καὶ πόλλ ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν . πόσου χρόνου γὰρ συγγεγένησαι Νικίᾳ ;
, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ ' ἀνδρὸς τοῦδε , κοὐδὲ μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι , τῶν δ ' ὑπαὶ
6977596 εἰμ
' , ὦ πάτερ . νῦν δ ' ἄθλιος μέν εἰμ ' ἐγώ , τλήμων δὲ σύ , οἰκτρὰ δὲ
λάβηι σε , θάνατος ξένιά σοι γενήσεται . εὔνους γάρ εἰμ ' Ἕλλησιν , οὐχ ὅσον πικροὺς λόγους ἔδωκα δεσπότην
6903637 ᾐδη
δ ' ἵκετ ' Ἄργος Ἀχαιικόν , ἔνθ ' ἄρα ᾔδη ἰφθίμην ἄλοχον Σθενέλου Περσηϊάδαο . ἣ δ ' ἐκύει
τ ' αὐτῷ , ἐπεὶ οὔ τι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη . τὸν μὲν Μηριόνης ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων βεβλήκει
6798527 Οὐδεποτ
κατεσθίειν . Αὐτόματα πάντ ' ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται . Οὐδέποτ ' ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ
' αὐθαίρετον . τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ ; Οὐδέποτ ' ἀληθὲς οὐδὲν οὔθ ' υἱῷ πατήρ εἴωθ '
6752401 ηὐδα
μετέλθοι . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά
γενέσθαι . ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ἔσσεται οὕτως , ἄττα : σὺ δ
6743203 Πηλεϊδη
. Τὸν δ ' οὐ ταρβήσας προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ : Πηλεΐδη μὴ δὴ ἐπέεσσί με νηπύτιον ὣς ἔλπεο δειδίξεσθαι ,
' ἐπέεσσι . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Ποσειδάων ἐνοσίχθων : Πηλεΐδη μήτ ' ἄρ τι λίην τρέε μήτέ τι τάρβει
6731642 δηθ
. σκαιότατον ] ἀπαίδευτον , ἀπαιδευτότατον . , ματαιότατον . δῆθ ' ] ἀργόν , ἀληθῶς . ἀπὸ . .
φέρων , εἰ μὴ καθαιρήσει τις , ἀποπαρδήσομαι ; Μὴ δῆθ ' , ἱκετεύω , πλήν γ ' ὅταν μέλλω
6713720 νημερτης
γεγονὸς βλέπων . λῶστον παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω . νημερτὴς ἀπὸ τοῦ νη στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ ἁμαρτάνω ὁ
ἀμφιβεβήκῃ , τῆμος ἄρ ' ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς πνοιῇ ὕπο ζεφύροιο , μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς , ἐκ
6697431 ἀγγειλον
δέ , ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων , αὐτός σφι ἄγγειλον . Ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω , δόξω πλάσας
. σῶς ] μὴ παθών τι ὑπ ' ἐκείνου . ἄγγειλον ] εἰπέ . νικόβουλος ἐγενόμην : ἐγώ , φησί
6695691 τιπτ
' ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε : “ τίπτ ' αὖτ ' ἐγρήσσεις , πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν
ἐπήνεγκεν ἔχων , οὐκ ἔχουσα . , τίπτ ' αὔτως τίπτ ' αὖτ ' ὦ . . αἴ κ '
6685997 φευξομαι
: ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ
βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ ,
6676142 συβωτα
ἔοικε . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ εἰ γάρ τοι , βασίλεια , σιωπήσειαν
τε δοκοῖσι . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ , Μελάνθιε
6665414 Ξεινε
ταῦτα ἔλεγε , Ξέρξης δὲ ἡσθεὶς τοῖσι εἰρημένοισι εἶπε : Ξεῖνε Λυδέ , ἐγὼ ἐπείτε ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώρην ,
τόσην δ ' ἀνενείκατο φωνὴν θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ : Ξεῖνε , τί μαργαίνεις ; τί με , δύσμορε ,
6655474 μυθοισιν
ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “
πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς
6634285 ἁδιον
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα ,
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ
6609833 ξεν
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ?
