μῦθον Ἀγήσανδρος ἐν τοῖς Περὶ * Ὑπομνήμασι λέγει οὕτως : Ἀλκυονέως τοῦ γίγαντος θυγατέρες ἦσαν [ Φθονία ] , Χθονία
. Νεαπολῖται δὲ οἱ Ἰταλίαν οἰκοῦντες θαῦμα πεποίηνται τὰ τοῦ Ἀλκυονέως ὀστᾶ . λέγουσι γὰρ δὴ πολλοὺς τῶν γιγάντων ἐκεῖ
7443351 Ἀνθη
: Ἀλκυονέως τοῦ Γίγαντος θυ - γατέρες ἦσαν Φωσθονία , Ἄνθη , Μεθώνη , Ἀλκίππη , Παλήνη , Δριμώ ,
τοῦ γίγαντος θυγατέρες ἦσαν [ Φθονία ] , Χθονία , Ἄνθη , Μεθώνη , Ἀλκίππα , Παλλήνη , Δριμὼ ,
6675234 Δημητριας
Ὄλυμπόν φασι μέρη , ἐν οἷς Φθία καὶ Λάρισσα καὶ Δημητριὰς καὶ Πηνειός . Βόλβη λίμνη Μακεδονίας : τελματώδης δὲ
αὐτοῖς ἔσεσθαι μέλλουσαν ἀμεταμέλητα πράττουσι συμφορὰν ἐν ἄλλοις προϋποδείξας . Δημητριὰς γὰρ οὕτω καλουμένη τῆς Ἑλλάδος ἑτέρα πόλις , οὐ
6662252 Ἀνθεμιωνος
γὰρ ὅδε πρῶτον μέν ἐστι πατρὸς πλουσίου τε καὶ σοφοῦ Ἀνθεμίωνος , ὃς ἐγένετο πλούσιος οὐκ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου οὐδὲ
μὲν τὴν οἰκίαν οὐκ εἰσῆλθεν , ἐν δὲ τῷ τοῦ Ἀνθεμίωνος χωρίῳ ὢν ἑώρα τά τε σκεύη ἐκφερόμενα καὶ Εὔεργον
6560455 Στεφανου
διαιτητὴς ἐκαθέζετο Σάτυρος Ἀλωπεκῆθεν ὁ Λακεδαιμονίου ἀδελφός , ὑπὲρ δὲ Στεφάνου τουτουὶ Σαυρίας Λαμπτρεύς : κοινὸν δὲ αὑτοῖς προσαιροῦνται Διογείτονα
. τὸ δὲ ἐκ τόπου ἐπίρρημα Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Στεφάνου Παλλήνηθέν φησιν , ὁ δὲ δημότης Παλληνεύς . ὅτι
6534676 Εὐκλεους
δὲ [ γὰρ ] αὐτόν φησι Δημήτριος ⌈ ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλέους πρὸ τριῶν ἐτῶν εἰς Σικελίαν πεμφθέντα μετὰ νεῶν Λεοντίνοις
διαμαρτυρήσαντα ὁ ἀγών ἐστι . Λυσίας ἐν τῷ κατ ' Εὐκλέους χωρίου ἐξούλης . Αὐτόχθονες : οἱ Ἀθηναῖοι . Δημοσθένης
6495266 Ἀμυκλα
ἦν οὐκ Ἐρατὼ τῷ Τριφύλῳ μήτηρ , ἀλλὰ Λαοδάμεια ἡ Ἀμύκλα τοῦ ἐν Λακεδαίμονι βασιλεύσαντος : ἀνάκειται δὲ καὶ Ἔρασος
Ἀπόλλωνος . ἀποθανόντος δὲ Ἀμύκλα ἐς Ἄργαλον τὸν πρεσβύτατον τῶν Ἀμύκλα παίδων καὶ ὕστερον ἐς Κυνόρταν Ἀργάλου τελευτήσαντος ἀφίκετο ἡ
6432498 Περιηγησεως
ὥσπερ ἰωνιὰ ἡ τῶν ἴων , ὡς Ἑκαταῖος ἐν α Περιηγήσεως δηλοῖ . . . . Ἐλιβύργη : πόλις Ταρτησσοῦ
τοῦ Ἀβδηρίτης μέμνηται Εὔδοξος ἐν δ Περιόδων καὶ Παυσανίας ἕκτηι Περιηγήσεως καὶ Ἡρόδοτος ἑβδόμηι καὶ πολλαχοῦ , Ἑκαταῖός τε καὶ
6419604 Ἀκεσανδρος
εὐφροσύνην . Ναΐδος δὲ καὶ Πηνειοῦ τὸν Ὑψέα Φερεκύδης , Ἀκέσανδρος δὲ Φιλύρας τῆς Ἀσωποῦ καὶ Πηνειοῦ ἱστορεῖ τὸν Ὑψέα
καλεῖσθαι , διὰ τὸ μὴ γεγωνὸς φθέγγεσθαι . ὁ δὲ Ἀκέσανδρος μὴ ἐκ γενετῆς αὐτόν φησιν ἰσχνόφωνον γεγενῆσθαι , ἀλλ
6415910 ἐμπρος
ἐστιν ὅταν πετομένου τοῦδε ἢ τοῦδε τοῦ ὄρνιθος , ἢ ἐμπρὸς ἢ ὀπίσω , ἢ δεξιὰ ἢ ἀριστερά , εἴπωμεν
τῷ δεκανῷ τῷ μέσῳ : Ἁρματηλάτης σὺν παιδὶ , τὰ ἐμπρὸς τοῦ Κενταύρου , τοῦ Σκάφους τὸ μεσαίτατον καὶ τῆς
6405342 γιγαντος
Κυζίκου φησὶν ὅτι κτίσμα ἐστὶ Φερσεφόνης , καὶ ὄνομα ἔχει γίγαντος . Οἱ γὰρ γίγαντες ἀπορρήξαντες αἰγιαλοὺς ἐκύλιον διὰ τῆς
ὁ λόγος ᾖ περὶ τοῦ Αἰγέως , ἢ υἱὸς τοῦ γίγαντος τοῦ λαβόντος τὰ ὅπλα ἐκ τῆς πέτρας , ἵνα
6370069 Ἰχθυος
ἔχων περὶ τὰ ὦτα πτερύγια . οἱ δὲ νυκτικόρακα . Ἰχθύος οὐρανίου θεῖον γένος ἤτορι σεμνῷ Χρῆσε , λαβὼν πηγὴν
ʹ βο θ δʹ τῶν ἐν τῷ στόματι τοῦ ἑπομένου Ἰχθύος β ὁ βορειότερος . . Κριοῦ β βο κα
6357792 Κλειτοριων
: τοῦ Λάδωνος δὲ τῶν πηγῶν ἀπέχει στάδια ἑξήκοντα ἡ Κλειτορίων πόλις , ἡ δὲ ὁδὸς ἡ ἀπὸ τῶν πηγῶν
