κατόπτρῳ “ οὐ δοκεῖ [ σοι ] ἄτοπον εἶναι τὸ ἐμβεβλῆσθαι τὸ ῥῶ ; ἀλλὰ τοιαῦτα οἶμαι ποιοῦσιν οἱ τῆς
Κρεοντιάδην , λέγων αὐτοὺς εἰς τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἐμβεβλῆσθαι : Βάτος δὲ ἐν δευτέρῳ Ἀττικῶν ἱστοριῶν Πολύδωρον ,
4912927 Σταχυν
ἀρχομένης ἡ σελήνη μέσῃ τῇ πρὸς ἰσημερινὴν ἀνατολὴν ἁψῖδι τὸν Στάχυν κατέλαβεν , καὶ διῆλθεν ὁ Στάχυς ἀφαιρῶν αὐτῆς τῆς
χεῖρα Δωρίς , κατὰ τὴν εὐώνυμον Σικελία , κατὰ τὸν Στάχυν Περσική . Ἡ δὲ τῶν ὁρίων τάξις οὕτως :
4836024 ἐκπυρωθηναι
Τυφῶν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ [ ] πρὸ τοῦ ἐκπυρωθῆναι , ὡς Πλάτων ἐν Φαίδρῳ [ ] . ὁ
ουσα . τυφὼς οὖν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ πρὶν ἐκπυρωθῆναι τὸν ἀέρα : βούλεται δὲ ἀπὸ μέρους τὸ πῦρ
4705905 Ἀρχεμορου
τῆς Ὑψιπύλης : καὶ γὰρ κατὰ Εὐριπίδην τροφὸς ἦν τοῦ Ἀρχεμόρου [ ] | [ ] Λήμνῳ ? ? [
αὐτῷ ὡς ἀπὸ τοῦ Ὀφέλτου μὲν πρότερον , νυνὶ δὲ Ἀρχεμόρου , ἀπὸ τοῦ μαντεύσασθαι τοῖς ἐπὶ Θήβας στρατευσαμένοις διὰ
4624585 Κυνα
⋖ η , ὄξους # ιβ . λειοτρίβει τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν , ἕως πᾶν τὸ ὄξος ἀναλωθῇ ξηρανθέν ,
ὕδατος ὀμβρίου παλαιοῦ ξέστας δώδεκα , καὶ ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν ἡλίαζε φυλασσόμενος ὄμβρους καὶ δρόσον . Ῥοΐτης δὲ
4594772 Ἀρατου
Πολυφήμου δῆθεν . τὰ πράγματα ἐν Σικελίᾳ . τοῦ δὲ Ἀράτου , ᾧ προσφωνεῖ , καὶ ἐν τοῖς Θαλυσίοις [
γόνατα τοῦ Ἡνιόχου καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν Διδύμων ἔτι πρότερον Ἀράτου Εὔδοξος ἀναγέγραφεν , ᾧ καὶ νομίζομεν κατηκολουθηκέναι τὸν Ἄρατον
4499376 Ἀνθη
: Ἀλκυονέως τοῦ Γίγαντος θυ - γατέρες ἦσαν Φωσθονία , Ἄνθη , Μεθώνη , Ἀλκίππη , Παλήνη , Δριμώ ,
τοῦ γίγαντος θυγατέρες ἦσαν [ Φθονία ] , Χθονία , Ἄνθη , Μεθώνη , Ἀλκίππα , Παλλήνη , Δριμὼ ,
4467801 ἀναφερομενου
κλίμα μεσουρανήματος , * * * ἄνω δὲ διὰ τοῦ ἀναφερομένου ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα , κάτω δὲ διὰ τοῦ δυομένου
ὀξύτητα προσαγορεύομεν . γίνεται δ ' ἡ μὲν βαρύτης κάτωθεν ἀναφερομένου τοῦ πνεύματος , ἡ δ ' ὀξύτης ἐπιπολῆς προϊεμένου
4459007 Λεοντιου
Κουρῆτα λαὸν ἤινεσαν . . . : Δανάην δὲ τὴν Λεοντίου τῆς Ἐπικουρείου θυγατέρα ἑταιριζομένην καὶ αὐτὴν Σώφρων εἶχεν ὁ
ῥέῃ , λαμπροὶ δὲ ἡμεῖς διὰ Λεόντιον ὦμεν μετὰ τοῦ Λεοντίου . Ἴσως τἄλλα ψεύδομαι καὶ οὐκ ἐπεσταλκὼς ἐπεσταλκέναι φημί
4445557 Ἀπολλωνιου
Αἰλιανῷ τότε , ὁ δ ' ἀνὴρ οὗτος πάλαι τοῦ Ἀπολλωνίου ἤρα ξυγγεγονώς ποτε αὐτῷ κατ ' Αἴγυπτον καὶ φανερὸν
δ ' ὁ κύων ὑπὸ τοῦ Δάμιδος ὑπεκλίθη τοῖς τοῦ Ἀπολλωνίου ποσίν , ὥσπερ οἱ βώμιοι τῶν ἱκετῶν κλαίων ,
4430271 Ἀλκυονεως
μῦθον Ἀγήσανδρος ἐν τοῖς Περὶ * Ὑπομνήμασι λέγει οὕτως : Ἀλκυονέως τοῦ γίγαντος θυγατέρες ἦσαν [ Φθονία ] , Χθονία
. Νεαπολῖται δὲ οἱ Ἰταλίαν οἰκοῦντες θαῦμα πεποίηνται τὰ τοῦ Ἀλκυονέως ὀστᾶ . λέγουσι γὰρ δὴ πολλοὺς τῶν γιγάντων ἐκεῖ
4388164 ἀνδροκτασιης
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερόνδ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ , ὅτε παῖδα κατέκτανον
με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερον δ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
4382774 Δηλιακων
Καταλέγει δὲ τούτους καὶ Ἀντίμαχος . Φανόδικος δὲ ἐν αʹ Δηλιακῶν ἐξ Ὑπερβορέων φησὶν αὐτοὺς ἐλθεῖν ἐπὶ τὸν πλοῦν .
