. ἀνωϊστί : ἀπροσδοκήτως : παρὰ τὸ οἴω , τὸ ὑπονοῶ , ὅπερ καὶ ὀΐω λέγεται : ὀϊόμενον θανέεσθαι ,
τοσαῦθ ' : ὁμοῦ γάρ ἐστιν ἑξήκοντά σοι , ὡς ὑπονοῶ : καὶ τῶν Ἅλῃσι χωρίον κεκτημένος κάλλιστον εἶ ,
5613224 Προδικε
ποιητήςτρέπομαι πρὸς τὸν Πρόδικον , καὶ καλέσας αὐτόν , Ὦ Πρόδικε , ἔφην ἐγώ , σὸς μέντοι Σιμωνίδης πολίτης :
μακρῶν οὔτε βραχέων ἀλλὰ μετρίων . Σοφώτατά γε , ὦ Πρόδικε . Ἱππίαν δὲ οὐ λέγομεν ; οἶμαι γὰρ ἂν
5438661 χαιρω
γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως
εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ]
5289503 ἐνυπνιον
αὐτόν , οὕτως οὐδ ' ἐκεῖ μετὰ τὸ ἀποβῆναι τὸ ἐνύπνιον τῷ δ ' ὄντι οὔτε σημεῖον οὔτε αἴτιον ἀλλὰ
ἀπονενίμμεθ ' : ἤδη σπένδομεν . πρὸς τῶν θεῶν , ἐνύπνιον ἑστιώμεθα ; αὑλητρὶς ἐνεφύσησεν : οἱ δὲ συμπόται εἰσὶν
5271717 Ἀβραδατα
ἀρίστοις . ἀλλ ' ἕως ἔτι σοι σχολή , ὦ Ἀβραδάτα , πάντως παρελάσας παρὰ τὰ σαυτοῦ ἅρματα παρακάλει τοὺς
Λυκῖνε , καὶ ἐπέραστον : ὁμώνυμος γάρ ἐστιν τῇ τοῦ Ἀβραδάτα ἐκείνῃ τῇ καλῇ : οἶσθα πολλάκις ἀκούσας Ξενοφῶντος ἐπαινοῦντός
5214766 ἐπιδειγμα
Ὀψοποιίᾳἐπικὸν δὲ τὸ ποίημα , οὗ ἡ ἀρχή : ἱστορίης ἐπίδειγμα ποιούμενος Ἑλλάδι πάσῃ φησί : πρὸς δὲ μιᾷ πάντας
. δοκεῖ οὖν μοι τὸ μὲν εἰς μαχαίρας κυβιστᾶν κινδύνου ἐπίδειγμα εἶναι , ὃ συμποσίῳ οὐδὲν προσήκει . καὶ μὴν
5078674 Σιδωνιους
καὶ πεισθεὶς ἀληθῆ τὴν προσαγγελίαν εἶναι , πρὸς μὲν τοὺς Σιδωνίους εἰς τέτταρας μῆνας ἀνοχὰς ἐποιήσατο , τὰς δὲ χειρωθείσας
τοὺς παρ ' ἡμῖν φασιν , εἴτ ' αὐτοὺς τοὺς Σιδωνίους : ἀλλὰ μᾶλλον περὶ τῶν Ἐρεμβῶν ἡ ζήτησις ,
5006950 ξενοισιν
οὐ σοφὸς γεγώς , ὅστις κόρας μὲν θεσφάτοις Φοίβου ζυγεὶς ξένοισιν ὧδ ' ἔδωκας ὡς δόντων θεῶν , λαμπρὸν δὲ
τροφὴν μόνον σαίνει , ἀεὶ δ ' ὑλακτεῖ , καὶ ξένοισιν οὐ χαίρει . Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος . οὗτος ἀρρώστῳ
4996619 ξενε
παύσαιτό τις ἑκάστοτε διεξιών . Εὖ γε , ὦ Λακεδαιμόνιε ξένε , λέγεις . τὴν ἀνδρείαν δέ , φέρε ,
εἰρήνης . Φαίνεται μέν πως ὁ λόγος οὗτος , ὦ ξένε , ὀρθῶς εἰρῆσθαι , θαυμάζω γε μὴν εἰ τά
4991820 πραγμ
δρόμον ὀδυρμόν , ἀνακαλοῦντας αὑτοὺς ὀνόματι , ὧν καὶ τὸ πρᾶγμ ' ἤκουον : εὐτυχῶς δέ τι λοφίδιον ἦν ἐνταῦθ
” ἐγώ , “ περίεργός εἰμι , ” καὶ τὸ πρᾶγμ ' αὐτῶι λέγω , ὡς εὗρον , ὡς ἀνειλόμην
4956667 σπληνοπεδον
κωμωιδοποιὸς ἐν τοῖς Ἰάμβοις φησίν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ '
, οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ '
4949153 ἐγωγε
δὴ ταῦτ ' ἐστιν ; ἔφη ἐκείνη . Οἶμαι μὲν ἔγωγε , ἔφην , οὐ τὰ ἐλαχίστου ἄξια , εἰ
“ καὶ πάλιν : ” διαμεμήρικας τὸν ἐρώμενον ; οὐκ ἔγωγε . πότερον οὐκ ἐπεθύμησας αὐτὸν διαμηρίσαι ; καὶ μάλα
4944417 ἐκπεπληγμαι
ᾄσσω , καὶ τὰ μὲν σημαίνομαι , τὰ δ ' ἐκπέπληγμαι κοὐκ ἔχω μαθεῖν ὅτου . Καιρὸν δ ' ἐφήκεις
μέν , Αἴγυπτε , καταγελᾷς : ἐγὼ δὲ τὸν Θεόφραστον ἐκπέπληγμαι , εἰ ταῦτα εἰδὼς ἔτι τοῖς Αἰγυπτίοις συμφύρεται .
