φαεσφόρωι Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας . ἰοὺ ἰού : γέγηθα μαινόμεσθα τοῖς εὑρήμασιν . κἄπειτα καὶ σὲ καὶ φίλους
μ ' ἔστ ' ἀναγκαίως ἔχον . Ἥδομαι γὰρ καὶ γέγηθα καὶ πέπορδα καὶ γελῶ μᾶλλον ἢ τὸ γῆρας ἐκδὺς
6932546 τρεχῃ
ἐγχρονίσαντες οὐδὲν ἧσσον ἀναιροῦνται . ἐὰν δὲ ἐπὶ τὰ μεγάλα τρέχῃ , σχηματίζηται δὲ ὁμοίως ♂ ἢ ☉ ἢ ἀμφότερος
μαγείρου τὸν καπνόν . κἂν μὲν σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν τρέχῃ , γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι : ἂν
6881585 φωνει
οὕτως : τοιαῦτ ' ἀυτεῖ Πολυνείκους βία . ἀυτεῖ ] φωνεῖ . ἀυτεῖ ] βοᾷ . γενεθλίους ] τοὺς ἐφόρους
ἀκράτῳ : ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον ὡς ὕδωρ ἵππος Σκυθιστὶ φωνεῖ , οὐδὲ κόππα γινώσκων : κεῖται δ ' ἄναυδος
6822552 ἀστεμφης
Σπαρτῶν ἀρά : × – ˘ – ] ! ἔδοξας ἀστεμφὴς κύων : × – ˘ – ] ος ἆθλος
τι καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν . ἡ μὲν γὰρ οἶά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ διατάττει , ὁποίων τε
6782598 εὐδαιμονησεις
πρὸς ὄχθον Κεκροπίας εὐδαίμονα . πεπρωμένην γὰρ μοῖραν ἐκπλήσας φόνου εὐδαιμονήσεις τῶνδ ' ἀπαλλαχθεὶς πόνων . ὦ παῖδε Διός ,
πράξει . ἐμοὶ οὖν πειθόμενος ἀκολούθησον ἐνταῦθα , οἷ ἀφικόμενος εὐδαιμονήσεις καὶ ζῶν καὶ τελευτήσας , ὡς ὁ λόγος σημαίνει
6762706 χαιρω
γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως
εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ]
6613391 φρονεεις
ηὔδα καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα : αὔδα ὅ τι φρονέεις : τὸ δὲ αὐδῶ παρὰ τὸ αὐδή αὐδῶ ,
πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις . αὔδα ὅ τι φρονέεις : τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν , εἰ δύναμαι
6537175 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
6511504 ἀναχωρει
καὶ ἥ γε πρώτη τὴν ἑαυτῆς ἐκβαλοῦσα μοῖραν τοῦ δικτύου ἀναχωρεῖ , εἶτα ἡ δευτέρα δρᾷ τοῦτο καὶ ἡ τρίτη
ἑαυτὸν ἀναχωρεῖν . οὐδαμοῦ γὰρ οὔτε ἡσυχιώτερον οὔτε ἀπραγμονέστερον ἄνθρωπος ἀναχωρεῖ ἢ εἰς τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν , μάλισθ ' ὅστις
6465879 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
6448660 ἀτρεμας
“ δὲ διὰ τὴν τραχύτητα . ἀλλ ' ἔχ ' ἀτρέμας : μένε ἐφ ' ἡσυχίας . βαλλόμενος γὰρ ὁ
, χὤσπερ βροντὴ τὸ ζωμίδιον παταγεῖ καὶ δεινὰ κέκραγεν , ἀτρέμας πρῶτον , παππὰξ παππάξ , κἄπειτ ' ἐπάγει παπαπαππάξ
6446494 ἀκλητος
ἐν μὲν τοῖς δυνατοῖς οὐδὲ κελευσθῆναι περιμένω : πρῴην γοῦν ἄκλητος ἧκον ἐπὶ τὴν βοήθειαν . ὅταν δέ τι ᾖ
