ἐλάττω τὰ ἐνδέοντα ᾖ . Καὶ ἴδοις ἂν τὸν μὲν γεωργικὸν μακαρίζοντα τοὺς ἀστικούς , ὡς συνόντας βίῳ χαρίεντι καὶ | ||
: οὐδὲ ἀμείβειν ἐξ ἑτέρου γένεος εἰς ἕτερον , οἷον γεωργικὸν ἐκ νομέος γενέσθαι , ἢ νομέα ἐκ δημιουργικοῦ . |
παλαιὰν συνήθειαν . φιλόσοφον δέ φησι τὸν Ὅμηρον διὰ τὸ παντοδαπὸν τῆς ὠφελείας τῆς ποιήσεως αὐτοῦ . . . . | ||
μὲν ἐπιεικὲς πᾶν βιασθὲν δουλεύῃ , τὸ δὲ ἀνόητον καὶ παντοδαπὸν ἐπιχειρῇ ἄρχειν , ὑπὸ ἐξουσίας ἀδεοῦς θρασυνόμενον : ἀνάγκη |
ἔτυχεν ἡ γῆ καλύψειν ὁ παῖς ὄπισθεν ἐρχόμενος καλυπτέτω . εὐθημοσύνη : ἐπιμέλεια καὶ ἐργασία . εὐθημοσύνη : εὐεργεσία : | ||
, τὸ ὁρμῶ , σεύω ἔσευα . . , : εὐθημοσύνη : παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα θῆμος παράγωγον καὶ θημόσυνος |
ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου | ||
λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως . |
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
βιοῦντος κατὰ φύσιν . οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μέντοι καὶ χιτῶνα ποικίλον ἀναλαμβάνειν λέγεται : ποικίλον γὰρ πολιτεία καὶ πολύτροπον , | ||
ἀκολούθους ἐκθέσεις πεποίηται κατὰ διαφόρους ὑπομνήσεις διὰ τὸ πολύχουν καὶ ποικίλον τῶν συντάξεων , οἷον ἐπὶ τῶν ἀντικεῖσθαι πεπιστευμένων . |
ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν | ||
ἀγαθόν , εὐμετάβολον , πολύγονον , συνουσιαστικόν , κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , |
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον | ||
ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις |
τὴν μεγίστην . , . . ῥᾳστώνη ῥᾳστώνῃ συζῶντας καὶ ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους . , . . ὑβρίζειν ὑπέλαβε πονηροὺς | ||
μάχης ἀγών , τἄλλ ' ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες . ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο . |
αὔθαδες προσεγίνετο μηδ ' ὄψει δυναμένοις ἰδεῖν , οὓς ἔμελλον ἀσελγές τι πράττοντες αἰσχύνεσθαι . Ἐρημουμένης δὲ τοῦ κρείττονος ἔθνους | ||
πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον |
τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ | ||
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ |
Ὄνειον κόνειον γένειον δάνειον . τὸ δὲ κοινεῖον προπερισπᾶται καὶ λυχνεῖον καὶ πορνεῖον οὐ μόνον ἔχοντα τὸ Ν . Τὰ | ||
δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο καὶ τῶν δυναμένων , |
Ἀρκάδα : εἶναι γὰρ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸν φερέοικον † ὁρᾶν μελίττῃ † ἐοικότα σμικρότατον , κάρφη καὶ συρφετὸν ἑαυτῷ συνάγοντα | ||
Δείναρχος καὶ Φιλήμων καὶ ἄλλοι . Βομβυλιός : ζῷον παραπλήσιον μελίττῃ , ὠνομασμένον ἀπὸ τοῦ βόμβου : Ἰσοκράτης Ἑλένης ἐγκωμίῳ |