6582917 Λαερτιαδη
ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος
οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς
6575072 χρεω
ἔσται . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων : χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε κερδαλέης ,
Ἀχιλλεύς : Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ διοτρεφὲς οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς : φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ , ἥ
6559510 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
6541055 τολμηρος
γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε
ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ
6533002 Ὀδυσευ
λαός : ὃ δ ' ἐν μέσσοισιν ἔειπεν : Ὦ Ὀδυσεῦ καὶ πάντες Ἀχαιῶν φέρτατοι υἷες , ἔργον μὲν τόδ
† . δεῦρ ' ἄγ ' ἰών , πολύαιν ' Ὀδυσεῦ . . πολύαινε . . . , : Ἀρίσταρχος
6532914 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
6508880 εὑρεμεναι
δὲ ἦν κύω βαρυτόνως , κυέμεναι ἂν ἦν κατὰ τὸ εὑρέμεναι : οὕτω καὶ φιλῶ φιλεῖν φιλήμεναι καὶ νοήμεναι καὶ
ἐβαρύνετο φόρτῳ . φέρτερον εὐκλέα μοῖραν ἐπ ' ἀκλείῃ βιότοιο εὑρέμεναι , ἀγαθὸν δὲ θανεῖν τοιῷδ ' ἐπὶ ἔργῳ .
6505678 εἰπ
' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ ' ἀσελγές , εἶτ ' αὐτὸν ὁ παῖς θύραζε
: ‚ Ἐπίχαρμοϲ ϲοφόϲ τιϲ ἐγένετο [ πόλλ ' ὃϲ εἶπ ] ? ' ἀϲτεῖα καὶ παντοῖα ? ? ?
6505329 Ἀντινοος
δ ' ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ κέκλυτέ μευ ,
, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ Τηλέμαχ ' ,
6501394 διογενες
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ
6492681 κοὐδεν
οὐ πείσεται . ἔκπεμπέ νυν γῆς τούσδε τοὺς Εὐρυσθέως , κοὐδὲν βιαίωι τῆιδε χρήσομαι χερί . ἄθεον ἱκεσίαν μεθεῖναι πόλει
' ἐστὶν ἡμῖν κόνεος ἢ τέφρας ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ
6486023 λεγεν
τῶν ἐόντων ἐντί . δεῖ δὲ ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα ὀρθῶς λέγεν , περὶ ὅτων κα λέγηι , τὰ πράγματα ,
μὲν τὸ καλόν , ὡς κατ ' αὐτό τι μὴ λέγεν , ὁμότιμον δὲ αὐτῷ τὰν ἁδονὰν καὶ τὰν ἀναλγησίαν
6483902 νηπιε
Πυθίαν εἰπεῖν , Λυδὲ γένος , πολλῶν βασιλεῦ , μέγα νήπιε Κροῖσε , μὴ βούλου πολύευκτον ἰὰν κατὰ δώματ '
ὁ Ἡσίοδος ὡς πρὸς τὸν ἀδελφὸν λέγων ” ἐργάζευ , νήπιε Πέρση “ πᾶσι παραινεῖ . οὕτω καὶ ὁ Ἰσοκράτης
6483672 ἰδωμαι
ἐπ ' ἀμφιρύτην . Σῆμα καταφθιμένοιο Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτείρω σε , τάλαν Καλλία , οἷ '
. ἀλλ ' ἄγε δὴ τὰ χρήματ ' ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι , μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες
6474087 ἀγορευεις
' ἐστὶ φίλα . . καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις , ὡς δὴ τοῦδ ' ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα
ἔλπεαι υἷας Ἀχαιῶν ἀπτολέμους τ ' ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας ὡς ἀγορεύεις ; εἰ δέ τοι αὐτῷ θυμὸς ἐπέσσυται ὥς τε
6461717 παππα
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ
6435587 Ἀχιλλευ
ἤμβροτες , οὐδ ' ἄρα πώ τι θεοῖς ἐπιείκελ ' Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι
ἀμφιπένονται ἕλκε ' ἀκειόμενοι : σὺ δ ' ἀμήχανος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ . μὴ ἐμέ γ ' οὖν οὗτός γε λάβοι
6426983 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
6425064 νωι
! ! ! ! ! ! [ ] ! ! νωι ! ! ! ! [ ] τι οὖν !
