εὐμαθὴς διαφέρει παρὰ Ἀττικοῖς : εὐφυῆ μὲν γὰρ λέγουσι τὸν σκωπτικόν , εὐμαθῆ δε ? ? \ τὸν πρὸς μάθησιν
τοῦ καύσει . . 〚 ποῖ τάλαν : Τὸ ποῖ σκωπτικόν : δηλοῖ γὰρ ἀκολασίας τόπον ζητούσης . διὰ χρόνου
6687389 σεβομαι
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι
6638444 γεγηρακος
γὰρ νέον ἅτε πλείω τροφὴν ἐπισπώμενον οὐ πέττει τὸ δὲ γεγηρακὸς ἐξασθενεῖ δι ' ἔνδειαν θερμότητος . Οὐ μὴν ἀλλὰ
γονέων ἀναληφθεῖσα ἐτρέφετο . σύφαρ δὲ † τὸ λίαν † γεγηρακὸς × καὶ πεπαλαιωμένον . σύφαρ καὶ λεβηρὶς τὸ τοῦ
6621840 μοναυλον
. τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον . ὅστις γαμεῖν βουλεύετ ' ,
κούφως ἀνήλλετο . Ἀναξανδρίδης δ ' ἐν Θησαυρῷ : ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : .
6582912 παραβεβλημενος
μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν
κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ]
6538619 ἀλητην
τὸ χαίρειν : ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; γίνεται δὲ τὸ μὲν πρῶτον παρὰ τὸ λύω
καὶ μεταμώνια βάζεις . ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ
6537630 τεττιγα
τοῦ τεμένους παρέχει τοιοῦτον εἰκάζειν . ἀηδόνα μὲν οὖν καὶ τέττιγα , τὰς ὄρνις τῶν ποιητῶν , ἀπεδοκίμασεν εὖ ποιῶν
, οὐκ ἀνδόν ' , οὔτε τρυγόν ' , οὐ τέττιγα . Τοῦτ ' ἔστιν Ἀκαδήμεια , τοῦτο Ξενοκράτης ;
6516835 φειδωλον
νωθέστερος τῷ κεκινημένῳ πλέον : ἐνέγκαι δ ' ἂν καὶ φειδωλὸν ὁ περὶ τὰς δαπάνας ἐκκεχυμένος , καὶ πρὸς φιλόδοξον
τοῦ ποτέ , ποτὲ δὲ , τοῦ πῶς . . φειδωλὸν : Φειδωλός ἐστιν ὁ φεύγων τὸ δοῦναι , ὁ
6497918 γεραιον
τε φίλην † ὑπὸ σειραίοις ποσὶν † ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ ' Ἡρακλέους . δύστηνος ἐγώ , δακρύων ὡς
μᾶλλον δὲ μέρος τοῦ ἔπους οὔτε σχέτλιον καλεῖν ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον ἰδεῖν . Ἥκει δὴ
6464078 Διογενες
συμμάχου ; Ὦ χαῖρ ' , Ἀθάνα , χαῖρε , Διογενὲς τέκνον , ὡς εὖ παρέστης : καί σε παγχρύσοις
κατέσχον ἀλίμενόν τε καρδίαν . ὦ Παλλάς , ὦ δέσποινα Διογενὲς θεά , νῦν νῦν ἄρηξον : κρείσσονας γὰρ Ἰλίου
6457372 αἰνολεκτρον
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι
6449213 διθυραμβοποιον
τὴν πυγὴν αὐτοὺς τῷ ποδὶ ἔτυψεν . 〛 Φιλόξενον τὸν διθυραμβοποιὸν διασύρει , ὃς ἔγραψε τὸν ἔρωτα τοῦ Κύκλωπος τὸν
, Ἀττάλεια τυγχάνει δὲ πόλις τῆς Παμφυλίας . Φιλόξενον τὸν διθυραμβοποιὸν ἢ τραγῳδοδιδάσκαλον διασύρει , ὅστις ἐν Σικελίᾳ ἦν παρὰ
6446106 Τιμωνα
ἐρήμους [ καὶ ἐρημίας ] μισάνθρωπος ἐπικληθείς , ὥσπερ τὸν Τίμωνά φασι : τί γάρ μοι συντίθεσθαι φιλίαν , ἵνα
ἐρήμους [ καὶ ἐρημίας ] μισάνθρωπος ἐπικληθείς , ὥσπερ τὸν Τίμωνά φασι : τί γάρ μοι συντίθεσθαι φιλίαν , ἵνα
6445995 ἀβελτερον
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης
6428656 τεθνηκας
' ἐς Ἄργος αὖ πάλιν . ὦ τλῆμον , εἰ τέθνηκας , ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις , Ὀρέστα , καὶ
σεωυτοῦ φονέα τεῖσαι . Κατὰ μὲν γὰρ τὴν τούτου προθυμίην τέθνηκας , τὸ δὲ κατὰ θεούς τε καὶ ἐμὲ περίεις
6427519 Κυννοι
ὤϊκται κἀνεῖτ ' ὀ παστός . οὐκ ὀρῆις , φίλη Κυννοῖ ; οἶ ' ἔργα κεῖ ' νῆν : ταῦτ
ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὀρῆις , Κυννοῖ , ὄκως βέβηκεν ? ? ? ? ? ?
