ἐκ μικροῦ φησιν αὐτὴν ταχεῖαν τὴν αὔξησιν λαμβάνειν καὶ εἶναι καρχαρόδουν τίκτειν τε πᾶσαν ὥραν μικρὰ ᾠά . Ἐπίχαρμος δ
οὐδὲν γὰρ τῶν τὰ κέρατα ἐχόντων οὔτε χαυλιόδουν ἐστὶν οὔτε καρχαρόδουν , οὔτε τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας ἔχει διὰ τὸ εἰς
6926755 Εἰδος
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ ,
6889562 χαυλιοδοντα
δὲ συμβέβηκε πιμελὴν , ἀλλ ' οὐ στέαρ ἔχειν : χαυλιόδοντα δ ' ἐστὶ τὰ ὑποφαίνοντα ἔξω τοὺς ὀδόντας ,
δὲ συνόδοντα , οἷον πρόβατα καὶ ὅμοια : τὰ δὲ χαυλιόδοντα , οἷον χοίρου καὶ τῶν ὁμοίων : ἢ μυλίτας
6831218 περιβλημα
τὴν ἰσχὺν ἔκρινεν . τὸ δ ' οὖν τοιοῦτον δέρμα περίβλημα εἶναι τῶν νώτων , ἵνα τὴν διφθέραν ταύτην φορῶν
. δοῦναι ὅσον τ ' εἴλυμα : εὐτελὲς καὶ βραχύτατον περίβλημα . ἐπόψιος : ἐπόπτης . κριοῦ ἐπεμβεβαώς : Διονύσιος
6745939 δυσφημον
. . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον ] δύσφημον . . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] δυστυχῆ
μέλαιναν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν . ” ἡ δὲ νὺξ ὅτι δύσφημον καὶ τῷ Ἅιδῃ πλησιάζον , ὁ δὲ Ἅιδης τῷ
6729531 ἀπηρτημενους
δουλεία . Εἰρεσιώνη , θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ
χωρίῳ τινὶ Λιβύων τὰς αἶγας τοῦ στήθους τοὺς μαστοὺς ἔχειν ἀπηρτημένους . Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλάτους . Προβατεῖαι δὲ
6711090 τεκτονικον
ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον . στεῦται : ὁρμᾶται . διορίζεται . ἵσταται
οἴκους τε καὶ πόλεις καλῶς οἰκήσειν μαντικῆς ἔφη προσδεῖσθαι : τεκτονικὸν μὲν γὰρ ἢ χαλκευτικὸν ἢ γεωργικὸν ἢ ἀνθρώπων ἀρχικὸν
6668442 φρυγανωδες
, καὶ εἰ δή τι τοιοῦτον ἕτερον ἢ δένδρον ἢ φρυγανῶδες , ὥσπερ δοκεῖ τό τε πήγανον καὶ ἡ ἰωνία
, ἢ πάπυρον , ἢ χόρτον , ἢ ἕτερόν τι φρυγανῶδες ὁμοίως δὲ ἀλείψαντες ἐλαίῳ , καὶ ἀπομάξαντες , ἐμβάλλουσιν
6658881 ἀβακιον
μὲν γάρ , ἐφ ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . . ἀβέβηλος
καθάπερ καὶ μὴ ἀρκούσης αὐτῇ τῆς φαντασίας καὶ ἐπὶ τὸ ἀβάκιον ἔρχεται κἀκεῖ καταγράφει τὸ θεώ - ρημα καὶ οὐ
6649934 ὡριμον
πρὸς τὸ πραθῆναι . αὐτὸς δ ' ὡραῖον : τὸν ὥριμον , τὸν δυνάμενον πλούσιόν σε ποιῆσαι καὶ θρέψαι .
τὸ ἥμερον † μέν , ἄωρον δὲ , σῦκον τὸ ὥριμον , ἰσχὰς δὲ τὸ ξηρανθέν . τὸν δ '
6641216 Ἀσπαραγος
συστέλλειν : Πελαργὸς γὰρ οὐδὲν ἄλλο ἢ Ἐρετριακῶς Πελασγός . Ἀσπάραγος : καὶ τοῦτο δυοῖν ἁμαρτήμασιν ἔχεται , ὅτι τε
δὲ χρή , ὅτι κράμβης σπέρμα παλαιούμενον ῥάφανον φύσει . Ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡπλωμένῃ . σπείρεται δὲ τῷ ἔαρι .