? ? [ [ ] γαρασ ? [ [ ] νωι [ [ ] ! ευπ ? [ [ ]
6413645 ξεινε
. καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ὅμοιον : Ζεύς τοι δοίη ξεῖνε , ὅττι μάλιστ ' ἐθέλεις : ὣς ἄρ '
, κούρην Διὸς αἰγιόχοιο : “ εὔχεο νῦν , ὦ ξεῖνε , Ποσειδάωνι ἄνακτι : τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε
6407752 ἐτητυμα
δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη παρ ' ἐτήτυμα σήματ ' ἔφαινεν : ὧδε δ ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον
. Ἐνταῦθα δὲ προσθήκη γίνεται συλλαβῆς , ὡς ἐν τῷ ἐτήτυμα καὶ ἑτέροις . . ΑΓΟΡΗΣ . Ἀντὶ τοῦ τῶν
6404179 δακρυω
φερομένων , † αἰνέσαι , πικρὸν φρενῶν στύγος κρατούσῃ . δακρύω δ ' ὑφ ' εἱμάτων ματαίοισι δεσποτᾶν τύχαις ,
οὐδὲν ἀνύτεις , εἰπεῖν , Δι ' αὐτὸ δὲ τοῦτο δακρύω , ὅτι οὐδὲν ἀνύτω . : Ἦν δὲ ὁ
6401953 διδασκομενος
ἐξεύροντο σοφίσματα σύμφορα τέχνᾳ , πάντ ' ἔμαθ ' Ἑρμείαο διδασκόμενος παρὰ παιδί Ἁρπαλύκῳ Πανοπῆι , τὸν οὐδ ' ἂν
ἐγώ φημι . ἐποίουν γοῦν καὶ τοῦτο κωλυόμενος , οὐ διδασκόμενος : ὥσπερ καὶ ἄλλα ἔστιν ἃ εἰργόμενος καὶ ὑπὸ
6395367 προσεειπεν
τῆς ἀρετῆς , καὶ ἀντὶ τῆς αὐτός : ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα , ἡ δὲ χιτῶν ' ἐνδῦσα . ἔτι
τῶν ἀρκτικῶν τόπων ὀρθοτονοῦνται : ἐμὲ δ ' ἔγνω καὶ προσέειπεν . Ἐν δὲ τοῖς ἐπιῤῥήμασιν ἐγκλίνεται τὰ ὑποκείμενα :
6391116 Μοσχιων
οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ δεῖν ' , ὁ δεῖνα
Μικρὰ Παναθήναι ' ἐπειδὴ δι ' ἀγορᾶς πέμποντά σε , Μοσχίων , μήτηρ ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος .
6385748 Λαερτιαδεω
δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής : “ ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος , ἦ τοι ὅ γ ' οὐ σάφα
γάρ τιν ' ἀναιρήσεσθαι ὀΐω , ἐλθόντ ' ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος . ἀλλ ' ἄγετ ' , οἰνοχόος μὲν
6380390 κοτεσσαμενος
δὲ ποιητὴς ῥῆμα αὐτὸ οἶδεν : “ οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσάμενος ” καὶ μὴ ὄφελες λίσσεσθαι ἀμύμονος Αἰακίδαο . .
λέγει . . . . εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν : πρὸς τὸ ἀμφίβολον , εἰ μὴ οὗτος
6379041 παυ
ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς . Ἁνὴρ παφλάζει , παῦε παῦ ' , ὑπερζέων : ὑφελκτέον τῶν δαλίων ἀπαρυστέον τε
καὶ φιλοδικαστὴν καταρρυθμιζόμενον εἰς βίον ἥμερον ὑπὸ τοῦ παιδός : παῦ ' : ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ
6377322 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
6369687 Φιλοις
δὲ † Ὀμφάλῃ τύραννον αὐτὴν καλεῖ , † χείρων Εὔπολις Φίλοις : ἐν δὲ Προσπαλτίοις Ἑλένην αὐτὴν καλεῖ : ὁ
Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν ἀνέχου . Ὅρκῳ
6368426 γηρασκω
. ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία : γηράσκω δ ' ἀεὶ πολλὰ
