ἂν ἐμμένῃ | “ θεὸν ? ? κείναν σεβίζειν μοῦνον ἐλπίζει | καλοῖς . εἰσὶν γάρ , εἰσὶν ἀξιοπάμονες ἄλλαι
οὔκουν εἰκὸς ἐκεῖνον εἰς ἐπιθυμίαν ἐλθεῖν , ἣν οὐ προβαίνειν ἐλπίζει ; κἂν ἔρωτι περιπέσῃ , προστάττειν ὀκνήσει τοῖς ἐκείνου
6703883 ἀπανθρωπος
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος ,
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι
6693776 ἀνιερος
ὅρκων , οἰόμενος κατακλήσει θεοῦ πίστιν ἐργάζεσθαι τοῖς ἀκούουσιν . ἀνίερος δ ' ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ βέβηλος ἴστω ,
κοινῇ συμφέρον . ἐπιθυμία μὲν οὖν βέβηλος καὶ ἀκάθαρτος καὶ ἀνίερος οὖσα πέρα τῶν ἀρετῆς ὅρων ἐλήλαται καὶ πεφυγάδευται δεόντως
6689992 ἀδωρος
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά .
6645860 ἐκλελυμενος
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα
6595496 φιλοχρηματος
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ
6543990 ἀβουλος
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος
6514309 ἐλεει
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη
6494431 εὐφραινεται
σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια ,
ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ
6457508 ἀλαστωρ
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ
6421608 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
6391281 αἰδειται
παρ ' Ἕρμον Φεύγει , οὐδὲ μένει , οὐδ ' αἰδεῖται κακὸς εἶναι . Οὐ γὰρ ἄν , ἔφη ,
δέχθαι , ἐπεὶ πάντη καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν Ξεινίου αἰδεῖται Ζηνὸς θέμιν ἠδ ' ἀλεγίζει . ” Ὧς φάτ
6362246 ζηλοτυπει
: τικτόντων αὐτῶν , ἀγωνιᾷ ὥσπερ ἄνθρωπος , τοσοῦτον δὲ ζηλοτυπεῖ αὐταῖς , ὅτι ὑπὲρ αὐτὸν θηρεύονται : οἱ γὰρ
παῖς : ζηλοτυπία δὲ τὸ ἐν μίσει ὑπάρχειν , οἷον ζηλοτυπεῖ ὅδε τήνδε . ἡσυχάζειν τὸ ἀτρεμεῖν δι ' ὅλου
6350692 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
6332068 ἀφροσυνης
ἔφη εὐθὺς ἐπιόντα τὴν μεγίστην τυραννίδα ἑλέσθαι , καὶ ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι ,
. Ἔμοιγε δοκεῖ . Τί δέ ; περὶ φρονήσεως καὶ ἀφροσύνης ἆρά γε τὴν αὐτὴν ἔχεις σὺ γνώμην ; Πῶς
6321903 παλαμναιος
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
6309909 ὁμιλει
δὴν δὴ καὶ φίλοι ὦμεν : ἀτάρ τ ' ἄλλοισιν ὁμίλει ἀνδράσιν , οἳ τὸν σὸν μᾶλλον ἴσασι νόον .