τροπικόν , πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , | ||
ἄγονον , κάθυγρον καὶ κυρτῶδες , ἡμιτελὲς , γεωργικὸν , λεπρῶδες , ἐψυγμένον , αἰνιγματῶδες , ἀσελγὲς , κατωφερὲς , |
, εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
τέτταρες , μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος , ἄλλη δὲ πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον , τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος , πεζὸν | ||
τῇ χροιὰ μελανίζων . τούτου ὑπὸ τὸν αἰθέρα ἱπταμένου πᾶν πτηνὸν φρυάσσει . ἔχει δὲ μεγάλας πράξεις , ἃς λέγων |
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον | ||
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε : |
φαίνομαι . τίς γὰρ ἂν ἐφ ' οὕτως αὐτάρκη καὶ λιτὸν πολέμιος στρατεύσαιτο ; ἐπὶ τίνα δ ' ἂν οἱ | ||
: ὃ δὴ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων λαμπάδιον . Ὑπόδημα λιτὸν , οὐ βαθὺ , φοινικοῦν δὲ τῇ χροιᾷ καὶ |
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ | ||
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , |
τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα , τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη , τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον | ||
ἑταῖρε Τοῦτο λέγει ὅτι πάλαι ἡμεῖς τὸ εἰκὸς ἐλέγομεν τὸ ἐοικὸς τῷ ἀληθεῖ , οὐχ ἁπλῶς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς |
ἀνέκραγεν , Ὦ κοράσια , δοῦλον ὑμῖν ἐώνημαι καλὸν καὶ ἁδρὸν καὶ Καππαδόκην τὸ γένος . ἦσαν δὲ τὰ κοράσια | ||
πᾶν ? [ ] ? θοἰμάτιον [ εὔκαρπον ] , ἁδρὸν ἐκ ϲταχύων ? [ ! ! ] ! ιδον |
ῥῖνα . τὸν σάκκον ] διὰ δύο κκ τὸ “ σάκκος ” . Γ γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε . | ||
. σαλπικτής Ἀττικοί , σαλπιστής Ἕλληνες . σάκος Ἀττικοί , σάκκος διὰ δύο κκ Ἕλληνες . σκίμπους Ἀττικοί , κράβατος |
Τότ ' ᾄσονται κύκνοι , ὅταν κολοιοὶ σιωπήσωσι . Τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν : αὕτη δημώδης ἐστὶ καὶ | ||
τοῦ τροχοῦ , εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται . τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτε ὀρθόν : αὕτη ἡ παροιμία δημώδης ἐστὶ |
θυσιῶν μετέχουσιν , οὐδὲ καταβαλόντες ἡμῖν τὸ μετοίκιον . Μηδὲν αἰνιγματῶδες , ὦ Μῶμε , ἀλλὰ σαφῶς καὶ διαρρήδην λέγε | ||
, δουλικόν , κακῶν αἴτιον , ἀσελγές , λατρευτικόν , αἰνιγματῶδες , διφυές , κάθυγρον , ἡμιτελές , κυρτοειδές , |
κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , ἄστατον , ἀσελγές , ὀχλικόν , πτερωτόν , | ||
πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , |
Χρυσὶς ἱέρεια ʃ τὸ ὄγδοον ἐπλήρωσε , τὸ δὲ ἔννατον ἡμιτελὲς ἦν ἀμφιδήριτος : ἀμφίβολος . ʃ ἀμφισβητήσιμος ἀγχωμάλου : | ||
οἰκήτορας εἰς τὴν οἰκείαν ἑκάστου ἀπέλυσε , τὸ δὲ κτίσμα ἡμιτελὲς ἔτι ὂν κατέσπασε προσβαλὼν καὶ μικρὰν κώμην κατέλιπεν , |
δεῖ δέ , Καρίων , ὅταν μὲν ἔλθῃς εἰς τοιοῦτον συρφετόν , Δρόμωνα καὶ Κέρδωνα καὶ Σωτηρίδην , μισθὸν διδόντας | ||
ἀπὸ χρήμαθ ' ἕληται . χόρτον δ ' ἐσκομίσαι καὶ συρφετόν , ὄφρα τοι εἴη βουσὶ καὶ ἡμιόνοισιν ἐπηετανόν . |
δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ | ||
πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε |
καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον | ||
σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω |
συνημμένου καὶ τοῦ ἀντικειμένου τοῦ λήγοντος τὸ ἀντικείμενον τοῦ ἡγουμένου συνάγοντα , οἷον εἰ ἡμέρα ἔστι , φῶς ἔστιν : | ||
ἐκ διεζευγμένου καὶ τοῦ ἀντικειμένου ἑνὸς τῶν ἐπεζευγμένων τὸ λοιπὸν συνάγοντα , οἷον ἤτοι ἡμέρα ἔστιν ἢ νὺξ ἔστιν : |
εὐπορώτατον εἶναι διὰ τὸ πλεῖστον ἐνεῖναι κενόν . τὸν δὲ στρυφνὸν ἐκ μεγάλων σχημάτων καὶ πολυγωνίων καὶ περιφερὲς ἥκιστ ' | ||
δὲ πάντα δι ' ἐλαίου πολλοῦ σκευάζοντα μηδὲν αὐστηρὸν ἢ στρυφνὸν ἔχοντα , μετὰ δὲ ταῦτα οἶνον , κἂν μηδέπω |
ἐν τῇ γενέσει τε καὶ φθορᾷ σωμάτων , οὐ τὸ τετυλωμένον καὶ σκληρόν , ἀλλὰ τὸ κατὰ φύσιν ἔχον , | ||
τύλον δὲ ἀρσενικῶς καὶ τύλαν θηλυκῶς ἔλεγον τοῦ ὤμου τὸ τετυλωμένον καὶ πεπιλημένον καὶ τετριμμένον ἐκ τῆς σαρκός , ὁποῖον |
ἀσχημάτιστον , ἀνενδεές , ἀνελλιπές , ἀσώματον , ἀόρατον , ἀχρώματον , ἀεικίνητον , αὐτοκίνητον , ἀείζωον , αὔταρκες αὑτῷ | ||
νοητὸν καὶ νῷ μόνῳ ληπτὸν , οὐδὲ τὸ ἀσχημάτιστον καὶ ἀχρώματον οὐδὲ τὸ ἀσώματον καὶ ἀναφές . ληʹ Ἐπεὶ ἐμέ |
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν | ||
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ , |
πίτυν , ἄλλο δὲ οὐδὲν προὔργου αὐτοῖς οὔτε δίδαγμα οὔτε ἄσκημα ἢ ὅσα φέρει εἰς τὸν στέφανον καὶ τὸ κήρυγμα | ||
καῦμα , φλέγμα , σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , |
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ | ||
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται |
ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν | ||
νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν |
δύο νεονύμφους , μέλαθρον τὸ μαγειρεῖον παρὰ τὸ τὸν ἀέρα μελαίνειν , ἢ τὸ ὑψηλὸν παρὰ τὸ μάλα αἰθερούμενον καὶ | ||
ἢ ὁ ἔμπειρος . Μελάγκραιρα δὲ ἡ σίβυλλα παρὰ τὸ μελαίνειν τὴν φράσιν καὶ τοὺς χρησμούς . μελαγκραίρας ὁ μελαίνων |
Ἀργώ , ἀγαθόν , πτερωτόν , εὐμετάβολον , δίσωμον , διφυές , αἰνιγματῶδες , ὀλιγόγονον , ἡμιτελές , ἡγεμονικόν , | ||
