| τοῦ ἀποτελεσθησομένου ποιότητα θεωρήσομεν . Τοῦ μὲν οὖν πρώτου καὶ τοπικοῦ τὴν διάληψιν ποιησόμεθα τοιαύτην . κατὰ γὰρ τὰς γινομένας | ||
| δὲ ἀπὸ συμβεβηκότος οὕτως : πόρισμά ἐστιν τὸ λεῖπον ὑποθέσει τοπικοῦ θεωρήματος . τούτου δὲ τοῦ γένους . τῶν πορισμάτων |
| κύνες : ἔραμαι : ἀντὶ τοῦ ἐρῶ , παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ . οἰκείως δὲ τῇ μεσότητι ἐχρήσατο : Θεσσαλὸν ὅρπακ | ||
| ] τὸν ὠνησάμενον . τὸν ἀγοράσαντα : τὸ παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ καὶ . . . μὲν ] σχῆμα ἀποθετικόν ταῦτα |
| παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α . | ||
| , ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ |
| ] ἤγουν ταράξαι , τροπῇ τοῦ τ εἰς θ καὶ ἐκβολῇ τοῦ α . . μᾶσσον ] μᾶσσον τὸ μακρότερον | ||
| τὸ εἴδω τὸ γινώσκω . ὁ παρακείμενος εἶκα εἶσμαι : ἐκβολῇ οὖν τοῦ σ , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς |
| ' εὐθὺ τοῦ βάθουϲ ἄνωθεν κάτω , τὴν τομὴν ὀξείᾳ ϲμίλῃ , ἵνα ἐκκριθέντοϲ τοῦ αἵματοϲ οἷον πῶμά τι τῶν | ||
| περικλάϲει τοῦτον διαλύϲομεν . εἰ δὲ λιθώδηϲ ἤδη γεγένηται , ϲμίλῃ τὴν ἐπιφάνειαν διελόντεϲ ἐκκοπεῦϲιν λύϲομεν τοῦ ὀϲτοῦ τὴν ϲυνέχειαν |
| διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω | ||
| μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου |
| τῶν ἐκκαλυψόντων , ἀλλ ' οὐκ αὐτὸ ἑτέρων δεῖ ὑπάρχειν ἐκκαλυπτικόν . καὶ μὴν εἰ τὸ σημεῖον κατ ' αὐτοὺς | ||
| ἐν αὑτῷ ἡγούμενον ἀξίωμα σημεῖον τοῦ λήγοντος : οὐδὲ γὰρ ἐκκαλυπτικόν ἐστι τοῦ ” φῶς ἔστιν “ τὸ ” ἡμέρα |
| εἰς ἵππους ἅλεται . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν . . . . ἅλεται : ἡ | ||
| . τετύποιμεν τετύποιτε τετύποιεν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τύψαιμι τύψαιϲ τύψαι Δυ . τύψαιτον τυψαίτην Πληθ . τύψαιμεν τύψαιτε τύψαιεν |
| . ἐκ τοπικοῦ γὰρ ἐπιρρήματος τοῦ οὗ , φησίν , ἀπετελεῖτο Δωρικὴ μετάληψις ἡ εἷ , ὁμοίως τῷ ποῦ καὶ | ||
| χρῆσι ὡς φησί , ἐξ οὗ τὸ χρή ἐν ἀποκοπῇ ἀπετελεῖτο ὁμοίως τῷ παρὰ Ἀνακρέοντι σὲ γάρ φη Ταργήλιος ἐμμελέως |
| τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
| καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
| ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α | ||
| ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α |
| σύνθετα . τὸ δὲ χαρίσιος οὐ τοπικόν . περὶ τοῦ Περκώσιος ἐροῦμεν . τὸ δὲ υ μακρόν , Διονύσιος ὁ | ||
| τὴν Κύζικον : τῆς γὰρ Πιτυείας βασιλεὺς ἦν Μέροψ ὁ Περκώσιος , ὡς δηλοῖ Ὅμηρος ἐν Καταλόγῳ . τὸ δὲ |
| προτέρα καὶ μυθώδης Ἀρκαδικὴν λέγουσα γενέσθαι τὴν ἀποικίαν ὑπ ' Εὐάνδρου . τούτῳ δ ' ἐπιξενωθῆναι τὸν Ἡρακλέα ἐλαύνοντα τὰς | ||
| Ἑλληνικὴν εἶναι τῷ Ἡρακλεῖ . καὶ τὴν μητέρα δὲ τοῦ Εὐάνδρου τιμῶσι Ῥωμαῖοι , μίαν τῶν νυμφῶν νομίσαντες , Καρμέντην |
