: ἦν δὲ καὶ τοῦτο ἐνόπλιον . καὶ βαυκισμὸς Βαύκου ὀρχηστοῦ κῶμος ἐπώνυμος , ἁβρά τις ὄρχησις καὶ τὸ σῶμα
, ὡς μηδένα μηδὲν αὐτῶν διαλανθάνειν . μικροῦ μὲν γὰρ ὀρχηστοῦ εἰσελθόντος καὶ τὸν Ἕκτορα ὀρχουμένου μιᾷ φωνῇ πάντες ἀνεβόησαν
5949420 προπαροξυνει
τὸ μονόμαχος ὄνομα οὐκ ἐκ τοῦ μάχη , ὃ συντιθέμενον προπαροξύνει τὸ τέλος ὡς σύμμαχος , πρωτόμαχος , ἀντίμαχος ,
ἐγκοιλίων ὕλην λέγειν . ταῦτα δὲ Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου προπαροξύνει . “ καὶ ἡ ἐντερόνεια δὲ τούτῳ τῷ λόγῳ
5814044 πεπλανημενον
ἐς δὲ τεταρταῖον καταστήσεσθαι , ἢν διαλείπῃ τε καὶ καταλαμβάνῃ πεπλανημένον τρόπον , καὶ ταῦτα ποιέων τῷ φθινοπώρῳ προσπελάσῃ .
ἄλλην τινὰ δύναμιν , ὅλως δὲ ἔξεστί σοι μεταδιδάσκειν τὸν πεπλανημένον : πᾶς δὲ ὁ ἁμαρτάνων ἀφαμαρτάνει τοῦ προκειμένου καὶ
5799246 φθεγγομενου
, λιλαίετο [ ] δ ' ἐγγὺς [ ] ἀκούειν φθεγγομένου , καὶ ἔμελλεν ἀκούεμεν ? [ ] : ἦλθε
ἐγενέσθην πλήθους τοῦ πρὸ τοῦ δικαστηρίου τί τῶν ἁπάντων οὐ φθεγγομένου καινὰς ἐπὶ ταῖς εἰωθυίαις δεήσεσιν εὑρίσκοντος . καὶ ὁ
5741002 λοιδορουμενου
βάλλον δ ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν . περὶ δὲ τοῦ λοιδορουμένου κουρέως τῷ κεραμεῖ τῆς γυναικὸς χάριν : μήτε σὺ
. ” δεξαμένου δὲ ἐς ἑαυτὸν ταῦτα τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ λοιδορουμένου τῷ Ἀχιλλεῖ τοῦ τε Ὀδυσσέως εἰπόντος , ὡς εἴη
5672588 μελους
φύσιν εἰπέ “ . νῦν δείξετον τὼ πισύνω : εἴσθεσις μέλους χοροῦ προῳδικὴ στροφῆς λόγον ἔχουσαἔχει γὰρ καὶ ἀντιστροφὴν τὸ
καλοῦ καὶ τραχύτερον εἰς ἀκοὴν καὶ οἷον τοῦ ῥυθμοῦ καὶ μέλους τοῦ τεταγμένου παρηλλαγμένον ⌈ ⌉ καὶ ἐκπεπτωκός ⌈ ⌉
5592252 εὐμετρον
Ἑλλάς . ἡ Ἀτθίς . καρποὺς ἀρκοῦντας μὴ ἔχουσα . εὔμετρον . ἀφ ' ὧν ταῦτα ἐτελέσθη , κἀκεῖνα συμβήσεται
αὐτὴν εἶναι δοκεῖν , ἀλλ ' εὔρυθμον αὐτὴν ἀπόχρη καὶ εὔμετρον φαίνεσθαι μόνον : οὕτως γὰρ ἂν εἴη ποιητικὴ μέν
5581990 μεγαλοφωνιᾳ
γὰρ τῷ βασιλικῷ πότῳ Νεοπτόλεμος ὁ τραγῳδός , πρωτεύων τῇ μεγαλοφωνίᾳ καὶ τῇ δόξῃ , προστάξαντος αὐτῷ τοῦ Φιλίππου προενέγκασθαι
ἀπαρχὴν καὶ τὸ προοίμιον ἀρράξας ἐπικροτήσας , κτυπήσας τουτέστι ῥητορικῇ μεγαλοφωνίᾳ ἀπαρξάμενος τρέχειν τοῖς λόγοις ὡς πτερωτὸς καὶ ταχὺς δρομεύς
5554404 ἀδηριτος
παρακείμενος δεδήριμαι , τὸ γʹ δεδήριται , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀδήριτος . τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφονται τὴν ει :
στέρησιν ὡς τὰ εἰρημένα , αὐτόθεν δῆλον καὶ ὁ λόγος ἀδήριτος : ἐν δὲ τοῖς ἐναντίοις , ἃ καὶ ἄμφω
5536029 νοηματος
παρουσίαν : ἀλλ ' ἀφῄρηται καὶ [ τούτου ] τοῦ νοήματος τὸν λόγον , φήσας ἐν τοῖς ἐφεξῆς τὸ μὲν
ὀνόματος καὶ καθ ' ἑκάστην συλλαβὴν προσλαμβάνων τι μόριον τοῦ νοήματος , ἀλλὰ τὸ μὲν ὄνομα διαιρετόν , ἀδιαίρετον δὲ
5530803 ἰθυφαλλικου
. . . περιττεύοντος μιᾷ συλλαβῇ καὶ ἰθυφαλλικοῦ μεμειωμένου τοῦ ἰθυφαλλικοῦ ἑνὶ τροχαίῳ . τὸ ζʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον .
, ὅπερ προέταξεν ἐπισυνθέτου , τοῦ ἐκ δακτυλικῆς τετραποδίας καὶ ἰθυφαλλικοῦ , τοῦδε Ἀκρίσιος τὸν νηὸν ἐδείματο : ταῦθ '
5472324 τελειοτατου
γενώμεθα τὰς φύσεις , ἀλλ ' ἵνα ἑπόμενοι τῇ τοῦ τελειοτάτου διοικήσει τὴν κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχουσαν αὐτοῦ
ἡ περὶ ἀγαθῶν κυρίως καὶ μάλιστά ἐστιν ἡ περὶ τοῦ τελειοτάτου τῶν ἀγαθῶν . καὶ περὶ τοῦ ὄντος δὴ παντός
5467163 ᾀσματος
ἄρα ἐγὼ ἀληθῆ λέγω . εὐθὺς γὰρ τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος μανικὸν ἂν φανείη , εἰ βουλόμενος λέγειν ὅτι ἄνδρα
, ὡς Ἐρατοσθένης φησίν . Φρύνιχος δὲ αὐτοῦ τούτου τοῦ ᾄσματος μνημονεύει ὡς Λαμπροκλέους ὄντος Παλλάδα περσέπτολιν κληΐζω πολεμαδόκον ἁγνάν
5424030 σιδηρειος
. τινὲς δὲ ἀποδεδώκασι σιδηρείῃ τῇ εὐτόνῳ , ὥσπερ καί σιδήρειος δ ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει . οὔπω κηρὶ κακῇ :
, ἀνηλεής , καὶ τὰ Πλάτωνος ἀτεράμων , κερασβόλος , σιδήρειος , καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἀμείλικτοςσκληρότερον γὰρ ὁ ἀστεμφής εὐτελέστερον
5421684 θυος
. [ πάντες ] δ ' εὐχετόωντο [ ] , θύος δὲ μέμηλεν ἑκάστῳ [ βωμὸν ] ἀναι ? [
καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι λήνει , ἠὲ καὶ ἰρινόεν , τοτὲ δ
5415853 δηλουντος
τι ᾖ τὸ ἐκ τῶν πολλῶν συγκείμενον , ὡς ἂν δηλοῦντος διὰ τούτων τοῦ φιλοσόφου πῶς ποτε δεῖ ἔχειν τὸ
τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη . ἀπὸ τοῦ θῶ τοῦ δηλοῦντος τὸ τρέφω , ὁ μέλλων θώσω , θώνη ἔδει
5414037 Ἀλερα
Ἐλάρα : † Ἀλέρας γενεά παρὰ Σιμωνίδῃ ἡ Ἐλάρα . Ἀλέρα δὲ παρὰ Πινδάρῳ , οἷον : Ἀλέρας υἱόν .
εἰπών : Εἰλαρίδην 〚 πο 〛 Τιτυόν . ἐὰν γένηται Ἀλέρα , ὑπέρθεσις δηλονότι . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ
5401313 ὁμοκλη
γεννήματα . ἀλυσκάζουσαι : ἐκφεύγουσαι . ὁμοκλήν : ἀπειλήν : ὁμοκλὴ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ καὶ τοῦ κλῶ τὸ καλῶ ,
, τὸ φωνῶ , παρ ' Ὁμήρῳ * * * ὁμοκλὴ οὖν ἡ πᾶσι λεγομένη φωνή . . . .
5396659 κεκοσμηκεν
μήτ ' ἐλλείποντας τοῦ μετρίου μήτε ὑπεραίροντας , λέξει τε κεκόσμηκεν αὐτοὺς καθαρᾷ καὶ σαφεῖ καὶ συντόμῳ καὶ τὰς ἄλλας
τὸν ἀνδριάντα κεκοσμηκότος ποιητοῦ , μᾶλλον δὲ ᾧ τὸ ᾆσμα κεκόσμηκεν ὁ πρὸς τὸν σὸν τύπον ἀκολουθήσας χαλκός . τὸν
5394724 δημηγορικων
οὐκ ἴσηι τῆι βουλήσει κέχρηται , παράδειγμα ἐξ ἑνὸς τῶν δημηγορικῶν λόγων τόδε : ἐβουλόμην μέν , ὦ Ἀθηναῖοι ,
οὐκ ἴσῃ τῇ βουλήσει κέχρηται , παράδειγμα ἐξ ἑνὸς τῶν δημηγορικῶν λόγων τόδε : Ἐβουλόμην μέν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι
5394050 ῥω
μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ . τὰ μὲν οὖν ὀνόματα ταῦτα , τὰ δὲ
ἐπιθυμίαν , ἀκόλαστος ἀκούει τις . Ἄῤῥωστος , παρὰ τὸ ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων
5384357 ποιηματος
λέβης λέβητος , Πάρις Πάριδος , βῆμα βήματος , ποίημα ποιήματος , μέλι μέλιτος , κρέας κρέατος : πρόσκειται ἐπὶ
, κατατρέχειν δὲ εἰς ἀσύστατον ἱστορίαν . ἡ δὲ τοῦ ποιήματος ὑπόθεσις οἰκουμενικὸν ἐπαγγελλομένη τὸ πρᾶγμα τοῦ ἔπους γλαφυρὸν ἠνάγκασε
5371276 σαρκωδεστερον
τὸ μέτωπον αὐτοῦ χθαμαλὸν λεῖον σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς
ἄκρου σκιάδειον πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει .
5365621 ἀραχνου
ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος
λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ
5364184 ξυναλλασσοντος
. ξυναλλάσσοντος ] τοῦ συνάγοντος . ξυναλλάσσοντος ] ἑνοῦντος . ξυναλλάσσοντος ] τοῦ συνάγοντος καὶ τοῦ ἑνοῦντος . ξυναλλάσσοντος ]
] ἀποδέχομαι . δεινὸς ] δεξιός . . φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ] τοῦ συνάγοντος . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν τὰς συναλλαγὰς
5360925 σκεποντος
οὐρήτρας τρίμμα ὑπόκειται . υιδʹ . Λιπόδερμός ἐστιν ἔλλειψις τοῦ σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ
μὲν συνδοῦντος ὅλον τὸν ὀφθαλμὸν τοῖς ὀστοῖς , ἅμα δὲ σκέποντος τοὺς κινοῦντας αὐτὸν μῦς . καί σοι καὶ τοῦτον
5360665 Μισος
εὐπαράγωγον φύσει τῶν αἰσθήσεων , αἷς μόλις ἴσχυσα ἐπιβῆναι . Μῖσος μὲν δὴ τοῦ λεχθέντος δρασμοῦ γέγονεν αἴτιον , φόβος
τῶν ἰχθύων . ἔχθεα : μίση , τὰς ἔχθρας . Μῖσος τὸ μῖ ι δηλονότι ἀπὸ τοῦ μισῶ , μῦσος
5357519 αὐλητου
ἦσαν ἄνδρες , ἐξ ὧν ὁ χορὸς συνεστὼς προκαταρχομένου τοῦ αὐλητοῦ τὸ μέλος προεφέρετο . οἱ δὲ κεφαλὰς ἀκούουσι τὰ
κήρυκι τὸν πόδ ' ἀναπαρῶ . αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος εὐφήμει , μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθα
5352951 κιγκλις
κατεσημαίνοντο . τάχα δὲ τῶν τοῦ δικαστηρίου μερῶν ἐστὶ καὶ κιγκλὶς καὶ δρύφακτος . ἔνιοι δ ' οἴονται καὶ ἀνάγκην
θύρας οὕτω κλητέον , ἅς τινες δικλίδας φασίν . ἢ κιγκλὶς ἰδίως ἡ τρύπη , δι ' ἧς ἡ κλεὶς
5339898 εὑροντος
αʹ τῆς στροφῆς . Τὸ θʹ Στησιχόρειον ἐξ ἐπιτρίτων Στησιχόρου εὑρόντος αὐτό : δεύτεροι δὲ οἱ ἐπίτριτοι . ἑξῆς δὲ
Μυλάντειοι θεοί . ἀπὸ Μύλαντος ἀμφότερα , τοῦ καὶ πρώτου εὑρόντος ἐν τῷ βίῳ τὴν τοῦ μύλου χρῆσιν . Μύλασα
5331632 ὀρνεου
εὐχαριστοῦντες ὡς εὐφραινόμενοι . ἐὰν δὲ καὶ πτερὸν τοῦ θυρὸς ὀρνέου κόψῃς μαχαίρᾳ ὁλοσιδήρῳ , βάλῃς τε εἰς κεράμιον οἴνου
αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈
5329944 ὑποποδιου
. Σκολύθριον Πλάτων τίθησιν ἀντὶ τοῦ ὑφ ' ἡμῶν λεγομένου ὑποποδίου , ὑπὸ ποιητῶν δὲ ὑποθρονίου . Πλάτων : „
Ἤτοι ὑποποδίου ἤγ . θρόνους . . θρόνου . . ὑποποδίου . . . στάμνου : Κεράμου . . κατεαγότος
5319150 ἱπτω
ὡς τὸ “ ἱπτούμενος ταῖς συμφοραῖς . ” ἐκ τοῦ ἵπτω δὲ καὶ ἴψ ὁ σκώληξ , ὁ τοῖς κέρασιν
ῥηθὲν ὑποδιαιρεῖται κατὰ μέρος . [ Νιρεὺς δὲ ἐκ τοῦ ἵπτω : Νειρεὺς δὲ ἐκ τοῦ νέω τὸ πορεύομαι :
5313181 δημιουργησαντος
ἀνάστασις γίνεται κατὰ πρῶτον λόγον , ἀλλὰ διὰ τὴν τοῦ δημιουργήσαντος γνώμην καὶ τὴν τῶν δημιουργηθέντων φύσιν . Ἀρκούσης δὲ
γνώσεως ζώπυρον , ὃ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως καὶ τοῦ δημιουργήσαντος ὑπάρχον αὐτῇ συγκέχυται τοῖς ἐκ τῆς γενέσεως πάθεσι ,
5300173 ἐρεθιζομενος
ὁ δὲ πάσχων τὸ μὲν πρῶτον ὡς ὑπὸ ψώρας τινὸς ἐρεθιζόμενος μετρίως ὀδαξᾶσθαι φιλοτιμεῖται , μεμιγμένην ἔχοντος τοῦ πάθους ἀλγηδόσι
ὁ Διόνυσος συνιόντα τῇ ὀρχηστρίδι τὸν Ξανθίαν , καὶ ὥσπερ ἐρεθιζόμενος τοῦ αἰδοίου ἐδραττόμην ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ , ὁ δὲ
5272919 ἐπενθεσις
κατ ' ἐπέκτασιν αἰολικήν . ἀντιόωντα : τὸν χοῖρον : ἐπένθεσις τοῦ ο καὶ τοῦ τόνου ἀναβιβασμός : ἀντιῶντα γάρ
τοῦ β , οἷον ἀμελῶς , ὑπέρθεσις ἀλεμέως , καὶ ἐπένθεσις τοῦ β , ἀβλεμέως . Ἀκμή , παρὰ τὸ
5265829 διδασκησαι
τὸ ἄλογον καὶ ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου ,
ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ
5265234 ἀεικιζω
, ὅπερ ἀπὸ τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ τὸ αἰκίζω ἀεικίζω [ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ε ] : εὐλὰς †
ἀεικής , ὃ σημαίνει τὸν σκληρόν : ἀπὸ τούτου γίνεται ἀεικίζω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε αἰκίζω , . ,
5264878 Ἀλευαδα
ἀλλ ' ὅτι καὶ ἰαμβικόν ἐστιν ὅμοιον τῷ πρὸ αὐτοῦ Ἀλευάδα ] τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀλεύα Τὸν μυριωπὸν : ἐπειδὴ