καὶ ἔχειν . Ὕαινα ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἀνήμερον , διφυές . τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο γεννᾶται θῆλυ καὶ μετ |
θειοτέρας μοίρας τετυχηκέναι . ταύτην τὴν ὑπόληψιν ἐνσφραγισάμενος τῇ διανοίᾳ περιέφερεν ὁ ἠλίθιος ἐν ἑαυτῷ μυθικὸν πλάσμα ὡς ἀψευδεστάτην ἀλήθειαν | ||
καὶ τὸν ἐκείνου τρόπον καὶ τοὺς ἐκείνου λόγους καὶ ὅσην περιέφερεν ἐν ἑαυτῷ παιδείαν . οὗτος τοίνυν θρηνῶν ἔτι μετ |
κατατάσιος ἰσχυρῆς δεῖται ἢ ταῖς χερσὶν ἢ ἄλλοισι τοῖσι , διορθώσιος δὲ ἅμα ἀμφότερα ποιούσης : κοινὸν δὲ τοῦτο πᾶσι | ||
ἰητρεύηται . Ἢν δὲ ὑποπτεύῃς τῶν ὀστέων τι δεῖσθαί τινος διορθώσιος , ἤ τινα ἕλκωσιν ὀῤῥωδέῃς , ἐν τῷ μεσηγὺ |
μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως | ||
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα |
αὐλεῖν , ὑπαυλεῖν , προσαυλεῖν , καταυλεῖν , παραυλεῖν , αὔλημα , ἔναυλον , ἔξαυλον , ἐξηυλημένος . καὶ πολύφθογγος | ||
διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί . αὔλημα δ ' ὄρθιον , ἀφ ' οὗ καὶ νόμος |
ἐξ οὐρανοῦ πεσοῦσα καὶ θρόνων Διός , ἄνακτι πάππῳ χρῆμα τιμαλφέστατον . Ἑνὸς δὲ λώβης ἀντί , μυρίων τέκνων Ἑλλὰς | ||
ῥοιαὶ καὶ ἀνέμων εὔπνοιαι καὶ ἄνθους φαιδρόν τι χρῆμα καὶ τιμαλφέστατον . Μέγεθός γε μὴν καὶ ἀξίωμα ἐμποιεῖ τῷ λόγῳ |
. διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ | ||
εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί , |
τὸ σοφόν καὶ τὸν σοφόν , τὸ εὔγηρων καὶ τὸν εὔγηρων , εἰ δὲ περισσοσυλλάβως τῇ κλητικῇ , τὸ ἄρσεν | ||
ἀρσενικοῦ ὁμοφωνεῖ , οἷον τὸν σοφόν τὸ σοφόν , τὸν εὔγηρων τὸ εὔγηρων . οὕτως οὖν τὸν ἀξιόχρεων τὸν ἀνάπλεων |
. Τὰ διὰ τοῦ ηλος δισύλλαβα ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ ἄφωνον διὰ τοῦ η γράφονται : χηλός : βηλός : | ||
ἄφωνόν ἐστι , τὸ δὲ φωνῆεν : τὸ μὲν ἄλογον ἄφωνον , φωνῆεν δ ' ὅσον λογικόν , ὃ δὴ |
ὑποπεπώκαμεν γάρ , ὦνδρες , καὶ καλῶς ἠρίσταμεν . λαμβάνετε κόλλαβον ἕκαστος τὸ δ ' ἔτνος τοὐν ταῖς κυλίχναις τουτὶ | ||
. ΚΟΛΛΑΒΟΥ δ ' ἄρτου Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : λαμβάνετε κόλλαβον ἕκαστος . καὶ πάλιν : ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαίαν |
δὲ παχὺν πόδα χειρὶ πιέζοις : τῶν λιμωττόντων τοὺς πόδας παχύνεσθαί φησι , τὸ δ ' ἄλλο σῶμα λεπτύνεσθαι . | ||
δὲ παχὺν πόδα χειρὶ πιέζοις : τῶν λιμωττόντων τοὺς πόδας παχύνεσθαί φησι , τὸ δ ' ἄλλο σῶμα λεπτύνεσθαι . |
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ | ||
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε |
πάντ ' ἔχειν τὰ γράμματα , ἵνα κομιδῇ ᾖ τοιοῦτον οἷόνπερ οὗ ὄνομά ἐστιν , ἀλλ ' ἔα καὶ τὸ | ||