6415296 θυρωρον
αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις , ἀλλ ' ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι
ταὐτομολεῖν ] τὸ ἐνταῦθα ἐλθεῖν ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον
6398612 βαδιζεις
τὸ κρατοῦν γὰρ νῦν νομίζεται θεός . ἐφ ' ὅσον βαδίζεις , ἐφ ' ὅσον ἥξειν μοι δοκεῖς Περὶ τὸν
. πάλαι μὲν γὰρ ἠκούομεν , ὡς κέκλησαί τε καὶ βαδίζεις , ἀλλά μοι δοκεῖς κεκλῆσθαι μέν , ἑλέσθαι δὲ
6370118 ὁδηγον
ἐν πᾶσιν Εὐριπίδης πτωχοποιός ἐστι καὶ νῦν ὁ Οἰδίπους οὐδὲ ὁδηγὸν αὑτῷ ἔχει ἐν τῇ πατρίδι ὤν , ἀλλὰ καὶ
γενεσιουργοῦ δαίμονος εὐτυχήσας γνώσεως . Τίς δ ' ἂν καὶ ὁδηγὸν αὐτὸν λάβοι πρὸς τὴν τῶν εἱμαρμένων ἔκθυσιν , εἰ
6365102 Οἰταιον
δὲ ὡς παρὰ τὸ Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ οὐδέτερον Οἰταῖον . Οἴτυλος , πόλις Λακωνικῆς . „ ἠδ '
εἰπεῖν ἅπερ προείρηται ἐν τῷ Θαλοῦ βίῳ ὑπὲρ Χίλωνος . Οἰταῖον τινά φημι Μύσωνα ἐν Χηνὶ γενέσθαι σοῦ μᾶλλον πραπίδεσσιν
6361246 Δοξαν
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν
6361219 πευθομαι
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς
6354666 Ὀμφαλη
: ἡδόμενος δ ' αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττει ἡ Ὀμφάλη : οἱ δὲ εὐήθεις ὑπέλαβον λατρεύειν αὐτὸν αὐτῇ .
. : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη . . . Λέανδρος δὲ , ὃν Νικάνωρ παρατίθησι
6349314 καλλιχορον
ἅμα ἔνιοι θαμὰ . [ καὶ δονάκων ] τοὶ παρὰ καλλιχόρον νάοισι ἄκυρον τὸ [ δονάκων : Εὐριπίδης ] δ
ἅμα ἔνιοι θαμὰ . [ καὶ δονάκων ] τοὶ παρὰ καλλιχόρον νάοισι ἄκυρον τὸ [ δονάκων : Εὐριπίδης ] δ
6344388 θαν
καινὸν εὐρίσκει ? [ ] , πρόσω πιεῦσα τὴν προκυκλίην θαν ! ! ! . ἀλλ ' οὖν γ '
ῥηθῇναι ἐν ταῖς μετὰ ταῦτα διέξιμεν . . π . θαν . . , . . . : ατην μνήμην
6331976 οἰκονομον
χορείας καὶ δρόμου , τὸν ὡρῶν ταμίαν , τὸν πνευμάτων οἰκονόμον , τὸν ποιητὴν θαλάττης , τὸν δημιουργὸν γῆς ,
τε καμίνου τ ' ἔκγονον εὗρεν κλεινότατον κέραμον , χρήσιμον οἰκονόμον , ἡ τὸ καλὸν Μαραθῶνι καταστήσασα τρόπαιον . .
6329316 ἐληλυθα
τι , πρᾶγμά [ ] τι τοιοῦτον ἀγγελῶν [ ] ἐλήλυθα , κατὰ τὴν [ ] Ἰωνίαν πάλαι γεγενημένον [
. Ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Ὄρνεις φέρων ἐλήλυθα . Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ
6327422 Ξανθιαν
αὐτοῦ τήμερον ἐκπηνιεῖται ταῦτα προσκαλούμενος . Κάκιστ ' ἀπολοίμην , Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ . Οἶδ ' οἶδα τὸν νοῦν
ὄψα ἐποίησε , δεσπότην πάλιν ἑαυτὸν ποιεῖ , τὸν δὲ Ξανθίαν δοῦλον . ἀποδέχεται δὲ τὸν Διόνυσον ὁ χορὸς ὡς
6324630 δυσκολαινεις
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά .
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ
6317689 αἰθυιαν
Μεγαλήτωρ εἰς ἰχνεύμονα , Φιλαιος εἰς κύνα , Ὑπερίππη εἰς αἴθυιαν . Μεροπὶς εἰς γλαῦκα , Βύσσα εἰς ὁμώνυμον ὀρνιθάριον
χελώνη τε καὶ πέρδιξ , καὶ πελαργὸς καὶ κρὲξ πρὸς αἴθυιαν καὶ ἅρπη καὶ ἐρωδιὸς πρὸς λάρον : κορυδαλλὸς δὲ
6308134 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
6305796 κεων
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . .
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε
6305593 διοικω
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε
6283786 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
6282834 Διαλογον
σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ ὑποκριτῇ χρῆται
δι ' ἃς δὲ αἰτίας ἀπολιπὼν αὐτὴν ἐπὶ τουτονὶ τὸν Διάλογον ἐτραπόμην , ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες δικασταί , καί
6281156 ἐφυλαξα
ποῦ δ ' ἂν ἔθηκα ; πῶς δ ' ἂν ἐφύλαξα ; χρώμενος δ ' ἂν φανερὸς ἐγενόμην , μὴ
τῶν ὀρνέων . καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ ἀβλαβεῖς τὰς περιστερὰς ἐφύλαξα . οὔτε γὰρ ἑρπετὰ ἀνελθεῖν οἷόν τέ ἐστι διὰ
6274494 ὠμνυε
δὲ τοῦ μαγείρου καὶ τὸ κρέας ἐπιζητοῦντος ὁ μὲν εἰληφὼς ὤμνυε μὴ ἔχειν , ὁ δ ' ἔχων μὴ εἰληφέναι
κτίστωρ μιμούμενος τὸν κατὰ τῆς κυνὸς ὅρκον Σωκράτους καὶ αὐτὸς ὤμνυε τὴν κάππαριν , ὡς Ἔμπεδός φησιν ἐν Ἀπομνημονεύμασιν ,
6260737 Παιζεις
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη :
6259146 κεχολωσεται
. ἵκωμαι ἐπὶ μὲν τοῦ παραγένωμαι “ ὁ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω
γέρας , ἢ Ὀδυσῆος ἄξω ἑλών : ὁ δὲ κὲν κεχολώσεται , ὅν κεν ἵκωμαι . ἀθετεῖται , ὅτι πλήρης
6257133 κελευ
ἐκ κεφαλῆς ἑνδεκακλίνου θόρυβον πολὺν ἐξανατέλλει . τῶν δυνατῶν τι κέλευ ' : οὐ γὰρ παρὰ Κενταύροισιν . καρηβαρικὸν τὸ
. Πῶς οὖν ποήσω δῆτα ; Τοῦτον μὲν μακρὰ κλάειν κέλευ ' , ἐμοὶ δ ' ὅ τι βούλει χρῶ
6254387 στεγος
δόμους : φρούρει δέ μοι μή ς ' αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους . θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη
. ἀλλ ' ἄγε , Πέρσαι , τόδ ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον , φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα , χρεία
6247501 νομουϲ
Τροιζήνιοϲ γεγενημένοϲ [ κατὰ τοὺϲ νόμουϲ , κατὰ τοὺϲ [ νόμουϲ ] γεγενημένοϲ [ ] [ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ]
! ϲ : ἡ δ ' ἐξουϲία μεταφέρουϲα ] τοὺϲ νόμουϲ [ ] ουϲιν ἐνμένειν : ] ν ? οὗτοϲ
6242644 Ἡρακλη
Διὸς τοιοῦτος γεγονώς ; * * ὁ Ἀπόλλων . πρὸς Ἡρακλῆ . . Δέον εἰπεῖν βροτῶν πρὸς τὸ θνησκόντων βρότεα
, πολλὰ χαιρέτω : ἐπὶ τῶν ἀπραγμόνων . Ὄρτυξ ἔσωσεν Ἡρακλῆ τὸν καρτερόν : ἐπὶ τῶν παρ ' ὧν οὐκ
6239209 ἐγκεκαλυμμενον
πατὴρ ὁ Κορίσκος . τί οὖν ἤν σοι παραστήσας τινὰ ἐγκεκαλυμμένον ἔρωμαι : τοῦτον οἶσθα ; τί φήσεις ; δηλαδὴ
ἦν δὲ καὶ οὗτος διαλεκτικός , πρῶτος δόξας εὑρηκέναι τὸν ἐγκεκαλυμμένον καὶ κερατίνην λόγον κατά τινας . οὗτος παρὰ Πτολεμαίῳ
6235394 ἐκταθησεται
Ξ . ὁ Πυθαγορικός , καὶ ὑπερχυθήσεται καὶ ἐπὶ πλέον ἐκταθήσεται , ὡς ἡ θάλασσα διὰ τῶν κυμάτων εἰς τοὺς
δειλίας , ἀγῶνα ἐνστήσομαι κατά σου . Γ θρανεύσεται : ἐκταθήσεται . θράνος γὰρ τὸ ὑποπόδιον , ὅπου τὰ δέρματα
6234136 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
6234003 ἐρευνω
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω .
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . .
6231097 Ἀιδεις
τινὸς ἱδρυμένην . Ἄιδεις ἔχων : μάτην λέγων ληρεῖς . Ἄιδεις πρὸς μυρίνην : ἔθος ἦν , τὸν μὴ δυνάμενον
διὰ τὸ μὴ ἐῤῥιζῶσθαι μαραινομένων , ᾀδώνιδος αὐτοὺς ἐκάλουν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ
6230813 Μενελεων
τοῦτο , καὶ μαρτυρεῖ ἐν τῇ Πατροκλείᾳ , εἰκάζων τὸν Μενέλεων τῷ ὄρνιθι , ὅτε ἀνεζήτει Ἀντίλοχον , ἵνα ἄγγελον
, ἴσως δ ' ἂν καὶ ἀποδρᾶναι αὐτὴν παρὰ τὸν Μενέλεων διὰ τὸ ἐν Τροίᾳ μῖσος . ἐξῃρήσθω δὴ ὁ
6223832 παισαι
: νῦν δέ , μοι δοκεῖ , δεῖν ᾠηθήτην πρότερον παῖσαι πρὸς σέ . ταῦτα μὲν οὖν , ὦ Εὐθύδημέ
καὶ ἀίξαντος , ὡς εἶχε συγχύσεως καὶ θυμοῦ , ξιφήρους παῖσαι τὸν τοῦ πατρὸς καταδικαστήν , ὡσανεὶ φονέα , Ἄγχιτον
6214860 φονευομενον
. ἔπειτα εἴ τις ἐν ὁδῷ κατὰ τὴν χώραν ἰδὼν φονευόμενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλου βίαιόν τι πάσχοντα μὴ ῥύσαιτο
δὲ φησί που Κλεάνθης τὸ διὰ τῶν καρπῶν φερόμενον καὶ φονευόμενον πνεῦμα . . . : ; . , ,
6211717 κοτυλον
τασδί τε τὰς κρηπῖδας ἃς αὐτὴ φορεῖ , καὶ τὸν κότυλον τὸν σόν . Βαβαιάξ , οὑτοσὶ μείζων ἀγὼν τῆς
διακοσίων δραχμῶν . πόθεν οὖν γένοιτ ' ἄν ; τὸν κότυλον τοῦτον φέρε . πόσους ἔχει στρωτῆρας ἁνδρὼν οὑτοσί ;
6211634 Ἀχθομαι
Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος , εἰ μὴ ἄχθῃ αὐτῷ σφόδρα . Ἄχθομαι μέν , οὐ χεῖρον δὲ ἀκοῦσαι . Φησὶ τοίνυν
τὸ δὲ φενακίζειν προσόν ἔμβαμμα τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . Ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκώς ἀλεκτρυόνα τίκτουσαν ᾠὰ πάγκαλα . Μᾶζαι
6210613 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
6209155 Ἀλεξανδρε
λόγον * καί φησι * καὶ δή σε , ὦ Ἀλέξανδρε , ἡ Ἀχερουσία καὶ καταιβάτις τρίβος δεξιώσεται λέγει δὲ
τοῦ βουλευομένου Ἀλεξάνδρου δρόμον ἀγωνίσασθαι Ὀλυμπίασιν ἔφη τις οὕτως : Ἀλέξανδρε , δράμε σου τῆς μητρὸς τὸ ὄνομα . Ἐν
6208586 Ἀγαμεμνον
ἀναβιβάζει τὸν τόνον , πλὴν τῶν παρὰ τὸ φρήν , Ἀγάμεμνον κακόδαιμον χαμαίλεον : δαΐφρον δὲ καὶ περίφρον παροξυτόνως :
: κρῖν ' ἄνδρας κατὰ φῦλα , κατὰ φρήτρας , Ἀγάμεμνον : ὣς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγει , φῦλα δὲ φύλοις
6208455 Ὑγιειαν
, νόσον κτήσηται ; Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε . Ὑγίειαν δὲ κτησάμενος ἀπὸ ἑστιάσεως κέρδος ἂν κτήσαιτο ἢ ζημίαν
ἀκράτου τῷ | διδόντι ἐκπιεῖν παιδὶ | τὸν εἰς τὴν Ὑγίειαν παιᾶνα | ᾄσας τὸν ποιηθέντα | ὑπὸ Ἀρίφρονος τοῦ
6207907 Εἱλε
μιν οὐλομένη Κὴρ ἐσσυμένως ἵπποιο θοοῦ παρὰ ποσσὶ πεσόντα . Εἷλε δ ' ἄρ ' Ἀσκάνιόν τε καὶ Οἴνοπα ,
ἀποφοβηθείς . ἀνεχάσσατο : ἀνεχώρησεν , ἀνέβλεψεν , ὑπεχώρησεν . Εἷλε : ἔλαβεν . ψαύοντα : πλησιάζοντα , προσεγγίζοντα .