γάρ σε παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη . εἰ δέ τι γηράσκω τόδε που μέλι καὶ γάλα πίνω . ἁ σταφυλὶς
6368371 ἐμογησα
ἣ . . . πλεῖστον ] ἤγουν εἰς ἣν πολλὰ ἐμόγησα . φορτικῶν ] δυσκόλων καὶ βασκάνων . οὐκ ἄξιος
. ἦ τάχα Κύπρις ἔχει Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων . παπταίνων ἐμόγησα , κόρον δ ' οὐχ εὗρον ὀπωπῆς . αὐτίκα
6366559 ἀργαλεος
φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν , ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις
ὤλετο δὲ προτέροις πεπονημένον ἡμιθέοισιν ἔργον : ὃ δ ' ἀργαλέος καὶ ἀπεχθὴς αὐτίκα πᾶσιν , ᾧ κεν ἐπωνυμίην λαοὶ
6365165 φωνα
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω ,
6363913 πεισομενος
οὗτος , οὕτω ταῦτα πρᾶττε , ὡς ἐγγὺς τὰ αὐτὰ πεισόμενος . „ τοῦτο εἰκότως εἴποι ἂν πρὸς τὸν ἤδη
, ἢ ὡς ποιήσων ὅ τι ἂν βούλῃ ; Ὡς πεισόμενος . Ἄλλο τι οὖν ἢ ἀξιοῖς ἀποθανεῖν , εἴ
6359458 ἐτλην
θητεύουσιν ἀνθρώποις : ὦ δώματ ' Ἀδμήτεια , ἐν οἷς ἔτλην ἐγώ θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν , καὶ
μ ' ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν Αἰακίδῃ Πηλῆϊ , καὶ ἔτλην ἀνέρος εὐνὴν πολλὰ μάλ ' οὐκ ἐθέλουσα . ὃ
6356255 ἐλπομαι
ἐπ ' ἄλλοτ ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον . ἔλπομαι δ ' Ἐφυραίων ὄπ ' ἀμφὶ Πηνεϊὸν γλυκεῖαν προχεόντων
γάρ : ἐπεὶ οὐδ ' ἐμὲ νήϊδά γ ' οὕτως ἔλπομαι ἐν Σαλαμῖνι γενέσθαι τε τραφέμεν τε . εἰ μὴ
6356224 γεγονα
συμβᾶσάν μοι συμφοράν , καὶ τῇ πατρῴᾳ γῇ κακῶν αἴτιος γέγονα , ἀνθ ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι
τὸ δ ' ἡμέτερον , ἓξ μὲν καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη γέγονα , τὸ λειπόμενον δὲ οὐ πολύ . καὶ ὁ
6354708 ἐλεγχεα
[ ὥστε βίου πεδέχειν ἐν Ὀλύμπωι [ , κρέσσον [ ἐλέγχεα δ ? [ καὶ τ [ κερα [ ἁμετέρω
νυκτὶ λιπεῖν βίον ἐν θαλάμοισιν , πότμῳ ἀνωίστῳ κάκ ' ἐλέγχεα πάντα φυγοῦσαν , πρὶν τάδε λωβήεντα καὶ οὐκ ὀνομαστὰ
6346522 φληναφος
χειμάρρους χαράδρα , συρφετός , ἄμετρος ἀμετροεπής , θόρυβος , φλήναφος , ἀχαλίνωτος τὸ στόμα , ἀκρατὴς τὴν γλῶτταν ,
, ἐξαπατᾶν Ἕλληνες . φέναξ Ἀττικοί , ἐξαπατῶν Ἕλληνες . φλήναφος Ἀττικοί , μωρολόγος Ἕλληνες . φυστῆ περισπωμένως τὸ φύραμα
6343991 μεθεμεν
' ἁρπάζουσα ποτὶ σφετερὸν δέμας αἰεὶ ἂψ πάλιν οὐκ ἐθέλει μεθέμεν πολεμιστὰ σίδηρον . ἤτοι μέν μίν φασι καὶ Ἠελίοιο
Πελίαο κακὴν βασιλῆος ἐφετμήν , αὐτίκ ' † ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν κηδέων τε λαθέσθαι , ὄφρ ' αὐτός με τεῇσι
6340753 μογησας
λέκτροις νυμφίον ἀμφιχυθεῖσα φιλήτορας ἴαχε μύθους : Νυμφίε , πολλὰ μόγησας , ἃ μὴ πάθε νυμφίος ἄλλος , νυμφίε ,
, ἃ μὴ πάθε νυμφίος ἄλλος , νυμφίε , πολλὰ μόγησας : ἅλις νύ τοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ὀδμή τ '
6340032 μετηυδα
