μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
7644086 ἐπιβουλον
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα ἢ στρουθὸν ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . πρὸς οὓς Μασανάσσης ὁ Μαυρουσίων βασιλεὺς εἶπε
ἀπ ' ἀρχῆς βάλλει . Καὶ ἐπὶ τῷ βωμῷ τὸν ἐπίβουλον : λείπει , χρὴ κτείνειν . Ἀγασικλῆς ὁ Λακεδαιμονίων
7351301 πανουργον
δηλοῖ . μέτωπον ὥσπερ λόφους καὶ ὀρύγματα ἔχον ἐν ἑαυτῷ πανοῦργον καὶ ἄπιστον ἄνδρα κατηγορεῖ , ἐνίοτε δὲ καὶ μωρὸν
τοὺς κεκρατηκότας φεύγωσι . διαβάλλει δὲ Εὐριπίδην ἐνταῦθα ὡς λίαν πανοῦργον καὶ τὰ τοιαῦτα ἐν τοῖς δράμασιν ἐπιτηδεύοντα . ]
7191541 συκοφαντην
: εἰς τοῦτο γὰρ ἕκαστον σπεύδει . μεταφορικῶς γάρ φαμεν συκοφάντην τέλειον καὶ κλέπτην τέλειον καὶ κακὸν τὸν μὴ καταλελοιπότα
τι βαλεῖν φοβούμενοι τὸ σαθρὸν αὐτῶν . ἀγγείῳ ] τὸν συκοφάντην . χρώμενος ] λέγει διὰ τὸ καὶ αὐτὸν κράζοντα
7129069 ἀνανδρον
καὶ εὐμάθειαν δείκνυσι . μήτε πάνυ χθαμαλὸν ἐπαίνει μέτωπον , ἄνανδρον γάρ , μήτε κυρτὸν καὶ ὑψηλὸν καὶ περιφερές ,
τοῦ Μεγαρέως . τεμοῦσα δὲ τὴν χρυσῆν αὐτοῦ τρίχα καὶ ἄνανδρον * αὐτὸν * ἐργασαμένηἐν ἐκείνῃ γὰρ τῇ τριχὶ ἦν
7005573 γεροντα
καὶ Κλεῖτον τὸν σοφὸν καὶ Φιλώταν τὸν καλὸν καὶ τὸν γέροντα Παρμενίωνα καὶ τὸν διδάσκαλον Καλλισθένην καὶ Ἀριστοτέλην ἐμέλλησε καὶ
Ἵνα σβέσωμεν τὸ πῦρ . ὦ τύμβε : Ὡς πρὸς γέροντα εἶπεν . ἀντὶ τοῦ ὦ ταφῆναι ἄξιε . [
6941158 εὐγηρων
τὸ σοφόν καὶ τὸν σοφόν , τὸ εὔγηρων καὶ τὸν εὔγηρων , εἰ δὲ περισσοσυλλάβως τῇ κλητικῇ , τὸ ἄρσεν
ἀρσενικοῦ ὁμοφωνεῖ , οἷον τὸν σοφόν τὸ σοφόν , τὸν εὔγηρων τὸ εὔγηρων . οὕτως οὖν τὸν ἀξιόχρεων τὸν ἀνάπλεων
6929901 μισητον
λείπει ἔργον . λόγωι ] ἐν διηγήματι . κατάπτυστον ] μισητόν . ἤικασεν δέ τις ] εἰκονίσειέ τις . τὸ
ἐπιπονέστερον . στυγερὸν δὲ σημαίνει μὲν [ καὶ ] τὸ μισητόν , σημαίνει δὲ καὶ τὸ ἐπίφοβον : ἐνταῦθα δὲ
6923457 ἀστειον
: ὕπτιον δὲ κεῖσθαι , τὰ σκέλεα ἐκτεταμένον , οὐκ ἀστεῖον : εἰ δὲ καὶ καταῤῥέοι προπετὴς ἐπὶ πόδας ,
. πλέον ἢ ἐνιαυτῷ πρεσβύτερος ὑπὸ τῆς ἀηδίας γίνομαι : ἀστεῖον . τὸ γὰρ ὑπὸ τῆς ἀηδίας οὕτω διατίθεσθαι ,
6855381 ἀπαιδευτον
τε καὶ σύ , ὑπ ' ἀγροικίας ῥῆμά τι εἰπεῖν ἀπαίδευτον εἰς τοὺς ταῦτα γεγραφότας τε καὶ διδάσκοντας ὡς ῥητορικὴν
εἶπε καταχρηστικῶς . φλαῦρον ] φλύαρον , κακόν . , ἀπαίδευτον , ἀνόητον . , αἰσχρόν , ἄσχημον , ἀπρεπές
6817503 λοιδορον
οὖν ἰδίως ἐκάλεσαν βαρβάρους , ἐν ἀρχαῖς μὲν κατὰ τὸ λοίδορον , ὡς ἂν παχυστόμους ἢ τραχυστόμους , εἶτα κατεχρησάμεθα
, εὐφραίνου ἐπ ' αὐτοῖς . εἰ τὸ κακόηθες καὶ λοίδορον ἀποτέθεισαι , μεμείωκας , εἰ τὸ προπετές , εἰ
6784432 βδελυρον
οὐδὲ χρηστοῦ τοὺς τρόπους , ἀλλ ' εἰς ἀμαθῆ καὶ βδελυρόν . Ἀλλὰ μὴ παρῇς ἅ σοι διδόας ' ἐν
, ἢ τοὐναντίον τοῦτον ἀεὶ καὶ πανταχοῦ θεοῖς ἐχθρὸν καὶ βδελυρόν ; ἐγὼ μὲν οἶμαι τοῦτον τοιοῦτον : ὃν γὰρ
6760982 σοφον
τὰς ἀρχάς , οὐκ ἄδηλον οἶμαι καὶ τοῖς τυχοῦσι . σοφὸν δὲ ἐνταῦθα τὸν θεολόγον φησί , τὸν περὶ τὰ
ἀλεύρων ποίησις ἅμα καὶ τροφὴ καλὴ μὲν καὶ ἀγαθή , σοφὸν δὲ ἄνδρα τελέως οὐκ ἐθελήσει ποτὲ ἀπεργάσασθαι : τοῦτο
6743250 μωρον
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς
6740512 τραγικον
εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ : σημειοῦνταί τινες τοῦτον διὰ τὸ τὸν τραγικὸν Ἀστυδάμαντα παράγειν τὸν Ἕκτορα λέγοντα : δέξαι κοινήν μοι
' ἔχεις ἄπλατον ἐν τοῖς ὠσίν . καταπεσεῖν τι βούλομαι τραγικὸν πέσημα . πάντων γέ τοι μέτρον ἐστὶ τοὐπιεικές .
