ἴστε μετ ' ὀλίγον χρόνον , ἀναβεβίωκα : περιπατῶ , λαλῶ φρονῶν , τὴν τηλικούτων καὶ τοιούτων ηλιον νυντοντον εὑρών | ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα λαλῶ εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα |
ἁρμόζου τύχην . ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων . Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ | δέξασθέ με , ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι . ὃ λαλῶ οὐ κατὰ κύριον λαλῶ , ἀλλ ' ὡς ἐν |
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω , | ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ τοῖς προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ . τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς |
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου | κύριος εἶπεν , Θάρσει , ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἰερουσαλὴμ οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι |
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ἡ ἄμπελος , ὑμεῖς τὰ κλήματα . ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ οὗτος φέρει καρπὸν πολύν , ὅτι |
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε | . [ καὶ ] λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Τί ἐμοὶ καὶ σοί , γύναι ; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα |
ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | τοῦ κυρίου . Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν . οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ ; ἐκκαθάρατε |
πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν | καὶ ὑμεῖς ἦτε . καὶ ὅπου [ ἐγὼ ] ὑπάγω οἴδατε τὴν ὁδόν . Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς , Κύριε , |
δὲ οἱ νόμοι φράζωσι , παρεὶς ἀκούειν τῶν συλλαβῶν , ἀκολουθῶ τῷ συμφέροντι . . . καὶ τίς οὐκ οἶδεν | , διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ θεοῦ μὴ λογομαχεῖν , ἐπ ' οὐδὲν χρήσιμον , ἐπὶ κατα - στροφῇ τῶν ἀκουόντων . |
. . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον , ἐκ τοῦ σπῶ τὸ ἀκολουθῶ ἢ μεταλαμβάνω , ἣν οὐ δύναταί τις μεταλαβεῖν καὶ | μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ ' αὐτήν , καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον , καὶ |
ἂν ἢ μόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα ; Οὐ μανθάνω , ἔφη . Ἀλλ ' ὧδε : ἔσθ ' | οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρωνεἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα , εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα , ὁ |
μανθάνειν σημαίνει καὶ τὸ νοεῖν , ὥσπερ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι μανθάνω τὰ λεγόμενα ἀντὶ τοῦ νοῶ , σημαίνει δὲ τὸ | , καὶ ἐν τούτῳ χαίρω : ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι , οἶδα γὰρ ὅτι τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν διὰ τῆς |
πένης ἦν : ὅτι δὲ ταῦτα πολλά ἐστι , τοσοῦτον κερδαίνω , πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ , πλείω δὲ ἄλλοις | τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι , Μήτι ἀποκτενεῖ |
ἀναβιβάζω , παλαίω , ἐμπαίζω , ἀσωτεύομαι , ἐνθεάζομαι , κερδαίνω , ἱλαρεύομαι , λούομαι , νοσφίζομαι , μηχανῶμαι , | ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ , ὁ πρῶτος σιγάτω . δύνασθε γὰρ καθ ' ἕνα πάντες προφητεύειν , ἵνα πάντες |
, διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν | λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου θεοῦ οὐ ζητεῖτε ; μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν |
ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες | καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις : |
: παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ , παράγωγον ἀλαίνω , ὡς δρῶ δραίνω , . , . . Ἀλαλή : ὁ | , ἀλλ ' Ὁ ποιήσας αὐτὰ ζήσεται ἐν αὐτοῖς . Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ |
: ἢ παρὰ τὸ ἄνω βλέπειν : ἢ παρὰ τὸ δρῶ , τὸ βλέπω , ἄδρωπος καὶ ἄνθρωπος : ἢ | δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν , ὅ ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν , ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης : ὃν |
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω . | ; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ ' ἑαυτὴν μερισθῇ , οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη : καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ |
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . | , Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου : μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖξαι ; Ἐγένετο τότε τὰ ἐγκαίνια ἐν |
, . . . Ἀνήκεστον : ἀθεράπευτον : ἀκῶ τὸ θεραπεύω , οἷον : ἀλλ ' ἀκεώμεθα θᾶσσον : ὁ | ' αὐτούς . οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι , οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ ' αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν |
τῶν νοσημάτων : καὶ γίνεται ἐκ τοῦ παίω , τὸ θεραπεύω , παίων καὶ παιάων , ὡς Μαχάων , καὶ | πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία , καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι , |
, τὴν μὴ ἔξω δηλονότι τοῦ δικαίου : καὶ ταύτην βαδίζω , ἤγουν κατὰ ταύτην ζῆν θέλω : μηδὲν δίκας | Ἰησοῦς , Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν . ὁ δὲ ἔφη , Πιστεύω , κύριε |
τοῦ εμ [ γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι [ παρὰ τὸ πεζῆι βαδίζω [ νεῖν γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι [ οὐ παύϲει ῥαίνων | . ὁ δὲ ἀπεκρίθη αὐτοῖς , Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ ἐκεῖνός μοι εἶπεν , Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει |
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ | καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος . οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς , ἐμὲ δὲ μισεῖ , ὅτι ἐγὼ |
