, ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ
. συνουσίᾳ ] συντυχίᾳ , συνομιλίᾳ καὶ διαλέξει . ” κομψὸν ἐν συνουσίᾳ “ φησὶν ἤγουν ἐν συνομιλίᾳ . συνουσία
7033597 Τουτι
βοτρύχοισι κομῶν . Μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . Τουτὶ τί ἐστιν ; ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι
δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ Τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου , ὡς οὗτος φοβερὸς τοῖς σπλάγχνοις
7016508 αὐλημα
αὐλεῖν , ὑπαυλεῖν , προσαυλεῖν , καταυλεῖν , παραυλεῖν , αὔλημα , ἔναυλον , ἔξαυλον , ἐξηυλημένος . καὶ πολύφθογγος
διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί . αὔλημα δ ' ὄρθιον , ἀφ ' οὗ καὶ νόμος
7016156 πανσοφον
παναγές , πανώλης , πάντολμος , παμμίαρον , παμπόνηρον , πάνσοφον , παντελές , πάνδεινον , πάνδηλον . καὶ τὰ
μιμώμεθα , ὦ παῖδες , καὶ τὴν Ἀπόλλωνος λύραν τὴν πάνσοφον . πῶς οὖν ἐκείνην ὁ θεὸς ἥρμοζε ; Κολοφὼν
6924093 συνηκας
' ὑπερηφάνως . οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν . συνῆκας ἡμῶν εἰς τὰ λάχανα τὴν πόλιν . περὶ τῶν
. Καὶ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἶπον , σὺ δὲ οὐ συνῆκας . ἡ φύσις τοῦ νοεροῦ αὐτοῦ λόγου φύσις ἐστὶ
6883671 ὀρχησασθαι
αὐτὸ ῥᾷον , οἷον πάλαισιν τοῦ παλαῖσαι καὶ ὄρχησιν τοῦ ὀρχήσασθαι καὶ αὔλησιν τοῦ αὐλῆσαι καὶ ᾆσιν τοῦ ᾆσαι ,
πρῶτος εἰσηγητὴς γέγονε Βάθυλλος ὁ Ἀλεξανδρεύς , ὅν φησι παντομίμους ὀρχήσασθαι Σέλευκος . τοῦτον τὸν Βάθυλλόν φησιν Ἀριστόνικος καὶ Πυλάδην
6878628 Κλεοφωντι
εἰς στος ὑπερθετικὰ ἢ συγκριτικά . ] καὶ Πλάτων δὲ Κλεοφῶντι ” ἵν ' ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου ” . καὶ
λέγουσα . οὗτος οὖν ὁ Μανδρόβουλος πάλιν πτωχεύσας πεποίηται τῷ Κλεοφῶντι λέγων πρὸς τὸν Ἀπόλλωνα ὡς τὸ ζῷον ὡς χρυσοῦν
6876197 στωμυλον
τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν , λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν , καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ
φαρμακεύτριαν πεπορισμένος καταγοητεύει τοὺς ἀθλίους νεανίσκους . τί γὰρ καὶ στωμύλον ἔχει ; τί δὲ ὁμιλητικὸν καὶ ἡδὺ φέρει ;
6872467 ἀαπτον
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός
6862571 Ἐα
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι
6823412 δευρι
, πρόσεχ ' οἷς φράζω . χάσκεις οὗτος ; βλέψον δευρί : πῶς αὐτὰ φράσεις ; αὐτίκ ' ἐρῶ σοι
ἴσμεν μανθάνω ; οὐδὲν μὰ Δί ' , ἀλλὰ κατακλινεὶς δευρί τί δρῶ ; ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων .
6777846 γλαφυρον
δ ' ἐστὶν οἷον κηρίον , ἀλλ ' οὐχ οὕτως γλαφυρόν , ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπύρων ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ
Βακχικόν , τῆς Δωρίου τὸ σεμνόν , τῆς Ἰωνικῆς τὸ γλαφυρόν . ταῦτα μὲν οὖν πάντα ἐκμεμάθηκα παρὰ σοῦ :
6775318 Λυκινε
ἑλλέβορος ἱκανὸς ποιῆσαι ζωρότερος ποθείς ; Ἀλλὰ πάντως , ὦ Λυκῖνε , καὶ αὐτὸς εὔξῃ τι ἤδη ποτέ , ὡς
ἄνθρακές σοι ὁ θησαυρὸς ἔσται ; Πῶς λέγεις , ὦ Λυκῖνε ; Ὅτι , ὦ ἄριστε , ἄδηλον ὁπόσον χρόνον
6747748 δρασω
τὸ ῥέω , οὗ μέλλων νάσω , νάμα , ὡς δράσω δράμα . Ναρόν . παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα ,
βλέποντα κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν ; Οἴμοι , τί δράσω ; πῶς ἀπιστήσω λόγοις τοῖς τοῦδ ' ὃς εὔνους
6746748 σκαιον
ἀνδρὸς ἔργον καὶ πολλῆς ἄξιον ἀποδοχῆς , τὸν ἀβέλτερον καὶ σκαιὸν πραῦναι τοῖς ἐς αὐτὸν πραττομένοις . καὶ γὰρ οὐδὲ
οὐκ ἔνι . Δηλοῖ πολλάκις κακοσύνθετος ὄψις Ψυχῆς διεστραμμένης τὸν σκαιὸν τρόπον . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα . Δούλῳ γενομένῳ
6732280 Διονυσοδωρε
. Ὑμεῖς ἄρα , ἦν δ ' ἐγώ , ὦ Διονυσόδωρε , τῶν νῦν ἀνθρώπων κάλλιστ ' ἂν προτρέψαιτε εἰς
ἔφη , καὶ σφόδρα γε : ἢ σύ , ὦ Διονυσόδωρε , οὐκ οἴει εἶναι ἀντιλέγειν ; Οὔκουν σύ γ
6700033 κορημα
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ
6697774 δερειν
προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ ἀδιαβίβαστον ,
' ὅλην τὴν νύκτα . καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην
6697372 μοναυλον
. τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον . ὅστις γαμεῖν βουλεύετ ' ,
κούφως ἀνήλλετο . Ἀναξανδρίδης δ ' ἐν Θησαυρῷ : ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : .
6689262 παρεσυρας
τὸ τῆς βροντῆς ἤχημα , τλητὸν καὶ ὑπομονητὸν καὶ καρτερητὸν παρέσυρας καὶ παρέρριψας καὶ παρήγαγες εἰς τὸ πεῖσαι καταλεῖψαι τὸν
. λητὸν , ἤγουν λαθαστόν . . ἀνεκτὸν ἡμῖν . παρέσυρας ] ἐξήνεγκας . . παρέρριψας . . πῶς με
6686253 μιαρον
μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
6674267 ἀδοκιμον
τούτων μὲν καὶ συγγενῶν ὄντων , σχολῇ γ ' ἂν ἀδόκιμον καὶ μιξοβάρβαρον προσεῖτο φωνήν . ὁ δ ' οὖν
ψαλμῳδὸν ἐδιηγούμεθα δικαιώματα , καὶ τὸ μοχθηρὸν ἡμῶν τῶν τρόπων ἀδόκιμον τὸ περιφανὲς τοῦτο καὶ σεβάσμιον ἀπειργάσατο , ἀνάξιον κρίναντος
6661395 ἀβελτερον
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης
6660674 ἐνδοιασαι
μὲν οἶμαι πολλῷ . καὶ τοῦτο δὲ εἰρωνεία τις τὸ ἐνδοιάσαι περὶ τοῦ ὁμολογουμένου . Παραπλήσιον δὲ τούτῳ καὶ τὸ
κακίστης καὶ δικαίας κολάσεως . ἐγὼ μὲν οὖν καὶ τὸ ἐνδοιάσαι ὑμᾶς ὅλως περὶ τούτου καὶ ἡμῖν προθεῖναι τὴν διάσκεψιν
6653233 Ποιον
ἅπτουσα προσθείμην πλέον ; Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει . Ποῖόν τι κινδύνευμα ; ποῖ γνώμης ποτ ' εἶ ;
τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . . Ἔρεφον δὲ
6647922 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
6640910 πεος
ἔχεις , ἄνθρωπ ' : ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων . Ὦ μιαρὸς οὗτος . Ταῦτ
, ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Φέρε δεῦρο τὰς σπονδάς , ἵν
6638650 Τριαγμον
καὶ μέλη πολλὰ καὶ τραγωιδίας καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους .
δὲ μέλη πολλὰ καὶ τραγῳδίας καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους :
6638150 τολμηρον
τέλει κορωνίς . 〛 θερμὸν ἔργον : Παράδοξον , ἢ τολμηρὸν , ἢ εὐκίνητον . Πενία παραβάλλουσα μάχεται πρὸς Χρεμύλον
ἀλόγων ζῴων , ὥσπερ ὅταν λέοντα λέγωμεν φύσει ἀνδρεῖον , τολμηρὸν ὄντα , καὶ ἄλκιμον καὶ τῶν φοβούντων καταφρονητικόν ,
6615100 διδασκησαι
τὸ ἄλογον καὶ ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου ,
ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ
6605544 δρω
: παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ , παράγωγον ἀλαίνω , ὡς δρῶ δραίνω , . , . . Ἀλαλή : ὁ
: ἢ παρὰ τὸ ἄνω βλέπειν : ἢ παρὰ τὸ δρῶ , τὸ βλέπω , ἄδρωπος καὶ ἄνθρωπος : ἢ
6600466 χλευην
μ ' , ὦ μάταιε ναῦτα , τὴν ἄκραν κάμπτων χλεύην τε ποιεῦ καὶ γέλωτα καὶ λάσθην . οὐ γάρ
ὁπότε μικρά τις αὐτὸ μόνον αὔρα καταπνεύσειεν εὐπραγίας , ὡς χλεύην καὶ πλατὺν γέλωτα ἡγεῖσθαι τὰς τῶν δημοτικωτέρων ἀνθρώπων περὶ
6598020 ἀφελες
ὁ κέπφος ὄρνεόν ἐστι θαλάττιον , ἀτελὲς καὶ λάρον καὶ ἀφελὲς , ὃ καλοῦσι κοινῶς λάρον : ὅπερ φιλεῖ ἀφρὸν
καὶ ἐπὶ πονηρῶν ἵππων ὀχοῦνται : ὁρᾷς , ὅσον τὸ ἀφελὲς τῆς γνώμης ; καὶ μὴν καὶ τὸ ἁδύ τι
6590995 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
6589337 εὑρηκα
' ἔδει : νῦν δ ' οὐκ ἔχεις : κενὸν εὕρηκα τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κενόν : οἰήθητι δ '
ἄλλα τὰ ὁμο - γενῆ τούτοις ἁπλῶς ὑπὸ οὐδενὸς νενοημένα εὕρηκα . πάντα δὲ τὰ λεχθέντα , ὅσοις οὐκ ἐντέτευχα
6577219 διδασκω
. λαβὼν ] ἀπελθεῖν σε μετὰ τοῦ υἱοῦ σου . διδάσκω ] ἵνα διδάσκω αὐτόν , οὔ , παιδεύω .
δι ' αἰτίων καὶ προτάσεων . πάλιν δ ' οὐδένα διδάσκω λέγει ἀντὶ τοῦ οὐδενὶ ἐντίθημι τὰ δόγματα : οὐ
6573616 διηγουμαι
Ἱστορῶ τὸ ἐρωτῶ , ὡς ἐνταῦθα : τὸ ἱστορίαν τινὰ διηγοῦμαι : καὶ τὸ βλέπω , ὡς παρ ' Εὐριπίδη
ἄν μοι φιλανθρώπως λαλήσῃ καὶ ἀποδέξηταί με , καὶ ἄλλοις διηγοῦμαι , πῶς μοι ἐλάλησεν ; μὴ γὰρ Σωκράτης ἐστίν
6570946 καλλιωνυμον
καὶ ἰχθύων σκορπίον , δράκοντα , κόκκυγα , κωβιὸν , καλλιώνυμον , τούτους ἑφθοὺς καὶ ψυχροὺς διδόναι . Διδόναι δὲ
δ ' ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλοπα . Ἱκέσιος δ ' ἐν τοῖς περὶ
6566936 ὑπακουσον
ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες
μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε ,
6555363 ἀστειον
: ὕπτιον δὲ κεῖσθαι , τὰ σκέλεα ἐκτεταμένον , οὐκ ἀστεῖον : εἰ δὲ καὶ καταῤῥέοι προπετὴς ἐπὶ πόδας ,
. πλέον ἢ ἐνιαυτῷ πρεσβύτερος ὑπὸ τῆς ἀηδίας γίνομαι : ἀστεῖον . τὸ γὰρ ὑπὸ τῆς ἀηδίας οὕτω διατίθεσθαι ,
6554572 Κλεινια
τοιούτου κινδύνου διαφυγὴν εὑρήσει ; πάντως οὐ ῥᾴδιον , ὦ Κλεινία . καὶ γὰρ οὖν πρὸς μὲν ἄλλα οὐκ ὀλίγα
τείχη . γάμων δ ' ἦν ἔμπροσθεν ταῦτα , ὦ Κλεινία , νῦν δ ' ἔπειπερ λόγῳ γίγνεται , καὶ
6550019 κιβδηλον
ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων , ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [ δηλοίην σε ] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας
μοχθηρῶν ἡ ἀπάτη : καὶ δόκιμον μὲν ἡ δίκη , κίβδηλον δέ τι ἡ ἀπάτη : καὶ ἰσχυρὸν μὲν ἡ
6547120 μεμηνας
οὗ δηλοῖ τὸν πόλεμον μαινομένη . μέμηνας ] ἐμάνης . μέμηνας ] ὀργίζῃ . μέμηνας ] μαίνῃ . γράφεται καὶ
, ὡς οὐκ οἶσθα ποῦ ποτ ' εἶ λόγων : μέμηνας ἤδη , καὶ πρὶν ἐξεστὼς φρενῶν . στείχωμεν ἡμεῖς
6544616 Ἀγυρριον
οὐκ ἐχρώμεθα οὐδὲν τὸ παράπαν : ἀλλὰ τόν γ ' Ἀγύρριον πονηρὸν ἡγούμεσθα . νῦν δὲ χρωμένων ὁ μὲν λαβὼν
ὡς καὶ πορδὰς ἀφιέναι . καὶ εἰς θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ
6543458 ἀνταναγνωναι
. ἀνέγνωκας , οὐ μόνον ἀνέγνως φησίν . . . ἀνταναγνῶναι : καὶ ἀντεξετάσαι βιβλίον : τὸ γὰρ ἀντιβάλλειν βάρβαρον
αἴγλη αἰγυπτιάζειν αἱμυλοπλόκος αἱμυλόφρων ἀλαζών ἀμφίκαυστις ἄναλτον ἀνεξικώμη ἀνεπτερῶσθαι ἄνοργοι ἀνταναγνῶναι ἀπαλλάξας ἀποκριπάμενος ἀρρενώπας ἅψω βαδίζου βαδισματίας Βασιλεία Βολβός Βρέα
6539481 διοικω
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε
6529875 δουλοπρεπες
ζῆν δυνατόν φησι . τὸ γὰρ πρὸς ἄλλον δούλου καὶ δουλοπρεπές , ὡς ἐν Πολιτείαις δέδεικται . τοῦτο δὲ εἰπὼν
φρόνιμον , τὴν δὲ πανουργίαν καὶ τὴν ἀπάτην ἀνόητον καὶ δουλοπρεπές , ὁρῶν ὅτι καὶ τῶν θηρίων τὰ δειλότατα καὶ
6524966 Γοργια
τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ . Εὐκαταφρόνητόν ἐστι , Γοργία , πένης , κἂν πάνυ λέγῃ δίκαια : τούτου
. οὐκοῦν ὡδὶ γίγνεται „ Δοκεῖ τοίνυν μοι , ὦ Γοργία , εἶναι ἐπιτήδευμα τεχνικὸν μὲν οὒ , ψυχῆς δὲ
6522607 μαντευομαι
, διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν
ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες
6520469 Εὐφημει
κενῷ δὲ δεῖ κινεῖσθαι τὰ κινούμενα , ὦ Τρισμέγιστε ; Εὐφήμει , ὦ Ἀσκληπιέ . οὐδὲ ἓν τῶν ὄντων ἐστὶ
Αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος , Εὐφήμει μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθά , φησι , τοῖς θεοῖς .
6503637 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
6503068 κακουργον
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν
6495607 Ἀριστα
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ
6495187 φθεγγομενον
πρὸς τὸ φρέαρ τὰς κοιλίας πλύνειν κελεύεται . τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ : ἐπειδὴ μηδὲν τῇδε τοῖς σχολιογράφοις ἐρρέθη
αὐτῶν πρὸς δύο ποιουμένους τὴν ἀναφοράν , πρός τε τὸ φθεγγόμενον καὶ τὸ κρῖνον : ταῦτα δ ' ἐστὶν ἥ
6492441 λεξειν
ὁ Κῦρος , νομίζων τοὺς ἰόντας Ἀρμενίων καὶ Χαλδαίων τοιαῦτα λέξειν περὶ αὐτοῦ οἷα αὐτὸς ἐπεθύμει πάντας ἀνθρώπους καὶ λέγειν
τι μέλλειν λέξειν αὐτόν : ἢ ὅτι ὑπερπέπεισαι τόδε αὐτὸν λέξειν : ἢ ὅτι αὐτὸν χρὴ τῶνδε τῶν λόγων ἀποκλείεσθαι
6491415 Ὀρνεον
ἅρπαξ καὶ πονηρὸς καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη
δ ' ἀλώπηξ ἄνω θεασαμένη κάτωθεν ἔστη προσφέρουσα ἐπαίνους : Ὄρνεον καλὸν καὶ εὐμέγεθες λίαν χερσὶ κρατούμενον βασιλικαῖς πρέπεις .