6206378 Ἀργιοπην
τριστοίχοις δεῖμα φέρον κεφαλαῖς . Ἔνθεν ἀοιδιάων μεγάλους ἀνέπεισεν ἄνακτας Ἀργιόπην μαλακοῦ πνεῦμα λαβεῖν βιότου . Οὐ μὴν οὐδ '
αὐτὸν Φιλάμμωνος καὶ Ἀργιόπης τῆς νύμφης εἶναι . τὴν δὲ Ἀργιόπην τέως μὲν περὶ τὸν Παρνασσὸν οἰκεῖν , ἐπεὶ δὲ
6206019 ἀπερειδεται
μὲν αὐτὸ ἐργάζεται , δίδωσι δὲ αὐτῷ ἰσχύειν εἰς ὃ ἀπερείδεται . γέγραπται δὲ ὁ μὲν ἀποπνίξας νεκρῷ εἰκάσαι καὶ
θώρακας μεγάλων ἐντὸς ἔχει νεφέων . πείσμασι δ ' ἀγκύρας ἀπερείδεται οἷσιν Ἀβύδου Ξέρξης καὶ Σηστοῦ δισσὸν ἔδησε πόρον .
6205310 ὀρχαμε
Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές , ὄρχαμε λαῶν , ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις
ἐγὼ κλισίηθεν ἰοῦσα : νῦν δέ σε τεθνειῶτα κιχάνομαι , ὄρχαμε λαῶν , ἂψ ἀνιοῦς ' . ὥς μοι δέχεται
6200289 Ποιον
ἅπτουσα προσθείμην πλέον ; Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει . Ποῖόν τι κινδύνευμα ; ποῖ γνώμης ποτ ' εἶ ;
τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . . Ἔρεφον δὲ
6199956 Μελιτεα
οἰκία καὶ ἔτρεφεν [ ἐν ] πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα , διότι ὑπὸ μελισσῶν ἐτράφη : ὑπῆλθε γὰρ
; Φιλωνίδην δ ' οὐ τέτοκεν ἡ μήτηρ ὄνον τὸν Μελιτέα , κοὐκ ἔπαθεν οὐδέν ; ἐπινέφελον ἴσσα ὅταν δέωμαι
6196998 ὀρσο
ὅτου χάριν αὐτὸν ἐπεβοήσατο . τὸ δὲ ἀντεφθέγξατο πρὸς τὸ ὄρσο ἔχει τὴν δύναμιν καὶ πάγκοινον τὸν χῶρον καλεῖ διὰ
ἀκολούθει εἰς τὴν ἐσομένην πάγκοινον χώραν , τὴν Ὀλυμπίαν . ὄρσο τέκνον δεῦρο : ταῦτα παρὰ Ἀπόλλωνος πρὸς Ἴαμον :
6196765 τρυφω
πάσχεις . ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Προμηθεύς φησι πρὸς αὐτόν : τρυφῶ καὶ χαίρω τοιαῦτα πάσχων κακά ; οὕτως εἴθε τοὺς
κοινή : τρυφερός : τρυφὲν , κλασθέν : τρύζω : τρυφῶ : τρύχεται : τρύγει , ξηραίνει : τρύγα πυθμένα
6196420 ἐρωτομανης
τὰ ἐν μέσῳ ἔχοντα τὸ Ω , οἷον ἐρωτικός , ἐρωτομανής , ἐρωτόεις καὶ ἐρώεις . Τὰ παρὰ τὸ λεώς
τὰ ἐν μέσῳ ἔχοντα τὸ Ω , οἷον ἐρωτικός , ἐρωτομανής , ἐρωτόεις καὶ ἐρώεις . Τὰ παρὰ τὸ λεώς
6195858 ἐρωθ
πομπεύεσκε περισταδόν , ἐν δὲ λέαινα . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . καί μ
χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . ἤδη δ
6193570 ὀργιζομαι
εὐχαρίτου χορείας , οὐδὲν ἄλλο ἢ νομίζω θυγατέρας ἀφῃρῆσθαι . ὀργίζομαι μὲν οὖν αὐταῖς : τί γὰρ ἀπέλιπον τροφέα αὐτῶν