Ἄργου εἴδωλον . : ἄλευ ἆ δᾶ ] Γρ . Ἀλευάδα πατρωνυμικῶς ἀπὸ τοῦ Ἀλεύας . ἤ , ὃν δεῖ
5257559 συντονου
μετεωρότερα καὶ συμβαίνει ἐπὶ πλεῖον λεπτοποιουμένης τῆς ὕλης ἐκ τῆς συντόνου ἀγρυπνίας ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἀνάδοσιν γίνεσθαι . συμβαίνει
καὶ σπασμώδους ἐφίεται καὶ ἐπ ' ἐνίων οὐκ ἠρεμίας ἀλλὰ συντόνου καὶ σφοδρᾶς κινήσεώς ἐστι χρεία . Τὸ δὲ „
5255783 δασυνομενου
φ : τοῦτο δ ' οὐκ ἂν ἐγένετό ποτε μὴ δασυνομένου τοῦ οἶμος λευρὸν ] τὸν πλατύν ψαίρει ] †
ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν τοῦ ἁγνός δασυνομένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις δασύνονται , οἷον τοῦ ἁγνοῦ
5249581 φει
Ἕκτωρ : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γρά - φει τὸν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ
] ηι λεμ [ ] δωρον ? ἐπιστέλλ [ ] φει ? γράφων αλ [ ] πειν φιλτατ [ ]
5248771 κακοηθους
συνήθους καὶ ἡ συνήθης τῆς συνήθους , ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους καὶ ἡ κακοήθης τῆς κακοήθους , οὕτω καὶ ὁ
τὸ πεντάετες οὐδετέρως , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους τὸ κακόηθες οὐδετέρως : εὕρηται παρὰ τῷ συγγραφεῖ καὶ
5238002 νικητου
τοῦτο ἀντίστροφον θαύμασον , ὡς ἄξιον ἀνθαμίλλου Ὁμήρου , καὶ νικητοῦ ποιητοῦ . . ΝΥΝ ΔΕ ΕΓΩ . Ἀρξάμενος ἀφ
τοῦ Τυφῶνος . δαιμόνων ] τῶν θεῶν τούτων . τοῦ νικητοῦ Διὸς ἡμεῖς ἐσμέν , οἱ δὲ τῶν ἡσσωμένων ,
5237012 χαρακτηρος
ἀπὸ τοῦ μεῖναι Μενέσται καλούμενοι ὕστερον Πενέσται μετωνομάσθησαν παραφθαρέντος τοῦ χαρακτῆρος . περὶ ὄνου σκιᾶς : παροιμία ἐπὶ τῶν ἐνδιατριβόντων
. οὐ γὰρ μόνον συνᾴδει τὸ καὶ τῷ σχήματι τοῦ χαρακτῆρος εἶναι τὸ εʹ τὸ ἥμισυ τοῦ θʹ , ἀλλὰ
5235532 ἰπτω
Ἰταλίας ἐστίν Ἰπνὸς λέγεται ὁ φοῦρνος : ἐκ γὰρ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ
ἶπον , τουτέστι τιμωρίαν καὶ κόλασιν : ἴπω γὰρ καὶ ἴπτω τὸ βλάπτω , ἐξ οὗ καὶ ἴψ , εἶδος
5222347 βλοσυροισι
. τοῖος ἄρ ' Αἴας ὦρτο πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς ,
' : οἳ δ ' αὐχένας ἐξεριπόντες κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν : τοὶ δ ' ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε
5211858 ἰδμων
ἐφύλαξε τὴν δίφθογγον : καὶ γὰρ ἴστωρ καὶ πολύϊδρις καὶ ἴδμων διὰ τοῦ ι . Ἰστέον δὲ ὅτι ἡ μὲν
ἄπειρος , καὶ πολύιδος : [ καὶ παραγόμενον , οἷον ἴδμων ] ἴστωρ . ἰστέον δέ , ὅτι τὰ κατὰ
5207689 μυθου
οὔσῃ τῇ τοῦ νέου ψυχῇ τροφὴν μαλακωτέραν τὴν ἀπὸ τοῦ μύθου εὐθὺς προσάγειν , ὥσπερ καὶ τὰ ἀρτίτοκα βρέφη μαλακὰ
καὶ μαντικὸν τὸ φυτόν : εἰ δὲ βούλει καὶ τοῦ μύθου ἐφάπτεσθαι τοῦ περὶ τῆς Δάφνης , οὐδὲ τοῦτό σοι
5206820 δικαταληκτον
λέων : Ἲς ὁ ποταμὸς , ἐπὶ γὰρ τῆς ἰσχύος δικατάληκτον : ὅμως δὲ καὶ αὐτὸ διὰ τοῦ ι γράφεται
ἲς ὄνομα , ἡ δύναμις , καὶ ἲν , ὡς δικατάληκτον , ἴα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ μία :
5204856 εὐαρμοστιαν
τὰ πράγματα κουφότητα , ἐλαφρότητα , πήδημα , ἅλμα , εὐαρμοστίαν , εὐρυθμίαν , εὐσχημοσύνην , ὑγρότητα , ἐναργότητα ,
ἡ ἐν ταῖς ἀμυθήτοις τῶν κατὰ τὸν βίον ἀνωμαλίαις ὁμαλότης εὐαρμοστίαν τοῖς ἀναρμόστοις καὶ συμφωνίαν τοῖς ἐξ αὑτῶν ἀσυμφώνοις ἐργασαμένη
5201757 ἠθικου
δὲ Ζήνωνος τοῦ Ἐλεάτου , τὸ διαλεκτικόν . τοῦ δὲ ἠθικοῦ γεγόνασιν αἱρέσεις δέκα : Ἀκαδημαϊκή , Κυρηναϊκή , Ἠλιακή
διὰ τῶν τριῶν αὐτῆς μερῶν , τοῦ λογικοῦ , τοῦ ἠθικοῦ , τοῦ φυσικοῦ , καὶ πράξεις : ὅλου γὰρ
5201756 μερικωτερου
, ἵνα τὸν καθολικώτερον καὶ περιεκτικώτερον σκοπὸν αἱρώμεθα μᾶλλον τοῦ μερικωτέρου . ὅθεν οὐκ ἀποδεκτέον τοὺς λέγοντας τὸν Σοφιστὴν περὶ
τοὺς ὅρους . τὸν γὰρ μέσον οὐ κοινὸν ληπτέον ὄντος μερικωτέρου τοῦ συμπεράσματος διὰ τὸ προσκατηγορούμενον ἀλλὰ προσεχῆ καὶ τῆς
5199935 δρωντος
ἑαυτοῖς ἐπιβουλεύειν , οὐδεὶς ἂν οὔτε ἐμοῦ κατηγόρησεν ὡς ἔκθεσμα δρῶντος , οὔθ ' ὑμᾶς ὡς ἀνίατα πάσχοντας ᾠκτίζετο .