. Δὴν δὴ καὶ φίλοι ὦμεν . ἔπειτ ' ἄλλοισιν ὁμίλει , ἦθος ἔχων δόλιον , πίστεος ἀντίτυπον . Οὔποθ
6308604 ἀλογιστος
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος
6282517 ἀνους
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων
6263996 μακαριωτερον
λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖς καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον ; ἢ τί σοι δεινὸν πάσχειν δοκῶ ;
ἀλλὰ τῇ γῇ ὡς τάχιστα ἀπόδοτε . τί γὰρ τούτου μακαριώτερον τοῦ γῇ μειχθῆναι , ἣ πάντα μὲν τὰ καλά
6258879 ἀοκνος
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν
6258548 φοβειται
, καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀετοὺς φοβεῖται , καὶ ζῇ βίον ἄθλιον . οὐκ οἶσθα ,
μὲν ὥσπερ ἡ μήτηρ , αἰσχύνεται δὲ ὥσπερ υἱός , φοβεῖται δὲ ὡς ἂν οἰκέτης . τὸ δὲ μέγιστον τῶν
6245780 ὀργιζεται
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει
6237587 πανουργια
μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ
: πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ
6236843 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
6218315 αἰσχυνεται
: ” εἰ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοι οὓς μάλιστα τιμᾷ καὶ αἰσχύνεται ” . Ζάλευκος ὁ τῶν Λοκρῶν νομοθέτης ἐρωτηθεὶς [
νῦν περὶ τῆς ἀναιδείας λέγει τοῦ λόγου , ὅτι οὐκ αἰσχύνεται τοὺς γενναίους τῶν ἀνθρώπων . Γεννάδας δὲ λέγει τοὺς
6205768 ἐπιχαιρεκακια
πράττουσι : καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαιρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία : τῆς δὲ μεσότητος νεμέσεως καλουμένης , ὁ ἔχων
κήλησις μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ δι ' ὤτων κατακηλοῦσα : ἐπιχαιρεκακία δὲ ἡδονὴ ἐπ ' ἀλλοτρίοις κακοῖς : τέρψις δέ
6204187 ἀκοινωνητος
οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν
τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως
6202982 εὐτυχων
ἐμαυτοῦ νομίζω , καὶ γὰρ εἶ κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν . δὸς οὖν μοι σχολάζοντα σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα
παιδαρίου γνώμην ἔχει . κοινὸν ἀγαθόν ἐστι τοῦτο , χρηστὸς εὐτυχῶν , πόλει . εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα † μενως ἠμύνετο
6192772 πρασσει
θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν
ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ
6190409 ἀκροχολος
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία
6184138 φιλοστρατιωτης
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν
6173196 στεναζει
ταλαίνᾳ : τὸν δ ' ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει . Ἆρ ' ἴστ ' ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ
κώλων ιʹ . πρόπασα ] διόλου πᾶσα . στένει ] στενάζει . ἐκκενουμένα ] η . τῶν κατοίκων . ποποῖ
6170097 καυχησεως
: ἢ πρόσφορος καὶ ἀγαθή τις ἡ τῆς τῶν ἐπῶν καυχήσεως ᾠδὴ ἢ ἡ καυχητικὴ ᾠδή . ὁ δὲ νοῦς
τρυφῆς πονηρᾶς , ἀπὸ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ πολυτελείας πλούτου καὶ καυχήσεως καὶ ὑψηλοφροσύνης καὶ ὑπερηφανίας , καὶ ἀπὸ ψεύσματος καὶ
6161327 εὐψυχος
' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη
θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου
6159395 οἰκτρος
οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων
μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ
6147868 ἀφραινειν
καὶ πινύσω τὸ φρονῶ , ἐξ οὗ καὶ ἀπινύσσειν τὸ ἀφραίνειν . νοήματα : μηχανήματα . Οἵδε : ἰχθύες ,
καὶ ἡ τιμωρία . καὶ ἡ ὕβρις . μαίνεσθαι : ἀφραίνειν . καὶ ὀξέως πολεμεῖν . μάλα : λίαν .
