Ἐπιμηθέα παρίστησιν . ἀληθῶς γὰρ ἢ ἀπὸ Προμηθέως ὁ ἄνθρωπος ὠφελούμενος οὐ περιπίπτει κακῷ ἢ ἁμαρτὼν ἀνακτᾶται πάλιν δι ' | ||
γεννηθεὶς ἀπὸ τῶν προειρημένων βλαβήσεται καὶ πλάνας δραμεῖται μεγάλας μηδὲν ὠφελούμενος . πρὸς τὸ τέλος δὲ εὐτυχήσει διὰ τὰ ὀπίσθια |
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν | ||
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε |
ποθητός , ἐν Ἰνδικῷ γινόμενος . οὗτος λεῖος ποθεὶς αἱμοπτοϊκοὺς ὀνίναται καὶ σκορπιοπλήκτους ὠφελεῖ . Ἀχάτης λίθος ἐστὶ ὁλοκίτρινος ὁμόχρους | ||
σώματα πάντα ὑπὸ τῶν σεισμῶν τε καὶ κινήσεων κινούμενα ἄκοπα ὀνίναται πάντων , ὅσα τε ὑπὸ ἑαυτῶν , ἢ καὶ |
καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει | ||
κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ , |
τίς ἡ ὑπογραφὴ καὶ τί δηλοῖ , μὴ εὑρίσκων δεινῶς ἔπασχεν . [ ἠθύμη : ἐν ἀπορίᾳ καθιστήκει : ὅτι | ||
ὁ δὲ συνήγορος , μόνον παρακαλῶν ὑπέρ τινος , οὐδὲν ἔπασχεν . . . . τῶν παίδων τῶν ὑμετέρων ] |
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
οὐ τὸ ῥῆμα ὥρισται , ὁ δὲ τούτου τὴν διάθεσιν ἐνεργῶν . . Πρόδηλος οὖν ἡ πολυμερὴς τῶν φωνῶν θέσις | ||
κακοποιεῖν . ἐλῶσι ] ἐλάσουσι . βουκολούμενος ] περιέπων , ἐνεργῶν . βουκολούμενος ] περιέπων . ἄγκαθεν ] ταῖς ἀγκάλαις |
λέγειν ἀναγκαζόμενος , χροιάν τε ἤλλαξε καὶ τὰ χείλη διέδακνεν ἀπορούμενος , καὶ πρὸς τοὺς ἑταίρους ὑπέβλεπεν καὶ παρεφθέγγετο τί | ||
οὐδ ' ἡντιναοῦν : ἀλλὰ πενόμενος ἐγὼ καὶ τῶν ἀναγκαίων ἀπορούμενος καὶ ὑπὸ τῶν διδασκάλων ἐλεούμενος ἐπαιδευόμην , καί μοι |
Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ | ||
καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ |
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες | ||
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ |
ἄν . καὶ ὁ λόγος δὲ ὡσαύτως : οὐδὲν γὰρ ὑπομένει τῶν μορίων αὐτοῦ , ἀλλ ' εἴρηταί γε καὶ | ||
: ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος μουσικὸς γενόμενος ἄνθρωπός ἐστι καὶ ὑπομένει , τὸ δὲ ἄμουσον οὐχ ὑπομένει : οὔτ ' |
τὸν δὲ μοχθηρὸν οὐκέτι . φιλῶν γὰρ καὶ χαριζόμενος ἑαυτῷ βλάψει καὶ ἑαυτὸν καὶ τοὺς πέλας , πάθεσιν ἑπόμενος φαύλοις | ||
θʹ καλανδῶν Ἀπριλλίων . ἐὰν δὲ συμβῇ πυκνότερον σπαρῆναι , βλάψει . τὸ γὰρ πλέθρον πλέον χειροπλήθους οὐκ ἂν δέξηται |
ἀπαιτούμενον . ἱκανὸν οὖν ἑκάστῳ εἰ κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην κατορθοῖ . γένος δὲ ἐνταῦθα ὁ Ἀριστοτέλης τὸ ὑποκείμενον ἐκάλεσε | ||
, πῶς οὐκ ἀεὶ κατορθοῖ ; πῶς δὲ οὐκ ἀεὶ κατορθοῖ τὸ ἕνεκά του ἡ τέχνη ; ἀλλὰ καὶ τὸ |
ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι | ||
οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ |
ἀτμούς . καὶ περιβαλλόμενος τὰ σάβανα πάλιν δεχέσθω ὕδωρ ὁ πάσχων ταῖς χερσὶ καὶ περινοτιζέσθω τὸ πρόσωπον αὑτοῦ . μετὰ | ||
ποιῆσαι τὸ κριθὲν ἤδη . Φέρεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ πάσχων ἀγνοῶν ἐφ ' ἃ παθεῖν προσήκει , ἀστάτῳ μὲν |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
Ἆρά γε ὁ φθονῶν χαίρει ; Οὐδαμῶς , ἀλλὰ μᾶλλον λυπεῖται . ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐκίνησε τὸν πλησίον . Τί | ||
τὸν τοῦ φίλου τρόπον , καὶ οἷς χαίρει καὶ οἷς λυπεῖται , καὶ δύναται παραμυθήσασθαι ῥᾳδίως . κατὰ τοῦτον μὲν |
ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ | ||
τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . |
, μή τι καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἑτέρωθεν κακὸν πρόσεισι τοῖς ὕδασιν , ὡς οὐκ ἐξαρκεῖ τὰς πηγὰς παρέχεσθαι | ||
ἐμπηδῶντες φαιδρὰν ἡμέραν δηλοῦσιν . ὑπόχυσιν δὲ ὀφθαλμοῦ αἲξ παθοῦσα πρόσεισι βάτῳ καὶ παραβάλλει τῇ ἀκάνθῃ τὸ ὄμμα νύξαι αὐτό |
τῆς ῥητορικῆς λόγους , ἀκηκοότων δ ' ἃ μὴ προσῆκε μάταιος ἐξ ἀμφοῖν ἡ βλασφημία . ἀλλ ' οἶμαι ἅμα | ||
ἔτυχεν : ἢ ἀκαίρως . ὅθεν καὶ εἰκαῖος , ὁ μάταιος . . καταδαρθέντα : Καὶ ὑπνώσαντα καταπεσόντα . . |
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν | ||
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν . |
καὶ φιλαργύρους , εἰς μισθοφορὰν καταστήσας . περὶ μὲν δὴ λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν | ||
Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος σταφὶς τὸ κρανίον : |
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
: ” εἰ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοι οὓς μάλιστα τιμᾷ καὶ αἰσχύνεται ” . Ζάλευκος ὁ τῶν Λοκρῶν νομοθέτης ἐρωτηθεὶς [ | ||
νῦν περὶ τῆς ἀναιδείας λέγει τοῦ λόγου , ὅτι οὐκ αἰσχύνεται τοὺς γενναίους τῶν ἀνθρώπων . Γεννάδας δὲ λέγει τοὺς |
ἂν ἐμμένῃ | “ θεὸν ? ? κείναν σεβίζειν μοῦνον ἐλπίζει | καλοῖς . εἰσὶν γάρ , εἰσὶν ἀξιοπάμονες ἄλλαι | ||
οὔκουν εἰκὸς ἐκεῖνον εἰς ἐπιθυμίαν ἐλθεῖν , ἣν οὐ προβαίνειν ἐλπίζει ; κἂν ἔρωτι περιπέσῃ , προστάττειν ὀκνήσει τοῖς ἐκείνου |
ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ | ||
ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν : |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
κύριος αὐτῷ ἐπιτάττῃ , διαφεύγει τε τὰ πλείω καὶ ἄλλα δρᾷ ἀντ ' ἄλλων , ἅτε πάσχων τὸ αἰσθητήριον . | ||
τε τὸ πρὸς ἑαυτὸν καὶ κατὰ τὸ πρὸς ἐκεῖνο : δρᾷ γὰρ οὐδὲν οὐδετέρωθι , καθὸ γιγνώσκει . Εἰ γὰρ |
ἐστι , τὴν δ ' Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφεξῆς οὑτωσὶ Φίλιππος ἁρπάζων οὐ λυπεῖ , καὶ ταῦτ ' ἐφ ' ὑμᾶς | ||
γὰρ ἀεὶ καὶ κολούειν αὐτῷ συνεβούλευε τοὺς ὑπερέχοντας , ὧν ἁρπάζων τὰς οὐσίας ῥᾷστα πλουσιώτατος ἐγένετο τῶν καθ ' αὑτὸν |
ἔχων τὸ ἐν αὐτοῖς φῶς , καὶ ἄλλος τὴν χεῖρα ἀδρανὴς ὢν ἐγκρατὴς ᾤχετο . γυνὴ δέ τις ἑπτὰ ἤδη | ||
τῆς τοῦ ὡροσκόπου ἐπαναφορᾶς , παντάπασιν ἀχρημάτιστος καὶ ἄπρακτος καὶ ἀδρανὴς καὶ ἀργὸς πρὸς πᾶσαν ἀποτελεσματικὴν ἐνέργειαν γίνεται , καὶ |
ἀναπηδῶν ἐμπίπτων , ῥύμῃ φερόμενος , στρόβιλος , ἄνεμος , καταιγίς , χειμάρρους , ἀκατάστατος , ἀναρριπίζων τὸν δῆμον , | ||
βίαιος , σκληρός , δύσφορος , τυφών , πρηστήρ , καταιγίς , στρόβιλος . ἄνεμος ἐξώστης , ἐξωθῶν , ὑποφέρων |
, ὑποχόνδρια σκληρὰ , καὶ πνίγεται , καὶ τοὺς ὀδόντας συνερείδει , καὶ οὐχ ὑπακούει καλεομένη : δεῖ οὖν ὑποθυμιῇν | ||
ἡρέμα βιησάμενος ] βιαζόμενος βρῦκον : τὸ μεμυκὸς στόμα : συνερείδει γὰρ τοὺς ὀδόντας : τὸ βρῦκον αὐτοῦ στόμα , |
, καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀετοὺς φοβεῖται , καὶ ζῇ βίον ἄθλιον . οὐκ οἶσθα , | ||
μὲν ὥσπερ ἡ μήτηρ , αἰσχύνεται δὲ ὥσπερ υἱός , φοβεῖται δὲ ὡς ἂν οἰκέτης . τὸ δὲ μέγιστον τῶν |
ὁ κατὰ τῶν ἀγαθῶν λόγος ἰσχύει . κολακευτικῶς καὶ δολίως ὑπερχόμενος . πρός . τοὺς ἀκούοντας τὴν τῶν ἀγαθῶν κατηγορίαν | ||
ἐναντίων ποιοτήτων συγκείμενος , μοχθηρὸς ὑπάρχει , μήτε ἀναδιδόμενος μήτε ὑπερχόμενος , ἀλλ ' ἐπὶ πλέον τε παραμένων ἐν τῇ |
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
ὑμῶν ἀγνοεῖ ὅτι θᾶττον ἂν ἐγχειριδίῳ πληγεὶς ἀπέθανεν ἢ πὺξ παιόμενος . φαίνεται τοίνυν οὐδ ' αὐτὸς αἰτιώμενος τοιοῦτόν τι | ||
γράμματα οὐκ οἶδεν καὶ ἀναιρεῖ με ; Δειλὸς πύκτης συνεχῶς παιόμενος ὑπὸ τοῦ ἀντιδίκου ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῶν , μὴ |
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
πλανᾷ καὶ πεπλανημένος φέρῃ κακὸς ] ἀμαθής ὡς ] ὥσπερ ἀθυμεῖς ] δυσχεραίνεις καὶ ὀλιγοψυχεῖς οὐκ ἔχεις ] ἤγουν οὐ | ||
παρ ' ] ἀνδρὸς ? ἆθλα ἀπεστερημένος [ ; λίαν ἀθυμεῖς ] ? , Δηίφοβε . τί γάρ με δεῖ |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
εἴποις ἂν ὁ τὸν τράγον . Πρέσβυς οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται . Πρὸ ποταμῶν ἀναστέλλεται : ἀντὶ τοῦ ἀνατείνει τὰ | ||
θρέμμα Μουσῶν , Ὁμήρου μιμητής . οὗτος ἕλκεται νῦν καὶ ὑβρίζεται , Διὸς ὄρνις ὑπὸ κολοιοῦ τινος . ἀλλ ' |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
τελέσας τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος ψοφοδεὴς τοῖς Ἀλεξάνδρου γόνασιν προσέπεσεν εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν δὲ | ||
τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος , ψοφοδεὴς τοῦ Ἀλεξάνδρου γόνασι προσέπεσεν , εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν |
καὶ πόνους πονεῖ καὶ νύκτωρ ἀγρυπνεῖ καὶ μεθ ' ἡμέρας ἐσπούδακεν ; ἀρετῆς κτῆσις , ὦ τάν . ταύτην δὲ | ||
μᾶλλον ὅπως ἄξιοι δοκῶσι κοινωνεῖν τῆς ἀρχῆς , καὶ τοῦτο ἐσπούδακεν ἐξ ἅπαντος ὅπως μὴ διὰ τὴν συγγένειαν αὐτούς , |
κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα τῆς | ||
δ ' ὑπεναντίως διακείμενος ἀφειδής , ἀταμίευτος , ἄσωτος , ἐκκεχυμένος , ἀθησαύριστος , ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος , οὐ περισκοπῶν |
παρ ' Ἕρμον Φεύγει , οὐδὲ μένει , οὐδ ' αἰδεῖται κακὸς εἶναι . Οὐ γὰρ ἄν , ἔφη , | ||
δέχθαι , ἐπεὶ πάντη καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν Ξεινίου αἰδεῖται Ζηνὸς θέμιν ἠδ ' ἀλεγίζει . ” Ὧς φάτ |
βλάπτεται : ἴσον γάρ ἐστι τῷ εἴ τις μεθύει , βλάπτεται . τὸν τοιοῦτον λόγον ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ συντάξεως | ||
ὅλου τοῦ προσώπου : βαρεῖται γὰρ ὑπὸ τῶν καταπλασμάτων καὶ βλάπτεται πρὸς τῶν ἐμβροχῶν καταρρεουσῶν . καὶ ἐπὶ τῶν πολυκινήτων |
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος , | ||
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο |
ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ | ||
τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός |
ἕτερον ὀνειδίζοντος , εἴγε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ ' ἕκαστα μοχθεῖ , ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς ἑαυτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ | ||
: ὃ καὶ κρεῖττον τοῦ προτέρου . Μόχθον ] Ἤγουν μοχθεῖ ἀθλίως . Μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει ] Ἤγουν ἀλλοτρίοις παρὰ |
' Ἰσίδωρος οὐκ ἀποδέων τὴν μοχθηρίαν , ἄνθρωπος ὀχλικός , δημοκόπος , ταράττειν καὶ συγχέειν πράγματα μεμελετηκώς , ἐχθρὸς εἰρήνῃ | ||
συγκυκῶν , θορυβῶν , στρέφων , συγχέων , συνταράττων , δημοκόπος , θρασύς , προωθῶν ἅπαντας , ἐλαύνων , φύρων |
κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ ' ἐπήρειαν γεγένηται . οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ ' ἔτλη κολακεῦσαι . ὥστε ποιοῦντες χρησμοὺς | ||
εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται τοὺς φονεύσοντας . καὶ |
χυμοῖς : ἀλλοιωθεὶς γὰρ ὁ μὲν ὥσπερ κατὰ φύσιν ὁ παλαιούμενος ἐκπεπίκρωται . Τοῦτο δὲ συμβαίνει δι ' ὅτι τὸ | ||
μὲν μόνιμος , ὁ δὲ οὔ : καὶ ὁ μὲν παλαιούμενος καλλίων , ὁ δὲ αὐτόθεν πινόμενος , καὶ ἄλλη |
ὃ δὲ ὀνίναται , καὶ τὸ μηδὲν ἀδικῆσαι τὸν τροχίλον λογίζεταί οἱ μισθόν . Κολοιοὺς δὲ εὐεργέτας νομίζουσι καὶ Θετταλοὶ | ||
ὁ δὲ ὀνίναται , καὶ τὸ μηδὲν ἀδικῆσαι τὸν τροχίλον λογίζεταί οἱ μισθός ⋮ Κειμένῳ δὲ καὶ ὑπνώττοντι τῷ κροκοδείλῳ |
. . σκοτεινῷ . τὸ γὰρ πάλιν ἐπίτασιν δηλοῖ ὡς παλιγκάπηλος καὶ παλίμπρακτος . παλιντράπελον : ἀντίστροφον . ἐναντίον , | ||
ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς . Παλιγκαπηλεύειν : τὸ πραγματεύεσθαι . Μεταβολεύς |
τε βλάβην ἐξιάσθω καὶ τὸν δοῦλον παραδότω . καὶ ἐὰν ὑποζύγιον ἢ ἵππος ἢ κύων ἤ τι τῶν ἄλλων θρεμμάτων | ||
τοῦ ζῴου τοῦ προειρημένου . δράκοντα δὲ ἐλέφας ὀρρωδεῖ : ὑποζύγιον δὲ πᾶν τὴν μυγαλῆν οὐ θαρρεῖ , ἀστακὸς δὲ |
εὐτραφεῖς λαρινοὺς καλεῖ : λαρινεύειν γὰρ τὸ σιτεύειν . Λάρος κεχηνώς : ἐπὶ τῶν ἁρπακτικῶν καὶ κλεπτῶν . Λακωνικὰς σελήνας | ||
ῥῆμα προῖκα εἰπών , πρὸς λῆμμα βλέπων , πρὸς ἀργύριον κεχηνώς , μηδὲν μέρος ἔχων ἄπρατον , εὔωνος , ῥᾴδιος |
σῖτον ἄγοι καὶ ἐν Κιλικίᾳ κρόκον : λείπει , οὐ φρονεῖ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον : λέγεται γὰρ ἐπὶ τῶν | ||
δὲ πλοῦτον ἢ σθένος μᾶλλον φίλων ἀγαθῶν πεπᾶσθαι βούλεται κακῶς φρονεῖ . στείχομεν οἰκτροὶ καὶ πολύκλαυτοι , τὰ μέγιστα φίλων |
καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ ῥιγώσαντα νοσεῖ , καθάπερ ἡ ἄμπελος : ἀμβλοῦνται γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ | ||
, οἷον ἐὰν εἴπω οὐχ ὑγιαίνει Ἄνυτος , δῆλον ὅτι νοσεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ὄντων ῥημάτων πάντα |
δεῖν εἶναι ; Τιθῶμεν , ἔφη . Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ | ||
ἑαυτῆς ζητοῦσα καὶ ἑαυτὴν γινώσκουσα : ἡ μέντοι αἰσθητικὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ἐπιθυμητικὴ οὐ κινεῖται κύκλῳ , ἀλλ ' εὐθεῖαί |
ὃς ἔργον εἶχε σκοπεῖν ὅ τι ἂν ἢ λέγων ἢ πράττων ὠφελοίη τε καὶ εὐφραίνοι Διόδωρον . Ὅτι δὲ τοὺς | ||
τε ξυνεχῶς χρὴ καὶ ὑποκεῖσθαι τῷ ἀντιπάλῳ . καὶ τοῦτο πράττων ὁ ἀθλητὴς οὗτος ὀνόματος λαμπροῦ ἔτυχε καὶ ἡττήθη οὐδενός |
ἡ σωφροσύνη οὐ συνίσταται : ἄλλως τε ὁ μὲν σώφρων ἥδεται οἷς πράττει , ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐν ἀγῶνι ὢν | ||
γεγονὼς καὶ ἀποκλίνας ἄλλος . Οὐ γὰρ δὴ τοτὲ μὲν ἥδεται ἐπὶ τοῦ κέντρου ὤν , τοτὲ δὲ λυπεῖται ἀποκλίνας |
τὸν αὐτὸν ἔχει λόγον τῷ δανείῳ . ὅθεν τοῖς νοσοῦσιν ἐφιστάμενος καὶ ἀπαιτῶν κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ | ||
διακονίας δι ' αὐτοῦ ἐγίνετο : κατὰ γὰρ τὰς εἰσόδους ἐφιστάμενος οὓς μὲν εἰσῆγεν , οὓς δ ' ἀνέκλινεν , |
καὶ τὰ μέγιστα θηρία , ἃ πρότερον αὐτὸν κατήσθιε καὶ ἐκόλαζε καὶ ἐποίει δοῦλον , ταῦτα πάντα νενίκηκε καὶ ἀπέρριψεν | ||
ὄντι ἱκανῷ . τοιγαροῦν ὅπου μὲν ἴδοι τυραννίδα καὶ τύραννον ἐκόλαζε καὶ ἀνῄρει παρά τε Ἕλλησι καὶ βαρβάροις : ὅπου |
: ἅπερ ἐπ ' ὠφελείᾳ ‖ γενόμενα , οὐδὲν ἧττον ἀμύνεται τοὺς πονηρούς : εἶτα καὶ τὴν ἀπὸ τῶν θηρίων | ||
Κουρήτων αὐτῶν ἐκμαίνεται δεινῶς καὶ τοὺς τὸν πολέμιον αὐτῷ ζωογονήσαντας ἀμύνεται καὶ θηριοῖ μὲν αὐτίκα τοὺς ἄνδρας καὶ εἰς λεόντων |
δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρόν που εἶπεν : ὀκνηρός , πάντα μέλλων σιτόκουρος . καὶ πάλιν : σιτόκουρον | ||
πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ νωθὴς καὶ νωθρός : ἔστι |
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ | ||
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ |
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ | ||
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι , |
: ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει . | ||
ζῆν ἤγουν οὐ μετέχειν τῆς κοινῆς φύσεως . κέντρων ] τιτρώσκων δίκην κέντρου , πλήκτης . , πλήττειν δυνάμενος , |
οὖν τὴν τιμίαν θεὸν οὐ προσαγορεύεις : τίν ' : εὐλαβοῦ γάρ : ἀντὶ τοῦ : σιώπα μὴ κατά τι | ||
μὴ καταπιπτέτω : πάντα σοι κατὰ νοῦν χωρεῖ , μεταβολὴν εὐλαβοῦ : πταίεις πολλάκις , χρηστὰ ἔλπιζε : πρὸς γὰρ |
Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως τολύπαι τροπαία Τυφῶ ὕπουλος ὑψαυχεῖν φαικῷ φαρκῖδα φαρμακῶνες Φθιῶτις φίλανδρος χειμάμυνα χλωρανθείς χνοῦς | ||
ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο , ὁ δὲ ἀεὶ ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν . τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
τῷ ἀγαθῷ ἀνδρὶ μάχεσθαι , ἀλλ ' ἐκεῖνος τοῦτο ἀρκέσει μηχανώμενος , ἕως ἂν ἕλῃ τὸν ἑαυτοῦ βελτίονα . τοῦ | ||
αὐτοὶ σύνιστε . Καίτοι λογογράφος γέ τις φησίν , ὁ μηχανώμενος αὐτῷ τὴν ἀπολογίαν , ἐναντία με λέγειν ἐμαυτῷ . |
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ νοσήματός τινος γινομένη βλάβη , ἥτις καὶ ἰάσιμός ἐστιν : ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τῆς τυφλώσεως παρείληπται : | ||
, πρόσθες αὐτῷ θύμον καὶ , εἰ μὲν ἀναλήψεται , ἰάσιμός ἐστιν , εἰ δὲ μή , οὔ . εἰς |
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , | ||
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον |
πόλιν . Ὁ δὲ πρεσβεύων ἦν ἀνὴρ ἀγαθός τε καὶ κόσμιος , ἀσκητικοῖς διαλάμπων κατορθώμασιν : ἦν δὲ ὁ καθηγούμενος | ||
πυρρὸς τὴν χροιάν , τὴν φωνὴν ὀξύς . Ὁ δὲ κόσμιος βαρὺ φθέγγεται , βραχὺ μέν , τὰ δὲ βλέφαρα |
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου , | ||
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους |
ἠχὴν καὶ βοὴν προπέμπει ἐπ ' αὐτοὺς γόος καὶ θρῆνος δαϊκτὴρ καὶ διακόπτων πάντα , αὐτοπήμων , ἤτοι ἀφ ' | ||
προπέμπει ] προφέρει . δαϊκτὴρ ] διακόπτων τὰς φρένας . δαϊκτὴρ ] πολέμιος . δαϊκτὴρ ] μεριστής . δαϊκτὴρ ] |
μεταπεμπόμενος Πευκέστης παρὰ τῶν ἐγχωρίων διεδίδου δαψιλῆ τοῖς στρατιώταις , ἐκκαλούμενος αὐτῶν τὴν εὔνοιαν . κατοικοῦσι δὲ ταύτην τὴν χώραν | ||
, διετέλει δ ' αὐτὸς προσομιλῶν πρὸς ἕκαστον καὶ πάντας ἐκκαλούμενος εἰς τὸ τὰ μὲν ἀκούειν , τὰ δὲ λέγειν |
δίκρουν ξύλον : οὔτ ' εὔρυθμος γάρ ἐστιν οὔτ ' ἀχρήματος . Ἀγορὰν ἰδεῖν εὔοψον εὐποροῦντι μὲν ἥδιστον , ἂν | ||
ἐνειργάσατο τὴν ἑκούσιον αἵρεσιν . ἄναυδος γὰρ καὶ ἀκτήμων καὶ ἀχρήματος μόνος οὗτος βασιλεὺς ἡμῖν ἀνεγράφη , πρὸ τοῦ τυφλοῦ |
δὲ Μένιππος ἐν τῇ Διογένους Πράσει ὡς ἁλοὺς καὶ πωλούμενος ἠρωτήθη τί οἶδε ποιεῖν . ἀπεκρίνατο , ” ἀνδρῶν ἄρχειν | ||
ἔμαθε μὴ τρώγειν , τότε ἀπέθανεν . Σχολαστικὸς ἵππον πιπράσκων ἠρωτήθη , μὴ δειλὸς εἴη . ὁ δὲ εἶπεν : |
οὐχ ὑπομένουσαν τὴν Γναθαίνιον λαβεῖν μίσθωμα , λιπαρῶν δὲ καὶ προσκείμενος πολὺ δαπανήσας ἔσχεν αὐτὴν χρυσίον . ἀνάγωγος ὢν δὲ | ||
τῷ ἀγρῷ ὤν . Γηπόνος : γεωργὸς , τῇ γῇ προσκείμενος . ἀγ - χιάλοισι : πλησιοθαλάττοις , τοῖς πλησίον |
τοῦ ἀνθρώπου λόγος τὸ ζῷον λογικὸν θνητὸν καθ ' ἑαυτὸν ἐννοούμενος ἅμα τῷ μετὰ ὕλης θεωρηθῆναι Σωκράτης ἐστὶν εὐθὺς ἢ | ||
τῆς Ὀδυσσέως πλάνης ἐρεῖν Μενέλαος . Ἄμα δὲ ταῦτ ' ἐννοούμενος ὡσπερεὶ παρακροτῶν ἑαυτὸν εἶπεν : οὐδέ τί σε χρή |
ἐκεῖνα αὐτῷ προσθεῖναι ; οὐχὶ δὲ πάντας τοὺς λόγους τούτους καταπατήσας ἐπηρμένος ἡμῖν καὶ πεφυσημένος περιπατεῖ μηδ ' ἀνεχόμενος , | ||
ἐν καλοῖς καὶ ἐπιτηδεύοι τὰ τοιαῦτα πάντα , ὡς μεγαλοπρεπῶς καταπατήσας ' ἅπαντ ' αὐτὰ οὐδὲν φροντίζει ἐξ ὁποίων ἄν |
, συντρίβων τῇ βακτηρίᾳ : νῦν δέ μοι πράγματα παρέξεις μεταπηδῶν ἐν τῷ σκότῳ . Μίκυλλε δέσποτα , ᾤμην τι | ||
Σκνὶψ γάρ ἐστι θηρίδιον ξυλοφάγον , ἀπὸ τόπου εἰς τόπον μεταπηδῶν . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Οἶδε Πυλαία ταῦτα καὶ |
ἀφίγμεθα χθόνα . σύντειν ' ποδὸς ὁρμάν : ὤ , ἔμβα ἔμβα κατακλαίουσα . ἰώ μοί μοι . ἐγενόμαν Ἀγαμέμνονος | ||
καὶ χλευάζων . Ἠρίστηται δ ' ἐξαρκούντως . Ἀλλ ' ἔμβα χὤπως ἀρεῖς τὴν Σώτειραν γενναίως τῇ φωνῇ μολπάζων , |
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος | ||
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ |
' ὅσα μὲν ἐμπλαστικὰ ταῖς οὐσίαις ἐστί , μετρίως θερμαίνοντα προτρέπει τε καὶ συναύξει τοὺς πώρους , ὅσα δὲ διαφορητικὰ | ||
δὲ παντάπαϲιν οὐδὲ τῆϲ ϲτρυφνῆϲ , ὅθεν οὖρά τε χολώδη προτρέπει πολλὰ καὶ τὰϲ καθ ' ἧπαρ ἐμφράξειϲ τε καὶ |
ἄν τις ἐκ τούτων εὐπορήσειεν , νοσώδης , ἐπίνοσος , ἄρρωστος , ἀσθενής . ἕτερα δ ' εἰς ταὐτὸν φέροντα | ||
ἀσελγής , ἀκόλαστος , ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , |
Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ ' | ||
νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ |
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων | ||
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν |
λέγω , καὶ μὴ ἀνοηταίνειν οἰομένους τι ἑτοίμως διαπράξασθαι . εὐτύχει . Τὰ μὲν παρὰ σοῦ ἐλθόνθ ' ὑπομνήματα θαυμαστῶς | ||
σά . ἐπεὶ δίδαξον τοῦτο : πῶς , ὅτ ' εὐτύχει Τροία , πέριξ δὲ πύργος εἶχ ' ἔτι πτόλιν |
πληττόμενος , βλαπτόμενος , ἀπὸ τῆς ἄτης . Ἀπηχής : ἀηδής . Ἀνασιμῶσαι : τὸ ἀναλῶσαι καὶ δαπανῆσαι . Ἀρχαιρεσιάζειν | ||
καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν , ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ἀηδής , ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν |
νυνδὴ ἐλέγομεν τὸ ῥῆμα , τὸ ὅτι τὸ ἐμὸν εὖ πράττει ἢ ὅτι τὸ ἐμὸν κακῶς . Ἀληθέστατα αὖ , | ||
καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ , τι νεύσῃ : τοῦτο ἀναγκαστικώτατα πράττει . οἷον καὶ ὁ Ὁμηρικὸς Ζεὺς ὑπόκειται τῷ τῆς |
διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς | ||
φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν |
ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς μητρὸς συγγενεῖς οὕτως ἀνομοίως πλέων | ||
κεν ἵκηται χρημοσύνῃ τ ' εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ , αἰσχύνει δὲ γένος , κατὰ δ ' ἀγλαὸν εἶδος ἐλέγχει |
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά | ||
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ |
εἴτε διὰ φιλίαν ἢ δι ' ἔχθραν ἢ διὰ δῶρα ἠδίκησε , συμμερίζεται τὸ ἀδίκημα : πλεονεκτεῖ γὰρ καὶ αὐτὸς | ||
μὲν λαβὼν πλέον μὲν ἔχει καὶ ἄδικα ἐποίησεν , οὐκ ἠδίκησε δέ , εἰ μὴ δώροις ἢ ἄλλῃ τινὶ πειθοῖ |
αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων | ||
γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα |