θήλειαν διώκοντος σὺν ὕβρει τε τῇ ἄλλῃ καὶ τραχύτητι τοῦ φθέγματος , ὡσαύτως δὲ καὶ τοῦ ἀνδρὸς ὃς τὸν ὄνον | ||
ἐμὴν ἀηδόνα , καλοῦμεν αὐτούς : οἱ δὲ νῷν τοῦ φθέγματος ἐάνπερ ἐπακούσωσι θεύσονται δρόμῳ . Ὦ φίλτατ ' ὀρνίθων |
] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν | ||
ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ |
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα , | ||
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ |
σύνταξις : πέμψω σοὶ τὴν βοὴν τοῦ νόστου τοῦ προσφθόγγου κακοφάτιδα , ἱὰν καὶ βοὴν κακομέλετον Μαριανδηνοῦ θρηνητῆρος , ἰαχὴν | ||
σοι , ἤγουν χαιρέτισμα πέμψω αὐτὸς ἰαχὴν πολύδακρυν διὰ τὴν κακοφάτιδα βοὴν τῆς ὑποστροφῆς . τινὲς δέ φασι πρὸ τοῦ |
κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ : θείνει δ ' ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . | ||
. . θείνει ] τύπτει . ὀνείδει ] ἐν . Οἰκλείδην ] τὸν υἱὸν τοῦ Οἰκλέους . . σαίνειν ] |
: τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε , καί ῥ ' ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε : “ ἦ με μάλ | ||
Γάλλος ἐρημαίην ἤλυθ ' ὑπὸ σπιλάδα , ὑετὸν ἄρτι κόμης ἀπομόρξατο , τοῦ δὲ κατ ' ἴχνος βουφάγος εἰς κοίλην |
: ἀπὸ τοῦ οἴω ὃ σημαίνει τὸ φέρω : γίνεται οἰστός : καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ , ὑποιστὸς , καὶ | ||
καὶ τὰ τοῦ τόξου μέρη , κέρας καὶ νευρὰ καὶ οἰστός . τὸ αὐτὸ καὶ βέλος καὶ τόξευμα : Θουκυδίδης |
δ ' ἐσθλὸν ἑταῖρον ἐυμμελίην Σκυλακῆα υἱὸς Ὀιλῆος σχεδὸν οὔτασεν ἀντιόωντα βαιὸν ὑπὲρ σάκεος : διὰ δὲ πλατὺν ἤλασεν ὦμον | ||
μέν κεν Ἀχαιῶν , ὅν κ ' ἐθέλητε , τλήσομαι ἀντιόωντα , μέγαν δ ' Αἴαντα τέθηπα : πολλὸν γὰρ |
, πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδι ' ἄττα , ποδάρια , ῥύγχη τινά | ||
, οἷον ὁ Τυφῶς τοῦ Τυφῶ καὶ ὁ ταῶς τοῦ ταῶ , ὥσπερ ὁ ὀρφῶς τοῦ ὀρφῶ καὶ ὁ λαγῶς |
, οὐκ ἐρᾷ ποικίλης ἐσθῆτος . ἀλλὰ ταῦτα καὶ ἀναλίσκει γανύμενος καὶ προΐεται . ἐρᾷ δὲ ἑνὸς μόνου καὶ ἥττων | ||
θαυμαστὸς καὶ τὴν κίνησιν ὑπερφυής . καὶ ᾄδων αὐτὸν καὶ γανύμενος ὡς ῥᾳδίως τε καὶ τὰ προσήκοντα εἰρηκὼς ἀφυπνιζόμην . |
τοῦ γὰρ σώματος ὑπὸ τῶν εἰσιόντων καομένου τε ἐντὸς καὶ ψυχομένου , καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ξηραινομένου καὶ ὑγραινομένου | ||
ποιοῦντεϲ , ἄχριϲ ἂν ὁ κάμνων αἰϲθάνηται τοῦ βάθουϲ ποϲῶϲ ψυχομένου καὶ ἀδιψότεροϲ γένηται . μίγνυμεν δὲ ἐνίοτε καὶ ἔλαιον |
περισπωμένου ῥήματος ὁ μέλλων ἀλιτήσω , ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀλιτήμων : Ὅμηρος : οὐ γάρ τι θεοὺς ἀλιτήμονας , | ||
, ἀλιτήρ ἀλιτῆρος ἀλιτήριος . ἀπὸ γοῦν τοῦ ἀλιτήσω γίνεται ἀλιτήμων , ὡς φιλῶ φιλήσω πεφίληκα πεφίλημαι φιλήμων καὶ νενόημαι |
καὶ πρόσωπον ῥομφαίας πυρίνης καὶ πρόσωπον ξιφηφόρον καὶ πρόσωπον ἀστραπῆς φοβερῶς ἐξαστράπτον καὶ ἦχος βροντῆς φοβερᾶς : ἔδειξεν δὲ καὶ | ||
, ἤγουν ἐνδύματα , ἐχούσῃ σπειρώδει ] κυκλοέσσῃ ἔκπαγλα ] φοβερῶς νέην φοινίξατο σάρκα : ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν |
, στήσω , στήμων , καὶ φιλῶ , φιλήσω , φιλήμων . Στίζω . παρὰ τὸ στῶ στίζω . τὸ | ||
ὁ μέλλων ἀλιτήσω , γίνεται ἀλιτήμων , ὡς φιλῶ φιλήσω φιλήμων , οἷον : οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων |
βούλιμος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον καὶ : θυμὸν ἱππογνώμονα , τὸν μεγαλογνώμονα , . , . * . | ||
. . ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον , καὶ θυμὸν ἱππογνώμονα τὸν μεγάλης γνώμης . . . . . . |
. Ἀκίδα : ὀξύτητα : σημείωσαι ὅτι εἶδος τριαίνης ἡ ἀκὶς , κρυερώτερον ὅλων τῶν βελῶν τῆς ἅλμης . βέλος | ||
+ . . . . , . Ἄρδις : ἡ ἀκὶς τοῦ βέλους : Καλλίμαχος : ἀλλ ' ἀπὸ τόξου |
Σπαρτῶν ἀρά : × – ˘ – ] ! ἔδοξας ἀστεμφὴς κύων : × – ˘ – ] ος ἆθλος | ||
τι καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν . ἡ μὲν γὰρ οἶά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ διατάττει , ὁποίων τε |
τὴν γλῶσσαν μετά τινος στύψεως , καὶ ἀπὸ τοῦ γλυκασμοῦ σκοτοδινίαν , καὶ μάλιστα ἐν τῷ ἐξανίστασθαι , καὶ ὑγρότητας | ||
κατέσχεν , τουτέστι σκότωσις . τὴν δὲ γῆν διὰ τὴν σκοτοδινίαν ᾠήθη φέρεσθαι , ὡσεὶ εἶπεν , ὅτι ᾠήθη τὴν |
τιμωρίαν αὐτοῖς ἐπάγουσα τῆς πονηρᾶς κρίσεως . ὁ μὲν οὖν κλαυθμὸς δηλοῖ τὸν ἔλεον τῆς μοχθηρᾶς προαιρέσεως , ἡ δὲ | ||
ἀπαγομένας εἰς τὴν ζωήν . θεωρεῖς αὐτὸν πῶς ὑπερβαίνει ὁ κλαυθμὸς τὸ γέλος ; ἐπεὶ θεωρεῖ τὸ περισσότερον τοῦ κόσμου |
ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν | ||
ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον |
οὐρήτρας τρίμμα ὑπόκειται . υιδʹ . Λιπόδερμός ἐστιν ἔλλειψις τοῦ σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ | ||
μὲν συνδοῦντος ὅλον τὸν ὀφθαλμὸν τοῖς ὀστοῖς , ἅμα δὲ σκέποντος τοὺς κινοῦντας αὐτὸν μῦς . καί σοι καὶ τοῦτον |
ῥυποῦντος καὶ κομῶντος καὶ ὠχρῶντος διὰ τὴν πολυχρόνιον συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἔκλαυσεν . καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς | ||
, καὶ χεὶρ πρὸς ὑποχόνδρια ὡς ὀδυνωμένῳ : ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως , |
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ | ||
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ |
τάχα ἂν ἐπέτυχεν ἀναιρεθείς , εἰ μὴ τῶν ὁμοδούλων τις ἐνέφηνε τὴν ἐνέδραν . ἀναιρεθέντος δὲ ὧδε τοῦ δεσπότου , | ||
φαίνονται δὲ οἱ Βυζάντιοι λεπτῷ κεχρῆσθαι νομίσματι : τοῦτο γὰρ ἐνέφηνε διὰ τοῦ σιδηροῦν τοῦτο εἰπεῖν , ἢ ὅτι καὶ |
καὶ Ἀγρίππα : καὶ γὰρ οὗτος ἐπὶ ὕλην ἐπεπόρευτο . γαυρούμενος δὲ ὁ Μηνόδωρος ἐξώκειλέ ποτε τὴν ναῦν ἑκὼν ἐς | ||
ἀνακινεῖν , ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες . Βρενθυόμενος . γαυρούμενος καὶ ὀγκυλόμενος μετὰ βάρους . Βρενθυόμενος , ἐπαιρόμενος , |
ἀναπηδῶν ἐμπίπτων , ῥύμῃ φερόμενος , στρόβιλος , ἄνεμος , καταιγίς , χειμάρρους , ἀκατάστατος , ἀναρριπίζων τὸν δῆμον , | ||
βίαιος , σκληρός , δύσφορος , τυφών , πρηστήρ , καταιγίς , στρόβιλος . ἄνεμος ἐξώστης , ἐξωθῶν , ὑποφέρων |
σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα , οὕνεκ ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων . ἀσπασίως γάρ κ | ||
. . . . , . . . . . ἐπητής , τοῖς παλαιοτέροις , . , . : ὡς |
κορυφήνδε μετασπόμενος κίον ἄκρην , οἳ μὲν ἄρ ' ἐξαπίνης ἰαχὴν ὀξεῖαν ὄρον τε αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου ὑψίκομον | ||
. προφθόγγου σοι ] πρὸ τοῦ σοῦ φθόγγου πέμψω αὐτὸς ἰαχὴν πολύδακρυν διὰ τὴν κακοφάτιδα βοὴν τῆς ὑποστροφῆς : εἶτα |
γάρ που τὴν ὑπὸ τῷ ὄρει στιφρὰν τὸ εἶδος καὶ ἐσταλμένην κυανῷ , Σκῦρος , ὦ παῖ , νῆσος , | ||
, ὅπερ εὔλογον ἦν ὑπολαβεῖν , εἰκάσαντος , τὴν μὲν ἐσταλμένην καὶ περί τι βραχὺ τοῦ σώματος λέπραν ἧττον ἀκάθαρτον |
ἀκοῇ γίνεσθαι . καθ ' ἑκάστην δὲ πρόσκρουσιν τοῦ ἀέρος τυπτομένου ὑπ ' αὐτῆς ἀναγκαῖον ἔσται μᾶλλον ἀεὶ καὶ μᾶλλον | ||
με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ Μεμφὶς ἑώρα διὰ θυρίδος τυπτομένου μου , καὶ ἀποστέλλει πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς , |
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης , | ||
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς |
. ὁ δὲ κάθηται ἀρτίχνουν μὲν ἐκβάλλων ἴουλον ἐπιρρέοντα τῇ παρειᾷ , τιάραν δὲ χρυσαυγῆ ἐπὶ κεφαλῆς αἰωρῶν τό τε | ||
σημεῖα τῶν ὀνύχων ἡδίω γραφῆς . τὸ δὲ ἐν τῇ παρειᾷ ἔρευθος οὐδὲ ἀποθνῄσκουσαν διαφεύγει , χορηγοὶ δὲ αὐτοῦ ἥ |
μὲν δικαίοις [ ] ? ? ⋮ ἔνδικον ? ? τείνω ? βίον ? ? ? [ ? . καλόν | ||
τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει διφθόγγου , τενῶ |
ἅμα γὰρ ἦλθεν , ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὁ διάβολος ἐλάλει , καὶ ἠρξάμην νουθετεῖν αὐτὸν λέ - γουσα | ||
καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἐβλασφήμησα . Τότε ὁ διάβολος ἐγνωκώς μου τὴν καρδίαν κατεμηχανήσατό με : καὶ μετασχηματισθεὶς |
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός | ||
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον |
οὐδαμῶς τε ἀδυνάτου καρτερεῖν , πολλὰ ὅμως ἀνάξια λέγοντος καὶ θρηνοῦντος ἑκάστοτε παρὰ τῇ θαλάττῃ διὰ πόθον τῆς πατρίδος : | ||
πένθους ἐμοῦ , τοῦτο μὲν τὸν βασιλέα μετὰ τῶν ἄλλων θρηνοῦντος , τοῦτο δὲ τὸν ἑταῖρόν τε καὶ φίλον . |
ἀπείριτον ἀστεροπληθὲς ἄχραντον πολὺ δῶμα θεοῦ λίπον , ἠδ ' ἐπιβαίνω γαίης ζωοτρόφοιο τεῇς ὑποθημοσύνῃσι πειθοῖ τ ' ἀρρήτων ἐπέων | ||
ἐξυπνίζομαι , ἐκβιβάζω , ἀπολαύω , λειτουργῶ , βαίνω , ἐπιβαίνω , ἐπολισθαίνω , ἐπακολουθῶ ἐπιδιώκω , ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι |
τέκνον . . θυμοπληθὴς ] πλήρης θυμοῦ . δορίμαργος ] μανικὴ πρὸς πόλεμον . . κακοῦ ] τοῦ πολέμου . | ||
, Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα λέγει . Φοιταλέη : μανικὴ , ὁρμητική . διέσσυται : ὁρμᾷ , διέρχεται , |
ῥήματος ἐξ οὗ γίνονται , οἷον πλήξω οἰστροπλήξ οἰστροπλῆγος , παραπλήξ παραπλῆγος , λαοπλήξ λαοπλῆγος , ἀκανθοπλήξ ἀκανθοπλῆγος , βουπλήξ | ||
οἷον , ἁρματοπήξ : κλινοπήξ : ξυμπήξ : ἀκανθοπλήξ : παραπλήξ : μολυβδοτήξ : κεραμοτήξ : εὐθήξ : φιλοθήξ : |
χερσὶν αὑτῶν πληροῦντες τὰ ἀφροδίσια . Λήθαργος κύων : ὁ προσσαίνων μὲν , δάκνων δὲ λάθρα . Λύκου πτερά : | ||
[ περὶ τῶν τοῦ δεσπότου ] ποδῶν καὶ τερπόμενος καὶ προσσαίνων [ . ὁ δὲ ὁρῶν τὰς φλυαρίας ] τάσδε |
γὰρ λιμῷ Μηλίους ἀνεῖλεν . ἐλελελεῦ : Ἐπίφθεγμα πολεμικὸν τὸ ἐλελεῦ . οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν | ||
, σύ τ ' οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς . ἐλελεῦ , ἐλελεῦ , ὑπό μ ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι |
ἅψηται ἄρρην τοῦ ἱμάντος , οὐκ ὀρθιάσει : ἐὰν δὲ ἀγνώστως φορέσῃ , μαλακισθήσεται . ἐὰν δὲ ἐκ τοῦ λίθου | ||
ἐχθρῶν ὑφίστασθαι καὶ βαρεῖσθαι ὑπὸ δυσχερείας τόπου , οἱ ὄπισθεν ἀγνώστως ὑψηλότεροι γινόμενοι κατὰ τοῦ νώτου τῶν ἐχθρῶν ἔρχονται : |
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν | ||
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν |
αἰτεῖ Γ ] . Γ ἀκούσας γὰρ τὸ ⌈ “ ἐκπέφευγας ” [ ἐκπέφευγεν Γ ] ὁ Φιλοκλέων ἐλειποψύχησεν : | ||
; Σελεύκῳ δὲ ἄρα ἔπρεπε καὶ τοῦτο ἀγγεῖλαι τὸ ὡς ἐκπέφευγας τοῦ κακοῦ τὴν ἀκμήν . ᾗ δὴ καὶ πείθομαι |
ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος | ||
ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ |
τί ἦν τὸ προσέρπον ; ὦτος ἢ σφάλαξ ; ὁ πινοτήρης οὗτός ἐστι τοῦ γένους , ὁ σμικρότατος , ὃς | ||
τρεῖς τε ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ τέσσαρες . ” Γ ὁ πινοτήρης : ⌈ “ ὁ πινοτήρης ” ἕως τοῦ “ |
φρεσὶν ἄχθος ἀλύει μήτηρ , τηλυγέτοιο θοὴν ὠδῖνα θυγατρὸς πρωτολεχοῦς φρίσσουσα : τὸ γὰρ μέγα δεῖμα γυναικῶν : αὐτὴν δ | ||
, ψυχρὸν φυσιόωσα χαλαζήεντι χιτῶνι : καὶ χλοεροῖς πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον |
τὰ πρήγματα ὑμέων καὶ αὐτοὶ ὑμέες . Πῶς λέγεις ; καταγελᾷς ἡμῶν ἁπάντων καὶ παρ ' οὐδὲν τίθεσαι τὰ ἡμέτερα | ||
ἐκπλήττωνται καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἀσαφέσι τῶν χρησμῶν . ὁρᾷς ; καταγελᾷς μου καὶ σὺ ἐν τῷ μέρει . Οὐ τοσοῦτον |
δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα : φαίης κεν | ||
ἠδ ' ἄρρηκτος , ὑπαὶ δέ οἱ ἔσκε τένοντος σύριγξ αἱματόεσσα κατὰ σφυρόν : ἀμφ ' ἄρα τήνγε λεπτὸς ὑμὴν |
τῷ προτρέποντι τὸν Ἀγήνορα ἀντιστῆναι Ἀχιλλεῖ . . . . ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται , ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ : ἡ | ||
ἔχει τι δεινὸν γενέσθαι : ἀτάραχος : τὸ μὲν φρίσσει ταρβεῖ ταὐτόν ἐστιν . ὁ δὲ νοῦς : οὐδέποτε ἡ |
' ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη . ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο : Ἥβη | ||
τοῖς δ ' Ἀρισταῖον καλεῖν . ὣς ἄρ ' εἰπὼν ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν . ὠκεῖα δ ' ἐπειγομένων |
' ἔοικεν κυρίξειν : τίν ' ἀρχὰν * * * φθάσαντος δ ' ἐπ ' ἔργοις προπηδήσεταί νιν Παγγαίου γὰρ | ||
οὐχ οὕτως ἀλλὰ πρὸς γενικὴν τοῦτο ἐπήνεγκεν ἀντὶ τοῦ φθάσαντι φθάσαντος εἰπών : καὶ φαμὲν ὅτι ἐποίκιλλε τὴν σύνταξιν : |
. . ἢ ἀπὸ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἆτος καὶ ἄατος . . . . , . | ||
Σωσικράτης Σωσίβιος , ἀρκέσω Ἀρκεσίλαος , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄσω καὶ φηλῶσαι γίνεται ἀσίφηλος καὶ ἀσύφηλος , ὡς δίφρος |
' ἁλιοι [ Κῆυξ δ ' οὔτεπ ? [ παύεται ἀΐσσων ? [ ἵεται Ἀλκυόνης [ ἀλλὰ Διὸς κρυπτὸς [ | ||
: παρὰ τὸ τὴν ἄνω τάξιν ἔχειν ἢ ὁ ἄνω ἀΐσσων ἢ πρὸς ὃν πάντα ἀναφέρομεν . σημαίνει δὲ τὸν |
καὶ κονίῃσιν . Ὣς φάτο , καί ῥ ' ἵππους κέλετο Δεῖμόν τε Φόβον τε ζευγνύμεν , αὐτὸς δ ' | ||
Φίντις παρὰ Πινδάρῳ , ἕλετο ἕντο καὶ Αἰολικῶς γέντο , κέλετο κέντο παρ ' Ἀλκμᾶνι . τούτων οὕτως ἐχόντων οἱ |
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ | ||
τὸ ἔλαττον ἔχειν τοῦ συμμέτρου τὸ ὑγρόν : οἷον γὰρ ἔκστασις γίνεταί τις ἐκ φύσεως , ἐν δὲ τῇ ἐκστάσει |
. Τοῖς δ ' ἴσον : προσυπακουστέον : τοῖς πολύποσιν ὅρμημα , τοῖς πολύποσιν , λείπει ὅρμημα . οἶμα : | ||
καὶ νεύρων κατεσκευασμένος ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ τῆς ἀναπνοῆς ὅρμημα . μθʹ . Καρδία ἐστὶ νευρώδης καὶ μυώδης καὶ |
, ὡς φιλῶ φιλήσω φιλήμων , οἷον : οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων : καὶ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ : | ||
ἁμαρτωλός : “ οὔτε γάρ ἐστ ' ἄφρων οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων . ” ἀλίτην τὸν εἰς αὑτὸν |
' Ἐλευθεραῖς Ὑσιαί τὸν μὲν κίκλησκε Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ τόκοισιν εὐμάρειαν ἡ τεκοῦσά νιν . λαμπρός θ ' ἕκαστος | ||
Οἰδίποδι : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται : οὔτε τόκοισιν ἰήων καμάτων : τῶν θρηνητικῶν . Ἴδρις . εἴδω |
' οὔτε κλαίειν οὔτ ' ὀδύρεσθαι πρέπει , μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος . ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα , Πολυνείκη λέγω | ||
ἐμοί . τεκνωθῇ ] αὐξηθῇ . τεκνωθῇ ] γεννηθῇ . τεκνωθῇ ] παρὰ τῆς πόλεως ἀναφυῇ . θ δυσφορώτατος ] |
ἄγρια τιθασσὰ ἄφωνα εὔφωνα ἄλογα λογικά : νήχομαι ἵπταμαι [ πέτομαι ] ἕρπω θέω καθίζω . ἔτι δὲ ὁ Ἐμπεδοκλῆς | ||
πέτομαι , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀΐπτω τὸ λίαν πέτομαι , ὁ μέλλων ἀΐψω καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐπίῤῥημα αἶψα |
σοφὸς ἐρωτηθεὶς τί ἂν εἴη ἐλευθερία εἶπεν : ” ἀγαθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς ἔλεγε δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς | ||
τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . Ἄγει πονηρὰ |
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ | ||
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ . |
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ | ||
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ |
. θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος . Ξ βακχᾷ ] ἐνθουσιᾷ , ὁρμᾷ . βακχᾷ ] ὁρμᾷ . | ||
μετὰ θάρσους . Ξ ἔνθεος δ ' Ἄρην βακχᾷ : βακχᾷ δὲ καὶ ἐνθουσιᾷ καὶ ὁρμᾷ πρὸς τὸν πόλεμον ἔνθεος |
καὶ ὀξύτονα διὰ τῆς οι διφθόγγου γράφονται : οἷον , πτοῖα : Τροῖα : κοῖα : οἶα ἡ κόμη : | ||
δίχα τοῦ τ : [ πτύανοι : ] σεσημείωται τὸ πτοῖα , ὃ δηλοῖ τὸν φόβον , καὶ τὸ πτοιόμενος |
γὰρ ἀνὴρ τεχνίτης καὶ ὡς ὅτι μάλιστα πειρᾶται τοῦ μέλους ὑποχαλᾶν καὶ ὅτι ποτέ ἐστι τῆς μούσης σύντονον ἐᾷ , | ||
ἀνὴρ αὐλῶν τεχνίτης καὶ ὡς ὅτι μάλιστα τοῦ μέλους πειρᾶται ὑποχαλᾶν καὶ ὅτι ποτέ ἐστι τῆς μούσης σύντονον ἐᾷ , |
ὕδατι , νίτρῳ μεθ ' ὕδατος , μελικράτῳ μετὰ πολλοῦ ῥοίζου : οὕτως γὰρ ἐξωσθείη τὸ ἐνερειρηκός : κνησμωδῶν δ | ||
ὀρθοέθειρον , αἰφνίδιον , βρονταῖον , ἀνίκητον βέλος ἁγνόν , ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν , ἄρρηκτον , βαρύθυμον , |
τὸ ἄλογον καὶ ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , | ||
ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ |
ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισιν μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο . ἂψ ἀπὸ Φωκήων . . ἂψ ἀπ | ||
Κύκλωπα προσηύδων κερτομίοισι : Κύκλωψ , οὐκ ἄρ ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους ἔδμεναι ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφι . |
] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα | ||
βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα |
ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ οἰκότριψ | ||
[ ] τοὺς ἀπογεγηρακότας , οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ |
, τὸν χρεμετισμόν φησιν : οὐκ ἔστι δὲ φριμαγμὸς ὁ χρεμετισμός , ἀλλὰ διὰ τῶν ῥινῶν * τῶν ἵππων * | ||
οἱ ᾐόνες καὶ αἰγιαλοὶ παράκτιοι ἤτοι παραιγιάλιοι . φριμαγμός ὁ χρεμετισμός . × φριμαγμὸν ἦχον . οὗτος , οἶμαι , |
ἦν πάροιθε μὲν ὄλβος δικαίως : νῦν δὲ τῇδε θἠμέρᾳ στεναγμός , ἄτη , θάνατος , αἰσχύνη , κακῶν ὅς | ||
τῆς πόλεως . διήκει ] διέρχεται . θ στόνος ] στεναγμός . στένουσι ] στενάζουσι . στένει ] στενάζει . |
ἑτέρωθεν . πολλὴν δ ' αἱματόεσσαν ὑπεὶρ ἁλὸς ἔπτυσεν ἄχνην παφλάζων ὀδύνῃσιν , ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται | ||
, δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ ' ὄμμασιν αἰθόμενον πῦρ , θυμῷ παφλάζων ἴκελος δίοισι κεραυνοῖς . οὐ τοῖον Γάγγαο ῥόος πρόσθ |
μεταφορὰν τῶν καρκίνων ζῴων , καὶ γὰρ εἰσὶ τραχέα καὶ ἀπηνῆ τῇ σκληρότητι τὰ ζῷα ταῦτα , καὶ εἴ τινος | ||
ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις , ἀλλ ' εὔφορτος , μηδὲ τύφον ἀπηνῆ περιφέρων , ἀλλ ' εὐμένειαν προσφιλῆ ἔχων : ὁ |
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον | ||
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ |
, . . . . Βλεμεαίνων : τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ | ||
καὶ ἐρι καὶ νη καὶ βου , βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν |
. ὅτι ἐστὶν ὄργανον καλούμενον νάβλα , ὡς Σώπατρος : νάβλα λαρυγγόφωνος ἐκκεχόρδωται . τὸ τρίγωνον δὲ καλούμενον ὄργανον Σύρων | ||
ὦ Οὐλπιανὲ σοφώτατε , τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο ὄργανον τοῦ καλουμένου νάβλα , ὅν φησι Σώπατρος ὁ παρῳδὸς ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ |
: ἐμῷ δ ' οὐχ ἥνδανε θυμῷ , ἀλλ ' ἥμην ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . Κίρκη | ||
τῆς θέας , ὅδ ' ἂν λέγοι : ἐγὼ γὰρ ἥμην ἐκπεπληγμένη φόβῳ μή μοι τὸ κάλλος ἄλγος ἐξεύροι ποτέ |
δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν | ||
ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου : |
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν , | ||
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν |
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει | ||
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται |
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ] | ||
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς |
καὶ Σαλπίων βεβῶσαν ὀχθηρῶν πάγων . Λοῖσθος δ ' ἐγείρει γρυνὸς ἀρχαίαν ἔριν πῦρ εὗδον ἤδη τὸ πρὶν ἐξάπτων φλογί | ||
. γρυνὸν δὲ εἶπε τὸν Ἀλέξανδρον κατὰ μετωνυμίαν καλέσας : γρυνὸς γάρ ἐστιν ὁ κορμός . καὶ Ὅμηρος γρυνοὶ μὲν |
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ | ||
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι |
εὐπαράγωγον φύσει τῶν αἰσθήσεων , αἷς μόλις ἴσχυσα ἐπιβῆναι . Μῖσος μὲν δὴ τοῦ λεχθέντος δρασμοῦ γέγονεν αἴτιον , φόβος | ||