6484269 εὐμαθες
χρὴ τὸ ἐκβησόμενον ἐκ τῆς ἐμπειρίης : ἔνδοξον γὰρ καὶ εὐμαθές . Ἐν δὲ τῇ εἰσόδῳ μεμνῆσθαι καὶ καθέδρης ,
εὐκόλως καταλαμβανόμενος . ὡς ἐνταῦθα καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ : ὡς εὐμαθές μοι , κἂν ἄγνωστος ᾖς ὅμως , φώνημ '
6478676 ὑφορωμαι
τι καὶ ταράττεται . τοὺς μὲν οὖν ἀρτίως ἐπιστρατεύσαντας οὐδὲν ὑφορῶμαι νομίζων ἀείμνηστον αὐτοῖς γενέσθαι τὴν πληγήν , ὡς μηκέτι
ἐπί τι , οἴομαί σε , ὑπολαμβάνω , ὑπονοῶ , ὑφορῶμαι . . Καὶ τὰ προαιρετικὰ δὲ τῶν ῥημάτων τὰ
6475541 λαλον
, ἣν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦνται . ἦ πού με καὶ λάλον ἀποκαλοῦσιν αἱ νύμφαι καὶ διακόνους ἄλλοτε ἄλλους ἐκπέμπουσιν ὀψομένους
σε ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου
6475323 ξυνηκα
οὐ βάραθρον εὐλαβούμενος καὶ μηδὲν ἄβατον μηδ ' ἀθέατον καταλιπεῖν ξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν . οὕτως ἀράττει τῇ
ζῶντα καίνειν τοὺς τεθνηκότας λέγω . οἲ ' γώ , ξυνῆκα τοὔπος ἐξ αἰνιγμάτων . δόλοις ὀλούμεθ ' , ὥσπερ
6473501 ἐπιμυθιον
θεν δὲ ἀναλαμβάνει τὸ ἴδιον πρόσωπον , καὶ λέγει τὸ ἐπιμύθιον , τοῦτο τὸ δίστιχον τοῖς κριταῖς , τὸ ,
, τῶνδε ἢ τῶνδε ἀπέχου . Ἐπιλόγου δὲ τάξιν τὸ ἐπιμύθιον ἔχει . Εἰδέναι χρὴ , ὅτι πραγμάτων γεγονότων εἶπε
6469045 λοιδορεις
τις ἂν , περίεστι . καὶ τὴν μέν γε τραγῳδίαν λοιδορεῖς , πάλιν δ ' ἐπαινῶν τι τῶν συγγραμμάτων τῶν
τούσδ ' ἐπέστελλον δόμους . καὶ τὰς προπομποὺς δῆτα τάσδε λοιδορεῖς ; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν . ἀλλ
6464712 διασυρει
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν .
6463049 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
6461971 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
6461742 καρτερω
, ὅτι καλῶς ὑπείργασμαι καὶ ὑποθάλπομαι τὴν ψυχὴν , καὶ καρτερῶ τῷ ἔρωτι , καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἔβλαψεν ἄξιον θανάτου
: . . . τοῦτο παρὰ τὸ τλῶ , τὸ καρτερῶ , τλὸν καὶ ἆτλον : καὶ τροπῇ τοῦ τ
6460135 μαρτυρησω
[ τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω : ] τοῦτο αὐτὸ μαρτυρήσω τὸ προδεδηλωμένον , ὅτι εἰς πάντα ὁ Ἀγησίας παραπλήσιος
ἤγουν τοῦτον τὸν ἔπαινον ἀληθῶς αὐτῷ , τῷ Ἀγησίᾳ , μαρτυρήσω . αἱ γλυκύφωνοι δὲ ᾠδαὶ ἐπ ' ἐμοὶ τοῦτο
6452577 φιλαυτον
καλοῦ τὸ πλέον ἑκάστοτε νέμων . οὕτω μὲν οὖν δεῖ φίλαυτον εἶναι , καθάπερ εἴρηται , ὡς δὲ οἱ πολλοί
ὅλως ἀεὶ τὸ καλὸν ἑαυτῷ περιποιοῖτο , οὐδεὶς αὐτὸν ἐρεῖ φίλαυτον οὐδὲ ψέξει . ὁ μὲν οὖν πρῶτος λόγος φίλαυτον
6452060 μαντευσομαι
μαντεύσομαι ἠὲ καὶ ἄνδρα . ἀλλ ' ἔμπης σε θεὸν μαντεύσομαι , ὦ Λυκόεργε . διστάζει δὲ οὐχ ὡς ἀγνοοῦσα
πᾶσιν Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσι . δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον : ἀλλ ' ἔτι καὶ μᾶλλον θεὸν
6451836 χρημ
δίκην ἀνοίσομεν . εἰ τῶν κρατούντων ἀδικίαις ὀλούμεθα ; τί χρῆμ ' ἀνερμήνευτα δυσθυμῆι , γύναι ; οὐδέν : μεθῆκα
χὠ μὲν σκυθράζει , δεσπότης δ ' ἀνιστορεῖ : Τί χρῆμ ' ἀθυμεῖς ; Ὦ ξέν ' , ὀρρωδῶ τινα
6450565 μοθωνα
δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ” παρὰ τοὺς πόδας . μόθωνα :
] ἀπέπαρδον : δεῖ δὲ καὶ τῇ ἀληθείᾳ αὐτόν . μόθωνα ] φλυαρόν , ὑβριστήν . Γ περιεκόκκυσα ] ὑπερεῖδον
6445506 ἀφειδει
δει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον ἀκηδεί , ἀσπουδεί , ἀφειδεί πλὴν τοῦ προκληδί , πασσηδί , ἐνθαδί , τοιαδί
δει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον ἀκηδεί , ἀσπουδεί , ἀφειδεί πλὴν τοῦ προκληδί , πασσηδί , ἐνθαδί , τοιαδί
6444090 εἰρωνικον
αὐτοὺς ἔχῃς διὰ τὴν δωροδοκίαν . Θ . . . εἰρωνικὸν τοῦτο . Θ . . . φίλως : Προσφιλῶς
. Οὐκοῦν τὸν μὲν ἁπλοῦν μιμητήν τινα , τὸν δὲ εἰρωνικὸν μιμητὴν θήσομεν ; Εἰκὸς γοῦν . Τούτου δ '
6440606 γαστριμαργον
τὸν βασιλεύσαντα Λυδῶν πολυφάγον γενέσθαι καὶ πολυπότην , ἔτι δὲ γαστρίμαργον . τοῦτον οὖν ποτε νυκτὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα κατακρεουργήσαντα
ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι . ὀφθαλμοὶ ἑστηκότες ὑπέρυθροι μεγάλοι γαστρίμαργον καὶ λάγνον τὸν ἄνδρα μαρτυροῦσιν . ἐὰν τῶν τοιούτων
6440327 ἀμπελουργε
ἡλίῳ ἀνίσχοντι καὶ τεύξει οὗ βούλει . Πείθομαί σοι , ἀμπελουργέ , καὶ οὕτως ἔσται : πλεύσαιμι δὲ μήπω ,
ἤρατο κοὐ πέσε Τροία . Δαιμονίως γε ὁ Ἀχιλλεύς , ἀμπελουργέ , καὶ ἐπαξίως ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ Ὁμήρου .
6440017 δυσκολαινεις
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά .
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ
6435985 ταττεις
περὶ πλούτου πυνθάνομαι , τί φῆς ; ποῖ τὸ πρᾶγμα τάττεις ; ἐν ποίῳ χορῷ ; Λέγε γυμνῇ τῇ κεφαλῇ
εἶ μὲν ἐκ Μουσῶν μᾶλλον ἢ ᾧ δάφνην ἔδοσαν , τάττεις δὲ σαυτὸν εἰς τοὺς οὐ μέγα λαβόντας . ἀλλ
6432297 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
6428302 διαχεω
δὲ ὁ μὲν αἶνος παρὰ τὸ ἰένω τὸ πέμπω καὶ διαχέω . ἰαίνεται γὰρ καὶ διαχέεται ἡ ψυχὴ τῇ διηγήσει
παρὰ τὸ ἰαίνω , τὸ τέρπω , * * * διαχέω , ἴαινος , ὁ διαχέων τὴν ψυχήν , καὶ
6428115 συκοφαντικον
: λέγοιτ ' ἂν ὅτι ἐν παντὶ πράγματι ἔνεστι καὶ συκοφαντικόν τι . Ἐνδυμίωνος ὕπνος : ἐπὶ τῶν ἐπιπολὺ κοιμωμένων
ἐστι πολίτευμα ἐμόν „ φησιν , ἀντὶ τοῦ φιλαίτιον καὶ συκοφαντικόν . Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς . ” ὅστις χιτῶνας βασσάρας
6426370 γελᾳς
τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν καὶ
. Βοῇς : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ βοᾷς καὶ γελᾷς οἱ Δωριεῖς βοῇς καὶ γελῇς λέγουσιν . καὶ μηδεὶς
6425887 θρηνωδες
κωκυτὸς ἐπεῖχε μυρίος , οἰμωγαί τε ἠκούοντο θαμιναὶ καὶ φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον , γύναια δὲ πολλὰ διαπληκτιζόμενα καὶ τὰς
ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς καλοῦμεν Ἀπόλλωνος . ᾄδουσι δ ' οὐχὶ θρηνῶδες ὥσπερ αἱ ἀλκυόνες , ἀλλ ' ἡδύ τε καὶ
6423312 ϲαυτον
. ἀμφίβληϲτρον . ἀναργυρία . ἀνωφέλητοϲ καὶ θεοῖϲ ἐχθρόϲ . ϲαυτὸν δ ' ἀποφαίνειϲ κενότερον λεβηρίδοϲ . ] φανῆναι [
προϲέχειν δεῖ ἀεὶ τῶν ϲφυγμῶν ἐφαπτόμενον , ὡϲ μήποτε λάθοιϲ ϲαυτὸν ἀντὶ λειποθυμίαϲ θάνατον ἐργαζόμενοϲ . Περὶ ἀρτηροτομίαϲ Γαληνοῦ .
6419348 Κνημων
' ὁ ποιμὴν καὶ καλεῖται γλυκύτατος . βούλει τι , Κνήμων ; εἰπέ μοι . Ἥλιε , σὲ γὰρ δεῖ
διακονεῖ κόρηι : πονηρόν . ἀλλά ς ' , ὦ Κνήμων , κακὸν κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί . ἄκακον
6415012 Εὐθυδημε
κελεύεις ; Ὅτι , ἦν δ ' ἐγώ , ὦ Εὐθύδημε , τὰ σοφὰ ταῦτα καὶ τὰ εὖ ἔχοντα οὐ
λέγει . Νὴ Δία , ἔφη ὁ Κτήσιππος , ὦ Εὐθύδημε : ἀλλὰ τὰ ὄντα μὲν τρόπον τινὰ λέγει ,
6413324 ἀποστα
. εἴ τις δικαστὴς ἢ διαιτητὴς θεῶν . ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν . ε [ κοδι ] ' οἰκῶν πλησίον
λέγουσιν , καὶ παράστα . Μένανδρος Παιδίῳ : ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν , Δὶς ἐξαπατῶντι : ἐμοὶ πάραστα : τὴν
6408034 ἀγορασον
εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν
εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον ,
6406159 Φαιδρε
' ἂν ἐμοὶ εἶπες ἡδίω . Καὶ γάρ , ὠγαθὲ Φαῖδρε , ἐννοεῖς ὡς ἀναιδῶς εἴρησθον τὼ λόγω , οὗτός
καὶ οὕτω διατρίψαντα εἰς ἑσπέραν οἴκοι ἀναπαύεσθαι . Ὦ φίλε Φαῖδρε , ποῖ δὴ καὶ πόθεν ; Παρὰ Λυσίου ,
6392250 Ματων
νόμῳ κατακλῇσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ Διογείτων νὴ Δία ἅπαντας
νόμῳ κατακλεῖσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ δὴ Διογείτων νὴ Δία
6392249 ὑποπτευω
λάρναξ ] κἠν ϲτέγαι κήτ ! [ } ] [ ὑποπτεύω ] γα καὶ δέδοικ ' ἐγὼν μὴ δ [
, ὦ Σώκρατες ; Ἐγώ σοι φράσω , ὅ γε ὑποπτεύω λέγειν καὶ συμβουλεύειν ἡμῖν τοῦτο τὸ γράμμα . κινδυνεύει
6379183 πιθι
ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται . Τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν ἤδη , καὶ τοὔνομά μ ' εὐθὺς ἐρώτα
. εἶτά ἐστι τὸ μὲν Ἰακὸν λαγός ‚ λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον , ‚ τὸ δὲ λαγώς Ἀττικόν .
6378957 καλλιστως
Ὅμηρος . * τοῦτο δ ' ἐν μὲν Ὁμήρῳ * καλλίστως ἀλληγορούμενον πέφυκε , νῦν δὲ παιδιῶδες κεῖται καὶ μυθικὸν
ὢν σοφίας ἐμπλησθεὶς καὶ πάλαι μὲν Σωκράταν ἔπειθες καὶ τὼς καλλίστως τῶν νέων καὶ εὐγενεστάτως παρὰ σὲ καθέζεσθαι , οἷον
6373728 παππε
ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων : Διὰ τί δή , ὦ πάππε , τοῦτον οὕτω τιμᾷς ; καὶ τὸν Ἀστυάγην σκώψαντα
ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι , ἔφη , ὦ πάππε , πολέμιοί εἰσιν , οἳ ἐφεστήκασι τοῖς ἵπποις ἠρέμα
6372654 προσκαλει
ὃ εἰκὸς ἦν εἶπε Χρύσιππε , μαίνει : τί τοῦτον προσκαλεῖ ; ἐμοὶ γὰρ ἀποδέδωκε τὸ χρυσίον . ἀλλὰ μὴ
λαβὼν κύκλῳ περισοβεῖν τὰς πόλεις καλούμενος . Ὑπὸ πτερύγων τι προσκαλεῖ σοφώτερον ; Μὰ Δί ' , ἀλλ ' ἵν
6370901 κανδυτανες
ἅμα γίνονται καὶ ἀλεαίνουσιν αὐτούς . καλοῦνται δὲ ἄρα οὗτοι κανδυτᾶνες , ὡς ἐκείνοις φίλον . θαυμάσαι δὲ τῶν μυῶν
ἅμα γίνονται καὶ ἀλεαίνουσιν αὐτούς . καλοῦνται δὲ ἄρα οὗτοι κανδυτᾶνες , ὡς ἐκείνοις φίλον . θαυμάσαι δὲ τῶν μυῶν
6363119 φροντισμα
τῇ τοῦ Κτησιφῶντος κατηγορίᾳ . ἔστι δὲ καὶ τέταρτον αὐτοῦ φρόντισμα , ἐπιστολαί , οὐ πολλαὶ μέν , εὐπαιδευσίας δὲ
δ ' οὐκέτι Φοῖβος ⌊ ἄεθλον ⌋ τοῦτον ἔχει : φρόντισμα ἐνδμενη ? ! ! ! [ ! ! !
6361967 θεατρικον
* . ταύτας δὴ τὰς ἐπιτιμήσεις ἀπολύσασθαι βουλόμενος ἐχούσας τι θεατρικὸν καὶ τῶν πολλῶν ἀγωγόν , περὶ μὲν ἐμαυτοῦ τοσοῦτον
καὶ τὰ ἐπίθετα καλλωπισμοῦ χάριν κεῖται : τὸ γὰρ οὔτε θεατρικὸν * * ἀλλ ' ἀναγκαῖον τῆς λέξεως σχῆμα τοιοῦτ
6359092 γραυ
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων ,
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν .
6350924 τραγικον
εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ : σημειοῦνταί τινες τοῦτον διὰ τὸ τὸν τραγικὸν Ἀστυδάμαντα παράγειν τὸν Ἕκτορα λέγοντα : δέξαι κοινήν μοι
' ἔχεις ἄπλατον ἐν τοῖς ὠσίν . καταπεσεῖν τι βούλομαι τραγικὸν πέσημα . πάντων γέ τοι μέτρον ἐστὶ τοὐπιεικές .
6345733 ἀπτοεπες
ἀνάπαλιν τοῦ κ , ἔνθα κτλ . . . Ἥρη ἀπτοεπές , ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : ἡ διπλῆ ,
ἀπὸ τοῦ ὄπτω , τὸ βλέπω . . . . ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ ἡ ἁπτομένη
6345452 παιπαλημα
δημώδης : Πολυκράτης δὲ τὴν γενῆν Ἀθηναῖος , λόγων τι παιπάλημα καὶ κακὴ γλῶσσα , ἔγραψεν ἅσς ' ἔγραψ '
τὸν Κολωνὸν ἵεσο : παροιμία λέγεται ἐπὶ τῶν μισθαρνούντων . παιπάλημα : τὸν πανοῦργον καὶ ποικίλον ἐν κακίᾳ καὶ παμπόνηρον

Back