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω | τὸν κόσμον . ἐν τῷ κόσμῳ ἦν , καὶ ὁ κόσμος δι ' αὐτοῦ ἐγένετο , καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν |
τοῦ νοῦ κενόν . Εἶπον μὲν οὖν καὶ πρόσθεν , ἐννέπω δὲ νῦν , τὰς παῖδας ὡς τάχιστα δεῦρ ' | τοῦ θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω : οὐδὲ γὰρ ἀπ ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα , ἀλλ ' ἐκεῖνός με ἀπέστειλεν . διὰ |
αν . . . Παῖδες , ἄφωνος ἐοῖσα τότ ' ἐννέπω , αἴ τις ἔρηται , φωνὰν ἀκαμάταν κατθεμένα πρὸ | ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ . |
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , | τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ ὃς ἔχει τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρης καὶ ἔζησεν . καὶ ἐδόθη |
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν | ἀναστάσει τῇ πρώτῃ : ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἔσονται ἱερεῖς τοῦ θεοῦ καὶ |
' . . . . αὔδα : ἔστιν † αὐδέω αὐδῶ , ὁ παρατατικὸς ηὔδαον ηὔδων , ηὔδαες ηὔδας , | τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε , εἰδότες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε κύριον ἐν οὐρανῷ . Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε , γρηγοροῦντες |
, τέκνον . εἶἑν : σὲ τὸν θάσσοντα δυστήνους ἕδρας αὐδῶ φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν . οὐδεὶς σκότος γὰρ | τὴν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην ἣν ἔχετε εἰς πάντας τοὺς ἁγίους διὰ τὴν ἐλπίδα τὴν ἀποκειμένην |
εἴσῃ , γνώση : μαθήσῃ : παρὰ τὸ εἴδω τὸ γινώσκω : σημαίνει δὲ τὸ εἴδω , ζ : εἴδω | ἐστιν . ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται , καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν |
γνώσκω : καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , καὶ διπλασιασμῷ , γινώσκω . Γνώμη , νοῶ νοήσω νοήμη , καὶ συναλοιφῇ | εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν , ἀνάθεμα ἔστω . ὡς προειρήκαμεν , καὶ ἄρτι πάλιν λέγω , εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ ' |
καὶ φόνου συνεργάτιν λαβὼν τά γ ' εἴσω τειχέων σαφῶς μάθω . νῦν οὖν ἔξω τρίβου τοῦδ ' ἴχνος ἀλλαξώμεθα | ] , πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς , ἵνα σταθῆτε τέλειοι καὶ πεπληροφορημένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ θεοῦ |
τινές φασιν εἶναι τοῦ δαγκάνω , ἐπάγει ὡς τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω φύγω καὶ ὅσα τοιαῦτα ὑποτακτικὰ τρισὶ γράμμασι | ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος . βλέπετε ἑαυτούς , ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβητε . |
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος | ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ |
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην : | τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν : ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν . ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ |
ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] κατατυγχάνω , προσλαλῶ , συνεπερείδομαι , συλλαλῶ , κατατυγχάνω , καταμέμφομαι , | κατελήμφθην ὑπὸ Χριστοῦ [ Ἰησοῦ ] . ἀδελφοί , ἐγὼ ἐμαυτὸν οὐ λογίζομαι κατειληφέναι : ἓν δέ , τὰ μὲν |
ἔρχομαι , προσέρχομαι δὲ Ἀπολλωνίῳ , πρὸς Τρύφωνα λαλῶ καὶ προσλαλῶ Τρύφωνι , καὶ ἔστι μέν που καταφέρω οἶνον , | πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων , βασιλεῦ Ἀγρίππα , ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων σήμερον ἀπολογεῖσθαι , μάλιστα γνώστην |
. καὶ γὰρ εἰ πράττει κακῶς , τοῦτό γε οὐκ ἀρνοῦμαι , ἄλλως θ ' ὅτε ἀδικεῖ μὲν οὐδέν , | παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν . καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἀπήγγειλεν |
ἐκ τοῦ πράγματος γιγνομένας πρὸς ἑτέρους φιλονεικίας καὶ μάχας οὐκ ἀρνοῦμαι μὴ οὐχὶ συμβεβηκέναι μοι . Περὶ δὲ τῶν ποιημάτων | τὴν γυναῖκα , ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα . διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς διὰ |
Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' ἡμῶν καὶ σὺ καὶ τὰ στέμματα | ἐμοὶ βοηθός , [ καὶ ] οὐ φοβηθήσομαι : τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος ; Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν , οἵτινες |
δ ' ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ | εἶπεν , Μὴ κωλύετε αὐτόν , οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί |
Δί ' , ἔφη ἡ Θεοδότη , ἐγὼ τούτων οὐδὲν μηχανῶμαι . Καὶ μήν , ἔφη , πολὺ διαφέρει τὸ | , πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπεν , Τί θέλετέ μοι δοῦναι κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν ; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα |
παλάμη καὶ ἡ μηχανή : ἀπὸ τούτου καὶ παλαμῶμαι τὸ μηχανῶμαι . ἐπαλαμήσατο ] ἐπανουργεύσατο , εἰργάσατο . μεταφορικῶς ὡς | , ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ πατρί . Ἐζήτουν [ οὖν ] πάλιν |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε . καὶ εὐθὺς ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ |
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα | . καὶ αὐτὸς ἐπηρώτα αὐτούς , Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ , Σὺ |
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω | . Πίστει Ἑνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον , καὶ οὐχ ηὑρίσκετο διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός : πρὸ γὰρ |
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε | καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ , ὃς ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα θεῷ , ἀλλὰ ἑαυτὸν |