6634608 δυσπεπτον
. ἀλλοιοῦται δ ' οὐ λίαν , οὐ διὰ τὸ δύσπεπτον αὐτῶν , ἀλλ ' ὅτι καταπίνομεν τε ταχέως οὐ
ἡ κοιλία γίνεται : τροφήν τε δίδωσιν ὕγραν τε καὶ δύσπεπτον ἅπαν ὄστρεον καὶ πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα
6623493 μονομερει
οὐδὲ γὰρ ὁτιοῦν ἐρεῖ πρὸς ἀπολογίαν : ἔοικε δὲ τῷ μονομερεῖ : διενήνοχε δὲ αὐτοῦ , ὅτι ἐν ἐκείνῳ μὲν
εἰκότως δὲ ταῦτα δευτέραν ἔχει τάξιν : κοινωνεῖ γὰρ τῷ μονομερεῖ τούτῳ : καὶ λόγους οὐκ ἔχει : καὶ ὅτι
6608868 γιγγιδιον
εὐωδῶν τι σπερμάτων , τῶν λαχάνων δὲ ἔστω κρίθμον , γιγγίδιον , σταφυλῖνος πάνυ ἑφθὸς καὶ μάραθρα , ἅμα δὲ
μειζόνως ἢ προσήκει κινάρα , σισάρου ῥίζα ἑφθή . τὸ γιγγίδιον παραπλήσιόν ἐστι τῷ σκάνδικι : πάνυ δ ' ἐστὶν
6545661 κυβευοντας
καὶ μὴ εἰκαῖον μηδ ' ἐπισεσυρμένον ; ἂν μιμῆται τοὺς κυβεύοντας . αἱ ψῆφοι ἀδιάφοροι , οἱ κύβοι ἀδιάφοροι :
ἐργάζεσθαί τε ἔφη καὶ ἐργάτας ἀγαθοὺς εἶναι , τοὺς δὲ κυβεύοντας ἤ τι ἄλλο πονηρὸν καὶ ἐπιζήμιον ποιοῦντας ἀργοὺς ἀπεκάλει
6515969 συμπεφυκοτα
θάτερον καὶ τοῦ ἄλλου μετέχειν εὐθύς : ἅτε γὰρ ἀλλήλοις συμπεφυκότα , τὸ ἕτερον τῷ ἑτέρῳ ἐπιρρεῖ , καὶ ἀντικαταλλάττεται
: καὶ τὰ μέν ἐστι προσηρτημένα , τὰ δὲ ὥσπερ συμπεφυκότα . Διὰ τί αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν
6486624 παχυτερους
ἡ γὰρ ἐπὶ πλέον αὐτῶν χρῆσις ἔτι μᾶλλον ξηροτέρους καὶ παχυτέρους ἐργάζεται τοὺς χυμούς . ἀσφαλέστερον δὲ καὶ πέψεως ἤδη
δὲ γίνεται ἐξ αὐτῶν χυμός , διότι τὰ μὴ κατεργαζόμενα παχυτέρους ἕξει χυμούς , παχυτέρους δὲ ἔτι μᾶλλον αὐτοὺς ποιεῖ
6486240 κοκκυμηλον
] τὸν ὀπόν ἀταλύμνου ] κοκκυμηλέας : ἀτάλυμνον γὰρ τὸ κοκκύμηλον λέγεται ἀταλύμνου ] ἤτοι δένδρου ἢ πτελέης : ἀπὸ
σύκῳ καὶ τὰ ἔσωθεν τοῖς ἐρινοῖς : μέγεθος δὲ ἡλίκον κοκκύμηλον . τῶν δὲ προδρόμων καλουμένων σύκων ὁ αὐτὸς Θεόφραστος
6447703 Ἐλεφας
προσάγουσιν αὐτοῖς καὶ παιδεύματα ποικίλα : οἱ δὲ πείθονται . Ἐλέφας , οἱ μὲν αὐτοῦ προκύπτειν χαυλιόδοντάς φασιν , οἱ
. . . . . . ξθ Ϛ καὶ ὁ Ἐλέφας ὄρος . . . . . . . .
6445841 φορημα
: Ἡρόδοτος δὲ καὶ κίταριν . τὸ δὲ τῶν ἐφήβων φόρημα πέτασος : Φιλήμων ἐν Θυρωρῷ ἐγὼ γὰρ ἐς τὴν
ἐνδεδυμένην ; : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γὰρ γραῶν τὸ φόρημα ἦν . Κατάλογ . : Τροφοί . Ὑπόθεσ .
6443682 συριζειν
. Τρέφεται μὲν ὑπὸ Νυμφῶν , παιδεύεται δὲ ὑπὸ Μουσῶν συρίζειν , αὐλεῖν , τὰ πρὸς λύραν , τὰ πρὸς
ἐκθλίβοντες : τὸ συρίζεις γὰρ συρίζες γράφουσι , τὸ δὲ συρίζειν συρίζεν . διαλύουσι δὲ τὸ ζ εἰς τὰ ἐξ
6438042 ὀνυχιον
ἡ καὶ κογχύλη λεγομένη , κηρύκιόν ἐστι μικρόν , ὥσπερ ὀνύχιον . αὕτη ὑποθυμιωμένη ἀναδρομὰς ὑστέρας παύει καὶ πνιγμοὺς ἀποσοβεῖ
] . ἀπὸ τοῦ σφραγὶς τὸ δακτύλιον , ὄνυξ τὸ ὀνύχιον καὶ τοῦ ἀργὸς καὶ τοῦ κομῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι .
6420519 ὀστρεον
ἐν τῷ περὶ ζῴων ὄστρεα , φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη ,
. εἰ δὲ μὴ ἔχουσι τὸ ΛΕ , προπαροξύνονται : ὄστρεον ὄρνεον δένδρεον . τὸ δὲ ὀστέον παροξύνεται ὡς δισύλλαβον
6398627 ὑποδριμυ
πηγνύειν , παραπλήϲιον δέ ἐϲτιν ἀπαρίνῃ , ξηραντικόν τε καὶ ὑπόδριμυ : τὸ δὲ ἄνθοϲ αὐτοῦ πρὸϲ αἱμορραγίαν ἁρμόζει καὶ
, ἔχον σπερμάτιον περιφερές , διπλοῦν , ὅμοιον ἀσπιδισκίοις , ὑπόδριμυ , ἀρωματίζον . Τραγορίγανος θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐμφερῆ
6389943 σαλαμανδρα
ὁμοίως πονηρόν . Χαλεπὸν δέ ἐστιν θηρίον καὶ ἡ καλουμένη σαλαμάνδρα : ἀδικεῖται δ ' οὖν ὑπὸ πυρὸς οὐδέν ,
χρόνον μείνῃ ἐν τῷ πυρί . ὁμοίως δὲ καὶ ἡ σαλαμάνδρα τὸ ἐλάχιστον ζῶον ἐκ τοῦ πυρὸς ἔχει τὴν γέννησιν
6385036 πνευματιον
παραφέρῃ σε ὁ κλύδων , παραφερέτω τὸ σαρκίδιον , τὸ πνευμάτιον , τἆλλα : τὸν γὰρ νοῦν οὐ παροίσει .
