Σπαρτῶν ἀρά : × – ˘ – ] ! ἔδοξας ἀστεμφὴς κύων : × – ˘ – ] ος ἆθλος
τι καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν . ἡ μὲν γὰρ οἶά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ διατάττει , ὁποίων τε
8378054 ὠκυπετα
. Ὣς εἰπὼν ὑπ ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ' ἵππω ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε
αὐτῷ καὶ τὸ ἅρμα ζεύγνυται , καὶ οἱ ἵπποι θέουσιν ὠκυπέτα χρυσέῃς ' ἐθείρησιν κομόωντες . Ζεύγνυται δὲ καὶ Ποσειδῶνι
8364043 σπλαγχνοισιν
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν
8314391 βριθυς
παρὰ τὸ τάχος γίνεται † στάχυς , οὕτως καὶ βρῖθος βριθύς , καὶ βριθύ , καὶ βριθοσύνη καὶ τὸ βριάω
, καθὸ καὶ τὸ βριθέως μὲν ἐντελές , παρακείμενον τῷ βριθύς , καὶ ἐν ἀποκοπῇ βρῖ . . ) τούτῳ
8299263 πουλυπους
πρώτιστα σέ . Ἀλκαῖος : ἔδω δ ' ἐμαυτὸν ὡς πουλύπους . οἳ δὲ πουλύποδα προφέρονται ἀνάλογον τῷ ποὺς ποδὸς
Ἰχθὺς ἐώνηταί τις ἢ σηπίδιον ἢ τῶν πλατειῶν καρίδων ἢ πουλύπους , ἢ νῆστις ὀπτᾶτ ' , ἢ γαλεός ,
8282424 τηνῳ
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις ,
8242096 ἐποιχομενη
ἦν κεδνότατός τε : ὦ φίλοι , ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν καλὸν ἀοιδιάει , δάπεδον δ ' ἅπαν
: ἡ δ ' ἔνδον ἀοιδιάους ' ὀπὶ καλῇ ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ ' ὕφαινε , καὶ καλὸν ἀοιδιάει .
8223924 ἐλαιος
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
8218612 εὐθ
αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς ἡμῖν , εὖθ ' ἕρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας , δαίνυνταί τε παρ '
βιοτᾶς ] η . ζωῆς . ἐπεκύρσαμεν ] ἐπετύχομεν . εὖθ ' ] ὁπηνίκα . παντάρκης ] ὁ πᾶσι βοηθῶν
8192646 ποδηνεμος
δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις : εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ
ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον : ἔνθ ' ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις λύσας ' ἐξ ὀχέων , παρὰ δ
8183972 ἁλματι
λύσις οὐδ ' ἀλεωρή : πολλῇ δὲ ῥιπῇ τε καὶ ἅλματι κυμαίνονται τειρόμενοι : τὸ δὲ πολλὸν ἐπιτρέχει Ἀμφιτρίτῃ ὀλλυμένων
πείθει πρὸς θάλασσαν σὺν φοβερῷ τῷ μυκήματι καὶ ἀσχέτῳ τῷ ἅλματι . Οὐδὲν πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἦχον καὶ τὸ σφοδρὸν
8183358 εὐναια
τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον
; πάτερ Θέοινε , μαινάδων ζευκτήριε Ἥρα τελεία , Ζηνὸς εὐναία δάμαρ ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ οἵ τοι στεναγμοὶ
8179788 ἁβρος
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον ,
8178373 χἀ
. ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ
οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι
8147089 νηλειης
σε πύργου ἠθάδα σημαίνουσα φαεσφορίην ὑμεναίων μαινομένης ὤτρυνεν ἀφειδήσαντα θαλάσσης νηλειὴς καὶ ἄπιστος . ὄφελλε δὲ δύσμορος Ἡρὼ χείματος ἱσταμένοιο
' ἐκόμισσαν . Ἔνθα καὶ Ἀμπυκίδην αὐτῷ ἐνὶ ἤματι Μόψον νηλειὴς ἕλε πότμος , ἀδευκέα δ ' οὐ φύγεν αἶσαν