τηνικαῦτα τοῖς ἠρέμα ὑποξηραίνουσι κέχρησο καὶ στύφειν ἠρέμα δυναμένοις , οἷόνπερ ἐστὶ καὶ τὸ κυδώνιον μῆλον αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ |
ἀσθενεῖς ποιήσειε , πάντων γε τῶν πέριξ ῥᾳδίως ἄρξειν : ἰσχυρότατον γὰρ τῶν ἐγγὺς φύλων τοῦτο ἐδόκει εἶναι . οὕτω | ||
προτάττομεν τοὺς λογισμοὺς τῶν παραδειγμάτων ἢ ἐπάγομεν : ἔστι δὲ ἰσχυρότατον ἐν λόγῳ τὸ παράδειγμα : λαμβάνεται δ ' ἀπὸ |
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι | ||
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ] |
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν | ||
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν |
παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . . | ||
γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως |
δάκετα τῶν ἑρπετῶν , τὸν δ ' ἰχνεύμονα τῶν κροκοδείλων παρατηροῦντα τοὺς γόνους τὰ καταλειφθέντα τῶν ὠιῶν συντρίβειν , καὶ | ||
' ἕκαστον τούτων εὖ πως ἐκλαμβάνειν πειρᾶσθαι τὸν ἀκούοντα μὴ παρατηροῦντα τὸν ἀποδιδόμενον λόγον ἑκάστου αὐτῶν εἴτ ' ἐστὶν ἀκριβὴς |
τουτέστι πορευόμενος μετὰ κηδεμονίας : τῇ κηδοσύνῃ συνεζευγμένος καὶ τὸ νοσερὸν κῶλον τοῦ Ὀρέστου ἰθύνων : συγγενικῷ : οἲ ' | ||
. τοὺς δὲ καὶ τοῖς ἐφοδίοις θλιβομένους καὶ τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας ἀπελθεῖν , καὶ τοῦ λοιποῦ διατρίβειν ἔρημον τὸν |
ἡ ἡμετέρα . δούλειον ] δουλικόν . δούλειον ] + δουλικόν , ἤγουν τὸ δουλωθῆναι τοῖς ἐχθροῖς . πέπτωκεν ] | ||
ἀποδιώκειν . Ξ τῆσδε ] τῆς ἡμετέρας . δούλειον ] δουλικόν . Ξ πέμποιμ ' ] πέμπω . ἢ στικτέον |
. Ἐκεῖνο γάρ ἐστιν ὁ χρυσός , τὸ λαμπρὸν ὃ ἀποστίλβει , τὸ ὕπωχρον μετ ' ἐρυθήματος ; νῦν γὰρ | ||
δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις : κίονος ἥδε θέσις |
νύκτας . φησὶ γοῦν που Μένανδρος : κοτύλας χωροῦν δέκα κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἔπιον μεστόν . Ἀλε | ||
' ἐν πρώτῳ περὶ Ἑορτῶν Αἰγυπτίων φησί : τὸ δὲ κόνδυ ἐστὶ μὲν Περσικόν , τὴν δὲ ἀρχὴν ἣν Ἕρμιππος |
εἰς ὑμέναιον ἄγω . Εἶπεν . Ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον , ἀείρας : Ἠνίδε , κεῖνοι σοὶ πᾶν | ||
νοῆσαι γραμμῶν ἀμφοτέρων ἅγιον σέλας . Ὧν ἀποβαίνων Οὐρανὸς ἐστήρικτο γεροντικὸν εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς , |
ἀρχῆς ἐβουλεύσατο οὐδὲν αὐτῶν μετατιθείς ; ἀνθρώποις μὲν οὖν τὸ εὐμετάβολον ἢ διὰ τὴν ἐν αὐτοῖς ἢ διὰ τὴν ἐκτὸς | ||
ἐκεῖνος τοὺς ἐφεδρεύοντας αὐτῷ τῶν πολιτῶν καὶ τὸ τῆς τύχης εὐμετάβολον ὑφορώμενος τοῖς παρὰ σοῦ λόγοις πείθεσθαι ἐσκήψα - το |
καὶ ἐνδυναμωμένους πρὸς αὐτούς : ὅπως γὰρ ἂν οὗτοι καταληφθῶσι τοιουτότροπον τὸ τέλος καὶ τὸ ἐνέργημα τοῦ ζητουμένου ἀποτελοῦσιν . | ||