6137740 δυσοργητος
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
6132103 κηλει
οὐδ ' ὑπὸ πάντων ὁμοίως διακούοννται : ἀλλὰ κἀκεῖνα πάνυ κηλεῖ πάντας ἡμᾶς κατορθούμενα καὶ εἰς πολλὴν ὄχλησιν ἄγει διαμαρτανόμενα
προσπιπτούσης : πᾶν τὸ κινοῦν καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστιν : κηλεῖ δὲ ἡμᾶς εὔμουσος φωνή . Οἱ Στωικοί φασιν εἶναι
6129778 ἰατρεια
λέγοντα μελέτη θανάτου : ὁ γὰρ θάνατος τῆς ἀκολάστου ζωῆς ἰατρεία ψυχῆς ἐστιν . Ἄλλον ὄγδοον ὁρισμὸν ἀναφέρουσι τῷ Πλάτωνι
ὑποσχεῖν ἰατρῷ τὸ σῶμα εἰς θεραπείαν : πᾶσα γὰρ κόλασις ἰατρεία τίς ἐστιν ἡμαρτηκυίας ψυχῆς . Ἐπεὶ δὲ αἱ πλεῖσται
6127673 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
6115860 δυσελπις
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ
6115547 ἀπονοια
Μεσσηνίοις δὲ † ἐς ἅπαντα ἐς τὸ ἴσον ἥ τε ἀπόνοια καὶ τὸ ἐς τὸν θάνατον εὔθυμον : καὶ ὁπόσα
τόξα καὶ ἵπποι καὶ αὐθάδεια Σκυθικὴ καὶ τόλμα Ἀλανῶν καὶ ἀπόνοια Μασσαγετῶν , καὶ ταύτην πάλαι καλῶς ποιοῦντας τοὺς ποιητὰς
6110517 κατορθουται
ἀνερίθευτος ὀρθὴ μόνη , δι ' ἧς καὶ τἄλλα πάντα κατορθοῦται . ” ἐπὶ δὲ Μάκρωνι : „ πλέον ἐφυσήθη
ἀνθρώποις καὶ τὰ ἐς ἔρωτα τύχῃ μᾶλλον ἢ ὑπὸ κάλλους κατορθοῦται . ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι
6104281 σφαλερος
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου ,
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους
6097038 στερεται
δυτικῶν ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν φερομένης . Καὶ οὕτως περιπίπτουσα αὐτῇ στέρεται τῶν ἀπὸ τοῦ ἡλίου αὐγῶν , ὥσπερ καὶ ἡμεῖς
: καὶ αἱμυλία ἀσινότης ἐπίχαρις . χήτει . ἀπορεῖ , στέρεται . ἔνδεια , σπάνη . ἥλικα γὰρ κτλ .
6093060 ἀκολασταινειν
ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν
τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ
6085326 Ἀνηρ
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ
6084519 θαρραλεος
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ]
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες
6081986 ἐννοουμενος
τοῦ ἀνθρώπου λόγος τὸ ζῷον λογικὸν θνητὸν καθ ' ἑαυτὸν ἐννοούμενος ἅμα τῷ μετὰ ὕλης θεωρηθῆναι Σωκράτης ἐστὶν εὐθὺς ἢ
τῆς Ὀδυσσέως πλάνης ἐρεῖν Μενέλαος . Ἄμα δὲ ταῦτ ' ἐννοούμενος ὡσπερεὶ παρακροτῶν ἑαυτὸν εἶπεν : οὐδέ τί σε χρή
6080014 διανοειται
τεθνεώτων ‖ [ εἰ ] μὲν ὡς οὐκ ὄντων τις διανοεῖται - | , [ ἀκόλουθον ] αὐτῷ μηδαμοῦ αὐτοὺς
κύριος δὲ οὐκ ἔστι τῆς κινήσεως . πολλάκις γοῦν τι διανοεῖται φυγῆς ἄξιον καὶ οὐ φεύγει , οἷον σεισμὸν ἢ
6070562 δυσχεραινει
καὶ τὸ γεγραμμένον , καὶ οὐδεὶς ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ δυσχεραίνει . Χαλεπὸν μὲν ἀπαντῆσαι πρὸς τὰ ῥηθέντα διὰ τὴν
μὲν τὴν Ἕκτορος λύτταν , ἀκεῖται δὲ καὶ βεβλημένους , δυσχεραίνει δὲ ὅτι μὴ οἷός τε ἀναστῆσαι τοὺς τεθνεῶτας .