μελλόντων , ῥηματικὰ ἐκπίπτει ὀνόματα διὰ τοῦ δ : οἷον φράζω φραδὴ , κομίζω κομιδή : οὕτως ἀπὸ τοῦ ὀπάσω | , ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε : καὶ πάλιν , Ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ ' αὐτῷ : καὶ πάλιν , |
. . Ἀφραδέως : ἀνοήτως , ἀπείρως : ἀπὸ τοῦ φράζω φραδής ἀφραδής ἀφραδέως , . , . . . | πέμψασιν ἡμᾶς : τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ ; ἔφη , Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ , Εὐθύνατε τὴν ὁδὸν |
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε | ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν |
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς | πατρός μου , ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον , καὶ ἀναστήσω αὐτὸν |
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | με , καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν , καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι |
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα | ὑπάγω : ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω . ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε , ἐγὼ οὐ |
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ | σεαυτοῦ μαρτυρεῖς : ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής . ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ |
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ | δεδουλεύκαμεν πώποτε : πῶς σὺ λέγεις ὅτι Ἐλεύθεροι γενήσεσθε ; ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι |
, καὶ ἐν ῥήμασιν ἑτερόκλιτα , ἔσθω ἔφαγον , φέρω οἴσω . Εἰ αἱ σύνθετοι τῶν λέξεων διηνεκὲς ἔχουσι τὸ | ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν ; ὁ δὲ ἀκούσας εἶπεν , Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ ' οἱ κακῶς |
οὗ φέρεται ἡ ναῦς . οἴω , τὸ φέρω , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ | ; καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς [ ὅτι ] Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ ' οἱ κακῶς |
: ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . . | Ἰησοῦ . Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρότερον πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν , ἵνα δευτέραν χάριν σχῆτε , καὶ δι ' |
, ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο . | ἐπιθυμίαις ποικίλαις , πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα . ὃν τρόπον δὲ Ἰάννης καὶ Ἰαμβρῆς ἀντέστησαν |
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ὀνόματί μου δῷ ὑμῖν . ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν , ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους . Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ , γινώσκετε |
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο | οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν , ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν , καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς |
: γεννῶ . Ὠλένες : αἱ χεῖρες . Αἰδοῦμαι : ἐντρέπομαι . Αἰζηός : νέος . Αἱμύλος : ἀπατηλός . | κόσμου ἐπιζητοῦσιν : ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων . πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ , καὶ ταῦτα |
, κλαίω , ὁμολογῶ σοφιστεύω , ὑπισχνοῦμαι , νομίζω , ἐντρέπομαι , ἐνατενίζω , εὐλαβοῦμαι . : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι | προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι . τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς |
ἐπηύξατο Οἰδίπους ἐλθεῖν τοῖς ἑαυτοῦ παισί . πέφρικα ταύτην καὶ πτοοῦμαι τελέσαι καὶ πληρῶσαι τὰς ὀργίλους κατάρας τοῦ Οἰδίποδος τοῦ | ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν , ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι , τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ , οἳ |
πενθῶ ; ἀστράπτω , ὑπορθῶ ; δογματίζω , αὐξάνω ; πτοοῦμαι , νέμω ; ἵστημι , ἵσταμαι . θέλω , | ἔσπευδεν γὰρ εἰ δυνατὸν εἴη αὐτῷ τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα . Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς |
καὶ συγκοπῇ τῆς σα συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν : τὸ δυϊκὸν ἠπειλεῖτον ἠπειλείτην , συστολῇ τῆς | ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ] ποιεῖτε καὶ ποιήσετε . Ὁ δὲ κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς |
καὶ ὑποθέσεις τοῖς ἰάμβοις ; “ Ταῦτά σοι καὶ αὐτὸς ἀπειλῶ , οὐ μὰ τὸν Δία τῷ Ἀρχιλόχῳ εἰκάζων ἐμαυτόνπόθεν | ὄχλον , κράζοντες καὶ λέγοντες , Ἄνδρες , τί ταῦτα ποιεῖτε ; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι , εὐαγγελιζόμενοι |
βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας | ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν : ἀλλ ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα |
καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . . | ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ : ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθής ἐστιν βρῶσις , καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθής ἐστιν |
, ἢ παρ ' ὑμῶν ἀδίκως καὶ ἀναξίως ἀποθανεῖν . καταρῶμαι γοῦν ὑμῶν τῇ πατρίδι , καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , | ἁμαρτία , διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον : ἵνα γένηται καθ ' ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς |
σέ . ἐγγραφῇς ] καταταγῇς . εὔχομαι ] ἀντὶ τοῦ καταρῶμαι . Γ τευθίδες : εἶδος ἰχθύων . Γ τευθίδων | οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται . ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται , οἱ |
τὸ πάνυ βλέπω , ἀπὸ τοῦ τείνω , ὁ μέλλων τενῶ , καὶ κατὰ παραγωγὴν τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ | γὰρ Οὐ μοιχεύσεις , Οὐ φονεύσεις , Οὐ κλέψεις , Οὐκ ἐπιθυμήσεις , καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή , ἐν |