6707216 μεμψιμοιρον
ἐν Γέταις χαλαζᾶν καὶ ἐν Αἰθίοψιν εὐωχεῖσθαι . Τὸ δὲ μεμψίμοιρον οὐδὲ οὕτω διαφυγεῖν ῥᾴδιον , ἀλλὰ πολλάκις οἱ μὲν
] διὰ μέσου ταυτὶ ] ταῦτα τὸν φόρτον ] τὸν μεμψίμοιρον ἁρπασόμενος ] μέλλων ἁρπάσαι ἡδὺ πράττειν ] πρᾶγμα εὐτυχεῖν
6686253 κομψον
, ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ
. συνουσίᾳ ] συντυχίᾳ , συνομιλίᾳ καὶ διαλέξει . ” κομψὸν ἐν συνουσίᾳ “ φησὶν ἤγουν ἐν συνομιλίᾳ . συνουσία
6676849 ἀκολαστον
τὸν ἀδικοῦντα λέγειν ὅτι οὐ βούλεται ἄδικος εἶναι ἢ τὸν ἀκόλαστον ὅτι οὐ βούλεται ἀκολασταίνειν : εἰ γὰρ καὶ βουλόμενος
κυβευταὶ συνίασι . καὶ ὁ σκιροφόρος , ὃ σημαίνει τὸν ἀκόλαστον καὶ κυβευτήν , ἀπὸ τῶν ἐν Σκίρῳ διατριβόντων .
6668392 λυπουμενον
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν ,
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ
6633896 παρασιτον
τούτοις τιμῶσι μάλιστα , οἷς καθ ' ἡμέραν καὶ τὸν παράσιτον , ” Καλῶς νὴ Δία ἔγραψεν ὁ παῖς ,
σε ἐν γαστρὶ λαμβάνειν ἀεί . ὁ δ ' αὐτὸς παράσιτον ἀκούσας ὑπὸ γραίας τρεφόμενον συγγιγνόμενόν τε αὐτῇ ἑκάστης ἡμέρας
6628112 μαινομενον
παραπλήσιόν τι ὅ φασι παθεῖν τινα ἐφ ' ἵππον ἀναβάντα μαινόμενον : ἁρπάσας γὰρ αὐτὸν ἔφερεν ἄρα ὁ ἵππος :
οἳ μὲν γὰρ ἀφελῆ τινα αὐτὸν ᾤοντο , οἳ δὲ μαινόμενον . καὶ γὰρ περὶ τὰς δωρεὰς ἦν παραπλήσιος :
6627874 πλεονεκτην
δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην καὶ ἅρπαγα καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων . καὶ ὁ Κῦρος ἐπιγελάσας εἶπεν :
ὥστε καὶ εἰ τοῦτό τις ἐποίησε † τὸ τὸν ἀδικοῦντα πλεονέκτην καὶ τοῦτο ἔχει , ἑκὼν ἄνισα νέμων . ὁ
6575791 ἐργατην
πῶς οὖν ἄν τις περιφανέστερον ἐπιδεῖξαι δύναιτο , ὅτι γῆς ἐργάτην ἀλλ ' οὐ γεωργὸν ὁ νομοθέτης νομίζει τὸν φαῦλον
ἂν ὕστερον . Καλῶς νομίζεις . Ἀλλ ' ὅμως τὸν ἐργάτην πέμψον τινὰ στελοῦντα , μηδὲ τοῦτ ' ἀφῇς .