, βράττω , δεύω , μάττω , πέττω . χωρεῖ ἄκλητος ἀεὶ δειπνήσων : οὐ γὰρ ἄκανθαι . τὸ δὲ
6437052 Λαερτιαδη
ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος
οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς
6410087 εὐφρονης
ἔστω , ὡς τὸ μὲν ἡμέρης ἔχειν , τὸ δὲ εὐφρόνης , ἔστ ' ἂν κατατακῇ : λουέσθω δὲ θερμῷ
, ἐκεῖ : τόθεν δὲ φέγγος ἐξέλαμψέ νυν κατ ' εὐφρόνης σημεῖον ὡς στῦλος πυρός . ἐνταῦθα λειμῶν ' εὕρομεν
6409039 βαινει
τέλειον ἐστὶν ἠλεός . Ἠλίβατος . ἐφ ' ἣν πρώτην βαίνει ὁ ἥλιος : ἢ ἡ παραθαλασσία , ἡ ἐφ
πρὸς ἄλληλά τε οὕτως . ὑπείκει δὲ ὅσον ἐπὶ σμικροῦ βαίνει : τὸ δὲ ἐκ τετραγώνων ὂν βάσεων , ἅτε
6403615 βαζεις
διό “ τοῖο γὰρ καὶ πατρός , ὃ καὶ πεπνυμένα βάζεις : ” ἀντὶ δὲ τοῦ ὅτι “ λεύσεται γὰρ
διὲκ μεγάροιο ὀΐω ἂψ ἀναχωρήσειν , ὅτε δὴ καὶ ὀνείδεα βάζεις . ” ὣς ἄρ ' ἔφη , καὶ θρῆνυν
6397725 χὠ
' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον .
: κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ ,
6387054 κεαρ
οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης
καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου
6382223 ἰθ
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ '
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν
6371843 ἱεμενος
καὶ ἀνάγων καὶ τάττων πάντα . Πρῶτος δὲ πορεύεται ὅτι ἱέμενος ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὸς καὶ ἐνιδρύων ἑαυτὸν ταῖς οἰκείαις
χώρῳ λίπεν οὔνομα , τῆμος ἀφ ' ἵππου ἐς Διὸς ἱέμενος πέσεν ἥρως Βελλεροφόντης . κεῖθι δὲ καὶ πεδίον τὸ
6361621 Ξεινε
ταῦτα ἔλεγε , Ξέρξης δὲ ἡσθεὶς τοῖσι εἰρημένοισι εἶπε : Ξεῖνε Λυδέ , ἐγὼ ἐπείτε ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώρην ,
τόσην δ ' ἀνενείκατο φωνὴν θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ : Ξεῖνε , τί μαργαίνεις ; τί με , δύσμορε ,
6323830 πορευομαι
ὁ υἱὸς Φαραώ : ὄψομαι τὸν πατέρα μου , διότι πορεύομαι τρυγῆσαι τὴν ἄμπελόν μου τὴν νεόφυτον . Καὶ εἶπον
: ἐξ οὗ τὸ εἰμὶ , καὶ τὸ ἔω τὸ πορεύομαι , ἐξ οὗ τὸ εἶμαι τὸ προπερισπώμενον , καὶ
6321542 ἀργαλεος
φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν , ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις
ὤλετο δὲ προτέροις πεπονημένον ἡμιθέοισιν ἔργον : ὃ δ ' ἀργαλέος καὶ ἀπεχθὴς αὐτίκα πᾶσιν , ᾧ κεν ἐπωνυμίην λαοὶ
6300848 μαινεται
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου
6300612 ἀφθογγος
: τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ τηλαυγέος
: δηρὸν γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι ὥστε λίθος ἄφθογγος , λείψω δ ' ἐρατὸν φάος ἠελίοιο : ἔμπης