ἤδη πέπεισαι : βούλει δὲ ἀντιλυπήσω σε καὶ αὐτή ; ὀργίζομαι δικαίως ἐν τῷ μέρει . Μηδαμῶς , ἀλλὰ πίνωμεν
6192398 Παιωνα
τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα , μηδὲ τὸν Παιῶνα , μηδ ' Ἁρμόδιον . . , : Πόθεν
μηδὲν τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα μηδὲ τὸν Παιῶνα μηδ ' Ἁρμόδιον . ΩΙΟΣΚΥΦΙΑ . περὶ τῆς ἰδέας
6188698 Πανοπεα
μὲν Θορικοῦ τῆς Ἀττικῆς Κέφαλον συμμαχοῦντα , ἐκ δὲ Φωκέων Πανοπέα , ἐκ δὲ Ἕλους τῆς Ἀργείας Ἕλειον τὸν Περσέως
τοῖς Πανοπεῦσι καθέστηκε : καὶ ἡ ἐπίκλησις ἡ ἐς τὸν Πανοπέα Ὁμήρου ὑποσημαίνειν τῶν Θυιάδων δοκεῖ τὸν χορόν . Πανοπεῦσι
6188099 ἀντεραστην
, ἀλλὰ προσεδόκα τάχα αὐτῷ καταβήσεσθαι καὶ θεὸν ἐξ οὐρανοῦ ἀντεραστήν . καλέσας τοίνυν Φωκᾶν διηρεύνα “ τίνες εἰσὶν οἱ
με Θεοφράστου πεποίηκας ἐραστήν . Ἥκω σοι τὸν Εὐξίθεον ἄγων ἀντεραστήν , ὦ Θεόφραστε : ἐρᾷ γὰρ καὶ αὐτὸς φιλοσοφίας
6185049 ἀξιωσω
, ἔτι φήσω τοῦ αὐτοῦ εἶναι συνθώκου τοῦτο , καὶ ἀξιώσω τὸν Λυκοῦργον μὴ ἀποκαμεῖν εἴ τι δύναιτο πολιτικὸν παρὰ
Ἄρτεμιν τὰν αἰὲν ἀδμήταν , τόδε μὲν οὔ ποτ ' ἀξιώσω τρέσαι περισσὸν ἄχθος ἔνδον γυναικῶν ὂν αἰεί . Ὅρα
6184553 ἀστικον
παιδία βουκολοῦσα . σὺ δὲ ἡμῖν αὐτόχρημα μεσαιπόλιος ἄνθρωπος μειράκιον ἀστικὸν ἀνεφάνης . ἀκούω γάρ σε τὰ πολλὰ ἐπὶ Σκίρου
Μηθυμναίῳ μειρακίῳ τῷ παιδὶ τοῦ κυβερνήτου , ἐξ ὅτου τὸν ἀστικὸν ἔφηβον ἐθεασάμην τὸν ὠσχοφόρον , ὅτε με ἄστυδε προὔτρεψας
6170210 ληρεις
, . ᾄδεις ἔχων : ἴσον τῷ μάτην λέγεις καὶ ληρεῖς . . , . . Ἅιδῃ τεκεῖν τέκνα :
ζῆν καὶ τὸ ἑξῆς . ἀντὶ τοῦ “ κατὰ λῆρον ληρεῖς ” . ἀττικὴ δὲ ἡ φράσις καὶ τὸ σχῆμα
6167022 ὀνειδισαντα
, οἵτινες καλὸν ἡμῖν ἄλειμμα διαβάλλουσιν . ” πρὸς Πλάτωνα ὀνειδίσαντα τὴν πολυτέλειαν , “ Ἆρα , ” ἔφη ,
ἄριστον , οὐ τὸ μὴ χρῆσθαι . ” πρὸς τὸν ὀνειδίσαντα αὐτῷ πολυτελῆ ὀψωνίαν , “ σὺ δ ' οὐκ
6165531 πεπαυσο
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς
6165357 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
6164159 πατρωιας
στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος
τί δῆτα Νείλου τούσδ ' ἐπιστρέφηι γύας ; ] φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός . τλήμων ἂν εἴης : τίς δέ
6157966 συνηγορον