6556410 ὑπερηφανον
ἧς ἐβουλήθην κρατήσας οἰκουμένης , καὶ μηδὲν ὑπὸ τῆς ἐξουσίας ὑπερήφανον μηδὲ σκαιὸν εἰς τοὺς ἀρχομένους ἀναγκασθεὶς ἁμαρτεῖν , ἀλλ
. : Βροῦτος ὑπὸ πάντων ὕπατος χειροτονηθεὶς , ἐφυγάδευσε τὸν ὑπερήφανον Ταρκύνιον τυραννικῶς ἀναστρεφόμενον . Ὁ δ ' ἐλθὼν εἰς
6539944 βασκανον
εὖ ] ἕρδειν γέροντα , μηδὲ γυναῖκα , μηδὲ παῖδα βάσκανον , μηδὲ κύνα τινὸς , μηδὲ λάλον κωπηλάτην :
ἔδωκε τῷ Ἀβραὰμ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα „ . βάσκανον μὲν καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες φύσει κακία , ἥμερον
6538988 κιναδος
τὸ κίναδος , οὐχ ὥς τινές φασι πᾶν ἑρπετόν . κίναδος : εἶδός τι θηρίου , ὡς καὶ Δημοσθένης ἐν
ποιηταὶ τὴν ἀλώπεκα , ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ αἰδοῖα . κίναδος ] ἀναιδής , πεπονηρευμένος . . τρύμη ] τρυπάνη
6534277 τολμηρον
τέλει κορωνίς . 〛 θερμὸν ἔργον : Παράδοξον , ἢ τολμηρὸν , ἢ εὐκίνητον . Πενία παραβάλλουσα μάχεται πρὸς Χρεμύλον
ἀλόγων ζῴων , ὥσπερ ὅταν λέοντα λέγωμεν φύσει ἀνδρεῖον , τολμηρὸν ὄντα , καὶ ἄλκιμον καὶ τῶν φοβούντων καταφρονητικόν ,
6521519 κιναιδον
ὦ Ἀθηναῖοι , δοίητ ' ἄν μοι συγγνώμην , εἰ κίναιδον αὐτὸν προσειπὼν καὶ μὴ καθαρεύοντα τῷ σώματι , μηδ
ἄδολον κίναιδον καὶ τὰ γενέσια [ ] οἶδα κλῆσιν καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε
6521175 κακουργον
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν
6511741 ἀγροικον
τρυφῆς ἐπιλήσεται , παθὼν δὲ γνώσεται οἷόν ἐστι τὸ τὴν ἄγροικον σωφροσύνην ἀσπάζεσθαι . Θαμίζεις εἰς ἄστυ [ κατιών ]
μεγάλην , τῇ δὲ ἡλικίᾳ πρεσβυτέραν , τὰ μὲν ἄλλα ἄγροικον στολὴν ἔχουσαν , πλοκάμους δέ τινας πολιοὺς καθεῖτο .
6497641 δειλον
ἡμεῖς γε εἰς τὴν Ῥώμην κατάσκοπον πέμπομεν . οὐδεὶς δὲ δειλὸν κατάσκοπον πέμπει , ἵν ' , ἂν μόνον ἀκούσῃ
αὐτοῖς ἢ βλάβας ἐπεισάγοντες μετανοοῦσι : ἔσθ ' ὅτε δὲ δειλὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ἦθος ἀναλαμβάνοντες , ἐγκρατεῖς καὶ ὑποκριτικοὶ καὶ
6496809 πτωχον
ἐστιν ἐργαζόμενον . : Ταπεινὸν καὶ εὐτελῆ καὶ ἄσημον , πτωχόν , χειροτέχνην . μήποτ ' ὦ Μοῖραι : Ὁ
ὑπομονή , μάταια ἀγαπῶντες , διώκοντες ἀνταπόδομα , οὐκ ἐλεοῦντες πτωχόν , οὑ πονοῦντες ἐπὶ καταπονουμένῳ , οὑ γινώσκοντες τὸν
6493109 ἀτιμον
γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτίχ ' ὑπερκρέμαται , ἐχθρὸν ὁμῶς καὶ ἄτιμον , ὅ τ ' ἄγνωστον τιθεῖ ἄνδρα , βλάπτει
τὰ Πέρσου γράμματα κατά τινας μὲν ἀνεῖλον κατά τινας δὲ ἄτιμον ἐποίησαν ὡς καὶ Ἄρθμιον τὸν Ζελείτην ἠτίμωσαν χρυσίον βαρβαρικὸν
6491781 κλεπτοντα
, τὸν παρὰ τοῦ Πλούτωνος ἐξελθόντα λέγειν ἕως τοῦ , κλέπτοντα τἀλλότρια . τὸ δὲ μἀλλ ' ὑπερφυᾶ , τὸν
λείχειν τὰ ὦτα καὶ ἐμπνεῦσαι αὐτῷ τὴν μαντικήν . διόπερ κλέπτοντα αὐτὸν τὰς βόας τοῦ Ἰφίκλου περιληφθέντα δεθῆναι καὶ τοῦ
6482100 φιλαργυρον
' πιμελητὰ ἀντὶ τοῦ ὦ ἐργοδότα , ὃν δὴ ἐργοδότην φιλάργυρόν φησι . καταπρίων τὸ κύμινον : τοῦτο παρ '
' πιμελητὰ ἀντὶ τοῦ ὦ ἐργοδότα , ὃν δὴ ἐργοδότην φιλάργυρόν φησι . καταπρίων τὸ κύμινον : τοῦτο παρ '
6448250 σκυθρωπον
καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος , ὅκα μὲν ἐπὶ τὸ σκυθρωπόν τε καὶ χαλεπὸν καταφερόμενος , ὅκα δὲ ἐπὶ τὸ
τὴν ἐπιμέλειαν αὐτοῦ παρειληφότων ἀνέσεις ἔχειν ἐπιτρεπόντων καὶ μηδὲν ἐπιδεικνυμένων σκυθρωπόν , ἀλλ ' αἰδῶ καὶ σεμνότητα παραφαίνων ἀκούσμασι καὶ