8141116 ἐπιγειος
τοῖς ἀργιλώδεσι . Πολυειδὴς δὲ ὁ κιττός : καὶ γὰρ ἐπίγειος , ὁ δὲ εἰς ὕψος αἰρόμενος : καὶ τῶν
ἐλάᾳ , ὁ δὲ μέλας οἷον ἡ μυρίκη σαρκῶδες : ἐπίγειος δὲ μᾶλλον ὁ λευκός : ἔστι δὲ ὀσμώδης ,
8133492 δινευων
ὄλεθρον . ὡς δὲ κύνας βρώμῃσιν ἀνὴρ ἐπὶ μῶλον ὀρίνει δινεύων μέσσοισιν ἑλώρια , τοὶ δ ' ἐπὶ γαστρὶ ἔξοχα
' , ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ ' ἀνιήσεις διὰ νύκτα δινεύων κατὰ οἶκον , ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας ; ἀλλ '
8132689 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
8131506 ερος
[ ] ! ! ! ! ! [ [ ] ερος ? ἵνα ? [ [ ] ν σπιλα [
εγο ? ? [ [ ] παν [ [ ] ερος : [ [ ] ! πο ? [ [
8130798 ἐσεδρακεν
κατείχετο δὲ νεφέεσσιν . ἔνθ ' οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , οὔτ ' οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ
. ” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι
8128495 ὀιζυν
ἐσθλὸς συμφέρετ ' ἄλγεσι μᾶλλον , ἔχει δ ' ἄλληκτον ὀιζύν . Τοὔνεκ ' ἄρ ' οὔτε δίκην τις ἔθ
πόνον ἀλγινόεντα Τεῦκρος ἐυμμελίης . Ἄλλῃ δ ' ἔχεν ἄλλος ὀιζύν . Καὶ τότ ' ἄρ ' ἀμφ ' Ὀδυσῆα
8126987 ἀειρων
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν
8122176 ἱεμενος
καὶ ἀνάγων καὶ τάττων πάντα . Πρῶτος δὲ πορεύεται ὅτι ἱέμενος ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὸς καὶ ἐνιδρύων ἑαυτὸν ταῖς οἰκείαις
χώρῳ λίπεν οὔνομα , τῆμος ἀφ ' ἵππου ἐς Διὸς ἱέμενος πέσεν ἥρως Βελλεροφόντης . κεῖθι δὲ καὶ πεδίον τὸ
8115982 θηκτοιο
ὅτ ' ἐκείνου ἔκγονος αἰνογόνοιο πολύμνιον ἔλλαχε κῦδος . Ἀρτίχερος θηκτοῖο ξιφηφόρον ἐντύνοντος λήμμασι , καὶ σφαράγοιο παρακλιδὸν ἀθροισθέντος ,
δέχεται ταναήκεϊ δοχμὸς ὑποστάς : ἡ δὲ καὶ εἰσορόωσα γένυν θηκτοῖο σιδήρου ἄγρια κυμαίνουσα κορύσσεται , ἐν δ ' ἄρα
8111853 οἰμωξεται
τἄλφιτα , Μητίοχος δὲ πάντα ποιεῖ , Μητίοχος δ ' οἰμώξεται . Δειπνῶμεν ἵνα θύωμεν ἵνα λουώμεθα . Τί καὶ
ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ἢ τρόπον ὅστις ἔτ ' οἰμώξεται , οὐ πολὺν οὐδ ' ὁ πίθηκος οὗτος ὁ
8111712 δυσοργητος
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
8111699 λεπτ
Γαλατείᾳ σοφαῖς παλάμαις τεκτόνων εἰργασμένον , πόλλ ' ἐν αὑτῷ λέπτ ' ἔχον καδίσκια κυμινοδόκον , καὶ κυμινοδόκη καὶ κυμινοθήκη
εὐρυμετώπους τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ , ῥίμφά τε λέπτ ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσς ' ἐριμύκων , ὣς
8110542 χρυσεῃσιν
θωῦμα μὲν καὶ ὁ πρόνηος μέγα παρέχεται θύρῃσί τε ἤσκηται χρυσέῃσιν : ἔνδοθεν δὲ ὁ νηὸς χρυσοῦ τε πολλοῦ ἀπολάμπεται
, καὶ “ ὠκέα Ἶρις , ” καὶ “ ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε . ” ὠλέναι πήχεις : ἀφ '
8108570 ὁσσοις
καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος
, ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ
8102502 μελανουρος
θηρατὴς ἄκοντα ἀνασπάσας ἔχει τὴν ἄγραν . Δειλότατος ἰχθύων ὁ μελάνουρος , καὶ ἔχει τῆς δειλίας μάρτυρας τοὺς ἁλιεῖς .
