δ ' ὁ βουλόμενοςμόνος ἂν γενέσθαι βασιλεὺς τέλειος ὁ τὴν ποιμενικὴν ἐπιστήμην ἀγαθός , ἐν ἐλάττοσι ζῴοις παιδευθεὶς τὰ τῶν
ὄϊος : τὸ τοῦ προβάτου . | σκαφίδα : τὴν ποιμενικὴν σκάφην οὕτω καλοῦσιν Ἀττικοί . σκυτίνην : πεπιλημένην καὶ
6372017 Φιλλις
θέσιν τῶν κλινῶν . : ἐν τῷ Περὶ αὐλητῶν , Φίλλις ὁ Δήλιος : ξυνέγραψε γὰρ καὶ οὗτος Περὶ αὐλητῶν
μάγαδιν , ἔνθα Περσικῷ νόμῳ ξενωθεὶς αὐλὸς ὁμονοεῖ χοροῖς . Φίλλις δὲ ὁ Δήλιος μουσικὰ ὄργανα καταλέγει ταῦτα : φοίνικες
6076155 ὑπτιως
πρὸς τὸ κλυδώνιον . εἶτα ἔκφρασον τὸν χειμῶνα , μὴ ὑπτίως , ἀλλ ' ἀγωνικῶς . πῆ μὲν τοῦ κύματος
ἐκτελεῖ τῇ ῥινί , ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται
6067629 μιαρωτατος
ἀποτρέχει . μέμνηται δ ' Ἄρχιππος ἰχθυοπώλου Ἑρμαίου . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος Ἑρμαῖος . Ἄλεξις δὲ Μικίωνος :
. Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι μνημονεύων τῶν λαβράκων φησίν : Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος , Ἕρμαιος , ὃς βίᾳ δέρων
5983457 λαβρακας
, ὃς βίᾳ δέρων ῥίνας γαλεούς τε πωλεῖ καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων . ΛΑΤΟΣ . τοῦτον κατὰ τὴν Ἰταλίαν κράτιστον
ἀπάντησις ἂν ἦν . ΓΘ ἄλλως : βέλτιόν φησιν εἶναι λάβρακας καταφαγόντα τοὺς Μιλησίους κλονεῖν , ἀλλὰ μὴ Νικίαν ταράσσειν
5893230 ἀπεμαξατο
τὴν αἰτίαν τοῦ γιγνομένου ἀποδιδόναι . Τόλμαν Ἀλεξάνδρου καὶ ὅλαν ἀπεμάξατο μορφὰν Λύσιππος : τίν ' ὁδὶ χαλκὸς ἔχει δύναμιν
: ἡ Ἀφροδίτη , φησίν , αὐτῆς εἰς τὸν κόλπον ἀπεμάξατο τὰς χεῖρας , τουτέστιν ἐπαφρόδιτον ἐποίησεν αὐτήν : διὸ
5892385 παγχρηστος
κόλαξ , παράσιτος , εἰκονικός , Σικελικός . ὁ μὲν πάγχρηστος ὑπέρυθρος , γυμναστικός , ὑποκεχρωσμένος , ῥυτίδας ὀλίγας ἔχων
καὶ μαλάξας χρῶ . Τραυματική , διαλυτικὴ πάσης σκληρίας , πάγχρηστος , διαφορεῖ ἀποστήματα διὰ τῶν ἀδήλων πόρων τὸ ὑγρὸν
5872777 κωμῳδοποιος
μυστήρια ταῦτα ἐκάλεσεν : ἢ ἴσως καὶ τῶν φιλοσόφων ὁ κωμῳδοποιὸς ⌈ οὗτος ⌈ μετ ' εἰρωνείας καθαπτόμενος . ἀναιροῦμαι
Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ Ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα
5813226 κιθαρῳδους
Μισγόλας , οὗ καὶ Αἰσχίνης μέμνηται , ἐσπουδακὼς ἦν περὶ κιθαρῳδοὺς καὶ κιθαριστὰς ὡραίους . περὶ οὗ Τιμοκλῆς φησιν ὅτι
ἐστιν ὥσπερ ἂν εἰ τοὺς κήρυκας ἐκάλουν μόνους ἢ τοὺς κιθαρῳδοὺς ἢ τοὺς τραπεζίτας . τοιγαροῦν ἄνθρωποι παρίασι καὶ ἀνόητοι
5800728 θελγειν
καθέλκουσιν . τὸν Ὀρφέα τῆς ἐμμελείας μεμυθεῦσθαι καὶ τοὺς καὶ θέλγειν , ὡς καὶ νῦν εἰώθαμεν ὑπερβολικῶς λέγειν , ἀλλὰ
μέλους ἔκρουέ τε ἅμα καὶ ᾖδεν ἐρωτικὰ ψυχαγωγεῖν οὕτω καὶ θέλγειν οἰόμενος τὴν σώφρονα , τὴν παρθένον . οὐ μήν
5798626 πολιους
ταῖς εἰσκρίσεσιν ἀκολουθοῦντες : πρεσβυτέρους δὲ οὐ τοὺς πολυετεῖς καὶ πολιοὺς νομίζουσιν [ ἀλλ ' ἔτι κομιδῇ νέους παῖδας ]
πάρεστι Νεῖλος κεφαλὴν ῥόδοις πυκάσσας , ἵνα σὺν νέοις χορεύσῃ πολιοὺς πόδας τινάσσων . Κιθάρης ἄναξ Ἀπόλλων γάμιον μέλος λιγαίνει
5790223 χορικα
τῶν χορευτῶν οὐκ ἐχόντων τὰς τροφὰς ὑπεξηιρέθη τῆς κωμωιδίας τὰ χορικὰ μέλη καὶ τῶν ὑποθέσεων ὁ τύπος μετεβλήθη . σκοποῦ
δὲ τὸ πρόσωπον ἐφ ' ἑαυτοῦ ὁ ποιητὴς καταλιπὼν τὰ χορικὰ πρόσωπα : μετοχαῖς γὰρ ἀρσενικαῖς κέχρηται . τὸ δὲ
5774611 περιστεροπουλα
Ἐκ δὲ τῶν ὀρνίθων ἐσθίειν ὄρνιθας καὶ ὀρνιθόπουλα ἄρρενα , περιστερόπουλα λευκά , νήσσας καὶ χῆνας τρυφεράς , καὶ ψαχνὰ
καὶ ὀξυστὰ ἐσθιέτω . ἐκ δὲ τῶν ὀρνέων ὄρνιθας καὶ περιστερόπουλα , λευκὰ δὲ καὶ βρακάτα , ταῦτα γάρ εἰσι
5757510 χλιδωνας
περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια , ὧν ἔνια καὶ τοῖς περὶ τοὺς
δὲ κορύμβαι ἐπ ' αὐτῶν τέττιγες ὥς : δαιδαλέας δὲ χλιδῶνας ἄρ ' ἀμφὶ βραχίος ' ἕσαντες – ⚕⚕τες –
5741128 κλεψιαμβους