6299277 λευσσω
παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ
. ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι
6293436 ὑπακουσει
, εἰ νοσήσας ἀξιοῦντος φίλου πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν ὥστε νοσοκομηθῆναι ὑπακούσει , Ποῦ δὲ φίλον μοι δώσεις Κυνικοῦ ; ἔφη
τοῦ ἱματίου λαβόμενοι σε ἐπιστρέψωμεν , ὦ Ἀδείμαντε , οὐχ ὑπακούσει ἡμῖν βοῶσιν , ἀλλὰ καὶ φροντίζοντι ἔοικας ἐπὶ συννοίας
6284742 πολυμητις
εἰς ΙΣ βαρύτονα καὶ ἐν τῇ συνθέσει βαρύνονται : μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις
ἐέλδεται ἔμμεναι υἷα . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα ,
6266062 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
6258789 λυπω
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ
6248161 ταρβος
: ξεῖνε , σὲ μὲν Τρώεσσι μεμιγμένον οὐκέτ ' ἔοικε τάρβος ἔχειν : ἔφυγες γὰρ ἀνάρσιον ὕβριν Ἀχαιῶν . αἰεὶ
ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος καὶ πλεονασμῷ τοῦ β τάρβος , καὶ ἐκ τοῦ ταράσσω . τάρβος ] φόβημα
6247947 ἀμυνεμεναι
φῦλ ' ἀνθρώπων , τὸν δ ' ἔτι μᾶλλον ἀνῆκεν ἀμυνέμεναι Δαναοῖσιν . αὐτίκα δ ' ἐν πρώτοισι μέγα προθορὼν
ἰὸν ἔχει στόμα : τοῖσι δ ' ἄκανθαι τύμμασι λευγαλέοισιν ἀμυνέμεναι πεφύασι , πικραί τ ' ὀξεῖαί τε χόλου πυρόεντος
6233234 τρυφω
πάσχεις . ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Προμηθεύς φησι πρὸς αὐτόν : τρυφῶ καὶ χαίρω τοιαῦτα πάσχων κακά ; οὕτως εἴθε τοὺς
κοινή : τρυφερός : τρυφὲν , κλασθέν : τρύζω : τρυφῶ : τρύχεται : τρύγει , ξηραίνει : τρύγα πυθμένα
6226501 ἀντιον
λαμπροί , βλέφαρα ἐκπεπετασμένα παχέα , παχύπους , παχύρρινος , ἀντίον ὁρῶν , ἄνω τείνων ἑαυτόν , πυρρὸς τὴν χροιάν
, ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν , καιόμεναί τε δεταί ,
6221804 ἐϋ
. καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ , ἠὲ νέον μεθέπεις , ἦ καὶ πατρώϊός
, / ἶν ' ἀπέλεθρον ἔχοντε , ὁ μὲν τόξων ἐῢ εἰδώς ” ἀντὶ τοῦ τὸν μέν . Τῶν δὲ
6214654 φωρ
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ
6212236 δακρυω
φερομένων , † αἰνέσαι , πικρὸν φρενῶν στύγος κρατούσῃ . δακρύω δ ' ὑφ ' εἱμάτων ματαίοισι δεσποτᾶν τύχαις ,
οὐδὲν ἀνύτεις , εἰπεῖν , Δι ' αὐτὸ δὲ τοῦτο δακρύω , ὅτι οὐδὲν ἀνύτω . : Ἦν δὲ ὁ
6211252 ἀχθομαι
μήποτ ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον : οὕτω τοῖς παροῦσιν ἄχθομαι . Οὐκ εἶ κακὸς σύ , πρὸς κακῶν δ
νῦν δ ' ἴσον ἀπέχομεν εὐπορίας καὶ κολακείας καὶ οὐκ ἄχθομαι τῷ μὴ πλουτεῖν , ἀλλὰ φιλοτιμοῦμαι τῷ μὴ δουλεύειν
