] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα
βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα
9194057 κακοφατιδα
σύνταξις : πέμψω σοὶ τὴν βοὴν τοῦ νόστου τοῦ προσφθόγγου κακοφάτιδα , ἱὰν καὶ βοὴν κακομέλετον Μαριανδηνοῦ θρηνητῆρος , ἰαχὴν
σοι , ἤγουν χαιρέτισμα πέμψω αὐτὸς ἰαχὴν πολύδακρυν διὰ τὴν κακοφάτιδα βοὴν τῆς ὑποστροφῆς . τινὲς δέ φασι πρὸ τοῦ
8844945 Ὁσια
ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν , ἔνθα Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνες . Ὅσια . τὰ ἰδιωτικὰ καὶ μὴ ἱερά . Ὀσταφίδα οὐχ
ἀλλὰ θαυμάζων αὐτήν . Ὁσία , κλυτὰν χέρα ] * Ὅσια δὲ τὰν χέρα γράφε : οὕτω γὰρ ἔχει πρὸς
8736858 τουτοθεν
, αὐτόθεν αὐτῶ , αὐτῶ ὁρῇς , Φύσκα ; , τουτόθεν τουτῶ , τουτῶ θάμεθα . Τῇδε εἶχε καὶ τὸ
αὐτοῦ τὸ αὐτόθεν ἐγένετο , καὶ παρὰ τὴν τούτου τὸ τουτόθεν , παρὰ τὴν αὐτόθεν αὐτῶ . οὐδὲν οὖν ἐμποδών
8704812 Τολμα
ἀγαυόν , οἵ κε θεοῦ μέγα δῶρον ἐπισταμένως φορέωσι . Τόλμα δ ' ἀθανάτους καὶ ἐνηέϊ μειλίσσεσθαι μαγνήσσῃ : τὴν
φίλον , τὸ δ ' οὐ καλὸν οὐ φίλον . Τόλμα πρήξιος ἀρχή , τύχη δὲ τέλος κηρίης : .
8692118 φαλαιναν
τόδ ' εἶναι ? ; πότερ ' ἀγρεύομεν [ λυγρὰν φάλαιναν ἢ ζύγαιναν ἢ κιρράν ? [ τινα ; ἄναξ
τί φῶ τόδ ' εἶναι ? ; πότερα ! [ φάλαιναν ? ? ἢ ζύγαιναν ἢ κ ! [ ἄναξ
8541849 φυγαν
τῶν γὰρ οὐ δεῖται πόλις . ἴδοιτο δῆτ ' ἄνατον φυγὰν ἱκεσία Θέμις Διὸς κλαρίου . σὺ δὲ παρ '
, ἐπεὶ προθυμῆι τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς . ἴθ ' ἐς φυγὰν τάλαιναν : ὄρεγε χέρα φίλαν , πάτερ γεραιέ ,
8535731 δυστανος
πάρα νυμφοκομήσει . τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος : ἄταν δ ' οὐχ ὑπεκφεύξεται . σὺ δ
οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν , ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν , ἀλλ ' ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται
8501909 τρεσηις
τῶιδε , τἄλλα γ ' εὐτυχῶς πεπραγότες . μή νυν τρέσηις ἔτ ' ἐχθρὸν Ἀργείων δόρυ : ἐγὼ γὰρ αὐτὴ
χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις , ξένοι . τοσόνδε γάρ τοι θάρσος , οὐδὲν
8501457 προσελθ
ἔστι δὲ Ἀττικόν . λείπει οὖν ἡ σὺν πρόθεσις . πρόσελθ ' : πλησίασον , ἐγγὺς ἐλθέ . Γ ξυναυλίαν
, πῶς ἔχεις ; Κακῶς καθάπερ σύ . Δεῦρο δὴ πρόσελθ ' , ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ
8501392 ταναον
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν :
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα
8498951 πεμπετ
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ ,
8492128 πρευμενως
ἐκέκτηντο καὶ μετὰ θάνατον ἔχουσιν . ἡμέτερον . † δέον πρευμενῶς εἰπεῖν , πρευμενεῖς εἶπε πρὸς τὸ χοάς : εἰ
χοὰς ] τὰς θυσίας αὐτῆς . πρευμενεῖς ] † ἤγουν πρευμενῶς . ἐγγὺς ] πλησίον . τάφου ] τοῦ .