τῷ περὶ ζῳικῶν γράφει οὕτως : ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργὸς πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι . ὅμοιον δὲ
8101140 λιγυς
μοι ἐδόκει πρὸς αὐτὸν εἰπεῖν : Θερσῖτ ' ἀκριτόμυθε , λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής , Ἴσχεο : οὐδὲ γὰρ λιγὺν
ἄμεινον . καὶ τῷ Θερσίτῃ ἐπιπλήττει Θερσῖτ ' ἀκριτόμυθε , λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής , ἴσχεο . καὶ τοῦ Ἰδομενέως
8099708 ἀμφιχυθεις
ἐξαλαπάξας . ἤτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο νήδυμος ἀμφιχυθείς : σὺ δέ οἱ κακὰ μήσαο θυμῷ ὄρσας '
διπλῆ ὅτι νήδυμος σὺν τῷ ν . . . νήδυμος ἀμφιχυθείς : . Β . τὴν ἱκόμην φεύγων : ἱκέτευσα
8093900 ἐλαφροτατος
δ ' ἐπόρουσε ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιθώς . ἠΰτε κίρκος ὄρεσφιν ἐλαφρότατος πετεηνῶν ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν , ἣ δέ
δυνάμει . δμηθῆναι : ὑποταχθῆναι , δαμασθῆναι . Ἠνεμόεις : ἐλαφρότατος . ῥόθος : ἦχος . Κελαινόρινον : ἔχοντα κελαινὸν
8090355 γενυεσσιν
ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται , ἀντία δ ' ἐχθρήν δῆριν ἄγει γενύεσσιν ὅταν βλώσκοντα καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ
δυστερπέα πορσύνουσι ταύρειον μέλαν ἧπαρ ἀπόκριτον ἠὲ καὶ ὦμον ταύρειον γενύεσσιν ἐοικότα δαινυμένοιο . πολλαὶ δ ' ἀγρευτῆρσιν ὁμόστολοι ὥστ
8085661 πελασσῃ
: ἀλλ ' ἅμα παιδὶ ἑλκομένῳ δύστηνος ἀνέλκεται , ὄφρα πελάσσῃ δυσμενέων ὑπὸ χεῖρας : ἀνάρσιοι , ἦ μέγ '
, οὐ δὲ θαλάσσης κριοῖς μειλιχίοισι συνοίσεται , ὅς κε πελάσσῃ . τίς δὲ τόσον χλούνης φορέει σθένος , ὅσσον
8082018 οὐασιν
δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν
ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου :
8080297 παπταινει
τερπωλὴν ἀκόρεστον : ὁ δ ' οὐ φρονέων περ ἕκαστα παπταίνει , μέγαρόν τε καὶ ἤθεα πάντα τοκήων : ὣς
δ ' ἄϊσος : τὰ μακˈρὰ δ ' εἴ τις παπταίνει , βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν : ὅ τοι
8075650 ἀλκι
. ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ βαῖνε λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς , πρόσθε δέ οἱ δόρυ τ ' ἔσχε
οἴχεσθαι προλιπόνθ ' ἡμετέρην φιλίην νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς ποσσὶ καταιμάρψας αἵματος οὐκ ἔπιον . Οὐκ ἐθέλω
8071387 βελεμνοις
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης
8063365 φληναφος
χειμάρρους χαράδρα , συρφετός , ἄμετρος ἀμετροεπής , θόρυβος , φλήναφος , ἀχαλίνωτος τὸ στόμα , ἀκρατὴς τὴν γλῶτταν ,
, ἐξαπατᾶν Ἕλληνες . φέναξ Ἀττικοί , ἐξαπατῶν Ἕλληνες . φλήναφος Ἀττικοί , μωρολόγος Ἕλληνες . φυστῆ περισπωμένως τὸ φύραμα
8061066 ῥαφις
λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ
λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ
8059627 νομοιο
βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα
οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν
8059474 φωνα
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω ,
8058801 αἱματοεσσα
δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα : φαίης κεν
ἠδ ' ἄρρηκτος , ὑπαὶ δέ οἱ ἔσκε τένοντος σύριγξ αἱματόεσσα κατὰ σφυρόν : ἀμφ ' ἄρα τήνγε λεπτὸς ὑμὴν
8054826 κνισοκολαξ
: χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος
. χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτηι ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος
8054291 ὀλοωτατος
ἐστὶ ζῷον Γ ἡ φώκη . Ὅμηρος : φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή . Γ Λαμίας ὄρχεις Γ : δραστικοὶ γὰρ
κέχυντο βίῃ ῥοπάλοιο δαμέντα . Πρόσθε δέ οἱ δέδμητο κύων ὀλοώτατος ἄλλων Ὄρθρος , ἀνιηρῷ ἐναλίγκιος ὄβριμον ἀλκὴν Κερβέρῳ ὅς
8049024 οὐλος
καὶ δηλοῖ νοσοῦντας . τὰ δὲ νεανίσκων πρόσωπα πάγχρηστος , οὖλος , πάρουλος , ἁπαλός , πιναρός , δεύτερος πιναρός
τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ νοεῖ , οὖλος δέ τ ' ἀκούει .
8045315 ἀμφιβαλων
ὅδισμα ] γρ . ἔρεισμα : τὴν ναῦν . ζυγὸν ἀμφιβαλών ] ἐγεφύρωσε γὰρ τὸ ἑπταστάδιον ταῖς ναυσὶ συνδήσας αὐτὰς
βεργίοις , τοῖς βρύλλοις . Ῥάβδους : ἀντὶ στημόνων . ἀμφιβαλών : πέριξ αὐτοῦ . λευρή : πλαγία , στενὴ
8039691 παφλαζει
τοὺς βρικέλους . οὕτω σταθερῶς τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος πεινῶσι παφλάζει . ἐς Συρίαν δ ' ἐνθένδ ' ἀφικνεῖ μετέωρος
ἔχει διαίρεσιν , τὴν εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ
8039596 βυσαυχην
καὶ ἐν τοῖς κάτω μέρεσι τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων
ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς βολβός , φίλοις ἑφθὸς
8038774 ἀνερματιστος
τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος
τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν
8038264 ἐρατος
ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος ἔχῃ : ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν , ἐρατὸς δὲ γυναιξὶν ζωὸς ἐών , καλὸς δ ' ἐν
ῥῆμα , πειθώ : φείδω τὸ ῥῆμα , φειδώ : ἐρατὸς , Ἐρατώ : χρεῖα , χρειώ : βασιλεὺς ,
8036830 ἑπετ
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου
8033443 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
8032324 λαρος
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων .
8030808 ἐπικριον
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι
8028853 ἀρηϊος
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν
8028118 τεινω
μὲν δικαίοις [ ] ? ? ⋮ ἔνδικον ? ? τείνω ? βίον ? ? ? [ ? . καλόν
τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει διφθόγγου , τενῶ
8027221 Πηλεϊωνος
Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον . τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεε Πηλεΐωνος : “ Ἀτρεΐδη , περὶ μέν σε φάμεν Διὶ
μέγα ἰάχων : ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος . ὄτρυνεν δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσι Μέσθλην τε Γλαῦκόν
8027008 Ὑπνος
ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος
ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ
8001662 κεκορυθμενος
, παντοφυὲς θηεῖτο σέβας Κόσμοιο φανέντος . Καὶ πυρὶ θερμοτέρωι κεκορυθμένος ἄσπετος Αἰθὴρ θερμὸς ἐὼν ὑψοῦτο , καὶ ἀννεφέλων ὑπὲρ
πεσόντ ' ἐλέησεν ἀρηΐφιλος Μενέλαος , βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ σείων ἐγχείην : τοῦ δ ' ὄτρυνεν
8001603 ὠκυ
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ
8000751 ἐλεγ
ὑμήν , οὐκέτ ' ἄειδεν ἑὸν μέλος , ἀλλ ' ἔλεγ ' , αἰαῖ αἰαῖ , καὶ τὸν Ἄδωνιν ἔτι