| κεʹ περὶ ἐλεφαντιάσεως . αʹ Περὶ λιθιάσεως . βʹ περὶ τριχιάσεως νεφροῦ . γʹ περὶ διαβήτου . δʹ περὶ ἰσχουρίας | ||
| τῷ τοῦ ὄγκου μεγέθει καὶ ἐκτέμνειν ἀναρράπτειν τε ὡς ἐπὶ τριχιάσεως . Ὁ κυρίως λεγόμενος πῶρος οὐσία λιθώδης ἐστὶν ἀλλόκοτος |
| εἰς ΣΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους Ι εἰς Σ καταλῆγον μονογενῆ ὄντα προπαροξύνεται : κυπάρισσος νάρκισσος Μέλισσος . τὸ | ||
| , χωρὶς εἰ μὴ ὀφθείη πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός . |
| καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον | ||
| ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , |
| , πλεονασμῷ τοῦ ο κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω καὶ ὀρούω . . . , : κρωσσόν : παρὰ τὸ | ||
| , πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ , |
| διὰ πασῶν , τόνων ἕξ , οἷόν ἐστι τὸ ἀπὸ προσλαμβανομένου ἐπὶ μέσην : τέταρτον δὲ τὸ διὰ πασῶν καὶ | ||
| τρίτη συνημμένων , τρίτη διεζευγμένων , τρίτη ὑπερβολαίων . ἀπὸ προσλαμβανομένου ἐπὶ ὑπάτην ὑπατῶν τόνος , ἀπὸ ὑπάτης ὑπατῶν ἐπὶ |
| καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . | ||
| περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα |
| καὶ κλίνεται ξύστιδος , εἶδος ἀκοντίου : ξυστὶς δὲ ⌈ ξυστίδος ⌈ ὀξύτονον καὶ κλίνεται ξυστίδος , εἶδος ἱματίου . | ||
| τρύγα καὶ ταύτην σαπρὰν , οἶμαι δὲ οὐδὲ ψίαθον ἀντὶ ξυστίδος , οὐδ ' αὖ βύρσης ὄζειν , μύρων ἐξόν |
| ἀπὸ γὰρ τοῦ ἕλλω ῥήματος τοῦ σημαίνοντος τὸ συστρέφω ἢ εἱλῶ γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἑλλής , καὶ μετὰ τοῦ α | ||
| γίνεται παρὰ τὸ ὁμοῦ εἱλεῖσθαι , τοῦ τοῦ α , εἱλῶ ῥηματικὸν ὄνομα ἑλλής , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α |
| χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , | ||
| σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον |
| . . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , , | ||
| ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος |
| ν , θύω θύνω , δύω δύνω , Ἴωνες δὲ βραχύνουσι τὸ η διὰ τοῦ α , ἐπάγει οὕτω : | ||
| εἰ καὶ σφαιρικὴν οἱ στοϊκοὶ ταύτην ὁρίζονται . Οἱ Ἀττικοὶ βραχύνουσι τοῦ καρὶς τὴν λήγουσαν . ἕτεροι δὲ ἐκτείνοντες τὴν |
| ' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ . παρὰ τὸ βάζω βάξω βάξ , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βάβαξ . ἔστι δὲ καὶ | ||
| κῦφος κύβος , παράγωγον βάζω βάξω , ἀφαιρέσει τοῦ ω βάξ , ὡς ἄλκω ἄλξω ἄλξ , καὶ ἐν διπλασιασμῷ |
| ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ | ||
| ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ |
| γε ϲαρκὸϲ ἐπίφυϲιϲ εἴη , καὶ ταύτην πτερυγοτόμῳ ἢ τῷ πολυπικῷ ϲπαθίῳ περιέλωμεν : εἶτα ϲτρεπτὸν ἐκ ῥάκουϲ πρὸϲ τὴν | ||
| πώρων , μικρῶν μὲν ὄντων , αὐτόθεν ἐνεργεῖν δεῖ τῷ πολυπικῷ σπαθίῳ πρὸς τὴν ὑποτομὴν ἢ περιτομὴν καὶ κομιδὴν ὅλων |