4879306 δεσποθ
ὕστερον βλάβην . λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά . ὦ δέσποθ ' , ὑγίαιν ' . ὡς χρόνιος ἐλήλυθας .
' ἀφῆκας τῷ γέροντι τῷδε σύ ; Κατοικτίσας , ὦ δέσποθ ' , ὡς ἄλλην χθόνα δοκῶν ἀποίσειν , αὐτὸς
4852669 προξενον
τὸν κεκομισμένον , καὶ εἴ τίς με βούλεται ἀφελέσθαι , πρόξενον ὄντα ἀφαιρεθῆναι . ἐπειδὴ δὲ αὐτῷ εἴρητο , ἐγώ
. ἔστι δὲ καὶ ὄνομα τυράννου Μεσσαπίων , ὃν καὶ πρόξενον Ἀθηναίους ποιήσασθαί φησι Πολέμων . . . . ,
4828806 αὐδῃ
λέγειν ἄντα σέθεν , τοῦ νῶι θεοῦ ὣς τερπόμεθ ' αὐδῇ . ὃ δ ' ἐπελάβετό τινος τῶν οὐκ ὀρθῶς
' , οἷος ὅδ ' ἐστί , θεοῖς ” ἐναλίγκιος αὐδῇ . ” οὐ στοχασάμενος δὲ ὁ ἐπιγράψας τὸ τελευταῖον
4828517 τοὐπος
ὅσον τάχος ; οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπηι τοὔπος ἑρμηνεὺς τόδε , εἴτ ' ἔνδον εἴτ ' οὐκ
Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν . πῶς φῄς ; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας . Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν : ἦ τορῶς
4824332 ἀκουσα
εἰσαΐουσι μόνον τιθασεύτορες ἄνδρες . θαῦμα δὲ καὶ τόδ ' ἄκουσα , κραταιοτάτους ἐλέφαντας μαντικὸν ἐν στήθεσσιν ἔχειν κέαρ ,
' ὥσπερ ταῖς σιπύαισι ταῖς κεναῖς . Λέξω μὲν οὐκ ἄκουσα , σοί τε γὰρ κλύειν ἐμοί τε λέξαι θυμὸς
4818375 βοᾳς
' οὐ τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς πολιτεύμασιν γιγνωσκομένους . καὶ βοᾷς ῥητὰ καὶ ἄρρητ ' ὀνομάζων , ὥσπερ ἐξ ἁμάξης
καὶ ὁμόγραφα ἔχει τοῖς ὁριστικοῖς τὰ ὑποτακτικά , οἷον βοῶ βοᾷς βοᾷ , χρυσῶ χρυσοῖς χρυσοῖ , ἐὰν βοῶ ἐὰν
4797318 ἀπιθανον
ὧν μάλιστα τέκνοις εὐνοοῦσι γονεῖς καὶ τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν : ἀπίθανον γὰρ παιδίον βραχὺ τεθνηκὸς οὕτω πατέρα λυπεῖν ὅσον ἐφέλκεσθαι
. Τὸ δὲ σὺν τῷ πιθανῷ διὰ τὸ ἀπίθανον : ἀπίθανον δέ ἐστι τὸ τὴν κατηγορίαν παντελῶς ἐναντίαν τῆς τοῦ
4796884 Ὀμφαλῃ
αἰχμάσαι τάδε , οὐ τἀπὶ Λυδοῖς οὐδ ' ὑπ ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματ ' , οὐδ ' ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου
: πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν πράξεων : παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γυνὴ στρατηγεῖ : καί : Γυνὴ στρατεύεται :
4790895 ἐπιθυμω
λόγον ἐρεῖς : ὅτι διὰ τοῦτο τοίνυν καὶ αὐτὸς ἀποθανεῖν ἐπιθυμῶ , ἵνα μὴ ἔργον γένωμαι πατρός : ἐν ᾧ
Ἡ ΛΥσις κατὰ συνδρομὴν , ὅτι διὰ τοῦτο μάλιστα θανάτου ἐπιθυμῶ , ὅτι ἀπάτῃ ζημιωθεὶς μετὰ τὴν πεῖραν ἔγνων τὴν
4774576 μελλω
. τούτῳ γάρ , ὡς ὁρῶ , καὶ τὸ δέρμα μέλλω προσδοῦναι . „ ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι τότε
φησὶ γὰρ ὧδε : Βούλομαι δὲ πρὸ πάντων , ὧν μέλλω λέγειν , μνημονεύοντας ὑμῶν οἶδ ' ὅτι τοὺς πολλοὺς
4771385 Πωλος
τέτταρα ταῦτα μόρια ἐπὶ τέτταρσιν πράγμασιν . εἰ οὖν βούλεται Πῶλος πυνθάνεσθαι , πυνθανέσθω : οὐ γάρ πω πέπυσται ὁποῖόν
ἔστιν τὸ μέγα δύνασθαι ; Οὔχ , ὥς γέ φησιν Πῶλος . Ἐγὼ οὔ φημι ; φημὶ μὲν οὖν ἔγωγε
4760599 ἀληθινον
καταλαμβάνειν ἀνυπαιτίως καὶ ὑγιεινῶς κατὰ θεὸν ἐξετάζηται : τὸ γὰρ ἀληθινὸν καὶ | δίκαιον μέτρον τοῦτ ' ἐστί , τὰ