μὲν ἐκ Τεγέας , Λυκομήδης δὲ καὶ Ὁπολέας Μαντινεῖς , Κλειτορίων δὲ Κλεόλαος καὶ Ἀκρίφιος , Εὐκαμπίδας δὲ καὶ Ἱερώνυμος
6356967 ἀναγεγραφε
στρατιᾶς πανταχόθεν , ἠριθμήθησαν , ὡς Κτησίας ἐν ταῖς Ἱστορίαις ἀναγέγραφε , πεζῶν μὲν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα μυριάδες , ἱππέων δὲ
τῆς στρατιᾶς πανταχόθεν ἠριθμήθησαν , ὡς Κτησίας ἐν ταῖς ἱστορίαις ἀναγέγραφε , πεζῶν μὲν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα μυριάδες , ἱππέων δὲ
6353727 Διδυμου
τοὺς Διδύμους ἀμόρφωτοι . ὁ προηγούμενος τοῦ πρόποδος τοῦ ἡγουμένου Διδύμου . . . Διδύμων δ Ϛʹ νο # δʹ
ιε ∠ ʹ : ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἡγουμένου Διδύμου κρύπτεται . ιεʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ :
6343244 Κιου
δὲ δευτέρου ] Πάριον Παρίου Παριανός , Βοσπορίου Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός , Τίου Τιανός , Καρίου Καριανός
Σκύλαξ ὁ Καρυανδεύς . ἀμφ ' Ἀργανθώνειον : ὄρος τῆς Κίου . ἤιά τέ σφι : ἐφόδια βρώματα . σημαίνει
6343242 Χθονια
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θάνατον ἐξάγονται . Χθόνια λουτρά : τὰ τοῖς νεκροῖς ἐπιφερόμενα : ἐκόμιζον γὰρ
θύουσιν αὐτῇ μεγαλοπρεπῶς τε καὶ σοβαρῶς . Καὶ τὴν ἑορτὴν Χθόνια καλοῦσιν . Μεγίστους οὖν ἀκούω βοῦς ὑπὸ τῆς ἱερείας
6330075 Πινδου
, ῥέων διὰ τῶν Τεμπῶν , καὶ ἀρχόμενος ἀπὸ τοῦ Πίνδου ὄρους , καὶ διὰ μέσης Θεσσαλίας καὶ τῶν Λαπιθῶν
εἴποι τις : ὁ γὰρ Ἀχελῷος ποταμὸς ῥεῖ μὲν ἐκ Πίνδου ὄρους , ἐκβάλλει δὲ παρ ' Οἰνιάδας ἐς θάλασσαν
6322288 Ἀριστιωνος
εἰρημένον τρόπον κατελύθη . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησιν Ἀριστίωνος Ῥωμαῖοι κατέστησαν ὑπάτους Τίτον Κοΐντιον καὶ Αὖλον Κορνήλιον Κόσσον
δεῖ γάρ με καὶ ταῦτα ὑμᾶς διδάξαι . Κατηγορήσειν ἔμελλον Ἀριστίωνος καὶ Φιλίνου καὶ Ἀμπελίνου καὶ τοῦ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν
6320985 Κλεοστρατος
Θεογένης , Εὐρυπτόλεμος , Μαντίθεος , σὺν δὲ τούτοις Ἀργεῖοι Κλεόστρατος , Πυρρόλοχος : ἐπορεύοντο δὲ καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεις Πασιππίδας
ἀστρονόμοι ἔνιοι οἶον Ματρικέτας ἐν Μηθύμνηι ἀπὸ τοῦ Λεπετύμνου καὶ Κλεόστρατος ἐν Τενέδωι ἀπὸ τῆς Ἴδης καὶ Φαεινὸς Ἀθήνησιν ἀπὸ
6311706 διακοσμου
. . . Δίκτυς : ἱστορικός . ἔγραψεν Ἐφημερίδα Τρωικοῦ διακόσμου . οὗτος ἔγραψε τὰ περὶ τῆς ἁρπαγῆς Ἑλένης καὶ
Ἰδαῖον ἄντρον ἐν Ἤλιδι . Δημήτριος ὁ Σκήψιος : νεὼν διακόσμου ἱερὸν Διός . ἔνιοι δὲ νομίζοντες μὴ τῶν ἐν
6300718 Γαρουνα
καὶ τῶν προσωρισμένων αὐτοῖς ἐθνῶν τετταρεσκαίδεκα Γαλατικῶν τῶν μεταξὺ τοῦ Γαρούνα κατοικούντων καὶ τοῦ Λίγηρος , ὧν ἔνια ἐπιλαμβάνει καὶ
οὕσπερ κἀκεῖνος , προσέθηκε δὲ τετταρεσκαίδεκα ἔθνη τῶν μεταξὺ τοῦ Γαρούνα καὶ τοῦ Λίγηρος ποταμοῦ νεμομένων : τὴν δὲ λοιπὴν
6299229 Σικυωνιου
, ἡ δὲ εἰκών ἐστι τοῦ Ἀριστοδήμου τέχνη Δαιδάλου τοῦ Σικυωνίου , μαθητοῦ καὶ πατρὸς Πατροκλέους . Ἵππον δὲ Ἠλεῖον
θεοῦ χαρίσασθαι τοῦτον εἰς Δελφοὺς παραγενομένωι * τῶι Πυδοδώρου τοῦ Σικυωνίου υἱῶι ἀποκειρομένωι τὴν κόμην , ὄντι καλῶι συγγενόμενον τὰ
6298466 Φλεγων
πόλις Ἰταλίας καὶ ποταμὸς ὁμώνυμος , κτίσμα Κροτωνιατῶν , ὡς Φλέγων . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ μεγάλη Ἑλλάς . ὡς Ἀπολλωνίδης
Εὔδοξος δὲ † ἐννάτῳ Ἱστοριῶν τοῦ Μεσαππίου † Πάσωνος . Φλέγων ἐν Ὀλυμπιάσιν . οὕτως † Ὠρίων . . .