ἑοῖο καὶ πάλιν ὣς ὁ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα . οἱ δὲ γέροντες τέττιξιν ἐοίκοτες ζῴοις ὀξυφώνοις ἰσάζονται
χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ζεύς με
6337092 μυχατου
καὶ ἀμήχανος ἀμφαλάληται , ἄλλοτε μὲν ποτὶ τέρματ ' ἰὼν μυχάτου ποταμοῖο , ἄλλοτε δ ' αὖ ψαμάθοισι κυλινδόμενος ποτὶ
τόθ ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ ῥοίβδησε Χάρυβδις κύματι καχλάζοντι , καὶ ἱστίον
6328586 ὀσσομενος
ὄσσω καὶ πέσσω , ἐξ οὗ τὸ ” κάκ ' ὀσσόμενος προσέειπεν ” . . . , : Ἡρακλείδης δὲ
τεύχεσιν . ” σημαίνει καὶ τὸ κατακοιμηθῆναι . κάκ ' ὀσσόμενος κακῶς ὑποβλεψάμενος . κακά ἐπὶ τοῦ ὀνοματικοῦ “ αἰεί
6324345 ἐλπεο
κορυθαίολος Ἕκτωρ : Πηλεΐδη μὴ δὴ ἐπέεσσί με νηπύτιον ὣς ἔλπεο δειδίξεσθαι , ἐπεὶ σάφα οἶδα καὶ αὐτὸς ἠμὲν κερτομίας
οἳ σεῖο περιτρομέοντες ὁμοκλὴν φεῦγον ἐπεσσυμένοιο , σὺ δ ' ἔλπεο πολλὸν ἄριστος ἔμμεναι ; Ἀλλὰ σοὶ εἴ περ ὑπὸ
6321053 ἐσσεαι
ἀνάγνωθι ἃ λέγει ἡ Θέτις . Ὠκύμορος δή μοι τέκος ἔσσεαι , οἷ ' ἀγορεύεις : αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα
φασιν ἐπιπλήξαντα εἰπεῖν : ὠκύμορος δή μοι , τέκος , ἔσσεαι , οἷ ' ἀγορεύεις . καὶ δὴ καὶ ἐγένετο
6319981 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
6319716 διν
] δοχυ [ [ ] σοκὰρ [ [ ] ! διν ! [ . . . . . . [
! ! ! ! ! ! ] ? [ ] διν [ ! ! ! ! ! ! ! ]
6318695 ἐξελααν
στρατηγός φησιν ἔλπομαι εὐχόμενος Διί τ ' ἄλλοισίν τε θεοῖσιν ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους , ὁ δὲ κινδυνεύων Ζεῦ πάτερ
ἀγορεύσω . ἔλπομαι εὐχόμενος Διί τ ' ἄλλοισίν τε θεοῖσιν ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους , οὓς κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ
6317665 ἐολπα
καὶ δεῦρο κόμισσεν . ἤτοι μὲν γὰρ ἐγὼ κείνου παρεόντος ἔολπα οὐδ ' ἂν πυγμαχίῃ κρινθήμεναι : ἀλλ ' ὅτε
γε δίκην ἀδικώτερος ἕξει . ἀλλὰ τά γ ' οὔπω ἔολπα τελεῖν Δία μητιόεντα . Ὦ Πέρση , σὺ δὲ
6316039 ἐγων
, μητρὸς δ ' ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης : αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο εὔχομαι ἐκγεγάμεν , μήτηρ δέ μοί
: τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον , εἷς ἐγὼν ἀποχρέω . τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπροτέρας παρασκευὰς ἐκάλουν
6314484 οὐπωποτ
καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι
. ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται
6312954 ματαν
εἴδους διὰ τὴν παρθενίαν . ἑξῆς τέ φησιν : ἀλλὰ μάταν ἀναχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φήμα προσέπτατο Ἑλλάδα μουσοπόλου σοφᾶς ἐπίφθονον
ἄκεά τ ' οὐ βέβαια τλάμων [ δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ . μηδέ τις κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένος , τοῦτ
6310965 Τηλεμαχ
ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες .
6307527 ἀπιστ
φροντίδων , ἑλών μιν ὡς μεθήμων λύρης γένωμαι λαροῦ . ἄπιστ ' , ἄπιστε Χρυσέ , μάταν δόλοις με θέλγεις
γὰρ ἄλλοσε . τάχ ' οὖν ἐρωτῶν ς ' εἰς ἄπιστ ' ἀφίξεται : λέγ ' οὕνεκ ' ἔλαφον ἀντιδοῦσά
6303938 ἐνενιπεν
δὲ πάντες ἔμιμνον ἀναινόμενοι τὸν ἄεθλον , εἰ μή σφεας ἐνένιπεν ἀγαυοῦ Νηλέος υἱός : Ὦ φίλοι , οὔ τι
τοῦ δ ' ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια , ἀμφίπολον δ ' ἐνένιπεν ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε
6301709 ἀλλοθ
δ ' Εὔμαιος ἐδέξατο καὶ κατέθηκε : κλαῖε δὲ βουκόλος ἄλλοθ ' , ἐπεὶ ἴδε τόξον ἄνακτος . Ἀντίνοος δ
δ ' αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι ; μὴ μνηστεύσαντες μηδ ' ἄλλοθ ' ὁμιλήσαντες ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν :
6300478 δυσωνυμος
ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω : φοβήσω . δυσώνυμος δὲ ὁ Νικίας . ἐμφαίνει δὲ ὅτι καὶ αὐτὸς
ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο . εἴσατο γὰρ νηῶν
6299803 ἀχευων
ἔολπε : μηδέ τις ὑμείων τοῦ γ ' εἵνεκα θυμὸν ἀχεύων ἐνθάδε δαινύσθω , ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικε .
ἑταῖρος Τρωσὶ δαμείς : ὁ δὲ κεῖται ἐπὶ χθονὶ θυμὸν ἀχεύων . ὃ γὰρ ἦν οἱ : ἡ διπλῆ ὅτι
6298868 ὁτιη
' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω
ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη
6297688 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
6294204 φασκ
. δῶκε δὲ μήτηρ χρύσεον ἀμφιφορῆα : Διωνύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεναι , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἐν
καὶ Ἀχιλέως καὶ Ἀντιλόχου κεῖνται ὀστᾶ . Διονύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεν , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἡ
6293144 παρακαθηται
ὁρᾶται ἡμῖν , ὡς τῇ γε Κριθηίδι ὕδωρ οὗτος καὶ παρακάθηται ὀνείρατι , ὥς φασιν . ἀλλ ' οὐκ ὄναρ
παραπέμπει , καὶ ἐπὶ γυμνάσιον ἰόντι ἐφομαρτεῖ , καὶ γυμναζομένῳ παρακάθηται , καὶ ἐπανιόντος πρόεισιν , θαμινὰ ἐπιστρεφομένη , ὡς
6289301 ἐσλος
: χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δὲ οὐδεὶς πέλετ ' ἐσλὸς οὐδὲ τίμιος . καὶ τάχα ἂν τὸν Σπαρτιάτην εἴρηκε
: χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δὲ οὐδεὶς πέλετ ' ἐσλὸς οὐδὲ τίμιος . καὶ τάχα ἂν τὸν Σπαρτιάτην εἴρηκε
6279617 ἐπιλησμων
ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν
οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ
6277864 ἐκφατο
, ὅπως παρεόντας ἴδοντο . τοῖσιν δ ' Αἰσονίδης τετιημένος ἔκφατο μῦθον : “ Ὦ φίλοι , Αἰήταο ἀπηνέος ἄμμι
πορφυρέαις ἑλίκεσσιν ἐναίσιμον ἀίσσουσαν : αἶψα δ ' ἀπηλεγέως νόον ἔκφατο Λητοΐδαο : “ Ὑμῖν μὲν δὴ μοῖρα θεῶν χρειώ
6277540 Οὐτοι
Πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν ; Ἐμοί ; Μιαρώτατος . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ ' ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ ,
Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος , ὧν προὔφαινες ; Οὔτοι νεμεσητὸν ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν .
6277289 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
6268541 θυμηδες
τῶν μεγάλων καὶ φοβερῶν πραγμάτων αἱ γυναῖκες . νόστοιο τέλος θυμηδές : θυμῆρες . δειλὴ Ἀλκιμέδη : ἐπίπονε . ὁ
εἰς τὴν πόλιν ἀκριβῶς τὰ καθ ' ἡμᾶς μάθωσιν . θυμηδές : θυμῆρες , ἀγαπητόν . ἡμετέρη μέν νυν :
6267769 θαμιζων
τοὺς ἀπὸ τοῦ Περιπάτου φιλοσοφήσας λόγους ἐς τοὺς σοφιστὰς μετερρύη θαμίζων ἐν τῇ Ῥώμῃ τῷ Ἡρώδῃ διατιθεμένῳ σχεδίους λόγους .