τὴν οἰκίαν βαδιεῖσθε ; οὐχὶ συλλήψεσθε ; καὶ ταῦτ ' ἔλεγ ' ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κεφαλή , ἐξεληλυθὼς
7998560 λαζετο
, τὸ χωρῶ . . . . . . : λάζετο : . . . δύναται δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ
φίλον ἦτορ , πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί , μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ
7991763 θαρσαλεος
σὺ μὲν μάλα πάγχυ μέγ ' εὔχεαι , οὕνεκα θυμὸς θαρσαλέος νέου ἀνδρὸς ἐλαφρότερόν τε νόημα : τῶ ῥα καὶ
. αὐτὸς δ ' ὑφ ' ἑὸν σάκος ἕζετο λάθρῃ θαρσαλέος : Κόλχοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ὡς ὅτε
7989474 θρωσκει
ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν
ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον
7988114 δηὐτ
ξαν ? ? ς ! ! [ Ἐρξίη , πῆι δηὖτ ' ἄνολβος ἁθροΐζεται στρατός ; τῆς ? νῦν πάντες
με [ [ ] νώμεθ ' ὀ [ [ ] δηὖτ ' ἐπιτ [ [ ] έντηδεμ ? [ [
7986683 δακρυοεσσαν
, † ἀσπίδα ῥίψας ποταμοῦ καλλιρόου παρ ' ὄχθας , δακρυόεσσάν τ ' ἐφίλησεν αἰχμήν οἰνοχόει δ ' ἀμφίπολος μελιχρὸν
' ὑπ ' αὐτῶν . τρίμετρα δὲ οἷον τὸ Ἀνακρέοντος δακρυόεσσάν τ ' ἐφίλησεν αἰχμάν : τετράμετρα δέ , ἃ
7980888 χυτριζειν
βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου αὐτορέγμονος πότμου πισσοκωνήτῳ πυρί ἀτόπαστον ἐπιξενοῦσθαι ἀράχνου χυτρίζειν ὁδοιπόρων δήλημα , χωρίτης δράκων ἀείζωος φαυνός κἀκ τῶνδ
καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ φοβερός χολλάδας χυτρίζειν ὦ γῆρας , ὡς ἐπαχθὲς ἀνθρώποισιν εἶ καὶ πανταχῇ
7979730 πανεικελον
Ἄνθος τόδε σοι βυθίων πετρῶν πολύτρητον ἁλὸς παλάμαις φέρω σμήνεσσι πανείκελον † α δων † ἅτε κηρὸν Ὑμήττιον ἐκ πετρῶν
τῇσι μέλας θολὸς ἀλλ ' ὑπερευθὴς ἐντρέφεται , μῆτιν δὲ πανείκελον ἐντύνονται . Τοίοις μὲν φρονέουσι νοήμασιν : ἀλλὰ καὶ
7975312 δαυλος
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , .
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια .
7972384 ἐρυθηνε
οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν ,
δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες
7970921 βιβας
τὸ ἵστημι ἐστὶ τὸ ἱστάς καὶ παρὰ τὸ βίβημι τὸ βιβάς , κίχρημι κιχράς , τίθημι τιθείς . ἔδει οὖν
ὁ μὲν Ἀπίων προβαίνοντες : καὶ γὰρ „ ἤιε μακρὰ βιβάς „ . ἢ φωνοῦντες , οἷον προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς
7967707 γυμνης
μᾶλλον ἀλγῇς : δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν καταγωγὰς διὰ τὸ γυμνῆς καθικνεῖσθαι τῆς κεφαλῆς . λῆρος : χαριέντως καὶ σκο
φευγόντων διελεγχούσης καὶ τῆς φαμιλίας αὐτῶν ταπεινῆς οὔσης , οἷα γυμνῆς , λοιπὸν δὲ καὶ τῷ κρύει οἱ ποταμοὶ εὐδιάβατοι
7962713 φωνει
οὕτως : τοιαῦτ ' ἀυτεῖ Πολυνείκους βία . ἀυτεῖ ] φωνεῖ . ἀυτεῖ ] βοᾷ . γενεθλίους ] τοὺς ἐφόρους
ἀκράτῳ : ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον ὡς ὕδωρ ἵππος Σκυθιστὶ φωνεῖ , οὐδὲ κόππα γινώσκων : κεῖται δ ' ἄναυδος
7959618 κρατερην
θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα , γέντο δὲ χειρὶ ῥαιστῆρα κρατερήν , ἑτέρηφι δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα
δονεῖσθαι . ῥαθάμιγγες σταγόνες . ῥαιστῆρα σφῦραν : “ ῥαιστῆρα κρατερήν . ” ῥάπτειν μεταφορικῶς μηχανᾶσθαι καὶ κατασκευάζειν . ῥάσσατε