8486405 σκιαιναν
. καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι : ἔχειν γάρ τοι ὅμοιον λίθον καὶ ταῦτα
αὖ ποιῇσιν ἐπίχλοοι ὑγρὰ μέτωπα πέτραι σαργὸν ἔχουσιν ἐφέστιον ἠδὲ σκίαιναν χαλκέα καὶ κορακῖνον ἐπώνυμον αἴθοπι χροιῇ , καὶ σκάρον
8474883 Ὑμεναι
φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ
κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα
8473433 διλημματον
Κατ ' ἐρώτησιν τοῦ λόγου τὸ σχῆμα : εἶτα τὸ διλήμματον , ἐν ᾧ τῶν παραγραφικῶν ἡ διαίρεσις . Εἰ
παραγραφικόν . εἰ δὲ μὴ προῄδεις ] σημείωσαι , σχῆμα διλήμματον . πολιτεύει ] σημείωσαι , ἴδιον βασκανίας . πράττεταί
8469561 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
8456051 βοατιν
καὶ φωνὴν τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε
τοῦ οὐρανοῦ βόησον τὰ ἄχη . δυσβάϋκτον ] θρηνητικήν . βοᾶτιν ] βοητικήν . ἀναύδων ] τῶν ἰχθύων . τᾶς
8450416 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
8441173 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
8432392 πετρινα
δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα ,
ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου
8432321 ἐνεπε
παθημάτων . τίνα θροεῖς αὐδάν ; τίνα βοᾶις λόγον ; ἔνεπε , τίς φοβεῖ σε φήμα , γύναι , φρένας
. ὦ φίλταται γυναῖκες . † Ἑκάβη , σὰς † ἔνεπε : τίνα θροεῖς αὐδάν ; † οὐκ ἦν ἄρ
8421904 ἀεισομαι
φθασάντων κατάστασιν εὐδία ἄλυπος παρὰ τῶν θεῶν ὑμᾶς διεδέξατο . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων : ὁ λόγος ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι
: ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ
8418683 μαιομενη
οἱ φίλον ἦτορ . παρὰ δὲ τὸ μῶ μαίω , μαιομένη κευθμῶνα , γίνεται . Μαργαίνειν . καὶ μάργος ,
γένηται . ” ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές , μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ '
8416725 ἠλυσιν
. ? . πω ? ? πυκνὴν . πολλήν * ἤλυσιν . ἔκβασιν * ἐξορμίσαι . στῆσαι : ἐξαρμόσαι *
σόν : ὡς ἐμὸν κάμνει γόνυ , πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία
8408572 ἐκβολαν
φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν
. θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει
8407351 θυας
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ
8387632 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
8380362 δεσμιοι
βοηδρομοῦντες : ἁρμάτων δ ' ἄφνω τροχοί οὐκ ἐστρέφοντο , δέσμιοι δ ' ὣς ἥρμοσαν . ἀπ ' οὐρανοῦ δὲ
χαραχθεὶς κλίμακας ῥάνηι φόνωι , οἱ δ ' ἐν βρόχοισι δέσμιοι λελημμένοι Φρυγῶν ἀρούρας ἐκμάθωσι γαπονεῖν . Ἕκτορ , ταχύνεις