6447437 τεττιγα
τοῦ τεμένους παρέχει τοιοῦτον εἰκάζειν . ἀηδόνα μὲν οὖν καὶ τέττιγα , τὰς ὄρνις τῶν ποιητῶν , ἀπεδοκίμασεν εὖ ποιῶν
, οὐκ ἀνδόν ' , οὔτε τρυγόν ' , οὐ τέττιγα . Τοῦτ ' ἔστιν Ἀκαδήμεια , τοῦτο Ξενοκράτης ;
6443288 Πλουτον
ἐνίκησαν Κορκυραῖοι παρὰ πολύ . . τὸν θεόν : Τὸν Πλοῦτόν φησι . . ἔρημον : Ἔρημος κυρίως ἡ μονωθεῖσα
τυφλὸς δ ' οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος : τυφλὸν τὸν Πλοῦτόν φασιν , ἐπειδὴ τοὺς πλουτοῦντας ὁρῶμεν πηροῦσθαι τὴν διάνοιαν
6435161 αὐλημα
αὐλεῖν , ὑπαυλεῖν , προσαυλεῖν , καταυλεῖν , παραυλεῖν , αὔλημα , ἔναυλον , ἔξαυλον , ἐξηυλημένος . καὶ πολύφθογγος
διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί . αὔλημα δ ' ὄρθιον , ἀφ ' οὗ καὶ νόμος
6434177 ἀδοκιμον
τούτων μὲν καὶ συγγενῶν ὄντων , σχολῇ γ ' ἂν ἀδόκιμον καὶ μιξοβάρβαρον προσεῖτο φωνήν . ὁ δ ' οὖν
ψαλμῳδὸν ἐδιηγούμεθα δικαιώματα , καὶ τὸ μοχθηρὸν ἡμῶν τῶν τρόπων ἀδόκιμον τὸ περιφανὲς τοῦτο καὶ σεβάσμιον ἀπειργάσατο , ἀνάξιον κρίναντος
6430692 γενναιον
ἀετὸν οὖν τὸν Ξέρξην φησὶ , διὰ τὸ βασιλικὸν καὶ γενναῖον , ἱέρακα δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στράτευμα , διὰ
“ καὶ κατακρώζεις ; ” Υἱὸν μονογενῆ δειλὸς εἶχε πρεσβύτης γενναῖον ἄλλως καὶ θέλοντα θηρεύειν . τοῦτον καθ ' ὕπνους
6427954 ἀλαζονα
Τιρύνθιον πλίνθευμα , κυκλώπων ἕδος τραπεζίτην Πάριν φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα χαλκόδοντας στόλους χθονίαν λώβαν χθονίους Ἰναχίδας . . χρωματισθεὶς
ἴσως καὶ αὐθαδίζομαι , καὶ ἐπεστόμισεν ἄν με Σωκράτης ὡς ἀλαζόνα ὄντα , διότι μηδὲ εἶναι σοφὸς ᾤετο καὶ ὡμολόγει
6426138 συνετον
λόγους ἀεὶ τὰ σεμνὰ πάντα κέκτηται φθόνον ἅπαν τὸ λίαν συνετόν ἐστ ' ἐπίφθονον ἀδικώτατον πρᾶγμ ' ἐστὶ τῶν πάντων
ἐπὶ παραδειγμάτων ὅτι οὐκ εἰκὸς ἐθελῆσαι προδοῦναι Περικλέα , τὸν συνετόν , τὸν οὕτω λαμπρὸν καὶ μέγαν καὶ στρατηγὸν ἔνδοξον
6425267 χλευην
μ ' , ὦ μάταιε ναῦτα , τὴν ἄκραν κάμπτων χλεύην τε ποιεῦ καὶ γέλωτα καὶ λάσθην . οὐ γάρ
ὁπότε μικρά τις αὐτὸ μόνον αὔρα καταπνεύσειεν εὐπραγίας , ὡς χλεύην καὶ πλατὺν γέλωτα ἡγεῖσθαι τὰς τῶν δημοτικωτέρων ἀνθρώπων περὶ
6421554 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
6416620 πονηρον
. . : Πόνηρον βαρυτονούμενον , ὡς σόλοικον , καὶ πονηρόν ὀξυτονούμενον , ὡς κυδοιμόν , φασὶ διαφέρειν παρὰ τοῖς
ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ διακινδυνεύοντα ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόν , πολλὰ ἂν περιεσκέψω εἴτ ' ἐπιτρεπτέον εἴτε οὔ
6410668 ἀνοσιον
ἐν πάσῃ πράξει τὸ ὅσιον αὐτὸ αὑτῷ , καὶ τὸ ἀνόσιον αὖ τοῦ μὲν ὁσίου παντὸς ἐναντίον , αὐτὸ δὲ
δὲ ἰχθυοπωλῶν φιλοσοφώτερον γένος οὐκ ἔστιν οὐδέν . οὐδὲ μᾶλλον ἀνόσιον . ἐπεὶ γὰρ αὐτοῖς οὐκ ἐτ ' ἔστ '
6406371 εἰρωνα
ῥῖνα κεκλασμέναι στρυφνόν , αἱ δὲ πρὸς τοὺς κροτάφους κεκλασμέναι εἴρωνα , αἱ δὲ κατεσπασμέναι φοβερόν . κανθοὶ οἱ μὲν
οὑτωσὶ φράζει : γενέσθαι μὲν αὐτὸν ῥητορικώτατον καὶ δεινόν , εἴρωνα δὲ καὶ ἐραστὴν φθόνου καὶ τὸ κακόηθες ἐπαινοῦντα κατηφῆ
6386906 φθεγγομενον
πρὸς τὸ φρέαρ τὰς κοιλίας πλύνειν κελεύεται . τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ : ἐπειδὴ μηδὲν τῇδε τοῖς σχολιογράφοις ἐρρέθη
αὐτῶν πρὸς δύο ποιουμένους τὴν ἀναφοράν , πρός τε τὸ φθεγγόμενον καὶ τὸ κρῖνον : ταῦτα δ ' ἐστὶν ἥ
6342156 ἀβελτερον
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης
6337610 κιβδηλον
ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων , ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [ δηλοίην σε ] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας
μοχθηρῶν ἡ ἀπάτη : καὶ δόκιμον μὲν ἡ δίκη , κίβδηλον δέ τι ἡ ἀπάτη : καὶ ἰσχυρὸν μὲν ἡ
6325707 κυνιδιον
τυφλός : οὔτε γὰρ πέφυκεν ἔχειν ὀφθαλμούς . τὸ δὲ κυνίδιον λέγεται στέρησιν ἔχειν , ἡνίκα μὴ ἔχει ἐν τῷ
κνισοτηρητής : ὁ κνίσαν καὶ δεῖπνα ἐπιτηρῶν . κυνάριον καὶ κυνίδιον : ἄμφω δόκιμα . καλλιτράπεζος : ὁ καλὴν καὶ
6316557 ξενον
σοφίας ἐρῶντες . Ἐπεὶ δὲ Ἀθήνησιν ἐγένετο , ποιεῖται αὐτὸν ξένον ὁ Ἡρώδου τοῦ σοφιστοῦ πατὴρ Ἀττικὸς θαυμάζων ἐπὶ ῥητορικῇ
ἡ περὶ πάσης τῆς ἀρχῆς βουλὴ καὶ τὸ μηδὲν ἐκκρίνειν ξένον εἰς μηδὲν ὧν ἂν δύνηταί τε καὶ δέῃ ποιεῖν
6314879 Ἀκεστορ
εὐθέως λέγειν , ἢ φέρεται θύραζε . οἶδα δ ' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ
ποιῇς , ῥᾴων ἔσει τὴν οὐσίαν . Τὸν δὲ Μύσιον Ἀκέστορ ' ἀναπέπεικεν ἀκολουθεῖν ἅμα . Ἀλλ ' ἡ μὲν
6301224 πτωχῳ
ἠμφίεστο , ἀπῄει πρὸς τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως , οὐ πτωχῷ , φησίν , ἐναλίγκιος οὐδὲ ἱκέτου ἐν σχήματι κατεπτηχότος
ὄπισθε μένοντες . ὁ δ ' ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ
6299512 ἀθεον
καὶ συνεσφίγχθαι ὀρθὸν καὶ βίον καὶ λόγον ἐργαζομένου . τὸν ἄθεον οὖν καὶ ἀσεβῆ Κάιν δεόντως καταρᾶται , ὅτι τοὺς
. Ἀπέρχονται οὖν , φησὶ , τουτέστι φεύγουσιν ἐπὶ τὸ ἄθεον καὶ σκοτεινόν , φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης . Τὸ
6294051 ἐχθιστον
σίδηρον . καὶ ὁ ἔρως ταὐτόν ἐστιν . οἷς ἐκεῖνος ἔχθιστον καλεῖ τὸ θεῖον , περιτρέπων τὸ συμφυὲς ἀρρώστημα ἐς
ἐξικνούμενον : κατερχόμενον . ἐῢς πάϊς : ἀγαθὸς παῖς . ἔχθιστον : μεμισημένον . ἑστῶσαν : ἐπηρμένην , ἐξεστηκυῖαν .
6289886 ἀπανθρωπον
κατὰ θάλασσαν πειρατάς φασι διὰ τὸ ἄλογον αὐτῶν ἢ τὸ ἀπάνθρωπον , οἱ δὲ διὰ τὸ κῆτος ὅπερ ἀνεῖλεν .
' ἀμείνων . οὐ γὰρ ῥᾴδιον οὕτω τινὰ ἐν ἀνθρώποις ἀπάνθρωπον φῦναι ὥστε παρ ' οὗ τὰ ἔσχατα πείσεσθαι προσεδόκησε
6279815 δολερον
σκέπασμα . Ὡς δὲ πάϊς : παραβολή . δολόεντα : δολερόν . μόρον : φόνον . λίχνοισι : λαιμάργοις :
κῦμα , ὅτε νοήσῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἀγρευτήρων δολόεντα ] δολερόν δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ]
6273176 μυσος
ὡς οὖν ἀπέκτεινεν ὁ Τληπόλεμος τὸν Λικύμνιον , φεύγων τὸ μύσος εἰς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐμαντεύσατο ὅποι χρὴ τραπέσθαι . ὁ
' ἐμφύλιον ἐπιτελεσαμένην , φυγεῖν ἐκ τῆς πατρίδος διὰ τὸ μύσος . συμμαχήσασαν δὲ τοῖς Τρωσὶ μετὰ τὴν Ἕκτορος τελευτὴν
6266984 φιλησαι
ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ , καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι
' Ἔρως ἔχ ' αὐτό φησιν . Χαλεπὸν τὸ μὴ φιλῆσαι , χαλεπὸν δὲ καὶ φιλῆσαι : χαλεπώτερον δὲ πάντων
6266429 ἐραστην
ὅπως ἂν ᾖ πάντα ἀγνοῶν καὶ πάντα ἀποβλέπων εἰς τὸν ἐραστήν , οἷος ὢν τῷ μὲν ἥδιστος , ἑαυτῷ δὲ
ἰδεῖν γυναῖκας ἀνασχομένη . σώφρων γέγονας σὺ καὶ φιλεῖς τὸν ἐραστήν , μακαρία τῆς εὐφημίας : ἡμεῖς δὲ πόρναι καὶ
6265704 Ἀσκληπιον