ἀσχολήσεται . Τρία ἐστὶν ἐξ ὧν συνέστηκας : σωμάτιον , πνευμάτιον , νοῦς . τούτων τἆλλα μέχρι τοῦ ἐπιμελεῖσθαι δεῖν
6379950 ῥυπῳ
ῥικνοῖς : ῥυσοῖς . πίνῳ τέ οἱ : τῷ δὲ ῥύπῳ ὁ κατεσκληκὼς αὐτοῦ χρὼς ἐρρυπαίνετο . τὸ δέρμα ἐντὸς
λεῖον ἐν πεσσῷ προστεθὲν ἔμμηνα ἄγει . πινόμενον δὲ σὺν ῥύπῳ μοῦλας ἀπὸ τοῦ ὠτίου ἀτόκιόν ἐστιν . σὺν ἀνηθελαίῳ
6377496 γρασος
τισὶν ἑψήμασι γραῦς καλεῖται . γρασός : διαφέρει κινάβρας . γρασὸς μὲν γάρ ἐστιν ἡ τῶν ἀνθρώπων δυσωδία , κίναβρα
τισὶν ἑψήμασι γραῦς καλεῖται . γρασός : διαφέρει κινάβρας . γρασὸς μὲν γάρ ἐστιν ἡ τῶν ἀνθρώπων δυσωδία , κίναβρα
6374624 ἐρινους
μεμορυχμένος ἀφρῷ . τῷ μέν τ ' ἢ ὀπόεντας ἀποκραδίσειας ἐρινούς ὄξει δ ' ἐμπίσαιο , τὸ δ ' ἀθρόον
συκῆς ὀλύνθους : οὗτοι γὰρ μηδέπω ὄντες πέπειροι ἔχουσιν ὀπόν ἐρινούς ] διὰ τὸ ἐρίζειν εἰς ὕψος ἀεὶ τῷ πλησίον
6371255 ὑποπικρον
τὴν ἰσχὺν καὶ ἅμα συνεπιφαίνειν τὸν αὑτοῦ ὄντα στρυφνὸν καὶ ὑπόπικρον : ἅπαν γὰρ τὸ εὔοσμον τοιοῦτον , διαμασωμένοις δὲ
τῆς ἑτέρας καὶ ῥυπτικωτέρα . Ἀννήσου τὸ σπέρμα δριμὺ καὶ ὑπόπικρον ὑπάρχον ἐγγὺς ἥκει θερμότητι τῶν καυστικῶν , ἔστι δὲ
6364663 ἐμπορφυρον
τῆς στρογγύλης καὶ τὰ κλωνία λεπτὰ ὡς σπιθαμῆς : ἄνθος ἐμπόρφυρον , δυσῶδες , ὅπερ ἐξανθῆσαν ἀπίῳ παραπλήσιον γίνεται .
γάρ ἐϲτι καὶ χολῆϲ γεννητικόϲ , ἀλλὰ τῷ ἔχοντι ἄνθοϲ ἐμπόρφυρον μὲν φύϲει , λευκὸν δέ τι ἔχον ἔμπλεων .
6360517 Ὀδυσσευσι
Ἄρχιππος Ἰχθύσιν , ὡς πρόκειται . τὴν δὲ γενικὴν Κρατῖνος Ὀδυσσεῦσι : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . ΟΡΚΥΝΟΣ . Δωρίων ἐν
. ὅτι τοὺς πέπονας Κρατῖνος μὲν ΣΙΚΥΟΥΣ σπερματίας κέκληκεν ἐν Ὀδυσσεῦσι : ποῦ ποτ ' εἶδές μοι τὸν ἄνδρα ,
6349652 κερατωδεις
μᾶλλον δὲ καὶ σκληροτάτους πάντων : ἄμφω δὲ πυκνοὺς καὶ κερατώδεις καὶ τῷ χρώματι ξανθοὺς καὶ δᾳδώδεις . ὅταν δὲ
δύσφθαρτος , οὔτε εὐστόμαχος οὔτε εὔχυλος . βελόναι , ῥάμφος κερατώδεις , οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , ἄτροφοι , εὔφθαρτοι
6337654 συντριβουσι
τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν ,
ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον
6336200 ἐτιμωρει
εἰ μέντοι τις ἐστασίασεν ἢ τὴν τάξιν ἔλιπεν , τούτους ἐτιμώρει . Ὅτι Σεβαστὸς τοὺς ἐν ταῖς μάχαις καθυφιεμένους οὐκ
ὁ θεὸς ὅτε ἦν ἐν ἀνθρώποις ἐπήμυνε τοῖς ἀδικουμένοις καὶ ἐτιμώρει . τοῖς δὲ παρανομοῦσι καὶ τοῖς ἄδικόν τι πράττουσι
6333422 τιτρωσκον
τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε καὶ στηρίζεσθαι τὸ τιτρῶσκον , ὃ πάντως ὀξὺ μὲν ὑπάρχειν ἀναγκαῖόν ἐστιν ἵνα
γὰρ εὕρεμα τὸ δόρυ . ἐπίλογχον δὲ βέλος αὐτὸ τὸ τιτρῶσκον σιδήριον , ὅπερ ὁ κρίκος ἐμβεβλημένος ἐν τῷ ξύλῳ
6330635 μυρτον
δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα . διὲξ τὸ μύρτον , ἀμισθὶ γάρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν . βοῦς
. ἀλλὰ σὺ τῷ μύστῃ ῥοιὴν ἢ μῆλον ἄπαρξαι ἢ μύρτον : καὶ γὰρ ζωὸς ἐὼν ἐφίλει . Οὕτω δὴ
6327835 Πικρον
. Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν
οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν
6322577 ἀφθονωτερον
προτείνουσα προσιόντι λαβεῖν ὅ τι χρῄζει ; τίς δὲ ξένους ἀφθονώτερον δέχεται ; χειμάσαι δὲ πυρὶ ἀφθόνῳ καὶ θερμοῖς λουτροῖς
ὑμεῖς πλήρη ἔχητε τὰ ἐπιτήδεια , τότε καὶ ἐμὲ ὄψεσθε ἀφθονώτερον διαιτώμενον : ἂν δὲ ἀνεχόμενόν με ὁρᾶτε καὶ ψύχη
6320752 ἑλειους
τῷ ἀέρι τοῦ ἦρος τοὺς δὲ ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους καὶ ἑλείους θέρους ὑπὸ τὸ ἄστρον ὥσπερ καὶ ἐν Λακωνικῇ πολλὰ
φασὶ καὶ λοφιὰν ἔχειν , ὅπερ οὐκ ἂν περὶ τοὺς ἑλείους εὕροιμεν . οἱ δὲ ὑπὸ τὰς ὑπωρείας τε καὶ
6319645 λεβηριδος
ἐπὶ τῶν δι ' ἐμπειρίαν πολλὰ πράγματα κινούντων . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων .
Τριχῇ δὲ ἀναγράφουσι τὴν παροιμίαν , καὶ οἱ μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος .
6317843 νεαλες
φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι , ὅθεν καὶ φάσγανον , νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκὸς οἷον ἰχθύς : δύναται δὲ
, ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς : δύναται
6315942 παραπληϲιον
καθάπερ κλιμακτήρ , ὡϲ εἶναι τὸ ϲχῆμα τῶν τριῶν ξύλων παραπλήϲιον τῷ πι ϲτοιχείῳ ἢ τῷ ητα , εἰ μικρῷ
οὐρητικὸν πρὸϲ ἐπιληψίαν τε καὶ ὀρθοπνοίαϲ ἁρμόττει . Ϲηπίαϲ ὄϲτρακον παραπλήϲιον μέν ἐϲτιν ὀϲτρέῳ τὴν δύναμιν , λεπτομερὲϲ δὲ καὶ
6315189 ἐκπεφυκος
, τουτέστι τετραδακτυλαῖα , τὰς ῥίζας καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν ἐκπεφυκός , καὶ πάντα τὰ τμήματα φυτεύουσιν , ἀπέχοντα ἀλλήλων
, τουτέστι τετραδακτυλαῖα , τὰς ῥίζας καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν ἐκπεφυκός , καὶ πάντα τὰ τμήματα φυτεύουσιν , ἀπέχοντα ἀλλήλων
6306124 καρφαλεον
δ ' οἷσι σὺν ὄχλῳ : ἔστι δ ' οἷσι καρφαλέον καὶ περιτεταμένον τὸ δέρμα καὶ ἁλμυρῶδες . Αἱ ναρκώσιες
ὀφθαλμοὶ γὰρ κοῖλοι , κρόταφοι συμπεπτωκότες , ῥὶς ὀξεῖα , καρφαλέον μέτωπον , ἢν μὴ καλῶς ἀκούῃ ἢ ἐνορώῃ ,
6298200 φασιανους
] ὄμνυσιν , ὅτι ἐν τῇ ἑορτῇ τούτου ἠγωνίζετο . φασιανοὺς ] ὀνόματα ἵππων . Λεωγόρας ] ⌈ ἄριστος οὗτος
κάλλιον τεθέαται : ὁ δέ , ἀλεκτρυόνας , εἶπε , φασιανοὺς καὶ ταώς : φυσικῷ γὰρ ἄνθει κεκόσμηνται καὶ μυρίῳ
6298174 κινναβαρι
μέγεθος μέν ἐστιν ὥσπερ λέων , καὶ χρόαν ἐρυθρὸς ὡς κιννάβαρι : τρίστιχοι δὲ ὀδόντες , ὦτα δὲ ὥσπερ ἀνθρώπου
τὴν ἐν Αἰθιοπίᾳ τὸ μὲν ὕδωρ ἔχειν ἐρυθρόν , ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας
6291630 βλιττειν
Κλέων . ΓΓΘ βλίττεις ] ἀμέλγεις . Γ βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . ΓΓ
τρυγᾶνἔστι γὰρ τὸ καρπῶν ἀποδρέπεσθαι πόνων ἀμοιβὴ δίκαιοςἐξαιρέτως δὲ ἐθέλω βλίττειν τὰ σμήνη . ἔχων οὖν , σίμβλους ὑπὸ τῇ
6288034 φαλαγγιον
ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ
λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ
6276620 μωνυχα
τίνα ἐστὶν ἀμφίβια καὶ λεπιδωτὰ καὶ φολιδωτά , καὶ ποῖα μώνυχα καὶ διχηλὰ καὶ πολυσχιδῆ καὶ στεγανόποδα καὶ δερμόπτερα καὶ
γῆν ὄνους καὶ ἡμέρους καὶ ἀγρίους καὶ τὰ ἄλλα τὰ μώνυχα θηρία ἀστραγάλους οὐκ ἔχειν οὐδὲ μὴν ἐπὶ τῶι ἥπατι
6276387 σισυρνα
σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον ,
ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον . σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον
6275854 λεαινεσθαι
. τῶν ὀδόντων λέγονται , διὰ τὸ ἐπ ' αὐτῶν λεαίνεσθαι , ἤτοι τρίβεσθαι τὴν τροφήν . Μασχάλη . ἀπὸ
, ὃς τοὺς θαυμαστοὺς ὑμῖν νόμους συνέγραψεν , ὡς χρὴ λεαίνεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι καὶ πάσχειν καὶ ποιεῖν ἐκεῖνα , εἰ
6275492 κολλωδες
τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ
τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον ,
6271310 ἱπποσελινον
, σατύριον , σέλινον , καὶ μᾶλλον τὸ σπέρμα , ἱπποσέλινον , ὀρεοσέλινον , σέσελι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ
, φησίν , ὅμοιόν ἐστι μεγάλῳ σελίνῳ , ὅθεν καὶ ἱπποσέλινον καλεῖται . σμυρνεῖον δέ , ἐπειδὴ ἐμφερές ἐστι σμύρνῃ
6256658 σκληροτερον
πλεῖστα καὶ τῶν πτηνῶν τι λαμβάνειν ὀπτὸν καὶ οἶνον ὀλίγον σκληρότερον . φεύγειν δὲ καὶ τὰ λοιπὰ ἐρεθιστικὰ τῶν ἀφροδισίων
Νάξον καὶ Μύνδον , ἃς οὐ πολὺ ὕστερον ἀφῃρέθησαν ὡς σκληρότερον ἄρχοντες . Λαοδικέας δὲ καὶ Ταρσέας ἐλευθέρους ἠφίει καὶ
6254583 κυψελις
, κωφότης . κυψέλη δὲ τὸ ἐμφράττον τὴν ἀκοὴν καὶ κυψελίς : πεφράχθαι τὰ ὦτα , καὶ ἐπιλαβεῖν τὰ ὦτα
δ ' ἔνδον κυψέλη , ἀφ ' ἧς ὁ ῥύπος κυψελίς , τὸ δὲ κοῖλον ἀστακός , τὸ δ '
6243726 κτενιον
γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν
ὀξύνεται καὶ σημαίνει πολλά : σημαίνει δὲ καὶ τὸ γυναικεῖον κτένιον ᾧ χρῶνται ἐπὶ τῷ ἱστῷ , καὶ τὸ παρ
6241209 βραδυπορον
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
6233290 ἀρυταινα
κύριον ] καὶ ἐν τῷ ἀρύω ἀρύτω [ ὅθεν ἡ ἀρύταινα , πλεονασμῷ δὲ τοῦ σ καὶ ὁ ἀρύστιχος ]
τῷ βαλανείῳ σκευῶν ὀνόματα ἀσάμινθος , πύελος , κρουνός , ἀρύταινα , ἀρύβαλλος , κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς
6233054 ἱππομανες
ταύτην γοῦν ἀποτραγοῦσα ἀφανίζει , καλεῖται δὲ τὸ σαρκίον τοῦτο ἱππομανές . οἴκτῳ δὲ ἄρα τῆς φύσεως καὶ ἐλέῳ ἐς
συμβάλλεται . ἱππομανὲς φυτόν : ἁπλούστερον ὁ Θεόκριτός φησι φυτὸν ἱππομανές : οἱ γὰρ περιττοὶ καὶ πολυπράγμονες οὔ φασι φυτὸν
6231884 εὐυφες
λέγεται τὸ εὐυφὲς ἱμάτιον καὶ ἀραιὸν , ὅπερ φαίνεται μὲν εὐυφὲς , τῷ δὲ κατανοοῦντι διεστηκός ἐστι καὶ ἀραιὸν καὶ
Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : εὕδοντι πρωκτὸς αἱρεῖ . εὐήτριον : ἱμάτιον εὐυφὲς ἢ τὸ ὁμαλὸν ὕφασμα . Εὔνοστος : θεὸς ἐπιμύλιος
6230399 μυοκτονον
καὶ γῆν ἐπιβαλόντες ἀφανίζουσιν . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Τὸ μυοκτόνον τουτὶ θηρίον , ὃ λέγεται αἴλουρος , τοῖς ὅλοις
: ταύτην μέντοι τὴν βοτάνην , τὸ ἀκόνιτον , καὶ μυοκτόνον καλοῦσι διὰ τὸ τοὺς περιλείχοντας αὐτὴν μύας φονεύειν κλείουσι
6224925 δυσοσμον
καὶ τῶν δερμάτων μολυνομένους ἄχαρι ὀδωδέναι . διαβάλλει οὖν ὡς δύσοσμον , ἄλλως τε καὶ τὴν εὐτέλειαν δείκνυσι τοῦ Κλέωνος
ΓΘ βυρσοδέψην : διὰ τὸ ἐμβρέχειν τὰ δέρματα διαβάλλει ὡς δύσοσμον καὶ ἀφ ' οἵας τύχης ὁρμώμενον ἐπρώτευε τῶν Ἀθηναίων
6215379 πολυπουν
, εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ
δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον
6214982 πολυχυτον
. ἀργέστας : οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον : τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν
τοὺς ἀργέστας , οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον , τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν
6213316 πεπασμενον
ἀκυρολογεῖ . ἁλίπαστον ἁλισπάρτου διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ ἁλσὶ πεπασμένον κρέας ἢ ἰχθὺν ἔλεγον ἁλίπαστον , ἁλίσπαρτον δὲ τὴν
καὶ ἁλίσπαρτον ⌊ ⌋ διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ ἁλὶ πεπασμένον κρέας ἢ ἰχθὺν ἔλεγον ἁλίπαστον , ἁλίσπαρτον ⌊ ⌋
6211274 Σινηπι
τύλιξον τὸ αἰδοῖον . [ Πρὸς λεπριῶντας ὄνυχας . ] Σίνηπι καὶ ἡδύοσμον ἕψει μετ ' ὄξους καὶ τίθει .
σαρκὶ ἀπουλοῖ . [ γʹ . Πρὸς ὑπώπια . ] Σίνηπι λεῖαν κηρωτῇ ἀναλαβὼν ἐπιτίθετι . ἄλλο . ὄστρακα τῆς
6209461 ὀρεινους
ἀγκυλομήτεω . . . . , . ἀγμούς : τοὺς ὀρεινοὺς καὶ κρημνώδεις τόπους . . . . , .
Ἀρμενίας πλησίον Γουρανίων καὶ Μήδων , θηριώδεις ἀνθρώπους καὶ ἀπειθεῖς ὀρεινοὺς περισκυθιστάς τε καὶ ἀποκεφαλιστάς : τοῦτο γὰρ δηλοῦσιν οἱ
6209339 περικαρπιον
καὶ ὁ καρπὸς ἐλάττων καὶ ἅμα μείζων οὗτος καὶ τὸ περικάρπιον ἔλαττον καὶ σκληρότερον καὶ δυσχυλότερον . πρὸς ὃ δὴ
, τὸ φύλλον δὲ οἷον σκέπασμα περικαρπίου , τὸ δὲ περικάρπιον καρποῦ , λέγω δὲ περικάρπιον μέν , ᾧ τὰ
6207460 ὑι
ὕραξ , ὁ μῦς Αἰολικῶς : ἔοικε γὰρ ὁ μῦς ὑὶ καθάπερ καὶ παράγεται λιχμήρεας δὲ τοὺς περιλείχοντας ἠρήμωσεν ]
τοῖς χρησομένοις αὐτῇ πέφυκε λυσιτελὴς εἶναι . ἐοίκασι δὲ τῇ ὑὶ τῇ Αἰσώπου οἱ τύραννοι ὑποπτεύ - οντες καὶ δεδοικότες
6204753 λαμπρυνει
ὅθεν καὶ φαύω λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ
τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν ἐστιν . ἡ δὲ ἔννοια τοιαύτη
6201629 ἀτριχον
τὸ ϲῶμα καὶ λευκόν , ἄμυόν τε καὶ ἄναρθρον καὶ ἄτριχον ἁπτομένοιϲ τε ψυχρόν , ἡ πιμέλη δὲ ὁμοίωϲ αὐτοῖϲ
. σίσυς πᾶν εὐτελὲς καὶ ῥακῶδες περίβλημα . σισύρνα δέρμα ἄτριχον πολλοῖς τισι , μᾶλλον δὲ μονασταῖς μοναχοῖς φορούμενον ὡς
6197680 καταγεγραφθω
ἀναγεγράφθω γὰρ ἀπὸ τῆς ΔΒ τετράγωνον τὸ ΒΕ , καὶ καταγεγράφθω τὸ σχῆμα . ἐπεὶ τὸ ΒΕ ἐστι τὸ ἀπὸ
ΓΒ . ἀναγεγράφθω γὰρ ἀπὸ τῆς ΑΒ τετράγωνον , καὶ καταγεγράφθω τὸ σχῆμα . φανερὸν μὲν οὖν , ὅτι τὰ
6193057 ταὡς
, φασίν , ὀρνίθων γένος , τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς . Πῶς γὰρ ἄν τις εὐγενὴς γεγὼς δύναιτ '
δ ' ἰχθῦς ἐν μέσοισι τηγάνοις . Καὶ γὰρ ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται . Καὶ γὰρ πόσῳ κάλλιον
6188294 Διονυσιακον
ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ
τοῦ στεφάνου πεποίηκεν ὁ ῥήτωρ : Αἰσχίνου γὰρ παραθεμένου τὸν Διονυσιακὸν νόμον καὶ διὰ τούτου παράνομον τὴν ἀνάῤῥησιν τὴν ἐν
6186110 χλωρῳ
κυμίνῳ , θύμῳ χλωρῷ καὶ ξηρῷ , θύμβρᾳ , κοριάννῳ χλωρῷ τε καὶ ξηρῷ καὶ γητίῳ καὶ κρομμύῳ καθαρῷ πεφωσμένῳ
θήρα . Σκάρων , τριγλῶν , σηπιῶν ὀστράκων σὺν σισυμβρίῳ χλωρῷ , ὅ ἐστι βρύον , καὶ ὕδατι , καὶ
6185077 Νενοησθω
σημείου τῷ ὑποκειμένῳ ἐπιπέδῳ πρὸς ὀρθὰς εὐθεῖαν γραμμὴν ἀναστῆσαι . Νενοήσθω τι σημεῖον μετέωρον τὸ Β , καὶ ἀπὸ τοῦ
ὑποτείνει μεγίστου κύκλου περιφέρειαν ἑξηκοστῶν μιᾶς μοίρας λα γʹ . Νενοήσθω γὰρ ὁ μὲν διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος ὁ
6183838 θηριδιον
καὶ διὰ τοῦ λ γράφουσιν : στίξ : ἴξ , θηρίδιόν τι ἐσθίον τὰς ἀμπέλους : πνίξ : πλίξ .
τὸν περὶ τῶν ναυτικῶν τοῦ Βίαντος λόγον . ἐρυσίβην . θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γιγνόμενον , ὃ λυμαίνεται τὸν
6183630 Καπανει
δὲ ἕτερον κέρδος τὸ εὑρεῖν καὶ παραστῆναι ἀντίμαχον γενναῖον τῷ Καπανεῖ . κομπάζοντα + τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φθεγγόμενον καὶ
' ἐπ ' αὐτῷ : ἐπ ' αὐτῷ δὲ τῷ Καπανεῖ , καὶ ἐὰν φλύαρος καὶ ὑπέρκομπος ἄγαν ἐστί ,
6179451 σαυρα
κακῶς λέγουσιν . σαῦρος : ἀρσενικόν , θηλυκὸν δὲ ἡ σαύρα . φησὶ δὲ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου , ὅτι
δὲ ἡ σαλαμάνδρα τὸ μὲν εἶδος παρέχεται οἶόν περ ἡ σαύρα , δέρμα δὲ λιπαρὸν ἔχει , ἐν πυρὶ δὲ
6175993 μαντικῳ
καὶ φυτῶν ἐλάττων ὑπάρχεις ; καλὸν ἄρα σοι γενέσθαι ξύλῳ μαντικῷ καὶ τῶν ἀεροφοίτων τὴν πτῆσιν λαμβάνειν . ὁ ποιῶν
ἐγένοντο , ποιμένος τινὸς ἐν τῷ Παρνασσῷ ἐκ Κασταλίας τῷ μαντικῷ πνεύματι κατασχομένου , καὶ χρόνῳ ὕστερον ἐξεμισθώσαντο Ἀλκμαιωνίδαι τὸ
6171824 σελαχη
τε τραχυδέρμονες . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων σελάχη φησὶν εἶναι βάτον , τρυγόνα βοῦν , ἀμίαν ,
, χαλκίδες καὶ τὰ τοιαῦτα , ἐν δὲ τοῖς ζωικοῖς σελάχη , φησί , βοῦς τρύγων , νάρκη , βατίς
6171803 ἀνοσμον
ἐνίοτε καὶ λυγμῶν , ἐπ ' οἶνον ἐλθετέον στύφοντα μετρίως ἄνοσμον σὺν χόνδρῳ ἢ μετὰ ψιχῶν , καὶ ἐκ διαλειμμάτων
τὸ δὲ πέμπτον ἔοικε μὲν κατὰ τὸ σχῆμα μύκητι , ἄνοσμον δὲ καὶ τραχὺ ἔνδον , κισήρῳ ὅμοιον κατά τι
6171730 κροκοδειλῳ
γε μὴν πολε - μιωτάτοις ἀνθρώπῳ ζῴοις , ἀσπίδι καὶ κροκοδείλῳ , ἔχθιστον ὁ ἰχνεύμων , καὶ τόν γε πόλεμον
χαμαιλέων ἐστὶν ὁ λεγόμενος φυσίγναθος . ἔστι δὲ ἰσομεγέθης τῷ κροκοδείλῳ , κυρτὸς καὶ εἰς ὀξὺ λεπτός . ὅτι μεταβάλλει
6169673 ἱππομαραθον
: τὸ ἄγριον μάραθον , ὃ καλοῦσιν διὰ τὸ μέγεθος ἱππομάραθον . . * κεδρίσιν : τῷ καρπῷ τῆς κέδρου
, σιλφίου , σέσελι , ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία ,
6165485 κολοκυνθις
ἐπιτήδεια , λαχάνων μὲν θριδακίναι , μαλάχαι , βλίτα , κολοκυνθίς , ἀτράφαξυ , ἀνδράχνη , σίκυος , καὶ ὅσα
ΘΙΣ ὑπερδισύλλαβα ὀξύνεται μὴ ὄντα ὀνόματα πόλεων Αἰγυπτίων : ἀκανθίς κολοκυνθίς . τὸ δὲ Ταμίαθις καὶ Μένουθις καὶ Τερένουθις βαρύνεται
6164754 εὐστομαχον
ὑπάγον γαστέρα . Τὸ γιγγίδιον παραπλήσιόν ἐστι τῷ σκάνδικι , εὐστόμαχον πάνυ , ἄν τε ὠμὸν ἄν τε ἑφθὸν ἐσθίηται
ἡλιάζεται ἐν κεραμίοις ὁ οἶνος , στυπτικὴν ἔχων δύναμιν καὶ εὐστόμαχον . δοκεῖ δὲ καὶ λοιμικαῖς καταστάσεσι βοηθεῖν . χρῄζει
6162167 ψηνας
βάλανον ἐσδύνων καὶ μὴ ἀπορρέῃ ὁ καρπὸς τοῦ φοίνικος : ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες ,
πρὸς τόκον . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σύκων τῶν διὰ τοὺς ψῆνας πεπείρων . Ὑποβολιμαῖος εἶ : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν :
6162070 ἀπαραποδιστον
; ἐν ποίᾳ οὖν ὕλῃ δεῖ ζητεῖν τὸ εὔρουν καὶ ἀπαραπόδιστον ; ἐν τῇ δούλῃ ἢ ἐν τῇ ἐλευθέρᾳ ;
. τὸ δ ' οἰνάνθινον εὐστόμαχον ὂν καὶ τὴν διάνοιαν ἀπαραπόδιστον φυλάσσει . καὶ τὸ σαμψούχινον δὲ καὶ ἑρπύλλινον ἐπιτήδεια
6160563 ῥυσσον
καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας
ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν *
6153041 χονδρωδες
ἡ ῥὶς ὀξεῖα γίνεται τρόπῳ τοιούτῳ : ἡ ῥὶς ὀστοῦν χονδρῶδές ἐστι : τὸ μὲν ἐντὸς ὀστῶδές ἐστι , τὸ
δέ φησιν ἀτροφωτέραν καὶ ἀχυλοτέραν αὐτὴν εἶναι , ἔχειν τε χονδρῶδές τι διακεχυμένον , εὐστόμαχον πάνυ . Θεόφραστος δ '
6152912 πολυρριζα
προβολὴν ἔχωσι τοῦ ἡλίου : ἅμα δὲ καὶ τῷ μὴ πολύρριζα τυγχάνειν οὐκ ἐνοχλοῦνται κατὰ τὰς τροφάς . Εἰ γὰρ
τῶν καυλῶν ἀποφύσεις ἔχει πλὴν κυάμου : τὰ δὲ σιτηρὰ πολύρριζα πολλοὺς μὲν ἀνίησι βλαστούς , ἀπαράβλαστοι δὲ οὗτοι ,
6152876 βαρειν
γυναῖκας : βρίθω γὰρ τὸ βαρῶ . ἢ παρὰ τὸ βαρεῖν τοὺς Ἕλληνας : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας
ἐστι χρείαν παρασχέσθαι . Μεμπτικὸς δέ ἐστιν ὁ μὴ νομίζεσθαι βαρεῖν προσδεχόμενος . οἷον : Εἰ μὴ παραδέδωκέ σοι μηδέπω
6150309 πυραμοειδη
δὲ κυβοειδῆ καὶ τετράγωνον εἶναι αὐτὴν ἀπεφήναντο , τινὲς δὲ πυραμοειδῆ . Οἱ δὲ ἡμέτεροι καὶ οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων
τίς ὁ τὸν σπλῆνα ἐκτείνας ; τίς ὁ τὴν καρδίαν πυραμοειδῆ ποιήσας ; τίς ὁ τὰ † νεῦρα † συνθείς
6148228 κεγχρῳ
Ὀυένδων : λυπρὰ δὲ τὰ χωρία , καὶ ζειᾷ καὶ κέγχρῳ τὰ πολλὰ τρεφομένων : ὁ δ ' ὁπλισμὸς Κελτικός
κεχωρίσθαι : οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἐν κέγχρῳ συναχθήσεται . καὶ οὐ δι ' ἀέρος μόνον ,
6144422 πεποικιλμενον
ὁμοίως δὲ θεραπεύει καὶ δυσουρίαν . ἔστι δὲ τὸ πτηνὸν πεποικιλμένον χροιαῖς , καὶ ἐνάρετον ποιεῖ τὸν ἐσθίοντα . Κόσσυφός
αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι : ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον , οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν
6144159 ἐνικμα
πως ἤδη τοῖς σώμασι , τὰ δὲ ἔτι ἁπαλὰ καὶ ἔνικμα χοῖροι . . . . , : Ἰστέον δὲ
, μήτε μανὰ ἵνα μὴ διίῃ : ταῦτα δὲ καὶ ἔνικμα καὶ πυκνότητα ἔχει , τὰ δὲ τῆς φιλύρας καὶ
6141317 ἀποπατημα
ὀψὲ τῆς νυκτὸς παραταθείς . οἰσπώτη : τὸ τῶν προβάτων ἀποπάτημα . τὸ δὲ τῶν αἰγῶν σφυράδες , ἐπεὶ ὥσπερ
οὗτος οὖν ὅταν διώκηται , ταραττόμενος ἀφίησι πυρῶδες καὶ δριμὺ ἀποπάτημα , ὡς ἀκούω , ὅπερ οὖν εἰ προσπέσοι τῳ
6139877 κορειν
καὶ γὰρ ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ ἡ κόρη . ἀπὸ τοῦ κορεῖν . ὅ ἐστι καλλωπίζειν , τὸν ὀφθαλμόν . καὶ
Νεωκόρος : ὁ τοῦ ναοῦ παῖς : ἤγουν ἀπὸ τοῦ κορεῖν κοσμεῖν τὸ κοῦρος . Νερόν : διὰ τὸ νεωστὶ
6136112 καλχη
, τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς κλάδοις ἢ ἄνθεσι δασεῖα . κάλχη δὲ ἄνθος , ἢ τὸ ζῷον , ᾗ βάπτεται
ὅτι οὐ τέγγομαι τῷ τῶν ἱερείων αἵματι , ὁποῖα ἡ κάλχη , ὅ ἐστιν [ ἱερεῖον ] . . .
6135494 χρυσοειδη
εἰσλάμπουσαν : οἷον σκοτεινὸν νέφος ἡλίου βολαὶ φωτίσασαι λάμπειν ποιοῦσι χρυσοειδῆ ὄψιν διδοῦσαι , οὕτω τοι καὶ ψυχὴ ἐλθοῦσα εἰς
ἀδοξότερα . αἵ τε γὰρ ἀκρίδες καὶ οἱ ὄφεις , χρυσοειδῆ ἰνδάλματα καὶ ἐπ ' αὐτῶν κατέστικται : οἱ δὲ

Back