δόξα δὲ μήτ ' ἀτρεκής : ἀντὶ τοῦ : μὴ σχῶ μεγάλην δόξαν μήτε μικράν , ἀλλὰ μέσην καὶ καλήν | , καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο , ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν |
μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ . ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχάλλω καὶ ἀσχάλλω , ὃ ἐπέχειν οὐ δυνάμεθα . | ἐμοῦ ; καὶ ἔγραψα τοῦτο αὐτὸ ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην σχῶ ἀφ ' ὧν ἔδει με χαίρειν , πεποιθὼς ἐπὶ |
σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ | ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν |
παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ σείω , | , ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν , ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν ; ἐὰν |
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ' ἢ εἰσὶν ὡς ἄγγελοι τοῦ θεοῦ . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , ἔστιν ἐν τῷ κόσμῳ ἐκείνῳ γνωρίσαι |
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ | τότε ἀνοίσωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ ἀπὸ τότε τί μέλλει γενέσθαι |
διπλασιασμὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , ὡς χῶ , χαλῶ , καὶ καχαλῶ , καγχαλῶ . παρὰ τὸ ἐν | ἔλεγον μετ ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες , Τί δοκεῖ ὑμῖν ; ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν |
Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μάχλος . παρὰ τὸ χαλῶ , μαχαλὸς , πλεονασμῷ καὶ συγκοπῇ μάχλος , ὁ | καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί , ἐγὼ μᾶλλον : περιτομῇ |
οὕτω Φιλόξενος . . , : ψιλός : παρὰ τὸ ψῶ , ὅθεν καὶ τὸ καταψῶ : οὗ πᾶν ὁτιοῦν | , διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ θεοῦ μὴ λογομαχεῖν , ἐπ ' οὐδὲν χρήσιμον , ἐπὶ κατα - στροφῇ τῶν ἀκουόντων . |
ποδὶ κατὰ τὸ λεληθὸς , οἱονεὶ παρασύρων : ἀπὸ τοῦ ψῶ , οὗ παράγωγον τὸ ψαύω . καὶ οἱ ναῦται | μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ ' αὐτήν , καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον , καὶ |
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | σεαυτοῦ μαρτυρεῖς : ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής . ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ |
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ | δεδουλεύκαμεν πώποτε : πῶς σὺ λέγεις ὅτι Ἐλεύθεροι γενήσεσθε ; ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι |
ἄξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἦγα καὶ Ἀττικῶς ἔαγα : ῥήσσω , ὁ μέλλων ῥήξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἔρρηγα | εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει [ τι ] ἐξ ἐμοῦ καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων . |
τοῦ η εἰς ω , ῥωγός . παρὰ δὲ τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω | εἶ ; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Τὴν ἀρχὴν ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν ; πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν |
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ | ἐξ ἀνθρώπων ; οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι Ἐὰν εἴπωμεν , Ἐξ οὐρανοῦ , ἐρεῖ , Διὰ τί |
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας . | φῶς ἐστιν καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία . Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ ' αὐτοῦ καὶ ἐν |
: τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . | ἑτέρου καταφρονήσει : οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ . Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν , μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν |
Νῶκαρ . τὸ δυσκίνητον καὶ οὐδ ' ὁπωσοῦν ἐῤῥωμένον : σκαίρω γὰρ ἐστὶ ῥῆμα . ἀποβολῇ τοῦ σ , καίρω | ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν , καθάπερ ἀπὸ κυρίου πνεύματος . Διὰ τοῦτο , ἔχοντες τὴν διακονίαν ταύτην , καθὼς ἠλεήθημεν |
* : Σταθευτός , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . | δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει . καὶ ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ . μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας |
' . . . . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ | ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ |
. Τὸ ΑΓΧΙΜΟΛΟΝ ἐπίῤῥημά ἐστιν εἰς παρατατικὸν , ἐκ τοῦ μολῶ τὸ παραγίνομαι : σημαίνει δὲ τὸ πλησίον . . | ' οὔτε αἰθίοψ ἢ διάφορα πρόσωπα : ἀλλὰ πάντες ἀναστήσονται μιᾶς εἰδέας καὶ μιᾶς ἡλικίας : πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη ἀσώματοι |
: καὶ γὰρ ἀντὶ τοῦ Μ παραλαμβάνεται , ὡς τὸ μολῶ μολήσω καὶ τροπῇ τοῦ Μ εἰς Β βολῶ βολήσω | ἔργου ἐπιθυμεῖ . δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίλημπτον εἶναι , μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα , νηφάλιον , σώφρονα , κόσμιον , |
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας | ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν ; ὁ δὲ ἀκούσας εἶπεν , Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ ' οἱ κακῶς |
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ | ; καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς [ ὅτι ] Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ ' οἱ κακῶς |
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | γὰρ Οὐ μοιχεύσεις , Οὐ φονεύσεις , Οὐ κλέψεις , Οὐκ ἐπιθυμήσεις , καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή , ἐν |
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν | αὐτὴν ἐγάμησεν : ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου . |
κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | . καὶ καθίσας ἐφώνησεν τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων |
εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε | προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν , ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ |
δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . + | , ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε : καὶ πάλιν , Ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ ' αὐτῷ : καὶ πάλιν , |
στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ | πέμψασιν ἡμᾶς : τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ ; ἔφη , Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ , Εὐθύνατε τὴν ὁδὸν |
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται | ; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ ' ἑαυτὴν μερισθῇ , οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη : καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ |
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα | , Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου : μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖξαι ; Ἐγένετο τότε τὰ ἐγκαίνια ἐν |
ξίφους Περσέως ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη . Μασχάλη . σχῶ σχήσω , ὡς στήσω στήλη , καὶ μεταθέσει τοῦ η | Ἰησοῦ . Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρότερον πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν , ἵνα δευτέραν χάριν σχῆτε , καὶ δι ' |
ὑποφ ? [ μή ] τι μέγαιρε , φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ? | ἐπιθυμίαις ποικίλαις , πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα . ὃν τρόπον δὲ Ἰάννης καὶ Ἰαμβρῆς ἀντέστησαν |
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες | οἰκοδομήσω , καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου , καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου , Ψυχή |
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς : | τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι Ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά ; ὧν τὸ κρίμα ἔνδικόν ἐστιν . Τί οὖν |
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ | ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν , ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι , τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ , οἳ |
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , | ἔσπευδεν γὰρ εἰ δυνατὸν εἴη αὐτῷ τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα . Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς |
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται | καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις , ἀλλ ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει : οὕτως ἐστὶν πᾶς ὁ |
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ | καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσιν ; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ |
τοῦ φ καὶ ι φοιτῶ . τρώξιμον : παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω . σημαίνει δὲ | ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ τοῖς προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ . τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς |
Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι , καὶ παρῳχημένος ἔτρων ἔτρως ἔτρω , | κύριος εἶπεν , Θάρσει , ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἰερουσαλὴμ οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι |
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν . | ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς . κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος , καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω |
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει | πόθεν ἦλθον ; καὶ εἴρηκα αὐτῷ , Κύριέ μου , σὺ οἶδας . καὶ εἶπέν μοι , Οὗτοί εἰσιν οἱ |
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι , | ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιον ἐμοῦ , ἔσται σοῦ πᾶσα . καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Γέγραπται , Κύριον τὸν |
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . . | ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς . καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ , Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ |
ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] κατατυγχάνω , προσλαλῶ , συνεπερείδομαι , συλλαλῶ , κατατυγχάνω , καταμέμφομαι , | Χριστός . καὶ ἠρώτησαν αὐτόν , Τί οὖν σύ ; Ἠλίας εἶ ; καὶ λέγει , Οὐκ εἰμί . Ὁ |
ἔρχομαι , προσέρχομαι δὲ Ἀπολλωνίῳ , πρὸς Τρύφωνα λαλῶ καὶ προσλαλῶ Τρύφωνι , καὶ ἔστι μέν που καταφέρω οἶνον , | καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν , λέγων , Ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην |
τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς ἅλλεσθαι ἐν αὐτῷ | οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρωνεἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα , εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα , ὁ |
ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ , γίνεται γαῖος , καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς | , καὶ ἐν τούτῳ χαίρω : ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι , οἶδα γὰρ ὅτι τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν διὰ τῆς |
