οἷον κοίμημα . οἱ οὖν μετά τινος νωθρείας ἐν καταφορᾷ ὄντες
6762588 χεω
διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω ,
καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών
6761724 ἀπεπτος
αἰσθήσει καθάπερ ἀτμίζοντος ἀεὶ τοῦ σώματος . Ἁλμυρὸς δὲ ὅτι ἄπεπτος , τὸ δὲ πεπεμμένον γλυκὺ , τὸ δ '
, ἁπαλόσαρκος , ἄβρωμος , εὐστόμαχος , οὐρητικός , οὐκ ἄπεπτος , ταγηνιστὸς δὲ δύσπεπτος . τρίγλη εὐστόμαχος παραστύφουσα ,
6760341 σπω
σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ
ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ
6759222 ἀνοντος
δίκτυον . συγγνώμην ἔχοι ] ἤγουν ἵλεως γένοιτό μοι . ἄνοντος : ἀντὶ τοῦ ἀνύοντος τὰ πρὸς σωτηρίαν καὶ εὑρίσκοντος
ἔχοι τοῦ δικτύου . ταῦτα μὲν πρὸς ἀνδρός ἐστ ' ἄνοντος ἐς σωτηρίαν . ἀλλ ' ἔπαγε τὴν γνάθον .
6757564 σμω
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω ,
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον
6747563 τειρω
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ
6745470 λελυμενος
Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη
ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων
6743807 κινυγμα
πεπονθὼς τοῖς ἐχθροῖς . : κίνυγμα ] Εἴδωλον . : κίνυγμα : Τὸ κίνημα : καὶ ἔστι πρωτότυπον τὸ κινῶ
τοῦ κινύω παράγεται τὸ κινύσσω : ἀφ ' οὗ καὶ κίνυγμα , τὸ ἀέριον εἴδωλον : κατὰ τὸ αἰθύσσω ,
6738621 οὐρεουϲι
: ἢν δὲ ἐπινέμηται , τρυγώδεα , μυξοποιά , κάκοδμα οὐρέουϲι . τῶν τοιῶνδε οὐ βραδύνει θάνατοϲ : δακνώδεα μὲν
τινά , εἰ καὶ μὴ κάρτα πολλόν , ὅτι πονῶντεϲ οὐρέουϲι , τηκεδὼν δὲ γίγνεται δεινή : οὔτε γάρ τι
6733723 ἀλκω
ἄναλκις : ὄνομα σύνθετον : ἔστιν ἀλκή , καὶ ῥῆμα ἀλκῶ , τὸ βοηθῶ , ὁ μέλλων ἄλξω , ὄνομα
, ὄνομα ῥηματικὸν ἄλξις καὶ ἔπαλξις . ἐκ τοῦ οὖν ἀλκῶ ἄλξω ἄλξις , καὶ τροπῇ τοῦ ξ εἰς τὸ
6731079 βαυνος
γοῦν ἵνα μάθῃ ἐνταῦθα τὰ εἴδη τῶν κεραυνῶν . κεραυνὸς βαῦνος καὶ πῦρ , κείρων καὶ κόπτων . καταφρύγει ]
. . Βάναυσος : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον
6729172 βελονη
, καὶ κεντέεται ὑπὸ τῆς ὀδύνης διαμπερέως , ὡς εἰ βελόνη τις κεντοίη . Τοῦτον ὁκόταν ὧδε ἔχῃ , παραχρῆμα
ἦν λύχνου τὸ μεσόμφαλον : ἡ δέ νυ λόγχη εὐμήκης βελόνη , παγχάλκεον ἔργον Ἄρηος : ἡ δὲ κόρυς τὸ
6729171 ἐκθλιψει
. , : ὅτι δὲ οὐδὲ τῇ ὑπ ' ἀλλήλων ἐκθλίψει βιαζόμενα κινεῖται , δείκνυσιν ἐφεξῆς . ταύτης δὲ γεγόνασι
βλεφάρων ἀποϲτήματα θεραπευτέον , τὰ μὲν ἐντὸϲ ἀποκορυφοῦντα ἀποτομίᾳ καὶ ἐκθλίψει τοῦ ὑγροῦ . εἶτα ἐγχυματίζειν ἅλμῃ καὶ ἄνωθεν ἐπιθέντα
6725753 ἀδιαρθρωτον
ἢ ἐκ τῶν συμβεβηκότων , συγκεχυμένην δ ' ἔτι καὶ ἀδιάρθρωτον : ἐκ δὲ τῶν ἐγγυτάτω σαφῆ τε ἤδη κατάληψιν
τὸ τῆς ἕξεως εὐμετάβολον καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ἀτελὲς καὶ ἀδιάρθρωτον ἀπειργάσατο τοῖς περὶ τὸ ποιητικὸν αὐτῆς συμβεβηκόσιν οἰκείως .