| ἀπὸ τοῦ τέμω γίνεται τομή , εἶτα τομῶ καὶ συγκοπῇ τμῶ τμήσω τέτμηκα τέτμημαι τέτμηται τμητός καὶ ἄτμητος ' . | ||
| ἐπενθέσει τοῦ μ σκυδμαίνω . . . . ἀποτμήξαντες : τμῶ , τὸ κόπτω , παράγωγον τμήγω τμήξω καὶ ἀποτμήξω |
| ἧς μέμνηται ὁ Θεόκριτος . σκίνακος δὲ τοῦ σκιρτητικοῦ , εὐκινήτου , ταχέως . προκὸς τοῦ τέκνου τῆς δορκάδος . | ||
| ὅτε εὐκίνητον , ὡς ἐπὶ τῆς ἴκτιδος [ ἀντὶ τοῦ εὐκινήτου . ] καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί |
| ἐσχάτην εἰς θαι καὶ τὴν κατ ' ἀρχὰς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν ἀπαρέμφατον ποιεῖ : καὶ εἰ μὲν καθαρεύοι τὸ τ | ||
| δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην τυψαίμην , |
| . . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος | ||
| οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ |
| ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω | ||
| Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ |
| , οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
| Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
| γενικῆς τῆς μετοχῆς τοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτίς ἐστι τυφθέντος : τροπῇ γὰρ τοῦ τος εἰς ην καὶ ἐκβολῇ | ||
| ' ὀξείας τάσεως καὶ διὰ τοῦ ΝΤ κλινομένην : τυφθείς τυφθέντος ἐὰν τυφθῶ , τυπείς τυπέντος ἐὰν τυπῶ , τιθείς |
| . ἄπελθε ] ἐπ ' ἄλλο . ⌈ ζυγώθρησον [ ζυγώθρισον ζυγόθρισον ] ] σκόπησον ⌈ : ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ | ||
| ἄπελθε , κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν κίνησον αὖθις αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον . ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον . τί , ὦ γέρον |
| κατ ' αὐτήν . ιζʹ . Ἡ γενομένη ἐν Ἀρείοις μονομαχία καὶ παράληψις τοῦ ἔθνους . ιηʹ . Βήσσου τοῦ | ||
| γάμον τὸν Ἁρμονίας δῶρα κομίζουσιν οἱ θεοί . καὶ Ἀχιλλέως μονομαχία πρὸς Μέμνονα ἐπείργασται , Διομήδην τε Ἡρακλῆς τὸν Θρᾷκα |
| γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
| . ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
| ἐπαναφυέντος , ὑπόχυμα μὲν ἐκεῖνο λέγεται καὶ σχολαίτερον θεραπεύεται , πτερύγιον δὲ τὸ ἕτερον καὶ ῥᾷον θεραπευόμενον . Καὶ ταῦτα | ||
| ἕλκος , ὑπόσφαγμα , ἀπόστασις , χήμωσις , κοίλωμα , πτερύγιον , φάκωσις , ἴκτερος , πῶρος . περὶ δὲ |
| τοῦ μὲν προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ | ||
| τῷ ἐπιφερομένῳ φωνήεντι συνάπτεται , οἷον ἄγω , φέρω , δέρω , χαίρω , Πλάτωνος , Θέωνος , πρόσοδος , |
| . οἱ μὲν γὰρ γλωσσογράφοι τὸ ἄκεσμα καὶ οἷον τὸ ἕλκυσμα τῶν φαρμάκων : Κλεάνθης δὲ ὁ φιλόσοφος ἀλληγορικῶς φησὶ | ||
| . ἀντὶ σκίλλης , βολβός . ἀντὶ σκωρίας μολύβδου , ἕλκυσμα . ἀντὶ σκωρίας Κυπρίας , μελαντηρία Αἰγυπτική . ἀντὶ |
| ἐπ ' ἀνθρώπους βάξις ἔχει χαλεπή . παρὰ τὸ βάζω βάξω βάξις . . . . βάπτω : παρὰ τὸ | ||
| πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω . τοῦ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω καὶ ὄνομα βάξις . . . . . . |
| ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ | ||
| λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ |
| τὸ ἀοιδὴν , ἀρίδιμος . Ἄχραντος , ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , καὶ παρὰ τὸ φαίνω φαντὸς | ||
| ὁ προστιθείς . Λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν χραίνω , δι ' ὧνπερ ὤλετ ' . Ἆρ ' |
| καὶ οὐ μόνον ἐπὶ σωφροσύνης τὸ κοινὸν καὶ εἰδικὸν εὑρίσκομεν παραλαμβανόμενον , ἀλλ ' ἔστι τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων | ||
| παραλαμβάνονται : εἰ δὲ τὸ Ρ εὑρίσκεται μετὰ δύο φωνηέντων παραλαμβανόμενον , ὡς ἐπὶ τοῦ ῥοῦς , ἄρα σύμφωνόν ἐστιν |
| , ἀλλὰ κατὰ τὸ ἀντικείμενον μέρος τοῦ πάσχοντος [ οἰκείως ἐσχηματισμένου , ἐπὶ μὲν τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς ] . ἡ | ||
| δι ' ἐρίου διδακτυλιαίου ἢ μήλης ἢ σπόγγου εἰς μῆκος ἐσχηματισμένου μέχρι τοῦ στομίου τῆς ὑστέρας . εἰ δὲ δι |
| παρ ' Εὐφορίωνι ἐν Μοψοπίᾳ , ὡς ἐπὶ τοῦ οἱ ἐπιθύουσι βῶν λίες . . . . , καὶ πάλιν | ||
| πέρι τεθνηῶτος , οἳ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι : μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν |
| : πλακουντῶδες πέμμα πλατύ . τοῦ ' λατῆρος ] πλακουντώδους πέμματος , ἐν ᾧ τὸ ἔτνος . τὸν φαλλὸν λέγει | ||
| χερσὶν ἐλαύνεσθαι εἰς πλάτος . “ ἐλατῆρος ” οὖν τοῦ πέμματος . ἔστι δὲ ἄρτος πλατύς , ἐν ᾧ τὸ |
| ] ⌈ ἀργῶ , ⌈ πιέζομαι , συνθλίβομαι / ⌈ στρὰγξ γάρ [ στράγξ στρὰξ δέ ] ἐστιν ὁ διὰ | ||
| . ἔστι δὲ μεταφορικὸν ἀπὸ τοῦ πάθους τῆς στραγγουρίας : στρὰγξ γὰρ ἡ στραγγουρία : καὶ λέγεται , ὅταν τις |
| δριμύ τε τῇ ποιότητι καὶ διαφορητικὸν ἱκανῶϲ τῇ δυνάμει . ϲυνάγεται δὲ ἐν τοῖϲ ὑπὸ κύνα καύμαϲιν . ἐϲτὶ γὰρ | ||
| δὲ πλείοϲι καὶ ϲιτίοιϲ δριμυτέροιϲ καὶ ἐν θέρει ὁ πικρόχολοϲ ϲυνάγεται , ἐν φθινοπώρῳ δὲ καὶ ἐδέϲμαϲι τοιούτοιϲ καὶ πολυχρονίοιϲ |
| κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
| . Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
| λοξὴ κατὰ μαστοὺς ἐπ ' ὀμφαλὸν , ἀπ ' ὀμφαλοῦ κλάσαντες ἄγομεν ἐπὶ μαστὸν ἀντικείμενον λοξὴν ἐπ ' ἀκρώμιον ὡς | ||
| μεσοφρύου , βρέγματος , κορυφῆς ἐπὶ ἰνίον , ἀπὸ ἰνίου κλάσαντες ἐπὶ λοβὸν ὠτὸς ἀντικείμενον : ἐπὶ ἰνίον διακρατοῦντες τὸ |
| τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ | ||
| εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ |
| ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν | ||
| , ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις |
| λέγεται ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ δρόμου παρὰ τὸ νύσσω τὸ διεγείρω καὶ τιτρώσκω : ἐν γὰρ τῇ ἀφετηρίᾳ | ||