8378401 χαλατε
ἀλλ ' ἀνοίξατε ὅπως τάχιστα , καὶ γυναικείους πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε : καὶ μάλ ' ἡβῶντος δὲ δεῖ οὐχ ὥστ
' ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί ,
8370062 ἀγανοισιν
' , ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν . καὶ πείθεται τούτοις ὁ Ἀγαμέμνων
δ ' αἶψα πορεῖν , αὐτοσχεδόν . ἡ δ ' ἀγανοῖσιν ἀντομένη μύθοισιν ἐπειρύσσασα παρειάς κύσσε ποτισχομένη , καὶ ἀμείβετο
8365119 ὀχον
' ὀργῆς : καί μ ' ὁ πρέσβυς ὡς ὁρᾷ ὄχον παραστείχοντα , τηρήσας μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο
] ? σταλάσσ [ - [ ] οντων ? ? ὄχον [ [ ] ων ? κουροτρόφ ? ? [
8364540 οἰδω
, ἢ διὰ τοῦ ι , οἷον ἁμαρτῶ ἁμαρτίνους , οἰδῶ Οἰδίπους . . . . ἄμαξα : παρὰ τὸ
ἀπὸ γὰρ τοῦ ὁδὸς , ὁδῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι οἰδῶ , καὶ τροπῇ τοῦ δ εἰς τ , πλεονασμῷ
8358132 Εἰρηνα
ὁμογνωμονεῖν δὲ τῶι ποιητῆι καὶ τὸν Εὐριπίδην ἐν οἷς φησιν Εἰρήνα βαθύπλουτε , / καλλίστα μακάρων θεῶν , / ζῆλός
[ καὶ πάντα διῆπε ] ? ζώι ' ἁ φίλολβος Εἰρήνα . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι ,
8347708 πλατιν
: γινώσκεις ὅτι ἡρπάγη ὑπὸ Θησέως καὶ Ἀλεξάνδρου * . πλᾶτιν ἀπὸ τοῦ πλησιάζειν . φάσμα πτηνὸν : τινές φασιν
ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς . πλᾶτιν καὶ πλατανας , πλατῖδας καὶ λῖνας δαγῖλας τὰς νύμφας
8347475 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
8341740 ὀλωλαμεν
τὰ δ ' ἐκ θεῶν του : πανταχῆι δ ' ὀλώλαμεν . τίς οὖν ἂν εἴη μὴ πεφυκότων γέ πω
ὄγκος καὶ δόμων εὐδοξία : ἡμεῖς δ ' ἀβούλως κἀκλεῶς ὀλώλαμεν . ἐπεὶ γὰρ ἡμᾶς ηὔνας ' Ἑκτόρεια χείρ ,
8339742 ἰχθυβολοι
ἀμήσαιτο . τὰς δ ' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ
μάλ ' ἱεμένην νεάτης ἁλός : οἱ δ ' ἐσιδόντες ἰχθυβόλοι μάλα ῥεῖα καὶ ἀσπασίως ἐδάμασσαν . Δελφίνων δ '
8338447 προσερπον
γὰρ ἦσαν ῥιπαῖς ] ὁρμαῖς ὑποσυρίζει ] ὑπηχεῖ φοβερὸν τὸ προσέρπον ] ἤγουν φοβοῦμαι πᾶν τὸ ἐπερχόμενον . στροφὴ κώλων
, τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς
8325593 Ὑμην
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν
8318757 προφρονι
προτὶ Ἴλιον ἀπονέωνται . Ἀλλ ' ἄγε , δυσμενέεσσι μαχώμεθα πρόφρονι θυμῷ , ὄφρα δαϊκταμένους εἰρύσσομεν ἠὲ καὶ αὐτοὶ κείνοις
ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . ” ἐντεῦθεν ἕως τοῦ πρόφρονι μυθέομαι ἀθετοῦνται στίχοι ιγʹ , ὅτι ἐξ ἄλλων τόπων
8318586 μεθεισα
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν
8317436 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
8316377 ὠλεναισι
ὑποσκίοισιν ἐν ψυκτηρίοις . Εὐριπίδης Φαέθοντι : ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσας εἴθ
ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον ⌊
8303969 βοασομαι
] μάρτυρες . τελευταῖος τῶν τριμέτρων ἰάμβων . # . βοάσομαι : μέλος καὶ κομμάτιον . εἴσθεσις διπλῆς κώλων κʹ
ἐδανειζόμην ; πολλῷ γε μᾶλλον , κἂν παρῶσι χίλιοι . βοάσομαι τἄρα τὰν ὑπέρτονον βοάν . ἰώ , κλάετ '
8302143 παλαιγενεων
ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων ἐγκύμονα βίβλον ἀφάσσων , ἐν φρενὶ μυριόκυκλον ἀνιχνεύων ὁδὸν
ἐμπνεύσουσι τὸ καθ ' ἡμῶν τι λέγειν . ἢ Μοῦσαι παλαιγενέων , τὰ ποιήματα τῶν πάλαι σοφῶν ποιητῶν , τουτέστι
8300509 μακελην
μοί τι τέκνοις ἀποθύμιον ἕρπῃ . εἴσατο γάρ μοι ἔχων μακέλην εὐεργέα χερσί παῖς ἐμὸς ἀμφοτέρῃσι , βίη Ἡρακληείη ,
Ἡφαίστοιο : αἰεὶ δὲ προπάροιθεν ἑοῦ χροὸς ἠύτε γέρρον νώμασκεν μακέλην , περὶ δ ' ὄμμασιν ἔνθα καὶ ἔνθα πάπταινεν
8299433 εἰσελθε
τότε διὰ ἀλειμμάτων , διὰ ἀρωμάτων παραμυθοῦ αὐτὴν , καὶ εἴσελθε κρατῶν εὐώδεις βοτάνας , καὶ μάλιστα εἰ χαίρει ὁ
λεγόμενον καὶ παραχαραττόμενον , ὡς τὸ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μισουμένῳ εἴσελθε κἂν νῦν , ὦ μακάριε . οὐχ ἥκιστα ]
8298632 σευω
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι ,
8298095 κἐς
: Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε
ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε ,
8284457 Δαλου
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [
8280972 ἐδη
παρὰ τὸ ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ
ἀκίνητα κινεῖν παροιμία καθ ' ὑπερβολήν , ὅτι μὴ δεῖ ἔδη μηδὲ βωμοὺς κινεῖν ἢ τάφους ἢ ὅρους . ἐμνήσθη
8277514 Ἰσκεν
ἑκαστέρω ὁρμηθεῖσαν χήτεϊ κηδεμόνων ὀνοτὴν καὶ ἀεικέα θείης . ” Ἴσκεν ἀκηχεμένη : μέγα δὲ φρένες Αἰσονίδαο γήθεον . αἶψα
μύθους ἡμετέρους , μηδ ' ἔκτοθι μίμνε πόληος . ” Ἴσκεν , ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος οἷον ἐτύχθη ἀνδράσιν : αὐτὰρ
8273928 ὑπερτονον
μεγίστην , μείζονα καὶ ἔξοχον . ὑπέρτατον ] γρ . ὑπέρτονον . ἰὼ ] ἐπὶ χαρᾶς εἴληπται , εἰς χαράν
ἐκθέσει ἰαμβεῖα τρίμετρα ἀκατάληκτα . βοάσομαι . . . τὰν ὑπέρτονον : παρὰ τὰ ἐκ Πηλέως Εὐριπίδου . ἐπιφέρει γὰρ
8273173 ἐσφιγγετο
ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι πλακερῷ , ῥοικὰν δ ' ἔχεν ἀγριελαίω
ποιμένες ἀπορίᾳ χειρομάκτρων τυροποιούμενοι ἀποψᾶσθαι οἷς περίκεινται δέρμασι . γέρων ἐσφίγγετο πέπλος : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν .
8272185 Λαμπρισκε
βάζει . οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι , Λαμπρίσκε , τερπνὸν τῆς ζοῆς τ ' ἐπαυρέσθαι , τοῦτον
πρήσσων . οὐκέτ ' οὐκέτι πρήξω , ὄμνυμί σοι , Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν
8271474 Συμβουλος
γὰρ συκῆ χαῦνον φυτόν ἐστι καὶ ἀνωφελῆ ξύλα ποιεῖ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ :
Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει . Συνῆλθεν ἀτταγᾶς νουμηνίῳ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ :
8267313 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
8264941 τλαμον
μ ' ἐπένευσεν . . . ὦ τλᾶμον . τλάμονα τλάμον ' ὧδ ' ἐπέλας ' Αἰγύπτωι . εἶτ '
, ποῖ δῆτ ' αὖθις ὧδ ' ἔρημος ἄπορος αἰῶνα τλάμον ' ἕξω ; Φίλαι , τρέσητε μηδέν . Ἀλλὰ
8263822 ἀπερχου
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ
8262739 χορευε
ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε ἤ τι τοιοῦτον . ἀμφί μοι αὖτε : ἐκ
: πάλλε πόδ ' αἰθέριον : εἰς τὸν αἰθέρα , χόρευε : ἐπιλέγει δὲ Βακχικὰ ἐπιφθέγματα : εὖ ἂν εὖ
8262190 κατθεο
καὶ ρ ' ὅτε θαλπομένην ῥήξῃ σέλας , ἔκτοθι πυρσοῦ κάτθεο καὶ τρισσὴν σαρκὸς ἕλοις μερίδα ὁλκῆς καὶ στρυφνοῖο βάλοις
? εἴκελα Τηλεμάχῳ καὶ [ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ . ] βουκόλε κάτθεο ? [ ] γείνεο μὲν ποτι [ ] 〚
8261807 μεγαλητορα
τὰ δ ' οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο . αὐτὰρ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Εὐρυνόμη ταμίη λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ
τετελεσμένα ἦεν : ὀχθήσας δ ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν : ὤ μοι ἐγώ , τί τ '
8258884 Ἀτταται
, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον
κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς
8257553 ἀμοιβαν
πόλις . ἴσθι , γˈλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβάν ἐπαύρεο . χρὴ δ ' ἀπ ' Ἀθανᾶν τέκτον
μαστὸν ὑπερτέλλοντ ' ἐσιδὼν σφάγιον ἔθετο ματέρα , πατρώιων παθέων ἀμοιβάν . γυναῖκες , ἦ που τῶνδ ' ἀφώρμηται δόμων
8250940 πανδακρυτον
πῶς ποτ ' ἀμφιπλήκτων ῥοθίων μόνος κλύων , πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν : ἵν ' αὐτὸς ἦν πρόσουρος
. ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος , ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος : ὤμοι , πατρὸς δὴ νῦν
8247306 θροεις
? ? ! [ οἲ ] ἐγώ ? : τί θροεῖς ; ὠλόμαν [ [ ! ! ! ! !
ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος ἔχει ῥῆμα ἀντιπαρακείμενον τῆς
8246947 ἐπιτηρητης
ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ στρατοῦ ἤγουν ὁ ἄγγελος φέρει ἡμῖν , ὦ
. θύνοντας : ὁρμῶντας . ἐπίσκοπος : ἐπιτηρητὴς , ὁ ἐπιτηρητὴς τῆς παλαίστρας . Κομιδῆς : καὶ ἐπιμελείας . μέληται
8240285 ὀμφαν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
8239860 ἀμετρητων
πυρίβολοι πλαγαὶ λέχεά θ ' Ἁλίου . ὦ δυστάλαινα τῶν ἀμετρήτων κακῶν Ὠκεανοῦ κόρα , πατρὸς ἴθι πρόσπεσε γόνυ λιταῖς
μερόπεσσι καὶ ἐν χθονὶ παμβασιλῆος . ἔμπλεος εἰς πλόον ἦλθον ἀμετρήτων [ ] ἀρετάων : οὐ πέλεν , οὐ πέλεν
8238122 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
8236656 ἀμπλακιαις
, σύντονα δ ' ἕλκετε τὸν κακοδαίμονα καὶ κατάρατον πατρὸς ἀμπλακίαις . Ζεῦ Ζεῦ , τάδ ' ὁρᾶις ; ὅδ
ἄταις , Κύρν ' . ἦ καὶ μεγάλαις κεῖται ἐν ἀμπλακίαις . Βουλεύου δὶς καὶ τρίς , ὅ τοί κ
8236332 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
8234458 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
8232676 καλεων
θ ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον , ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν . ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ εὐαχέα
θυμὸς ὑπέρβιος , οὔ σε μεθήσει , ἀλλ ' αὐτὸς καλέων δεῦρ ' εἴσεται , οὐδέ ἕ φημι ἂψ ἰέναι
8230949 οἰχνω
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ
8226824 εἰδομενη
' αὐλείου : παλάμῃ δ ' ἔχε χάλκεον ἔγχος , εἰδομένη ξείνῳ , Ταφίων ἡγήτορι , Μέντῃ . εὗρε δ
. . ὁπλότερος . Δ Ξ , . . . εἰδομένη γαλόῳ : ἡ διπλῆ διὰ τὸ γαλόῳ . .