ἐάν τε χειμὼν ἐάν τε βάσανοι ἐάν τε ἄλλο τι τοιουτότροπον ᾖ , τὰ δὲ εἰς ἴδιόν τι πάθος ψυχῆς |
ἀγνοῇ , αὐτὸ δὲ εἰδῇ καὶ ἔχῃ τὸ τὸν φόνον εἰργασμένον . Ἐπισημαίνεσθαι : ἀντὶ τοῦ ἐπαινεῖν μὲν καὶ ὡς | ||
τῷ τούτου , τοσαῦτα δ ' αὐτὸν τοῦτον ἀγάθ ' εἰργασμένον , ὅς ' ὑμεῖς ἀκηκόατε , τοῦτον οἴεται δεῖν |
τι ἢ ὕλη ἔσται τὸ ὑποκείμενον , πολύτροπον δὲ καὶ πολυειδές : ὥστε οὐδ ' ἂν ἔτι πανδεχὲς γένοιτο ἐμπόδιον | ||
' ἐπιμένειν δύνανται τῆς βλαστήσεως γινομένης ἐκεῖσε : ὅλως δὲ πολυειδές τι τὸ τῶν συκῶν ἐστιν : αἱ μὲν γὰρ |
. . . σύκα ἐταρίχευον . . . γινομένην . τρασιὰ τόπος , ἔνθα θερσαίνουσιν ἢ σῦκα ἢ σταφυλὰς ἢ | ||
νέου οἴνου Θ ἢ τῆς ὑποστάθμης . Θ τρασιᾶς : τρασιὰ ὁ τόπος , ὅπου ψύγεται τὰ σῦκα . Θ |
στυπτικώτερός ἐστι καὶ ψυχρότερος . Ἔλαιον τὸ ἐκ τῆς ἐλαίας ὑγραντικόν ἐστι καὶ συμμέτρως θερμόν , τὸ γλυκύτατον ἐκ δρυπεποῦς | ||
εἶδος βοτάνης * αὕτως : ὁμοίως οὕτως καὶ ἀλθήεντα τὸν ὑγραντικόν , τὸν πρὸς ὑγείαν λαμβανόμενον , ὅ ἐστι θεραπευτικόν |
εἴη ἂν καὶ ταύτῃ : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι δάκετα καὶ ἐνίησιν ἀπὸ τοῦ ὀδόντος φάρμακον , βλητικὰ δὲ | ||
. . . ἑρπετὰ καὶ δάκετα : Καὶ τὰ ἄλλα δάκετα , ὥσπερ εἰ τύχοι ὁ σκορπίος . 〚 δάκετα |
βάλλις : εἶδος φυτοῦ ἢ ἄνθους , ὃ δοκεῖ ποιεῖν ἀναζῆν τοὺς τεθνεῶτας : † βίαλλος , οἱονεὶ ἡ βίον | ||
] Τὸν υἱὸν τῆς Φιλλύρας . Ζῴειν ] Ἀντὶ τοῦ ἀναζῆν . Εὐρυμέδοντα ] * Τὸ εὐρυμέδοντα οἱ μέν φασι |
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
ἄνθεμον , ὅτι τῶν μὲν ἄλλων πάντων τὰ κάτω πρῶτον ἀπανθεῖ τούτου δὲ τὰ ἄνω : τυγχάνει δ ' αὐτοῦ | ||
ἂν ἔχοι παραβαλεῖν : πλὴν παρ ' ὅσον ἐκεῖνα μὲν ἀπανθεῖ καὶ μαραίνεται καὶ ἀλλάττεται καὶ ἀποβάλλει τὸ κάλλος , |
, τὰς ἀρετάς , ἄμωμα καὶ πρεπωδέστατα ἱερεῖα , ἃ βδελύττεται πᾶς ἄφρων . ὥστ ' εἰκότως ὁ τὰ ἄριστα | ||
αὐτοῖς . Πολύμνηστος δὲ καὶ ὁ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί . βδελύττεται ] ἀποστρέφεται , μισεῖ . Γ ἐκ ταὐτοῦ : |
ἐκ μικροῦ φησιν αὐτὴν ταχεῖαν τὴν αὔξησιν λαμβάνειν καὶ εἶναι καρχαρόδουν τίκτειν τε πᾶσαν ὥραν μικρὰ ᾠά . Ἐπίχαρμος δ | ||
οὐδὲν γὰρ τῶν τὰ κέρατα ἐχόντων οὔτε χαυλιόδουν ἐστὶν οὔτε καρχαρόδουν , οὔτε τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας ἔχει διὰ τὸ εἰς |
. διὰ τοῦ Ο κλινόμενα βαρύνεται : εἰ δέ τι ὀξυνθῇ , τοῦτο διαστολὴν ἀνεδέξατο βαρυνομένου : Πλούτων Πλάτων Κράτων | ||
τοῖς τοὺς ὠμοὺς χυμοὺς ἠθροικόσιν ὠφέλιμον , καὶ μάλιστα ὅταν ὀξυνθῇ : πάσχει δὲ πλειστάκις τοῦτο , τὸ μὲν μᾶλλον |
' ἄλληλα ἑτέρων γενῶν αἱ αὐταὶ εὑρίσκονται διαφοραί . κἂν διέλῃ τις τὸ ζῷον εἰς ἔναιμον καὶ ἄναιμον καὶ τὸ | ||