| παρὰ τὸ βρύκω , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίω : ὡς νύσσω νυγμός , οὕτως βρύκω βρυγμός , . , , |
| . οὗτος , πάντων ἀνῃρημένων ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίου , καὶ ψιλωθέντος τοῦ γένους Ἰουλιανοῦ , περιελείφθη μόνος , δι ' | ||
| τὸ αἱρῶ οὖν Ἄρης ἐλλείψεως γενομένης τοῦ ι , ἀναγκαίως ψιλωθέντος τοῦ α διὰ τὴν ἐπιφορὰν τοῦ ρ . ἢ |
| ὡς Στράβων ἐν ια . παρὰ δ ' Ἀρριανῶι Σωφανηνὴ τετρασυλλάβως . . Τύρος : . . . . Ἀρριανὸς | ||
| : καὶ τοῦτο τῆς Λολλιανοῦ Μούσης : σὺ δὲ λέγε τετρασυλλάβως ἄνευ τοῦ ε ἐδέδισαν . Οὐθεὶς διὰ τοῦ θ |
| . ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω , καὶ τοῦ εὔω τὸ φλογίζω , ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . Ἀττικὴ ἡ | ||
| ΑΥΣΤΑΛΕΗ . Ἡ κατάξηρος , ἀπὸ τοῦ εὕω εὕσω τὸ φλογίζω . Εὐσταλέα καὶ αὐσταλέα τροπῇ Δωρικῇ τοῦ έ εἰς |
| , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . Τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας | ||
| , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας |
| ὄρος , Κριοῦ μέτωπον λεγόμενον , νυχθήμερον πλοῦν ἀπέχον ἐκ Καράμβεως . Ὧν δὴ τόπων [ λέγουσιν ] ἄρξαι Φινέα | ||
| ἡνίκα ὁ Κιμμερίων κατέδραμε τὴν Ἀσίαν στρατός . Καταντικρὺ δὲ Καράμβεως ἐν τῇ πέραν κεῖται μέγιστον ἀπότομον εἰς θάλατταν ὑψηλόν |
| τὸ ἐξογκῶ . εἴδωλον Ἄργου : Τινὲς οὕτω φασίν , ἄλευ ἆ δᾶ , ἀντὶ τοῦ ἀναχώρει καὶ ἔκκλινε : | ||
| με τὰν τάλαιναν οἶστρος ; εἴδωλον Ἄργου γηγενοῦς : † ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν |
| σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ , ἢ καὶ τεοῖο , Δωρικώτερον μετατεθέντος τοῦ ς εἰς τ καὶ ἐπενθέσεως τοῦ ε | ||
| , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ τοῦ φῶ Μακεδονικῶς γέγονε |
| χωρίον Βοιωτίας τοῦτο . στύρακος . κέντρον , κέρας , ἐπιδορατίς . ἐν τῷ Καρὶ . . . ὁ κίνδυνος | ||
| ἀμφιβαλλέσθω χροΐ . . . Α . : ἀθήρ : ἐπιδορατίς , μεταφορικῶς . Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . . |
| τὸ πτερύγιον καλύπτουϲα μέροϲ τοῦ ὄνυχοϲ ἐκ παρωνυχίαϲ ἢ ἑτέραϲ τοιαύτηϲ αἰτίαϲ γινομένη : πρὸϲ ἣν ἀρϲενικὸν καὶ μάνναν ἴϲα | ||
| εἰ δὲ ϲυνδράμοι ποτὲ εἰϲ ταὐτὸν ὑγρότηϲ θερμότητι , τῆϲ τοιαύτηϲ δίψηϲ ἄριϲτον ἴαμα ὄξοϲ ἔϲται . τοῖϲ δὲ ἄλλωϲ |
| τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ | ||
| αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον |
| ἀρέσκω : παρὰ , καὶ ἀρεστόν . . . . ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένου ἀρέσκων . ἀρέσω | ||
| Ἀρτέμιδι καὶ Ἑκάτῃ καὶ Σελήνῃ . μελιτοῦττα μὲν Τροφωνίῳ ὡς ἀρεστήρ , καὶ ὑγίεια ὁμοίως : καὶ γὰρ ὑγίεια μάζης |
| μὴ ῥυὰϲ ἐπαρθέντοϲ αὐτοῦ γένηται . τινὲϲ δὲ τῷ λίνῳ ἀνατείναντεϲ , ὡϲ εἴρηται , πτερυγοτόμῳ τὸ ὅλον ἀποδέρουϲι πτερύγιον | ||
| τὸ ἀνωτέρω τοῦ ἀγγείου μέροϲ ἀποϲφίγξαντεϲ ὀρθόν τε τὸ ϲκέλοϲ ἀνατείναντεϲ ἐκπιέϲει τῶν χειρῶν τὸ ἐν τῷ ϲκέλει αἷμα κενώϲομεν |
| ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε : | ||
| πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας . |
| κοτὲ πολλὸν ἀπὸ τοῦ κώλου ὕδωρ , δυϲεντεριώδεα τρόπον : ὕδρωποϲ τόδε μυρίουϲ ἐρρύϲατο . τὰ μὲν ἕλκεα , ὡϲ | ||
| παρακολουθεῖ , καὶ παραρρέουϲιν αἱ ϲάρκεϲ ἐξοιδήϲαϲαι πρότερον ὡϲ ἐπὶ ὕδρωποϲ , ληθαργικοί τε γίνονται καὶ καταφορικοί . Ἐραϲίϲτρατόϲ φηϲιν |
| ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
| , τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |
| πρῶτον μὲν τὸν ὀμφαλὸν ἀποτεμνέϲθω ἀπὸ τεϲϲάρων δακτύλων τῆϲ γαϲτρὸϲ ϲμιλίῳ ἐπάκμῳ , παραιτουμένουϲ τὴν ἄλλην ὕλην καλάμων τε καὶ | ||
| , ἰόνθοιϲ παρεμφερῆ . θεραπεύειν δὲ ἐκϲτρέφοντα τὰ βλέφαρα καὶ ϲμιλίῳ ϲτενῷ κατὰ κορυφὴν διαιροῦντα τὸ δέρμα , ἔπειτα ἐκγλύφειν |
| ἀορίστου βʹ , γίνεται δὲ καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τοῦ ἔτυπον , ἐκβολῇ τοῦ ε καὶ τροπῇ τοῦ | ||
| ὤφειλε γίνεσθαι καὶ παθητικὸς παρακείμενος εὐκτικός , πάντως ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ παρακειμένου ἔμελλε γενέσθαι : καὶ ἐπεὶ ὁ παθητικὸς |
| η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς | ||
| μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι , |
| αἵματος . καρανιστῆρες ] αἱ ἀποκεφαλίζουσαι . χλοῦνις ] ἡ ἐκτομὴ μορίων . χλοῦνις ἀκρωνία : ἡ ἀκμαία ἀποκοπὴ παρὰ | ||
| τὴν ὕλην ἐκ βάθουϲ ἀναλαμβάνῃ : καὶ περιϲαρκιϲμὸϲ δὲ καὶ ἐκτομὴ πλουϲιώτερον καταϲχαϲμοῦ βοηθοῦϲιν , περὶ δὲ καύϲεωϲ [ ὡϲ |
| δι ' αἰθέρος . . . ΑΜΕΡΣΗιΣ . Ἀπὸ τοῦ ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ | ||
| τοῦ ζ εἰς δ μέρδω καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμέρδω , . , . * . 〚 Ἀμέρσαι : |
| τῶν Πλάτωνος εἰσαγωγὴν ποιούμενος . ἐν οἷς ἡ πρᾶξις . Ὄγδοον κεφάλαιον τῶν προτεθέντων τὸ ζητῆσαι τί τὸ εἶδος τῆς | ||
| οὐκ ἔστιν ἄδοξον καθ ' ὑπερβολὴν , ὥσπερ ἐνταῦθα . Ὄγδοον κατὰ τὸ ἀπερίστατον : οἷον ἀποκηρύττει τις τὸν ἑαυτοῦ |
| : καὶ ἐνταῦθα ἁμάρτημα : οἱ γὰρ παλαιοὶ ἐπὶ τοῦ στρογγύλου τιθέασιν , οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τῆς ὑπὸ τῶν | ||
| , ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὐκτὸς ἐπιστρέφων αὐτὴν διὰ τένοντος ἠρέμα στρογγύλου : ὁ δ ' αὖ πάλιν ἐφεξῆς τῷδε τοῖς |
| τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' | ||
| τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἄφεμα : ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι , ἵεμαι , ἕμα καὶ |
| καταλιπόντεϲ τὸ δεδεμένον καὶ ϲπλήνιον ἐπιθέντεϲ ἐξ οἰνελαίου τῇ ἐμμότῳ χρηϲώμεθα θεραπείᾳ . Ὄγκοϲ ἐπὶ τῷ τραχήλῳ γίνεται μέγαϲ καὶ | ||
| ἄκρον , ἀρκεϲθῶμεν , εἰ δὲ μή , καὶ δὶϲ χρηϲώμεθα , δι ' ὅλου τοῦ τῆϲ ἐνεργείαϲ χρόνου κεκυφότοϲ |
| ἀνομοίων τῇ τάσει , τοῦ μὲν ὀξυτέρου , τοῦ δὲ βαρυτέρου . σύστημα δέ ἐστι σύνταξις πλειόνων φθόγγων ἐν τῷ | ||
| Ἀγωγὴ προσεχὴς ἀπὸ τῶν βαρυτέρων ὁδὸς ἢ κίνησις φθόγγων ἐκ βαρυτέρου τόπου ἐπὶ ὀξύτερον , ἀνάλυσις δὲ τοὐναντίον . τὰς |
| ἡ εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γινομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη ἠλακάτη . ὠνομάσθη δὲ καρχήσιον διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ | ||
| βρώματα . ἠιόνες : αἰγιαλοί . καὶ πόλις Ἀχαϊκή . ἠλακάτη : ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον . καὶ τὰ βέλη . ἤλασε |
| τὸν κόσμον ἐκ τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω φύσει φερομένων συνηρμοσμένον ἀπηλλάχθαι παντάπασι τῆς κατὰ τόπον κινήσεως . ταῦτα δὲ | ||
| τῶν ἐμῶν . . ἴϋζε μέλος ὁμοῦ τιθεὶς ] ἤτοι συνηρμοσμένον καὶ ἁρμόζον τῇ ἐμῇ συμφορᾷ ἴϋζε καὶ θρήνει . |
| . ἀϊστῶσαι : ἀπὸ τοῦ ἀϊστῶ , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀφανίζω , τοῦτο ἀϊστώσειαν , ὥσπερ τύψειαν : τὰ γὰρ | ||
| κέρμα ἀργύριον καὶ χρυσίον . . καταλύσεις : Καταλύω τὸ ἀφανίζω , καὶ διαλύω , ὃ καὶ μεταβαίνει συντασσόμενον μετὰ |
| τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως , | ||
| τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον |
| Ἀπὸ γραμμῆς αὐτῆς : ἐκ μεταφορᾶς τῶν τρεχόντων . Ἀπὸ χοέως σπάσον : παρόσον οἱ μεθύοντες ἀληθεύουσιν . Ἀπὸ μηχανῆς | ||
| ἀπὸ τῶν εἰς ευς ἐστίν , οἷον ἀπὸ τοῦ χοεύς χοέως χοέϊ χοέα γέγονε χοᾶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ |
| τοῦ προϲώπου μόνου βεβαίαν καὶ πιϲτὴν πρόγνωϲιν λαβεῖν , πρὶν ἅψαϲθαι τοῦ νοϲοῦντοϲ , λέγω δὴ ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ | ||
| εἴρηται , πτερυγοτόμῳ τὸ ὅλον ἀποδέρουϲι πτερύγιον φυλαττόμενοι τοῦ κερατοειδοῦϲ ἅψαϲθαι χιτῶνοϲ . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ὀλίγουϲ ἅλαϲ λείουϲ |
| ἐντέρου κατολίϲθηϲιϲ . γίνεται δὲ ἢ διὰ ῥῆξιν τοῦ περιτοναίου ῥαγέντοϲ κατὰ τὸν τοῦ κενεῶνοϲ τόπον ἢ δι ' ἐπέκταϲιν | ||
| λευκὸϲ γάρ ἐϲτι τῇ χρόᾳ ὁ κερατοειδὴϲ χιτών , οὗ ῥαγέντοϲ προέπεϲεν ὁ ῥαγοειδήϲ . ἀλλὰ καὶ τὸ μέγεθοϲ τῆϲ |
| Κύφος Κυφαῖος . καὶ ἀπὸ τοῦ Ἐχιναῖος Ἐχιναιεύς , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . τινὲς δὲ καὶ Ἐχινοῦντα φασὶ τὴν αὐτήν | ||
| . καὶ ἑνικῶς Σίφη . ἔστι δὲ ὡς ἀπὸ τῆς Κρηταῖος Κρηταιεύς οὕτω Σιφαῖος Σιφαιεύς . Σίφνος , περὶ τὴν |
| νυμφαία φοίνικεϲ ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτὸν παλίουροϲ ἱππούρεωϲ ῥίζα αἷμα πεπηγὸϲ κύπεροϲ οἰνάνθη κράμβη δὶϲ ἑψηθεῖϲα πυτία λαγωοῦ ϲπόγγοϲ κεκαυμένοϲ | ||
| βέλοϲ φαίνεται οὐ κενεμβατοῦν , ἀλλ ' ὡϲ ἐν ϲτερεῷ πεπηγὸϲ καί ποτε καὶ τὴν ϲφυγματώδη διαϲημαῖνον κίνηϲιν , αἵματόϲ |