6291237 Κυζικου
γάρ ἐστιν ὁ Κυζίκου λιμήν . Αἰσήποιο : ποταμὸς πέραν Κυζίκου . Γηγενέες : τούτων καὶ Ἡρόδωρος μνημονεύει ἐν τοῖς
. διὰ δὲ τούτου οὐδὲν ἕτερον ἢ τὴν ἀπραγμοσύνην τοῦ Κυζίκου ἐμφαίνει . ἠοῖ δ ' εἰσανέβαν : ἡ εἰς
6281358 Σειληνου
ἕκαστος μεγάλας ταραχὰς καὶ κινδύνους καὶ περιβοησίας σημαίνουσι πλὴν τοῦ Σειληνοῦ : οὗτος δὲ μόνος ἀγαθὸς ἂν εἴη πᾶσι τοῖς
ἔχουσι ῥοῶν λίμνης Ἀσκανίης ἐπὶ χείλεσιν , ἔνθα Δολίων υἱὸς Σειληνοῦ νάσσατο καὶ Μελίης . Ὁ δ ' Ἀναξαγόρου τρόφιμος
6274034 Λεοντιου
Κουρῆτα λαὸν ἤινεσαν . . . : Δανάην δὲ τὴν Λεοντίου τῆς Ἐπικουρείου θυγατέρα ἑταιριζομένην καὶ αὐτὴν Σώφρων εἶχεν ὁ
ῥέῃ , λαμπροὶ δὲ ἡμεῖς διὰ Λεόντιον ὦμεν μετὰ τοῦ Λεοντίου . Ἴσως τἄλλα ψεύδομαι καὶ οὐκ ἐπεσταλκὼς ἐπεσταλκέναι φημί
6249618 Τιβερεως
. . . ὁ δ ' οὖν Ἡρακλῆς ἀπὸ τοῦ Τιβέρεως ἀναζεύξας καὶ διεξιὼν τὴν παράλιον τῆς νῦν Ἰταλίας ὀνομαζομένης
ἐπὶ τοῦ βουνοῦ , ὑπὲρ τὴν τύχην , πέραν τοῦ Τιβέρεως , μέχρι θαλάσσης , ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν ; ,
6246401 Δωτου
ἀπὸ Δώτου τοῦ Νεώνου τοῦ Ἕλληνος : Μνασέας δὲ ἀπὸ Δώτου τοῦ Πελασγοῦ . . . : Ἄκανθος , πόλις
Δώτου τοῦ Νεώνου τοῦ Ἕλληνος . Μνασέας δέ „ ἀπὸ Δώτου τοῦ Πελασγοῦ . ἔστι δὲ τὸ πεδίον αὐτὸ καθ
6245285 Πελασγιωτιδος
τὴν συνεχῆ παραλίαν , ἥπερ ἐστὶν ἤδη Μαγνησίας καὶ τῆς Πελασγιώτιδος γῆς . Φεραὶ μὲν οὖν εἰσι πέρας τῶν Πελασγικῶν
περὶ Σκοτοῦσσαν Πελασγίας : ἔστι δ ' ἡ Σκοτοῦσσα τῆς Πελασγιώτιδος Θετταλίας : συνακολουθῆσαι δὲ γυναῖκας τὰς πλείστας , ὧν
6242346 Κυαξαρου
, ἔφη ὁ ἄγγελος , καὶ στολὴν τὴν καλλίστην παρὰ Κυαξάρου : ἐβούλετο γάρ σε ὡς λαμπρότατα καὶ εὐκοσμότατα προσάγειν
Βύζης οὗτος κατὰ Ἀλυάττην ἦν τὸν Λυδὸν καὶ Ἀστυάγην τὸν Κυαξάρου βασιλεύοντα ἐν Μήδοις . ἐν δὲ Ὀλυμπίᾳ λέβης ἐπίχρυσος
6231919 ρμʹ
' ἤτοι κατ ' αὐτὴν ἢ καὶ πρωϊαίτερον κρινόμενον . ρμʹ . Κακόηθες νόσημά ἐστι τὸ δυνάμει μὲν μέγα καὶ
. Ἀπὸ δὲ Μενραλίας εἰς Βελῶνα πόλιν στάδιοι οὐ πλεῖον ρμʹ , οὐχ ἧττον σταδίων ρʹ . Ἐντεῦθεν ἄρχεται [
6228388 Κορακος
οὔτε τὸ ὠὸν ὃ ἔχει . Οἱ δὲ , ἀπὸ Κόρακος τοῦ Συρακουσίου ῥήτορος , πρώτου διδάξαντος τέχνην ῥητορικήν .
Στάχυς καὶ τὰ μέσα τῆς Ὕδρας καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ Κόρακος καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ Λέοντος τῆς δωδεκαώρου . τῷ
6223734 Ἀντισσα
Ἄντιον μετωνομάσθη , ὡς εἰρήσεται . . . . . Ἄντισσα : πόλις Λέσβου Ἐφεξῆς τῶι Σιγρίωι , ἀφ '
Περὶ Λέσβου φησὶ Θόασαν τὴν Τεύκρου . : Ἡ δὲ Ἄντισσα νῆσος ἦν πρότερον , ὡς Μυρσίλος φησί : τῆς
6218944 Λασου
ἀνθρώποις . ταῦτα σημειώσαιτ ' ἄν τις πρὸς τοὺς νοθεύοντας Λάσου τοῦ Ἑρμιονέως τὴν ἄσιγμον ᾠδήν , ἥτις ἐπιγράφεται Κένταυροι
Ὀνομάκριτος ἐξ Ἀθη - νέων ἐπ ' αὐτοφώρωι ἁλοὺς ὑπὸ Λάσου τοῦ Ἑρμιονέος ἐμποιέων ἐς τὰ Μουσαίου χρησμόν , ὡς
6210362 Ἀνδρομαχου
πεποιηκότα αὐτὴν συντίθεται τρόπῳ τοιῷδε . ὠνομάσθη δὲ παρ ' Ἀνδρομάχου γαλήνη . οἱ μετ ' αὐτὸν δὲ παραλαβόντες ,
πλῆθος δὲ μέχρι κυάθων η ἢ θ . Ὁ τοῦ Ἀνδρομάχου τροχίσκος δόκιμος . Ἀρσενικοῦ ⋖ ιβ , χάρτου κεκαυμένου
6208199 τκʹ
τὴν πόλιν . Ἀπὸ δὲ Ἀπολλωνίας εἰς Ἀμαντίαν ἐστὶ στάδια τκʹ . 〚 Καὶ ὁ Αἴας ποταμὸς ἀπὸ τοῦ Πίνδου
καὶ πλατύτατός ἐστιν ὁ Πόντος , στάδια ͵βυʹ , μίλια τκʹ . Ἔστι δὲ τῆς Κασπίας θαλάσσης μῆκος μὲν τὸ