τε ὑπεχώρει νοῦν ἔχων τῷ θεῷ καὶ ἡμεῖς ἐγνωρίζομεν τὸν ἀληθινὸν καὶ προσήκοντα ἡμῖν ἰατρὸν , καὶ ἐποιοῦμεν ἃ ἐπέταξε
4738864 σοφισμα
ἔχειν : Τὸ αὐτὸ δέ , φησί , καὶ ἓν σόφισμα ἐνδέχεται πολλὰς κακίας ἔχειν , πλὴν οὐχὶ ἡ ἐμφάνισις
διὰ τόδε , ὅτι ἀδύνατόν ἐστι καθεστηκός τι ἐν αὐτῇ σόφισμα γενέσθαι , οἷον ὁ τὸ γράφειν ἕνα τρόπον μαθὼν
4738099 τραγῳδει
ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἐάσθωσαν : οὐδὲ γὰρ εἴ τινα Σοφοκλῆς τραγῳδεῖ περὶ τῆς Ὠρειθυίας λέγων ὡς ἀναρπαγεῖσα ὑπὸ Βορέου κομισθείη
εὐεργεσίας : εὔκολα : † χώρει σὺ καὶ κόμιζε : τραγῳδεῖ ὁ Ἐτεοκλῆς : δεῖ νοεῖν , ὅτι τοῦ χοροῦ
4728921 γελαν
. . Βοᾶν : ἰστέον , ὅτι τὸ βοᾶν καὶ γελᾶν ἀπαρέμφατα οὐκ ἔχουσιν τὸ ι προσγεγραμμένον , πρῶτον μὲν
βόθροις , παίειν σχίζαις καὶ κατακρημνίζειν : φθειρομένους δὲ αὐτοὺς γελᾶν διὰ τὴν ἀπὸ τῶν τέκνων ἀδικίαν καὶ δόξαν τοῦ
4726680 Κυλικρανων
ἀλλ ' ἄσκαφον ματεύων , κυλικηγορήσων ἔρχομαι , οὐ τῶν Κυλικράνων εἷς ὑπάρχων , οὓς χλευάζων Ἕρμιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν
εἷς ὤν , οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ
4724740 ἀληθες
ἀλλὰ καλέσας αὐτὰς ἁπλῶς ἐναντίας διὰ τὸ μὴ διαιρεῖν τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ψεῦδος . Αἱ δὲ ἀντιφάσεις χωρίς .
καὶ θεὸν παρὰ πᾶσιν Ἕλλησι καὶ βαρβάροις , τὸ δὲ ἀληθὲς ὄντα δαίμονα πονηρόν , καὶ ταῦτα οὐ θωπεύων αὐτὸν
4705869 Εὐριπιδης
οὐκ ἔδοξαν ἄθεοι , ἐπιστήσαντες περὶ θεοῦ . ὁ μὲν Εὐριπίδης ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ κοινὴν πρόληψιν ἀνεπιστημόνως ὀνομαζομένων θεῶν
τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ὀρρωδεῖν εἴρηται ἐπὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι . καὶ Εὐριπίδης τὸν Περσέα λέγοντα εἰσάγει : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν
4696342 αὐδωμενος
ἅπαντες . Εἶθ ' ὁ Μοσχίων ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος . Ἄνθρωπος εἶναί μοι Κυρηναῖος δοκεῖς : κἀκεῖ γὰρ
καλεῖ : εἶθ ' ὁ Μοσχίων ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος . ἐν δὲ τῷ Παγκρατιαστῇ Ἄλεξις τρεχεδείπνους καταλέγων φησίν
4689497 Παλαι
, εἰ Μιλησίους πρόσθοιντο συμμάχους : τὸν δὲ ἀποκρίνασθαι , Πάλαι ποτ ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι . Οὗτος δὲ ὁ
, βλακικόν γε ἡμῶν τὸ πάθος . Τὸ ποῖον ; Πάλαι , ὦ μακάριε , φαίνεται πρὸ ποδῶν ἡμῖν ἐξ
4675491 χλιδαν
Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον ; οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών . χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασιν . χλιδῶ ; χλιδῶντας ὧδε
ὡς οὐκ ἀξίου ὄντος πιστοὺς ὑπηρέτας ἔχειν χρεών ] πρέπον χλιδᾶν ] τρυφᾶν καὶ εἰς οὐδὲν ταῦτα λογίζεσθαι τοῖς παροῦσι
4665437 γεγηθα
φαεσφόρωι Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας . ἰοὺ ἰού : γέγηθα μαινόμεσθα τοῖς εὑρήμασιν . κἄπειτα καὶ σὲ καὶ φίλους
μ ' ἔστ ' ἀναγκαίως ἔχον . Ἥδομαι γὰρ καὶ γέγηθα καὶ πέπορδα καὶ γελῶ μᾶλλον ἢ τὸ γῆρας ἐκδὺς
4661708 σολοικιζει
ἔστι τοῦτο Κορίσκος , εἶναι τοῦτο Κορίσκον : ἀλλαττόμενα δὲ σολοικίζει . καὶ ἐπὶ τῶν λεγομένων σκευῶν , ἐχόντων δὲ
, ὁ δὲ οὐλόμενον φαίνεται μέν , ἀλλ ' οὐ σολοικίζει . . . . τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι
4659353 ᾐδειν
με πολλὰ κατεφίλει . ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ᾔδειν ὅστις ἦν , ἀλλ ' εἱστήκειν ἐκπεπληγμένος καὶ δεχόμενος
ὥστε μηδ ' εἰς ταῦτα ἀναχώρησιν εἶναι . οὐ γὰρ ᾔδειν , οὐ γὰρ ἠπιστάμην , ὅστις ἦν . οὐ
4629329 κλεισθηναι
στόμα . καὶ γὰρ καὶ τάχους δεῖ πρὸς τὸ ταχέως κλεισθῆναι τὰς διώρυγας καὶ μὴ πᾶν ἐκπεσεῖν ἐξ αὐτῶν τὸ
ἀπὸ τῆς πόλεως ἀγγέλων , οἷς ἐξεγένετο πρώτοις πρὶν ἢ κλεισθῆναι τὰς πύλας διαδρᾶναι , τοσοῦτο μόνον ἀπαγγελλόντων , ὅτι
4616994 ἀμφιβολον
καὶ ἀληθέστερον ὑπάρχει : ὁ μὲν γὰρ ἀκούσας δύσπιστον καὶ ἀμφίβολον τὴν χρῆσιν ἔχει , ὁ δὲ πεπονθὼς παρεὶς πολλὰ
τοῦ , [ ἔχει ] ἡδεῖαν ἀνάπαυσιν . ἄλλως : ἀμφίβολον πότερον ὁ νικῶν τὰ Ὀλύμπια εἰς τὸν μετὰ ταῦτα
4594256 ἐθελω
ἢ κρέας , κἂν μὴ κατεσθίωσι καὶ τοὺς δακτύλους , ἐθέλω κρέμασθαι δεκάκις . οὐκ ἄκαιρον δ ' ἐστὶν μνημονεῦσαι
τις δέξαιτ ' ἂν ὑμῶν ; ἐγὼ μὲν γὰρ πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ ' ἔστιν ἀληθῆ . ἐπεὶ ἔμοιγε
4592695 σιωπησομαι
οὐδὲ τῶν ἄλλων λεγόντων ἀκούειν ἐδόκουν , ἐρῶ καὶ οὐ σιωπήσομαι . ἐγὼ γὰρ ὁμομήτριον μὲν ἀδελφὸν ἐμαυτοῦ Πασικλέα νομίζω
τὸν νόμον ὑμῖν αὐτὸν ὃν οὗτος ἔθηκεν : ἐγὼ δὲ σιωπήσομαι . λέγε . Τιμοκράτης εἶπεν : ὁπόσοι Ἀθηναίων κατ
4591359 Σοφοκλης
Ἄγγαρος , διαφέρει . ὀροσάγγαι μὲν οἱ σωματοφύλακες , ὡς Σοφοκλῆς Ἑλένης γάμῳ καὶ Τρωίλῳ : Ἡρόδοτος δέ , ”
ἡ Πυθία δοκεῖ τὸν περὶ τοῦ Σωκράτους χρησμὸν εἰπεῖν σοφὸς Σοφοκλῆς , σοφώτερος δ ' Εὐριπίδης , ἀνδρῶν δὲ πάντων
4587443 πειθομαι
φησὶ δὲ αὐτὸν ἐρρῶσθαι πρὸς τὸν ἀγῶνα , καὶ ἐγὼ πείθομαι . σαυτὸν οὖν παρασχὼν εὔνουν ποίησόν με μὴ πάντα
' οἷς γράφων ἀπειλεῖς μοι , ὅτι δῆτά σοι οὐ πείθομαι χείρων Ἐριφύλης γενέσθαι καὶ χρυσοῦ ἐμαυτὸν ἀνταλλάξασθαι κακῶς .
4579930 ἐπληγην
' κείνων βουλόμενος τὸν ἀδελφὸν τὸν Ἀπολλωνίδου πληγὰς ἀκούων λαβεῖν ἐπλήγην τὴν ψυχὴν εὐνοίᾳ τε τῇ ἐκείνου καὶ σῇ .
διὰ τῶν σῶν μαθητῶν σεσωσμένος καὶ τῇ σῇ συμφορᾷ λίαν ἐπλήγην , οἷος ὢν οἷα πέπονθας , τήν τε Τύχην
4572611 θελω
τὸ δὲ νηλής ἀπὸ τοῦ λῶ , ὃ σημαίνει τὸ θέλω , κατὰ στέρησιν ὁ φευκταῖος καὶ μὴ θελόμενος .
αου , λείψαντα συναμφότερον , ποιεῖν Μο κδ . Ἐπεὶ θέλω τὸν ὑπὸ τοῦ αου καὶ τοῦ βου , λείψαντα
4569427 ἐντρεπομαι
: γεννῶ . Ὠλένες : αἱ χεῖρες . Αἰδοῦμαι : ἐντρέπομαι . Αἰζηός : νέος . Αἱμύλος : ἀπατηλός .
, κλαίω , ὁμολογῶ σοφιστεύω , ὑπισχνοῦμαι , νομίζω , ἐντρέπομαι , ἐνατενίζω , εὐλαβοῦμαι . : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι
4567776 φιλω
ὅπως παρῇ τὰ προσόντα , ἐπιγένηται δὲ τὰ ἀπόντα τῷ φίλω ἀγαθά . τινὲς μὲν τοὺς τοιούτους λέγουσιν εἶναι φίλους
ἀεὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ὁ σὸς πατὴρ ἑταίρω τε καὶ φίλω ἦμεν , καὶ πρότερον ἐκεῖνος ἐτελεύτησε , πρίν τι
4555152 Χαλεπον
αὐτομάτως γινομένων : τὰς δ ' ἀρχὰς ἀορίστους εἶναι . Χαλεπὸν δὲ πάλιν αὖ τὸ τοὺς λόγους ἑκάστοις περιθεῖναι πρὸς
' οὐ ταῦτ ' ἀλλ ' ἐκεῖν ' ᾑρούμεθα ; Χαλεπὸν Πάμφιλε ἐλευθέρᾳ γυναικὶ πρὸς πόρνην μάχη . πλείονα κακουργεῖ
4549084 Ἐγω
ἔφη , οἴει θηρίου ἀγριότητα δυσφορωτέραν εἶναι ἢ μητρός ; Ἐγὼ μὲν οἶμαι , ἔφη , τῆς μητρός , τῆς
, καὶ τῶν τάφων τῶν προγόνων καὶ τῶν τροπαίων . Ἐγὼ δὲ ἁπάντων μὲν τούτων ἔφην δεῖν μεμνῆσθαι , μιμεῖσθαι
4543780 ἐγωγ
εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς . Οἶμαι ἔγωγ ' , ἔφη , συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν κομψοί
τῶν φίλων τῶν Πανταινέτου καὶ τῶν νόμων . οὐ γὰρ ἔγωγ ' ἐπεδήμουν , οὐδ ' αὐτὸς ἐγκαλεῖ . Βούλομαι
4539573 διακρινειε
: “ καί κ ' ἀλαός τοι , ξεῖνε , διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων , ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν
ἀπάτην συμπεραίνει τἀνθρώπῳ : καὶ σχολῇ γ ' ἄν τις διακρίνειε τὰς ἀπάτας περιουσίᾳ συνέσεως . Καθά φασι καὶ τὸν
4538664 ὁμολογω
' εἴρηκεν ὁ Κύνουλκος , ἀλλ ' ἐρωτικὸς μὲν εἶναι ὁμολογῶ , ἐρωτομανὴς δὲ οὔ . τίς δ ' ἔστ
δείξῃ τις ἢ φωνήν τι ἢ ψυχὴν ἔχον , ἀδικεῖν ὁμολογῶ καὶ παραβαίνειν τὸν νόμον . Πῶς ἐπινεφεῖ τὸ πρῶτον
4533949 ἑαλωκα
τὴν ἑτέραν , ἣν Παγίδα ἐπικαλοῦσιν ; Ἐκείνην , καὶ ἑάλωκα ὁ κακοδαίμων καὶ συνείλημμαι πρὸς αὐτῆς . Οὐκοῦν δι
καὶ σφοδρὸς Ἔρως : δεινὸν μὲν ὁμολογεῖν , ἀληθῶς δὲ ἑάλωκα . ” ταῦτα ἅμα λέγων ἐνεπλήσθη δακρύων , ὥστε
4530424 θαυμαζω
ἐπιτελέσαντες ? [ τὰ ἱερὰ ] εἶδον , ἔλασσον σφᾶς θαυμάζω μὴ γινώσκειν [ ] , ὅσοι δὲ παρὰ τοῦ
ἄνδρας , προέμενοι ἀπολέσθαι αὐτοὺς ἀποπλέοντες ᾤχοντο . οὐ μέντοι θαυμάζω γε τὸ Κριτίαν † παρανενομηκέναι † : ὅτε γὰρ
4527191 ἁμαρτησαι
ἥμαρτε προσάπαξ ὁ Πορφύριος , οὐκ ἔδει αὐτὸν καὶ πανταχοῦ ἁμαρτῆσαι . ἔπειτα καὶ εἰ οὐκ ἦν τὸ τοιοῦτον ὑφ
ἐν τῇ θαλάσσῃ ἓν τυγχάνομεν . ἦλθες οὖν καὶ ἐνταῦθα ἁμαρτῆσαι καὶ πλῆξαι ἡμᾶς . πάνυ δὲ τρομάσας καὶ κινηθεὶς
4522142 Ἀντιοπῃ
πολυφαγίαν ἐκωμῳδεῖτο , ὡς τὸ Βοιωτόν . Εὔβουλος γοῦν ἐν Ἀντιόπῃ φησί : πώνειν μὲν ἁμὲς καὶ φαγεῖν μάλ '
Ὑσιαὶ τῆς Βοιωτίας πόλις , ἧς μνημονεύει καὶ Εὐριπίδης ἐν Ἀντιόπῃ . Φ Φαλάγγια : Ὑπερείδης ἐν τῷ κατ '
4508152 στερεουται
τοῦ οὔρου , αὕτη δὲ συμπίπτει καὶ πυκνὴ γίνεται καὶ στερεοῦται ὥσπερ σίδηρος . Ἐπὴν δὲ συμπέσῃ καὶ στερεωθῇ ,
: ὑπὸ δὲ τῆς κινήσιος καὶ τοῦ πυρὸς ξηραίνεται καὶ στερεοῦται : στερεούμενον δὲ πυκνοῦται πέριξ : καὶ τὸ πῦρ
4506370 λεγους
μέγιστον ἐπὶ τούτοις ἔθνος . | τοὺς Ἀρκάδας μὲν οὖν λέγους ' αὐτόχθονας , | ὕστερον Ἀλήτην δ ' οἰκίσαι
ἐγὼ φιλῶ , καὶ δέλτος αὐτῶι ζῶντας οὓς δοκεῖ θανεῖν λέγους ' ἀπίστους ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων
4497480 ἐβουλομην
καὶ τοῦ μηδὲν παραλελεῖφθαί μοι τῶν γεγραμμένων ὑπὸ τοῦ Δάμιδος ἐβουλόμην ἂν καὶ τὰ διὰ τῶν βαρβάρων τούτων σπουδασθέντα εἰπεῖν
, τὰ δὲ ἀλλότρια πάνυ ἀκριβῶς θεῶνται . ἐγὼ δὲ ἐβουλόμην περιτετράφθαι μοι τὰς πήρας , ἵνα τὰ ἐμαυτοῦ μόνον
4485640 Ἀργαν
τίνων ποιητὴς ᾀσμάτων ; σεμνῶν πάνυ . τί πρὸς τὸν Ἀργᾶν οὗτος ; ἡμέρας δρόμῳ κρείττων . Παρ ' ἐμοῦ
δριμέως ἐν . . παπαῖ , μεστὸς γενόμενος πρὸς τὸν Ἀργᾶν βούλομαι κωδωνίσας πέμψαι ς ' ἀγωνιούμενον , ἵνα καὶ
4467465 ἐφησθα
τριῶν , ὡς ἔφην ⌊ ⌋ μὲν ⌊ ἐγώ , ἔφησθα δὲ σύ , ἔφη δ ' ἐκεῖνος ⌋ .
. ἐγὼ γάρ τοι , ἡνίκα μὲν ἄριστον τὸν Ἀχιλλέα ἔφησθα πεποιῆσθαι , ἐδόκουν σου μανθάνειν ὅτι ἔλεγες , καὶ
4458551 πιθανωτερον
μᾶλλον „ ἔφη ” τοῦτο ἡγώμεθα , ὦ Ἀπολλώνιε , πιθανώτερον γὰρ καὶ πολλῷ βέλτιον . ” „ διττὴ ἄρα
„ . Λέγουσιν αὐτὸν κεκεραυνῶσθαι . εἴη δ ' ἂν πιθανώτερον οὕτω . ἰατρικὴν κινήσας καὶ ὑψώσας αὐτὸς ὑπὸ πυρετοῦ
4457742 μεθερμηνευθεν
τάφον ἐπιγράψαι τὸ συγγραφὲν μὲν ὑπ ' ἐκείνου βαρβαρικῶς , μεθερμηνευθὲν δὲ ὕστερον ὑπό τινος Ἕλληνος : εὖ εἰδὼς ὅτι
ἐκεῖνοι κατέλιπον : Νεοκωμῖται γὰρ ἐκλήθησαν ἅπαντες , τοῦτο δὲ μεθερμηνευθὲν Νοβουμκῶμουμ λέγεται . ἐγγὺς δὲ τοῦ χωρίου τούτου λίμνη
4450619 αἰσχυνομαι
: ἐκ τοῦ Τίλλω , τὸ ἀνασπῶ . Αἰδοῦμαι : αἰσχύνομαι . Νίφω : βρέχω : ἐξ οὗ Νιφετός καὶ
, Γ ποδαγρᾶν , σπληνιᾶν , Γ χαλαζᾶν . Γ αἰσχύνομαι ] ἐλάχιστον γάρ ἐστιν ὃ μέλλω δοῦναι τίμημα .
4450114 σαφ
, ταῦτα τῷ βασιλεύοντι ἀνάγκη σοῦ μᾶλλον συμπαρομαρτεῖν , ἃ σάφ ' ἴσθι τοῦ εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀσχολίας παρέχει . οἶσθα
: ὁ γὰρ στρατηγὸς εὐτυχὴς τὰ πρόσθεν ὢν εἶσιν , σάφ ' οἶδα , καὶ μάλ ' οὐ σμικρὸν φρονῶν
4442284 Ἑλληνιστι
ὥσπερ ἄνθρωπον Ἰνδιστί , ἂν δὲ Ἑλληνιστὶ μάθηι , καὶ Ἑλληνιστί . περὶ τῆς κρήνης τῆς πληρουμένης ἀν ' ἔτος
κἂν μακρῷ τῷ ι χρῆται κἂν βραχεῖ , ὀξύνεται , Ἑλληνιστί , ἀμογητί , πανοικί . πῶς οὖν βαρύνεται τὸ
4441662 φρονω
τεύξῃ τάχα . Φῂς τάδ ' οὖν ; Ἃ μὴ φρονῶ γὰρ οὐ φιλῶ λέγειν μάτην . Ἄπαγέ νύν μ
ταῖς ἐλπίσι : ἄλλως : τὰ δὲ ἄλλα , ἃ φρονῶ , ἀρκέσει τοῖς ἔνδον διηγήσασθαι φίλοις , ὁποῖά ἐστι
4441273 ἀπολογεισθω
τῶν ἐμῶν ὁ πατὴρ πρὶν ἐστέρησεν , ἐκεῖνος μεριμνάτω καὶ ἀπολογείσθω σοι περὶ τούτου : θάρσει γέροντος χεῖρα : διὰ
[ ] ! τα . Ἑρμίας : κύριε [ ] ἀπολογείσθω ? ? ? ? Κ [ ] [ ]
4438224 μητροκτονον
τότε τοῦ κατὰ τῆς πατρίδος ἅπτου πολέμου , ἢ τὸ μητροκτόνον ἄγος αἰδούμενος εἶξον τῇ σεαυτοῦ μητρὶ καὶ δός ,
Ἀμφίλοχός τε * ) ὅτι οὐκ οἶδεν Ὅμηρος τὸν Ἀλκμαίονα μητροκτόνον . . . . . . κάλλεος εἵνεκα οἷο
4437346 Σωκρατες
ὢν πατρὸς οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος ,
δέ ποτε ὁ Ἀντιφῶν διαλεγόμενος τῶι Σωκράτει εἶπεν : Ὦ Σώκρατες , ἐγώ τοί σε δίκαιον μὲν νομίζω , σοφὸν
4430598 Ἀλκιβιαδη
σου ἰέναι ἐπὶ τὸ βῆμα λαβόμενος ἐροίμην : ” Ὦ Ἀλκιβιάδη , ἐπειδὴ περὶ τίνος Ἀθηναῖοι διανοοῦνται βουλεύεσθαι , ἀνίστασαι
παρεκάλουν , κέρδος δὲ ὅμως καὶ νῦν , ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη , ταῦτά σοί τε καὶ ἐμοί . ὥστε καὶ
4429290 φρονεεις
ηὔδα καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα : αὔδα ὅ τι φρονέεις : τὸ δὲ αὐδῶ παρὰ τὸ αὐδή αὐδῶ ,
πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις . αὔδα ὅ τι φρονέεις : τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν , εἰ δύναμαι
4426142 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
4424615 δεινοτατον
οἰκείους τῶν ἀλλοτρίων ποιοῦνται περὶ πλείονος . Ὃ δὲ πάντων δεινότατόν ἐστι , τοιοῦτος ὢν ὡς εὔνους τῷ δήμῳ τοὺς
ὃ δὲ μετὰ ταῦτα διοικεῖται Λεώστρατος οὑτοσί , τοῦτο πάντων δεινότατόν ἐστιν . ἐπειδὴ γὰρ αὐτὸς ἀπετύγχανεν τοῦ ἐγγραφῆναι ,
4417725 Εὐπολις
Φερεκράτης . τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν
σιπύα , ἔστι δὲ πολλάκις παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κωμικοῖς : Εὔπολις Χρυσῷ γένει , Ἀριστοφάνης Τελμησεῦσιν . Σιτηρέσιον : τὸ
4417315 ὀνω
τροπῇ τοῦ ε εἰς ο ὄνομα : ἢ ἀπὸ τοῦ ὀνῶ , ὅ ἐστιν ὠφελῶ , ὄνημα καὶ τροπῇ τοῦ
οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . ὀνῶ , ὄναρ , καὶ πλεονασμῷ τῆς διφθόγγου , ὄνειαρ
4415824 φλυαρειν
χρησαμένους ἀρετῇ , ἥδεσθαί τε συνόντας , ἐς ἀλλήλους τε φλυαρεῖν [ ] , καὶ σκώπτειν τοιαῦθ ' οἷα γέλωτα
Πύγελα λέγοντας τοὺς Ἀμαζῶνας μεταξὺ Ἐφέσου καὶ Μαγνησίας καὶ Πριήνης φλυαρεῖν φησὶν ὁ Δημήτριος : τὸ γὰρ ” τηλόθεν „
4414197 ἁγω
ἤτε κλεπίαν [ ] | ἀτῶντι . | οὐκ ἐτὸς ἁγὼ μέτρα χέω [ Λίνον ] οὐκ ἐξίκει [ :
αὐτῆς θέλω τόνδ ' , ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίαι : ἁγὼ τὸ πρῶτον οὐχ ἑκοῦς ' ἐδεξάμην , νῦν δ
4410590 μιαρον
μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
4393494 ἀντηλλαξατο
, κἀκεῖνος τούτου , ὅ ἐστι περιπεσεῖν τοῖς ἀλλήλων : ἀντηλλάξατο γὰρ οὗτος τὰ ἐκείνου καὶ ἐκεῖνος τὰ τούτου :
καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀφεῖσα ζωὴν τὴν μακαριωτάτην τῶν θεῶν ἐνέργειαν ἀντηλλάξατο . Εἰ δὴ κάθαρσιν παθῶν καὶ ἀπαλλαγὴν γενέσεως ἕνωσίν
4388561 ἀσπαζομαι
ὦ φίλη γῆ , διὰ χρόνου πολλοῦ ς ' ἰδὼν ἀσπάζομαι : τουτὶ γὰρ οὐ πᾶσαν ποιῶ τὴν γῆν ,
, ὦνδρες δημόται , ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν : ἀσπάζομαι δ ' ὁτιὴ προθύμως ἥκετε καὶ συντεταμένως κοὐ κατεβλακευμένως
4387086 ἀμαθες
οἴονταί τινες , οὐδὲ μεγαλόφρον , ἀλλ ' ἀνόητον καὶ ἀμαθές . οὐχ ὁρᾶτε τοῦ ξύμπαντος οὐρανοῦ καὶ τῶν ἐν
. εἶθ ' οὑμός , ἱερόσυλε , νῦν τρόπος ποεῖ ἀμαθές τι ; συντρίβει σε . τῆς παρρησίας . ἀλλ
4386052 βλεμμ
: Ἐκέκτητο . . μελαγχολᾷς : Μαίνῃ . . τὸ βλέμμ ' αὐτοῦ : Αὐτοὺς τοὺς ὀφθαλμούς . . κατὰ
, ὡς τὰ ξένων πρόσωπα φεύγουσιν φίλοις ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ ' ἔχειν φασὶν μόνον . τόλμα μεθ ' ἡμῶν
4380724 ἐναντιωτατον
γλυκυτάτῳ μηδεμίαν ἔχοντι ϲτύψιν , ὁποῖόν ἐϲτι τὸ Ϲαβῖνον : ἐναντιώτατον γάρ ἐϲτι τούτοιϲ τὸ ὀμφάκινον . ἐν μὲν οὖν
πλῆθος σπωμένοις ἢ τρέμουσιν ὠφελιμώτατον , τοῖς δὲ διὰ κένωσιν ἐναντιώτατον : τοῖς δὲ . . . . . .
4379433 μαινομενον
παραπλήσιόν τι ὅ φασι παθεῖν τινα ἐφ ' ἵππον ἀναβάντα μαινόμενον : ἁρπάσας γὰρ αὐτὸν ἔφερεν ἄρα ὁ ἵππος :
οἳ μὲν γὰρ ἀφελῆ τινα αὐτὸν ᾤοντο , οἳ δὲ μαινόμενον . καὶ γὰρ περὶ τὰς δωρεὰς ἦν παραπλήσιος :
4374471 νοεοντι
ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι θεοὶ νοέοντι πονηρόν , αἰδόμενός με κρύπτε : καὶ ὣς οὐκ
Ὀδυσσεύς : “ γινώσκω , φρονέω : τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις . ἀλλ ' ἔρχευ προπάροιθεν , ἐγὼ δ
4370242 μελαγχολᾳς
μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : Ἐκέκτητο . . μελαγχολᾷς : Μαίνῃ . . τὸ βλέμμ ' αὐτοῦ :
τοῦ ῥήματος , τὸ ποῖον δὴ λέγω , ὦ μοχθηρὲ μελαγχολᾷς , εἶπες δ ' ἂν οὑτωσί πως , ὦ
4363304 Μηδειᾳ
' ἧς ποιῆσαι τὰ μέλη καὶ τὴν διάθεσιν Εὐριπίδην ἐν Μηδείᾳ καὶ Σοφοκλέα τὸν Οἰδίπουν . Ἐρατοσθένης φησὶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
τῇ γενικῇ . Ἄλλως τε δὲ διὰ τοῦτο ἐν τῇ Μηδείᾳ δοτικῇ μακρόν ἐστι τὸ α , ἐπειδὴ τὸ ι
4362443 φρονημ
δείκνυμ ' ὅτι καὶ πρὸ ἐμοῦ τοῦτ ' εἶχεν τὸ φρόνημ ' ἡ πόλις , τῆς μέντοι διακονίας τῆς ἐφ
Φιλοκλέα β δεν οὖν , εἰ δ ' ἐστὶν Αἰσχύλου φρόνημ ' ἔχων . κόγχη διελεῖν διενεγκεῖν οὐδαμῇ Δάκης τίς
4356162 ᾐσθομην
γένοιτο μεμαρτύρηταί τε ὑμῖν : ἐπειδὴ δὲ ἐπεδήμησα ἐγὼ καὶ ᾐσθόμην καρπουμένους τούτους τὰ ἐκείνου , . . . ὁ
ἀναιρούμενον ; ἀλλ ' εἰ μὲν μὴ καὶ πρότερον ὑμᾶς ᾐσθόμην οὐκ ἀγνοοῦντας μέν , ὡς ἡ νίκη τῶν ἔργων
4354157 ἐκπληττομαι
, . . . , . Ἄγη : σημαίνει τὸ ἐκπλήττομαι καὶ τὸ θαυμάζω : γέγονε παρὰ τὸ ἄζω ἢ
ἀντὶ τοῦ φθονεῖν : τὸ δὲ ἀγῶ τὸ θαυμάζω καὶ ἐκπλήττομαι , γίνεται παρὰ τὸ χαίνω : κατ ' ἐπιτάσιν
4350344 τυχω
τόνδε τὸν λόγον σὲ θεωρῆσαι καὶ ἰδεῖν , ἵνα συγγνώμης τύχω μηδὲν ὅμοιον ἔχων εἰπεῖν . τῷ γὰρ ἂν εἰκάσειέ
τὴν θεσπιωιδὸν Θεονόην χρήιζων ἰδεῖν , σὺ προξένησον , ὡς τύχω μαντευμάτων ὅπηι νεὼς στείλαιμ ' ἂν οὔριον πτερὸν ἐς
4344338 καταλυομενης
πολιτείας ἀνῶνα . οἱ μέν γε πατρίκιοι τοῖς ὑπάτοις ὡς καταλυομένης αὐτῶν τῆς ἐξουσίας συναγανακτοῦντες τὸν ἐπιβαλεῖν χεῖρας τοῖς ὑπηρέταις
εἰ μὴ σιωπήσει . ἐφ ' ᾧ πάντες ἀνέκραγον ὡς καταλυομένης σφῶν τῆς ἐλευθερίας , καὶ μεστὸν ἦν ἀγανακτήσεώς τε
4342733 ὀνειδειον
: ὡς τέλος τέλειον , ἕλος ἕλειον , οὕτως ὄνειδος ὀνείδειον : διὰ τῆς ει διφθόγγου ἡ παραγωγή , καὶ
. Φ : . . . χάλκεον ἔγχος ἔχων καὶ ὀνείδειον φάτο μῦθον . . Φ : Καὶ ὀνείδειον φάτο
4341202 ἐπισταμαι
ἀρχὴν Σκαμανδρίῳ τῷ παιδὶ κατέλιπεν . ταῦτα δὲ ἔχοντα οὕτως ἐπίσταμαι σαφῶς ὅτι οὐδεὶς ἀποδέξεται , φήσουσι δὲ ψευδῆ πάντες
ἐκ φιλανθρωπίας κτήσασθαι δόξαν , καὶ οὕτως ἐγώ σε καλῶς ἐπίσταμαι ὥστε καὶ ὑπεσχόμην αὐτοῖς τὰ βελτίω , καὶ νῦν
4340879 ὀνειδιζω
γνώτωσαν , βοάτωσαν καὶ ποιείτωσαν . Καὶ τὸ μέμφομαι καὶ ὀνειδίζω καὶ ἐνοχλῶ καὶ λοιδοροῦμαι δοτικῇ συντάσσουσιν . Καὶ τὰ
πρώτην αὐτὸν πατέρα προσειποῦσαν ἀπολέσας . Καὶ οὐ τὸ δυστύχημα ὀνειδίζω , ἀλλὰ τὸν τρόπον ἐξετάζω . Ὁ γὰρ μισότεκνος
4340567 Τυ
αὖ ὁ Ἀμφιάραος ὑπήντησεν αὐτῷ : πάλαι γὰρ ἐτεθνήκει . Τὺ δ ' ἑκατηβόλε ] * Σύ , φησίν ,
τούτου ζητήσας . Γε μὰν ] Ἀλλ ' ὅμως . Τὺ δ ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον ] * Ἐάν τις
4336059 δυσθηρατον
, δυνήσεται τὸ δελεάζον καὶ κολακεῦον ὡς ἐχθρὸν ἀκατάλλακτον καὶ δυσθήρατον φύσει διαζεῦξαι . τοῦτο γὰρ ἔσθ ' ὃ δυσαπότριπτον
Ἱππώνακτος ὕκην ἀκούει τὴν ἰουλίδα : εἶναι δ ' αὐτὴν δυσθήρατον . διὸ καὶ Φιλητᾶν φάναι : οὐδ ' ὕκης
4330432 ὠφελον
ἐκεῖνοι μὲν τῆς μάχης ἤδη κεκριμένης ἀφίκοντο , ὡς μήποτε ὤφελον : οἱ σφενδονῆται δὲ οὐδὲ ὅλως παρεγένοντο , διόπερ
γέ - γονεν εἰδὼς οὐδὲ γινώσκων , ὡς μηδὲ νῦν ὤφελον . καὶ μὴν καὶ τὸ θαυμάζειν τι πρᾶγμα ἠθικὸν
4329942 μεμνησθε
ἐργάζεται διδάσκων ἄρχειν . ἐκεῖνά τε οὖν μανθάνετε καὶ ἡμῶν μέμνησθε καὶ Μάγνῳ πληροῦτε τὰς ἐλπίδας . Ἓν αἰτοῦντι δύο
τὸ μέγιστον , ὅτι πρεσβύτερον εἴη ψυχὴ σώματος ἅπασα παντόςἆρα μέμνησθε ; ἢ πάντως που τοῦτό γε ; ὃ γὰρ
4325713 γελασας
κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον
λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ

Back