6721756 ψω
οὕτω Φιλόξενος . . , : ψιλός : παρὰ τὸ ψῶ , ὅθεν καὶ τὸ καταψῶ : οὗ πᾶν ὁτιοῦν
ποδὶ κατὰ τὸ λεληθὸς , οἱονεὶ παρασύρων : ἀπὸ τοῦ ψῶ , οὗ παράγωγον τὸ ψαύω . καὶ οἱ ναῦται
6719695 βρωσω
χρήματα δ ' αὖτε κακῶς βεβρώσεται . ἀπὸ τοῦ βρῶ βρώσω βέβρωκα , ὁ παθητικὸς βέβρωμαι , τὸ δεύτερον βέβρωσαι
, : βρῶμα : ἀπὸ τοῦ βρῶ , ὁ μέλλων βρώσω , βρῶμα καὶ βρωτὸς καὶ ἄβρωτος : ἡ βρῶσις
6714631 ἀσω
. . ἢ ἀπὸ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἆτος καὶ ἄατος . . . . , .
Σωσικράτης Σωσίβιος , ἀρκέσω Ἀρκεσίλαος , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄσω καὶ φηλῶσαι γίνεται ἀσίφηλος καὶ ἀσύφηλος , ὡς δίφρος
6713381 θηλη
τὸ ἕλκειν τὸ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν . τούτων δὲ θηλὴ τὸ ἄκρον , ὅθεν τὸ θηλάζειν καὶ θηλὴν ἐπισχεῖν
ἐκτομῆς γυμνωθῇ τὸ τοῦ ἀποστήματος βάθος , συντηρηθῇ δὲ ἡ θηλὴ ἐπὶ μὲν τῶν ἀρρένων πρὸς εὐπρέπειαν , ἐπὶ δὲ
6711901 παιπαλη
καταπαττόμενος ] ὑπὸ σοῦ ταῖς πληγαῖς διὰ τὰ μαθήματα . παιπάλη γενήσομαι ] ἤγουν ἀφανισθήσομαι καὶ εἰς οὐδὲν ἔλθω .
μονόμετρον βραχυκατάληκτον . τελευταῖος δὲ πάντων τούτων οὗτος καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι τῶν συστημάτων παράγραφος .
6707112 ἀρσω
: ἔστιν ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ἐξ οὗ ἄρσιος καὶ ἀνάρσιος κατὰ στέρησιν τοῦ
παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ ἀόριστος ἦρσα , ἡ μετοχὴ ἄρσας ,
6704097 σκαιρω
: τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , .
Νῶκαρ . τὸ δυσκίνητον καὶ οὐδ ' ὁπωσοῦν ἐῤῥωμένον : σκαίρω γὰρ ἐστὶ ῥῆμα . ἀποβολῇ τοῦ σ , καίρω
6702829 ἀνωφερης
ῥεῖθρον εἰς ὑγρὸν τραπέν . φύσις κατωφερὴς γὰρ οὐ δυνήσεται ἀνωφερὴς ἐλαφρὰ καὶ μετάρσιος ὅλως γενέσθαι , πρῶτον εἰ μὴ
μηδὲν ἀναβιβάζουσαι πρὸς μόνην τάσιν ἐπενοήθησαν . ἀγκῶνας ἀναβιβάζει ἡ ἀνωφερὴς χελώνη τοῦ Ἀνδρέου ὀργάνου , ἀγκῶνας δὲ καὶ σπάθην
6701472 ἐχευατο
ἀσπίσι καὶ κορύθεσσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι . οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον , μελάνει δέ τε
Ἀκάμαντα κύσεν . Περὶ δέ σφισι δάκρυ ἡδὺ κατὰ βλεφάροιιν ἐχεύατο μυρομένοισιν . Ὡς δ ' ὁπότ ' αἰζηοῖο μετ
6697891 ἀμυξω
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ
6692001 ἐξηπλωται
] τοῖς τέλεσι δηλονότι , ἐβαρύνθη ὑπὸ τοῦ τέλους , ἐξήπλωται . , ἡπλώθη , ἐξηπλώθη . , ἐδυναστεύθη )
δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα
6687693 πεπυρωμενον
: καὶ σπληνὸς δὲ αὐξητικὸν καὶ ἥπατός ἐστιν , ὁκόταν πεπυρωμένον ᾖ : καὶ ἐγκλυδαστικόν τε καὶ ἐπιπολαστικόν : βραδύπορόν
τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως συναθροιζόντων δὲ τὸν ἥλιον : ἢ νέφος πεπυρωμένον . Οἱ Στωικοὶ ἄναμμα νοερὸν ἐκ θαλάττης . Πλάτων
6684410 συρφετωδης
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος
6683574 βασταζομενος
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ
6683160 ὀρθουται
, ἴσον μετρῶν ὀφθαλμόν , ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών διὰ ψήκτρας ς ' ὁρῶ ξανθὴν καθαίρονθ '
φασιν οἱ ποιηταί , γεγονὸς ἐξ ἑαυτοῦ : διὸ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται κατὰ τὴν τῆς ἀναφθείσης ὕλης μονήν , ἐξαναλωθείσης δ
6683055 μελαγχολικος
εἰρήκαμεν . ὁ δὲ σπλὴν γίνεται μέγας , ὅταν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμὸς τοσοῦτον , ὥστε καὶ τὸν σπλῆνα πολλὴν
πλεῖστον δὲ πλανῆται αὐτῶν προηγοῦνται . διὰ τοιαύτην αἰτίαν ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς διττὴν ἔχει τὴν γένεσιν : γίνεται γὰρ ἢ
6682710 εὐαναδοτος
. χρὴ δὲ προνοεῖσθαι , ὅπως ἂν εἴη λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος , καὶ πολλὴν ὕδατος ἐπιμιξίαν ἔχων , καὶ μὴ
μάλιστα ὁ κατὰ τὴν Κόπτον πόλιν οὕτως ἐστὶ λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος καὶ ταχέως πεπτικὸς ὡς καὶ τοῖς πυρεταίνουσι διδόμενος μὴ
6681494 μειρω
πάντα οὖν εἰκότως μέτρα προσαγορεύεται . Γέγονε δὲ ἀπὸ τοῦ μείρω ῥήματος , ὅ ἐστι μερίζω , ἀφ ' οὗ
, καὶ τρίτος τύπος μάσσων . Μέτρον . παρὰ τὸ μείρω τὸ μερίζω , μεῖτρον καὶ μέτρον , ὡς τὸ
6666448 σειω
σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ
παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ σείω ,
6665807 πινος
ὡς τὰ σώματα τὰ χυτά : ὅστις καὶ κυρίως λέγεται πίνος . Μετὰ γὰρ τὸ ᾠκονομηκέναι καὶ τιθέναι ἡμᾶς μερικῶς
Δώριος , αὐχμός τε τῇ κόμῃ καὶ περὶ τῷ μετώπῳ πίνος καὶ ἐπιγουνὶς καὶ βραχίων , οἵους ἡ φιλτάτη γῆ
6665324 φρω
; φρήν . Φράζω . κατὰ τὸ αὐτὸ παράγωγον τοῦ φρῶ . ἀπὸ τοῦ προΐω , φρῶ , φράζω .
ἀφρός : τὸ μετὰ σφοδρᾶς φορᾶς προϊέμενον . τὸ δὲ φρῶ παρὰ τὸ προϊῶ γίνεται προῶ καὶ πρῶ καὶ φρῶ
6664076 οὐρει
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ
6663919 τρω
τοῦ φ καὶ ι φοιτῶ . τρώξιμον : παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω . σημαίνει δὲ
Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι , καὶ παρῳχημένος ἔτρων ἔτρως ἔτρω ,
6662831 φαγεδαινα
μέλανα ὑποπέλια : καὶ τῶν ἐσθιομένων ἑλκέων , ὅπη ἂν φαγέδαινα ἐνέῃ , ἰσχυρότατά τε νέμηται καὶ ἐσθίῃ , ταύτῃ
: ἐκεῖθεν γὰρ κενοῦται πᾶς χυμός : ἀλλὰ μὴν οὐδὲ φαγέδαινα . καί τινες ἐνόμισαν φαγέδαιναν λέγειν τὸν βούλιμον ,
6662236 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
6655235 ἑλκουται
τοῦ φλέγματος ἐν τῷ πλεύμονι ἐνισταμένου τε καὶ σηπομένου , ἑλκοῦταί τε ὁ πλεύμων καὶ διάπυος γίνεται , καὶ οὔτε
καταχορεύουσα : εἶτα ἐμπήγνυται τῷ δειλαίῳ θηρατῇ τὰ κέντρα καὶ ἑλκοῦταί οἱ τὰ ἔνδον καὶ ἀνοιδήναντα αἷμα ἐκβάλλει πολὺ καὶ
6653289 σχω
δόξα δὲ μήτ ' ἀτρεκής : ἀντὶ τοῦ : μὴ σχῶ μεγάλην δόξαν μήτε μικράν , ἀλλὰ μέσην καὶ καλήν
μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ . ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχάλλω καὶ ἀσχάλλω , ὃ ἐπέχειν οὐ δυνάμεθα .