τε καὶ χωλεύουσα καὶ δύσκολος , οὐ διὰ τὴν τοῦ δρῶντος αἰτίαν , διὰ δὲ τὴν τῆς ὕλης ταραχήν τε
5196231 ἡνδανε
] ἐσθέμεναι δ ' ἐκέλευεν : ἐμῷ δ ' οὐχ ἥνδανε θυμῷ , ἀλλ ' ἥμην ἀλλοφρονέων , κακὰ δ
θοῇσιν . Οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' Αἴαντι μεγαλήτορι ἥνδανε θυμῷ ἑστάμεν ἔνθά περ ἄλλοι ἀφέστασαν υἷες Ἀχαιῶν :
5188746 σημαινοντος
. . . † ἀπωμόρξατο : ἐκ τοῦ ἀμέργω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω
κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , ὥς φησι Καλλίμαχος .
5187088 κυανοχαιτης
. . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ
ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου :
5182874 ἀνηγερθη
Ἀθηνᾶ . * τοσαῦτα . . Ἔπαλτο ] ἀντὶ τοῦ ἀνηγέρθη καὶ ἀνεπήδησεν ὁ Βελλεροφόντης . * ἐνομίσθη : ἐφάνη
τέλη . Ἀγγέλλων : μηνύων . ἄειρεν : διήγειρεν , ἀνηγέρθη . Οἷον : καθὰ , καθ ' ὅν .
5175690 ἰδμονος
, ὁ ἴδμων καὶ ἡ ἴδμων τοῦ ἴδμονος καὶ τῆς ἴδμονος , ὁ ἄφρων καὶ ἡ ἄφρων τοῦ ἄφρονος καὶ
: εἴρηται παρὰ τὸ εἴδω , τὸ γινώσκω : ἴδμων ἴδμονος ἰδμονία [ καὶ ἀϊδμονία ] , καὶ συγκοπῇ καὶ
5170559 ἰδιωματος
ὀφρύων καὶ ῥινὸς σχήματος χαρακτῆρες τινὲς ἐγκάθηνται τοῦ τῆς ψυχῆς ἰδιώματος : ὀφθαλμοὶ γάρ φησιν ὁ Πολέμων “ ὑγροὶ λάμποντες
ἕνεκα . Ἔπειτα καὶ ἡ κίνησις κινεῖ : τοῦ γὰρ ἰδιώματος τούτου μεταδοτικὴ ἡ κίνησις , ὡς τοῦ ἱστάνειν ἡ
5168843 παρηκται
μὲν σύνεγγυς , τλητικὸν κατὰ φρένας . ταλαύρινον τολμηρόν . παρῆκται δὲ ἡ λέξις παρὰ τὸ τλῆναι , καὶ οὐκ
Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ .
5162714 κλανω
ἡ κλάσις τοῦ κύματος : ἀπὸ τοῦ ἀγῶ , τὸ κλάνω , ἀγή . . . . , . ἀγηλάτῳ
. . . . . κλαίω : κλῶ , τὸ κλάνω , γίνεται κατὰ παραγωγὴν κλάω καὶ κλαίω : κλᾶται
5158257 καθιζω
φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , ζημιῶ , βλάπτω . καὶ σωματικῶς
εἶναι καὶ ἔθω ἴσθω Σικελικῶς κατὰ τὸ ἕζω ἵζω καὶ καθίζω . . . , : χρῆσις δὲ τοῦ μαδοῦ
5156715 καταμαντευεσθαι
τοῦ σώματος τύποις ἐντυγχάνων , γνωρίζειν τὸ ἦθος , καὶ καταμαντεύεσθαι τῆς ψυχῆς διὰ τῶν ὁρωμένων , μαντείαν ἀσαφῆ :
. τὸ δὲ πάσχοντα κακῶς μὴ διαισθάνεσθαι τὰς αἰτίας μηδὲ καταμαντεύεσθαι τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος ἑαυτὸν ἦν ἐθίσαντος ἀλογίστως ἔχειν περὶ
5155599 φθεγματος
θήλειαν διώκοντος σὺν ὕβρει τε τῇ ἄλλῃ καὶ τραχύτητι τοῦ φθέγματος , ὡσαύτως δὲ καὶ τοῦ ἀνδρὸς ὃς τὸν ὄνον
ἐμὴν ἀηδόνα , καλοῦμεν αὐτούς : οἱ δὲ νῷν τοῦ φθέγματος ἐάνπερ ἐπακούσωσι θεύσονται δρόμῳ . Ὦ φίλτατ ' ὀρνίθων
5154521 ἰδαλιμος
: ἶδος : τούτου παράγωγον ἴδιμος , προσθέσει τοῦ αλ ἰδάλιμος . οὕτω Φιλόξενος . . . . . .