τροπῇ τοῦ μ εἰς τὸ β , ὡς ἐπὶ τοῦ βλώσκω , . * . Βόα : εἴρηται περὶ τούτου | κατελήμφθην ὑπὸ Χριστοῦ [ Ἰησοῦ ] . ἀδελφοί , ἐγὼ ἐμαυτὸν οὐ λογίζομαι κατειληφέναι : ἓν δέ , τὰ μὲν |
καὶ νοῶ νοΐσκω : ἐκ τούτων δὲ κατὰ κρᾶσιν θρώσκω βλώσκω νώσκω καὶ Αἰολικῶς γνώσκω : Αἰολεῖς γάρ , φησί | πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων , βασιλεῦ Ἀγρίππα , ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων σήμερον ἀπολογεῖσθαι , μάλιστα γνώστην |
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ | ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ |
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ | τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν : ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν . ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ |
ἄμυδις δὲ ψιλοῦται . ἱδρὼς δασύνεται * * * οὕτως ἵκω ἵξω ἴξαλος . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ | τοῦ κυρίου . Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν . οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ ; ἐκκαθάρατε |
, ἵνα καὶ αὐτὰ λείπωνται τρισὶ γράμμασι τοῦ κίχω καὶ ἵκω . . . , : Ἡρακλείδης δὲ ἐν οἷς | καὶ ὑμεῖς ἦτε . καὶ ὅπου [ ἐγὼ ] ὑπάγω οἴδατε τὴν ὁδόν . Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς , Κύριε , |
, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα : | ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε . καὶ εὐθὺς ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ |
. Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω | . καὶ αὐτὸς ἐπηρώτα αὐτούς , Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ , Σὺ |
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ | ὁ Ἰησοῦς , Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ , γέγραπται γάρ , Πατάξω τὸν ποιμένα , |
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ | . Ὅτε δὲ ἤμελλεν προαγαγεῖν αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης , τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος |
ἵππους ἠδικηκὼς οὐκ ἔχεις ὅ τι εἴπῃς . ἀλλά σοι λύω τὸν φόβον τὸ τοῦ Ἀχιλλέως εἰπών : οὐ σὺ | δέ , ἀδελφοί , μὴ ἐγκακήσητε καλοποιοῦντες . εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς , |
χαίρειν λέγω . ὦ θεοί , τί δῆτα τοὐμὸν οὐ λύω στόμα , ὅστις γ ' ὑφ ' ὑμῶν , | διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο . παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι Ἰδοὺ οἱ ἄνδρες οὓς ἔθεσθε ἐν |
δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : . , | ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων , Ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ἐφ ' ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων , οὐδὲ ἐμοὶ |
: Νίκανδρος : καὶ ἀφόρδια πάντα . εἴρηται παρὰ τὸ ἀφορίζω ἀφορίζιον καὶ ἀφορίδιον καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀφόρδιον , τὸ | λαλῶ , ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ ' ὅσον χρόνον ζῇ ; ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι |
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ | ὑμῶν οἰκοδομῆς . φοβοῦμαι γὰρ μή πως ἐλθὼν οὐχ οἵους θέλω εὕρω ὑμᾶς , κἀγὼ εὑρεθῶ ὑμῖν οἷον οὐ θέλετε |
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ | , μή πως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι . Οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἀγνοεῖν , ἀδελφοί , ὅτι οἱ πατέρες |
κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | , πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπεν , Τί θέλετέ μοι δοῦναι κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν ; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα |
. Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε | , ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ πατρί . Ἐζήτουν [ οὖν ] πάλιν |
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος | πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν . ὅτι πᾶν κτίσμα θεοῦ καλόν , καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον , ἁγιάζεται |
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ | σκανδαλίζει σε , ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ : καλόν σοί ἐστιν μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν , ἢ |
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ | ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν : ἀλλ ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' |
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ | περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκεν : καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ ἐκεῖνος μεμαρτύρηκεν περὶ ἐμοῦ . οὔτε φωνὴν |
: ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω . . ΟΥΔΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΚΤΟΥΣΙ . Καὶ τοῦτο λίαν | , καθὼς σὺ ἐν ἀληθείᾳ περιπατεῖς . μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν , ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν τῇ |
εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ | ὅτι λέγεις ὅτι Πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδὲν χρείαν ἔχω , καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος |
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | καὶ μετανόησον . ἐὰν οὖν μὴ γρηγορήσῃς , ἥξω ὡς κλέπτης , καὶ οὐ μὴ γνῷς ποίαν ὥραν ἥξω ἐπὶ |
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . | γράφεσθαι , αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡμέρα κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται . ὅταν λέγωσιν , Εἰρήνη |
οἱ κλαίοντες . Κῆλον . παρὰ τὸν κήσω μέλλοντα τὸ καύσω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε . Ὅμηρος , πυρὶ | Ναί , τοσούτου . ὁ δὲ Πέτρος πρὸς αὐτήν , Τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ πνεῦμα κυρίου ; ἰδοὺ |
μαίρω , τὸ λάμπω , ὅθεν μαρμαίρω , ὡς καίω καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ | Τί φάγωμεν ; ἤ , Τί πίωμεν ; ἤ , Τί περιβαλώμεθα ; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητοῦσιν : |
παρὰ τὸ μαίρειν , ὅ ἐστι λάμπειν , ὅθεν τὸ μαρμαίρω * * * πλεονασμῷ τοῦ ρ , ὡς εἶναι | μὲν ἕνα ἔχει ὁ ἠπίτροπος , ἡ δὲ μία μοῖρα ἔνι τοῦ ἀποθανόντος . Πληροφορήθητε , ἀδελφοὶ οἱ ἀκούοντες : |
καύσω , καὶ κλαίω κλαύσω : οὕτω καὶ παρὰ τὸ μαρμαίρω : κατὰ στέρησιν ἀμαυρός . Ἀσάμινθος , ἡ λεκάνη | εἴ τι ἂν δώσῃ ἄνθρωπος , ἀπολαμβάνει ἑκατόν . ἐὰν ἔνι ἀσθενής , τὰ δὲ κουφίζονται καὶ τὰ ἐνενήκοντα ἀπολάβῃ |
ω , ἀγριώτης . Ἀγαυός . Ἡρωδιανὸς λέγει παρὰ τὸ γαίω τὸ γαυρίω ἀγαιὸς εἶναι , καὶ τροπῇ τοῦ ι | ' αὐτοῦ , καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι , Δὸς τούτῳ τόπον , καὶ τότε ἄρξῃ |
αἰγιαλός : παρὰ τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς | ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ . καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἀφεθήσεται αὐτῷ |
. Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , | . ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν , Τί σοι θέλεις ποιήσω ; ὁ δὲ εἶπεν , Κύριε , ἵνα ἀναβλέψω |
ἐνεκόλαπτον τοῖς λίθοις οἱ παλαιοί : γλάπτω γλαφυρὸς , ὡς λέπω λεπυρός : ἐπὶ δὲ τοῦ ἡδέος , ἀπὸ τοῦ | καὶ ὅ τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω , ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ : |
παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α . | εὐάρεστον τῷ θεῷ . ὁ δὲ θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸ πλοῦτος αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ |
, ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ | . ὁ δὲ [ Ἰησοῦς ] εἶπεν αὐτοῖς , Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν : δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν . οἱ |
* παρὰ τὸ πέδον * , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἕζω τὸ κάθημαι . πόδες οὖν τῆς νηὸς κυρίως οἱ | μαθητοῦ , ἀμὴν λέγω ὑμῖν , οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων |
ἑννύω : ἀφ ' οὗ καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ζ ἕζω : δηλοῖ γὰρ τὸ ἕω τὸ δασυνόμενον πλείονα . | ἀδίκους . ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς , τίνα μισθὸν ἔχετε ; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν |
. . . , : στίζω : παρὰ τὸ στῶ στίζω . τὸ τὸν διακεχυμένον καὶ πεπλανημένον λόγον στῆσαι . | ἡ ἄμπελος , ὑμεῖς τὰ κλήματα . ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ οὗτος φέρει καρπὸν πολύν , ὅτι |
στίζειν τὸ τῆς ἐν τῇ ἀναγνώσει φορᾶς στάσιν ποιεῖν . στίζω στίξω στιγμή . . , : τάφος : ὅπου | . [ καὶ ] λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Τί ἐμοὶ καὶ σοί , γύναι ; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα |
: καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται . ἀπὸ τοῦ ῥύω ῥυήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔρρυον , ὁ παθητικὸς | τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι , Μήτι ἀποκτενεῖ |
τὰ ἀπὸ τῆς ἕκτης τῶν βαρυτόνων , κύω κυΐσκω , ῥύω ῥυΐσκω , καὶ τὰ ἀπὸ τῆς τρίτης τῶν περισπωμένων | ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ , ὁ πρῶτος σιγάτω . δύνασθε γὰρ καθ ' ἕνα πάντες προφητεύειν , ἵνα πάντες |
προσλαμβάνον ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , καταβιβαζομένου τοῦ τόνου τυπτοίμην γίνεται . Παρακείμενος καὶ ὑπερσυντέλικος εὐκτικὸς ἐνταῦθα οὐκ ἔστι | ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν , οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν . πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ |
ὦ Σώκρατες , οὐ μόνον γε διακωλύει , ἀλλὰ καὶ τυπτοίμην ἂν εἰ ἁπτοίμην . Ἡράκλεις , ἦν δ ' | περὶ πάντων , ὦ Θεόφιλε , ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις |
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος | Ἰησοῦς , Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν . ὁ δὲ ἔφη , Πιστεύω , κύριε |
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ | . ὁ δὲ ἀπεκρίθη αὐτοῖς , Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ ἐκεῖνός μοι εἶπεν , Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει |
φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , ζημιῶ , βλάπτω . καὶ σωματικῶς | τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ ὃς ἔχει τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρης καὶ ἔζησεν . καὶ ἐδόθη |
εἶναι καὶ ἔθω ἴσθω Σικελικῶς κατὰ τὸ ἕζω ἵζω καὶ καθίζω . . . , : χρῆσις δὲ τοῦ μαδοῦ | ἀναστάσει τῇ πρώτῃ : ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἔσονται ἱερεῖς τοῦ θεοῦ καὶ |
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται | με , καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν , καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι |
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ , | ὑπάγω : ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω . ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε , ἐγὼ οὐ |
φωτὶ χρεὼ κακὸν ἀντιφερίζειν : ὃς καί που προπάροιθεν Ὀδυσσῆος ταλαὸν κῆρ ἀργαλέως ὤρινας ἐλέγχεα μυρία βάζων . Ἀλλ ' | Ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν , ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ . λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος |
φωτὶ χρεὼ κακὸν ἀντιφερίζειν : ὃς καί που προπάροιθεν Ὀδυσσῆος ταλαὸν κῆρ ἀργαλέως ὤρινας ἐλέγχεα μυρία βάζων . Ἀλλ ' | ἀπώλεια αὕτη ; ἐδύνατο γὰρ τοῦτο πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι πτωχοῖς . γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Τί |
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | γεγέννηκά σε ; καὶ πάλιν , Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα , καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν ; ὅταν |
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος | εἰς ἐμέ : περὶ δικαιοσύνης δέ , ὅτι πρὸς τὸν πατέρα ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με : περὶ δὲ κρίσεως |
; φρήν . Φράζω . κατὰ τὸ αὐτὸ παράγωγον τοῦ φρῶ . ἀπὸ τοῦ προΐω , φρῶ , φράζω . | Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ὃ ἐγὼ ποιῶ σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι , γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα . λέγει αὐτῷ |
ἀφρός : τὸ μετὰ σφοδρᾶς φορᾶς προϊέμενον . τὸ δὲ φρῶ παρὰ τὸ προϊῶ γίνεται προῶ καὶ πρῶ καὶ φρῶ | , γύναι , εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις ; ἢ τί οἶδας , ἄνερ , εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις ; Εἰ |
. Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα . Πηός . κυρίως , | , ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα . καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας |
” . καὶ τὸ πλήθω ὡς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων | . καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε ἐστερέωσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ , καὶ ἡ |
. σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν . . τί δαί : | ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ βλέπετε : τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν καὶ χωλοὶ περιπατοῦσιν , |
κατὰ θάλατταν ἐμπορίαν ποιούμενος . . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν | ἐξ αὐτῶν , Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται : τί αὐτοῦ ἀκούετε ; ἄλλοι ἔλεγον , Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν |
διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , | , Κύριε , [ καὶ ] τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς |
καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών | Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ ἀπὸ τότε τί μέλλεις ποιεῖν ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον |
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι | . ὅστις γὰρ ἔχει , δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται : ὅστις δὲ οὐκ ἔχει , καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ |
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε | δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ : ἀλλ ' ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα [ σου ] |
, οἷον τρύχω , σμύχω , βρύχω , πλὴν τοῦ οἴχω . Τὰ διὰ τοῦ ειος ὀνόματα ὑπερδισύλλαβα προπερισπώμενα ἔχοντα | ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν , καὶ αἷμα αὐτοῖς δέδωκας πιεῖν : ἄξιοί εἰσιν . καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου |
ἀνθρώποις ὁ νοῦς . * : εἰσοιχνεῦσι ] Ἀπὸ τοῦ οἴχω , οἰχνῶ : ὥσπερ καὶ ἵκω , ἱκνῶ . | καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός , ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον . αὕτη δέ ἐστιν |
καλεῖται δὲ καὶ ὁ διάπυρος σίδηρος : μύδρος ἐκ τοῦ μύζω τῶ ἠχῶ ῥῆμα , γίνεται πεποιημένη φωνή . μεμερτινὸς | ὀνόματί μου δῷ ὑμῖν . ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν , ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους . Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ , γινώσκετε |
ῥώζω καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , ὡς μύζω μυδῶ καὶ χάζω χαδῶ , ἔνθεν τὸ „ κεχανδότα | οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν , ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν , καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς |
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ | κόσμου ἐπιζητοῦσιν : ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων . πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ , καὶ ταῦτα |
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι , | προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι . τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς |
Ἐρωή . ἡ ὁρμή . ὁρῶ ἐστὶ ῥῆμα , καὶ ῥώω . ὅθεν τὸ ἐῤῥώσαντο . καὶ τὸ τούτου ῥηματικὸν | διακονίαν τῆς καταλλαγῆς , ὡς ὅτι θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ , μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν |
ζέω , ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω : σέω , σώω : πλέω , πλώω : | ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον . Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν |
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις | λέγει , Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου . οὗτός ἐστιν ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εἶπον |
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους | σοι ἄνωθεν : διὰ τοῦτο ὁ παραδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει . ἐκ τούτου ὁ Πιλᾶτος ἐζήτει ἀπολῦσαι αὐτόν |
: νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ | , ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει , καὶ μείζονα τούτων ποιήσει , ὅτι ἐγὼ |
σημαίνει τὸ πλανῶ , γίνεται δὲ παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , βοῶ βοάζω , σκεδῶ σκεδάζω , πελῶ | κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω ; κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνάγαιον μέγα ἐστρωμένον : ἐκεῖ ἑτοιμάσατε . |
τινα κτλ . . , : μάραγδος : παρὰ τὸ μαίρω , ὁ μέλλων μαρῶ , οὗ παράγωγον μαράσσω , | ὁ θεός . τὰς ἐντολὰς οἶδας : Μὴ μοιχεύσῃς , Μὴ φονεύσῃς , Μὴ κλέψῃς , Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς , Τίμα |
. . . ὁ εὔληπτος καὶ δῆλος . παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ τὸ μαρμαίρω καὶ | ' αὐτόν . εἶπεν δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος , Μὴ φοβοῦ , Ζαχαρία , διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου |
? ? ην ! να θ ? οφειλ ? σω εμα κα ? ? ι την σα ? ! ! | λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου θεοῦ οὐ ζητεῖτε ; μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν |
[ ! ! ! [ ! ! ] ! σε εμα κἈρχεάνασσα ? [ Γόργω ! σύνδυγος : ἀντὶ ? | καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις : |
ε παρεδρευόμενα , δισύλλαβα μέντοι , πλέω , ῥέω , κέω , ἢ τὰ παρ ' Ἴωσι διῃρημένα , φιλέω | ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ . Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα , Ναί , ἔρχομαι ταχύ . Ἀμήν , ἔρχου , κύριε |
. : ἀκέων : . . . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : ” | μοι , σὺ Ῥωμαῖος εἶ ; ὁ δὲ ἔφη , Ναί . ἀπεκρίθη δὲ ὁ χιλίαρχος , Ἐγὼ πολλοῦ κεφαλαίου |
, τεῦχος τευχῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : στείχω τεύχω ψύχω τρύχω λείχω γλίχω . οὐκ ἀντιπίπτει τὸ αὐχῶ : | ἐστιν . ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται , καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν |
διὰ τοῦ υχω διὰ τοῦ Υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον ψύχω , τρύχω , σμύχω , βρύχω , ὃ σημαίνει | εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν , ἀνάθεμα ἔστω . ὡς προειρήκαμεν , καὶ ἄρτι πάλιν λέγω , εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ ' |
γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί | ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου : μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε . καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπιπτεν ἐπὶ τῆς γῆς , |
τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης | ἐν τῷ μύλῳ , μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται . γρηγορεῖτε οὖν , ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ἡμέρᾳ ὁ κύριος |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ἐμοῦ , καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ . ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην , καὶ |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ . ἔλεγον οὖν |
' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν | καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις . ὁ |
, ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω | πατρός μου καὶ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις . Καὶ |
ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . , | ' αὐτούς . οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι , οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ ' αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν |
η ἠλασκάζω . . . . . . ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : . . . ἔστιν | πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία , καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι , |
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ | ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . Τὸ λοιπόν , ἀδελφοί , ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ , ὅσα σεμνά , ὅσα δίκαια , |
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ ' | Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἔτι ἕν σοι λείπει : πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς , καὶ ἕξεις θησαυρὸν |
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ | οὐρανοῖς , ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει : ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν , ἐκεῖ καὶ ἡ |
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ . | ζητήσετέ με , καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν |
' οὐλύμποιο . ἀμφιτρίτῃ : τῇ θαλάσσῃ . Μίσγονται : σμήχω η σμίγω ι , σμύχω δὲ τὸ καίω [ | ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν : ἀλλ ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα |
χ ἢ εἰς κ , οἷον σμῶ , σμήσω , σμήχω , τὸ καθαίρω : ὄλω , ὀλέσω , ὀλέκω | ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ : ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθής ἐστιν βρῶσις , καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθής ἐστιν |
ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν ὑπ ' Ἔρωτος ἐς Ἅιδαν ἕλκομαι ἤδη . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ | ἐμοὶ βοηθός , [ καὶ ] οὐ φοβηθήσομαι : τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος ; Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν , οἵτινες |
ὡς ἀπὸ φαρμάκου , φησί , καὶ ἴυγγος τὴν ψυχὴν ἕλκομαι τῇ ἐπιθυμίᾳ , ᾗ ὑπεσχόμην ἐπιδείξασθαι τὸν ἐπίνικον συντελέσας | εἶπεν , Μὴ κωλύετε αὐτόν , οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί |
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] | ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν |
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά | πατρός μου , ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον , καὶ ἀναστήσω αὐτὸν |