8225072 ἀδικε
σύ : τῷ δικαίῳ φησίν . σύ τε ] ὦ ἄδικε . τῷ ἀδίκῳ . φοιτᾷ : ἀντὶ τοῦ ”
πρὸς τὸν ἄδικον λόγον : ἤγουν πρὸς τάδε , ὦ ἄδικε λόγε , ὁ κομψοπρεπῆ μοῦσαν ἔχων , δεῖ σε
8224467 προσιδεσθαι
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι
8220408 τυψιν
ὁρμᾷ , ἤτοι φεύγει καὶ ἐκκλίνει τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ
χέας τρύγα φυρήσασθαι ἢ ὄξευς , νεαλεῖ δὲ πάτῳ περὶ τύψιν ἑλίξαις . Ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσιν ἀλεξητήριον ἄταις τευξάμενος
8218947 Ἐπανω
Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε :
ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς
8217909 καταγιγαρτισαι
βʹ ἰαμβικὰ δίμετρα , τὸ δὲ ἓν μονόμετρον . Γ καταγιγαρτίσαι : ἀντὶ τοῦ κατὰ τῶν γεωργικῶν γιγάρτων βαλεῖν καὶ
τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι . Φαλῆς Φαλῆς , ἐὰν μεθ ' ἡμῶν ξυμπίῃς
8217204 παλιντονον
ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς τόξον ἔχους ' ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην ἰοδόκον : πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες
χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος . ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος , πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες
8214810 Πριαμιδαις
, ὀφθαλμὸν οἴκων μὴ πανώλεθρον πεσεῖν . ἔμολε μὲν δίκα Πριαμίδαις χρόνῳ , βαρύδικος ποινά : ἔμολε δ ' ἐς
καὶ γῆ Τρωιάς , ὡς ἔρρεις μάτην . κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυσπραξίας . πόσιν δ ' ἄθαπτον ἔλιπεν ἢ κρύπτει
8213741 συναεισατε
καὶ μὰν πρότερόν ποκα μουσικὸς ἦσθα . Μοῖσαι Πιερίδες , συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδ ' : ὧν γάρ χ
, δεῦρ ' ἔλθετ ' ἀπ ' ὠρανῶ καί μοι συναείσατε τὰν Ματέρα τῶν θεῶν , ὡς ἦλθε πλανωμένα κατ
8210134 λαχη
] μετερχόμεναι λάχη ὑπὲρ ὧν οὐ τιμώμεθα ὑπὸ θεῶν . λάχη ] ἀφωρισμένα τῶν θεῶν τῶι προσόντι αὐτοῖς σκότει .
δὲ τρίμετρα , ὧν τελευταῖον μικτος αὔων βροτούς . γιγνομέναισι λάχη ] ὁ παρὼν χορὸς συνέστηκεν ἐκ κώλων χοριαμβικῶν νβʹ
8208776 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
8208049 τοιοισιν
πανέξοχον ἐφράσσαντο ἴδμονες ἱπποδρόμων καὶ βουκολίων ἐπίουροι , εἴδεσιν ὃς τοίοισιν ὅλον δέμας ἐστεφάνωται : βαιὸν ὑπὲρ δειρῆφι μετήορον ὕψι
αὖθι μένοντες , εἰ μὴ ἀολλίσσας ἑτάρους ἀπάνευθε γυναικῶν Ἡρακλέης τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπεν : “ Δαιμόνιοι , πάτρης ἐμφύλιον αἷμ
8207775 θρυαλλιδ
. . . . . . . . σω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . καὶ Πλάτων ἐν Νυκτὶ
, κάρυ ' , ἀμυγδάλαι καὶ λύχνον δίμυξον οἴσω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . .
8202774 Παντῃ
τε : πολὺς δ ' ἐνὶ μῦθος ὀρώρει δαινυμένων . Πάντῃ δὲ πυρὸς μένος αἰθαλόεντος δαίετο πὰρ κλισίῃσιν : ἐπίαχε
λυγρῆς λῆγεν ἀτασθαλίης , ἐπεὶ ἦ φρένας ἄασε Κύπρις . Πάντῃ δ ' ἄλλοθεν ἄλλα κατηρείποντο μέλαθρα ὑψόθεν : ἀζαλέη
8202675 Τεθνηκεν
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο ,
8200678 ᾰ
. . . [ ] ας ? [ [ ] ά̆ ! [ [ ] ν ? [ . .
. . . [ ] ας ? [ [ ] ά̆ ! [ [ ] ν ? [ . .
8198861 φλοιδουμενος
γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας
ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν .
8198795 προσπτυξατο
ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων
δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν : μεμπτήν . προσπτύξατο : περιέλαβε . παρὲκ νόον Αἰήταο : μὴ βουλομένου
8198712 χειραν
⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον .
πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον .
8198038 ἀτω
. ἀτυζόμενον : ἀτύζω : παρὰ τὴν ἄτην γίνεται ῥῆμα ἀτῶ , οὗ παραγωγὸν ἀτύω , ὡς ὀλῶ ὀλύω καὶ
ὄμμα ' . . . . ἀτάσθαλος : παρὰ τὸ ἀτῶ τοῦ ζ εἰς † θ καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ
8195274 Σκυλλητιον
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ '
8194604 μαινομενης
προσείποι τὴν ἡμέραν ; ἦν δέ , ὦ βασιλεῦ , μαινομένης πόλεως , τὸ δ ' ἐκβάλλον τοῦ φρονεῖν ἦν
τὰ ἄμικτα λύκους τοὺς ἀετοὺς πτερωτοὺς λέγων κατὰ μίμησιν τῆς μαινομένης Κασσάνδρας . πτηνοὺς ὅτι μετὰ πλοίων αὐτὴν ἁρπάσαντες ἔφυγον
8192888 Πατροκλεες
, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : τίπτε δεδάκρυσαι Πατρόκλεες , ἠΰτε κούρη νηπίη , ἥ θ ' ἅμα
πολλὰ μένων ἐπετέλλετ ' ἰόντι : μή μοι πρὶν ἰέναι Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε νῆας ἔπι γλαφυρὰς πρὶν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο αἱματόεντα χιτῶνα
8192517 ἰαχην
κορυφήνδε μετασπόμενος κίον ἄκρην , οἳ μὲν ἄρ ' ἐξαπίνης ἰαχὴν ὀξεῖαν ὄρον τε αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου ὑψίκομον
. προφθόγγου σοι ] πρὸ τοῦ σοῦ φθόγγου πέμψω αὐτὸς ἰαχὴν πολύδακρυν διὰ τὴν κακοφάτιδα βοὴν τῆς ὑποστροφῆς : εἶτα
8190951 εἰρερον
, , , . . Σ . εἴρερον εἰσανάγουσι . εἴρερον ἅπαξ εἰρημένον . . . . . , .
δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους εἴρερον εἰσανάγουσι , πόνον τ ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν :

Back