φοίνικας καὶ πηκτίδας καὶ μαγάδιδας σαμβύκας τε καὶ τρίγωνα καὶ κλεψιάμβους καὶ σκινδαψοὺς καὶ τὸ ἐννεάχορδον καλούμενον . Πλάτων δ
φοινικιάς , πηκτίδας , μαγαδίδας , σαμβύκας , τρίγωνα , κλεψιάμβους , σκινδαψοὺς καὶ τὸ ἐννεάχορδον καλούμενον . ἔστι δ
5738272 μελαγχολικους
χυμούς , ἐνίοις δὲ τοὺς πικροχόλους , ἐνίοις δὲ τοὺς μελαγχολικούς , ἐνίοις δ ' ὀρῶδες περίττωμα κατὰ τὴν τῶν
ἔτι καὶ ὑστερικάς , ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως αἱμοπτυϊκούς , μελαγχολικούς , πνευμονικούς , ψωριῶντας , ἔτι δὲ διὰ τομῶν
5735927 τρεφοντας
ὑπ ' αὐτοῦ κυνῶν ἀπέθανεν , οὕτως οἱ κόλακες τοὺς τρέφοντας κατεσθίουσιν . ὥσπερ γὰρ τὰ θηρία τὴν σαγήνην ὑποχωροῦντα
καὶ ἐμὲ ἐξηπάτησεν , ὥστε καταγελάστους γενέσθαι τοὺς Ἀθηναίους τοιούτους τρέφοντας . παμπολὺν τοῖς δημόταισι : διαβολὴ τῶν Ἀθηναίων εἰ
5697159 Ἀντικλειαν
ἤκουσα ἐν Φαραῖς , Διοκλεῖ θυγατέρα ἐπὶ τοῖς διδύμοις παισὶν Ἀντίκλειαν γενέσθαι , τῆς δὲ Νικόμαχόν τε εἶναι καὶ Γόργασον
περιφέρειν , ἀλλὰ καὶ τοῖς τέκνοις ὀνόματα θέσθαι Τηλέγονον καὶ Ἀντίκλειαν . . . : Εὔδοξος ὁ Ῥόδιος Περὶ τὴν
5690114 Φιλητας
αὐτὸν εἰς τοῦτο διαλύεσθαι τὸ ζῷον . ᾧ καὶ φαίνεται Φιλητᾶς προσέχειν , ἱκανῶς ὢν περίεργος : προσαγορεύει οὖν αὐτὰς
καλούμενον . ΑΜΦΩΞΙΣ ξύλινον ποτήριον , ᾧ χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλητᾶς φησι , [ τοὺς ] ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ
5689066 ὑποδεσει
ἑαυτῷ δὲ ἕκαστος ὁμολογήσας ἐνστάσει χρῆται ἰδίᾳ καὶ ἐσθῆτι καὶ ὑποδέσει καὶ τροφῇ καὶ κουρᾷ καὶ ἄλλῳ τῷ περὶ τὸ
ἀνατιθέασι καὶ πολλὰ τῶν νομίμων : καὶ ἐσθῆτι δὲ καὶ ὑποδέσει πολεμικῇ χρῆσθαι , καὶ τῶν δώρων τιμιώτατα αὐτοῖς εἶναι
5687326 σκωπτοντας
ἐνδόξων τε καὶ πλουσίων , διαβληθέντας αὐτῷ ὡς ἀπαρεσκομένους καὶ σκώπτοντας αὐτοῦ τὸν βίον . ἠγάγετο δὲ γυναῖκα τὴν εὐγενεστάτην
μὲν τὸν Διόνυσον , ὡραίαν δὲ τὴν Ἀριάδνην , οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας , πάντες
5685150 ἐκφυλα
καὶ ὑλαίοις καὶ μηδαμῇ μηδαμῶς μηδὲ ἓν βιβλιδάριον ἀναγνοῦσι πάντῃ ἔκφυλά τε δοκοῦσι καὶ ἀποδάσμια καὶ ἀληθείας πορρωτάτω ἐκτρέχοντα καὶ
καὶ ὑλαίοις καὶ μηδαμῇ μηδαμῶς μηδὲ ἓν βιβλιδάριον ἀναγνοῦσι πάντῃ ἔκφυλά τε δοκοῦσι καὶ ἀποδάσμια καὶ ἀληθείας πορρωτάτω ἐκτρέχοντα καὶ
5680312 δακτυλιοις
τοὺς ἐπιμελουμένους διὰ σφραγίδων τῶν ὀνύχων αὐτοὺς λευκαίνοντας , τοὺς δακτυλίοις καὶ ὀνύχων . ξυσμοῖς καὶ κόμης καλλωπισμῷ ἐναβρυνόμενοι ἐναμβρ
πρὸς ἀρετὴν καὶ πόνους συμπράττειν , θεῶν τε εἰκόνας ἐν δακτυλίοις μὴ φορεῖν , τουτέστι τὴν περὶ θεῶν δόξαν καὶ
5677676 βομβειν
ἐμπίδας : οἱ δὲ ὡς τὰς ψύλλας οὔσας ἀφώνους εἶπε βομβεῖν : κωνώπων γὰρ μᾶλλον τοῦτο ἴδιον . ἐντεῦθεν πλανηθέντες
' ἂν λάβῃ τις τῶν σκελῶν καὶ τοῖς πτεροῖς ἐᾷ βομβεῖν , προσπέτεσθαί φησιν τοὺς ἀκέντρους , τῶν δ '
5675285 κογχυλιων
καὶ μέλι μιγνύντες , ἐμβάλλουσι τῷ γλεύκει . Οἱ δὲ κογχυλίων τὰ ὄστρακα καύσαντες καὶ τρίψαντες ὡς λειότατα , ἐμβάλλουσιν
Ἰνδικῆς παράπλῳ γράφει : στρόμβων , χοιρίνων καὶ τῶν λοιπῶν κογχυλίων αἱ ποικίλαι ἡδεῖαι καὶ πολὺ διάφοροι τῶν παρ '
5663787 κοκκυγα
τέταρτον ἐπίκειται κατὰ τὸ πέρας ὀστοῦν ἕτερον , ὃ καλοῦσι κόκκυγα . διαλυθέντων δ ' ὑφ ' ἑψήσεως ἁπάντων ,
τοὺς σκληροσάρκους , οἷον ὀρφὸν , γλαῦκον , κηρίδα , κόκκυγα καὶ ὀκτάποδα καὶ σηπίας , καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων ἀστακοὺς
5654395 ηὐλησε
, πρῶτος δὲ διάφορα ἐς τοσοῦτο μέλη ἐπ ' αὐλοῖς ηὔλησε τοῖς αὐτοῖς . λέγεται δὲ ὡς καὶ τοῦ προσώπου
ἢ μὴ πιέσας τὸ στόμα θρυλιγμὸν ἢ τὴν καλουμένην ἐκμέλειαν ηὔλησε . καίτοι γ ' εἴ τις κελεύσειε τὸν ἰδιώτην
5646801 ὑπερηφανει
καὶ μετὰ δυσόδμων ζῴων ἀνεστρέφετο . καὶ σὺ οὖν μὴ ὑπερηφάνει διὰ τὴν τῶν τράγων ὀσμὴν ἐλθεῖν πρός με .