7957344 τοκηος
κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἵππους ἠδὲ καὶ υἷα πελώριον , οὔ τι τοκῆος μείονα : τοῦ δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ φρεσὶν
τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα
7955282 δολιχῃσιν
φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ '
ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος
7953440 χωομενος
ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι : σὺ δ ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας . Ὣς
δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ . ” ὣς φάτο χωόμενος , ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , δάκρυ '
7946629 λοιγιον
, πόδες ὅπλα λαγωῶν : πόρδαλις οἶδ ' ὀλοὴ παλαμάων λοίγιον ἰόν , καὶ σθένος αἰνὸς ὄϊς μέγα λαϊνέοιο μετώπου
ἀνήγαγε μάργον ἄκοιτιν , οἷ αὐτῷ καὶ Τρωσὶ καὶ ἄστεϊ λοίγιον ἄλγος , νήπιος : οὐδ ' ἀλόχοιο περίφρονος ἅζετο
7939128 βαρυμηνις
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον
7937490 ἑρπων
πλῆθος ἕτερον ἦν κακὸν ἄφατον : καθάπερ γάρ τις θάνατος ἕρπων τὴν ἁπάντων ζωὴν κατεβόσκετο , ὡς ἐκ τούτου τὰς
τάξις : κυρίως δὲ ἡ στρατιωτικὴ τάξις . καὶ τὸ ἕρπων δὲ καταχρηστικῶς εἴρηται ἀντὶ τοῦ ἱπτάμενος . * οὐλαμός
7936035 τροπωτηρ
. τροποῦτο κώπην ] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ
τὴν προῖκα ἅμα τῷ νυμφίῳ φέρουσιν . ἐπικωπητήρ : ὁ τροπωτὴρ ἱμάς . ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη : χωρίον ὑπὲρ τῆς
7931822 ἀλεγοι
Βουκαῖος : † Μένανδρος , οἷον : βουκαῖός τ ' ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος : καὶ Θεόκριτος : ἐργατίνα βουκαῖε .
: σὲ δ ' ἂν πολύεργος ἀροτρεύς βουκαῖός τ ' ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος , εὖτε καθ ' ὕλην ἢ καὶ
7930277 ἀπελεθρον
. . . . ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ ἶν ' ἀπέλεθρον ἔχοντας . ὁ μὲν τόξων εὖ εἰδώς : ἡ
πολυφάρμακα , ἵνα δηλοῖ τὸ ἀθεράπευτον . . . . ἀπέλεθρον : δύναμιν ἀμέτρητον καὶ πολλήν : πέλεθρον γάρ ἐστι
7928316 τετανυστο
τούτοις : οὐδ ' ἀπὸ πασσαλόφιν κρέμασαν , ὅθι περ τετάνυστο σκινδαψὸς τετράχορδος ἀνηλακάτοιο γυναικός . μνημονεύει αὐτοῦ καὶ Θεόπομπος
δ ' ἀργύρεον νώμα βιόν , ἀμφὶ δὲ νώτοις ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν : ἡ δ ' ὑπὸ ποσσίν σείετο νῆσος
7926822 ἑρπυζων
εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων : ὁ δέ οἱ σχεδὸν αὐτίκα θύνων πρῶτα μὲν
εἰσίν . φυλάσσων : περικαλύπτων . Ἔνδοθεν : κατά . ἑρπύζων : βαδίζων , συρόμενος . σχεδόν : τοῦ ἐχίνου
7925132 ὀρφος
εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ σμήχει . ὀρφὸς ἢ ὀρφώς , φησί , εὔχυλος , πολύχυλος ,
τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη , καὶ τῶν ἰχθύων ἰσικὸς , ὀρφὸς ἢ ἄλλος τις τῶν σκληροσάρκων , καὶ τῶν πεπόνων
7921842 ὀρινει
πνείοντος ἀέλλαις ἠὲ Νότου κελάδοντος , ὅτ ' εὐρέα πόντον ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ
. Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει . Θωρήξας :
7916699 ὁρμαινων
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ
7914351 πολυλογος
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος .
7913655 ἀκηχεμενη
δώματα : τὴν δ ' ἀνιοῦσαν Χαλκιόπη , περὶ παισὶν ἀκηχεμένη , ἐρέεινεν : ἡ δὲ παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος οὔτε τι
μένος καὶ κῦδος ἀρέσθαι . Ἣ δέ που ἐν θαλάμοισιν ἀκηχεμένη περὶ παιδὶ ἐσθλὴ Δηιδάμεια πολύστονα δάκρυα χεῦε , καί
7911041 περιμηκεα
: οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ ' ὀρέγοντα πέλας περιμήκεα δειρὴν γλώσσῃσιν μεμάασι περισσαίνειν , σκύλακες ὥς . πολλάκι
. Ὡς δ ' ὅτ ' ἀπ ' ἠλιβάτου σκοπιῆς περιμήκεα λᾶαν λάβρος ὁμῶς ἀνέμοισιν ἀπορρήξῃ Διὸς ὄμβρος , ὄμβρος
7908507 πτεροεσσα
δυωδεκάωρος ὁδεύει , Ἠελίου λάμποντος ὁμόδρομος : ἱσταμένη δὲ ἀργυφέη πτερόεσσα χαράσσετο σύνδρομος Ὥραις , καὶ διδύμους γλαγόεντας ἐπισφίγγουσα φυλάσσει
, βεβῶσα , ποτωμένα , νόθον ἴχνος ἀειρομένα δρομάς , πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά , τὰ δὲ μέσσα
7906944 παλλεν
αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο , ἶσα δ ' ἐυξέστοις ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖς . δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα πολύστονον ἄιον
ἔνι πηχύνουσα : Λαμπετίη δ ' ἐπὶ βουσὶν ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ πάλλεν ὀπηδεύουσα καλαύροπα . τὰς δὲ καὶ αὐτοί βοσκομένας ποταμοῖο
7905850 βρυχαται
' ἠέρος αἰθύσσοντες : αὐτὰρ ὅ γε σπήλυγγος ὑπεκπροθορὼν ἀλίαστος βρυχᾶται πετάσας φόνιον χάος ἀντία φωτῶν , δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ
τὴν δὲ τοῦ βλέμματος ἔννοιαν ἀπάγων εἰς ἃ ἐξηπάτηται . βρυχᾶται δὲ ἡ φάρυγξ καὶ ὁ αὐχὴν ἐμπίπλαται καὶ ἀνοιδοῦσιν
7900739 ἀειδελα
τὸ ἀπλατές . Κέκρυπται : ἀφανῆ εἰσι καὶ κρύπτει . ἀείδελα : ἀφανῆ ὄντα , ἄγνωστα ὄντα . μυθήσαιτο :
στόμα , διὰ τοῦ στόματος . Τρομέουσιν : φοβοῦνται . ἀείδελα : ἄγνωστα , ἀθέατα , ἀφανῆ . Δερκόμενοι :
7900270 τινασσεται
φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι : οὔτ ' ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ ' ὄμβρῳ δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται ,
κατήλυθον , ἡ δ ' ὑπὸ νυκτί ῥιπῇσιν μὲν πρῶτα τινάσσεται , ὕστερον αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις
7900013 φωρ
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ
7899263 ὀπιπευων
ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων ,
πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν
7897380 φλυαρος
ὀλίγον ἰσχύει χρόνον . τίνι δεδούλωνταί ποτε ; ὄψει ; φλύαρος : τῆς γὰρ αὐτῆς πάντες ἂν ἤρων : κρίσιν
λῆρος καθ ' ἑαυτὸν , οὕτως εἴποις : λῆρος καὶ φλύαρος εἶ ταῦτα λέγων . 〛 τινὲς δέ φασιν ἐσχηματισμένως

Back