| . τούτου δὲ τὰς αἰτίας ἀναγκαῖόν ἐστι προεκθέσθαι χάριν τοῦ σαφεστέρας γενέσθαι τὰς ἐν αὐτῷ συντελεσθείσας πράξεις . Ἀλέξανδρος γὰρ | ||
| ἐπὶ τὴν ἀγωγὴν τῆς εἱμαρμένης . Εἰ δέ σοι καὶ σαφεστέρας εἰκόνος δεῖ , νόει μοι στρατηγὸν μὲν τὸν θεόν |
| τῷ Ι παραληγόμενα ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμενα βαρύνεται : θήγω λήγω τμήγω . τὸ δὲ ἡγῶ , ἀφ ' οὗ τὸ | ||
| , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει τὸ ῥῖγος |
| ὄπιϲθεν προϲπεφυκὼϲ αὐτῷ , ἐκ τοῦ περιτοναίου τὴν γένεϲιν ἔχων χιτῶνοϲ . τὸ δὲ μέροϲ τοῦτο , καθ ' ὃ | ||
| χρηϲόμεθα βοηθήμαϲιν . Τὸ μὲν ϲταφύλωμα κύρτωϲίϲ ἐϲτι τοῦ κερατοειδοῦϲ χιτῶνοϲ ἀτονήϲαντοϲ ϲὺν τῷ ῥαγοειδεῖ , ποτὲ μὲν διὰ ῥευματιϲμόν |
| δορκάς : ἀπὸ τοῦ δέρκω δορκάς , λάμπω λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ | ||
| : ὡς παρὰ τὸ λάμπω γίνεται λαμπὰς καὶ παρὰ τὸ νείφω νιφάς , οὕτως καὶ παρὰ τὸ δέρκω δερκὰς καὶ |
| . , : ὅτι δὲ οὐδὲ τῇ ὑπ ' ἀλλήλων ἐκθλίψει βιαζόμενα κινεῖται , δείκνυσιν ἐφεξῆς . ταύτης δὲ γεγόνασι | ||
| βλεφάρων ἀποϲτήματα θεραπευτέον , τὰ μὲν ἐντὸϲ ἀποκορυφοῦντα ἀποτομίᾳ καὶ ἐκθλίψει τοῦ ὑγροῦ . εἶτα ἐγχυματίζειν ἅλμῃ καὶ ἄνωθεν ἐπιθέντα |
| ἀραιοῦται δ ' αὐτοῖϲ καὶ τὸ δέρμα ἐκ τῆϲ ϲφοδρᾶϲ κινήϲεωϲ καὶ πλείϲτη διαφόρηϲιϲ γίγνεται καὶ διὰ τοῦτο ξηρότηϲ . | ||
| χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν , ἠρεμίαϲ |
| γράφεται κτλ . . . . , , . : ἰπνούμενος ] Γράφεται ἰπούμενος ἢ σφιγγόμενος , ἤτοι παγιδευόμενος : | ||
| μυῶν , ἀπὸ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . : ἰπνούμενος ] Φλογιζόμενος : ἰπνὸς γὰρ τὸ μαγειρεῖον ἢ ἐσχάρα |
| ἄθροισμα : σπεῖρα γὰρ καὶ ὁ ἐντυλιγμὸς τοῦ ὄφεως : ἐσπείρηνται ἀντὶ τοῦ δίκην ὄφεως συσφίγγονται . Ἀρήσαιτο : ἐπεύξαιτο | ||
| σπεῖρα ἡ ἕλιξ τοῦ ὄφεως λέγεται , ἐνταῦθα δ ' ἐσπείρηνται ἀντὶ τοῦ συνεσφίγχθησαν : σπεῖρα γὰρ τὸ σύνταγμα καὶ |
| : ἔστιν ἀρῶ , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ἐξ οὗ ἄρσιος καὶ ἀνάρσιος κατὰ στέρησιν τοῦ | ||
| παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ ἀόριστος ἦρσα , ἡ μετοχὴ ἄρσας , |
| τοῦ ι διὰ τὴν σύνταξιν : σεσημείωται τὸ εὑρίσκω : τελίσκω : γαμίσκω : κυΐσκω : ὀφλίσκω , ἀφ ' | ||
| , , : ὡς γάρ φησιν Ἡρακλείδης , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ |
| δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ | ||
| ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . , |
| ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς | ||
| συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ |
| τὸν Πράξανδρον ἀδελφὸν τοῦ Θήρωνος ὄντα . Ἰσθμοῖ τε : ἐπιρρηματικῶς λέγεται : οἴκοι . κοιναί : ὡς ἅμα ἱπποτροφούντων | ||
| εἰ δὲ τοῦτο ἀληθές , ἔδει τὸ ἄρθρον , εἴπερ ἐπιρρηματικῶς παρέκειτο , ἄκλιτον καθίστασθαι : νυνὶ δὲ κλίνεται , |