, ἂν λαβών τις τὸν ἀριθμὸν πάντα καὶ πᾶν πλῆθος διέλῃ εἴς τε τὸ περιττὸν καὶ ἄρτιον , προσλαμβάνοι δὲ |
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται | ||
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης |
ἐπανορθούσθω τῷ δεσπότῃ . ἐὰν δὲ μὴ ἄνθρωπον ἀλλὰ | κτῆνος ἀναπείρῃ , τὸ τεθνηκὸς ὁ τοῦ κτείναντος λαβὼν δεσπότης | ||
' ὕπαρξιν εἰς τέρψιν βίου . οὕτως δὲ καὶ πᾶν κτῆνος , ὡς καὶ ἑρπετῶν εἶδος γένος τε ἐξεφήναμεν λόγοις |
ἢ παρὰ τὸ σκνῖφος τὸ κνέφας πεποίηται . σκνιπαῖον : σκνὶψ ζῷον βραδυκίνητον . νειοὶ δ ' ἐκπονέοιντο : τουτέστιν | ||
. παρὰ τοὺς κνίπας , καὶ τὴν τούτων μικρότητα . σκνὶψ δὲ κωνωποειδὲς πτηνόν . Σίφων . παρὰ τὸν ποιὸν |
Ἀθηναίων . ἦν γὰρ τὸ χωρίον ἐπάντες : ἀπόκρημνον καὶ ἀνωφερές . παιανίσαντες : δύο παιᾶνες ἦσαν , Ἐνυάλιος , | ||
μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , κακόν , ὀλιγόγονον , |
ἑαυτοῦ μούσας αὐτὸν φιλοσοφεῖν οἱ σοφοὶ τούτων φασί . Ἡ γλαῦξ ἐπί τινα σπουδὴν ὡρμημένῳ ἀνδρὶ συνοῦσα καὶ ἐπιστᾶσα οὐκ | ||
ἐστιν ὄρνις ; Οὐ γάρ ἐστι Σποργίλος ; Χαὐτηί γε γλαῦξ . Τί φῄς ; Τίς γλαῦκ ' Ἀθήναζ ' |
ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , πυρῶδες , κόσμου μεσουράνημα | ||
ἀρρενικὸν , βασιλικὸν , ἀνωφερὲς , τετράπουν , χερσαῖον , ὀλιγόγονον , εὐμετάβλητον λίαν θυμικόν τε καὶ τροπικὸν , ἐαρινὸν |
ὀλιγόγονον , ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον , ἀγαθόν , ἀμετάβολον , ἐργαστικόν , ἀτελές , σημαῖνον περὶ θεμελίων , κτημάτων . | ||
μόχθων τῶν δι ' ἀθλήσεως ἢ βασταγμάτων καὶ σκληρουργίας , ἐργαστικόν , δημόσιον : οἱ δὲ γεννώμενοι βάσκανοι καὶ μισοΐδιοι |
ἀνατεινάμενον , ἂν οὕτως τύχῃ , καὶ ἐπὶ σκηνὴν τραγικὴν ἀνερχόμενον λέγειν τὸ τοῦ Σωκράτους ἰὼ ἄνθρωποι , ποῖ φέρεσθε | ||
ἡ φύσις . καὶ ὥσπερ ὁρῶμεν ἐπὶ τῶν ὡρολογιῶν ὅτι ἀνερχόμενον ἢ κατερχόμενον τὸ ὕδωρ διαφόρους ὥρας δεικνύει , καὶ |
, ᾧ γε οὐδὲ ὁ βασιλεὺς Περσῶν ἴσος . Ὦ δίκελλα καὶ φιλτάτη διφθέρα , ὑμᾶς μὲν τῷ Πανὶ τούτῳ | ||
καὶ ἰδού , ἀκωλύτως λαλῶ : βοῦς , ὄνος , δίκελλα . νὴ τοὺς θεοὺς , συνῆκα πόθεν μοι τἀγαθὸν |
ὧν οὗτοι ταῦτα ὠνοῦνται . ὕαλον ] τὸ λεγόμενον ἰδιωτικῶς κρύον . ὕαλον ] χ . ὅτι ἡ ὕελος θηλυκῶς | ||
παλαιοὶ δὲ τὴν διαφανῆ λίθον αὐτόν , τὸν ἰδιωτικῶς λεγόμενον κρύον , ἐοικότα δὲ ὑάλῳ . τί δῆτ ' ἂν |
ἐνορᾷ τὴν ἀγλαΐαν τεθηπὼς τοῦ ὄρνιθος καὶ τὸ κάλλος τὸ αὐτοφυές . ἐπᾴδουσι δὲ ἄρα τῷδε τῷ ὀρνέῳ καὶ μῦθον | ||
ἀνέθηκεν , ἐστερεοποίησεν . Ὄρθιον : κέντρον . αὐτόῤῥιζον , αὐτοφυές . ἀκάχμενον : ἠκονημένον , ἐστομωμένον : ἀκάχμενον ἀπὸ |
μόνον ᾖ σῶμα , ἀλλὰ καὶ τοιόνδε σῶμα , οἷον πύριον ἢ γήϊνον καὶ ὅλως εἰπεῖν κεκοσμημένον τε καὶ πεποιωμένον | ||