. . . ἀτενίζω : τὸ πάνυ βλέπω : τείνω τενῶ τενής καὶ ἀτενής ἀτενίζω , τοῦ α ἐπίτασιν σημαίνοντος | αὐτὴν ἐγάμησεν : ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου . |
εἰ Δημοσθένην ἤγαγες ; Ἤγαγον ὡς ἐδυνάμην : ὑδρίαν γὰρ κομίζω τῶν Δημοσθένους λειψάνων . Ἀπ ' ἐλπίδος γε μήν | ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν : ἀλλ ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' |
, κἂν Φειδίας ᾖ . Ταῦτά σοι παρ ' ἐκείνης κομίζω καὶ αὐτὸς παραινῶ ἑταῖρός τε καὶ εὔνους ὤν . | περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκεν : καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ ἐκεῖνος μεμαρτύρηκεν περὶ ἐμοῦ . οὔτε φωνὴν |
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ | ' ἢ εἰσὶν ὡς ἄγγελοι τοῦ θεοῦ . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , ἔστιν ἐν τῷ κόσμῳ ἐκείνῳ γνωρίσαι |
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ | τότε ἀνοίσωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ ἀπὸ τότε τί μέλλει γενέσθαι |
τεύξῃ τάχα . Φῂς τάδ ' οὖν ; Ἃ μὴ φρονῶ γὰρ οὐ φιλῶ λέγειν μάτην . Ἄπαγέ νύν μ | Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες |
ταῖς ἐλπίσι : ἄλλως : τὰ δὲ ἄλλα , ἃ φρονῶ , ἀρκέσει τοῖς ἔνδον διηγήσασθαι φίλοις , ὁποῖά ἐστι | , ὑπὲρ ἡμῶν ἐστιν . Ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν ὀνόματι ὅτι Χριστοῦ ἐστε , ἀμὴν λέγω |
βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις . | , ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει , καὶ μείζονα τούτων ποιήσει , ὅτι ἐγὼ |
, πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα | κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω ; κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνάγαιον μέγα ἐστρωμένον : ἐκεῖ ἑτοιμάσατε . |
ποιοῦσι θόρυβον : ἀπὸ τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ λοχεύω τὸ ἐνεδρεύω . κάμψειέν ] κεκλασμένῃ . . . ἐπιφέροι , | . καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει , Τί ἡ γενεὰ αὕτη ζητεῖ σημεῖον ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν , εἰ |
] “ οὐ συναπατῶ σε ” φησίν “ οὐδ ' ἐνεδρεύω : ἕτοιμα δεῖ σε πάντ ' ἔχειν : ἀποθνῄσκεις | Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν , Ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστιν : σημεῖον ζητεῖ , καὶ σημεῖον οὐ |
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ . ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστιν , γινώσκετε ὅτι καὶ πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ |
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ | ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον . ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ : πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ |
θαυμάζων ἱππέων ἔφοδον . προφάσεις δὲ ἐξευρίσκουσι γελοίως . κρομμύων ὀσφραίνομαι : Τοῦτο γὰρ συμβαίνει , τὸ δακρύειν ἀκουσίως , | ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων , Ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ἐφ ' ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων , οὐδὲ ἐμοὶ |
ἐστιν ; Ἱππέας ὁρῶ . Τί δῆτα κλάεις ; Κρομμύων ὀσφραίνομαι . Ἐπεὶ προτιμᾷς γ ' οὐδέν ; Οὐδέν μοι | λαλῶ , ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ ' ὅσον χρόνον ζῇ ; ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι |
] δ ' εἰρήνη ? ποτ ' , ὦ Ζεῦ δέϲποτα , [ διάλυϲιϲ ] ! [ ! ! ] | , καθὼς σὺ ἐν ἀληθείᾳ περιπατεῖς . μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν , ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν τῇ |
τῶν κατὰ τὸν βίον . πλουτεῖμ πένεϲθαι δεῖ δικαίωϲ , δέϲποτα , τὸ κακῶϲ ἀκοῦϲαι [ ] πάλιν ἐπίϲταϲθαι καλῶϲ | ὅτι λέγεις ὅτι Πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδὲν χρείαν ἔχω , καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος |
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ἐμοῦ , καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ . ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην , καὶ |
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε | ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ . ἔλεγον οὖν |
οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τῆς Α . . . . ᾄδω : ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ ἀποβολῇ τοῦ | μαθητοῦ , ἀμὴν λέγω ὑμῖν , οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων |
τοῦ ι ἀμύσσω , ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος , ᾄδω ὕδω , τὸ ὑμνῶ : σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ | ἀδίκους . ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς , τίνα μισθὸν ἔχετε ; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν |
πρόσπολοι , δόμων πάρος , οὗ σῶμα μοχθῶν μυρίοις ζητήμασιν φέρω τόδ ' , εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς διασπαρακτὸν κοὐδὲν | εὐάρεστον τῷ θεῷ . ὁ δὲ θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸ πλοῦτος αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ |
, οἶμαι , βαδίζειν εἰς τὸ χωρίον τοῦ ἔργου : φέρω γὰρ ἐν ἐμαυτῷ τὰ τῆς ἐμῆς τέχνης ἀγάλματα , | . ὁ δὲ [ Ἰησοῦς ] εἶπεν αὐτοῖς , Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν : δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν . οἱ |
ἀντίπαλον θανάτου . πάντα δ ' ὅσα σπλάγχνοισιν ἐνίσταται ἄλγεα παύω , βῆχά τε καὶ πνιγμόν , λύγγα τε καὶ | ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν , οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν . πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ |
βλέπειν . Λῆρος . λήθω λήσω , λῆρος : ὡς παύω παύσω , παῦρος . ἢ ἀπὸ τοῦ ῥέειν καὶ | περὶ πάντων , ὦ Θεόφιλε , ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις |
κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα ποιεῖ κατὰ | Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων , Εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς καὶ οὐχὶ Ἰουδαϊκῶς ζῇς , πῶς τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν ; |
τε τῷ ] ἀττικῶς δοτική , ὡς καὶ τὸ “ πολεμῶ ” οὐ ψεύδει ] η . ει ἀττικῶς δὲ | ἐφείσατο , ἀλλὰ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν , πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται ; τίς |
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ | λέγει , Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου . οὗτός ἐστιν ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εἶπον |
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις | σοι ἄνωθεν : διὰ τοῦτο ὁ παραδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει . ἐκ τούτου ὁ Πιλᾶτος ἐζήτει ἀπολῦσαι αὐτόν |
δ ' οὐχὶ σόν . Εἴπερ γ ' Ὀρέστου σῶμα βαστάζω τόδε . Ἀλλ ' οὐκ Ὀρέστου , πλὴν λόγῳ | ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν , ἥτις ἐστὶν μήτηρ ἡμῶν : γέγραπται γάρ , Εὐφράνθητι , στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα : |
οἱ ἀπολλύμενοι ἐμακαρίζοντο . ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ | οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ : ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς |
γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως | τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν . Ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων Ἰερουσαλήμ , τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν |
εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ] | ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος : οὕτως καὶ ὑμεῖς , ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα , γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις |
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ] | τις ὑμᾶς καταδουλοῖ , εἴ τις κατεσθίει , εἴ τις λαμβάνει , εἴ τις ἐπαίρεται , εἴ τις εἰς πρόσωπον |
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ | ἐμά ἐστιν : διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λαμβάνει καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν . Μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με |
. . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ βωμῷ πλησιάζομεν . . Λύκει ' ἄναξ , λύκειος γενοῦ ] Λύκειόν φασι τὸν | , τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν , ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες καθὼς οἴδατε ἐν Φιλίπποις |
γενοῦ , οἷον ἐπὶ τοῦ πολέμου . παρήχησιν ἐνταῦθα ποιεῖ Λύκει ' ἄναξ λύκειος γενοῦ εἰπών , ἤτοι πολέμιος αὐτοῖς | Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη , ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν . σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας , ἐὰν μείνωσιν |
. σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν . . τί δαί : | διακονίαν τῆς καταλλαγῆς , ὡς ὅτι θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ , μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν |
κατὰ θάλατταν ἐμπορίαν ποιούμενος . . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν | ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον . Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν |
ὑπὸ σκότει κείμενος . Ἐγγύη . παρὰ τὸ γῶ τὸ δέχομαι : ἔνθεν γωρητός . τοῦ γῶ παράγωγον τὸ γνῶ | ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ βλέπετε : τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν καὶ χωλοὶ περιπατοῦσιν , |
, : ἐγγυαλίζω : ἔστι γῶ , τὸ χωρῶ καὶ δέχομαι : τοῦτο κατὰ παραγωγὴν γύω , καὶ ἐξ αὐτοῦ | ἐξ αὐτῶν , Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται : τί αὐτοῦ ἀκούετε ; ἄλλοι ἔλεγον , Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν |
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν . | αἰῶνα . Παιδία , ἐσχάτη ὥρα ἐστίν , καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ἀντίχριστος ἔρχεται , καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν |
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς | κυρίου . ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομείναντας : τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε , καὶ τὸ τέλος κυρίου εἴδετε , ὅτι πολύσπλαγχνός |
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋ | ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ θεῷ : ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει , οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ |
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ | οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἄρῃ , καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν . πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ |
. ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν | καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις , ἀλλ ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει : οὕτως ἐστὶν πᾶς ὁ |
, ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ] | καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσιν ; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν , καὶ αἷμα αὐτοῖς δέδωκας πιεῖν : ἄξιοί εἰσιν . καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου |
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν | καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός , ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον . αὕτη δέ ἐστιν |
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [ | ἐν μέσῳ ὑμῶν , ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα : οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον |
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ? | ἐμέ : πλὴν ἐφ ' ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν , ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσιν |
. Ἐὰν γὰρ πεισθῇς , πατέρα τὸν ἐμὸν Ἄψυρτον ἐγὼ πείσω σοί με συνοικίσαι , καὶ τὴν νῦν σοι γυναῖκα | . Καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον [ ἡμέρας ] . Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν |
τοῦ ς , ὁ παρακείμενος διὰ τοῦ κ , πείθω πείσω πέπεικα : ὅτε δὲ διὰ τοῦ ψ , ὁ | . καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν , Τέκνον , ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνι . ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν |
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ἠκούσατε : τί πάλιν θέλετε ἀκούειν ; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι ; καὶ ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον |
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν | οἵους θέλω εὕρω ὑμᾶς , κἀγὼ εὑρεθῶ ὑμῖν οἷον οὐ θέλετε , μή πως ἔρις , ζῆλος , θυμοί , |
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ καταργήσει ; μὴ γένοιτο : γινέσθω δὲ ὁ θεὸς ἀληθής , πᾶς δὲ |
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς | ὅτι οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον ἀλλὰ ὑπὸ χάριν ; μὴ γένοιτο . οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς |
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν | οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ θεός , τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν . ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς |
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ | καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη : πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν , ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ |
? μὲν τεθνᾶσι ἐγὼ δὲ σὺν τῇ λοιπῇ οἰκίᾳ | ἀποδημῶ καὶ τὸ τῆς ἀνάγκης ἅμα | ἰσχυρὸν προσγέγονεν , | . ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν , Τί σοι θέλεις ποιήσω ; ὁ δὲ εἶπεν , Κύριε , ἵνα ἀναβλέψω |
? ? ? ? [ ἐν τιμῇ ] ιζ εἰ ἀποδημῶ ιη εἰ συναλλάξαι συμφέρει μοι ? ? ? ιθ | καὶ ὅ τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω , ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ : |
, ἔφη , ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Σοὶ δὲ δὴ τίς , ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι | ; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσιν τὰ ἴσα . πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν |
, καὶ ἰκμαλέον ἤδη ἐμποιῆσαι τὸ δέρμα λεπτοῖς ἱδρῶσι . Σοὶ δὲ οὕτω λεπτῇ κεχρημένῳ διαίτῃ , ἱκανὸν ἂν δόξαι | ἀποτελῶ σήμερον καὶ αὔριον , καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι . πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι |
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . Τὸ λοιπόν , ἀδελφοί , ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ , ὅσα σεμνά , ὅσα δίκαια , |
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν | Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἔτι ἕν σοι λείπει : πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς , καὶ ἕξεις θησαυρὸν |
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται | ἔλεγον μετ ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες , Τί δοκεῖ ὑμῖν ; ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν |
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ | καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί , ἐγὼ μᾶλλον : περιτομῇ |
σημαίνει τὸ ” ἀνίσταμαι αὐτὸς ἐγώ “ , τὸ δὲ ἐγείρω τὸ ἐνεργητικὸν τὸ ” ἀνίστημι ἕτερον “ , ὡς | πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν . ὅτι πᾶν κτίσμα θεοῦ καλόν , καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον , ἁγιάζεται |
ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι ” , καὶ τὸ ἐγείρω ἔγρω οἷον „ ἔγρετο δ ' ἐξ ὕπνου „ | σκανδαλίζει σε , ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ : καλόν σοί ἐστιν μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν , ἢ |
δὲ ταμίαν ἐν πόλει τῶν ἱερῶν χρημάτων : νῦν δὲ ἀσεβῶ καὶ ἀδικῶ εἰσιὼν εἰς τὰ ἱερά ; ἐγὼ ὑμῖν | κόσμον ἀλλ ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον . ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου ἔχει τὸν κρίνοντα |
ἐξήμαρτε μηδεμίαν τιμωρίαν ποιήσεσθε . Πυνθάνομαι δὲ αὐτὸν λέγειν ὡς ἀσεβῶ καταλύων τὰς θυσίας . ἐγὼ δ ' εἰ μὲν | ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ , Κύριε , ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ ; ἕως ἑπτάκις |
δίμετρον Ἀνακρεόντειον , οἷόν ἐστι τὸ , καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι . ἐφ ' ἑκάστῳ συστήματι παράγραφος : ἐπὶ δὲ | ἐξ ἀνθρώπων ; οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι Ἐὰν εἴπωμεν , Ἐξ οὐρανοῦ , ἐρεῖ , Διὰ τί |
βραχέος εἰς τὸ α μακρόν . . 〚 μᾶλλον ἢ μαίνομαι . οἱ μὲν , φασὶν , ἐκτείνουσιν : οἱ | φῶς ἐστιν καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία . Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ ' αὐτοῦ καὶ ἐν |
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ἐραυνᾷ , καὶ τὰ βάθη τοῦ θεοῦ . τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ |
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν | τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται . μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς , οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ |
. Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ | . καὶ καθίσας ἐφώνησεν τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων |
πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ ' | προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν , ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ |
ἐγὼ γὰρ εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσι δ ' ἕτεροι . σὺ | , ἵνα περιπατῶμεν κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : αὕτη ἡ ἐντολή ἐστιν , καθὼς ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα |
γέγονεν . Λέων : παρὰ τὸ λάω τὸ σημαῖνον τὸ θεωρῶ , ἐξ οὗ καὶ ἀλαὸς ὁ τυφλός , ὁ | ἢ πνευματικός , ἐπιγινωσκέτω ἃ γράφω ὑμῖν ὅτι κυρίου ἐστὶν ἐντολή : εἰ δέ τις ἀγνοεῖ , ἀγνοεῖται . ὥστε |
Τρῶας μάχεαι πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ μοῦνος : ἀτάρ τοι ἑταῖρος ἀπέκτατο , τεύχεα δ ' Ἕκτωρ αὐτὸς ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται | ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ : ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ , ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου , |
κτῆμι ἔκταμαι ἐκτάμην ἔκτασο ἔκτατο καὶ μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ἀπέκτατο . . . . ἀπεμυθεόμην : ἀπηγόρευον , ἐκώλυον | ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ , αὐτὸς μόνος μένει : ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ , |
φόβον , πήλας ἀκούσει κεῖθι πεμφίδων ὄπα λεπτὴν ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασιν . ὅθεν Γιγάντων νῆσος ἡ μετάφρενον θλάσασα καὶ Τυφῶνος | ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε , διότι γέγραπται , Ἅγιοι ἔσεσθε , ὅτι ἐγὼ ἅγιος . |
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν . τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν . φθόνος δ ' ἀπέστω . πολλὰ γὰρ τὰ | τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς : αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε , διότι κακῶς αἰτεῖσθε , ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε |
τῆλ ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται , οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον , ἀλλὰ κελεύω γήμασθ ' ᾧ κ | λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου τοῦ καθ ' ὑμᾶς , ὄψεσθε αὐτοί : κριτὴς ἐγὼ τούτων οὐ βούλομαι εἶναι . |
καὶ μειρακίου παρ ' ὑμῖν , οὐκ ἀφανεῖς δὲ διατριβὰς διατρίβω , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μεθ ' ὑμῶν | . καὶ λέγει αὐτῷ , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ θεοῦ ἀναβαίνοντας |
. τὸ δεινῶ περισπᾶται , ὅτι δεινός , καὶ τὸ πεινῶ , ὅτι πεῖνα . Τὰ εἰς ΝΩ δισύλλαβα παραληγόμενα | οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως ; καθὼς Ἀβραὰμ |
, ἀλλὰ σύμφωνον τὸ Ψ καὶ τὸ Ν , οἷον πεινῶ καὶ διψῶ : οὐκ ἀντίκειται δὲ ἡμῖν , ἐπεὶ | αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας , ὅτι οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ ἐξ ὕδατος καὶ δι ' ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ θεοῦ |
οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα | οὐκ ἀνθρώποις , εἰδότες ὅτι ἕκαστος , ἐάν τι ποιήσῃ ἀγαθόν , τοῦτο κομίσεται παρὰ κυρίου , εἴτε δοῦλος εἴτε |
με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ | ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν , καθὼς γέγραπται , Ἐσκόρπισεν , ἔδωκεν τοῖς πένησιν |
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | οὐρανοῖς , ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει : ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν , ἐκεῖ καὶ ἡ |
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : | ζητήσετέ με , καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν |
κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω . . δοκίμως ] ὀξέως καὶ μεγάλως | πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ . αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις , ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν |
καὶ ἀκαταπαύστοις . κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο | κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ αὕτη συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ ' αὐτοῦ , μὴ ἀφιέτω αὐτήν |
δ ' ἄγε σύν μοι βούλευσον , ποτέρην εἰς ὑμέναιον ἄγω . εἶπεν : ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον | Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται , καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα συντελεῖσθαι πάντα . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἤρξατο |
μοί μοι . κώλῳ , πάτερ , ᾇ ς ' ἄγω . ˘˘˘ – ˘˘ – ˘ – – – | ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν |
. σκαιότατον ] ἀπαίδευτον , ἀπαιδευτότατον . , ματαιότατον . δῆθ ' ] ἀργόν , ἀληθῶς . ἀπὸ . . | ἡμέρᾳ εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες . μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν κύριον , καθώς τινες αὐτῶν ἐξεπείρασαν , καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλλυντο |
φέρων , εἰ μὴ καθαιρήσει τις , ἀποπαρδήσομαι ; Μὴ δῆθ ' , ἱκετεύω , πλήν γ ' ὅταν μέλλω | κολάζεται μετὰ τῶν δαιμόνων εἰς τὸν ᾅδην , ὅτι , καθώς φησι τὸ Εὐαγγέλιον , πᾶς γὰρ ὁ ποιῶν τὴν |
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν | ὑμᾶς , καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο , ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς |
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ | ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται . Καὶ ἐπηρώτων |
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι | ἐπιποθεῖ τὸ πνεῦμα ὃ κατῴκισεν ἐν ἡμῖν ; μείζονα δὲ δίδωσιν χάριν : διὸ λέγει , Ὁ θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται |
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν | αὐτῷ . βάψας οὖν τὸ ψωμίον [ λαμβάνει καὶ ] δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτου . καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε |
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω | ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν |
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ | , ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν , ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν ; ἐὰν |
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς | ' οὔτε αἰθίοψ ἢ διάφορα πρόσωπα : ἀλλὰ πάντες ἀναστήσονται μιᾶς εἰδέας καὶ μιᾶς ἡλικίας : πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη ἀσώματοι |
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ | ἔργου ἐπιθυμεῖ . δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίλημπτον εἶναι , μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα , νηφάλιον , σώφρονα , κόσμιον , |
ἀναδεδιπλασιασμένα , ὁ μέλλων ἔχει τὸ α , κλάσω φλάσω θλάσω [ πράσω ] δράσω : τὸ πρήσω πλήσω τλήσω | οὖν αὐτοῖς [ ὁ ] Ἰησοῦς καὶ εἶπεν , Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με : |
ὀχεύει . ἀλλὰ γενοίμαν : ἀλλ ' ἐὰν μή σε θλάσω , γενοίμην ἀντὶ τοῦ Κομάτα Μελάνθιος καὶ κολασθείην ὥσπερ | μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις : νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν . εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος |
μετὰ ταῦτά φασιν ἀφανῆ γεγονέναι . καὶ ὅτι ταῦτα οὐ ψεύδομαι , ἡ Μελίτη συνομολογήσει καὶ θεράπαιναι δύο , μεθ | ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου : μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε . καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπιπτεν ἐπὶ τῆς γῆς , |
τοῦτο καὶ . . ἀπὸ βαρυτόνου . τὸ φείδω ψεύδω ψεύδομαι , ἐρείδω ἐρείδομαι παραλήγουσι διφθόγγῳ . Τὰ εἰς ΔΩ | ἐν τῷ μύλῳ , μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται . γρηγορεῖτε οὖν , ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ἡμέρᾳ ὁ κύριος |
ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς . Ἁνὴρ παφλάζει , παῦε παῦ ' , ὑπερζέων : ὑφελκτέον τῶν δαλίων ἀπαρυστέον τε | ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιον ἐμοῦ , ἔσται σοῦ πᾶσα . καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Γέγραπται , Κύριον τὸν |
καὶ φιλοδικαστὴν καταρρυθμιζόμενον εἰς βίον ἥμερον ὑπὸ τοῦ παιδός : παῦ ' : ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ | ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς . καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ , Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ |
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει | ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ ' ἐρημίας ; καὶ ἠρώτα αὐτούς |
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος | Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ . καὶ |
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [ | μὲν ἕνα ἔχει ὁ ἠπίτροπος , ἡ δὲ μία μοῖρα ἔνι τοῦ ἀποθανόντος . Πληροφορήθητε , ἀδελφοὶ οἱ ἀκούοντες : |
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ | εἴ τι ἂν δώσῃ ἄνθρωπος , ἀπολαμβάνει ἑκατόν . ἐὰν ἔνι ἀσθενής , τὰ δὲ κουφίζονται καὶ τὰ ἐνενήκοντα ἀπολάβῃ |
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις | ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν |
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους | τοῦ χοϊκοῦ , φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου . Τοῦτο δέ φημι , ἀδελφοί , ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα |
δέ μ ' ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως . οὐκ ἀλέγω , ὡς εἴ με γυνὴ βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων | εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει [ τι ] ἐξ ἐμοῦ καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων . |
, . ἀλέγω : τὸ φροντίζω ἡ φροντίς . καὶ ἀλέγω μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α καὶ οὐκ ἀλέγω , τὸ | εἶ ; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Τὴν ἀρχὴν ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν ; πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν |
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | θεὸς ἐν αὐτῷ μένει . ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ ' ἡμῶν , ἵνα παρρησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ |
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ | γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ ' ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου |
δ ' ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἔδω τὸ ἐσθίω : ἐδάνη , εἶδος ἀμπέλου : ἐδανὸν τὸ λεπτόν | ' αὐτοῦ , καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι , Δὸς τούτῳ τόπον , καὶ τότε ἄρξῃ |
βρυκεδανός , . , . * . Βρύκω : τὸ ἐσθίω : εἴρηται παρὰ τὴν βοράν , βορύκω καὶ βρύκω | ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ . καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἀφεθήσεται αὐτῷ |
Γυμνοὺς μὴ ἐνοχλεῖν ξυμβουλεύοντα ἃ μὴ πείσεις . ” ” πείσομαι „ ἔφη „ καὶ ὁμολογείσθω ὁ μισθός . ” | ψεύδει , ἵνα κριθῶσιν πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλὰ εὐδοκήσαντες τῇ ἀδικίᾳ . Ἡμεῖς δὲ ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ |
μνῆμα τῆς Διὸς κόρης . ἀλλ ' ὦ τέκνον σοι πείσομαι : λέγεις γὰρ εὖ . ὡς εὐτυχοῦσά γ ' | δόξαν , οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν ; ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ |
' οὐδ ' ἀθέριξε : μόλις δ ' ἀέκοντα θύραζε πέμπω , ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι . ” Ὧς | , ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα . καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας |
παρὰ τοὺς κρείττονας ; ὦ δεξιώτατε παίδων , οἷόν σοι πέμπω βιβλίον , οἵων τὰ νῦν ἀπολαύεις λόγων . Ἀλλὰ | . καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε ἐστερέωσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ , καὶ ἡ |