. ὄγδοος δὲ ἐγένετο ἐπὶ τούτοις ὁ Ἔσμουνος , ὃν Ἀσκληπιὸν ἑρμηνεύουσιν . οὗτος κάλλιστος ὢν θέαν καὶ νεανίας ἰδεῖν
, Λέοντι , Τοξότῃ , ἐν Τοξότῃ δὲ καὶ Ἰχθύσιν Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγίειαν , ἐν δὲ Παρθένῳ καὶ Αἰγοκέρωτι Διόνυσον
6259815 ἀναιδη
τὸν μηρὸν κάμπτει , διὸ καὶ κάμηρος λέγεται . Ἄνθρωπον ἀναιδῆ καὶ κατὰ τὴν ὅρασιν ὀξὺν θέλοντες δηλῶσαι , βάτραχον
νῦν μοι θράσος καὶ γλῶτταν εὔπορον δότε φωνήν τ ' ἀναιδῆ . Ταῦτα φροντίζοντί μοι ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ
6259460 λαλον
, ἣν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦνται . ἦ πού με καὶ λάλον ἀποκαλοῦσιν αἱ νύμφαι καὶ διακόνους ἄλλοτε ἄλλους ἐκπέμπουσιν ὀψομένους
σε ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου
6248103 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
6237916 ἀνδροφονον
ταῦτα κελεύει καὶ ἀπ ' αὐτῶν τῶν βωμῶν ἐκδοῦναι τὸν ἀνδροφόνον . Ἀλλ ' οἱ μὲν ξίφεσιν ἢ δορατίοις ἢ
. Καλοῦσι δὲ αὐτὴν ἐπιχωρίῳ φωνῇ Διδὼ , ὃ ἔστιν ἀνδροφόνον . Πρότερον δὲ Φοινίκων εἶπεν , ἐπειδὴ πρῶτοι Φοινίκες
6236791 ἀμαθη
διατριβή : τὸ δὲ μέγιστον , ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται
Ἑλλάδος : καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς πολυφθόρους , Πύρρωνα δ ' ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον . Μεμήνασι δ ' οὗτοι . τῷ
6230557 μανιωδες
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν ,
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς
6225944 ἑταιρον
πολλαῖς ἡμέραις μικρὸν ἀνύσῃ μέτρον . πέρασον οὖν ἡμῖν τὸν ἑταῖρον οὐ τὸν Δαιδάλου τρόπον , ἀλλ ' οἶσθα ὃ
καὶ γὰρ καὶ ταῦτα αὐτῷ ὑπάρχει . Ἑρέννιον τὸν ἐμὸν ἑταῖρον φθάνεις μὲν ἐπιστάμενος , οὔπω δὲ ἱκανῶς , ὅσον
6222011 κωμικον
οἱ φιλομαθοῦντες , ἧς χωρὶς οὐδὲν σεμνὸν ἐξευρίσκεται κατὰ τὸν κωμικόν . τούτου δ ' ἕνεκεν καὶ ἐπὶ ἐννέα νύκτας
ἐφηβεῦσαι Ἀθήνησι : γενέσθαι δ ' αὐτῷ συνέφηβον Μένανδρον τὸν κωμικόν : Σάμιος δ ' ἦν καὶ Κρεώφυλος , ὅν
6221512 κοσμιον
πᾶς δῆμος ἀποσπώμενον προὔπεμψε , θαυμάζων τὸ ἐν τῇ παρεπιδημίᾳ κόσμιον καὶ σῶφρον , καὶ ἅμα οἰκτείρων τὴν τύχην .
δὲ αἳ μὲν λάβρως αἳ δὲ κοσμίως , καὶ τὸ κόσμιον γενναιότερον τοῦ ἀκόσμου . ἀγαθαὶ δὲ ὅσαι μὴ κακόσιτοι
6220628 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
6220279 χαιροντα
. θ φιλαίματον ] φιλόψυχον . φιλαίματον ] τὸν αἵμασι χαίροντα ἔφορον τοῦ φόνου θεόν . θΞ Φόβον ] Δεῖμος
ματαίους ἄνδρας δηλοῖ , ὠχρὰ δὲ ὄμματα καὶ ἀλλοχροίας ἔχοντα χαίροντα ἄνδρα καὶ ὑπονοούμενον εἰς κλεψοσύνας τὸν τοιοῦτον σημαίνει :
6210301 φρονιμον
, . καὶ μὴν οὐδ ' ὁ ἄφρων διδάξει τὸν φρόνιμον : οὐδὲ γὰρ ὁ τυφλὸς μηνυτικὸς γίνεται τῷ βλέποντι
ὅτι ἄνευ οἰκονομίας ἢ ἄνευ πολιτείας οὐ δυνατὸν εἰδέναι τὸν φρόνιμον τὸ ἑαυτοῦ ἀγαθόν . Πιστοῦται τὸ λεγόμενον καὶ ἀπὸ
6204448 χωλον
θᾶσσον , καὶ ὅ τι βραδύτερον , καὶ ὅ τι χωλὸν , καὶ ὡς , καὶ οὔ : καὶ διότι
: ] ἔτι γὰρ αὕτη ἡ ἐλπὶς γίνεται σωτηρίης , χωλὸν δὲ γενέσθαι τὸ ἄρθρον ἐς ὃ ἀπεστήριξεν , ἀναγκαῖόν
6194920 εὐγενες
ἐπιστασίας καὶ στρατηγίας . ἐνορῶν οὖν ὁ πατὴρ αὐτῷ φρόνημα εὐγενὲς καὶ μεῖζον ἢ κατ ' ἰδιώτην ἐθαύμαζε καὶ περιεῖπε
ἀπώλεσαν . ἀγόμεθα λεία σὺν τέκνωι : τὸ δ ' εὐγενὲς ἐς δοῦλον ἥκει , μεταβολὰς τοσάσδ ' ἔχον .