οὕτω Φιλόξενος . . . . . . ἰδαλίμου : ἰδάλιμος : . . . ἔστι ῥῆμα ἰδίω τὸ σημαῖνον
5152304 πεποιημενου
τοῦ ἐμπειρικοῦ δι ' ἑνὸς πολυστίχου πάνυ καὶ κατὰ στοιχεῖον πεποιημένου ταὐτὸ ἐπιτηδεύσαντος πρός τε τούτοις Λυσιμάχου τοῦ Κῴου κʹ
τοῦ Κράτους , φησὶ πρὸς αὐτὸ Ἥφαιστος , ὡς εὐτραπέλου πεποιημένου τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἀναιδοῦς , ὅτι ἁρμόζει τῇ
5152002 συναλοιφη
καὶ ἀπὸ τοῦ πείθω πιστός , καὶ ἀπὸ τοῦ λείφω συναλοιφή . Ξέστης : διὰ τὸ ἀπεξεσμένον τοῦ εἴδους .
ξύμβολον λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύμβολον . Τούτων ἐστὶ καὶ ἡ συναλοιφή : θοἰμάτιον λέγοντες ἀντὶ τοῦ τὸ ἱμάτιον . Τούτων
5148852 καγχαλω
ἥδομαι . διπλασιασμὸς καχαλῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , καγχαλῶ . ὥσπερ τὸ πυκνωθὲν οὐχ ὑγιὲς , οὕτω τὸ
χέω γίνεται χαίρω , οὕτως καὶ ἐκ τοῦ χῶ χαλῶ καγχαλῶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν , καὶ καγχαλόω ἰωνικῶς . Ἀμφοτέροισι :
5147565 ἀπριγδα
. καί μοι γενείου πέρθε λευκήρη τρίχα . ἄπριγδ ' ἄπριγδα μάλα γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ
τοῦ Ξέρξου , τίλλε τὴν σὴν γενειάδα , φησὶν , ἄπριγδα καὶ δι ' ὅλου μάλα γόεδνα καὶ λίαν λυπηρῶς
5147403 τρυμη
τὸ αἰδοῖον εἰσωθοῦν καὶ ἐξωθοῦν . . . : ” τρύμη “ οὖν τρύπανον , ὡς πάντων περιγενόμενος : ἢ
τὸ τρύζειν . [ ὡς μή μοι τρύζητε ] . τρύμη : ὁ πανοῦργος . Ἀριστοφάνης . τρυτάνη : ὁ
5142046 Παυσωνος
δὲ πῦρ οὔ . χάριεν οἷς γινώσκεται τὸ πρᾶγμα τοῦ Παύσωνος . ὡς δ ' ἀεί ποτε περὶ τοὺς κυάμους
παττάλῳ προσκρούεται : ὅταν τὸ κακὸν ὑπὸ κακοῦ θεραπεύεται . Παύσωνος πτωχότερος : οὗτος ζωγράφος ἦν καὶ ἐπὶ πενίᾳ διατεθρύλλητο
5141713 ὀρρωδω
πρόσαγε τὸ στόμα . ἀλλ ' , ὦ μέλ ' ὀρρωδῶ τὸν ἐραστήν σου . τίνα ; τὸν τῶν γραφέων
, οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ : τὸ φοβοῦμαι . ῥῶ ἐστι ῥῆμα , ἀφ
5141469 ἐναργεστερου
. μᾶλλον μέντοι κινούμεθα ὑπὸ τοῦ ἀδύνατον μὴ γενέσθαι ὡς ἐναργεστέρου ἤπερ ὑπὸ τοῦ ἀνάγκη γενέσθαι , διὸ καὶ ὁ
ἔννοιαν ἡμῖν ἐλθεῖν . ἵστησι δὲ τὸν λόγον ἐπί τινος ἐναργεστέρου ὑποδείγματος καὶ σαφοῦς . τὸ γοῦν τοῦ τοίχου μῆκος
5141327 τοπικου
τοῦ ἀποτελεσθησομένου ποιότητα θεωρήσομεν . Τοῦ μὲν οὖν πρώτου καὶ τοπικοῦ τὴν διάληψιν ποιησόμεθα τοιαύτην . κατὰ γὰρ τὰς γινομένας
δὲ ἀπὸ συμβεβηκότος οὕτως : πόρισμά ἐστιν τὸ λεῖπον ὑποθέσει τοπικοῦ θεωρήματος . τούτου δὲ τοῦ γένους . τῶν πορισμάτων
5137104 παγγελοιον
τινὶ θείᾳ τὰ κράτιστα θαυμάζειν . καὶ γὰρ ἂν εἴη παγγέλοιον , εἰ δι ' ἑτέρων μὲν ἀκριβῶν ἴσασι τοὺς
πολλὰ ἱκετευούσης καὶ μονονουχὶ καὶ δακρυούσης . τὸ δὲ πρᾶγμα παγγέλοιον ἦν , κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου προκῦπτον μικρὸν ὑπὸ
5135831 ἐξηγητου
δὲ ἐξηγητὴς ἔστω ἅμα ἐξηγητὴς καὶ ἐπιστήμων . ἔστι δὲ ἐξηγητοῦ μὲν ἔργον ἡ ἀνάπτυξις τῶν ἀσαφῶν ἐν τῇ λέξει
δὲ τὸ δέοι . Πλάτων Εὐθύφρονι : ” πευσόμενοι τοῦ ἐξηγητοῦ τί χρείη ποιεῖν . ” Χρυσῆ εἰκών . Ὤμνυον
5126517 Ἡρακλες
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν
5124425 μεμνημενου
καὶ τὰ ἄλλα μὲν αὐτοῦ κατεγίγνωσκον μονονουχὶ ζωμῶν καὶ λοπάδων μεμνημένου καὶ ἐπιδακρύοντος τῇ τῶν πλακούντων μνήμῃ , τοῦτο δὲ
περὶ γὰρ τούτων τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν εἰκὸς οἷον εἰ μεμνημένου του περί τινος τύχοι τοῦτο γενόμενον . τί γὰρ
5120155 Ἀμηχανον
τὴν μετάνοιαν , ἁλῶν καὶ τραπέζης μεταδίδωσι . ‖ ‖ Ἀμήχανον ὑπὸ φύσεως ἀνθρωπίνης εὑρεθῆναι τῆς οἱασοῦν ἐπιστήμης τὸ τέλος
ἀλλ ' ἔτι μειζόνως τιμητέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἕξιν . Ἀμήχανον κάλλος , ἔφη , λέγεις , εἰ ἐπιστήμην μὲν
5116632 ὀνομαζοι
τοὺς πρὶν σαπῆναι ξηραινομένους . πιθανῶς δ ' ἄν τις ὀνομάζοι μικρὸν πυρὸν τὴν τίφην , καὶ τῇ χρόᾳ καὶ
εἶδος κατόχου ὃν οὐκ ἄν τις ἀσυνέτως κάτο - χον ὀνομάζοι φρενιτικόν . γίνεται δὲ ἐκ μίγματος δύο ἀῤῥωστημάτων κατόχου
5116135 μετωνομασται
, ἣ ἐκ τοῦ πολλοὺς σφάλλειν τὸ ἐναντίον ὄνομα ἀφροσύνη μετωνόμασται . τὰ μὲν οὖν προγεγενημένα τί δεῖ μακρότερον ἢ
ἀνῄρηται , τῶν δ ' ἴχνη λείπεται , τὰ δὲ μετωνόμασται , καθάπερ αἱ Αὐγειαὶ Αἰγαιαί : [ αἱ ]
5108443 αἰψηρος
καὶ Αἰολεῖς , ἄν τε ἓν ᾖ , οἷον λαιψηρός αἰψηρός , ἄν τε δύο , οἷον τὸ παρὰ πλευρὰν
καὶ δύο τύχῃ , ἓν μὲν ὡς ἐπὶ τοῦ λαιψηρός αἰψηρός , πήγανον ἤγανον , δεινόν αἰνόν , δύο δὲ
5105985 κεχαρισμενου
ἀγαπητὸν οὐδ ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον τοῦ πάλαι δὴ κεχαρισμένου , ἀλλὰ προκάθηται μὲν ἀνήρ , εἰ μὴ λέληθα
πῶς ἂν οὖν οὕτω διατεθεὶς ὑπὸ τῆς μεταβολῆς τοῦ τηλικαῦτα κεχαρισμένου κατεφρόνουν ; κείσθω γὰρ τὸ ῥῆμα τὸ σὸν ὡς
5103562 Δωριωνος
. : Ἀριστόδημος δὲ ἐν δευτέρῳ Γελοίων ἀπομνημονευμάτων φησί : Δωρίωνος τοῦ κρουματοποιοῦ , κυλλόποδος ὄντος , ἀπώλετο ἐν συμποσίῳ
Ἐπιφράδεος τοῦ Χαριφήμου τοῦ Φιλοτέρπεος τοῦ Ἰδμονίδα τοῦ Εὐκλέους τοῦ Δωρίωνος τοῦ Ὀρφέως . Γοργίας δὲ ὁ Λεοντῖνος . εἰς
5100694 Ἐρασμονιδη
ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως . Ἐρασμονίδη Βάθιππε τῶν ἀωρολείων . ὃς οὐκ ἔδωκ ' αἰτοῦντι
ἰαμβοποιὸν Ἀρχίλοχον . Κρατῖνος δὲ ὅταν λέγῃ ἐν τοῖς Ἀρχιλόχοις Ἐρασμονίδη Βάθιππε τῶν ἀωρολείων , τοῦτο τὸ μέτρον ἀγνοεῖ ὅτι
5098720 νωχελες
δριμὺ ἐν τῇ γεύσει . Σαλαμάνδρα εἰδός ἐστι σαύρας , νωχελές , ποικίλον , μάτην πιστευθὲν μὴ καίεσθαι : δύναμιν
κεδρίνῳ ἐλαίῳ προσθέσθω : τοῦτο δύναται διαφθείρειν καὶ ἐκβάλλειν τὸ νωχελές . Ἄλλο ἐκβόλιον ἔγχυτον ὑστερέων : ὅταν σαπῇ νεκρωθὲν
5094326 νοερου
κάθετός ἐστιν ἀρρεψίας καὶ ἀχράντου καθαρότητος καὶ μέτρου θείου καὶ νοεροῦ . καὶ γὰρ ἐν τοῖς φαινομένοις τὰ ὑψηλότατα διὰ
προϊὸν ἀπ ' ἐκείνου φησὶ συνδετικὸν τοῦ νοητοῦ καὶ τοῦ νοεροῦ ; Οἶδεν ἄρα καὶ αὐτὸς τὸ ἐκεῖθεν ἧκον καὶ
5091261 ἐπεισοδῳ
: ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ τροπῇ τοῦ β εἰς π
διαρρήξαντες , ἵνα μὴ ἡ γύμνωσις αὐτῶν καὶ ἀσωματότης ἀθέων ἐπεισόδῳ λογισμῶν κιβδηλευθῇ : οὐ γὰρ πᾶσιν ἐπιτρεπτέον τὰ θεοῦ
5090335 Ἀρταϋκτης
ἀργύρεαι καὶ χαλκὸς καὶ ἐσθὴς καὶ ἄλλα ἀναθήματα , τὰ Ἀρταΰκτης ἐσύλησε βασιλέος δόντος . Λέγων δὲ τοιάδε Ξέρξην διεβάλετο
συχνὸς ὅμιλος . Ἐτυράννευε δὲ τούτου τοῦ νομοῦ Ξέρξεω ὕπαρχος Ἀρταΰκτης , ἀνὴρ μὲν Πέρσης , δεινὸς δὲ καὶ ἀτάσθαλος
5088949 παθητικου
ἀπορήσομεν : ἡ γὰρ τοῦ δυνάμει ποιητικοῦ καὶ τοῦ δυνάμει παθητικοῦ πρὸς ἄλληλα ἐντελέχεια κίνησίς ἐστιν . ἁρμόσει δὲ καὶ
ἀλλὰ τὸν θηλαζόμενον χοῖρον : ἐνεργητικὸν γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . Βίβλινον οἶνον τὸν Θρᾳκικὸν ἀπὸ τόπου Θρᾴκης ἔχοντος
5082468 βολις
συλλαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον , κρηπίς ῥανίς σανίς βολίς θυρίς ἁψίς . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ κατάκλεις καὶ
ὡς ἔριν : εἴη δὲ καὶ ἰρὶς ὀξυτόνως , ὡς βολίς . ἢ ὡς Κύπριδα λειριόεν τε κάρη : τὴν
5075902 λεβηρις
' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ
λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ
5074673 Μελανωπου
πατέρα , καὶ Δῖον τὸν Ἡσιόδου γενέσθαι Ἀπελλίδος , τοῦ Μελανωποῦ , τοῦ Ἐπιφραδέος , τοῦ Χαριφήμου , τοῦ Φιλοτερπέος
πατέρα , καὶ Δῖον τὸν Ἡσιόδου γενέσθαι Ἀπελλίδος , τοῦ Μελανωποῦ , τοῦ Ἐπιφραδέος , τοῦ Χαριφήμου , τοῦ Φιλοτερπέος
5065663 ΠΑΝΤΑ
ἐφορατικὴ δύναμις μᾶλλον δὲ περιφραστικῶς , αὐτὴ ἡ Εἱμαρμένη . ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ ΔΙΟΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ . Ἤγουν πάντα βλέπων ὁ Ζεὺς
Πρόκλος , ὀβελίζει τοὺς ἑπτὰ τούτους στίχους : ἀπὸ τοῦ ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ , μέχρι τοῦ , ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ
5064686 ἐπισημαινομενου
' οὐδένα δὴ τρόπον ἀποστήσεσθαι . τοῦ δὲ πλήθους ὁμοθυμαδὸν ἐπισημαινομένου τὴν γνώμην , οἱ πρεσβευταὶ τῇ συγκλήτῳ ταῦτα ἀπήγγειλαν
ἀναστὰς ὠρχεῖτο . σφόδρα δὲ αὐτοῦ εὐδοκιμοῦντος καὶ ὑπὸ πάντων ἐπισημαινομένου κάμηλος φθονήσασα ἠβουλήθη τῶν αὐτῶν ἐφικέσθαι . διόπερ ἐξαναστᾶσα
5064286 Ἰκονιον
: χιτώνιον : τριβώνιον : πετώνιον : τὸ ὀθόνιον : Ἰκόνιον : εἰκόνιον : ἀκόνιον , διὰ τοῦ ο μικροῦ
καὶ ζῶντα ἀποτελέσαι . διὰ οὖν τὰς εἰκόνας ἐκεῖ διαγραφῆναι Ἰκόνιον κληθῆναι . καὶ ἔδει διὰ διφθόγγου . ὁ πολίτης
5061430 Τερψιωνα
γράψαντα διακελεύεσθαι τοῖς μαθηταῖς τίνων ἀφεκτέον . ἀπεσχεδιακέναι τε τὸν Τερψίωνα καὶ περὶ τῆς χελώνης τάδε : κρέα χρὴ χελώνης
ἐν τοῖς περὶ παροιμιῶν καὶ διδάσκαλον τοῦ Ἀρχεστράτου γενέσθαι φησὶν Τερψίωνα , ὃν καὶ πρῶτον Γαστρολογίαν γράψαντα διακελεύεσθαι τοῖς μαθηταῖς
5061193 Εὐημερου
νῆσον ; οὐ πολὺ οὖν ἀπολείπεται ταῦτα τῶν Πυθέου καὶ Εὐημέρου καὶ Ἀντιφάνους ψευσμάτων . ἀλλ ' ἐκείνοις μὲν συγγνώμη
ὁ δ ' αὐτὸς καὶ ἐν τῇ ἕκτῃ ἀπὸ τῆς Εὐημέρου τοῦ Μεσσηνίου γραφῆς ἐπικυροῖ τὴν αὐτὴν θεολογίαν , ὧδε
5060305 διανενοηται
κωμῳδίας προσκρούειν . ἐν δὲ τοῖς Ὄρνισι καὶ μέγα τι διανενόηται . ὡς γὰρ ἀδιόρθωτον ἤδη νόσον τῆς πολιτείας νοσούσης
' ἄλλο ἄγεις ; ἱκανῶς γάρ μοι τὰ τοῦ Βοσπόρου διανενόηται . „ τί φήσεις ; λέλοιπέ με τὸ τῶν
5059777 τραγικου
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα .

Back