6644254 ἀψογος
: ἢ ταραχή . εἴλησις . ἀνάμιξις . Ἀμύμων : ἄψογος . ἀγαθός . Ἀμῶ : συνάγω . Ἄμητος :
γίνεται μύγμων καὶ ἀμύμων ἐνδείᾳ τοῦ γ , ἤγουν ὁ ἄψογος καὶ εἰς ὃν οὐκ ἔστι μυγμήν , ἤτοι κἂν
6643943 ἀλεαινεσθαι
τὸ πῦρ καθημένη „ . ἀλεαίνειν : θερμαίνεσθαι , οὐχὶ ἀλεαίνεσθαι . ” οὐκοῦν ἵν ' ἀλεαίνοιμι , τοῦτ '
καρπὸν καὶ ἐλελίσφακον , ὄξος σὺν τοίσδεσιν ἢ οἶνον : ἀλεαίνεσθαι δὲ χρὴ , ἢ ἄλειφα χηνὸς , κηρωτὴν ἐῤῥητινωμένην
6643466 ἀνερματιστος
τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος
τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν
6637483 καθαρη
ὑγραϲμὸν καὶ ἐϲ διαπνοὴν τῶν κακῶν χυμῶν . τροφὴ δὲ καθαρή , εὔχυμοϲ , εὔπεπτοϲ , ἁπλῆ . καὶ δίαιτα
τὰ ἔξω ἡ φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν
6634884 ναρθηξ
ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα
ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ
6634554 σκοτεινος
ἀπολύουσιν ἀπαγορεύοντες . Αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
ἀπολλύουσιν ἀπαγορεύοντες . αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
6634355 ἀμαιμακετος
ῥα Χίμαιραν ἀμαιμακέτην . ἢ παρὰ τὸ μάχη ἀμαιμάχετος καὶ ἀμαιμάκετος . . . . ἀμαλδῦναι : κυρίως μὲν τὸ
ἀμαιμακέτην ἐκέλευσε πεφνέμεν . ἢ παρὰ τὴν μάχην ἀμαιμάχητος καὶ ἀμαιμάκετος καὶ ἀμαιμακέτην . οὕτως Μεθόδιος , . , .
6633600 πνεω
Ἀήτης : ὁ ἄνεμος : παρὰ τὸ ἀῶ , τὸ πνέω , ὁ μέλλων ἀήσω , ὄνομα ῥηματικὸν ἀήτης ,
δηλοῦντος : ἔστι γὰρ πνύω , ἐξ οὗ γέγονε τὸ πνέω , ὁ μέλλων πνεύσω , ἐξ οὗ τὸ πνευστός
6632696 αὐω
βρέχω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀΰω καὶ κατὰ συναίρεσιν αὔω , τὸ ἐξ ἀνομβρίας γινόμενον ' . . .
δρῦς καὶ ἄλλα τινὰ φυτά . Ἐπαφρόδιτος δὲ παρὰ τὸ αὔω , τὸ σημαῖνον τὸ καίω : ἵνα μή ποθεν
6630185 ἐπιποληϲ
. καὶ εἰ μὲν λεπτότερον τὸ περιεχόμενον ὑπολάβοιμεν αἷμα , ἐπιπολῆϲ ἐγχαράξομεν , εἰ δὲ παχύτερον , διὰ βάθουϲ ,
περιττόν , ἀλλὰ καὶ τοῦ κατὰ φύϲιν ἅψαϲθαι , τὸ ἐπιπολῆϲ τοῦ ἕλκουϲ παραπλήϲιον δέρματι καταϲκευάϲομεν καὶ εἰϲ οὐλὴν ἄξομεν

Back