' ἔρχεται ὕστατον ἦμαρ . Εἰ δὲ πυριφλεγέθων ἑτερήμερος ἄνδρα θαμίζων , ἢ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παραδηθύνῃσιν , ἠὲ τεταρταίης
6266257 στι
δύνοντα πλοῦς ἐσθ ' ἡμέρας : εἶτ ' ἐχομένη ' στὶ νῆσος ἡ καλουμένη Ἐρύθεια , μεγέθει μὲν βραχεῖα παντελῶς
δὲ τίς σε δέξεται φορούμενον ; Ἐν Πειραιεῖ δήπου ' στὶ Κανθάρου λιμήν . Ἐκεῖνο τήρει , μὴ σφαλεὶς καταρρυῇς
6264854 τοὐνδικον
ζῆν φιλεῖς , τὸν αἴτιον τίνοι ' ἄν , οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις . Τοιαῦτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά , θεῶν
. Ἀλλ ' εἰς τόδ ' ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον . Πολλῷ γε μᾶλλον , ἢν φράσω , διόλλυμαι
6264321 σιγων
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς
6261069 Ἀτρεϊδη
ἠελίοιο εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αἶψ ' Ἀγαμέμνονι εἶπε παραστάς : Ἀτρεΐδη , σοὶ γάρ τε μάλιστά γε λαὸς Ἀχαιῶν πείσονται
δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων ; πῶς δὴ
6258928 ἀκουους
' ἔλεγ ' : ἡ δ ' ἄρα τέρπετ ' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος
εἰμι . καί , νὴ τὼ θεώ , ἔγωγ ' ἀκούους ' , ὦ τέκνον , μικροῦ δέω πρὸς τὴν
6258294 ναν
Θεοκλέους τοῦ Χαλκιδέως ναῦς , ἣν Δωριεῖς χωρὶς τοῦ υ νᾶν φασιν , ἢ ὅτι τῆς Αἴτνης κατατεθείσης τὰ ἄνω
Νᾶν , ὃ δηλοῖ τὸν ἄρτον : καὶ γὰρ πέραι νᾶν τὸν ἄρτον λέγουσιν : διὸ καὶ ἱνιν ἐν τῷ
6256419 χρημ
δίκην ἀνοίσομεν . εἰ τῶν κρατούντων ἀδικίαις ὀλούμεθα ; τί χρῆμ ' ἀνερμήνευτα δυσθυμῆι , γύναι ; οὐδέν : μεθῆκα
χὠ μὲν σκυθράζει , δεσπότης δ ' ἀνιστορεῖ : Τί χρῆμ ' ἀθυμεῖς ; Ὦ ξέν ' , ὀρρωδῶ τινα
6253009 διατριβω
τῆλ ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται , οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον , ἀλλὰ κελεύω γήμασθ ' ᾧ κ
καὶ μειρακίου παρ ' ὑμῖν , οὐκ ἀφανεῖς δὲ διατριβὰς διατρίβω , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μεθ ' ὑμῶν
6252746 πολυμηχαν
δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν
μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
6250737 εὐτολμος
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος ,
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς
6249589 φοβησομαι
. . . . οὔ ς ' ἔτι Πηλέος υἱὲ φοβήσομαι : ἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς φεύξομαι . . .
, ἃ μὴ οἶδα εἰ καὶ ἀγαθὰ ὄντα τυγχάνει οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι : ὥστε οὐδ ' εἴ με νῦν
6245875 ἀμυνεμεναι
φῦλ ' ἀνθρώπων , τὸν δ ' ἔτι μᾶλλον ἀνῆκεν ἀμυνέμεναι Δαναοῖσιν . αὐτίκα δ ' ἐν πρώτοισι μέγα προθορὼν
ἰὸν ἔχει στόμα : τοῖσι δ ' ἄκανθαι τύμμασι λευγαλέοισιν ἀμυνέμεναι πεφύασι , πικραί τ ' ὀξεῖαί τε χόλου πυρόεντος
6245024 οἰσθας
. ὑφ ' οὗ γ ' ἥκιστ ' ἐχρῆν . οἶσθας σὺ τοῦτον ; οἶδα : καὶ συν ! [
χρυσοῦν κάνθαρον . } ποῖον ; τὸ πλοῖον ; οὐδὲν οἶσθας , ἄθλιε . } τὴν ναῦν σεσῶσθαί μοι λέγεις
6241519 μυθησασθαι
, ὅτε μοι σὺ τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
Πριάμοιο Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε Ζεύς με πατὴρ προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . ὄφρ ' ἂν μέν κεν ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα ποιμένα

Back