6203524 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
6200371 αἱμ
αὐτὰρ ἐπεὶ ἴδεν ἕλκος ὅθ ' ἔμπεσε πικρὸς ὀϊστός , αἷμ ' ἐκμυζήσας ἐπ ' ἄρ ' ἤπια φάρμακα εἰδὼς
αὖ τήνδ ' ἐς ἄρκυν ἤγαγες χρήσας , ἐπειδὴ πατρὸς αἷμ ' ἐτεισάμην μητέρα κατάκτας ; διαδοχαῖς δ ' Ἐρινύων
6198655 ταχυς
. Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ
ἔλεγον . ἄλλην μὲν γὰρ εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς , οἷον ταχὺς γενόμενος διὰ παιδοτρίβην , ἴσως ἂν ἀποστερήσειε τὴν χάριν
6198260 σεβω
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ
6193887 Διομηδες
Λυκίους πέμπτην φυλακὴν βάντας ἐγείρειν ἡμᾶς κλήρου κατὰ μοῖραν . Διόμηδες , οὐκ ἤκουσαςἢ κενὸς ψόφος στάζει δι ' ὤτων
, οἷον Δημοσθένης Δημοσθένους ὦ Δημόσθενες , Διομήδης Διομήδους ὦ Διόμηδες , Ἀριστοφάνης Ἀριστοφάνους ὦ Ἀριστόφανες , ὁ Πολυδεύκης τοῦ
6189766 αἰθε
οἴκαδε οἴκοθεν . Τὰ δὲ εὐχῆϲ ϲημαντικά , οἷον εἴθε αἴθε ἄβαλε . Τὰ δὲ ϲχετλιαϲτικά , οἷον παπαῖ ἰού
, ἥ τις καὶ τὴν δίφθογγον φυλάσσει , εἴθε , αἴθε . ἦν οὖν καὶ παρὰ τὸ ἄνευ ἄνευθε .
6188891 φερτερος
περιστερός : Βλαττερὸς ὄνομα κύριον : πρότερος : ὕστερος : φέρτερος : ὁ δὲ κανὼν καὶ ἐπὶ ἀντωνυμιῶν : σφέτερος
Φιλόξενος εἰς τὰ Συγκριτικὰ λέγει , ὅτι τὸ βέλτερος καὶ φέρτερος οὔκ εἰσι συγκριτικά : θέματα δέ εἰσι συμπεπτωκότα τύποις
6188778 πολυμηχαν
δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν
μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
6183022 κειμαι
πρίν ποτ ' ἐοῦσα δόμοις : νῦν δὲ παρὰ Κρονίδην κεῖμαι τάδ ' ἔχουσα τὰ δεσμὰ τίμιος : οὐδ '
. Χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι . ἔστ ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα
6182899 θρηνω
μὴ εἴη κατ ' Αἰολίδα διάλεκτον , περισπᾶται : σκηνῶ θρηνῶ σφηνῶ φωνῶ ὠνῶ κοινωνῶ . τὸ πώνω βαρύνεται ὡς
τυφθῆναί σε . Θ . οἰμώζειν : Οἰμώζω , τὸ θρηνῶ . ἀφ ' οὗ οἰμωγὴ , ὁ θρῆνος ,
6174346 ὀϊω
αὐτόθι νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος : μάλα δ ' ὦκα διακρινθέντας ὀΐω ἂψ ἴμεν Οὔλυμπον δὲ θεῶν μεθ ' ὁμήγυριν ἄλλων
θεὸν εἶναι , γίνεται ὀϊστὶ ἀνωϊστί . ἐκ δὲ τοῦ ὀΐω ὀϊστός καὶ ἀνώϊστος κατ ' ἔκτασιν . ἢ ἐκ
6168386 ἀκολουθω
δὲ οἱ νόμοι φράζωσι , παρεὶς ἀκούειν τῶν συλλαβῶν , ἀκολουθῶ τῷ συμφέροντι . . . καὶ τίς οὐκ οἶδεν
. . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον , ἐκ τοῦ σπῶ τὸ ἀκολουθῶ ἢ μεταλαμβάνω , ἣν οὐ δύναταί τις μεταλαβεῖν καὶ
6161557 ἀναιδης
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . .
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ
6155345 δολωσας
καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι καὶ
ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά , τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ , ἀλλ ' οὐ μάχῃ
6152760 γεραιε
τῶν νεωτέρων κακῶν . τί δ ' ἔστιν , ὦ γεραιέ ; μὴ φθόνει φράσαι . οὐδέν : μετέγνων καὶ
ἐμπλῆσαι χαρᾶς , ἔνσπονδος . οὗτος δ ' , ὦ γεραιέ , τίς κυρεῖ , ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῖ βεβώς
6152123 λυπουμαι
, ] αὕτη . τόδ ' ] κατὰ . * λυποῦμαι . τύπτε σεαυτὸν εἰς ἐμὴν χάριν . * βρέχομαι
τι ἡ Ἄλκηστις ἀπέθανεν ; εἶτά φησιν ὁ Ἄδμητος ὅτι λυποῦμαι καὶ δι ' ἐκείνην , μέλλουσαν τελευτᾶν . εἶτα
6151554 σιγω
γάρ . ὡς φωνὴ φωνῶ , αὐδὴ αὐδῶ , σιγὴ σιγῶ , οὕτως ἅρπη ἁρπῶ . οὕτω Φιλόξενος Περὶ Ῥωμαίων
ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι χερί . τὰ δ ' ἄλλα σιγῶ : βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν : οἶκος δ
6146474 ὀνω
τροπῇ τοῦ ε εἰς ο ὄνομα : ἢ ἀπὸ τοῦ ὀνῶ , ὅ ἐστιν ὠφελῶ , ὄνημα καὶ τροπῇ τοῦ
οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . ὀνῶ , ὄναρ , καὶ πλεονασμῷ τῆς διφθόγγου , ὄνειαρ
6142983 ἐστην
ὡς ] ? ἦλθον [ πρὸς Ὀλυμπιάδα ] [ καὶ ἔστην αὐτῆς ἐγγύς ] ? , ἀπο ? [ .
συντάξει ἐστὶ παθητικός : ὡς γὰρ ἐστάθην ὑπὸ σοῦ οὕτως ἔστην ὑπὸ σοῦ . Ἑνικά . Ἐθηκάμην , ἐθήκω ,
6140420 ἐληλυθα
τι , πρᾶγμά [ ] τι τοιοῦτον ἀγγελῶν [ ] ἐλήλυθα , κατὰ τὴν [ ] Ἰωνίαν πάλαι γεγενημένον [
. Ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Ὄρνεις φέρων ἐλήλυθα . Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ
6135312 λαλω
ἴστε μετ ' ὀλίγον χρόνον , ἀναβεβίωκα : περιπατῶ , λαλῶ φρονῶν , τὴν τηλικούτων καὶ τοιούτων ηλιον νυντοντον εὑρών
ἁρμόζου τύχην . ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων . Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ
6134953 ἡδομαι
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος
6131174 κοὐδε
καὶ πόλλ ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν . πόσου χρόνου γὰρ συγγεγένησαι Νικίᾳ ;
, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ ' ἀνδρὸς τοῦδε , κοὐδὲ μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι , τῶν δ ' ὑπαὶ
6122174 στειχει
βασιλεύς : τὸ ἑξῆς : καὶ μὴν βασιλεὺς ὅδε δὴ στείχει Μενέλαος ἄναξ , τῶν Τανταλιδῶν ἐξ αἵματος ὤν ,
τοιαῦτα κἀγὼ σημανῶν ἐλήλυθα : ἀνὴρ γὰρ ἀλκῆς μυρίας στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας
6121695 Ἑκτορ
, λῦσον βλεφάρων γοργωπὸν ἕδραν , λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους , Ἕκτορ : καιρὸς γὰρ ἀκοῦσαι . τίς ὅδἦ ' φίλιος
. . δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς : Ἕκτορ , ἀεὶ μὲν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν . ἡ
6121083 ἀλητης
κυνὸς τῆς θηλύπαιδος καὶ τριάνορος κόρης . ἥξει δ ' ἀλήτης εἰς Ἰαπύγων στρατὸν καὶ δῶρ ' ἀνάψει παρθένῳ Σκυλλητίᾳ
, καὶ ἀλὼς παράγωγον τοῦ ἀλῶ : ἀφ ' οὗ ἀλήτης . ἀπὸ τούτου καὶ ἕτερον παράγωγον ἀλεὸς ἐρύη ,
6115712 οἱμον
| τίκτουσα εἰς λύκον ? ? ? | μετέβαλε | οἷμον πάτον ὁμοίως | τὴν πλατεῖαν | ἆ πάντως καὶ
αἴσιον , ᾧ καὶ πάντες ἐπευφήμησαν ἰδόντες στέλλεσθαι τήνδ ' οἷμον : ἐπιπρὸ γὰρ ὁλκὸς ἐτύχθη οὐρανίης ἀκτῖνος , ὅπῃ
6113762 βαρυνει
λεγόντων ὡς τὸ παρὰ δεῖπνον φιλολογεῖν τὴν τροφὴν διαφθείρει καὶ βαρύνει τὴν κεφαλήν , τότε φοβητέον , ὅταν τὸν Ἰνδὸν
πολιτῶν , οὕτως : ἡ ἀκοὴ τῶν προσόντων τισὶν ἀγαθῶν βαρύνει καὶ καταβάλλει τὸν θυμὸν τῶν πολιτῶν , ποταπόν ;
6110721 φοιτω
ἀφ ' οὗ : † ἀλεύατο , ἀλίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω , κατὰ ὑπερβιβασμὸν λιάζω . . . .
ὅπερ ἀπὸ τοῦ προϊῶ . φρῶ οὖν φράζω , ὡς φοιτῶ φοιτάζω , βῶ βάζω , οὕτως καὶ φράζω :
6108395 τετραπται
ωὑτὸς μὲν Λιβύης ῥυσμὸς πέλει , ἀλλὰ μετ ' ἄρκτους τέτραπται , καὶ τοῖος ἐπ ' ἀντολίην πάλιν ἕρπει ,
τῷ μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ἐνταῦθα γὰρ τὸ ῥέε τέτραπται μᾶλλον ἢ ἐκεῖ τὸ ἐθέλει , καὶ ἴδιόν τι
6104132 ἐσκοπιαζον
ἀολλέες , οὐδέ τις αὐτῶν ἐξεφάνη : δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον . ὣς ἔφατ ' , αὐτὰρ ἐγὼ περὶ μὲν
' ἔντεα φωτῶν αἵματι . Τρωιάδες δ ' ἀπὸ τείχεος ἐσκοπίαζον αἰζηῶν στονόεντα μόθον , πάσῃσι δὲ γυῖα ἔτρεμεν εὐχομένῃσιν
6103015 ἐνισπω
ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . Γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοίπινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη καὶ πείθεται ἀθανάτοισι : νηπυτίοισι
ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ
6101928 φανην
δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ
δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ
6101836 Ἡκει
ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον ἰδεῖν . Ἥκει δὴ πάλιν ὁ Περικλῆς ἑτέραν ἡμῖν παράθεσιν προξενῶν .
ἐν τῇ γενέσει καὶ φύσει κατὰ τὴν οἰκείαν βούλησιν . Ἥκει δὴ οὖν εἰς ταὐτὸ τῷ τῆς δημιουργίας καὶ προνοίας
6100431 ἰρηξ
' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον ὕψι μάλ ' ἐν νεφέεσσι φέρων
ἡ δὲ μάλ ' ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον : οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειεν , ἐλαφρότατος πετεηνῶν : ὣς ἡ ῥίμφα
6097119 ἀγηνωρ
' ἀγοράων . οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ νεικείειν βασιλῆας ὀνειδείοις ἐπέεσσιν . Ὣς φάσαν ἣ πληθύς
ἄλλως : φύσει . καὶ Ὅμηρος : ὁ δ ' ἀγήνωρ ἐστὶ καὶ ἄλλως . τὴν καθ ' ἡμέραν ἀκρασίαν
6093139 ἐνεργω
παριστῶσα : ἐνέργειαν μὲν ὅταν λέγω κολάζω : ἰδοὺ γὰρ ἐνεργῶ , πάθος δέ , ὅταν λέγω κολάζομαι : ἰδοὺ
. ἐστὶ δὲ κατ ' ἐντίθεσιν . δρῶ γὰρ τὸ ἐνεργῶ , οὗ παράγωγον δρήθω . οἱ γὰρ κοιμώμενοι οὐδὲν
6092015 λαβ
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
6091551 οἰμοι
ἡδόμεσθ ' ἀγῶνι δυστυχεῖ δόμοις δισσῶν ἀδελφῶν μόρον ἀκούοντες σέθεν οἴμοι τὸ πᾶν δῆτ ' ἐσφάλημεν ἐλπίδων ται μέγα τείσασθε
τοῦ ἀπό τινος ἐσθίειν , ὡς Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει μου τὴν
6090648 ηὐδα
μετέλθοι . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά
γενέσθαι . ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ἔσσεται οὕτως , ἄττα : σὺ δ
6080344 ἀνηστις
ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν Φινεῖ : ἄνηστις δ '
τοῦ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α κέχρηται λέγων φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . , . . ἀστεῖόν τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν
6071666 ἐλθοις
, τέρμα φίλον γαίης , ἀρχὴ πόλου , ὑγροκέλευθε , ἔλθοις εὐμενέων μύσταις κεχαρημένος αἰεί . Ἑστία εὐδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ
οὐ σφαγίων κλύει . μή μοι , πότνια , μείζων ἔλθοις ἢ τὸ πρὶν ἐν βίωι . καὶ γὰρ Ζεὺς
6069502 ὁροω
δὲ τὴν τάξιν , “ νῦν δὲ φίλως χ ' ὁρόω καὶ εἰ δέκα πύργοι Ἀχαιῶν , ” καὶ ἐπιρρηματικῶς
καλουμένας Σηστὸν καὶ Ἄβυδον . καὶ Ὅμηρος „ ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ ἐπὶ σοὶ μεμαῶτε μάχεσθαι , / ἶν '
6066598 ἐγειρε
πρὸς τὸ σημαινόμενον ἡ ἀπόδοσις . . Ὁ νοῦς : ἔγειρε , παῦσον : τὸ γὰρ ἵστασθαι παῦσίς ἐστι .
τῶν ἐντέρων ἐστὶ χορδή . ἣν εἰλητὸν καλοῦμεν ἡμεῖς . ἔγειρε φλογέας : Νοητέον οὕτως , ἔγειρε φλογέας λαμπάδας ἐν
6063411 μασθλης
στήθεσι , καὶ κεντέουσιν ὀδύναι ὀξεῖαι , καὶ τρίζει οἷον μάσθλης , καὶ τὴν πνοιὴν ἐπέχει : καὶ ἐπὶ μὲν
καταπραΰνει ἀπάγων τὴν ὀργὴν ἅπασαν τὴν πρὸς αὐτόν . ΓΘ μάσθλης ] ὁ μεμαλαγμένος καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ
6055864 φυζα
. Ἀρίσταρχος σεσημείωται ὅτι συνήθως φόβος ἐπὶ τῆς φυγῆς , φύζα δὲ ἐπὶ τῆς μετὰ δειλίας φυγῆς . Φοῖβος ἐπίθετον
. ἐν ἑκάστῳ σέλαι , ἐν πυρὸς αὐγῇ Ι . φύζα φόβου κρυόεντος ἑταίρη : ἡ διπλῆ , ὅτι φύζα
6053758 νωι
! ! ! ! ! ! [ ] ! ! νωι ! ! ! ! [ ] τι οὖν !