6206695 Ἰαρδανου
ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν , ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε
καὶ Ἰαπυγία . Ἰάρδανος , ποταμὸς Λυδίας . Ὅμηρος ” Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα „ . οἱ οἰκοῦντες Ἰαρδάνιοι . Ἰάς
6204440 Τριοπιου
δὲ πεντήκοντα : τὰς γὰρ νήσους τὰς ἐντὸς Κυανέων καὶ Τριοπίου καὶ Σουνίου προσηγμένος ἦν ὁ βασιλεύς . τριήρεις μὲν
ἀνομήσαντας ἐξεκλήισαν τῆς μετοχῆς . Ἐν γὰρ τῷ ἀγῶνι τοῦ Τριοπίου Ἀπόλλωνος ἐτίθεσαν τὸ πάλαι τρίποδας χαλκέους τοῖσι νικῶσι ,
6189995 Παντικαπαιου
καὶ ὅτι ἡ ναῦς κενὴ διεφθάρη παραπλέουσα εἰς Θευδοσίαν ἐκ Παντικαπαίου . Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ συμπλεῖν Ὑβλησίῳ κυβερνῶν τὴν ναῦν εἰς
: καὶ ἡ ἑξῆς δ ' ἐστὶν εὔγεως χώρα μέχρι Παντικαπαίου , τῆς μητροπόλεως τῶν Βοσποριανῶν ἱδρυμένης ἐπὶ τῷ στόματι
6179760 ἐπινειου
τὴν Πισαίαν καὶ παρὰ Ὀλυμπίαν ἐξελθών , ἐκδίδωσιν ὑπὲρ Κυλλήνης ἐπινείου τοῦ Ἠλείων ἐς τὴν θάλασσαν . ἔμελλε δὲ ἄρα
, εἰς ἣν οἱ Γαδιτανοὶ συνίασι μάλιστα , ὑπερκειμένην τοῦ ἐπινείου τῆς νήσου σταδίους οὐ πολὺ πλείους τῶν ἑκατόν .
6177329 γεωφανιου
ἐν ᾧ γῆς μέταλλον . περὶ δὲ τοῦ ἐν Σάμῳ γεωφανίου ὃν τρόπον ἐξευρέθη Ἔφορος δεδήλωκεν ἐν τῇ θʹ .
. , . , . Κατὰ Πολυεύκτου περὶ τοῦ ⌈ γεωφανίου ⌉ : περὶ μὲν αὐτῆς τῆς μηνύσεως . .
6174436 Ἐρυμανθου
βωτιάνειρα καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη . ἔνθεν ἀνερχομένοιο παρ ' εἰαμενὰς Ἐρυμάνθου Σπάρτην καλλιγύναικα , φίλην πόλιν Ἀτρείωνος , κεκλιμένην ἐνόησεν
ἤπειρον . Ψωφιδίοις δὲ καὶ παρὰ τῷ Ἐρυμάνθῳ ναός ἐστιν Ἐρυμάνθου καὶ ἄγαλμα . ποιεῖται δὲ πλὴν τοῦ Αἰγυπτίου Νείλου
6161018 Μυια
γὰρ ἔξω καὶ Γαδείρων ἔσθ ' ὁ νοῦς . ἡ Μυῖα δ ' ἔδακνεν αὐτὸν ἄχρι τῆς καρδίας . τουτὶ
αὐτὸν καὶ Δάμων ἢ ὥς τινες Μνήσαρχος , θυγάτηρ δὲ Μυῖα , ἢ ὥς τινες Ἀριγνώτη . συνεγράψατο δὲ βιβλία
6154609 Μεσσηνιου
σφέας ὁδόν . Ἐνθαῦτα δὴ τοὺς Σπαρτιήτας κατὰ τὰς τοῦ Μεσσηνίου ὑποθήκας φυλάξαντας τὴν μητέρα τῶν Ἀριστοδήμου παίδων λαβεῖν κατὰ
, ἤγουν ταῖς πηγαῖς καὶ τῷ ῥεύματι , σχιζόμενος τοῦ Μεσσηνίου Εὐρώτου : οἵτινες ἀμφότεροι ποταμοὶ ἀπὸ τῆς Ἀσέας τὰ
6151729 Μιλησιου
φίλον κακῶς μὴ λέγε : ἐκ τῶν ἀποφθεγμάτων Θάλεω τοῦ Μιλησίου . Μικροῦ δ ' ἀγῶνος οὐ μέγ ' ἔρχεται
τινες ἄλλαι πράξεις λέγονται , ὥσπερ αὖ Θάλεω πέρι τοῦ Μιλησίου καὶ Ἀναχάρσιος τοῦ Σκύθου ; Οὐδαμῶς τοιοῦτον οὐδέν .
6143610 Φασιος
Ἔνθεν μὲν ἡ ἀκτὴ ἡ ἑτέρη τὰ πρὸς βορέην ἀπὸ Φάσιος ἀρξαμένη παρατέταται ἐς θάλασσαν παρά τε τὸν Πόντον καὶ
. . . . . . . οβ με δʹ Φάσιος ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . οβ ∠ ʹ
6143415 Χερσονησος
. [ . . . , : Ἔστι καὶ ἑτέρα Χερσόνησος Καρίας , ἔνθεν ἦν Ἀλέξανδρος ὁ Περὶ Καρίας γράψας
δὲ τῶν Βρετανικῶν ἡ Ἀλουΐωνος , τρίτη δὲ ἡ Χρυσῆ Χερσόνησος , τετάρτη δὲ τῶν Βρετανικῶν ἡ Ἰουερνία , πέμπτη
6140496 Ἀμφιπολιτου
τοῦ Ἰσοκράτους μαθητοῦ , καὶ τοῖς λόγοις ἐχρῆτο Ζωΐλου τοῦ Ἀμφιπολίτου , σοφιστεύοντος ἐν Ἀθήναις , καὶ Πολυκράτους καὶ Ἀλκιδάμαντος
μελέτω αὐτῷ μήτε Φίλιππος ἐκκεκομμένος τὸν ὀφθαλμὸν ὑπὸ Ἀστέρος τοῦ Ἀμφιπολίτου τοῦ τοξότου ἐν Ὀλύνθῳ , ἀλλὰ τοιοῦτος οἷος ἦν
6135297 δωδεκατης
θέλομεν τῶν ὁρίων : ἀπὸ ζῳδίου πρώτης γὰρ καὶ μέχρι δωδεκάτης ὁ Ζεὺς ἐπέχει καὶ κρατεῖ καὶ δύναμις καλεῖται .