καὶ μετὰ δυσόδμων ζῴων ἀνεστρέφετο . καὶ σὺ οὖν μὴ ὑπερηφάνει διὰ τὴν τῶν τράγων ὀσμὴν ἐλθεῖν πρός με .
5645091 γαμψους
πάντα εἶναι χλοηφάγα καὶ μηδὲν αὐτῶν σαρκοβόρον καὶ τὸ μήτε γαμψοὺς ἔχειν ὄνυχας μήτε τὴν ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ :
καμπτούσας πλαγίως νεφέλας , ἢ τὰς ὀρνίθων ὄψεσιν εἰκασμένας : γαμψοὺς γὰρ ἐκάλουν τοὺς ὄρνις . αὐτίκα γοῦν καὶ αὐτὸς
5633284 κρωζειν
καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ κολοιᾶν , καὶ κοψίχους
φωνὴν ἔχει , ὡς αἲξ τὸ μηκάζειν , κορώνη τὸ κρώζειν καὶ [ τἄλλα ] [ ὁμοίως ] [ .
5624558 Συμβαινει
τὸ ” ὁρᾷ “ ” ἐπίσταται . “ Ἀληθῆ . Συμβαίνει ἄρα , οὗ τις ἐπιστήμων ἐγένετο , ἔτι μεμνημένον
τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ καλὸν ἐμφαίνεσθαι , κτλ . , Συμβαίνει γὰρ πολλὴ δυσχέρεια , ἣν ἔνιοι φεύγοντες ἀπειρήκασιν ,
5622395 προσγελωσα
φλόγας Ἡφαίστου κύνας θερμῇ παροξύνουσα τηγάνου πνοῇ . πάλιν : προσγελῶσα τε λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ λαλήματι : πηδῶσι δ '
ἔθνη , μὴ πόληας ἀνθρώπων Ὕβρις γ ' ἐπέλθοι , προσγελῶσα τοῖς δήμοις , ἐπεὶ μετ ' αὐτὴν Πόλεμος εὐθέως
5618361 κεστραν
” . [ νηχομένας “ . ] ⌈ κεστρῶν [ κεστρᾶν ] ] ⌈ ἰχθύων κεφάλων : ⌈ κεστρεὺς γὰρ
δροσερᾶν νεφελᾶν ” : εἶτ ' ἀντ ' αὐτῶν κατέπινον κεστρᾶν τεμάχη μεγαλᾶν ἀγαθᾶν κρέα τ ' ὀρνίθεια κιχηλᾶν .
5615734 ἀκουστας
Φίλων ἐν τοῖς Ἰατρικοῖς Δυρραχηνὸν ἀναγράφει Φιλωνίδην οὕτως : Ἀσκληπιάδης ἀκουστὰς ἔσχε Τίτον Αὐφίδιον Σικελὸν καὶ Φιλωνίδην Δυρραχηνὸν καὶ Νίκωνα
Φίλων ἐν τοῖς Ἰατρικοῖς Δυρραχηνὸν ἀναγράφει Φιλωνίδην οὕτως ” Ἀσκληπιάδης ἀκουστὰς ἔσχε Τίτον Αὐφίδιον Σικελὸν καὶ Φιλωνίδην Δυρραχηνὸν καὶ Νίκωνα
5614183 μωροις
. τοιαῦτα γὰρ συνέγραψεν ὡς εἶναι κατὰ τὸν κωμῳδιοποιὸν θαύματα μωροῖς . φησὶν γὰρ ὅτι κήρυκες μὲν καὶ πάντα τὰ
ὥσπερ : παραβολή . ὀρταλίχοισι : πωλίοις . νηπιάχοισι : μωροῖς . Κατέπεφνε : ἐφόνευσεν . Ἀτυζομένη : ταρασσομένη .
5614102 συκινην
ψύξαντες , ἀποτίθενται ἐν ἀχύροις κριθίνοις . Τινὲς δὲ τέφραν συκίνην ἢ ἀμπελίνην ὕδατι ζέσαντες , καὶ τοὺς βότρυας βρέξαντες
Τοῖς δὲ ὑπὸ φαλαγγίων δεδηγμένων ταῦτα ἐπιτιθέναι δεῖ : τέφραν συκίνην σὺν ἁλσὶ λείοις μετ ' οἴνου πεφυραμένην , ἢ
5611688 Ἀναζαρβευς
ἀφ ' ἧς ἦν Διοσκουρίδης ὁ διασημότατος ἰατρός , χρηματίζων Ἀναζαρβεύς , καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Ἀναζαρβεύς , ὁ πολλά τε
προκειμένου ὄρους ἢ ἀπὸ Ἀναζάρβα τοῦ κτίσαντος . τὸ ἐθνικὸν Ἀναζαρβεύς ὡς Καρυανδεύς . ἀφ ' ἧς ἦν Διοσκουρίδης ὁ
5609606 πηκτιδας
καὶ Ἀναξίλας ἐν Λυροποιῷ : ἐγὼ δὲ βαρβίτους τριχόρδους , πηκτίδας , κιθάρας , λύρας , σκινδαψοὺς ἐξηρτυόμαν . Σώπατρος
φορῶν Ἐφεσήϊα γράμματα καλά . Ἐγὼ δὲ βαρβίτους τριχόρδους , πηκτίδας , κιθάρας , λύρας , σκινδαψὸν ἐξηρτυόμην . Πῶς
5608539 θηρευτης
ἀποκεκρυμμένους ἐν πήρᾳ καὶ δίκτυα ἅμα αὐτοῖς ἔφερεν ὡς ἀνὴρ θηρευτής . ἅτε δὲ ὢν ἀγνὼς καὶ Λακεδαιμονίων τοῖς πολλοῖς
. Καὶ δὴ καὶ αὐτὸς ἐγὼ πάνυ ἔχαιρον , ὥσπερ θηρευτής τις , ἔχων ἀγαπητῶς ὃ ἐθηρευόμην . κἄπειτ '
5601662 λαγωβολον
πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' ,
ὁ δὲ Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων
5601419 ἀβιων
δ ' αὐτῶν τοὺς ποιητάς , Ὅμηρον μὲν ” γλακτοφάγων ἀβίων τε , „ δικαιοτάτων ἀνθρώπων „ φήσαντα τὴν γῆν
ἀβλεπές , κατὰ συγγένειαν τοῦ μ πρὸς τὸ π . ἀβίων . τῶν ἅπαξ εἰρημένων : “ γλακτοφάγων ἀβίων τε
5601287 ἐπτοησθαι
τοὺς μὲν βιῶναι κοσμίως συμβαίνει , τοὺς δὲ πρὸς ἡδονὰς ἐπτοῆσθαι , καὶ τῶν εἰς τὴν δευτέραν μερίδα τελούντων τοὺς
οἱ πολλοὶ ὀνομάζουσι σωφροσύνην , τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι ἀλλ ' ὀλιγώρως ἔχειν καὶ κοσμίως , τούτοις μόνοις
5596370 πασσειν
ἀνεγείρει . ἄνω ποιεῖ . ἀναβάλλει . καὶ γὰρ τὸ πάσσειν ποικίλλειν ἐστὶ , καὶ παστὸς διὰ τὸ πεποικίλθαι .
κατέφλεξεν ἐν τῷ κεραυνῷ . ἔθος γὰρ ἦν τοῖς τότε πάσσειν ἐν τοῖς πέπλοις τὰ τῶν ψευδωνύμων αὐτῶν ἆθλα θεῶν
5585909 πεπλανημενον
ἐς δὲ τεταρταῖον καταστήσεσθαι , ἢν διαλείπῃ τε καὶ καταλαμβάνῃ πεπλανημένον τρόπον , καὶ ταῦτα ποιέων τῷ φθινοπώρῳ προσπελάσῃ .
ἄλλην τινὰ δύναμιν , ὅλως δὲ ἔξεστί σοι μεταδιδάσκειν τὸν πεπλανημένον : πᾶς δὲ ὁ ἁμαρτάνων ἀφαμαρτάνει τοῦ προκειμένου καὶ
5584509 προσετασσε
Ἡράκλειον ἀθροιζομένοις τοῖς τὰ γέλοια λέγουσιν ἀπέστελλεν ἱκανὸν κερμάτιον καὶ προσέτασσέ τισιν ἀναγράφοντας τὰ λεγόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἀποστέλλειν πρὸς
Ἡράκλειον ἁθροιζομένοις τοῖς τὰ γέλοια λέγουσιν ἀπέστελλεν ἱκανὸν κερμάτιον καὶ προσέτασσέ τισιν ἀναγράφοντας τὰ λεγόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἀποστέλλειν πρὸς
5577378 γαλακτοφαγους
, ὡς αὐτὸς οὗτος ἔφη : ὃν τρόπον καὶ εἰς γαλακτοφάγους τὸν Δία τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ . καθάπαξ μὲν γὰρ
Ἴστρον . οὐ γὰρ διὰ σημείων μὲν τοὺς νομάδας εἴρηκε γαλακτοφάγους ἀβίους τε , δικαιοτάτους ἀνθρώπους , καὶ ἔτι ἀγαυοὺς
5575920 ψαλιδας
ἐν δέ τισιν ὀργάνοις πρὸς ἀσφαλῆ συμπηγίαν σκελῶν πρὸς διαπήγματα ψαλίδας χαλκᾶς εὑρίσκομεν προσηλωμένας . παρασκέλια δ ' ἐπὶ τῶν
σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις ψαλίδας τιάρας καὶ σισυρνώδη στολήν . . . , .
5573711 ὁμοιωτικως
καὶ πικρόν , κατὰ δὲ τὴν ἀπὸ τῶν ἐναργῶν μετάβασιν ὁμοιωτικῶς μὲν νοεῖται καθάπερ ἀπὸ τῆς Σωκράτους εἰκόνος Σωκράτης αὐτός
τῶν ἐναργῶν μετάβασιν , καὶ ταύτην τρισσήν : ἢ γὰρ ὁμοιωτικῶς ἢ ἐπισυνθετικῶς ἢ ἀναλογιστικῶς . ἀλλὰ κατὰ μὲν περιπτωτικὴν
5567262 ἰσχνοφωνον
φθέγγεσθαι . ὁ δὲ Ἀκέσανδρος μὴ ἐκ γενετῆς αὐτόν φησιν ἰσχνόφωνον γεγενῆσθαι , ἀλλ ' ἀπὸ ταὐτομάτου δεθῆναι τὴν γλῶτταν
τοῦ χοροῦ διδάσκαλος , ᾧτινι ὁ Πίνδαρος ἐχρῆτο διὰ τὸ ἰσχνόφωνον καὶ μὴ δι ' ἑαυτοῦ δύνασθαι τοῖς χοροῖς καταλέγειν
5564433 φασσα
, συκαλίδες , δεύτεροι δ ' ἀτταγαί , πέρδιξ , φάσσα , οἰνάς : τροφιμώτερα δὲ ταῦτα ἐκείνων καὶ ἰσχυρότερα
, γράφων οὕτως : περιστερά , οἰνάς , φάψ , φάσσα , τρυγών . ἐν δὲ πέμπτῳ περὶ ζῴων μορίων
5562193 κιθαριστας
οἰκήσειν τὴν πόλιν ; καίτοι εἴ τις συναγαγὼν τούς τε κιθαριστὰς καὶ τοὺς παιδοτρίβας καὶ τοὺς γραμματιστὰς τοὺς ἄριστα ἐπισταμένους
Πύθια ἐκάλεσαν . προσέθεσαν δὲ τοῖς κιθαρῳδοῖς αὐλητάς τε καὶ κιθαριστὰς χωρὶς ᾠδῆς , ἀποδώσοντάς τι μέλος ὃ καλεῖται νόμος
5559698 ἀντιπαραγειν
καὶ ψιλῶν ἐς ὀκτακισχιλίους κατὰ τὴν νῆσον τὰ Πάταλα ἐκπέμπει ἀντιπαράγειν τῷ στόλῳ , αὐτὸς δὲ τὰς μάλιστα τῶν νεῶν
' οὖν Ἀλέξανδρος τὴν μὲν στρατιὰν προσέταξεν παρὰ τὸν ποταμὸν ἀντιπαράγειν ταῖς ναυσίν , αὐτὸς δὲ τὸν διὰ τοῦ ποταμοῦ
5559558 ἀναξυριδας
ἐπ ' ἄνδρας τοιούτους παρασκευάζεαι στρατεύεσθαι , οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας , σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φορέουσι , σιτέονταί
τῶν γυναίων ἐπίνοιαν τιάραν πρώτην φορέσαι , πρῶτον δὲ καὶ ἀναξυρίδας , καὶ τὴν τῶν εὐνούχων ὑπουργίαν εὑρεῖν , καὶ
5559133 Δαιδαλεια
ἔστιν , ὦ γεραιὲ , μὴ δείσῃς τάδε : τὰ Δαιδάλεια πάντα κινεῖσθαι δοκεῖ βλέπειν τ ' ἀγάλμαθ ' :
μεγάλα μέχρι τῶν νῦν καιρῶν διαμένοντα καὶ ἀπὸ τοῦ κατασκευάσαντος Δαιδάλεια καλούμενα . ᾠκοδόμησε δὲ καὶ γυμνάσια μεγάλα τε καὶ
5558566 ἐναιμοις
ἀποτεχθέντι . τροφὴ δέ ἐστι πᾶσιν ἡ ἐσχάτη τοῖς μὲν ἐναίμοις ἡ τοῦ αἵματος φύσις , τοῖς δ ' ἀναίμοις
ὃν καλεῖσθαι χόριον . εἶτα ἐχομένως πρῶτον διατυποῦσθαι πᾶσι τοῖς ἐναίμοις ζῴοις καρδίαν κατὰ λόγον φησίν . ὕστατον δὲ φθείρεται
5551600 ἐξοχους
ἔν τε τοῖς ἀγῶσι καὶ ἐν τοῖς πολέμοις ἀρίστους καὶ ἐξόχους ἐκθρεψαμένη ἥρωας . οὐ μόνον δὲ τοιούτους ἥρωας ἔθρεψεν
μὲν γὰρ ἀναλωτικὸν τῶν ἐμπιπτόντων , τὸ δὲ ὀξείας καὶ ἐξόχους ἔχον τὰς ἁφὰς , ὥστε τὸ μὲν πρὸς τὴν
5550870 προμετωπιδια
τάγμα . Ξ ἐν ἀμπυκτῆρσιν : οἱ κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν '
ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] ἀμπυκτῆρες οἱ κορυφιστῆρες , τὰ κυρίως λεγόμενα προμετωπίδια . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς , ἵν '
5547238 βουγλωσσον
δ ' ἐν βʹ Ὁμοίων παραπλήσιά φησιν εἶναι ψῆτταν , βούγλωσσον , ταινίαν . , Σπεύσιππος δ ' ἐν δευτέρῳ
. ποιοῦσι δὲ καὶ οἱ πταρμοὶ πολλάκις στῆναι : ἢ βούγλωσσον τὴν βοτάνην ὁμοίως ἢ ὀνίδα δεύσας ἐν ὄξει προστίθει
5543520 μεσοφθαλμους
ποιεῖ καὶ εὐεκτικοὺς καὶ μελανότριχας καὶ οὐλοκεφάλους καὶ δασυστέρνους καὶ μεσοφθάλμους καὶ συμμέτρους τοῖς μεγέθεσιν , τῇ δὲ κράσει τὸ
ποιεῖ καὶ εὐεκτικοὺς καὶ μελανότριχας καὶ οὐλοκεφάλους καὶ δασυστέρνους καὶ μεσοφθάλμους καὶ συμμέτρους τοῖς μεγέθεσι , τῇ δὲ κράσει τὸ
5543128 ἀστρολογησαι
' ἀκατάληπτα εἶναι δοκιμάσας . δοκεῖ δὲ κατά τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι καὶ ἡλιακὰς ἐκλείψεις καὶ τροπὰς προειπεῖν , ὥς φησιν
. , ; , ] δοκεῖ δὲ κατά τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι καὶ ἡλιακὰς ἐκλείψεις καὶ τροπὰς προειπεῖν , ὥς φησιν
5542108 προσχορδα
. μίμησιν . γρ . μίμησιν : τοῦ πατριάρχου . πρόσχορδα . πρόσχορδα . καὶ ἀντίφωνον . . . .
κρουόμενα εἴποις ἂν καὶ πληττόμενα , ἐπιψαλλόμενα , ἔγχορδα , πρόσχορδα , προσῳδά , τὰ δ ' ἐμπνεόμενα , καταπνεόμενα
5530155 Κηρυξι
. . λέοντος : πυρροκεφάλου , ξανθοτρίχου . Αἰσχύλος ἐν Κήρυξι σατύροις . . , . : κακοποιεῖν . Αἰσχύλος
φαίης δ ' ἂν καὶ σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς ,
5530112 ὠμοφαγους
ὑπὸ τῶν γυναικῶν καὶ διεσπάσθαι ἔτι ζῶντα τὰ θρέμματα : ὠμοφάγους γάρ τινας αὐτὰς εἶναι . Ταῦτα οἱ Ἰνδοὶ καὶ
περὶ τὸν Ἀλκίνουν διηγούμενος ἀνέμων τε δουλείαν καὶ μονοφθάλμους καὶ ὠμοφάγους καὶ ἀγρίους τινὰς ἀνθρώπους , ἔτι δὲ πολυκέφαλα ζῷα
5529635 ἀρνακιδας
ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας , οὗτος δ ' ἐν τούτοις ἐξῄει ἔχων ἱμάτιον
ποσὶν ἔχων πίλους . ὁ δὲ Πλάτων ἐν Συμποσίῳ καὶ ἀρνακίδας τοῖς πίλοις προστίθησιν : ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους
5529634 τετριχωσθαι
τίκτει δὲ δύο ἐφάπαξ καὶ τρία : λέγεται δὲ καὶ τετριχῶσθαι μικροῖς καὶ δυσθεωρήτοις τριχιδίοις . ἐπιλέγεται δὲ καὶ τὰ
θερμοβούλους , εὐψύχους ἄνδρας σημαίνει . ὤμους δὲ καὶ μετάφρενα τετριχῶσθαι παρομοίους δηλοῖ τοῖς ὄρνισιν ἐν ταῖς ψυχαῖς : ὑψηλὰ
5525856 τραγωιδιων
ἑξακόσια [ . ̈ . ] . περὶ δὲ τῶν τραγωιδιῶν προειρήκαμεν [ § ] . Ἐμπεδοκλῆς Μέτωνος , οἱ
λαβεῖν ἐξ ἀδάμαντος : ὡς δὲ Αἰσχύλος φησὶν ὁ τῶν τραγωιδιῶν ποιητὴς ἐν Φορκίσιν , Γραίας εἶχον προφύλακας αἱ Γοργόνες
5524042 ἐπισκωπτειν
τὰ τοιαῦτα προσαγορεύουσα . καὶ μίαν ταύτην προαίρεσιν ἐπεποίητο ἐκείνους ἐπισκώπτειν καὶ τὴν Διονυσιακὴν ἐλευθερίαν καταχεῖν αὐτῶν , ἄρτι μὲν
ἐπὶ τῇ κενοσπουδίᾳ τοῦ ἀνθρώπου εἰσήρχετο , καὶ ὅτε βουληθεῖεν ἐπισκώπτειν αὐτὸν Βροῦτον ἐπεκάλουν . οὗτος ὁ ἀνὴρ τὸν ἡγεμόνα
5518462 περιπεποιησθαι
τὰ ὑποκείμενα φύσιν ἔχειν πάγιον μήτε τὴν διάνοιαν ἀκριβῆ βάσανον περιπεποιῆσθαι , ᾗ βασανισθήσεται τὰ δόκιμα . παρασκευαὶ δὲ πάντα
χρόνοις διέξιμεν : δοκεῖ γὰρ οὗτος μεγίστην τῶν ἱστορουμένων τυραννίδα περιπεποιῆσθαι δι ' ἑαυτοῦ καὶ πολυχρονιωτάτην . Οἱ δὲ Καρχηδόνιοι
5508931 πλουταξ
εὐθὺς περὶ τοῦτον εἰμί . κἄν τι τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι
. Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον ἀθάλασσος ὢν τοῖς λοπαδίοις ἁλίσκεται : Ἰωνικὸς πλούταξ ὑποστάσεις ποιῶν κάνδαυλον , ὑποβινητιῶντα βρώματα . ἐχρῶντο γὰρ
5507778 ὑκην
τὸν αἰνοτάλαντα κατέστεψαν αἰνοδρυφὴς δὲ τάλαινα τεοῦ κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη
Ὕκκαρον ὀνομάσαι τὸ χωρίον . Ζηνόδοτος δέ φησι Κυρηναίους τὸν ὕκην ἐρυθρῖνον καλεῖν . Ἕρμιππος δὲ ὕκην ἀκούει τὴν ἰουλίδα
5505765 τραγῳδιων
τοὺς Νόμους οἶμαι , τραγῳδίαν προσείρηκας , καὶ ἀρίστην τῶν τραγῳδιῶν ἐτίθεις , καὶ αὐτὸς ὁμολογεῖς τραγῳδίας εἶναι ποιητής :
οἶκτος καὶ θαῦμα , ὅπερ ἔστι καταμαθεῖν καὶ ἐκ τῶν τραγῳδιῶν , οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ἀπὸ τῶν Ὁμήρου :
5497674 στρωμασι
μὲν γὰρ δημοσίᾳ φανέντος , Ἡφαιστίων ἦν ἀφανὴς ἐν τοῖς στρώμασι κατακείμενος , καὶ συνασκῶν ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους :
ψακαστοῖς , φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά
5497195 λυκαινης
προσαγορεύονται . ἀγνοοῦντας δέ τινας αὐτὸ πλάσαι τὸν περὶ τῆς λυκαίνης μῦθον , ἐπειδὴ κατὰ τὴν γλῶτταν , ἣν τὸ
ἐκελεύσθη τοῖς ὑπηρέταις γενομένην ἀπίθανον εἶναί φασι , καὶ τῆς λυκαίνης τὸ τιθασόν , ἣ τοὺς μαστοὺς ἐπεῖχε τοῖς παιδίοις
5494282 εὐεκκριτους
πιόνων τὰ θύννεια . Ἱκέσιος δ ' ἱστορεῖ οὐκ εἶναι εὐεκκρίτους κοιλίας οὔτε πηλαμύδας οὔτε τὰ ὡραῖα , τὰ δὲ
Ἀθηναίων κρείους . τὰς δὲ λεπάδας ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων
5493287 εὐφωνως
μόνον περὶ ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ περὶ θεῶν , ὧν καταγγέλλουσιν εὐφώνως μετὰ τιμῶν καὶ ἄθλων , παρ ' αὐτοῖς τραγῳδεῖται
καθ ' ἡμέραν διώκουσιν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοῖς εὐφώνως ὑβρίζουσι τὸν θεὸν ἆθλα καὶ τιμὰς τιθέασιν , τοὺς
5492843 ἰχθυδιοις
τοῦτο γάρ : οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ
γάρ . οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ
5487052 περδιξι
' ἀνηλεῶς ἔφη πρὸς ταύτην τάδε : Σὺ δὴ ταῖς πέρδιξι προσαγγεῖλαι θέλεις εἰς χεῖρας ἐμάς τινα μὴ πλησιάσαι .
ἄρα ζῷον ἦν καὶ ὁ χηναλώπηξ , καὶ ταὐτὰ τοῖς πέρδιξι δρᾷ . καὶ γὰρ οὗτος πρὸ τῶν νεοττῶν ἑαυτὸν
5485471 Τερπανδρος
Σιγειεὺς καὶ ἄλλοι τινές . . : ὅτι δὲ καὶ Τέρπανδρος ἀρχαιότερος Ἀνακρέοντος δῆλον ἐκ τούτων : τὰ Κάρνεια πρῶτος
ἐκ Μηθύμνης Τέρπανδρος ἐκείνοις κιθαρίσῃ . καὶ δή τι μέλος Τέρπανδρος ἐντέχνως κιθαρίσας αὐτοὺς πάλιν συνήρμοσε , Διόδωρος ὡς γράφει
5484970 ὡμοιωσθαι
τούτων ἁπάντων . διὸ ὁ Πλάτων ἀνομοίως ὡμοιῶσθαι λέγει , ὡμοιῶσθαι μὲν ὅτι ἐξ ἀποφάσεως ἕκαστον ὁρίζεται , ἀνομοίως δὲ
τὸ δὲ ἓν οὔτε τῶι οὐκ ὄντι οὔτε τοῖς πολλοῖς ὡμοιῶσθαι : ἓν γὰρ ὂν οὐκ ἔχειν , πρὸς ὅτι
5473887 ὑπορχηματα
διέλκεται δὲ ἡ τῆς πυρρίχης ὄρχησις , πρὸς ἣν τὰ ὑπορχήματα ἐγράφησαν . ἔνιοι μὲν οὖν φασι τὴν ἔνοπλον ὄρχησιν
εἰ λάβοι μέλη καὶ ῥυθμοὺς ὥσπερ οἱ διθύραμβοι καὶ τὰ ὑπορχήματα , τοῖς Πινδάρου ποιήμασιν ἐοικέναι δόξειεν ἂν τοῖς εἰς
5473770 ᾐδεν
τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων , ἣν ἔπεμψεν ἄρχων γενόμενος , ᾖδεν ὁ χορὸς εἰς αὐτὸν ποιήματα Σείρωνος τοῦ Σολέως ,
τοῦ Ἀστυάγους μετὰ τῶν φίλων , τότε Ἀγγάρης ὄνομα , ᾖδεν εἰσκληθεὶς τά τε ἄλλα τῶν εἰθισμένων , καὶ τὸ
5464327 αὐλωπιας
καὶ παρειμένος ὤκιστα εἶτα ἑάλω . διακαρτερεῖ γε μὴν ὁ αὐλωπίας ἐπὶ μακρόν , ὅταν ἐπίθηταί οἱ κατὰ τὸ καρτερόν
πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , ἑλεδώνας , σκορπίους . Πρὸς ἐμαυτὸν
5457119 περιεφυσαν
: περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν “ ἔθηκε , πρὸς δὲ τὸ ” περσικαί “
, ἐγεννήθησαν . , ἡπλώθησαν , τοῖς ποσὶν αὐτῆς . περιέφυσαν : ἐκ μεταφορᾶς τῶν φυομένων ἐν τοῖς δένδρεσιν ὀθνείων
5455488 ἀλειπται
ὀλιγοτροφώτεροι διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν . καὶ ταὐτὰ πιστοῦσιν οἱ ἀλεῖπται : οὐκ ἄν ποτε γὰρ προσέφερον τοῖς ἀθληταῖς θερμούς
αὑτᾶς : ταύταν δ ' ἄρχουσι τὰν ἀρχὰν τοὶ μὲν ἀλεῖπται τῶν ἀθλητῶν , καὶ τοὶ ἰατροὶ τῶν νοσιόντων ,
5454453 Μνησαρχου
Σάμον ἐλθόντα καταμεῖναι καὶ ἀστὸν γενέσθαι . Πλέοντος δὲ τοῦ Μνησάρχου εἰς τὴν Ἰταλίαν , συμπλεύσαντα Πυθαγόραν νέον ὄντα κομιδῇ
Ἡράκλειτος γοῦν ὁ φυσικὸς μονονουχὶ κέκραγε καί φησι : Πυθαγόρης Μνησάρχου ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων . καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας
5453417 δρος
ὕστερον ἐκπολιορκηθεῖσα ὑπὸ Κασσάνδρου παρεδόθη τῷ πλήθει . Κάσσαν - δρος δὲ βασιλεύσαςτὰ δὲ ἐς Ἀθηναίους ἐπέξεισί μοι μόνα ὁ
περὶ ἰχνεύμονος . ὅτι ὁ ἰχνεύμων ὁ καὶ ἔνυ - δρος καὶ ὕλλος καλούμενος λέγεται πηλῷ χρίσας ἑαυτὸν ὅπως ὀλισθηρὸς
5452924 θεραπευταις
τὸν Κῦρον λαβόντα τῶν κρεῶν διαδιδόναι τοῖς ἀμφὶ τὸν πάππον θεραπευταῖς , ἐπιλέγοντα ἑκάστῳ : Σοὶ μὲν τοῦτο ὅτι προθύμως
καὶ ἓν κάλλος διωκτὸν εἶναι , ἀλλὰ τοῖς μὲν Ἄρεος θεραπευταῖς Ἀρεϊκόν τε καὶ φιλοπόλεμον , τοῖς δὲ Ἀπόλλωνος θιασώταις
5451505 δημιουργουσιν
τὸν τρόπον , ἀλλὰ διὰ τὴν μέθην φαίνωνται τοιοῦτοι , δημιουργοῦσιν αὐτοὺς πίνοντας ἐν ἐκπώμασιν μεγάλοις , καί μοι δοκοῦσι
ἄλλα σιτοπόνων τε καὶ ὀψαρτυτῶν περιεργίαι κατὰ γαστρὸς τῆς ταλαίνης δημιουργοῦσιν . ὁ γοῦν Διογένης ἰδών τινα τῶν λεγομένων ἀπελευθέρων
5441622 Ἀγιας
φασιν , ὡς οἱ περὶ Ἀγίαν καὶ Δερκύλον . : Ἀγίας δ ' ὁ μουσικὸς ἔφη , τὸν στύρακα ,
τε καὶ Λύσανδρος ὁ Ἀριστοκρίτου στεφανούμενος ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος , Ἀγίας τε ὃς τῷ Λυσάνδρῳ τότε ἐμαντεύετο καὶ Ἕρμων ὁ
5440724 περιβλεπτους
χρυσοῦν , φασίν , ὀρνίθων γένος , τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς . διόπερ καὶ ἐπὶ τοῦ νομίσματος τῶν Σαμίων
εὔνοιαν τῶν ἰδίων θυγατέρων φεισάμενος , ἑνὸς τῶν ὑποτεταγμένων κόρας περιβλέπτους τοῖς βωμοῖς προσαγαγὼν ἀνεῖλεν . Μνησάλκης δὲ , ὁ
5439451 κατοικιδιων
Ταραντῖνος , ἐν τῷ περὶ σιτοβόλου , περὶ τῆς τῶν κατοικιδίων μυῶν φθορᾶς τοῖς αὐτοῖς κέχρηνται φαρμάκοις . Ἐὰν δὲ
. Τῶν δὲ ὀρνίθων προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ
5438985 θηλυδριαν
τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος , θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις ἐναβρυνόμενον καὶ
. ὅπως ] σκόπει . Σωστράτην ] καὶ τοῦτον ὡς θηλυδρίαν κωμῳδεῖ . ὀρθότερον ] ἢ ἐγὼ εἶπον . ἦν
5437208 δημηγορικοις
ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς . Ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσι : Δημοσθένης προοιμίοις δημηγορικοῖς . Σοφοκλῆς μὲν οὖν ἐν ταῖς ἐλεγείαις Σόλωνός φησιν
φησίν : δικανικοῖς μὲν οὖν οὐ περιέτυχον αὐτοῦ λόγοις , δημηγορικοῖς δὲ ὀλίγοις καί τισι καὶ τέχναις , τοῖς δὲ
5432528 θρηνοι
ἄμφω χρυσοῦς ἀμφορεὺς κειμένους , ὡς ἕνα . Μουσῶν δὲ θρῆνοι καὶ Νηρηίδων , οὓς ἐπ ' ἐμοὶ γενέσθαι φασί
καὶ ἑξηκοστῆς . . . μέχρις οηʹ . . . θρῆνοι , παιᾶνες , ἐγκώμια , ἐπιγράμματα , τραγῳδία ,
5431520 ἐπινενοηκεν
ἐκ τοῦ ὁμοίου παραθέσεως , ἃς ἡ τοῦ λόγου τέχνη ἐπινενόηκεν : διὸ εἰκότως αὗται λογικαὶ κέκληνται , αἱ τὴν
διαλεκτικὴν [ δύναμιν , δι ' ἧς πείθονται ταχέως ] ἐπινενόηκεν , ὡς ἀπαλλαξόμεθα τῶν βλαβερῶν , ἐπελευσόμεθα δὲ ἐπὶ
5430109 τεταρταϊζοντας
μακρόν . . . : Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην
βεβρεγμένῃ καταντλείσθωσαν πλείονας ἡμέρας . Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην
5429619 ἐπετηδευσε
' ἀσθένειαν ἀπαγγελτικὴν τοῦτο ἐποίει , ἀλλὰ φύσει ὢν σαφὴς ἐπετήδευσε τὴν ἀσάφειαν . ἐπιτηδεύει δὲ αὐτὴν διὰ τρεῖς αἰτίας
χάριν . οὕτω καὶ ὁ Ἀπόλλων τὸ λοξὸν τῶν μαντευμάτων ἐπετήδευσε : πείρας γὰρ χάριν τῷ Κροίσῳ δέδωκεν ἀσαφῆ χρησμὸν
5419974 καταπεπωκεν
λοπάς ἐστιν . Ἄρχιππος Ἰχθύσι : καὶ τὴν μὲν ἀφύην καταπέπωκεν ἐντυχὼν ἑψητός . Εὔπολις Αἰξίν : ὦ Χάριτες ,
ἤδη ὁ αἰὼν Χρυσίππους , πόσους Σωκράτεις , πόσους Ἐπικτήτους καταπέπωκεν . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐπὶ παντὸς οὑτινοσοῦν
5419617 ἀρρενουσθαι
μέχρι τῆς ὑπὸ γῆν ἀντιμεσ - ουρανήσεως σχηματισμοῖς ὡς ἀπηλιωτικοῖς ἀρρενοῦσθαι σημαίνει , ἐν δὲ τοῖς λοιποῖς δυσὶ τεταρτημορίοις ὡς
καὶ τῆς ὑγρᾶς οὐσίας καὶ τῆς ξηρᾶς ἐστι ποιητικός . ἀρρενοῦσθαι δέ φασι τοὺς ἀστέρας καὶ θηλύνεσθαι παρά τε τοὺς
5416483 σατυροις
ἰσχάδες . ἃ πάντα φησὶν ὁ Λυκόφρων ἐν τοῖς πεποιημένοις σατύροις αὐτῷ , οὓς Μενέδημος ἐπέγραψεν , ἐγκώμιον τοῦ φιλοσόφου
Τιμοκλῆς ἰδὼν ἐπὶ τῶν ἵππων δύο σκόμβρους ἔφη ἐν τοῖς σατύροις εἶναι . Ὅστις ἀγοράζει πτωχὸς ὢν ὄψον πολύ ,
5416165 φορουσι
ἕως μὲν οὖν ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι
τραχηλοκοπηθῆναι τὸν ἰδόντα σημαίνει : τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ

Back