? ? [ [ ] γαρασ ? [ [ ] νωι [ [ ] ! ευπ ? [ [ ]
6050485 ἀλγω
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν
6050153 ἐραμαι
παρέρχεται λαμπρῶς , ἐνδόξως . Τοι : καί σοι . ἔραμαι : ἐπιθυμῶ . ἀεῖσαι : τραγῳδῆσαι . Καλλιόπη :
ὁ αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τοῦ ἄγαμαι , δύναμαι , ἔραμαι . . Ἔστιν ἃ καὶ διάθεσιν σημαίνει ἐνεργητικήν ,
6049557 ἡβω
ἡ νεότης : παρὰ τὸ βῶ , τὸ βαίνω : ἡβῶ : καὶ ἐξ αὐτοῦ ἥβη . ἠωρῆσθαι , ἠρθῆσθαι
ὄντες . ταὔτ ' ἐμοὶ πάσχεις ἄρα : κἀγὼ γὰρ ἡβῶ κἀπιχειρήσω χοροῖς . οὔκουν ὄχοισιν εἰς ὄρος περάσομεν ;
6048725 βροτολοιγε
χειρὸς ἑλοῦς ' ἐπέεσσι προσηύδα θοῦρον Ἄρηα : Ἆρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα οὐκ ἂν δὴ Τρῶας μὲν ἐάσαιμεν καὶ
δὴ τότε θοῦρον Ἄρηα προσηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων : Ἆρες Ἄρες βροτολοιγὲ μιαιφόνε τειχεσιπλῆτα , οὐκ ἂν δὴ τόνδ ' ἄνδρα
6046864 παπαι
οἱ δὲ συνεμφάσεις , οἱ δὲ σχετλιασμούς , φεῦ , παπαῖ , ὤμοι . φασὶ δὲ καὶ [ ] εἰκασμοῦ
καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα : δυσμαθῆ δ ' ὅμως . παπαῖ , οἷον τὸ πῦρ : ἐπέρχεται δέ μοι .
6044876 διογενες
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ
6043406 ἐκτεινας
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα ,
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς
6038204 εὐγλωττος
καὶ φωνὴ καὶ λόγος , ὀνόματα δὲ ἀπὸ μὲν γλώττης εὔγλωττος καὶ εὐγλωττία , θρασυγλωττία καὶ γλωσσαλγία , καὶ δίγλωττος
εἶναι ] . λέγειν ] τὸ εὐστομεῖν , τὸ εἶναι εὔγλωττος , ῥητορεύειν . . ἐν τῇ φύσει ] ἐκ
6038011 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
6036176 λυκαβαντος
κεκριμένου πολέμοιο ταχείῃ λῦσον ἀοιδῇ . ἤδη μὲν δεκάτοιο κυλινδομένου λυκάβαντος γηραλέη τετάνυστο φόνων ἀκόρητος Ἐνυὼ Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσιν
' ἀλλήλοισι βοτρυδὸν στεινοῖο μόγις διανίσσεται αὐλοῦ . τοὔνεκα καὶ λυκάβαντος ὑπέρτερον οὔποτε μέτρον πουλύποδες ζώουσιν : ἀποφθινύθουσι γὰρ αἰεὶ
6035488 ἐσομαι
ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος αὐτῇ δεσμὸς ἔσομαι : μαινέσθω κατ ' ἐμοῦ . τί γάρ με
τοὺς ἀδικοῦντας δεῖ τοῖς ἴσοις ἀμύνεσθαι καὶ προσθέντες ὅτι ὄφελος ἔσομαι πολλοῖς ἀνθρώποις σωθείς , ἀποθανὼν δ ' οὐδενί ,
6031803 οὐασιν
δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν
ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου :
6030275 ἀποστησομαι
πόλεων τούτων καὶ ἀναγκαιοτάτην οὖσαν ὑμῖν καὶ λυσιτελεστάτην . οὐκ ἀποστήσομαι δὲ εἰπεῖν οὐδ ' ὅπως ἂν μεῖναι γενομένη δύναιτο
λόγον οὐκ ἄφοβον εἰπεῖν , ὅμως δέ πῃ θαρρήσας οὐκ ἀποστήσομαι . Τίνα δὴ τοῦτον , ὦ ξένε , λέγεις
6027358 ἐλογιζομην
οὐδεὶς ὅλως ; οὐκ οἶδ ' ἔγωγε Δαιτυμόν ' . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ
κατάλοιπον μέροπαϲ ἐπὶ δεῖπνον καλεῖν οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην : οὐδεὶϲ παρέϲται , φημί . τί λέγειϲ ;
6025877 αὐδα
“ Αἰσονίδη , τίνα τήνδε μετὰ φρεσὶ μῆτιν ἑλίσσεις ; αὔδα ἐνὶ μέσσοισι τεὸν νόον . ἦέ σε δαμνᾷ τάρβος
; † Πάριν ὡς ἀφέλοιτο . . . πῶς ; αὔδα . Κύπρις ὧι μ ' ἐπένευσεν . . .
6025005 βοω
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ

Back