φάλαγγος ἡγεμών ἐστιν : τοῦ δὲ ἀριστεροῦ οἱ χιλίαρχαι τῆς δωδεκάτης . οὕτω δὲ ταχθέντων σιγὴ ἔστω ἔστ ' ἂν
6134324 Μυκαλης
ἐν τῇ Σαμίων χώρᾳ ταῦτά ἐστι . Πρὸ δὲ τῆς Μυκάλης Σάμος ἐστὶ νῆσος πόλιν ἔχουσα καὶ λιμένα κλειστόν .
, ἡ δὲ Μεσωγὶς εἰς τὸ ἀντικείμενον μέρος διατείνει μέχρι Μυκάλης ἀπὸ Κελαινῶν ἀρξάμενον , ὥς φησι Θεόπομπος , ὥστε
6116862 Κτισεσιν
τῆς Σκυθίας πλησίον τοῦ Ἴστρου , οὗ μνημονεύει Πολέμων ἐν Κτίσεσιν Ἰταλικῶν καὶ Σικελικῶν πόλεων . γράφεται [ Ἄγγουρον ὄρος
ἃς ἀπὸ τῆς μητρὸς Πραξιδίκας κληθῆναι . Διονύσιος δὲ ἐν Κτίσεσιν Ὠγύγου θυγατέρας , Ἀλαλκομένειαν , Θελξίνειαν , Αὐλίδα ,
6116845 Ἀρχεμορου
τῆς Ὑψιπύλης : καὶ γὰρ κατὰ Εὐριπίδην τροφὸς ἦν τοῦ Ἀρχεμόρου [ ] | [ ] Λήμνῳ ? ? [
αὐτῷ ὡς ἀπὸ τοῦ Ὀφέλτου μὲν πρότερον , νυνὶ δὲ Ἀρχεμόρου , ἀπὸ τοῦ μαντεύσασθαι τοῖς ἐπὶ Θήβας στρατευσαμένοις διὰ
6116356 Ἑλους
Κέφαλον συμμαχοῦντα , ἐκ δὲ Φωκέων Πανοπέα , ἐκ δὲ Ἕλους τῆς Ἀργείας Ἕλειον τὸν Περσέως , ἐκ δὲ Θηβῶν
ἐν Θεσσαλίᾳ ποτὲ καλουμένης Ἑλλάδος . ἐκ τούτου δὴ τοῦ Ἕλους ξόανον Κόρης τῆς Δήμητρος ἐν ἡμέραις ῥηταῖς ἀνάγουσιν ἐς
6112423 ἀσαμινθου
μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα , ἔκ ῥ ' ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας ἤϊε : Ναυσικάα δὲ θεῶν
Μενέλεῳ δύ ' ἀσαμίνθους , καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων . κυλίσκιον δ ' ἡ σμικρὰ κύλιξ
6108413 Παλληνη
Ἀνδροτίων καὶ Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων Πολιτείᾳ . Γ ἄλλως : Παλλήνη δῆμος τῆς Ἀττικῆς . νῦν δὲ διὰ τοῦ β
Σιθῶνος γὰρ τοῦ Θρακῶν βασιλέως καὶ Ἀχιρόης τῆς Νείλου θυγατέρες Παλλήνη καὶ Ῥοιτεία ἀφ ' ὧν ἥ τε Παλλήνη πόλις
6107717 Θηβαϊκοις
μέλη . . . . , : Ἀρμενίδας ἐν τοῖς Θηβαϊκοῖς Ἀμφικτύονος υἱὸν Ἰτωνὸν ἐν Θεσσαλίᾳ γεννηθῆναι , ἀφ '
ἀκοντίζουσι δὲ ὡς βάρβαροι . ἴσως γὰρ τότε ἐν τοῖς Θηβαϊκοῖς χρόνοις οἱ μὲν Ἕλληνες ὅπλοις ἐκέχρηντο , οἱ δὲ
6107300 Λινου
Ἀχελώου , Σειρῆνες : Τερψιχόρης δὲ , ἢ Μελπομένης καὶ Λίνου τοῦ Ἀπόλλωνος , ἢ κατά τινας Λάρου , Μέλπος
Ἀπόλλωνος καὶ Ψαμάθης τῆς Κροτώπου , τὸν δὲ λέγουσιν εἶναι Λίνου τοῦ ποιήσαντος τὰ ἔπη . τὰ μὲν οὖν ἐς
6106627 ἀλληλεων
κατὰ τὰ ὑπὸ τοῦ ἐξ ἀρχῆς φήναντος , ἀπ ' ἀλληλέων τὰ πρῶτα διειργόμεναι . Καὶ ἡ μὲν αὐτέων ἐστί
κατὰ μίαν τε καὶ δύο , πρόσω δὴ ἀπ ' ἀλληλέων ἐς εὐμαρείην ἀποσκιδνάμεναι . Μαθόντες δὲ καὶ οἱ Σκύθαι
6098729 Ἀρατου
Πολυφήμου δῆθεν . τὰ πράγματα ἐν Σικελίᾳ . τοῦ δὲ Ἀράτου , ᾧ προσφωνεῖ , καὶ ἐν τοῖς Θαλυσίοις [
γόνατα τοῦ Ἡνιόχου καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν Διδύμων ἔτι πρότερον Ἀράτου Εὔδοξος ἀναγέγραφεν , ᾧ καὶ νομίζομεν κατηκολουθηκέναι τὸν Ἄρατον
6094200 δεξιοφιν
: Δευκαλίδη πῇ τὰρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον ; ἢ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ , ἦ ἀνὰ μέσσους , ἦ ἐπ
χαλκόφιν , ὡς ἐπ ' αἰτιατικῆς τοῦ ν , δεξιόν δεξιόφιν , ἀριστερόν ἀριστερόφιν , δοθήσεται ὅτι καὶ κατὰ τὸν
6094090 Φθιου
. Φερεκύδης δὲ ἀπὸ Δώτιος τοῦ Ἀστερίου καὶ Ἀμφικτυόνης τῆς Φθίου : ὡς δὲ Ἀρχῖνος , ἀπὸ Δώτου τοῦ Νεώνου
ἔχειν . Ἀχαιιάδεσσι : ταῖς Θεσσαλαῖς , ἀπὸ Ἀχαιοῦ τοῦ Φθίου . Ὅμηρος : Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ
6077199 Πολυϊστορος
Τούτοις καὶ τὰ ἑξῆς περὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς αὐτῆς Πολυΐστορος γραφῆς ἐπισυνήφθω . Ἀρτάπανος δέ φησιν ἐν τῷ Περὶ
ρλϚʹ τελευτῆσαι . Ταῦτά μοι κείσθω ἀπὸ τῆς Ἀλεξάνδρου τοῦ Πολυΐστορος γραφῆς . Ἑξῆς [ . ἐξ ἧς ] ἐπισυνήφθω
6070252 μεταγραψας
πολλάκις , ἐπαναθεασάμενος , διακριβώσας , διακαθήρας ἐκκαθήρας , διαγράψας μεταγράψας ἐξορθώσας , ἐκλεξάμενος , ἐπανορθωσάμενος , βασανίσας , κρί
, συμβιβάζοι ἄν τις ταῦτα , ἀντὶ τοῦ ἐσθήμασι πτώμασι μεταγράψας , καὶ ἔχει τὸ ὅλον καλῶς , λέγοντος τοῦ
6067381 Δουλιχιευς
. τὸ ἐθνικὸν Ὑάμιος ὡς Βυζάντιος , καὶ Ὑαμιεύς ὡς Δουλιχιεύς . Ὑάμπολις , πόλις Φωκίδος . ὁ οἰκήτωρ Ὑαμπολίτης
ἐθνικὸν Ψυχιεύς , ὡς τοῦ Νότιον Νοτιεύς καὶ τοῦ Δουλίχιον Δουλιχιεύς . Ψωφίς , πόλις Ἀρκαδίας . κέκληται ἀπὸ Ψώφιδος
6051500 Σεπτεμβριου
, ἀπὸ δὲ τοῦ Ἰουνίου τὸ θέρος , ἀπὸ δὲ Σεπτεμβρίου τὸ φθινό - πωρον , ἀπὸ δὲ Δεκεμβρίου τὸν
Ἀπὸ τῆς ιγʹ τοῦ Ἰουνίου μηνὸς ἕως τῆς ιγʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , λέγεται Θέρος , οὕτινος ζῴδιά εἰσι ταῦτα :
6047118 ἐπεκτεινονται
, ἀμοιροῦσαν δείξεως . ἔτι δεικτικώτεραι γινόμεναι διὰ τοῦ ι ἐπεκτείνονται , οὑτοσί , ὁδί : ἀλλ ' οὐκέτι ἡ
, ὀρθοτονούμεναι μόνως καὶ δεικτικαὶ οὖσαι , διὰ τοῦ ι ἐπεκτείνονται , χωρὶς τῆς αὐτός : αὕτη γὰρ ἀναφορικὴ οὖσα
6042160 Λευκολοφου
τὸν Ἀπόλλω στίξας αὐτοὺς καὶ ξυμποδίσας μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου κατὰ γῆς ταχέως ἀποπέμψω . Ταῦτα ποήσω : σὺ
, Μύρμηξ καὶ Νικόμαχος καὶ Ἀρχέμορος μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου . Ἀδελφὸς παρείη . ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς
6039843 Βηττιγω
. ρκζ κϚ ∠ ʹ Σωλῆνος ποταμοῦ πηγαὶ ἐν τῷ Βηττιγὼ ὄρει . . . . . . . .
. ρκβ ∠ ʹ κβ γʹ . Μεταξὺ δὲ τοῦ Βηττιγὼ ὄρους καὶ τοῦ Ἀδεισάθρου Σῶραι νομάδες , ἐν οἷς
6035442 Θυατειρηνος
ἐστι τῆς Αἰαντίδος φυλῆς οἱ Τιτακίδαι , ὡς Νίκανδρος ὁ Θυατειρηνὸς ἐν τῷ περὶ τῶν δήμων δηλοῖ . μήποτε δὲ
φησιν : τὸν ψυγέα ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι δῖνον . ὁ Θυατειρηνὸς δὲ Νίκανδρος καλεῖσθαί φησι ψυκτῆρας καὶ τοὺς ἀλσώδεις καὶ
6035247 Ἱστοριας
στρουθίου καλουμένου ἄνθους , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος ἐν ἕκτῳ Φυτικῆς Ἱστορίας ἐν τούτοις : ἀνθεῖ δὲ καὶ ἡ ἶρις τοῦ
' πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι , καὶ Ἔφορος ἐν αʹ Ἱστορίας , καὶ Φιλήμων ἐν Γάμῳ ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον
6032122 Ἀρτεμισιου
πλοίῳ ἦλθε ἀνὴρ Ἱστιαιεὺς ἀγγέλλων τὸν δρησμὸν τὸν ἀπ ' Ἀρτεμισίου τῶν Ἑλλήνων . Οἱ δ ' ὑπ ' ἀπιστίης
καλοῦσιν Ἀργεῖον . ὑπερβαλόντα δὲ ἐς τὴν Μαντινικὴν διὰ τοῦ Ἀρτεμισίου πεδίον ἐκδέξεταί σε Ἀργὸν καλούμενον , καθάπερ γε καὶ
6025951 Ἀρμενιδας
δύναμιν . Ἰσίδωρος ἔγραψε . . . . , : Ἀρμενίδας ἐν τοῖς Θηβαϊκοῖς Ἀμφικτύονος υἱὸν Ἰτωνὸν ἐν Θεσσαλίᾳ γεννηθῆναι
. . . . ἀπολομένων . οὕτως καὶ Ἱππομέδων καὶ Ἀρμενίδας γράφουσι : καὶ πυρὰς ποιεῦντες ἑπτὰ ἐπὶ τοῖς †
6023093 πυματῃ
κρέμαται ὑπὲρ αὐτοῦ Κενταύροιο . Μέσσῃ δὲ σπείρῃ Κρητήρ , πυμάτῃ δ ' ἐπίκειται εἴδωλον Κόρακος σπείρην κόπτοντι ἐοικός .
τῇ καὶ τῇ κυανῇσι κατάστικτος φολίδεσσιν . ἀλλ ' ἤτοι πυμάτῃ μὲν ὑπὸ γλωχῖνι νέμονται ἀγχοῦ στηλάων Μαυρουσίδος ἔθνεα γαίης
6021488 Γαληψου
Γαληψὸς οὐ πολλῶι ὕστερον καὶ Οἰσύμη . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης . . . .
ὡς οἱ τὰς περιόδους γεγραφότες φασίν . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ
6018349 Ἀσιου
: ἡ διπλῆ ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες . . Ἀσίου ἀχνύμενος : ἡ διπλῆ ὅτι παρεῖται ἡ πρόθεσις ,
δὲ πτώσεως γενικῆς : Ἀσίω ἐν λειμῶνι , ἤγουν τοῦ Ἀσίου : διὰ τοῦτο οὐκ ἔχει τὸ ι προσγεγραμμένον .