, ἢ διὰ τοῦ ι , οἷον ἁμαρτῶ ἁμαρτίνους , οἰδῶ Οἰδίπους . . . . ἄμαξα : παρὰ τὸ | τοῦ θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω : οὐδὲ γὰρ ἀπ ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα , ἀλλ ' ἐκεῖνός με ἀπέστειλεν . διὰ |
ἀπὸ γὰρ τοῦ ὁδὸς , ὁδῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι οἰδῶ , καὶ τροπῇ τοῦ δ εἰς τ , πλεονασμῷ | ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ . |
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , | Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων , Εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς καὶ οὐχὶ Ἰουδαϊκῶς ζῇς , πῶς τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν ; |
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον | ἐφείσατο , ἀλλὰ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν , πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται ; τίς |
: καὶ αἰνύμενος καὶ ἀπαινύμενος . παρὰ τὸ αἰρῶ † ἀρνῶ , ὡς περῶ περνῶ , ἀφ ' οὗ : | μᾶλλον , καὶ φιλοτιμεῖσθαι ἡσυχάζειν καὶ πράσσειν τὰ ἴδια καὶ ἐργάζεσθαι ταῖς χερσὶν ὑμῶν , καθὼς ὑμῖν παρηγγείλαμεν , ἵνα |
: λύγη γὰρ ἡ σκοτία : ἀναίνετο , παρὰ τὸ ἀρνῶ ἀρνοῦμαι : ἢ παρὰ τὸ ναὶ ἐπίρρημα , ναίω | με ἕως ἡμέρα ἐστίν : ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι . ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ , φῶς εἰμι |
ἐστι ῥῆμα , ἀφ ' οὗ τὸ ἔρρωμαι , παράγωγον ῥώζω , καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , | εἶπαν αὐτῷ , Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν ; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς , Ναί : οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι Ἐκ |
χαδῶ : ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , | πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν . εἶπεν οὖν [ αὐτοῖς ] ὁ Ἰησοῦς , Ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , τότε |
' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου | ἡμῖν πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν κύριον Ἰησοῦν Χριστόν , ἐγὼ τίς ἤμην δυνατὸς κωλῦσαι τὸν θεόν ; ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν |
καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , | ; εἰ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον , Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην . Γνωρίζω δὲ ὑμῖν , ἀδελφοί , τὸ εὐαγγέλιον |
ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλινδῶ . οὕτως Μεθόδιος , . , , . , | τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας . ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν , ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ |
ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς | ἐρεῖ , Διὰ τί οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ ; ἐὰν δὲ εἴπωμεν , Ἐξ ἀνθρώπων , ὁ λαὸς ἅπας καταλιθάσει ἡμᾶς |
τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . , | εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου . καὶ ἀπῆλθεν ἀπ ' |
ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω | τὰ τέκνα τοὺς ἰδίους γονεῖς ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον Ἰωάννη : τοῖς μὲν δικαίοις γνωρισμὸς γίνεται |
. . Βλείμην : ἔστι βλῶ βλῆμι , ὁ μέλλων βλήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐνεργητικὸς ἔβλην , τὸ δεύτερον | ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ ' ἐρημίας ; καὶ ἠρώτα αὐτούς |
. . , . : ἀμφίβληστρον : παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ * * * . | Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ . καὶ |
κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + . | , ἀλλ ' Ὁ ποιήσας αὐτὰ ζήσεται ἐν αὐτοῖς . Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ |
τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι | δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν , ὅ ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν , ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης : ὃν |
“ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ | ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα λαλῶ εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα |
πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην | δέξασθέ με , ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι . ὃ λαλῶ οὐ κατὰ κύριον λαλῶ , ἀλλ ' ὡς ἐν |
παρὰ τὸ ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ | παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν . καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἀπήγγειλεν |
ἀκίνητα κινεῖν παροιμία καθ ' ὑπερβολήν , ὅτι μὴ δεῖ ἔδη μηδὲ βωμοὺς κινεῖν ἢ τάφους ἢ ὅρους . ἐμνήσθη | τὴν γυναῖκα , ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα . διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς διὰ |
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ἑπτὰ ἀστέρας : Οἶδά σου τὰ ἔργα , ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς , καὶ νεκρὸς εἶ . γίνου γρηγορῶν |
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών | τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις : τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ |
οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , ὅθεν τὸ καθέζομαι , ἵζω λέγουσι διὰ τὸ φύσει ἑπόμενον σ τὸ ἀρκτικὸν τῆς | σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν |
λεπυθέντα σύκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . Ἱστία . παρὰ τὸ ἵζω . ἡ δὲ ἑστία παρὰ τὸ ἕζω . τὸ | δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη , Ἐπιτρέπεταί σοι περὶ σεαυτοῦ λέγειν . τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο , |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ἀλλ ' ἐν δυνάμει . τί θέλετε ; ἐν ῥάβδῳ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς , ἢ ἐν ἀγάπῃ πνεύματί τε πραΰτητος |
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ | ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ . Νῦν δέ , ἀδελφοί , ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς γλώσσαις λαλῶν , τί ὑμᾶς ὠφελήσω , |
τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ | . καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει , Τί ἡ γενεὰ αὕτη ζητεῖ σημεῖον ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν , εἰ |
τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου | Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν , Ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστιν : σημεῖον ζητεῖ , καὶ σημεῖον οὐ |
Ἀκροῶ : παρὰ τὸ ἀκούω ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ] , πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς , ἵνα σταθῆτε τέλειοι καὶ πεπληροφορημένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ θεοῦ |
ἐνεχυράσῃ αὐτόν : πρὸς ὃν λέγει ταῦτα . ἕλκω ] σύρω . , ἀναγκάζω . . κλητεύσοντα ] ἐγκαλέσοντα . | ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος . βλέπετε ἑαυτούς , ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβητε . |
φρῶ , ἀφ ' οὗ τὸ εἰσφρῶ . ἀπὸ τοῦ προϊῶ κατὰ συναλιφήν . φρῶ οὖν φρέαρ : ἀναδίδωσι γὰρ | οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως ; καθὼς Ἀβραὰμ |
ἔστι δὲ τὸ φρῶ , ὥς φησιν , ἀπὸ τοῦ προϊῶ , πρῶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ π εἰς | αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας , ὅτι οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ ἐξ ὕδατος καὶ δι ' ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ θεοῦ |
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ὁ θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν . πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι |
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος | : εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη , ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν . Ὦ ἀνόητοι Γαλάται , τίς ὑμᾶς ἐβάσκανεν , |
καθιερῶσαι . δόνακες , κάλαμοι : παρὰ τὸ δονῶ τὸ συστρέφω : διακηρυκεύεται , διὰ κηρύκων : συνθήκας ἢ πρεςβείας | διάκονός ἐστιν σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν . ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς , φοβοῦ : οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν |
πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ τὸ ἑλῶ τὸ συστρέφω ἡ τῶν ἀνέμων συστροφὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ἑτέρου | γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν , ἀλλὰ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω . εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω [ |
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν . | δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς , Ἐπερωτῶ ὑμᾶς , εἰ ἔξεστιν τῷ σαββάτῳ ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι , ψυχὴν σῶσαι ἢ |
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς | καὶ ἐγερεῖ ; πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου . ὥστε ἔξεστιν τοῖς σάββασιν καλῶς ποιεῖν . τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ |
δι ' αἰθέρος . . . ΑΜΕΡΣΗιΣ . Ἀπὸ τοῦ ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ | καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος . οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς , ἐμὲ δὲ μισεῖ , ὅτι ἐγὼ |
τοῦ ζ εἰς δ μέρδω καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμέρδω , . , . * . 〚 Ἀμέρσαι : | τὸν κόσμον . ἐν τῷ κόσμῳ ἦν , καὶ ὁ κόσμος δι ' αὐτοῦ ἐγένετο , καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν |
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς | ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν , ἥτις ἐστὶν μήτηρ ἡμῶν : γέγραπται γάρ , Εὐφράνθητι , στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα : |
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ | οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ : ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς |
Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη | ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα , οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν , καὶ νῦν εἰσιν ἕτοιμοι |
τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , . | Γολγοθᾶ , ὅ ἐστιν Κρανίου Τόπος λεγόμενος , ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον : καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησεν |
. . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα βλὲψ ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς | ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγον , ὃ οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ ' αὐτοῦ , εἰ μὴ τοῖς |
καὶ πρόσφατον . Παραβλώψ . παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα , βλὲψ , ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε | εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων [ τῶν ] Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν . καὶ ἰδοὺ |
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει | ἠκούσατε : τί πάλιν θέλετε ἀκούειν ; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι ; καὶ ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον |
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ | οἵους θέλω εὕρω ὑμᾶς , κἀγὼ εὑρεθῶ ὑμῖν οἷον οὐ θέλετε , μή πως ἔρις , ζῆλος , θυμοί , |