καὶ ἔτι οὐράνιον ἢ χερσαῖον ἢ θαλάττιον ἢ ἀέριον ἢ πύριον ἢ μετέωρον καὶ τὰ λοιπὰ ὡσαύτως δι ' ἄλλου |
ἄλλων ψυχὰς τουτὶ παρὰ τοῦ θεοῦ ἔλαβον : διὸ καὶ ἐμφαντικώτατα εἴρηται , ὅτι τὸν ἐν ἡμῖν πρὸς ἀλήθειαν ἄνθρωπον | ||
ἐκάλεσας καὶ πατέρα καὶ ἄνδρα τῆς παρθενίας σου ” ; ἐμφαντικώτατα παριστὰς ὅτι ὁ θεὸς καὶ οἶκός ἐστιν , ἀσωμάτων |
αἴτιον τῆς κινήσεως ἀίδιον εἶναι καὶ τῆς τοιαύτης ἄρα μεταβολῆς ἀνεπίδεκτον παντελῶς τὸ πρῶτον κινοῦν τῆς ὡς γενέσεως καὶ φθορᾶς | ||
ψυχὴν ἀσώματον εἶναι : οὕτω γὰρ μάλιστα φθορᾶς καὶ πάθους ἀνεπίδεκτον ὑπάρχειν . τὰς δὲ ἰδέας ὑφίσταται , καθὰ καὶ |
οἱ τοιοῦτοι ἐκκακοῦντες ἔσθ ' ὅτε καὶ καθ ' αὑτῶν κινδυνῶδές τι μηχανῶνται καὶ ὡς μανιώδεις διαλαμβάνονται καὶ ἐν ἐκστάσει | ||
ψυχρὸν δ ' ἰσχυρῶς ὕδωρ καὶ πάμπολυ πόμα ἀθροῦν πίνειν κινδυνῶδές ἐστι , καὶ μάλιστα τοῖς πεπονηκόσι καὶ ἡλιουμένοις ἔτι |
τοῦ ζώου εἶναι . καὶ πάλιν ἂν θελήσαιεν τὸν ἄνθρωπον ὑπόπουν δεῖξαι , συλλογίζονται μὲν ἢ ἄπουν ἢ ὑπόπουν αὐτὸν | ||
τὸν ἀνθρώπου ὁρισμὸν ἔχομεν συναθροισθέντα περὶ αὐτοῦ τὰ ζῷον πεζὸν ὑπόπουν δίπουν ἄπτερον , εἶθ ' ὑποθώμεθα , ταὐτὸν δὲ |
τὸ νῦν , ἄλλο καὶ ἄλλο γινόμενον , ἀριθμῷ μὲν ἅτερον , εἴδει δὲ τωυτόν . διαφέρει γε μὰν τῶν | ||
δόξα τιμὰ πλοῦτος . παραπλησίως δὲ καὶ τὸ δι ' ἅτερον αἱρετόν : τὸ μὲν γάρ τι αὐτῶ τὰ ποιητικὰ |
τῆς σποδοῦ καὶ τοῦ ψιμυθίου , ἓν τοῦ μίσυος . Ὑγρὸν ἀνεμώνης , τὰ φύλλα κόψαντα , ἐκπιέσαι , καὶ | ||
καὶ οὐκ ἐῶν ἠνεῳγμένους εἶναι . Κνώσσων ] Κοιμώμενος . Ὑγρὸν ] Εὔχυτον , ἢ ὑγρότητά τινα ἐμφαῖνον ἔχειν . |
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων | ||
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ : |
χειρῶν οἷον φέρων τὸ δίκαιον . οὕτω καὶ θερμὸν ἔργον διαλελυμένως μὲν τὸ ἀναιδὲς καὶ θρασὺ , θερμουργὸς δὲ ἀνὴρ | ||
: . Ν . . . ἄκρης πόλιος : ὅτι διαλελυμένως ἄκραν πόλιν εἶπε τὴν ἀκρόπολιν . . . . |
δυσὶ , διπλοῖς . Δοιοί : δύο ἰχθύες , σχῆμα γλυκύτατον . Δοιὼ ὄνομα , ἡ εὐθεῖα τῶν ἑνικῶν δοιός | ||
κράϲεϲι τοῦ ϲώματοϲ πάϲαιϲ ἐπιτηδειότατον : εὔκρατον δὲ ἔϲτω καὶ γλυκύτατον τὸ ὕδωρ καὶ εἰ δὶϲ καὶ τρὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ |
τὸν δράκοντα ὑπὸ Ἰάσονος . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες , Ἀπόλλωνος ἴδιον , ὡς ἱστορεῖται ἐν γʹ τῶν | ||
. ἰσχύουσα δέ , ὅτι τὸ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτῆς φυτὸν ἀκανθῶδες τοιαύτην ἔχει δύναμιν . ὅταν γὰρ αὐτῆς ἅψηταί τις |
[ θάτερον ] παρεμπεῖπτον ἐπεσπάσατο [ ] εὐθὺς τὸ ἕτερον ἐπινόημα κατὰ [ ] μεικρὸν πρῶτον ἐγγεινόμενον [ ] καὶ | ||
] φρόντισμα , ἐπιτήδευμα , ἐφεύρεμα . , νόημα , ἐπινόημα , διανόημα . , ἡ ἐπιστήμη ἡ ἐπινοηθεῖσα . |