6018041 Φαλακραιαι
ἀκρωτήριον Ἴδης , διὸ καὶ ὁ Λυκόφρων φησίν : αἱ Φαλακραῖαι κόραι Φαλακραίῃς ἐνὶ βήσσῃς ] καὶ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς
δὲ παρθενοκτόνον Θέτιν ἰουλόπεζοι θεῖνον εὐῶπες σπάθαις πελαργοχρῶτες , αἱ Φαλακραῖαι κόραι , ὑπὲρ Καλυδνῶν λευκὰ φαίνουσαι πτίλα , ἄφλαστα
6012391 Θασου
καὶ τριάκοντα πόλεων ὅσον λοιπὸν , τοὺς ἐκ Κορίνθου καὶ Θάσου καὶ Βυζαντίου καὶ πανταχόθεν τίς ἂν ἐξαριθμήσειεν ; οἶμαι
πάντα σφι ἤδη ἦν ὑποχείρια γεγονότα . Ἐκ μὲν δὴ Θάσου διαβαλόντες πέρην ὑπὸ τὴν ἤπειρον ἐκομίζοντο μέχρι Ἀκάνθου ,
6012372 Ἀραδιος
. ἐκαλεῖτο δὲ Λεύκοφρυς . ὁ πολίτης Τενέδιος , ὡς Ἀράδιος Ῥόδιος . ἔστι καὶ πόλις Τένεδος πρὸς τῇ Λυκίᾳ
ἐπὶ τῶν ἀηδῶν . σημειωτέον δὲ ὅτι τοῦ μὲν Ἄραδος Ἀράδιος καὶ Τένεδος Τενέδιος καὶ Τενεδεύς καὶ Λέβεδος Λεβέδιος ,
6010148 Καλου
παράπλουν τὰ ὅρια τῆς Ταυρικῆς Χερρονήσου ἀπὸ Ἀθηναιῶνος λιμένος μέχρι Καλοῦ λιμένος , σταδίους ͵βχʹ , μίλια τμϚʹ , Ϙʹ
καὶ Χρύσιππος δ ' ὁ φιλόσοφος ἐν εʹ περὶ τοῦ Καλοῦ καὶ τῆς Ἡδονῆς περὶ τοῦ Πανταλέοντος τάδε γράφει :
6005462 ὀστρειον
ἐν Πόλεσι : πουλυπόδειον σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , χήμας , λεπάδας , σωλῆνας , μῦς ,
! ! [ ! ] ! ! [ τὸ δὲ ὄστρειον ! ! [ Ἀγροτέρης ἐραταῖς ? ? ? ?
5999719 Νικανδρου
τε ὀλέθρῳ καὶ φυγῇ τῇ σφετέρᾳ . Θεόπομπον δὲ τὸν Νικάνδρου βασιλεύσαντα μετὰ Νίκανδρον μέλλει καὶ αὖθις ὁ λόγος μοι
διὰ τῆς προσφωνήσεως , διὰ τὸ τὸν Φιλιτᾶν πρεσβύτερον εἶναι Νικάνδρου , καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Νίκανδρος μέμνηται τοῦ Ἑρμησιάνακτος
5999432 Αἱμου
. . Ἀγρίαι : . . . ἔθνος Παιονίας μεταξὺ Αἵμου καὶ Ῥοδόπης . παρὰ Πολυβίωι δὲ διὰ τοῦ α
οὖν ἐκ τῶν Ὀδρυσῶν ὁρμώμενος πρῶτον μὲν τοὺς ἐντὸς τοῦ Αἵμου τε ὄρους καὶ τῆς Ῥοδόπης Θρᾷκας , ὅσων ἦρχε
5997737 ϲτερνου
κατεαγείϲηϲ . Ϙδʹ . Περὶ ὠμοπλάτηϲ . Ϙεʹ . Περὶ ϲτέρνου . ϘϚʹ . Περὶ πλευρῶν . Ϙζʹ . Περὶ
ἕκτηϲ μικρὸν ἀπονευούϲαϲ εἰϲ τοὐπίϲω καὶ ἄλλην κατὰ μέϲον τοῦ ϲτέρνου καὶ ἑτέραν ὑπεράνω τοῦ ϲτόματοϲ τῆϲ γαϲτρόϲ , τρεῖϲ
5996562 ἀνταρκτικου
ἀρκτικοῦ καὶ ζῳδιακοῦ , τὸ δὲ νότιον μεταξὺ ζῳδιακοῦ καὶ ἀνταρκτικοῦ . ἀπαγγέλλει δὲ ἕκαστον κατὰ μῆκος καὶ πλάτος ,
ζῳδιακοῦ , τὸν δὲ νότιον ἑξῆς ἀπὸ ζῳδιακοῦ μέχρι τοῦ ἀνταρκτικοῦ , συντάσσων τὰ μὲν ἑξῆς καθ ' ἕν ,
5996324 Νικολαου
ὕδωρ , κρόκου , ῥοδίνου , ὠοῦ ὀπτηθέντος , φοινίκων Νικολάου εἰς ἕψημα βραχέντων καὶ καθαρθέντων , πάντων ἴσως καλῶς
ἐτελεύτησεν ὁμοίως , καὶ περὶ ἡμέρας τὰς αὐτάς . Τῷ Νικολάου , περὶ ἡλίου τροπὰς χειμερινὰς , ἐκ πότων ἔφριξεν
5994373 παρεπομενου
ἐκ παρεπομένου : οἱ γὰρ κτώμενοι κακοπαθοῦσιν . . ἐκ παρεπομένου , κακοπαθεῖν , . . σπεύδειν σπουδῇ . .
. ἐν μέρει , σημαίνει . . Ι . ἐκ παρεπομένου ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . . . πυρῆς ἐπέβησε ἀνεῖλεν
5993082 Ἀσιω
, ὡς Ἀτρείδεω Αἰνείεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν ἢ συγκοπὴν Ἀσίω , ὡς εὐμελίας : † εὐμελίω Πριάμοιο , καὶ
, κνήσω κνήμη , . , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι
5987466 κατο
λευκαὶ μεγάλαι , οὐδ ' αὐταὶ πάνυ χρησταὶ , τῶν κατο - χέων καὶ ὑπνωδέων , καὶ μὴ ξυμπιπτόντων ,
[ ἀκουομένους - ] προσίστασθαι [ ] τοὺς λόγους ἀτεχνίας κατο κοινόν ἐστιν [ ] ! ! ! ! !
5985447 Σηκοανα
ζʹ , ἀκρωτήριον ἐπίσημον αʹ . Οἱ πάντες ἀπὸ τοῦ Σηκοάνα ποταμοῦ μέχρι τοῦ Ῥήνου ποταμοῦ , [ τουτέστι ]
καὶ Ἀμβιανοὶ καὶ Σουεσσίωνες καὶ Κάλετοι μέχρι τῆς ἐκβολῆς τοῦ Σηκοάνα ποταμοῦ . ἐμφερὴς δ ' ἐστὶ τῇ τῶν Μεναπίων
5985097 Μεθωνη
δὲ τὸ Δῖον αἱ τοῦ Ἁλιάκμονος ἐκβολαί : εἶτα Πύδνα Μεθώνη Ἄλωρος καὶ ὁ Ἐρίγων ποταμὸς καὶ Λουδίας , ὁ
καὶ πόλις Πύδνα , ἣ νῦν Κίτρον καλεῖται : εἶτα Μεθώνη καὶ Ἄλωρος πόλεις : εἶτα Ἐρίγων καὶ Λουδίας ποταμοί
5984742 Ἀλκμανος
γενικὴν καὶ φυλάττουσι τὸ α πανταχοῦ μακρόν , οἷον Ἀλκμάν Ἀλκμᾶνος , Τιτάν Τιτᾶνος , παιάν παιᾶνος , Πάν Πανός
Καὶ γένηται τοῖσδε σάμερον κοπίς . Τὰ Στησιχόρου τε καὶ Ἀλκμᾶνος Σιμωνίδου τ ' ἀρχαῖον ἀείδειν : ὁ δὲ Γνήσιππος
5980151 ἀργιοδοντες
. βῆ δ ' ἴμεναι κείων , ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον , βορέω ὑπ ' ἰωγῇ
ἀργαλέοιο κυδοιμοῦ φεῦγον : τοὶ δ ' ἐφέποντο κύνες ὣς ἀργιόδοντες κεμμάσιν ἀγροτέρῃσι κατ ' ἄγκεα μακρὰ καὶ ὕλην .
5979060 Κρηταιευς
Ἁλαῖος λέγεται Ἁλαιεύς ] , ὡς Ληναῖος Ληναιεύς , Κρηταῖος Κρηταιεύς ‚ . ἀλλ ' ἐν τοῖς ἑξῆς κατ '
Ἀμύκλαι Ἀμυκλαῖος , καὶ Ἀμυκλαιεύς ἐξ αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς
5976463 Κρατηρος
ἀριστερᾶς ἕως γόνατος . Παρθένου ἀνατελλούσης ἀνατέλλει Ὕδρος ἕως τοῦ Κρατῆρος Κυνὸς μεγάλου ὀπίσθιοι πόδες Ἀργοῦς τρόπεως πρύμνα , δύνει
κεφαλὴ τοῦ Δράκοντος , ἣν βαστάζει Ὀφιοῦχος [ μέχρι τοῦ Κρατῆρος ] . βορρόθεν δέ ἐστι Δελφίν , Λύρα ,
5975630 ἰπνου
. ἴσχειν : συλλαμβάνειν . ἰδίειν . ἱδροῦν . | ἰπνοῦ : καμίνου , οἱ δὲ φούρνου . καὶ γὰρ
συμμίξας : ἔστω δὲ ὅσον τρεῖς κοτύλαι : ἔπειτα ἐμβάλλειν ἰπνοῦ ὄστρακα διαφήνας , τοῦτο ἑλκέτω διὰ τοῦ αὐλοῦ φυλασσόμενος
5975369 ἀναγομενου
τῆς φύσεως ἐπισημαίνει . καὶ τοῦτο κοινὸν ἐπὶ παντὸς βηχὸς ἀναγομένου ὑγροῦ οἴου . Οὐ δεῖ δέ σε λανθάνειν ,
ἀναπλεύσας ὁ νεανίσκος εἰς Αἴγυπτον ἄχρι τοῦ Κλύσματος , πλοίου ἀναγομένου ἐπείσθη καὶ αὐτὸς εἰς Ἰνδίαν πλεῦσαι , κἀπειδήπερ ἐβράδυνεν
5975352 κατεκρημνισθη
Εὐφορίων φησὶν , ἐπειδὴ Σάρων τις κυνηγὸς ἐπιδιώκων σῦν ἐκεῖθεν κατεκρημνίσθη εἰς θάλασσαν , καὶ διὰ τοῦτο Σαρωνικὸν κληθῆ -
ἣν αὐτὸς μὲν ἐσώθη ἐπιβουλευόμενος ὑπὸ Λαοδίκης , ἡ δὲ κατεκρημνίσθη , ὡς γράφει Φύλαρχος διὰ τῆς δωδεκάτης τάδε λέγων
5973603 ἀνδριαντοποιου
εἶναι δέ . . . . . . ἄλλοι δὲ ἀνδριαντοποιοῦ λέγουσιν ὄνομα , ὡς Σωκράτης καὶ Θεόπομπος ἐν εἰκοστῶι
τοῦ παλαιοῦ Αἰόλου πολυτρόπου ὄντος ὡς τὸ δαίδαλον ἀπὸ τοῦ ἀνδριαντοποιοῦ Δαιδάλου αἰόλον δὲ στόμα εἶπε διὰ τὴν ποικιλίαν καὶ
5972930 κοτταβου
δὲ ὁ μείζονα ψόφον ποιῶν . Γ σημείωσαι περὶ τοῦ κοττάβου . εἶδος παιδιᾶς ὁ κότταβος , ἐν συμποσίοις γινόμενος
δὲ καὶ Φερεκράτης ἐν Παννυχίδι τῶν κυμβείων καὶ τοῦ κατακτοῦ κοττάβου . περὶ δὲ τῆς πάντων τούτων κατασκευῆς καὶ χρήσεως
5969805 εἰκαδος
ζῴδιον πρῶτον : περὶ ἐλελισφάκου . Ἀπὸ Φαμενὼθ δευτέρας καὶ εἰκάδος ἤγουν Δύστρου ιηʹ , κατὰ δὲ Ῥωμαίους ἀπὸ ⌊
τοῦ φωτὸς | τῆς σελήνης . αἱ μὲν γὰρ πρὸ εἰκάδος , αἱ δὲ ἐν εἰκάδι καθαίρονται , καὶ πάλιν

Back