6192446 πρᾳον
μὴ χαλεπῷ ἢ φθονεῖν τῷ μὴ φθονερῷ ἄφθονόν τε καὶ πρᾷον ὄντα ; ἐγὼ μὲν γάρ σε προφθάσας λέγω ὅτι
, πατὴρ δὲ οἶμαι διά τε τὴν κηδεμονίαν καὶ τὸ πρᾷον , Πολιεὺς δὲ κατὰ τὸν νόμον καὶ τὸ κοινὸν
6181988 ὀλιγωρον
ποιμνίου διαφυγεῖν τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀλκτῆρας , ποιμένα δὲ ὀλίγωρον ἢ κακοῦργον οὔτε ἐκφυγεῖν δυνατὸν τοῖς βοσκήμασιν οὔτε ἀλέξεσθαι
δήμου καθάπερ κοσμήματος καὶ κτήματος οὐ ῥᾴδιον ἦν τὸν θνητὸν ὀλίγωρον γενέσθαι . τῶν δὲ Γαλατῶν οἱ Σκορδίσται καλούμενοι χρυσὸν
6181763 Ἐρυξιμαχε
ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου . Οὐδείς σοι , ὦ Ἐρυξίμαχε , φάναι τὸν Σωκράτη , ἐναντία ψηφιεῖται . οὔτε
λέγεις ; εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην : δοκεῖ χρῆναι , ὦ Ἐρυξίμαχε ; ἐπιθῶμαι τῷ ἀνδρὶ καὶ τιμωρήσωμαι ὑμῶν ἐναντίον ;
6179944 πιθηκον
ἐρασθῆναι ζῷον ἕτερον ἑτέρου : οὐ γὰρ δυνατὸν κύνα καὶ πίθηκον , λύκον τε καὶ ὕαιναν ἀλλήλοις συμμιγῆναι , οὐδὲ
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα , ἢ στρουθόν , ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . Κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ ' ὅστις
6175635 ῥιψοκινδυνον
εἰ μέντοι , ἔφη ὁ Ξενοφῶν , τοιοῦτόν ἐστι τὸ ῥιψοκίνδυνον ἔργον , κἂν ἐγὼ δοκῶ μοι τὸν κίνδυνον τοῦτον
καὶ σώζεσθαι ] , χαλεπὸν ἡ θάλαττα καὶ ἡ ναυτιλία ῥιψοκίνδυνον . ὀρθῶς ἐγὼ τοῦτο κρίνω πείρᾳ καὶ διδασκαλίᾳ μαθών
6175305 ἀνδρειον
, κἂν συνᾴδοντά τις τῷ σχήματι φθέγξηται . οὔτε γὰρ ἀνδρεῖον ἡ λεοντῆ τὸν Ἀριστοφάνους ἐποίει Ξανθίαν οὔτε δειλὸν ἡ
: ναὶ δὴ τὸν μὴ τῷ λόγῳ μὲν ἱκανὸν , ἀνδρεῖον δὲ σῶμα μόνον ἔχοντα , μεγάλη λήθη ἐν τῇ
6168262 Ἀγαθωνα
τριβωνίοις καὶ τοῖς ἀκάρτοις πώγωσι πιστεύωμεν . κατὰ γὰρ τὸν Ἀγάθωνα εἰς μὲν φράσω τἀληθές , οὐχί ς ' εὐφρανῶ
ὀλίγων ἀνθρώπων . Τί δέ , ὦ Σώκρατες ; τὸν Ἀγάθωνα φάναι , οὐ δήπου με οὕτω θεάτρου μεστὸν ἡγῇ
6165554 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
6159642 Ἡρακλεις
ἀλλ ' ἐν αὐτοῖς τοῖς ἄστροις ἐποιούμην τὴν ἀποδημίαν . Ἡράκλεις , μακρόν τινα τὸν ὄνειρον λέγεις , εἴ γε
βίῳ . ὑμεῖς οὖν προσέχετε καὶ μὴ παρακούετε . Ὦ Ἡράκλεις , ὡς εἰς μεγάλην τινὰ ἐπιθυμίαν ἐμβέβληκας ἡμᾶς ,
6154426 τυραννικον
τῆς ἀντιλήψεως ἡ ἀντίθεσις χρώζει τὸ ὅλον τῆς ἀπολογίας τὸ τυραννικὸν συσκιάζουσα . β . Ἑτέρα μετάληψις . πᾶσα γὰρ
εἶναι τὸν μὲν οἰκοδεσποτοῦντα τὸν δὲ δεσπόζοντα τῆς γενέσεως , τυραννικὸν γίνεται τὸ σχῆμα : γίνονται γὰρ βασιλεῖς βασιλέων ἔνδοξοι
6150511 ἀγελαστον
γε οἶδα καὶ Ἀνάχαρσιν τὸν Σκύθην ἐν συμποσίῳ γελωτοποιῶν εἰσαχθέντων ἀγέλαστον διαμείναντα , πιθήκου δ ' ἐπεισαχθέντος γελάσαντα φάναι ,
βίον , ἄγαμον , ἄδουλον , ὀξύθυμον , ἀπρόσοδον , ἀγέλαστον , ἀδιάλεκτον , ἰδιογνώμονα . τηλικουτοσὶ γέρων ἄπαις ἀγύναικος
6148774 ἀτυφον
Λακωνισμὸς ἡ πρὸς τοὺς Λάκωνας . , . . † ἄτυφον : ἐν Φαίδρῳ τὸ ἀβλαβές , ἐπὶ τὸ τῦφον
, ἔτι δὲ ὀλιγοδεΐαν , ἀφέλειαν , εὐκολίαν , τὸ ἄτυφον , τὸ νόμιμον , τὸ εὐσταθές , καὶ ὅσα
6145341 μνημονα
ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται , παρὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἐπιδιδόντα
ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ ' ἀνὰ Κέρβερον ἄξων : καὶ Πλάτων μνήμονα δὴ καὶ ἄρρατον καὶ πάντῃ φιλόπονον ζητητέον , οἷον
6141006 ἀκλητον
γέ φασι Χαιρεφῶντ ' ἐν τοῖς γάμοις ὡς τὸν Ὀφέλαν ἄκλητον εἰσδεδυκέναι . σπυρίδα λαβὼν γὰρ καὶ στέφανον , ὡς
τὸν Μενέλαον δὲ μαλθακὸν αἰχμητήν , θυσίαν ποιουμένου τοῦ Ἀγαμέμνονος ἄκλητον ἐποίησεν ἐλθόντα τὸν χείρονα ἐπὶ τὴν τοῦ ἀμείνονος δίαιταν
6138944 οἰωνον
βοῶν ἀπωλείας ἀγγελθείσης τῷ Τειρεσίᾳ ἐκεῖνος παραλαβὼν τὸν Ἑρμῆν ἐξῆλθεν οἰωνόν τινα περὶ τοῦ κλέπτου σκεψόμενος καὶ τούτῳ παρῄνει φράζειν
ἐπιτίθεσθαι τῷ αἰετῷ καθημένῳ : οὐ μέντοι χρηματιστικὸν εἶναι τὸν οἰωνόν : τὸν γὰρ αἰετὸν πετόμενον μᾶλλον λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια
6138146 Λυδη
Χαῖρέ μοι , ἁβρὲ κύπασσι , τὸν Ὀμφάλη ἥ ποτε Λυδὴ λυσαμένη φιλότητ ' ἦλθεν ἐς Ἡρακλέους : ὄλβιος ἦσθα
Λυδῇ γυναικί . φασὶ γάρ , ὅτι ἡ Ὀμφάλη ἡ Λυδὴ οἶστρον εἶχε περὶ τὸν Πᾶνα πολύν . τὸ δὲ
6134691 εὐγενη
ἀγαγοῦ , τὸ μὲν σῶμα δούλην , ἐλευθέραν δὲ καὶ εὐγενῆ τὴν διάνοιαν , ἧς ἐκ πολλῶν χρόνων πεῖραν ἔλαβον
μέρη ἕως Ἑλλάδος ὑποτέτακται . Ὁ δὲ Αἴσωπος ἐπιγνούς τινα εὐγενῆ ἐν Βαβυλῶνι , ἄτεκνος ὑπάρχων τοῦτον υἱὸν ἐποιήσατο καὶ
6126999 Μενελαον
δοθῆναι πρὸς τοῦ θεοῦ Πέλοπι γαμοῦντι : αὖθίς τε εἰς Μενέλαον ἐλθεῖν καὶ σὺν τῆι Ἑλένηι ἁρπασθέντα ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ῥιφῆναι
φονεύει . Δύο δὲ μεγίστους κριοὺς κατασχὼν ὡς Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον δέσμευσας ἐμάστιξε καὶ κατεγέλα τούτων μαινόμενος . Ὕστερον δὲ
6126404 σκωπτικον
εὐμαθὴς διαφέρει παρὰ Ἀττικοῖς : εὐφυῆ μὲν γὰρ λέγουσι τὸν σκωπτικόν , εὐμαθῆ δε ? ? \ τὸν πρὸς μάθησιν
τοῦ καύσει . . 〚 ποῖ τάλαν : Τὸ ποῖ σκωπτικόν : δηλοῖ γὰρ ἀκολασίας τόπον ζητούσης . διὰ χρόνου
6123533 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
6122146 ἀληθινον
καταλαμβάνειν ἀνυπαιτίως καὶ ὑγιεινῶς κατὰ θεὸν ἐξετάζηται : τὸ γὰρ ἀληθινὸν καὶ | δίκαιον μέτρον τοῦτ ' ἐστί , τὰ
τε ὑπεχώρει νοῦν ἔχων τῷ θεῷ καὶ ἡμεῖς ἐγνωρίζομεν τὸν ἀληθινὸν καὶ προσήκοντα ἡμῖν ἰατρὸν , καὶ ἐποιοῦμεν ἃ ἐπέταξε
6121165 βουκολον
κόρον ἀδυνατοῦντες φέρειν ἐξυβρίζουσι . χρὴ δὲ ὥσπερ αἰπόλον ἢ βουκόλον ἢ ποιμένα ἢ κοινῶς νομέα τὸν ἡμέτερον ἄρχειν νοῦν
, ὃς ὀρχάτου ἐγγύθι κεῖται : ἔνθα δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην προὔπεμψ ' , ὡς ἂν δεῖπνον ἐφοπλίσσωσι
6115176 φονευομενον
. ἔπειτα εἴ τις ἐν ὁδῷ κατὰ τὴν χώραν ἰδὼν φονευόμενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλου βίαιόν τι πάσχοντα μὴ ῥύσαιτο
δὲ φησί που Κλεάνθης τὸ διὰ τῶν καρπῶν φερόμενον καὶ φονευόμενον πνεῦμα . . . : ; . , ,
6113477 πεπαιδευμενον
πλειόνων . Τί ἀπαιτεῖν δεῖ παρὰ τοῦ μαθηματικοῦ τὸν ὄντως πεπαιδευμένον , καὶ πῶς δεῖ κρίνεσθαι αὐτοῦ τὴν θεωρίαν ,
ἀπεδείκνυμεν τὰς πολιτικὰς πράξεις ἀγαθὰς εἶναι , καὶ τὸν μὴ πεπαιδευμένον ἐν ταῖς τοιαύταις πράξεσιν ἐπείθομεν ἄν , λόγων ἀνάγκῃ

Back