“ μόλις δὲ καὶ ἕστηκεν , ὡς ὁρᾷς . Οὐκοῦν συνήγορον ἀναβιβασάσθω τῶν κοινῶν τούτων τινά : πολλοὶ γὰρ οἱ
ἑτέρου βούλεται μαθεῖν , καὶ ποιεῖν τὸν σύμβουλον τῶν ἀπορουμένων συνήγορον τῆς ἐπιθυμίας ; Εἰ γὰρ ὁ κύριος τῶν τοσούτων
6153020 μαιω
καὶ τὸ μαῖα , ἡ τροφός : παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης
, παρὰ τὴν ζήτησιν καὶ εὕρεσιν τῶν μαθημάτων . καὶ μαίω , τὸ ζητῶ , ὅθεν καὶ μαῖα καὶ Μοῦσα
6152541 ἠμειβετ
: καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς . τὴν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα : τίπτέ με κεῖνος
αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω . Τὸν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής : εἰ μὲν δή
6150806 πνιγομενος
λίμνην , ἕλκων τὸν μῦν δέσμιον . ὁ δὲ μῦς πνιγόμενος ἔλεγεν ἐγὼ μὲν ὑπὸ σοῦ νεκρωθήσομαι , ἐκδικηθήσομαι δὲ
, τῇ ὑστεραίῃ ἔθανεν , αἷμα ἐμέων πουλὺ , καὶ πνιγόμενος : ἐς σπλῆνα δὲ , καὶ κάτω αἱματῶδες αὐτῷ
6150424 Δημητερ
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων
6147388 Μενιππον
πολλῶν ἄνοιαν , ἐπέπληττε δὲ οὐδενί , ἀλλὰ καὶ τὸν Μένιππον παροξυνόμενον ὑπὸ τῶν τοιούτων ἐσωφρόνιζέ τε καὶ κατεῖχε ξυγγιγνώσκειν
μὴ ἀνιέντος ἔμπουσά τε εἶναι ἔφη καὶ πιαίνειν ἡδοναῖς τὸν Μένιππον ἐς βρῶσιν τοῦ σώματος , τὰ γὰρ καλὰ τῶν
6136479 ἀπελθ
Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' ἡμῶν καὶ σὺ καὶ τὰ στέμματα
δ ' ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ
6134811 μελοποιον
τῶν παραλελειμμένων τῶι ποιητῆι ὀνομάτων , κατὰ μὲν Ἀλκμᾶνα τὸν μελοποιὸν Ζευξίππη , κατὰ δὲ Ἑλλάνικον Στρυμώ . Σκάμων δὲ
ἀίω : Σιμόεντος ἡμένα κοίτας φοινίας ὑμνεῖ πολυχορδοτάται γήρυϊ παιδολέτωρ μελοποιὸν ἀηδονὶς μέριμναν . ἤδη δὲ νέμουσι κατ ' Ἴδαν
6128353 Προνομου
Καλλίας ὁ Ἱππονίκου , Κριτέας ὁ Καλαίσχρου , Ἀλκιβιάδης παρὰ Προνόμου τοῦ μεγίστην ἐσχηκότος δόξαν . Ἀριστόξενός τε καὶ Ἐπαμεινώνδας
φησὶ μαθεῖν τὴν αὐλητικὴν οὐ παρὰ τοῦ τυχόντος , ἀλλὰ Προνόμου , τοῦ μεγίστην ἐσχηκότος δόξαν . . . .
6127974 ἀγροικον
τρυφῆς ἐπιλήσεται , παθὼν δὲ γνώσεται οἷόν ἐστι τὸ τὴν ἄγροικον σωφροσύνην ἀσπάζεσθαι . Θαμίζεις εἰς ἄστυ [ κατιών ]
μεγάλην , τῇ δὲ ἡλικίᾳ πρεσβυτέραν , τὰ μὲν ἄλλα ἄγροικον στολὴν ἔχουσαν , πλοκάμους δέ τινας πολιοὺς καθεῖτο .