τῶν ἰχθύων . ἔχθεα : μίση , τὰς ἔχθρας . Μῖσος τὸ μῖ ι δηλονότι ἀπὸ τοῦ μισῶ , μῦσος |
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι | ||
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν |
δὲ οἱ νόμοι φράζωσι , παρεὶς ἀκούειν τῶν συλλαβῶν , ἀκολουθῶ τῷ συμφέροντι . . . καὶ τίς οὐκ οἶδεν | ||
. . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον , ἐκ τοῦ σπῶ τὸ ἀκολουθῶ ἢ μεταλαμβάνω , ἣν οὐ δύναταί τις μεταλαβεῖν καὶ |
καλῶς ἐπὶ σαυτῷ καὶ τὸ γράφειν ποιῇ : εἰ δὲ ἥμαρτες , ἐξ ὧν τῷ τροπαίῳ τὴν ἀδοξίαν προσέθηκας τῇ | ||
ἀλλὰ , ὡς εἴωθε λέγειν τις θαυμάζω πῶς σοφὸς ὢν ἥμαρτες . γέγονε δὲ παρὰ τὸ φωλεόν : φωλεοὶ γὰρ |
τῆς ἐμῆς δυνάμεως καὶ προθέσεως κωλυτής . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀλιτῶ γίνεται ῥῆμα ἀλιταίνω , ἐξ οὗ τὸ ἀλιτρός καὶ | ||
ω εἰς ο : οἷον , λείπω , λειποτάκτης : ἀλιτῶ , ἀλιτόμηνος : ἐθέλω , ἐθελόκακος : μίξω , |
' , ὦ Δάματερ . Λεωτροφίδης ὁ τρίμετρος ὡς λεοντῖνος εὔχρως τε φάνει καὶ χαρίεις ὥσπερ νεκρός . ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας | ||
αἰγίδι , πλὴν τὸ μὲν λευκὸν ἡ δ ' αἰγὶς εὔχρως διὰ τὸ ἔνδᾳδον . πυκνὸν δὲ καὶ λευκὸν γίνεται |
ὀρθῶν , τὸ αὐτὸ μέρος ἐστὶ καὶ ἑκάστη γω - νία τοῦ ἑτέρου κύκλου τῶν δ ὀρθῶν . ἴση ἄρα | ||
ὀρθῶν , τὸ αὐτὸ μέρος ἐστὶ καὶ ἑκάστη γω - νία τοῦ ἑτέρου κύκλου τῶν δ ὀρθῶν . ἴση ἄρα |
ψυχῇ καὶ ἄνευ φωνῆς λέγομεν . εἰ γάρ τις ἀληθῶς δοξάζοι τὸ καθῆσθαί τινα , ἀναστάντος αὐτοῦ ψευδῶς ὁ αὐτὸς | ||
ἄφθαρτον ἄρα καὶ ἀνώλεθρον τὸ πᾶν . εἰ δὲ καὶ δοξάζοι τις αὐτὸ φθείρεσθαι , ἤτοι ὑπό τινος τῶν ἔξω |
μὴ λυπούμενος . λέγεται δὲ καὶ ἀλύπητος . Θεόπομπος . ἄλυς : ἡ ἄλη καὶ ὁ ῥιπασμός . καὶ ἀλύειν | ||
τὸ ἀλῶ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω , ἐξ οὗ καὶ ἄλυς , ἡ πλάνη τῆς διανοίας . ἢ παρὰ τὴν |
βιάοιο ] ἀνάγκασον , βιάζου βύβλου ] παπύρου στρεπτόν ] στρεβλόν ἐπιγνάμψαιο ] ἐπίκαμψον κακῶν ] τῶν κακούντων ἐρυτῆρα ] | ||
καὶ τὸ διηγγελμένον ἢ ἀγγυλώμενος . ἀγκύλον : σκολιόν . στρεβλόν . ἀγκύρισμα : εἶδος παλαίσματος καὶ ἀγκυρίσας ἀντὶ τοῦ |
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν | ||
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ |
ἐξαλαπάξας . ἤτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο νήδυμος ἀμφιχυθείς : σὺ δέ οἱ κακὰ μήσαο θυμῷ ὄρσας ' | ||
διπλῆ ὅτι νήδυμος σὺν τῷ ν . . . νήδυμος ἀμφιχυθείς : . Β . τὴν ἱκόμην φεύγων : ἱκέτευσα |
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς | ||
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς |
ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος | ||
λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ |