ἐς δὲ τεταρταῖον καταστήσεσθαι , ἢν διαλείπῃ τε καὶ καταλαμβάνῃ πεπλανημένον τρόπον , καὶ ταῦτα ποιέων τῷ φθινοπώρῳ προσπελάσῃ .
ἄλλην τινὰ δύναμιν , ὅλως δὲ ἔξεστί σοι μεταδιδάσκειν τὸν πεπλανημένον : πᾶς δὲ ὁ ἁμαρτάνων ἀφαμαρτάνει τοῦ προκειμένου καὶ
6164390 γαστριμαργον
τὸν βασιλεύσαντα Λυδῶν πολυφάγον γενέσθαι καὶ πολυπότην , ἔτι δὲ γαστρίμαργον . τοῦτον οὖν ποτε νυκτὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα κατακρεουργήσαντα
ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι . ὀφθαλμοὶ ἑστηκότες ὑπέρυθροι μεγάλοι γαστρίμαργον καὶ λάγνον τὸν ἄνδρα μαρτυροῦσιν . ἐὰν τῶν τοιούτων
6053055 στρυφνοις
τὴν σάρκα θερμοῖς καὶ ψυχροῖς καὶ τοῖς περὶ τὴν γλῶτταν στρυφνοῖς , καὶ ὅσα θερμαντικὰ ὄντα δριμέα ἐκαλέσαμεν , ἀδελφὰ
τῇ φιλίᾳ συμβαίνει τῶν ἀγαθῶν μόνῃ : ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς ἧττον γίνεται ἡ φιλία , ὅσῳ δυσκολώτεροί
6014587 ἀρνευτην
τοῖσί κε θηρήσαιο λαβεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον ἠὲ φάγρον λοφίην , ὁτὲ δ ' ἀγρόμενον
τοῖσί κε θηρήσαιο φαγεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον . σινόδοντα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τοῦ ι
6007175 εἰκαζει
κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει . μάντις δ ' ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς . ἄνθρωπος ὤν , τοῦτ ' ἴσθι καὶ
ὡς Ὅμηρος ὑπεμφαίνει μικρὸν τοὺς Σολύμους ἔθνος μάχιμον , οὓς εἰκάζει καὶ λέοντι διὰ τὸ κατὰ πρόσωπον γενναιοτάτως μάχεσθαι ,
5995382 ἐπισυναπτει
δὲ τὸ ἀμφιλαφὴς ἀντὶ τοῦ ξυλώδης ἀπέδωκαν : ᾧ οἰκείως ἐπισυνάπτει τὸ πίειρα , δηλονότι λιπαρὰ καὶ εὔγειος . πίειρα
καὶ τὸν δεσμὸν ἐκ τοῦ ἑκουσίου ἠρτῆσθαι μηνύσῃ . εἶτα ἐπισυνάπτει τὴν τυφλότητος καὶ κωφότητος ταῖς εἰς κακίαν ἐκπεσούσαις ψυχαῖς
5907655 θελγειν
καθέλκουσιν . τὸν Ὀρφέα τῆς ἐμμελείας μεμυθεῦσθαι καὶ τοὺς καὶ θέλγειν , ὡς καὶ νῦν εἰώθαμεν ὑπερβολικῶς λέγειν , ἀλλὰ
μέλους ἔκρουέ τε ἅμα καὶ ᾖδεν ἐρωτικὰ ψυχαγωγεῖν οὕτω καὶ θέλγειν οἰόμενος τὴν σώφρονα , τὴν παρθένον . οὐ μήν
5850763 στιφραν
δὲ ὁμοίαν ἔχειν τοῖς ἰχθύσι : καὶ γὰρ τὴν σάρκα στιφράν , καὶ τὸ πνεῦμα οὐ διιέναι διὰ παντός ,
δὲ ὁμοίαν ἔχειν τοῖς ἰχθύσι : καὶ γὰρ τὴν σάρκα στιφράν , καὶ τὸ πνεῦμα οὐ διἱέναι διὰ παντός ,
5841362 διασυρει
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν .
5840807 τροχοειδες
λευκὸν ἀνασπάσας ἦρχεν . Κυβευτικὸς φιμός , πλέγμα ἦν οἰσύϊνον τροχοειδές , ὃ τιθέασιν ἐπ ' ἄβακος ὑπὲρ τοῦ μὴ
Ἡρακλεωτική φύλλον ἔχει ἐμφερὲς ὑσσώπῳ , σκιάδειον δ ' οὐ τροχοειδές , ἀλλ ' ὥσπερ διερρινημένον καὶ ἐπ ' ἄκρῳ
5814045 ὀρχηστου
: ἦν δὲ καὶ τοῦτο ἐνόπλιον . καὶ βαυκισμὸς Βαύκου ὀρχηστοῦ κῶμος ἐπώνυμος , ἁβρά τις ὄρχησις καὶ τὸ σῶμα
, ὡς μηδένα μηδὲν αὐτῶν διαλανθάνειν . μικροῦ μὲν γὰρ ὀρχηστοῦ εἰσελθόντος καὶ τὸν Ἕκτορα ὀρχουμένου μιᾷ φωνῇ πάντες ἀνεβόησαν
5802079 βρωμωδες
αὐτῇ πόας ἐμφεροῦς , ἣν διὰ τὸ περὶ τὴν ὀσμὴν βρωμῶδες τράγον καλοῦσιν . εὐχερὴς δ ' ἡ ἐπίγνωσις :
. παραιτητέον δὲ πᾶν τράγημα , πᾶν κνισόν , πᾶν βρωμῶδες , πᾶν παχὺ χυμὸν καὶ γλίσχρον καὶ δυσδιοίκητον ἐν
5772265 ὑπερακοντιζειν
ξυνερειδούσας σφίσιν ὡς βιαιότατον οἷόν τε : τὴν τετάρτην δὲ ὑπερακοντίζειν τὰς λόγχας : καὶ τὴν πρώτην παίειν ἢ ἀκοντίζειν
τῇ χορηγίᾳ χρησάμενοι κόσμῳ καὶ παρασκευαῖς πλείοσιν , τοὺς πολεμίους ὑπερακοντίζειν σπουδάσομεν : τίς τοίνυν τὴν ὁμοίαν σε καθιέντα σπουδὴν
5740920 ἀνατρεπτικον
μέρους μεῖζον λέγουσαν , τὸ δὲ ὄγδοον οὐ κοινῆς ἐννοίας ἀνατρεπτικόν , ἀλλὰ τοῦ δεδειγμένου διὰ τοῦ ἑβδόμου θεωρήματος :
καὶ ἄτοπόν ἐστι καὶ τῆς ὑποθέσεως τῶν πρεσβευόντων αὐτὰ λίαν ἀνατρεπτικόν : οὐκέτι γὰρ ἔσται γενικώτατον τὸ ἓν καὶ τὸ
5739019 διακεχυμενον
ὑπέρυθρον , οὐ πεπιεσμένον ἢ συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ
διὰ τάδε ἐξονειρώσσουσιν : ἐπὴν τὸ ὑγρὸν ἐν τῷ σώματι διακεχυμένον ἔῃ καὶ διάθερμον , εἴτε ὑπὸ ταλαιπωρίης , εἴτε
5721559 συντριβει
πανοῦργον καὶ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων . ὅθεν ἡ θήλεια
τοῖς δὲ ὀδοῦσι πάντων ὑπεράγει : πᾶν γὰρ ὀστῶν μέγεθος συντρίβει ῥᾳδίως . καὶ τὸ καταποθὲν διὰ τῆς κοιλίας πέττει
5717658 ἀρρενωπον
καὶ φοβερός , ἀντίον πᾶσι βλέπων . ἆρ ' οὖν ἀρρενωπόν τι καὶ σεμνὸν εἶδος τῷ τοιούτῳ δαίμονι πρέπει ἢ
σῶφρον , ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον
5702819 ἰαινει
κυπαιρίσκω . Ἔρως με δηὖτε Κύπριδος ϝέκατι γλυκὺς κατείβων καρδίαν ἰαίνει . τοῦτο ϝαδειᾶν ἔδειξε Μωσᾶν δῶρον μάκαιρα παρσένων ἁ
βαθυσκοπέλου διὰ βήσσης αἵματος ἱμείρουσα , τό οἱ μάλα θυμὸν ἰαίνει : ὣς τῆμος Δαναοῖσιν Ἀρηιὰς ἔνθορε κούρη . Οἳ
5701962 ἠρισταμεν
τὸ ἀρίσταμεν καὶ ἀριστάναι . Ἀριστοφάνης : ὑποπεπτώκαμεν καὶ καλῶς ἠρίσταμεν . Ἕρμιππος ἀριστάναι καὶ παρεστάναι τουτῳί . εὕρηται δὲ
τὸ χειρόμακτρον . Ὑποπεπώκαμεν γάρ , ὦνδρες , καὶ καλῶς ἠρίσταμεν . Ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί . Ὡς ἄν τις
5686000 ἐπεχεις
ἐγκόνει : ἀντὶ τοῦ σπεῦδε . μέλλοντας γὰρ αὐτοὺς δειπνεῖν ἐπέχεις . Γ ἐγκόνει ] σπεῦδε . κατακωλύεις ] ἤγουν
' οἵου . ὦ νεφέλη καὶ σκοτόμαινα , ἣ νῦν ἐπέχεις τὴν Ἑλλάδα . ὦ Δήμητερ , ἣ πάλαι μὲν
5684499 αἱματωδες
μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου ,
τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει
5671621 ἰσχεται
καὶ θῆλυ : ἐπειδὴ γὰρ ἢ ἴσχεται ἢ κινεῖται , ἴσχεται μὲν κατὰ τοὺς ὕπνους ἠρεμοῦντα , κινεῖται δὲ ἐν
γίνεται , τῇ δὲ καὶ θῆλυ : ἐπειδὴ γὰρ ἢ ἴσχεται ἢ κινεῖται , ἴσχεται μὲν κατὰ τοὺς ὕπνους ἠρεμοῦντα
5652660 συγκλειουσι
οἱ ἐμοὶ δεσπόται κοιμηθήσεσθαι ἔμελλον . οἱ δὲ θεασάμενοι τοῦτο συγκλείουσι τὰς θύρας εὖ μάλα ἔξωθεν . ἐπεὶ δὲ ἤδη
ἄνδρα δηλοῦσιν . ἕτεροι δὲ καὶ τὰ μέσα τῶν βλεφάρων συγκλείουσι καὶ καθέλκουσι , τὰ δὲ ἀμφοτέρωθεν ἀνασπῶσι καὶ ἅμα
5648156 διαβαλλουσι
„ ἔφη „ καὶ πλείους , καὶ γὰρ τὴν ἐσθῆτα διαβάλλουσι καὶ τὴν ἄλλην δίαιταν καὶ τό ἐστιν ὑφ '
λέγειν . τὸ δὲ ἀμφοτέροις , ὅτι τόνδε μὲν τῷδε διαβάλλουσι , τόνδε δὲ τῷδε : ὅπερ Ὅμηρος ἀλλοπρόσαλλόν φησι
5645059 ἐκφυλα
καὶ ὑλαίοις καὶ μηδαμῇ μηδαμῶς μηδὲ ἓν βιβλιδάριον ἀναγνοῦσι πάντῃ ἔκφυλά τε δοκοῦσι καὶ ἀποδάσμια καὶ ἀληθείας πορρωτάτω ἐκτρέχοντα καὶ
καὶ ὑλαίοις καὶ μηδαμῇ μηδαμῶς μηδὲ ἓν βιβλιδάριον ἀναγνοῦσι πάντῃ ἔκφυλά τε δοκοῦσι καὶ ἀποδάσμια καὶ ἀληθείας πορρωτάτω ἐκτρέχοντα καὶ
5641253 μελεσι
αὐτῷ προσῇσε μετὰ τὴν θάλατταν , ἀκολουθεῖ μὲν εὐθὺς τοῖς μέλεσι , πολὺς δὲ πνεύσας κατὰ πρύμνης οὔριος ἐλαύνει τὴν
καὶ τοῦτ ' ἐπέταξεν ἡμῖν , διατρίβειν ἐν ᾄσμασι καὶ μέλεσι , καὶ δὴ καὶ παίζειν τε καὶ τρέφειν παῖδας
5615253 ὑψηλοτατοις
τόπους τοὺς μεσημβρινούς . ἐκεῖ δὲ ταῦτα ἐκφερόμενα προσπίπτει τοῖς ὑψηλοτάτοις ὄρεσι τῆς Αἰθιοπίας καὶ πολλὰ καὶ ἀθρόα γινόμενα ἀπεργάζεται
χρόνον τινὰ ἐν τοιούτῳ χωρίῳ , ἐν τοῖς ὑπερῴοις καὶ ὑψηλοτάτοις οἰκήμασι τὰς διατριβὰς ποιούμενος ἥκιστα ἂν βλάπτοιτο : πάντα
5609227 χειροσιν
αἰδοῦς δικαίας , βιασαμένοις τὸν στρατηγὸν ἀναβαλλόμενον ἔτι , μὴ χείροσιν ὧν ὑπέσχοντο ὀφθῆναι μηδὲ ἀσθενεστέροις ὧν ἐθρασύνοντο , μηδὲ
ὡς παραδειγμάτων ἐξηγουμένων τῶν ὑποδεεστέρων , ἀπὸ τῶν κρειττόνων τοῖς χείροσιν ἥ τε οὐσία καὶ τὸ εἶδος παραγίγνεται , ἐν
5603381 ἠλιθιον
θείη ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης . . . πῶς οὐκ ἠλίθιον πιθέσθαι τοῖς Ἡροδώρου βιβλίοις περὶ τοῦ καθ ' Ἡρακλέα
; τί οὖν ; τῶν μὴ δυνατῶν ἐφίεσθαι ἀνδραποδῶδες , ἠλίθιον , ξένου θεομαχοῦντος , ὡς μόνον οἷόν τε ,
5600760 βραχυλογον
καὶ πολύλογος , Λακεδαίμονα δὲ καὶ Κρήτην , τὴν μὲν βραχύλογον , τὴν δὲ πολύνοιαν μᾶλλον ἢ πολυλογίαν ἀσκοῦσαν :
. ἄνθρωπος ἀκρατὴς μιαίνει τὸν θεόν . ἄνθρωπον θεοῦ γνῶσις βραχύλογον ποιεῖ . πολλοὺς λόγους περὶ θεοῦ ἀπειρία ποιεῖ .
5593409 τερατευεσθαι
δῖα φύε , καὶ ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι . τὸ μέντοι ἄταλλε δὲ κήτε ' ὑπ '
τερατογονία , τερῶν ὑποκριταί , ἀφ ' ὧν καὶ τὸ τερατεύεσθαι . μάντεις , ἀλφιτομάντεις , ἀστρομάντεις , νυκτομάντεις ,
5591407 μηκωνι
δέ τι καὶ ῥυπτικόν . Δορύκνιον ὅμοιόν ἐϲτι τῇ κράϲει μήκωνι καὶ μανδραγόρᾳ ψῦχον ἀμέτρωϲ : ναρκοῖ μὲν γὰρ ὀλίγον
μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων κεῖται ἐπάνω τῆς κοιλίας οἱονεὶ
5590286 αἰσχυνομενον
καὶ πλεκτάνην στιφρὰν σφόδρ ' , ἐν τούτοις τέ που αἰσχυνόμενον ἧπαρ καπρίσκου σκατοφάγου . ἐγὼ δὲ πρὸς τὰ θερμὰ
ἐσβέσθη κλαυθμῷ καὶ τὴν ὧν ἔπαθε μνήμην ἐξέβαλέ τις ἰδὼν αἰσχυνόμενον τὸν ἠδικηκότα . οὕτω δὲ ἡμῖν ἡρμοσμένου τοῦ γένους
5585909 ποιμενικην
δ ' ὁ βουλόμενοςμόνος ἂν γενέσθαι βασιλεὺς τέλειος ὁ τὴν ποιμενικὴν ἐπιστήμην ἀγαθός , ἐν ἐλάττοσι ζῴοις παιδευθεὶς τὰ τῶν
ὄϊος : τὸ τοῦ προβάτου . | σκαφίδα : τὴν ποιμενικὴν σκάφην οὕτω καλοῦσιν Ἀττικοί . σκυτίνην : πεπιλημένην καὶ
5577702 ἐπιπρεπει
' ἐν ταὐτῶι μίμνει κινεύμενος οὐδέν , οὐδὲ μετέρχεσθαί μιν ἐπιπρέπει ἄλλοτε ἄλληι . ἐκ γαίης γὰρ πάντα καὶ εἰς
. τὸ δὲ τῆς αἰδοῦς καὶ τοῦ ἱμέρου , ὡς ἐπιπρέπει ἑκάστῳ , παρίημι λέγειν , σοφώτερον αὐτὰ τοῦ δημιουργοῦ
5569132 ἐμφρακτικον
δύναμιν : ὅλον δ ' οὖν τὸ γένος αὐτῶν καλεῖται ἐμφρακτικὸν ἐμπλαστικὸν καὶ ἄπυον : διὸ καὶ χρόνω πλέονι τὴν
καὶ παχὺ ἔχει . πλεονάζοντος γοῦν ἐν ταῖς ἐδωδαῖς αὐτοῦ ἐμφρακτικὸν ἥπατός τε καὶ νεφρῶν καὶ χρὴ ἐκ μακρῶν διαλειμμάτων
5566583 Κηρυξι
. . λέοντος : πυρροκεφάλου , ξανθοτρίχου . Αἰσχύλος ἐν Κήρυξι σατύροις . . , . : κακοποιεῖν . Αἰσχύλος
φαίης δ ' ἂν καὶ σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς ,
5561861 μελανουρον
. Σπεύσιππος δ ' ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ἐμφερεῖς φησιν εἶναι μελάνουρον καὶ κορακῖνον . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ φησι
ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον ἢ πέρκαισι καθηγητὴν μελάνουρον . ὅτι δὲ καὶ πληκτικός ἐστιν Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ ἐν
5559038 ὑφαινειν
ὅμοιον ὡς κἂν εἴ τις λέγοι τὴν ψυχὴν κινεῖσθαι τῷ ὑφαίνειν ἢ οἰκοδομεῖν : βέλτιον γὰρ ἴσως μὴ λέγειν τὴν
ποθέω πολυήρατον ? [ εἶδος ] ? ? ? [ ὑφαίνειν ] [ , ] χάρματι λαμπετόοντ ' ἀμαρύγματα [
5556812 παραβολαις
ἄλληλα στάσεως ἔχῃ μαρτυρίαις καὶ ἀνατολαῖς , δύσεσί τε καὶ παραβολαῖς . Ἀπὸ τούτων γοῦν μαντευόμενοι προλέγουσι περί τε τῶν
. ποτὲ δὲ καὶ διὰ σαφήνειαν , ὡς ἐν ταῖς παραβολαῖς , ὅτι ὡς μία αἴσθησις τῶν ἐναντίων , οὕτω
5541999 αἱρετεον
ὅτι καὶ τῶν οἴνων [ ὡς ὅτι ] τοὺς γλυκυτέρους αἱρετέον : οὗτοι γὰρ ἐπιπολαστικώτεροι , καὶ μᾶλλον εἰ κεραννῦντο
καὶ ἀρίστου . . βάδην ] κατὰ μικρόν . . αἱρετέον ] ὅ ἐστι δεῖ ἡμᾶς αὐτὸ χειρώσασθαι . .
5540061 σισυρνα
σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον ,
ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον . σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον
5536674 συνεισαγειν
τὸ ἥμισυ λέγει τῷ τὰ πρός τι λεγόμενα ἢ νοούμενα συνεισάγειν καὶ τὰ πρὸς ἃ λέγεται . ὥστε ὁσάκις ἐρρέθη
μεταξὺ ἴδοιμεν . ἀκόλουθον οὖν καὶ ἐπὶ τῶν λαμπρῶν τι συνεισάγειν . Ἔτι δὲ εἰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀκοῆς κινεῖταί
5522292 διαφορουν
τε ἅμα καὶ λεπτυντικὴν καὶ διαφορητικὴν ἔχει δύναμιν . Ὀξυλάπαθον διαφοροῦν ἔχει τι καὶ ἀποκρουστικόν : τὸ δὲ σπέρμα σαφῶς
τῇ καλαμίνθῃ : ἀγαθὸν γὰρ καὶ τοῦτο μὴ μόνον γενναίως διαφοροῦν τοὺς λεπτοὺς χυμούς , ἀλλὰ καὶ λεπτῦνον ἰσχυρῶς καὶ
5520830 παρακοπτειν
. Πεμπταῖος δὲ αἱματῶδες ἐχρέμψατο , οὐ πουλύ : καὶ παρακόπτειν ἤρχετο : ὁκότε βήσσοι , τότε ὠδυνᾶτο τὰ στήθεα
καὶ ϲκοτοῦϲθαι , κρανοκολάπτου δὲ πλήξαντοϲ ῥῖγοϲ ϲύντονον , ὡϲ παρακόπτειν , καρδιαλγεῖν , ῥιπτάζεϲθαι . βοηθοῦνται δὲ πάντεϲ οἱ
5518526 ἐξηγητικοις
πυρῶν καὶ ἐκ κριθῶν γίνεσθαι , ὡς Ἀντικλείδης ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς ὑποσημαίνει . Δήμων δ ' ἐν τῷ περὶ θυσιῶν
ἀποκρυπτόμενα δεῖ εἰδέναι . Ἀσκληπιάδης δὲ ἐν τοῖς τῶν ἀξόνων ἐξηγητικοῖς ἀπὸ κύρβεως τοῦ τὰς οὐσίας ὁρίσαντος , ὡς φησὶ
5518461 παρισα
, τῷ δ ' ἐπαινέσει τὸ παραινέσει , καὶ ταῦτα πάρισα : οὐ Λικύμνιοι ταῦτ ' εἰσὶν οὐδ ' Ἀγά
αὐτῆς καὶ ἀποστρέφοντα τὴν ἀκοὴν ταῦτ ' ἔστι τὰ μειρακιώδη πάρισα καὶ τὰ ψυχρὰ ἀντίθετα καὶ τὰ παραπλήσια τούτοις .
5518148 ἐναρμοττον
. Ἐμπεδοκλῆς χρῶμα εἶναι ἀπεφαίνετο τὸ τοῖς πόροις τῆς ὄψεως ἐναρμόττον . τέτταρα δὲ τοῖς στοιχείοις ἰσάριθμα , λευκὸν μέλαν
οὐ ῥᾴδιον . πῶς γὰρ τῇ ἀπορροῇ κρίνωμεν ἢ πῶς ἐναρμόττον τοῖς πόροις τὸ τραχὺ καὶ τὸ λεῖον ; μόνου
5513266 ἐκφρακτικον
τρίτηϲ τάξεωϲ ἐκλελυμένηϲ . οὐρητικὸν δέ ἐϲτι καὶ τῶν ϲπλάγχνων ἐκφρακτικόν . Ϲκίλλα τμητικῆϲ ἐϲτιν ἱκανῶϲ δυνάμεωϲ , οὐ μὴν
δὲ ἄφυϲόν ἐϲτι καὶ ἄδιψον καὶ παχέων καὶ γλίϲχρων χυμῶν ἐκφρακτικόν τε καὶ τμητικόν . ἔχει δέ τι καὶ φαρμακῶδεϲ
5510206 τιθασον
, πελειὰς δ ' ἔλαττον , καὶ ὅτι ἡ πελειὰς τιθασὸν γίνεται , περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ
μὴ ἔχων , ὅτι αὐτῷ παραθείη , ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου
5509239 Κατεσκευασθω
ὅτι ἡ ΔΕ ἐν πλείονι χρόνῳ δύνει ἢ ἀνατέλλει . Κατεσκευάσθω γὰρ τὰ αὐτά . ἐπεὶ οὖν τὸ Α ἀρχή
, ὅτι ἡ ΔΗ ἐκ δύο ὀνομάτων ἐστὶν ἕκτη . Κατεσκευάσθω γὰρ τὰ αὐτὰ τοῖς πρότερον . καὶ ἐπεὶ ἡ
5486491 ὀξυδερκες
! ] ! ? ? φῦλον δεινὸν ? ? ? ὀξυδερκὲς ? ? ? ? κατανοεῖν ? ? τὸ ὁμοφυές
κεφαλὴν ἐπαίρω καὶ τοῖς τῆς ψυχῆς ὄμμασιν ἀμυδρῶς μὲντὸ γὰρ ὀξυδερκὲς αὐτῶν ἡ τῶν ἀλλοκότων πραγμάτων ἀχλὺς ἐπεσκίασεν ἀλλ '
5481787 συγχρωμενος
φυλακὴν τῶν χρημάτων ἐς δισχιλίους ἄνδρας . οἷς ὁ Ἀριστίων συγχρώμενος ἐτυράννησε τῆς πατρίδος καὶ τῶν Ἀθηναίων τοὺς μὲν εὐθὺς
μᾶλλόν ἐστι τῇ φυσικῇ . οὐ μὴν ἀλλ ' ἐπειδὴ συγχρώμενος τοῖς προδεδειγμένοις περὶ αὐτῶν λέγειν δοκεῖ , οὐκ ἂν
5479978 ἀριθμουμενον
τινὰ [ λέγειν ] ἐπίστασθαι τὸν τοῦ Μόλου υἱόν , ἀριθμούμενον ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀχαιῶν , ἢ τὴν ἐνόπλιον
τῷ ὁρισμῷ τὸν ἀριθμὸν μετελάβομεν : λέγεται γὰρ καὶ τὸ ἀριθμούμενον ἀριθμός , ὡς καὶ τὸ μετρούμενον μέτρον : διχῶς
5475792 ἐκμελη
τὸν πλοῦν εὐχὴν ταύτην ἐποιησάμεθα , οὐκ ἄμουσον οὐδ ' ἐκμελῆ οὐδ ' ἄπο τῆς τέχνης , εἰ σωθείημεν ,
πέμπτῳ διὰ πέντε : μηδετέρου δὲ τούτων αὐτῷ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον ἐκμελῆ εἶναι . ὅτι δ ' οὐ συμβήσεται φανερόν :
5469219 Χρηστεον
ταῦτα ἔστιν : ἦν δ ' ἀεὶ καὶ ἔσται . Χρηστέον γὰρ τούτοις τοῖς ὀνόμασι τῇ τοῦ σημαίνειν ἐθέλειν ἀνάγκῃ
καταπλαττόμενα : τοῦτο καὶ τὰς τοῦ γάλακτος θρομβώσεις λύει . Χρηστέον δὲ καὶ ταῖς προγραφείσαις κηρωταῖς πρὸς θρόμβωσιν γάλακτος .
5456701 ἀπειλητικον
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν
5454965 στυφον
ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ στῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτοῦ τὴν στυπτικὴν δύναμιν
μικτῆς ἐστι ποιότητος καὶ δυνάμεως : ἔχει γάρ τι καὶ στῦφον ἐν ἑαυτῷ καὶ δριμὺ μετρίως . Θεῖον ἅπαν ἑλκτικῆς
5451611 προαποθανειν
πειραθῆναι , οὐ μεῖον ἢ καὶ Ἀχιλλέα δοκῶ ἂν ἑλέσθαι προαποθανεῖν Πατρόκλου μᾶλλον ἢ τοῦ θανάτου αὐτῷ τιμωρὸν γενέσθαι .
, τὰς κόμας σπαράξασα τοιούτων ἤρξατο βοῶν “ ἐγὼ μὲν προαποθανεῖν ἢ συναποθανεῖν ηὐξάμην σοι , Χαιρέα : πάντως δέ
5450048 ὑι
ὕραξ , ὁ μῦς Αἰολικῶς : ἔοικε γὰρ ὁ μῦς ὑὶ καθάπερ καὶ παράγεται λιχμήρεας δὲ τοὺς περιλείχοντας ἠρήμωσεν ]
τοῖς χρησομένοις αὐτῇ πέφυκε λυσιτελὴς εἶναι . ἐοίκασι δὲ τῇ ὑὶ τῇ Αἰσώπου οἱ τύραννοι ὑποπτεύ - οντες καὶ δεδοικότες
5444187 κινναβαρι
μέγεθος μέν ἐστιν ὥσπερ λέων , καὶ χρόαν ἐρυθρὸς ὡς κιννάβαρι : τρίστιχοι δὲ ὀδόντες , ὦτα δὲ ὥσπερ ἀνθρώπου
τὴν ἐν Αἰθιοπίᾳ τὸ μὲν ὕδωρ ἔχειν ἐρυθρόν , ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας
5442935 γευομενοις
. Πολεμώνιον λεπτομεροῦς δυνάμεώς ἐστι καὶ ξηραντικῆς . Πόλιον πικρὸν γευομένοις ἐστὶ καὶ μετρίως δριμύ : ἐκφρακτικὸν τοιγαροῦν ἐστιν .
τὰ διαλογίσματα ταῦτα , καὶ μάλιστα τοῖς νεωστὶ φυσιολογίας γνησίου γευομένοις καὶ τοῖς εἰς ἀσχολίας βαθυτέρας τῶν ἐγκυκλίων τινὸς ἐμπεπληγμένοις
5436382 τρυσιππιον
τροχῷ ὅμοιον . Εὔπολις : ἀλλ ' ὥσπερ ἵππῳ μοὐπιβαλεῖς τρυσίππιον . τρύχνον : τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν
δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . Ἀλλ ' ὥσπερ ἵππῳ μοὐπιβαλεῖς τρυσίππιον . Σὺ δὲ τὰ καλώδια ταῦθ ' ἁρκυώρει .
5433291 χλιδωνας
περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια , ὧν ἔνια καὶ τοῖς περὶ τοὺς
δὲ κορύμβαι ἐπ ' αὐτῶν τέττιγες ὥς : δαιδαλέας δὲ χλιδῶνας ἄρ ' ἀμφὶ βραχίος ' ἕσαντες – ⚕⚕τες –
5427734 ὑποξανθον
ῥίζαν λεπτήν , ἐπ ' ἄκρου κορυφὴν ἔχουσα στρογγύλην , ὑπόξανθον , ὀποῦ μεστήν . Χρυσοκόμη : ῥαβδίον σπιθαμιαῖον ,
τοιούτῳ οὐροῖτ ' ἂν οὖρον τῇ μὲν χροιᾷ ὑπόπυρρον ἢ ὑπόξανθον , τῇ δὲ συστάσει σύμμετρον καὶ ἀναλογίαν ἔχον τῇ
5427636 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
5426280 ἐκλεγου
ἐν τῇ θυμιάϲει προϲεοικὸϲ τῷ ὄνυχι . Ἐλλέβορον μέλανα μὲν ἐκλέγου εὔτροφον λεπτὴν ἔχοντα τὴν ἐντεριώνην , δριμὺν ἐν τῇ
συνεστός . δολοῦται δὲ καὶ σαρκοκόλλῃ καὶ κόμμει μιγνυμένοις : ἐκλέγου δὲ τὸν διαυγῆ καὶ δριμύν . δυσδοκίμαστος δ '
5423904 πολυσχηματιστον
ἐὰν δὲ καὶ διήγημα ᾖ κατασκευαστικόν , τὴν λέξιν δεῖ πολυσχημάτιστον εἶναι παρενθήκαις , παραζητήσεσιν , ἀναδρομαῖς . παράδειγμα τούτου
χοριαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ χοριάμβου καὶ ἀντισπάστου . Τὸ δʹ πολυσχημάτιστον τρίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ χοριάμβου καὶ ἀντισπάστου καὶ ἰαμβικῆς συζυγίας
5418635 ποδαγρικοιϲ
ἐν ἀρχῇ τοῦ ἤρουϲ ἢ αἵματοϲ ἀφαιρῶν . καὶ γὰρ ποδαγρικοῖϲ καὶ ἀρθριτικοῖϲ ἐπιληπτικοῖϲ τε καὶ μελαγχολώδεϲιν ἢ αἷμα πρόϲθεν
εὕρεμα τηκόλιθον . ” μετὰ μυρϲίνου δὲ ἐλαίου ἀνεθεὶϲ τοῖϲ ποδαγρικοῖϲ ἐπαρκεῖ ἐπιχριόμενοϲ . Πυρίτηϲ . Εἷϲ δὲ τῶν ἰϲχυρὰν
5414539 ἐπιμενοντας
βίον φαντασίᾳ συγκεκοσμημένους , οὐ μέντοι μέχρι τέλους ταῖς εὐδαιμονίαις ἐπιμένοντας , σφαλλομένους δὲ ἔν τισιν ἢ καὶ τὸ τέλος
γίνοιντο , μηδὲν ἐλαττουμένης τῆς δυνάμεως , ἀγαθοὺς ἡγητέον , ἐπιμένοντας ταῖς κατειλήσεσιν : ἐν δὲ τοῖς παροξυσμοῖς ἐπισχετέον ,
5410184 ἐνδιατριβει
, ἓν δὲ τούτων τὴν φηγόν . * ὀρεσκεύει : ἐνδιατρίβει διατρίβει περὶ τὰ βάσιμα τῶν ὀρῶν ἐν τῷ ὄρει
ἀναγκασθῇ , πρὸς τὸ χρήσιμον πιθανῶς ποιεῖται τοὺς ὅρους . ἐνδιατρίβει δὲ διόλου ταῖς πράξεσι , τὰς ἀποδείξεις ἑαυτῷ διὰ
5402716 ἡμεροκαλλες
: ἴον , Διὸς ἄνθος , ἴφυον , φλόγα , ἡμεροκαλλές . πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον ,
τὰ προειρημένα πάντα σπείρεται , οἷον ἰωνία διόσανθος ἴφυον φλὸξ ἡμεροκαλλές : καὶ γὰρ αὐτὰ καὶ αἱ ῥίζαι ξυλώδεις :
5400280 συμπαραλαμβανεται
ἑτέρα προσγίνεται , τὸ ἐγκείμενον τῆς ἀναφορᾶς ἐν τῇ αὐτός συμπαραλαμβάνεται διὰ τοῦ ὁ ἄρθρου , δηλοῦντος καὶ αὐτοῦ ἀναφοράν
πάντως ἐλλείπει τῷ σύ : εἰς γὰρ τοῦτο ἡ αὐτός συμπαραλαμβάνεται καὶ κατὰ τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον , ἵνα τὰς
5397919 ἀπεικαζει
ἐδόθη ἡ διαιρετικὴ , καὶ ἐν Σοφιστῇ δὲ ἀμφιβληστρικῷ ὀργάνῳ ἀπεικάζει αὐτήν . Οὐ γὰρ δυνατὸν ἔχειν ἐπιστήμην πραγμάτων ἄνευ
ἔχειν ἀπολαύειν . καίτοι σοφώτερόν τε εἶναι εἰκὸς ὅστις ἑαυτὸν ἀπεικάζει τῷ σοφωτάτῳ , καὶ μακαριώτερον ὑπάρχειν ὃς ἂν ὅτι
5392881 μετεφη
δὲ περιστήσαντο καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο : τοῖσιν δ ' εὐχόμενος μετέφη κρείων Ἀγαμέμνων : Ζεῦ κύδιστε μέγιστε κελαινεφὲς αἰθέρι ναίων
οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ ὢ πόποι , ὡς
5391582 εὐτονον
: τὸ δὲ διὰ τῶν καθ ' ἕκαϲτα τὸ μὲν εὔτονον γυμνάϲιον , τουτέϲτι τὸ βίαιον , πρὸϲ εὐτονίαν παραϲκευάζει
ἐπιχειρούσας μιμεῖσθαι : τό τε ὀρθὸν ἐν τούτοις καὶ τὸ εὔτονον , τῶν ἀγαθῶν σωμάτων καὶ ψυχῶν ὁπόταν γίγνηται μίμημα
5388462 ἐναιμοις
ἀποτεχθέντι . τροφὴ δέ ἐστι πᾶσιν ἡ ἐσχάτη τοῖς μὲν ἐναίμοις ἡ τοῦ αἵματος φύσις , τοῖς δ ' ἀναίμοις
ὃν καλεῖσθαι χόριον . εἶτα ἐχομένως πρῶτον διατυποῦσθαι πᾶσι τοῖς ἐναίμοις ζῴοις καρδίαν κατὰ λόγον φησίν . ὕστατον δὲ φθείρεται
5388164 προσεχετ
ὑμῖν καὶ τοῦτ ' αὐτίκ ' ἔσται πᾶσιν . ἀλλὰ προσέχετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , πρὸς Διὸς καὶ
' ἑξῆς λέγε , ἃ τούτων εἶναι βελτίω φαμέν . προσέχετ ' , ἄνδρες δικασταί , τούτοις ἀναγιγνωσκομένοις τὸν νοῦν
5380887 θηλυδριαν
τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος , θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις ἐναβρυνόμενον καὶ
. ὅπως ] σκόπει . Σωστράτην ] καὶ τοῦτον ὡς θηλυδρίαν κωμῳδεῖ . ὀρθότερον ] ἢ ἐγὼ εἶπον . ἦν
5380314 φιλαργυροις
πρόβατα ἐπίστευον ; ” οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φιλαργύροις τὰς παρακαταθήκας ἐγχειρίζοντες εἰκότως ἀποστεροῦνται . λύκος ὑπὸ κυνῶν
δὲ ὅταν ἐντύχωσι τῶν τοιούτων τισὶ μοχθηροῖς καὶ δειλοῖς καὶ φιλαργύροις , ὀλίγου ἄξιόν φασι τὸ πρᾶγμα [ καὶ τὸν
5378892 λαγωβολον
πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' ,
ὁ δὲ Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων
5376955 νοημασιν
. περιείληφεν ὀνόμασι συγκεκρότηταί τε καὶ συνέσπασται καὶ περιτετόρνευται τοῖς νοήμασιν ἄμεινον ἰσχύϊ τε πλείονι κέχρηται καὶ τόνοις ἐμβριθεστέροις καὶ
καὶ τοῖς αὐτοῖς χρώμενοι κεφαλαίοις , οὐ τοῖς ἴσοις χρῶνται νοήμασιν , ἀλλ ' οἱ μὲν πολλοῖς , οἱ δὲ
5375190 χαλινοις
τίς γῆ ; τί γένος ; τίνα φῶ λεύσσειν τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενον ; τίνος ἀμπλακίας ποινὰς ὀλέκῃ ;
κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν ' ᾖ τοὺς ἵππους θυμοῦ πλήρεις περὶ τοὺς
5373136 τραχυνει
τὰ ὀνόματα οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον παράκειται , ἃ τραχύνει τὸν λόγον : ἀλλὰ συνολισθαίνουσιν ἀλλήλαις καὶ συγκαταφέρονται ,
καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει , τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοάς , πάντες
5371217 ἰσχνην
ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα τ ' ἰσχνήν πηγάνου ἥν τ ' ὤκιστα βορῇ ἐπεσίνατο κάμπη ,
σὺν ἐμοὶ ᾄσατε ἢ ἐπιπνεύσατε ᾆσαι . ῥαδινήν : τὴν ἰσχνήν : ἀκρίδι γὰρ αὐτὴν παρέβαλεν ὁ Μίλων . ῥαδινάν
5371187 ῥυθμοις
πρὸς πόλεμον χρησίμων . ὡς δ ' αὔτως καὶ τοῖς ῥυθμοῖς Κρητικοῖς χρῆσθαι κατὰ τὰς ὠιδὰς συντονωτάτοις οὖσιν , οὓς
πρεπόντων τε καὶ μὴ πρεπόντων , ἐν μέλεσί τε καὶ ῥυθμοῖς συντείνουσα πρὸς ἠθῶν κατασκευήν . Τί ἐστι μέλος ;
5368724 Μυξα
, καὶ τὰ ἐμβαλλόμενα πρὸς τὸ ἀλεσθῆναι τὰ σπέρματα . Μύξα . παρὰ τὸ ἐκ μυκτῆρος ἐκκρίνεσθαι . Μάγειρος .
αὐξάνεται . γλαγόεσσα : γαλακτώδης , ἀφρώδης , λευκή . Μύξα : ἀφρὸς , λίπος , ἀφρώδης . ἵμερος :
5357380 ἐξαισιως
παιδαγωγοῦντες λίαν πολλοί εἰσιν , οὐδὲ πάντες ὑμεῖς λίαν τετύφωσθε ἐξαισίως , ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐκείνῃ σχέτλιον , ὅτι μηδὲν
περαιτέρω , ἧττον , πεπληρωμένως , ταπεινῶς , ὑψηλῶς μεγάλως ἐξαισίως , ὑπερβολῇ ἄγαν , λίαν , δαψιλῶς , κατακόρως
5356399 τεχνικοις
μηχανὴν πρὸς ὃ παίειν ἔμελλε καὶ σταθμήσαντες αὐτὴν μέτροις τισὶ τεχνικοῖς καὶ ἀναλογίαις πρὸς τὸν σκοπὸν ἐπεφόρουν ἔπειτα κεραίας μεγάλας
τὴν ἀρχὴν οἶδεν , καὶ ὁ τεχνίτης διαβλέπων ἐν τοῖς τεχνικοῖς θεωρήμασι καὶ γνῶσιν αὐτῶν ἐσχηκὼς οὐ δεήσεται τοῦ διδάξοντος
5355703 ἐμεων
ἔκειτο οὖν ἄθλιος κατὰ τὸν αὑτοῦ Ὅμηρον “ αἷμ ' ἐμέων ” . πλὴν ταραχῆς γε καὶ δακρύων μεστὰ ἦν
δ ' ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων αἷμ ' ἐμέων , ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν .
5353576 Γενομενον
τῶν τοιούτων ἕκαστον ῥίζης τόπον ἐπέχον , οὐδέπω φυτοῦ . Γενόμενον γὰρ τὸ ζῷον ᾠκειώθη τινὶ πάντως εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
οὕτως ἐστὶν εἷς πᾶς , εἰ μὴ ἓν εἴη . Γενόμενον γὰρ ἑαυτῷ τοῖς μέρεσι πολέμιον οὕτως ἕν ἐστι καὶ
5353454 ὠκειας
μὲν οἰχθεισᾶν πυλᾶν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν , τέκˈνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες : ὁ δ ' ὀρθὸν μὲν
. θηρῶσιν δὲ Κελτοὶ καὶ ἀναμιγνύοντες τοῖς ἰχνευταῖς κυσὶν τὰς ὠκείας . καὶ οἳ μὲν μαστεύουσιν , αὐτοὶ δὲ διί
5353001 κεκομψευται
παρά τινος , τουτέστι προσπαιζόμενον καὶ προσβαλλόμενον . τὸ δὲ κεκόμψευται , ὅτι πάντα τὰ ἔνυλα κομψὰ καὶ ἀπατηλά .
ἔχοις , ὅ τι χαρίζοιο . καίτοι τοῦτο οὐκ ὀρθῶς κεκόμψευται . πολλὰ γὰρ ἐν Ἀντιμάχοιο , κἂν πέμπῃς καθημέραν
5352123 ἑρμηνευοντα
καὶ φρονεῖ ἄνθρωπος . διό φημι τὸν ἐγκέφαλον εἶναι τὸν ἑρμηνεύοντα τὴν ξύνεσιν . . . . . . .
δύνων τοκέων χωρισμὸν ἔτευξεν . Πάλιν δὲ τὰ ἔπη ταύτην ἑρμηνεύοντα προσγράφομεν τοῦ εὐχεροῦς καὶ μνήμης χάριν . τὴν τριταίαν
5349790 μονηρη
. καὶ αὐτὸς δέ φησιν , ὡς Ἡρακλείδης ἱστορεῖ , μονήρη αὑτὸν γεγονέναι καὶ ἰδιαστήν . ἔνιοι δὲ καὶ γῆμαι
μὲν συναγελαστικὰ καὶ φιλάλληλα , ὡς γέρανοι , τὰ δὲ μονήρη καὶ ἐχθρά , ὡς ἰκτῖνες καὶ τὰ ἄλλα ,
5346810 πληκτικον
ἀγωνιστικόν ἀψύχων ζωοθηρικόν πεζοθηρικόν ὑγροθηρικόν◄ ►τὸ ὑγροθηρευτικόν ἔνυδρον πτηνόν ἑρκοθηρικόν πληκτικόν πυρευτικόν ἀγκιστρευτικόν τριοδοντιακόν ἀσπαλιευτικόν◄ : , : . ἄττα
δύσθραυστον , πλῆρες , μεμυκός καὶ τὸ τῇ ὀσμῇ δὲ πληκτικόν , γεύσει δὲ δριμὺ καὶ ὑπόπικρον . Κασίας ἐστὶ
5344351 βομβειν
ἐμπίδας : οἱ δὲ ὡς τὰς ψύλλας οὔσας ἀφώνους εἶπε βομβεῖν : κωνώπων γὰρ μᾶλλον τοῦτο ἴδιον . ἐντεῦθεν πλανηθέντες
' ἂν λάβῃ τις τῶν σκελῶν καὶ τοῖς πτεροῖς ἐᾷ βομβεῖν , προσπέτεσθαί φησιν τοὺς ἀκέντρους , τῶν δ '
5340313 κρουειν
ξύμβουλον καὶ πάντα τοιοῦτον καθαρῶς ἀποφαίνεσθαι , καὶ μὴ διπλᾶ κρούειν , ὡς λόγος . καίτοι ὅταν ὁ τοῖς ἄλλοις
Γέλως συγκρούσιος : ὁ ἄκοσμος καὶ ἄτακτος . ἀπὸ τοῦ κρούειν τὰς χεῖρας . Γέρων ἐρινὸς εὐφρανεῖ τοὺς γείτονας :
5340198 Φρασω
ἐξέκαμεν , ἐξεῦρεν δὲ μηχανὴν ἑκουσίου ἀγωγῆς τοιάνδε τινά . Φράσω δὲ αὐτὴν κατὰ τοὺς τοῦ Φρυγὸς λόγους μῦθον πλάττων
λόγῳ μὲν ἐσθλά , τοῖσι δ ' ἔργοισιν κακά . Φράσω δὲ καὶ τοῖσδ ' , ὥς σε δηλώσω κακόν
5338821 ὡμοιωσθαι
τούτων ἁπάντων . διὸ ὁ Πλάτων ἀνομοίως ὡμοιῶσθαι λέγει , ὡμοιῶσθαι μὲν ὅτι ἐξ ἀποφάσεως ἕκαστον ὁρίζεται , ἀνομοίως δὲ
τὸ δὲ ἓν οὔτε τῶι οὐκ ὄντι οὔτε τοῖς πολλοῖς ὡμοιῶσθαι : ἓν γὰρ ὂν οὐκ ἔχειν , πρὸς ὅτι
5333407 αἰσθανομενοις
τὴν πλησίον , καὶ μέχρι τριῶν ἐλθοῦσα αἴσθησιν σχῇ τοῖς αἰσθανομένοις . μεταβάλλον μὲν οὖν οὕτω καὶ μετακινούμενον γίγνεται πᾶν
ἄτοπον δὲ καὶ τὸ πᾶσιν ἀξιοῦν ταὐτὸ φαίνεσθαι τῶν αὐτῶν αἰσθανομένοις καὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν ἐλέγχειν , καὶ ταῦτα εἰρηκότα

Back