6126404 μιαρον
μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
6125879 ὑπακουσει
, εἰ νοσήσας ἀξιοῦντος φίλου πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν ὥστε νοσοκομηθῆναι ὑπακούσει , Ποῦ δὲ φίλον μοι δώσεις Κυνικοῦ ; ἔφη
τοῦ ἱματίου λαβόμενοι σε ἐπιστρέψωμεν , ὦ Ἀδείμαντε , οὐχ ὑπακούσει ἡμῖν βοῶσιν , ἀλλὰ καὶ φροντίζοντι ἔοικας ἐπὶ συννοίας
6124733 ὀλιγωρον
ποιμνίου διαφυγεῖν τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀλκτῆρας , ποιμένα δὲ ὀλίγωρον ἢ κακοῦργον οὔτε ἐκφυγεῖν δυνατὸν τοῖς βοσκήμασιν οὔτε ἀλέξεσθαι
δήμου καθάπερ κοσμήματος καὶ κτήματος οὐ ῥᾴδιον ἦν τὸν θνητὸν ὀλίγωρον γενέσθαι . τῶν δὲ Γαλατῶν οἱ Σκορδίσται καλούμενοι χρυσὸν
6123816 ἑρπεις
ὅλης ψυχῆς : ἐν πόστῳ δὲ βωλαρίῳ τῆς ὅλης γῆς ἕρπεις . πάντα ταῦτα ἐνθυμούμενος μηδὲν μέγα φαντάζου ἢ τό
σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς
6121567 τραγικον
εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ : σημειοῦνταί τινες τοῦτον διὰ τὸ τὸν τραγικὸν Ἀστυδάμαντα παράγειν τὸν Ἕκτορα λέγοντα : δέξαι κοινήν μοι
' ἔχεις ἄπλατον ἐν τοῖς ὠσίν . καταπεσεῖν τι βούλομαι τραγικὸν πέσημα . πάντων γέ τοι μέτρον ἐστὶ τοὐπιεικές .
6119936 δεξηι
κάρα , φίλους νομίζους ' οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν , δέξηι δὲ δῶρα καὶ παραιτήσηι πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ
κρατεῖ : ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ ' , εἰ δέξηι , λέγειν . ἔθρεψά ς ' εὔνους τ '
6117553 κιθαρῳδον
. καὶ Ἀριστόνικος ὁ κιθαρῳδὸς αὐτοῦ ἀποθνήσκει , οὐ κατὰ κιθαρῳδὸν ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος . Πείθων δὲ τρωθεὶς ζῶν λαμβάνεται
καὶ ᾤετο τὴν ἑαυτοῦ τραγῳδίαν ταῦτα εἶναι . Στρατόνικον τὸν κιθαρῳδὸν ὑπεδέξατό τις ἀμφιλαφῶς : ὃ δὲ ὑπερήσθη τῇ κλήσει
6116472 χαρασσω
ἐπίρρημα . . . , : καρχαρόδους : παρὰ τὸ χαράσσω . ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας , οἷον ὠξυμμένους
κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας . . . εἴρηται παρὰ τὸ χαράσσω ῥῆμα , ὅπερ ἐν συνθέσει μετὰ τοῦ ὀδοὺς γίνεται
6115406 ἐσς
μάλα γάρ ς ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' , ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ
κλέψε μάκηρα Ῥεία μεγάλαν ] τ ' [ ἀθανάτων ] ἔσς ] ἕλε τιμάν : τάδ ' ἔμελψεμ : μάκαρας
6114361 εἰρωνικως
μέλους ὥσπερ ὑπὸ τῶν Σειρήνων κρατηθεὶς ἀπόληται . τοῦτο δὲ εἰρωνικῶς φησιν . ὦ Παιάν : ὦ τοῦ θαύματος .
λέγεται . Ἁγνὴ γάμων : ἐπὶ τῶν σωφρόνων γυναικῶν : εἰρωνικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μὴ σωφρόνων . Ἀγρὸς ἡ
6114032 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
6113675 γνωριζω
προσβλέπειν , καὶ μὴ τῷ πόθῳ τῶν παιδικῶν ἀποσχίζεσθαι . γνωρίζω τὸ πάθος , ἐμὴν ἑρμηνεύει [ γνώμην ἡ ποίησις
ὦ ἄριστε , ὡς πηλίνων κἀμοὶ τῶν ἔργων ὄντων , γνωρίζω τὴν εἰκόνα καί φημι ὅμοιος εἶναι αὐτῷ , οὐδ
6113471 νημερτης
γεγονὸς βλέπων . λῶστον παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω . νημερτὴς ἀπὸ τοῦ νη στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ ἁμαρτάνω ὁ
ἀμφιβεβήκῃ , τῆμος ἄρ ' ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς πνοιῇ ὕπο ζεφύροιο , μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς , ἐκ

Back