αʹ . Ψαμμητίχην δὲ κεκλῆσθαί φησιν ὁ Σῆμος ἐν αʹ Δηλιακῶν διὰ τὸ τοῖς ψαμμήτοις τιμᾶσθαι τὴν θεόν : ψάμμητα
4375238 Θηριμαχον
Θηρίμαχος ὁ Σπαρτιάτης . ἀγωνισάμενος δὲ λαμπρῶς αὐτόν τε τὸν Θηρίμαχον ἀνεῖλε καὶ τῶν Μεθυμναίων οὐκ ὀλίγους , τοὺς δὲ
. . . . , : Διονύσιος ἐν πρώτῳ Κύκλων Θηρίμαχον καὶ Δηικόωντα . Εὐριπίδης δὲ προστίθησιν αὐτοῖς καὶ Ἀριστόδημον
4327022 Κρεοντιαδην
δευτέρῳ , Ἀντίμαχον , Κλύμενον , Γλῆνον , Θηρίμαχον , Κρεοντιάδην : λέγων αὐτοὺς εἰς τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ πατρὸς
αὐτοῖς καὶ Ἀριστόδημον : Δεινίας δὲ ὁ Ἀργεῖος Θηρίμαχον , Κρεοντιάδην , Δηϊκόωντα , Δηΐονα : Φερεκύδης δὲ ἐν δευτέρῳ
4291447 ἐκκενωσας
τὴν φύσιν . πότιζε τοῦτον αὖθις ὡς ὑδράργυρον εἰς χάσμα ἐκκενώσας ὡς θεῖον νᾶμα καὶ τὴν ῥέουσαν στήσας οὐσίαν πλῦνον
δὲ ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν καταλυόντων ὁ Καλλίας καὶ τοῦτο ἐκκενώσας ξένοις κατάλυσιν πεποίηκεν . ὁ μὲν οὖν Πρόδικος ἔτι
4243514 ἀνηλωκει
τοῦ ἔργου , ταχὺ δὲ τὰ ἐν τῷ παραδείσῳ θηρία ἀνηλώκει διώκων καὶ βάλλων καὶ κατακαίνων , ὥστε ὁ Ἀστυάγης
μετὰ Φειδίου τοῦ πλάστου . κατακρινόμενος δέ , ὡς πλεῖστα ἀνηλώκει , ἔφασκεν εἰς τὸ δέον ἀνηλωκέναι . ἐξ ἐκείνου
4241727 νιπτεσθαι
. , : περὶ δὲ τοῦ ἀπονίζεσθαι , ὃ καὶ νίπτεσθαι λέγεται , ὡς δηλοῖ τὸ „ νίψεν ἀπὸ χρωτός
μειζόνως κολάζοντες , παραβαίνειν μείζονα κωλύσωσιν : ὁ δὲ Ἡσίοδος νίπτεσθαι τὰς χεῖρας παραινῶν πρὸ τοῦ σπένδειν ἐνδείκνυται τὸν περὶ
4231797 ὀρτυγα
ἀναιρεθῆναι μὲν ὑπὸ Τυφῶνος , Ἰολάου δ ' αὐτῷ προσενέγκαντος ὄρτυγα καὶ προσαγαγόντος ὀσφρανθέντα ἀναβιῶναι . ἔχαιρε γάρ , φησί
ἀργυρίῳ . ἔσθ ' ὅτε δὲ ὁ μὲν ἵστη τὸν ὄρτυγα , ὁ δὲ ἔκοπτε τῷ λιχανῷ ἢ τὰ ἐκ
4229546 Κρατητειος
πόλεων : ἐπεκαλεῖτο δὲ καὶ Στηλοκόπας , ὡς Ἡρόδικος ὁ Κρατήτειος εἴρηκεγράψας περὶ παρασίτων φησὶν οὕτως : Τὸ τοῦ παρασίτου
καὶ Φανοστράτης . καὶ περὶ μὲν τῆς Σινώπης Ἡρόδικος ὁ Κρατήτειος ἐν Ϛʹ Κωμῳδουμένων φησὶν ὅτι Ἄβυδος ἐλέγετο διὰ τὸ
4222079 πλεκομενον
μακράν , πολλῶν δ ' ἐκ τῶν ὀπίσω λυόντων τὸ πλεκόμενον . Μελάμποδα δέ φασι μετενεγκεῖν ἐξ Αἰγύπτου τὰ Διονύσωι
διδάσκουσα , ὡς εἶναι τὸν ὅρμον ἐκ σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας πλεκόμενον . καὶ αἱ γυμνοπαιδίαι δὲ αὐτοῖς ὁμοίως ὄρχησίς ἐστιν
4207412 ἀμφοτεροιν
φιλόσοφός ἐστιν , Σωκράτης δίπηχύς ἐστιν , ἆρα ταὐτὸν ἐν ἀμφοτέροιν τοῖν λόγοιν σημαίνομεν ; ἦ πολὺς ὁ γέλως ταὐτὸν
ἄνθρωποι καὶ τἆλλα πάντα ὅσα μεταξύ τινοιν δυοῖν ἐστιν καὶ ἀμφοτέροιν τυγχάνει μετέχοντα , ὅσα μὲν ἐκ κακοῦ καὶ ἀγαθοῦ
4155709 Ἀκροκορινθον
ἐπὶ τῇ φρουρᾷ . . Ἀλλὰ γὰρ Ἀντίγονος μένκτησάμενος τὸν Ἀκροκόρινθον ἐφύλαττε μετὰ τῶν ἄλλων , οἷς ἐπίστευε μάλιστα ,
Μιθράνης τὴν Σάρδεων ἀκρόπολιν , Περσαῖος δὲ παρὰ Ἀντιγόνου τὸν Ἀκροκόρινθον , πολὺ δὲ τούτων πρότερον Ἀτρεὺς παρ ' Εὐρυσθέως
4129099 Πυλου
ἡ Σφακτηρία . . . : πρὸ τοῦ λιμένος τῆς Πύλου πρόκειται νῆσος Σφακτηρία ἐγγύς , καὶ διὰ τοῦτο αὐτὴν
. Γ ἐπιστομίζειν ] κατασιγάζειν . τῶν ἀσπίδων τῶν ἐκ Πύλου : πάλιν ὁ Κλέων τὰ περὶ Πύλον θρυλεῖ καὶ
4122499 Ληλαντου
τοὺς Κουρῆτας ἐν Χαλκίδι συνοικῆσαι , συνεχῶς δὲ περὶ τοῦ Ληλάντου πεδίου πολεμοῦντας , ἐπειδὴ οἱ πολέμιοι τῆς κόμης ἐδράττοντο
. Οἴ μοι ἀναλκίης : ἀπὸ μὲν Κήρινθος ὄλωλεν , Ληλάντου δ ' ἀγαθὸν κείρεται οἰνόπεδον : οἱ δ '
4111718 Πυθωνος
ἐς ἅρμ ' ἀναβαίνων ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκˈλάροις ἐπόπταις . ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων
καὶ τῷ χορῷ τῶν νέων τὸν Ἀπόλλωνα , διότι ἐκ Πυθῶνος εἴληφε τὴν νίκην καὶ τὸ μέλος , ὃ νῦν
4087472 κωμικου
ἀστῆς γένηται νόθον εἶναι , αὐτὸς ἀπεδείχθη ὑπὸ Καλλιάδου τοῦ κωμικοῦ ἐκ Χορηγίδος τῆς ἑταίρας παιδοποιησάμενος : ἱστορεῖ Καρύστιος .
Τὸ μέντοι τῶν ἰχθύων ἀπέχεσθαι ἄχρι τῶν Μενάνδρου χρόνων τοῦ κωμικοῦ διέμεινε . . . . : Προεβλήθη δέ τι
4087314 Καλλιφωντος
, ὅτι Πυθαγόρας , ἑνὸς αὐτοῦ τῶν συνουσιαστῶν τελευτήσαντος τοὔνομα Καλλιφῶντος τὸ γένος Κροτωνιάτου , τὴν ἐκείνου ψυχὴν ἔλεγε συνδιατρίβειν
ὅτε μάρτυρας συγγενεῖς προκριτέον , δηλοῖ Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Καλλιφῶντος : περὶ παρακαταθήκης γὰρ ἡ κρίσις , τοῦ μὲν
4084846 ἀποστησασα
Ἦν δὲ καὶ ἐν τοῖς εἰρημένοις γένεσιν ἡ ὕβρις ἡ ἀποστήσασα τοὺς ἐκ τοῦ βʹ ἀπὸ τοῦ πρώτου . ΑΛΛΩΣ
τῶν μέν , ὡς ὁ μῦθός ἐστιν , τὸ παράπαν ἀποστήσασα , τῶν δὲ εἰς τὴν νόμιμον ἐδωδὴν καταστήσασα .
4068275 μυηθεις
δέ τις τελεώτερος καὶ μᾶλλον κεκαθαρμένος νοῦς τὰ μεγάλα μυστήρια μυηθείς , ὅστις οὐκ ἀπὸ τῶν γεγονότων τὸ αἴτιον γνωρίζει
τὴν ἡμέραν ἄγοντι θεῷ καὶ μυστηρίων μετέσχε τε καὶ μετέδωκε μυηθείς τε ἐν μέρει καὶ μυήσας , χωρὶς δὲ πᾶσι
4046739 ἐβληθη
τὸ βέλος ὑπελθόντος αὐτῷ : ὁ δ ' οὐκ ἂν ἐβλήθη μετὰ τῶν θεωμένων ἑστώς . Ὡς δ ' οὐδενὸς
οὐ γὰρ ἀμφότεροι ἐτύπησαν , ἀλλ ' ὁ μὲν Ἕλενος ἐβλήθη , ὁ δὲ Δηίφοβος ἐτύπη . . οἵ ῥ
4016568 ἀχθεις
. ὁ δὲ ἀρχιτέκτων τοῦ βαλανείου ἀπὸ τοῦ Σιρμίου αἰχμάλωτος ἀχθείς , μισθὸν τοῦ εὑρέματος ἐλευθερίαν λήψεσθαι προσδοκῶν ἔλαθε μείζονι
γάρ ἐστιν ἡ ἀρχή , τέλος δὲ σκοπὸς εἰς ἐνέργειαν ἀχθείς . ἢ σκοπὸς τέλος ἀνέκβατον , τέλος δὲ σκοπὸς
4015343 κρατησιποδα
, ἀπὸ κοινοῦ , τὸν Φρικίαν τὸν πατέρα τοῦ Ἱπποκλέου κρατησίποδα , ἤτοι νικῆσαι τοῖς ποσὶν ἐποίησε . Βούλεται δὲ
βαθυλείμωνα πέτραν τῆς Κίρρας ἀγὼν , τουτέστιν ὁ Πυθικὸς , κρατησίποδα ἐποίησε . διὰ τούτου δὲ σημαίνει , ὅτι Ὀλυμπιονίκης
4012564 παρατυχοντος
κατέσχεν ὑπὸ σκότου τὸν φθόνον : ὡς δὲ πάλιν λέοντος παρατυχόντος ὁ μὲν αὖ ἥμαρτεν , οὐδὲν οἶμαι θαυμαστὸν παθών
, Νεάπολις , Ἐπιπολαὶ , Τύχη . οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος οὖν μεγαλοπόλεις εἴρηκε τὰς Συρακούσας . . . ἄλλως
4001413 Κιθαιρωνιος
τὸ ἐρῳδιός ὀξυνόμενον . Τὰ διὰ τοῦ ΩΝΙΟΣ προπαροξύνεται : Κιθαιρώνιος Μαραθώνιος Ἀπολλώνιος . Τὰ εἰς ΝΙΟΣ καθόλου ὑπὲρ τρεῖς
. τὸ κτητικὸν Σιρβώνιος ἀπὸ τῆς Σίρβωνος γενικῆς , ὡς Κιθαιρώνιος καὶ Ἀργανθώνιος . Σίρες , ἔθνος Θρᾴκης ὑπὲρ τοὺς
3995814 λεγων
ἰδίως τὸ τοῦ Ἀχιλλέως , ὅπερ αὐτὸς ὁ ποιητὴς ἠτυμολόγηκε λέγων “ Πηληϊάδα μελίην , ” ὥστε παρὰ τὸ ὄρος
συνεστώτων καὶ ἀσυστάτων ἔρχεται : ὅρον οὖν τοῦ συνεστῶτος ζητήματος λέγων πάντα τὰ ἀσύστατα περιλαμβάνει κατὰ τὸ ἐναντίον : γίνεται
3981589 Θρᾳκικοις
γʹ Περὶ λίθων : μέμνηται δὲ τούτων ἀκριβέστερον ἐν τοῖς Θρᾳκικοῖς . . . : Νεῖλος ποταμός ἐστι τῆς Αἰγύπτου
τοὺς Ἀττικοὺς ῥῖψαί σε σὺν τῷ βιβλίῳ , οὐκ ὀστρακίζειν Θρᾳκικοῖς σε τοῖς ὅροις . οὐχ ἱστορῶν φαίνῃ γὰρ ἃ
3978200 διερχομενων
, τῶν μεθημερινῶν κινήσεων τρόπον τινὰ καὶ ἐπὶ τοὺς ὕπνους διερχομένων καὶ διὰ τοῦτο τῶν καθ ' ὕπνους φαντασμάτων ἀμεινόνων
. Ἀμφιβόλων : τῶν ἐξ ἀμοιβῆς ἄλλων ἐπ ' ἄλλων διερχομένων , ἀμφὶς τιθέντων . Προέηκεν : ἔπεμψεν . προβολῇσι
3971376 ἀπεσπασεν
. Γοργόνα αὐτὸν ἡ παμπόνηρος , φίλη δοκοῦσα εἶναι , ἀπέσπασεν ἀπ ' ἐμοῦ ὑπαγαγοῦσα . Καὶ νῦν σοὶ μὲν
ἀποτυχοῦσα τῆς προαιρέσεως , ἐκ τῶν πλοκάμων ἕνα τῶν δρακόντων ἀπέσπασεν , καὶ ἐπὶ τὸν ὑπερήφανον ἔβαλεν : ὁ δ
3968203 Αἰθιοπα
οἱ πολλοὶ ᾄδουσιν , ὑπὸ Μέμνονος ἐξ Αἰθιοπίας ἥκοντος : Αἰθίοπα μὲν γὰρ γενέσθαι Μέμνονα δυναστεύσαντα ἐπὶ τῶν Τρωικῶν ἐν
συμβεβηκότα : οὔτε γὰρ κύκνον ἐνδέχεται μὴ εἶναι λευκὸν οὔτε Αἰθίοπα μὴ εἶναι μέλανα . ταῦτα ἔχομεν εἰπεῖν περὶ τοῦ
3961762 Ἀρητης
τε καὶ Ἀλκίνοον βασιλῆα . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς , καὶ τότε δή ῥ
πολλὰ μὲν αὐτούς Αἰσονίδεω ἑτάρους μειλίσσετο , πολλὰ δὲ χερσίν Ἀρήτης γούνων ἀλόχου θίγεν Ἀλκινόοιο : “ Γουνοῦμαι , βασίλεια
3959193 παρατιθεμενος
, . περὶ δὲ ψυχῆς Κλεάνθης μὲν τὰ Ζήνωνος δόγματα παρατιθέμενος πρὸς σύγκρισιν τὴν πρὸς τοὺς ἄλλους φυσικούς φησιν ,
. ἑκάτερον δὲ τούτων ἐνδόξως ἐπικεχείρηκε , τὰ παροιμιωδῶς λεγόμενα παρατιθέμενος καὶ ποιητῶν δόξας καὶ φιλοσόφων . ἐπεὶ δέ τινες
3956409 Ἀπωλεσας
μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . Μέμνηται αὐτοῦ Δικαίαρχος ὁ Μεσσήνιος . Ἀπώλεσας τὸν οἶνον ἐπιχέας ὕδωρ : ἐν Κύκλωπι δράματι Πολύφημος
τοῖς σπουδάζουσιν : ὁ γὰρ μόθων φορτικῆς ὀρχήσεως εἶδος . Ἀπώλεσας τὸν οἶνον , ἐπιχέας ὕδωρ : αὕτη γέγονεν ἐκ
3956302 τἀδελφου
φιλάργυρος καὶ βίαιος καὶ καθόλου τῆς ἁπλότητος καὶ καλοκἀγαθίας [ τἀδελφοῦ ] ἀλλοτριώτατος . διὸ καὶ πλείονές τινες ἀφίστασθαι βουλόμενοι
πλῆθος εἶχε . ὃ δὲ μίαν τῶν σχιζῶν ἀνελόμενος καθικνεῖται τἀδελφοῦ : καὶ ὁ μὲν νεκρὸς ἔκειτο . ὃ δὲ
3955841 πεσοντα
ἐστρατεύσατο γοῦν εἰς Ἀμφίπολιν : καὶ Ξενοφῶντα ἀφ ' ἵππου πεσόντα ἐν τῇ κατὰ Δήλιον μάχῃ διέσωσεν ὑπολαβών . ὅτε
πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν . οὕτως οἱ πολλοί , ὅ
3936989 ἀναστρεφεται
ἄνωθεν ἐν τῷ ζωδιακῷ τοῦ οὐρανοῦ κύκλῳ ὁ διάπυρος καρκίνος ἀναστρέφεται , ὡς ἐπιπολάζοντος τοῦ ἡλίου ἐκεῖ διὰ τὸ μέγεθος
δ ' , ὅτε πιεῖν ἔδει τὸ φάρμακον , πῶς ἀναστρέφεται ; δυνάμενος διασωθῆναι καὶ τοῦ Κρίτωνος αὐτῷ λέγοντος ὅτι
3927532 Παροιμιων
καὶ ] ἐλλιμένιον , ὡς Ἀριστείδης φησὶν ἐν γʹ περὶ Παροιμιῶν . Διονύσιος δ ' ὁ τοῦ Τρύφωνος : τὸ
ἀγαγέσθαι . Κλέαρχος δ ' ὁ Σολεὺς ἐν τοῖς περὶ Παροιμιῶν ἐν Λακεδαίμονι , φησί , τοὺς ἀγάμους αἱ γυναῖκες
3927099 τριποδος
κρατῶν τοῦ μαντείου προσέταττε τῇ Πυθίᾳ τὴν μαντείαν ἀπὸ τοῦ τρίποδος ποιεῖσθαι κατὰ τὰ πάτρια . ἀποκριναμένης δ ' αὐτῆς
, εἶτα Θέμις . Πύθωνος δὲ τότε κυριεύσαντος τοῦ προφητικοῦ τρίποδος , ἐν ᾧ πρῶτος Διόνυσος ἐθεμίστευσε , . .
3918965 Περγαμου
. Μεταξὺ δὲ Ἐλαίας τε καὶ Πιτάνης καὶ Ἀταρνέως καὶ Περγάμου Τευθρανία ἐστί , διέχουσα οὐδεμιᾶς αὐτῶν ὑπὲρ ἑβδομήκοντα σταδίους
τῶν λιμένων ἐπάγησαν καὶ τῆς πρὸς Ἐλαίᾳ θαλάττης ὅσον ἐκ Περγάμου κατιόντι ὁ αἰγιαλὸς ἐπέχει , τότε μοι προστάττει χιτωνίσκον
3917747 παλινῳδειν
τὸ ἄνω τοὺς ποταμοὺς χωρεῖν καὶ ἀνεστράφθαι τὰ πάντα καὶ παλινῳδεῖν πρὸς τὸ χεῖρον : τοῦτ ' ἂν εἴη οὐχ
ἐζητήσαμεν , καὶ οὐκ ἀναγκαῖον τὰ νῦν τὸν αὐτὸν λόγον παλινῳδεῖν : περὶ δὲ τοῦ τόπου καὶ τῆς συζυγούσης τούτῳ
3915493 προβας
. εἶτα ῥητῶς εἰπὼν ὡς κατέχοντος τὴν Μακεδόνων ἀρχὴν Ἀρχελάου προβὰς γράφει τάδε : καὶ Περικλέα τοῦτον τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα
ἐτάττοντο . Ἡρόδοτος ἐπὶ Κροίσου τύραννος δὲ ἐθνέων , καὶ προβὰς τελευτήσαντος δ ' Ἀλυάττεω διεδέξατο τὴν βασιλείαν . τροχὸς
3911482 πληγεντα
ὁ Τηλέμαχος : τοῦ δὲ ὑποχωρήσαντος ἔφησαν ὑπὸ ἰδίου παιδὸς πληγέντα τελευτήσειν . ὁ δὲ εὐθὺς ὥρμησεν ἐπὶ τὸν Τηλέμαχον
τὴν σύνταξιν τὴν πρὸς ἄλλο . Καὶ δὴ καὶ οὑτωσὶ πληγέντα οὕτως ἐφθέγξατο τὰ φωνήεντα , τὰ δὲ σιωπῇ πάσχει
3906516 ἐλασεν
Εὐρυσθέος ⌊ ⌋ ? ἀνατεί τε ] καὶ ⌋ ἀπˈριάτας ἔλασεν , – ? ? ? ? ] Διομήδεος ἵππους
χειρὶ παχείῃ , οὐτάμεναι μεμαώς : ὁ δέ μιν φθάμενος ἔλασεν σῦς γουνὸς ὕπερ , πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι
3900047 Βυζαντιου
[ ] | τοῦ Μιλτιάδου στρατηγοῦντος | ἐκπλεύσαντες | ἐκ Βυζαντίου | μετὰ τῶν συμμάχων | [ Ἠιόνα ] τὴν
δὲ σύμπαν μῆκος ἀπὸ Ἰονίου κόλπου τοῦ κατὰ Ἀπολλωνίαν μέχρι Βυζαντίου ἑπτακισχίλιοι τριακόσιοι εἴκοσι : προστίθησι δ ' ὁ Πολύβιος
3896584 Φιλαδελφον
ἐντὸς ἐέργει ; Τῷ Πτολεμαίῳ τῷ δευτέρῳ , ὃν καὶ Φιλάδελφον καλοῦσι , βρέφος ἐλάφου δῶρον ἐδόθη , καὶ τῇ
ἄρτι , ἔφη , ἥκω παρὰ τοῦ συννόμου , τὸν Φιλάδελφον λέγων , αὐτὸς δέ με καὶ ἐκάλεσεν : εἶδε
3889741 γιγαντος
Κυζίκου φησὶν ὅτι κτίσμα ἐστὶ Φερσεφόνης , καὶ ὄνομα ἔχει γίγαντος . Οἱ γὰρ γίγαντες ἀπορρήξαντες αἰγιαλοὺς ἐκύλιον διὰ τῆς
ὁ λόγος ᾖ περὶ τοῦ Αἰγέως , ἢ υἱὸς τοῦ γίγαντος τοῦ λαβόντος τὰ ὅπλα ἐκ τῆς πέτρας , ἵνα
3889637 δακτυλιου
κτήματος , θεοσεβείας , διὰ τριῶν ἐνεχύρων ἢ συμβόλων , δακτυλίου , ὁρμίσκου , ῥάβδου , βεβαιότητα καὶ πίστιν ,
, καὶ ἀρτηρίας λαμπρύνει . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς φλεγμονὴν δακτυλίου καὶ ῥαγάδας καὶ πᾶσαν ὀδύνην ἄκρως . τὸ δὲ
3863987 Μεμφιδος
διασημότατος . Λητοῦς , πόλις Αἰγύπτου . ἔστι δὲ μοῖρα Μέμφιδος , καθ ' ἣν αἱ πυραμίδες . Λητοῦς ἱερόν
βαρύτονα κύρια μὲν ὄντα διὰ τοῦ δος κλίνεται , Θέτιδος Μέμφιδος Ἀρτέμιδος : σεσημείωται τὸ Χαρύβδιος , οὗ τὴν ἀναλογίαν
3861644 Τηλεγονου
Τηλέμαχον , ἐμέμφετο τοῖς ὀνειροπόλοις . οἱ δὲ ἐπυνθάνοντο τοῦ Τηλεγόνου πόθεν εἴη καὶ τίνων γονέων , ὅτι τοιοῦτον ἄνδρα
ἐπιδεικνύντος καὶ ὅπερ ἔδωκε κέντρον θαλάσσιον τῆι Κίρκηι ὡς καὶ Τηλεγόνου αὐτὸν εἶναι τὸν πατέρα πεπίστευκε , καὶ ῥίπτει ἑαυτὸν
3859415 Εὐρωπαιοις
γίνεσθαι πτερωτοὺς μεγέθει μεγίστους , τὸ κέντρον δὲ ἐγχρίπτειν τοῖς Εὐρωπαίοις παραπλησίως : γίνεσθαι δὲ καὶ ὄφεις αὐτόθι , καὶ
ἐν Καυκάσῳ φησὶ δεδέσθαι τὸν Προμηθέα , ἀλλὰ πρὸς τοῖς Εὐρωπαίοις τέρμασι τοῦ Ὠκεανοῦ , ὡς ἀπὸ τῶν πρὸς τὴν
3859324 Βασιλειον
Καίσαρα : θεραπεύουσι δ ' ἅμα καὶ τοὺς Παρθυαίους . Βασίλειον δ ' αὐτῶν θερινὸν μὲν ἐν πεδίῳ ἱδρυμένον Γάζακα
. . οϚ κδ ∠ ʹ : Κασσανιτῶν χώρας Βαδεὼ Βασίλειον . . . . . . . . ο
3852782 Λατμος
τοῦ Μ τὸ Τ βαρύνονται , οἷον : πότμος Πάτμος Λάτμος . σεσημείωται τὸ ἀτμός ὀξυνόμενον . Τὰ εἰς ΜΟΣ
ἀνθρώπους ἐποίουν , μαρτυρεῖ Ἀκουσίλαος . . . . : Λάτμος ὄρος Καρίας , ἔνθα ἐστὶν ἄντρον , ἐν ὧι
3851010 μεταπτωσεως
λοξοῦ πόλους γινομένῃ : συνάγει γὰρ ἐν τῷ Περὶ τῆς μεταπτώσεως τῶν τροπικῶν καὶ ἰσημερινῶν σημείων πάλιν αὐτὸν τὸν Στάχυν
τρὶς μόνον ἐπ ' εὐδαιμονίᾳ μακαριζομένους , ἀδήλου τοῦ τῆς μεταπτώσεως καὶ μεταβολῆς ἔτι ὑπάρχοντος , τοὺς δὲ τεθνεῶτας βεβαίως
3843173 Ὑπερειδου
ἐφηβικόν . ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν , Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους . οἱ δ '
κακὰ ἐργασάμενος τοὺς ἐνοικοῦντας , ἐφ ' ᾧ γραφεὶς ὑπὸ Ὑπερείδου παρανόμων ἑάλω . φησὶ δ ' αὐτὸν Ὑπερείδης καὶ
3840859 Κυζικου
γάρ ἐστιν ὁ Κυζίκου λιμήν . Αἰσήποιο : ποταμὸς πέραν Κυζίκου . Γηγενέες : τούτων καὶ Ἡρόδωρος μνημονεύει ἐν τοῖς
. διὰ δὲ τούτου οὐδὲν ἕτερον ἢ τὴν ἀπραγμοσύνην τοῦ Κυζίκου ἐμφαίνει . ἠοῖ δ ' εἰσανέβαν : ἡ εἰς
3838205 καθιει
. ἐκεῖνος γὰρ εἰς ἅπαντας δὴ λόγους καὶ πάσας διατριβὰς καθίει , καὶ πρὸς ῥήτορας καὶ πρὸς σοφιστὰς καὶ πρὸς
τὸ πρόσωπον τῆς ἀνθρώπου καθαίρειν . δέλεαρ δὲ ἄρα ἐκείνη καθίει τοῦ φίλτρου αὐτῷ στέφανον ἀεὶ τὸν ἐκ τῆς τέχνης
3836065 εἰσενοησα
εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ . τὸν δὲ μέτ ' Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα , τοὺς
δ ' ἐκ κρατὸς ὀρώρει . τὸν δὲ μέτ ' εἰσενόησα βίην Ἡρακληείην , εἴδωλον : αὐτὸς δὲ μετ '
3835858 ἐκτεθεντα
μοίρας ἐκτίθεται . ἐκκείσθω δὲ καὶ τὰ παρ ' ἄλλοις ἐκτεθέντα φιλοκαλίας χάριν ὑπὲρ τοῦ τὸν ὡροσκόπον εὑρεῖν παχυμερῶς εἰ
ἀνατλᾶσα . ἔθρεψεν ] ἤγουν ἀνέθρεψεν αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον τις ἐκτεθέντα . σαίνων ] τὸ σαίνων πρὸς τὸ φαιδρωπός καὶ
3833915 Χειρωνα
πρὸς τὴν Ἱέρωνος νόσον ἐστίν : κατεύχεται γὰρ ἀναβιῶναι τὸν Χείρωνα καὶ ὑγιάσαι τῆς νόσου τῆς λιθουρίας τὸν Ἱέρωνα .
Φθίας τῆς τοῦ πατρὸς παλλακῆς . Πηλεὺς δὲ αὐτὸν πρὸς Χείρωνα κομίσας , ὑπ ' ἐκείνου θεραπευθέντα τὰς ὄψεις βασιλέα
3830422 φονευοντα
εἰς τὴν πέτραν τοῦ Μόλπιδος καὶ ἀναιρήσοντα τὸν τοὺς γαμβροὺς φονεύοντα Οἰνόμαον ἐν ταῖς πενθεροφθόροις βουλαῖς ταῖς ἀνάγνοις τοῦ Μυρτίλου
υἱὸν ἐγχέοντα τὸ φάρμακον , ἑτέρωθι δ ' αὖ Ἀρσάκην φονεύοντα τὸ γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ ξίφος
3826175 κιρσον
' ἄμφω ταῦτα πρᾶξαι , τινῶν δ ' ὑπερκείμενον ἐκκόψαι κιρσὸν ἢ ἧπαρ ἢ σπλῆνα ἤ τι μόριον ἕτερον ἐπίσημον
πάσας τὰς διαιρέσεις ὁμοίως ἔχων εὑρεθήσεται . ἀναβαλόντες δὴ τὸν κιρσὸν διὰ τῶν εἰρημένων ὀργάνων , εἰ πολλὰ παρεῖναι τύχοι
3825370 ἡγηλαζει
Ὀδυσῆος : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ κακὸς κακὸν ἡγηλάζει , ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν
ζωῆς ὡς νῦν καὶ ἐπὶ τοῦ πλούτου . τὸ δὲ ἡγηλάζει καὶ ἠλάσκει κατὰ τοῦ αὐτοῦ πράγματος κεῖται : δηλοῖ
3813614 σιαγονος
, κύων . ἄρξει γὰρ αὐτοῖς διποδία καλῶς . περὶ σιαγόνος βοείας μαχόμενος . ἆρ ' ἀληθῶς τοῖς ξένοισιν ἔστιν
ὅ ἐστι τοῦ δράκοντος , ἀποθανεῖν ὑπὲρ τῆς πατρίδος : σιαγόνος : ἐκπέφυκε παῖς : λέγεται δὲ ἐν τῇ μάχῃ
3799049 πορνου
συλλογισμὸς τέλειον τελείῳ , ὡς ἐπὶ τοῦ ἐκ πόρνης καὶ πόρνου : οὐ γὰρ τὸ ἐκ πόρνου μέρος ἐστὶ τοῦ
τοῦ κατὰ τὸν παῖδα ἐπὶ τὸ κοινότερον ἀναδραμεῖται καὶ κατὰ πόρνου τόπον ἐργάσεται , ἅμα μὲν πλείονα τὴν ἀπολογίαν ἑαυτῷ
3797466 Ἀρχελαου
οὕτω γὰρ δὴ οἱ καθ ' ἡμᾶς βασιλεῖς οἱ πρὸ Ἀρχελάου διατεταγμένην εἶχον τὴν ἡγεμονίαν τῆς Καππαδοκίας : δέκατον δ
ὡς Ἀλέξανδρος ἐν Διαδοχαῖς , μετὰ τὴν ἐκείνου καταδίκην διήκουσεν Ἀρχελάου τοῦ φυσικοῦ : οὗ καὶ παιδικὰ γενέσθαι φησὶν Ἀριστόξενος
3796901 Εὐβοευς
αὐτοὺς ὁ θεῖος διδάσκαλος . Λέγεται ὅτι ὁ Παλαμήδης , Εὐβοεὺς ὢν τὸ γένος , εὗρε τὸ ἀριθμεῖν καὶ τὸ
Εὐρίπους , παρ ' ὃν ᾤκει δὲ εἶπεν , ἐπειδὴ Εὐβοεὺς ὁ Καλλίας . ὁ δὲ Εὔριπος ὁτὲ μὲν ἐπὶ
3795677 ἀνεβλαστησεν
πατρίδος λέγων οὕτως : κεραυνοῦ δὲ σκήψαντος εἰς τὸν τάφον ἀνεβλάστησεν ἐκ τοῦ σήματος δενδρίον , ὃ ἐκεῖνοι κόνναρον ἐπονομάζουσιν
οὐκ ὄντων δέ : οἷον ἐλάα ποτ ' ἀποκαυθεῖσα τελέως ἀνεβλάστησεν ὅλη , καὶ αὐτὴ καὶ ἡ θαλία . ἐν
3794125 Κτισεων
ὑπὸ Σαμίων δὲ οἰκίσθη , ὥς φησι Διονύσιος ἐν εʹ Κτίσεων . . : Πραξιδίκη , θεὸς , ἧς κεφαλὴν
ὑπὸ Σαμίων δὲ ᾠκίσθη , ὥς φησι Διονύσιος ἐν εʹ Κτίσεων . Ἠρία : Λυκοῦργος ἐν τῷ κατ ' Αὐτολύκου
3789329 ποιηθεντος
Οὐκ ἄκαιρον δ ' ἐστὶ μνημονεῦσαι καὶ τοῦ εἰς ὑμᾶς ποιηθέντος ἐπιγράμματος , ὅπερ παρέθετο ὁ Δελφὸς Ἡγήσανδρος , ἐν
ἐξ Ἰταλίας ἥκειν ὑπὸ λόγου τινὸς τῇ ' κείνων γλώττῃ ποιηθέντος ἠπατημένοι . ὁ δὲ ἄρα τὸ μὲν εἶχε ποιεῖν
3788211 Βυζαντιωι
αὐτὸν καὶ Ἵππαρχος κατὰ τὸν ὁμώνυμον καιρὸν εὑρεῖν ἐν τῶι Βυζαντίωι φησίν . ἐκ Μασσαλίας δὲ εἰς μέσην τὴν Βρεττανικὴν
ἀχθῆναι , Διονύσιος ὁ Μιλήσιος ἐν β τῶν Ἀργοναυτῶν ἐν Βυζαντίωι φησίν , Ἀντίμαχος δὲ ἐν Λύδηι ἐν Κόλχοις πλησίον
3786172 σαφηνιζειν
γάρ , ὥσπερ εἰκός , συνετάττετο . τοῦτο δὲ πράττων σαφηνίζειν ἐδόκει ὅτι εἰς μάχην παρεσκευάζετο : ἐπεί γε μὴν
ὡρίσατο τὴν πρότασιν ὡς μέλλων ἀπ ' αὐτῆς τὸν ὅρον σαφηνίζειν . καὶ αὕτη ἐστὶν ἀληθὴς αἰτία , ᾗ καὶ
3785266 Εὐμαιον
συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν Εὔμαιον . ρ καὶ ἅμα κολαφίζει καὶ τραχηλίζει † αὐτόν
, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός . Κτήσιππος δ ' Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ ὦμον ἐπέγραψεν : τὸ δ
3784805 οὐσηι
Τῆι μεταλήψει ? ? ? ? ? κέχρηται ? ἀναγκαιοτάτηι οὔσηι ? διὰ ? τοῦ σαφηνίζειν ? πρὸς τὸ ἐλέγξαι
ἐκάλουν ἐπὶ τὴν βασιλείαν Ῥωμαῖοι , τῆι μήπω τότ ' οὔσηι πόλει . . . . . . . εἰ
3783813 Εὐβουλου
, οὐ γράφω δέ , τὸ κίνδυνον εἰδὼς καὶ τὸν Εὐβούλου νόμον μὴ ἀγνοῶν . ἡ γνώμη ἀποφαντική . ἐγὼ
, οὗ μέμνηται μὲν ὁ Ἀσκληπιάδης παρατιθέμενος τὰ ἐκ τῶν Εὐβούλου Στεφανοπωλίδων ταῦτα : ὦ μάκαρ , ἥτις ἔχους '
3781265 Μυρμιδοσιν
καὶ γὰρ δεκέμβολον Αἰσχύλος εἶπε τὴν τοῦ Νέστορος ναῦν ἐν Μυρμιδόσιν . τριέμβολον οὖν . ἔστι δὲ ἐπίφθεγμα τάχους .
πρίω μοι τριῶν σιδαρέων : ὅθεν καὶ ἐν τοῖς Στράττιδος Μυρμιδόσιν εἴρηται ἐν τοῖς βαλανείοις προκέλευθος ἡμέρα , ἁπαξάπασα γῆ
3780728 κεκλησομαι
δὲ αὐτῆς Ἀρχίλοχος λέγων καὶ δὴ ' πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι , καὶ Ἔφορος ἐν αʹ Ἱστορίας , καὶ Φιλήμων
μὲν ἐν πόλει , κακὸς δὲ πρὸς σοῦ καὶ φίλων κεκλήσομαι . Ἀλλ ' ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ
3776653 Φαληρεων
Καλλισθένους εἰσαγγελία : οὐκ ἀγνοῶ , ὦ ἄνδρες . Διαδικασία Φαληρέων πρὸς Φοίνικας ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης τοῦ Ποσειδῶνος : εὔχομαι
ἔσχον συμμάχους οἱ Πεισιστρατίδαι , ἐμεμηχανέατο τοιάδε : κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν
3766094 Κυνικον
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ
3763418 Κολωνου
. Ἄλλοι δέ φασιν , ὡς Ἄδραστον φεύγοντα καὶ ἐπὶ Κολωνοῦ στήσαντα τοὺς ἵππους Ποσειδῶνα καὶ Ἀθηνᾶν ἱππίους προσαγορευθῆναι .
. Καὶ μετ ' ὀλίγα : Ἀπὸ τούτου δὲ ἕως Κολωνοῦ παρὰ τὸν Χαλκοῦν προσαγορευόμενον , ὅθεν πρὸς τὸν Κηφισὸν
3757399 Κλεοδημος
; “ ” Σὺ μὲν παίζεις , “ ἔφη ὁ Κλεόδημος , ” ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς ἀπιστότερος ὤν σου
” Καὶ αὐτός , “ ἦ δ ' ὃς ὁ Κλεόδημος , ” οὕτω πάλαι ἐγίγνωσκον , ἐλάφου χρῆναι τὸ
3751255 ἑσπερον
τὸν ἀγῶνα διαθέμενος τοῦτο τότε ἐπήνεγκεν . ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξε : τὸ ἑσπερινὸν φάος . ὅτι ἐν πανσελήνῳ
δεδηγμένος , τηλοῦ προθεῖναι θηρσὶν ὠμησταῖς βορὰν μολόντας εἰς γῆν ἕσπερον Λαιστρυγόνων , ὅπου συνοικεῖ δαψιλὴς ἐρημία . αἱ δ
3748156 ἀνασταθεντος
τετραγώνου : καί ἐστιν ὁ κύλινδρος ἐλάττων τοῦ πρίσματος τοῦ ἀνασταθέντος ἀπὸ τοῦ περὶ τὸν ΑΒΓΔ κύκλον περιγραφέντος τετραγώνου :
ἐπὶ τοῦ ΑΒΓΔ ἄρα τετραγώνου ἀνασταθὲν πρίσμα ἥμισύ ἐστι τοῦ ἀνασταθέντος πρίσματος ἀπὸ τοῦ περὶ τὸν ΑΒΓΔ κύκλον περιγραφέντος τετραγώνου
3745119 Τιμομαχου
, ἀλλὰ δημοσίᾳ συκοφαντῶν καὶ κρίνων τίνας οὔ ; οὐχὶ Τιμομάχου κατηγόρεις ; οὐχὶ Καλλίππου τοῦ νῦν ὄντος ἐν Σικελίᾳ
τοίνυν μοι τῶν πραγμάτων συμβεβηκότων , καὶ τοῦ στρατηγοῦ ἅμα Τιμομάχου προστάξαντος πλεῖν ἐφ ' Ἱερὸν ἐπὶ τὴν παραπομπὴν τοῦ
3737457 κυνηγεσιῳ
Νομήτορα ὁ Ἀμούλιος ἐξήλασε καὶ Αἰγέστην τὸν Νομήτορος υἱὸν ἐν κυνηγεσίῳ ἀναιρεῖ , τὴν δὲ ἀδελφὴν Αἰγέστου , θυγατέρα δὲ
, : Μνασέας δέ φησιν ὑπὸ Ταντάλου ἡρπάσθαι καὶ ἐν κυνηγεσίῳ ἀναιρεθῆναι : Δωσιάδης δὲ ὑπὸ Μίνω : καὶ ὁ
3737133 φρυκτου
τοῦ καταπλάϲματοϲ διὰ κύϲτεωϲ εὐμεγέθουϲ ἡμιπλήρουϲ ἐλαίου θερμοῦ ἢ ἁλὸϲ φρυκτοῦ ἢ κέγχρου ἐν μαρϲίποιϲ . καὶ τὰ καταπλάϲματα δὲ
κατασκευή . φυλάσσω ] ἐπιτηρῶ . λαμπάδος ] ἤτοι τοῦ φρυκτοῦ . τὸ σύμβολον ] τὸ σημεῖον . αὐγὴν πυρὸς
3733599 ἐξελασθεις
κατῆλθες : αὐτὸς γὰρ πρῶτος πεπείραται τῶν τοῦ πατρὸς ἀρῶν ἐξελασθεὶς τῆς πόλεως καὶ πάλιν κατελθὼν οὐκ εἰς φιλίαν ἀλλ
συμπράττων πάλιν τοῖς τυράννοις τὴν κάθοδον , καὶ διὰ τοῦτο ἐξελασθεὶς αὐτὸς ἐκ τῆς πατρίδος , οὐκ ἐμνησικάκει πρὸς τοὺς
3733270 Σολκοι
ἐπὶ τῇ Ἀσφαλτίτιδι λίμνῃ καταστραφεισῶν . ὁ πολίτης Σοδομίτης . Σολκοί , πόλις ἐν Σαρδοῖ , ὡς Ἀρτεμίδωρος ἐν ἐπιτομῇ
Γάδειρα τὴν νῆσον , ὥσπερ καὶ Ἀρτεμίδωρος ὁ γεωγράφος . Σολκοί , πόλις ἐν Σαρδοῖ , ὡς Ἀρτεμίδωρος ἐν Ἐπιτομῇ
3732752 Θορικου
Ζεὺς ἀμφοτέρους λίθους ἐποίησεν . Ἀμφιτρύων δὲ ἔχων ἐκ μὲν Θορικοῦ τῆς Ἀττικῆς Κέφαλον συμμαχοῦντα , ἐκ δὲ Φωκέων Πανοπέα
δὲ τῶν Πελοποννησίων νῆες παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι Σούνιον ὁρμίζονται μεταξὺ Θορικοῦ τε καὶ Πρασιῶν , ὕστερον δὲ ἀφικνοῦνται ἐς Ὠρωπόν
3722766 κατασκευασαντος
ὀνόματος ζήτησιν ἤδη τοῦ διώκοντος διὰ τῶν εἰρημένων κεφαλαίων ἔγκλημα κατασκευάσαντος ἐπὶ τὴν ἀντίθεσιν ὁ φεύγων ὁ τὸν εὐνοῦχον ἀποκτείνας
, ἐπειρῶ ἂν μηδὲν [ ἂν ] ἀνάξιον ποιεῖν τοῦ κατασκευάσαντος μηδὲ σεαυτοῦ μηδ ' ἐν ἀπρεπεῖ σχήματι φαίνεσθαι τοῖς
3721509 Φριξῳ
οἱ μὲν αὐτοῦ Φρίξου φασίν , οἱ δὲ Πρέσβωνοςγεγονέναι δὲ Φρίξῳ τὸν Πρέσβωνα ἐκ τῆς Αἰήτου θυγατρός οὕτω συγχωροῦσιν οἱ
Αἰολίδης : ] Διονύσιος ἐν τοῖς Ἀργοναυτικοῖς λέγει Κριὸν γεγονέναι Φρίξῳ παιδαγωγόν , ὃν πρῶτον αἰσθόμενον τὴν ἐκ τῆς μητρυιᾶς
3719596 φυγαδευθεις
, ὃς καὶ αὐτὸς ἀνάστατος γέγονε τῆς πατρίδος , καὶ φυγαδευθεὶς ἔρχεται εἰς Θήβας καὶ ἀξιοῖ τὸν Πίνδαρον , ὥστε
τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τοὺς βαρβάρους , εἶθ ' ὕστερον φυγαδευθεὶς ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ προδοσίας αἰτίᾳ ψευδεῖ , κατέφυγε

Back