6068992 ἀπονενοημενος
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν
6065262 Κακη
σκιαί : ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες : Κατὰ
χρεώστην , ἐὰν δὲ ᾖ λειψίφως ἡ Σελήνη ἐναντίως . Κακὴ δὲ ἡ Σελήνη ἐν τοῖς συνδέσμοις ἢ ἐν τῷ
6062818 ἐπαχθης
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ ,
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον
6060337 βουλευεται
τὸ διὰ τίνος ὀργάνου χρὴ τοῦτο ποιῆσαι , ζητεῖ καὶ βουλεύεται , ὅταν δὲ τὸ ὄργανον ᾖ ὡρισμένον , ζητεῖται
τὸ εὖ βουλεύεσθαι : ὁ σοφὸς ᾗ σοφός ἐστιν οὐ βουλεύεται : ὁ σοφὸς ἀνάγκῃ οὐκ ἔστι φρόνιμος ᾗ σοφός
6058985 ἀπροορατος
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν ,
6057275 ἰτης
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ
6056399 Οὐδεις
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει
6054081 λυπειται
Ἆρά γε ὁ φθονῶν χαίρει ; Οὐδαμῶς , ἀλλὰ μᾶλλον λυπεῖται . ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐκίνησε τὸν πλησίον . Τί
τὸν τοῦ φίλου τρόπον , καὶ οἷς χαίρει καὶ οἷς λυπεῖται , καὶ δύναται παραμυθήσασθαι ῥᾳδίως . κατὰ τοῦτον μὲν
6051085 ἐλλειπων
φροντίδα . ὁ μὲν οὖν μεγαλόψυχος τοιοῦτος . ὁ δὲ ἐλλείπων μικρόψυχος , ὁ δὲ ὑπερβάλλων χαῦνος : οὐκ εἰσὶ
τὸ μᾶλλον ἢ προσήκει χαίρειν ταῖς ἡδοναῖς , ὁ δὲ ἐλλείπων παρὰ τὸν ὀρθὸν ποιεῖ λόγον διὰ τὸ ἔλαττον ἢ
6029811 σιδηροφρων
] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν
ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ
6027052 βαναυσος
: ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ διὰ ἡ κάμινος . εἴρηται
μὲν γάρ ἐστιν ὁ λογικῆς τινος τέχνης ἔμπειρος καθεστώς , βάναυσος δὲ ὁ διὰ ἀλόγου τινὸς ἐπιτηδεύματος . τέτραχμον καὶ
6026561 μωρος
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ
6015177 πεφυκως
μεγίστας συμφορὰς πεπονθότας , μάλιστα δὲ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος πεφυκὼς πρὸς εὐεργεσίαν καὶ εἰωθὼς τοὺς ἠδικηκότας σῴζειν . διὰ
Διὸς πρόπολος Διώνης εἶπε Τημένωι τάδε : “ ὦ παῖ πεφυκὼς ἐκ γονῶν Ἡρακλέους , Ζεύς σοι [ ] δίδωσι
6014820 ἀτυχων
τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον
νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι .
6014636 ἀγνωμων
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής ,
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν
6010248 ἀσυνετος
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται .
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον
6007566 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
6004360 δυσπροσοδος
φῶς μᾶλλον κόσμον παρέχειν . ἔπειτα δὲ ὁ μὲν τῷ δυσπρόσοδος εἶναι ἐσεμνύνετο , ὁ δὲ τῷ πᾶσιν εὐπρόσοδος εἶναι
βέλτιον δὲ τὸ ἀπρόσρη - τοςτοῖς δ ' ἐφεξῆς δυσπρόσιτος δυσπρόσοδος , ἄμικτος δύσμικτος , δυσξύμβολος , δυσέντευκτος , σκυθρωπός
5998169 κακηγορος
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως ,
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος ,
5989432 ἀρχικος
τε ἡγησομένῳ . καὶ νῦν ἀρχικὸς μὲν ὁ πεπαυμένος , ἀρχικὸς δὲ ὁ παραλαμβάνων τὸν θρόνον , δικαιοσύνης τε ἑταίρω
φρόνιμος , ὡς οἱ παρόντες πανταχοῦ πάντες ὡμολόγουν . καὶ ἀρχικὸς δ ' ἐλέγετο εἶναι ὡς δυνατὸν ἐκ τοῦ τοιούτου
5986641 ἀνεξαπατητος
ἦν δὲ ἀλήθεια καὶ ἀρετὴ τὰ ταύτην ὠφελοῦντα μόνα . ἀνεξαπάτητος δὲ ἔσῃ , εἰ τὴν οὐσίαν τὴν σαυτοῦ γνούς
ἀκούοντας διὰ θορύβου . Τοιγαροῦν ἀπάγων τοῦς ἄλλους αὐτὸς ἔμενεν ἀνεξαπάτητος , ὃ μὴ προσῆν τῷ Ἀρκεσιλάῳ . Ἐκεῖνος μέν
5979018 ὠφελουμενος
Ἐπιμηθέα παρίστησιν . ἀληθῶς γὰρ ἢ ἀπὸ Προμηθέως ὁ ἄνθρωπος ὠφελούμενος οὐ περιπίπτει κακῷ ἢ ἁμαρτὼν ἀνακτᾶται πάλιν δι '
γεννηθεὶς ἀπὸ τῶν προειρημένων βλαβήσεται καὶ πλάνας δραμεῖται μεγάλας μηδὲν ὠφελούμενος . πρὸς τὸ τέλος δὲ εὐτυχήσει διὰ τὰ ὀπίσθια
5977004 κατεπτηχως
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος
5974861 αὐθαιρετοις
Δύσμορον : δυστυχῆ . αὐτοτύποισιν : αὐτοφόνοις , ἑκουσίοις , αὐθαιρέτοις . ὠτειλῇσι : τραύμασιν . Τοίην : παραβολὴ μάχης
ὁ χρηστὸς χρήσιμος . ὁ φθονερὸς αὑτῷ πολέμιος καθίσταται : αὐθαιρέτοις γὰρ συνέχεται λύπαις ἀεί . μειράκιον , οὔ μοι
5973415 ἐκκεχυμενος
κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα τῆς
δ ' ὑπεναντίως διακείμενος ἀφειδής , ἀταμίευτος , ἄσωτος , ἐκκεχυμένος , ἀθησαύριστος , ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος , οὐ περισκοπῶν
5973029 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
5971627 τιμησεται
τῇδε τῇ πόλει , θανὼν καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται . Σοὶ ταῦτ ' ἀρέσκει , παῖ Μενοικέως ,
ζῶντα ἀλγεῖν καὶ πάλιν ἐπὶ ταῖς εὐποτμίαις χαίρειν . χάρις τιμήσεται ] ἤγουν ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε
5964624 ἀνηνυτα
τὰ αἴλινα τὰ θρηνητικὰ [ ἐντεῦθεν ] γεγένηται διὰ τὸ ἀνήνυτά τινα εἶναι , παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : οὐ γάρ
τὰ αἴλινα τὰ θρηνητικὰ [ ἐντεῦθεν ] γεγένηται διὰ τὸ ἀνήνυτά τινα εἶναι , παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : οὐ γάρ
5961020 νοσερων
αὐτὴν ἐξ ἀντικειμένων συγκεκροτῆσθαι : ἰατρική ἐστι γνῶσις ὑγιεινῶν καὶ νοσερῶν καὶ οὐδετέρων . ἀλλὰ μὴν καὶ τῷ ὅρῳ τῆς
ἄνθρωπον τοῦ νοσήματος , ἐπικρατῆσαι δ ' ἤδη πάμπαν τῶν νοσερῶν τὴν δύναμιν . Ἐπεὶ γὰρ τοῖς καθ ' ἕκαστον
5960630 δουλουται
τὰ μικρὰ τοῦ θανάτου μυστήρια . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πάντα δουλοῦται ταχύ . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά .
καὶ τὸ ἑαυτῷ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ ἐπὶ τῇ αὑτοῦ ψυχῇ πλημμελεῖ . καὶ μὴν
5954930 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ
5953864 ὀκνου
οὔτε τῇ προσποιήσει τῆς ἀναχωρήσεως δεῖ ἐξαπατᾶσθαι . Ἐκ τοῦ ὄκνου καὶ τῆς ὠχριάσεως διαγνωστέον τοὺς δειλοὺς τῶν ἀρχόντων καὶ
καὶ ὑπ ' ἀγνοίας τοῦ θορύβου τῶν Καίσαρος , καὶ ὄκνου , μὴ μάχης περὶ δείλην ἑσπέραν ἄρχειν , οἱ
5952625 πλουτουσαν
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν
5950455 ἀφρων
οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις
, φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ;
5947233 ὑπερηφανια
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία ,
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν
5947184 φιληδονια
ἤδη τοὺς βίους , φιλαργυρία μὲν νόσημα μικροποιὸν ὄν , φιληδονία δ ' ἀγεννέστατον . οὐ δὴ ἔχω λογιζόμενος εὑρεῖν
τὰ κακά , φιλαργυρία τε καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονεικία καὶ φιληδονία καὶ τἆλλα , ὁπόσα τούτοις ἐμφερῆ ἐστιν . ἕκαστος
5946028 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
5942882 ἀχαριστον
ψηφίσασθε δικαίας ἀφορμὰς ἔχοντες καὶ προφάσεις εὐλόγους τήν τ ' ἀχάριστον τοῦ δήμου καταβοήν , ὡς ὑφ ' ἡμῶν κατασκευασθείσης
ἕκαστος καὶ λαβών . Ἀεὶ δ ' ὁ σωθείς ἐστιν ἀχάριστον φύσει . ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις
5940645 σωφρο
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι ,
5939001 ἀθυμεις
πλανᾷ καὶ πεπλανημένος φέρῃ κακὸς ] ἀμαθής ὡς ] ὥσπερ ἀθυμεῖς ] δυσχεραίνεις καὶ ὀλιγοψυχεῖς οὐκ ἔχεις ] ἤγουν οὐ
παρ ' ] ἀνδρὸς ? ἆθλα ἀπεστερημένος [ ; λίαν ἀθυμεῖς ] ? , Δηίφοβε . τί γάρ με δεῖ
5934156 Ἠγουν
] Τῷ μέλει καὶ τῇ ᾠδῇ . Κῆλα δὲ ] Ἤγουν : τὰ θελκτήρια γάρ . Δαιμόνων θέλγει ] Οὐ
δωρικῶς ἡ γῆ . Οὐδ ' ἀπίθησέ νιν ] * Ἤγουν εἰς ἀπείθειαν καὶ ἀνηκοΐαν ἐνέβαλεν αὐτόν , τὸν Εὔφημον
5933733 φιλεγκλημων
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ
5931209 φθονεει
. Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά
: παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο
5930115 φιλοψυχος
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν
5929012 ὀλιγωρος
ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , ὀλίγωρος θεῶν , νεωτεριστὴς περὶ τὸ θεῖον , ἐναγής ,
μηδενὸς φροντιζόντων : ὤρα γὰρ ἡ φροντίς , ἔνθεν καὶ ὀλίγωρος . ἢ τὸν ἀώριον γενόμενον τῆς νυκτός . οἱ
5925665 ἀπερισκεπτος
δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων
ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος ,
5924759 εὐψυχια
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται
5924449 βαρυδαιμων
καινὸν κακόν , εἴ γε τῷ πάντα μακαρίῳ ὁ πάντα βαρυδαίμων ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν ἐτόλμησεν . ὑπερθεῖτ ' ἂν οὗτος ἥλιον
θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει τίς ἀτιμόθεος ] [ καὶ ] [ βαρυδαίμων ] [ ] [ ὃς ] τάδε λεύσσων οὐ
5917547 ἀγαπωμενος
ἀπὸ τῶν τοῦ Ῥήνου ῥευμάτων , ὑφ ' ὧν ἁπάντων ἀγαπώμενος εἰς ταυτηνὶ προπεμπόμενος ἧκεν . ὅταν οὖν ἀπαρέσκωμεν μόνοι
ὃν ἡ Λακεδαίμων μοιχὸν ἐπιθυμεῖ λαβεῖν , ὑπὸ τῆς Ἄγιδος ἀγαπώμενος γυναικὸς ἐπὶ τὰς τῶν ἑταιρίδων θύρας ἐκώμαζεν , ἀπολιπὼν

Back