Τηλέμαχον , ἐμέμφετο τοῖς ὀνειροπόλοις . οἱ δὲ ἐπυνθάνοντο τοῦ Τηλεγόνου πόθεν εἴη καὶ τίνων γονέων , ὅτι τοιοῦτον ἄνδρα
ἐπιδεικνύντος καὶ ὅπερ ἔδωκε κέντρον θαλάσσιον τῆι Κίρκηι ὡς καὶ Τηλεγόνου αὐτὸν εἶναι τὸν πατέρα πεπίστευκε , καὶ ῥίπτει ἑαυτὸν
6284941 ἀναπηδᾳ
οὓς αἱρεῖται ψυχὴ κατιοῦσα εἰς γένεσιν . . ἀνακηκίει . ἀναπηδᾷ . ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ
τὸ δὲ κατὰ τοῦ στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας
6032696 Σεριφιων
Δίκτυν μὲν Περσεὺς ἀπολείπει ἐν τῇ Σερίφῳ βασιλεύειν τῶν λελειμμένων Σεριφίων , αὐτὸς δὲ ἔβη πλέων εἰς Ἄργος σὺν τοῖς
ἐν Πελοποννήσῳ καταποντισθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πατρὸς Ἀκρισίου τῇ παραλίᾳ τῇ Σεριφίων ἀβλαβῆ μετὰ τοῦ βρέφους προσπεσεῖν : τὸν δ '
5978537 πληγεις
' ὢν καὶ γενναῖος , ἐνέτυχεν ἀπαγομένῳ τῷ παιδί . πληγεὶς δ ' ἔρωτι καὶ πυθόμενος καθ ' ἥντινα πρόφασιν
ἐπαγομένων αὐτὸν τῶν ἐγχωρίων βοηθὸν συνίσταται αὐτῷ : ἔνθα δὴ πληγεὶς εἰς τὰ στέρνα παραχρῆμα πίπτει : ἀγάμενος δὲ τῆς
5967824 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
5926108 ἐρωσα
λυγγῶν καὶ λαγωῶν . ὀλιγοδρανέων : ὀλιγοδυναμέων . Ἱμείρουσα : ἐρῶσα . στυγέουσα : μισοῦσα . Τόσα : πολλά .
τῇ καλῇπῶς γὰρ οὐ καλὴ τοῦ γε παρὰ σοὶ κάλλους ἐρῶσα ; τούτων δὴ τῶν γενναίων ἐγγόνων οὐχ ἥττω σοι
5914708 ἐπληξε
ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε * κώλοις : μέλεσιν τάρταρον δὲ τὸν βυθὸν ἐνθάδε
ἀπολαβεῖν , ἐπειδὴ παρὰ φύσιν ἦν αὐτῇ τὸ αἰωρεῖσθαι , ἔπληξε δὲ παριόντα τὸν ἄνθρωπον . ἔστι μὲν οὖν καὶ
5884599 Δηιανειρα
ἐπερωτήσοντας τὸν Ἀπόλλωνα τί χρὴ περὶ τῆς νόσου πράττειν , Δηιάνειρα δὲ τὸ μέγεθος τῆς Ἡρακλέους συμφορᾶς καταπεπληγμένη , καὶ
Ἡρακλῆς τοξεύει κατὰ τοῦ Νέσσου . γεγράφαται δὲ ἡ μὲν Δηιάνειρα ἐν τῷ τοῦ κινδύνου σχήματι καὶ περιδεὴς ἐς τὸν
5877820 διερραγη
αὐτὴ λάθραι , ἀνῆψα τὴν δίκελλαν ἀσθενεῖ τινι καλωιδίωι σαπρῶι διερράγη τέ μοι τοῦτ ' εὐθύς . ὀρθῶς . ἐνσέσεικα
ἀναβὰς εἰς ὕψος ἀφῆκεν ἑαυτὸν καὶ παραχρῆμα ἐπὶ πέτραν πεσὼν διερράγη . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πολλοὶ ἐν ταῖς
5864918 ἐφθειρεν
τοῦτο , κρύφα Πηλέως εἰς τὸ πῦρ ἐγκρύβουσα τῆς νυκτὸς ἔφθειρεν ὃ ἦν αὐτῷ θνητὸν πατρῷον , μεθ ' ἡμέραν
ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος , πρῶτον μὲν ἔφθειρεν τὸ γένος κατακλυσμῷ , μετὰ δὲ ταῦτά φησιν μηκέτι
5862588 δηχθεις
ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον , ὑπὸ ἐχίδνης , οἶμαι , δηχθείς . προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος , κομῶν ἤδη καὶ
: ξηρά * ὅγ ' : ὁ δὲ πληγείς ὁ δηχθείς * νενευκώς : κύψας συγκύψας χανδὸν ἀντὶ τοῦ πολὺ
5832575 Δαναην
τοῦ αἵματος τοῖς βωμοῖς , ἕως καὶ αὐτὴν κατέσφαξαν . Δανάην δὲ τὴν Λεοντίου τῆς Ἐπικουρείου θυγατέρα ἑταιριζομένην καὶ αὐτὴν
ἀπὸ Δανάης . χρυσῷ γὰρ ἀπεικασθεὶς ὁ Ζεὺς ἔφθειρε τὴν Δανάην ἐκ τοῦ στέγους εἰσελθὼν ἐξ ἧς γεννᾶται . *
5824649 Λυκομηδους
αὐτοῦ ἔφη πρὸς τὸν Πηλέα , Δηιδάμειαν δὲ θυγατέρα τοῦ Λυκομήδους ἔγημε καὶ γίγνεται αὐτοῖς Νεοπτόλε - μος ὀνομασθεὶς τοῦτο
. . . νε ∠ ʹ κϚ γοʹ καὶ ἡ Λυκομήδους λίμνη . . . . . . νζ κδ
5766416 λεαινα
παιδοποιεῖν : τὸ δὲ παρὰ πολλῶν θρυλλούμενον , ὡς ἄρα λέαινα σκύμνου γίνεται μήτηρ ἑνὸς , μάταιος λόγος καὶ ψευδής
ἢ τῶι ἦρι γεννωμένη . καὶ παρ ' Αἰσχύλωι ἡ λέαινα [ ] ἠριγένεια , ἢ ἡ ἐν τῶι ἀέρι
5764859 τελευτησασαν
διάκουσον σαφῶς παρὰ τῶν ἐκ Βαβυλῶνος ὃν τρόπον Πυθιονίκην περιέστειλεν τελευτήσασαν , ἣ Βακχίδος μὲν ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος ,
Βορέου καὶ μηκέτι ὡς ἄνθρωπον ἐνεργοῦσαν καὶ ἐν τῇ κατοκωχῇ τελευτήσασαν , λεχθῆναι οὕτω αὐτὴν ὑπὸ τοῦ Βορέου ἡρπάσθαι .
5755522 κατηλθε
γὰρ ἦν . διὰ δὲ τὸ συμβὰν αὐτῷ εἰς Ἄργος κατῆλθε . φησὶν οὖν ὅτι ὁ ἀνὴρ οὗτος μέτοικός ἐστιν
πρὸς τὴν φυγὴν μετὰ πενίας ἰσχυρᾶς ὥσπερ ὁ Πεισίστρατος ἐκπεσὼν κατῆλθε τὸ δεύτερον : ἀλλ ' ὁ μὲν διὰ πλοῦτον
5754122 ἐτρωθη
γῆς κλάδον ἀμπέλου , ᾧπερ συμπλακεὶς Τήλεφος ὑπ ' Ἀχιλέως ἐτρώθη . Ἐνόρχης δὲ ὁ Διόνυσος , διότι μετ '
πρὸς πταρμὸν ἐπεγίνετο ἡ ἀρχή . Ἐν Λαρίσσῃ , ἀνὴρ ἐτρώθη ἐκ χειρὸς λόγχῃ πλατείῃ ὄπισθεν , καὶ τὸ ἄκρον
5753602 ἐρωμενος
ὑπό προθέσει ὄνομά ἐστι μετοχικόν , οἷον ἐρώμενος Δίωνος , ἐρώμενος Θέωνος , ὡς ἵνα εἴπῃ τις φίλος Πλάτωνος ,
αὐτὴν ὑποσχέσει ἔπεισε τὸν ἄνδρα καθεύδοντα διαχρήσασθαιτί δὲ οὐκ ἂν ἐρώμενος πείσειεν ἐρῶσαν τολμῆσαιεἰ ; ταῦτα οὕτως ἐπράχθη , ἔδει
5753429 τεκνου
ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , ἤτοι ποινὴν καὶ τιμωρίαν εἰσπράττουσα τοῦ τέκνου αὐτῆς , τουτέστι τῆς Ἰφιγενείας . οὐ δεισήνορα ]
θ ' ὑπειδόμην τὴν σὴν ἃ πείσηι τ ' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς ,
5742333 δωματιῳ
καὶ συνωμίλησεν , ἀλλὰ τῷ βάθρῳ τῷ ἐμῷ καὶ τῷ δωματίῳ : οὓς δὲ ἐγὼ ἐγκρίνω τε καὶ περὶ πλείστου
ἐν δικτύῳ . κατακλείσας γὰρ αὐτὴν ὁ ὑβριστὴς ἐκεῖνος ἐν δωματίῳ καὶ φήσας δεῖν προσκυνεῖν τὴν Τύχην , εἰ τὸν
5733707 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
5694360 Ἀψυρτου
καλεῖται . Ἀψυρτίδες , νῆσοι πρὸς τῷ Ἀδρίᾳ , ἀπὸ Ἀψύρτου παιδὸς Αἰήτου ἐν μιᾷ δολοφονηθέντος ὑπὸ τῆς ἀδελφῆς Μηδείας
ι . Ἀψυρτίδες , νῆσοι πρὸς τῷ Ἀδρίᾳ , ἀπὸ Ἀψύρτου παιδὸς Αἰήτου ἐν μιᾷ δολοφονηθέντος ὑπὸ τῆς ἀδελφῆς Μηδείας
5687645 Γανυμηδους
ὀξυωπέστερος , ἀνδρειότερος δὲ τοῦ Κροτωνιάτου Μίλωνος , καλλίων δὲ Γανυμήδους , “ ὃν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν ,
οὐδεὶς ἄνθρωπος πάρεστι τῷ συλλόγῳ ἔξω Ἡρακλέους καὶ Διονύσου καὶ Γανυμήδους καὶ Ἀσκληπιοῦ , τῶν παρεγγράπτων τούτωνἀπόκριναι μετ ' ἀληθείας
5679271 θεραποντος
χρηστὸν , πένητα δὲ ἄλλως : ὃς μετά τινος αὐτῷ θεράποντος ἐλθὼν εἰς Ἀπόλλω ἐρωτᾷ περὶ τοῦ ἰδίου παιδὸς ,
Καὶ πρόκατε δὴ κατ ' ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος ,
5678947 ἐμαθε
Ἀράβιον τρόπον ἐς ξύνεσιν τῆς τῶν ζῴων φωνῆς ἦλθεν . ἔμαθε δὲ τοῦτο διὰ τουτωνὶ τῶν Ἀραβίων πορευόμενος ἄριστα γιγνωσκόντων
“ καλῶς γάρ , ” ἔφη , “ λέγειν οὐκ ἔμαθε . ” στρέψαντος δὲ Ἀντισθένους τὸ διερρωγὸς τοῦ τρίβωνος
5671093 Λαοδικη
μοι ἄνδρα σώσασα τοιαύτην χάριτα παρὰ τοῦ δαιμονίου λαμβάνω , Λαοδίκη δὲ τὸν ἴδιον ἀποκτείνασα τηλικαύτης τιμῆς ἀξιοῦται . .
ἐλθόντος * ποτὲ * εἰς Τροίαν σὺν Διομήδει ἐρασθεῖσα ἡ Λαοδίκη ἡ Πριάμου θυγάτηρ ἐμίγη καὶ ἐγέννησε Μόνιτον , ὃν
5664849 ἀχους
ἀλλὰ τότε μὲν ἱλαρᾷ τε καὶ εὐθυμουμένῃ , ὕστερον δὲ ἄχους τε πλέᾳ καὶ διατεθυμμένῃ . καὶ γὰρ αὖ πρὸς
τοῦ κακοποιοῦ , παρὰ τὸ ἄχος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἄχους τὴν βλάβην . Φωλεός . κυρίως ὁ σκοτεινὸς τόπος
5654364 φυγαδευθεις
, ὃς καὶ αὐτὸς ἀνάστατος γέγονε τῆς πατρίδος , καὶ φυγαδευθεὶς ἔρχεται εἰς Θήβας καὶ ἀξιοῖ τὸν Πίνδαρον , ὥστε
τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τοὺς βαρβάρους , εἶθ ' ὕστερον φυγαδευθεὶς ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ προδοσίας αἰτίᾳ ψευδεῖ , κατέφυγε
5646757 Κρεοντος
[ ὦ τλῆμον , ὥς σου συμφορὰς οἰκτίρομεν , κόρη Κρέοντος , ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους οἴχηι γάμων ἕκατι τῶν
τῆς Ὑψέως ἐπιγαμίαν . ὁ δὲ Ἰάσονος διὰ Γλαύκην τὴν Κρέοντος . ὁ Τηρέως διὰ τὴν Φιλομήλας φθοράν . ὁ
5626579 διδαχθεις
σὺ μὲν οὖν με λυπεῖν οὐκ ἐθέλων τοῦτο ἔκρυψας , διδαχθεὶς δὲ αὐτὸς ὑφ ' ἑτέρων ἠρυθρίασα λογιζόμενος , τίς
χθονός , δελτογράφῳ δὲ πάντ ' ἐπωπᾷ φρενί . ἐγὼ διδαχθεὶς ἐν κακοῖς ἐπίσταμαι πολλοὺς καθαρμούς , καὶ λέγειν ὅπου
5625284 σπηλαιῳ
κατέχωσαν . * γρώνῳ δὲ τῷ κοίλῳ βερέθρῳ δὲ τῷ σπηλαίῳ * λέγεται δὲ ὁ αὐτὸς καὶ Βήρεθρον . ἄλλως
γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
5621847 Φιλοκτητου
Ἀθηνᾶς προσεδεήθη πρὸς τὸ μὴ γνωσθῆναι ὅστις ἐστὶν ὑπὸ τοῦ Φιλοκτήτου , καθάπερ Ὅμηρος κἀκείνωι δὴ ἑπόμενος Εὐριπίδης , ὥστε
. τὰν Φιλοκτήταο δίκαν : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος τὸν Φιλοκτήτου τρόπον μετερχόμενος ἐστρατεύθη καὶ τὴν μάχην ἐνίκησε . φορείῳ
5606894 Τηλεφῳ
ἀνέχειν σφᾶς ἐς τὸν ἀέρα τὰ πτερά . ἐνταῦθα καὶ Τηλέφῳ τῷ Ἡρακλέους γάλα ἐστὶν ἔλαφος παιδὶ μικρῷ διδοῦσα καὶ
ἐσχάτοις τῆς Μυσίας εὗρον . ἔνιοι τὴν παροιμίαν χρησμὸν λέγουσι Τηλέφῳ μαντευομένῳ γεγονέναι παρὰ γονέων , ἐπὶ τίνας τόπους ἐλθὼν
5606624 νυμφιου
Ὅταν στρατιώτας καταλέγωσι , τουτῳὶ νύκτωρ ἀλειφέτω τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Ἀπόφερε τὰς σπονδάς . Φέρε τὴν οἰνήρυσιν ,
γένυν ; οὐ μὴν δέμας γ ' εὔρυθμον [ ὧδε νυμφίου ] : τοιῶνδε λέκτρων [ εἵνεκ ' εἰς ]
5604495 ἐξεισιν
ἔξω ποιέει κατὰ μέσον τῆς γονῆς , ᾗ τὸ πνεῦμα ἔξεισιν : ὅταν δὲ ὁδὸς γένηται τῷ πνεύματι ἔξω θερμῷ
περὶ τοὺς γεγεννηκότας τοιοῦτοι γίνονται . . ὁ πρεσβύτης σχετλιάζων ἔξεισιν ὡς ὑπὸ τοῦ παιδὸς τετυμμένος . δῆλον δέ ,
5600819 παιδος
: δεῖ δὲ αὐτὸν σοῦ βοηθοῦντος ἥττω γενέσθαι τῆς τοῦ παιδὸς καὶ δόξης καὶ εὐπορίας . Γένους μὲν ἕνεκα καὶ
, θάνατον δὲ τῆς μητρὸς ἑκούσιον , ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς ἀτιμίᾳ περιλύπου γενομένης , δοκεῖ κατεψεῦσθαι . . .
5573974 καρᾳ
ἀνουθέτητος παῖδα νουθετεῖ . ἄπαιρε : μή μοι στέφανον ἀμφιθῇς κάρᾳ . Μίλητος αὐχεῖ κἰταλία δοξάξεται . ἐπίφθονον χρῆμ '
Οἴμοι , ἔχω μαθὼν δείλαιος : ἐν δ ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς τότ ' ἄρα τότε μέγα βάρος μ '
5569755 Λικυμνιον
ἐυπήκτῳ , αὐτίκα πατρὸς ἑοῖο φίλον μήτρωα κατέκτα ἤδη γηράσκοντα Λικύμνιον , ὄζον Ἄρηος . διὸ καὶ ἔφυγεν . ξυνόν
, Δηΐονα . . , : Τὸν Ἀλκμήνης νόθον ἀδελφὸν Λικύμνιον ῥοπάλῳ ἐλαίας τύπτων ἀπέκτεινε ἐν τῇ Τίρυνθι παραγενόμενον ἐκ
5565771 ἀπατηθεις
παρ ' ἑτέρους ἤ πού τις καὶ κατ ' ἀρχὰς ἀπατηθεὶς ἑτέρῳ προσῆλθε . πρὸς δὲ τὸ μέγεθος τῆς Προαιρεσίου
δικαιότερος ὅτι τοῦθ ' ὑποσχόμενος πεποίηκεν , ὁ δ ' ἀπατηθεὶς σοφώτερος : εὐάλωτον γὰρ ὑφ ' ἡδονῆς λόγων τὸ
5541041 ὀφεως
τῶν ἀνθρώπων ; τί δ ' οὐχὶ καὶ τὴν τοῦ ὄφεως κατάκρισιν , πῶς στυγητὸς τυγχάνει ἕρπων ἐπὶ τῇ κοιλίᾳ
γυναικὸς εἰπούσης ὅτι ὁ ὄφις ἠπάτησέ με , πυθέσθαι τοῦ ὄφεως , εἰ οὗτος ἠπάτησεν , ἀλλὰ μὴ ἀκρίτως χωρὶς
5539451 διαβληθεις
καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Διόγνητος διαβληθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν φεύγων ᾤχετο , μετ '
χρόνῳ κριτέον τὴν εὔνοιαν . Ὁ βίος καθάπερ νόμισμα , διαβληθεὶς ἐν ἀρχαῖς ἀδόκιμος εἰς ἅπαντα γίνεται τὸν χρόνον .
5538786 τοξευθεις
Ἰσμηνός , Ἀμφίονος καὶ Νιόβης παῖς , ὑπ ' Ἀπόλλωνος τοξευθεὶς καὶ ἀλγηδόνι συνεχόμενος ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς τὸν προειρημένον ποταμόν
. . , : Ὅτι ὑπὸ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος ἐτελεύτησε τοξευθεὶς , Φερεκύδης φησίν . Ἐπάγει δὲ καὶ αὐτὸς ,
5537365 ὑποτρομος
τοὺς θεατὰς ἐξίστη . παρῆν δὲ ἡ Ἰνὼ περιδεής , ὑπότρομος , ὑπὸ τοῦ φόβου χλωρόν τι καὶ τεθνηκὸς ὁρῶσα
αὐτόν , Ζεὺς δὲ ὀργισθεὶς ἐκεραύνωσεν αὐτόν . ὑποδινηθεῖσα : ὑπότρομος γενομένη . μελίη : τὸ ἑξῆς . . .
5534919 παταξας
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι .
5532415 Ἀκρισιου
: ἱδρύσασθαι δὲ Εὐρυδίκην φασὶ Λακεδαίμονος θυγατέρα , γυναῖκα δὲ Ἀκρισίου τοῦ Ἄβαντος . Ἥρας δὲ ἱερὸν Ὑπερχειρίας κατὰ μαντείαν
τῷ πολέμῳ τούτῳ πρῶτον ξυλίναις ἀσπίσιν ἐχρήσαντο Ἀργεῖοι καὶ νικήσαντος Ἀκρισίου συνέβησαν ὥστε πλωτῆς γενομένης τῆς θαλάσσης ἀπαλλάσσεσθαι τὸν Προῖτον
5531005 Σεριφῳ
παιδὸς καθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος , καὶ προσηνέχθη ἡ κιβωτὸς Σερίφῳ τῇ νήσῳ , ἧς Πολυδέκτης ἐβασίλευε . καί ποτε
ἐνταῦθα τιμὰς παρὰ τῶν προσχωρίων , μεγίστας δὲ ἔν τε Σερίφῳ καὶ παρ ' Ἀθηναίοις , οἷς Περσέως τέμενος καὶ
5530261 ἀπαιτηθῃ
μαθὼν γὰρ ὁ Πολυμήστωρ ἐκεῖσε τοὺς Ἕλληνας ἐλθόντας φοβούμενος μὴ ἀπαιτηθῇ τὰ χρήματα , ἔσφαξε τὸν Πολύδωρον καὶ ἔρριψεν εἰς
ἐτιμωρήσατο δέον τοῦτο ποιεῖν , ἀλλ ' ἵνα μὴ δίκας ἀπαιτηθῇ τῆς μοιχείας , προτέρα ἐφόνευσεν : περὶ τοῦ φόνου
5525631 ἐπτοηθη
γαλαθηνὸν ὅς τ ' ἐν ὕληι κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . καθαρῆι δ ' ἐν κελέβηι πέντε τε καὶ
, ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Κράτης Γείτοσι : νῦν μὲν γὰρ ἡμῖν .
5525299 Μελανιππου
, : Φασὶν ἐν τῷ Θηβαϊκῷ πολέμῳ Τυδέα τρωθέντα ὑπὸ Μελανίππου τοῦ Ἀστακοῦ σφόδρα ἀγανακτῆσαι . Ἀμφιάρεων δὲ φονεύσαντα αὐτὸν
στρέφει θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας
5503079 Δαιδαλου
ταχύ : τί σιγᾷς ; οὐκ ἐρεῖς ; Ἑρμῆς ἔγωγε Δαιδάλου φωνὴν ἔχων ξύλινος βαδίζων αὐτόματος ἐλήλυθα . Πρῶτον μὲν
οὐδέν . Ἀττικὸς ὁ τοῦ δεν πλεονασμός . Δαιδάλου . Δαιδάλου , ὡς ἔοικεν , τῶν τῆς γονῆς ὀχετῶν Σωκράτης
5496206 Κιρκης
καὶ αἱ Φαρμακοῦσσαι , δύο νησία ὧν ἐν τῷ μείζονι Κίρκης τάφος δείκνυται . Ὑπὲρ δὲ τῆς ἀκτῆς ταύτης ὄρος
γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης : σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον , ἐπεὶ πόνος
5484539 Φωκαν
αὐτῷ καταβήσεσθαι καὶ θεὸν ἐξ οὐρανοῦ ἀντεραστήν . καλέσας τοίνυν Φωκᾶν διηρεύνα “ τίνες εἰσὶν οἱ νεανίσκοι καὶ πόθεν ;
οὖν νέφος ἔσχατον ἀνεκάλυψε τῆς ψυχῆς Διονύσιος , καὶ περιπτυξάμενος Φωκᾶν “ σὺ ” φησὶν “ εὐεργέτης ἐμός , σὺ
5484444 μαθουσα
ἢ ἀντὶ τοῦ θρηνητικόν : ἄλλως : οὐκ ἐκ Διονύσου μαθοῦσα τὸν βακχεῖον νόμον : † οὐκ ἐκ Διονύσου μαθοῦσα
, οὐκ ἐκ διανοίας , ἀλλ ' ἑκοῦσα καὶ οὐ μαθοῦσα . καὶ ὅτι οὕτως ἔχει , ἀναγνώσωμεν τὴν διαγνωστικὴν
5482801 ἀνδροκτασιης
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερόνδ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ , ὅτε παῖδα κατέκτανον
με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερον δ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
5480532 ἐξεδειρεν
ἀδελφὸς ἦν Μαρσύου , ὃν Ἀπόλλων ὑπερτενῆ κρεμάσας ἐκ πίτυος ἐξέδειρεν , ἐρίσαντα αὐτῷ περὶ μουσικῆς . Βουλό - μενος
πόδα λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα : θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν , κἀνεῖτο λαγόνας
5476169 Χαιρεου
, γήμας οὐ παρθένον , ἀλλὰ ἀνδρὸς προτέρου γενομένην , Χαιρέου τοὔνομα , πάλαι τεθνεῶτος , οὗ καὶ τάφος ἐστὶ
νυκτὸς ὕπνος ἐπῆλθε πρὸς ὀλίγον . ἐπέστη δὲ αὐτῇ εἰκὼν Χαιρέου πάντα αὐτῷ ὁμοία , μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ
5472922 Ἀκαστου
ἡ σπουδὴ μάλιστα ἐς Ἄκαστον καὶ τοὺς ἵππους ἔχει τοὺς Ἀκάστου . ὑπὲρ δὲ τῶν Διοσκούρων τὸ ἱερὸν Ἀγλαύρου τέμενός
, ὅτι ἄρα ἐπειρᾶτο ὁ Πηλεὺς ἐπιβουλεῦσαι τῇ κοίτῃ τοῦ Ἀκάστου καὶ μοιχεῦσαι τὴν Κρηθηΐδα : ἦν δὲ τὸ ἐναντίον
5471203 Τηλεμαχου
. Ἀνδοκίδης . . . . υἱὸς Λεωγόρου , ἀπόγονος Τηλεμάχου τοῦ Ὀδυσσέως καὶ Ναυσικάας , ὥς φησιν Ἑλλάνικος .
ἐλάσῃ δὲ βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ : εἷς δ ' ἐπὶ Τηλεμάχου μεγαθύμου νῆα μέλαιναν πάντας ἰὼν ἑτάρους ἀγέτω , λιπέτω
5470167 ἀπεθανε
. ἦλθ ' εὐθέως ] ἐνθάδε εἰς τὸν οὐρανόν . ἀπέθανε γάρ . ἀοῖον : τὸν ἑῷον . οἳ καόμενοι
δὲ Μάρκελλος ὡς ἑπομένων αὐτῶν ἐμάχετο γενναίως , μέχρι κατακοντισθεὶς ἀπέθανε . καὶ αὐτοῦ τῷ σώματι ὁ Ἀννίβας ἐπιστάς ,
5467717 Δαφνιδος
Πᾶνα καὶ τὰς Νύμφας ὡς οὐδὲν ψεύσομαι . Οὐκ εἰμὶ Δάφνιδος πατήρ , οὐδ ' εὐτύχησέ ποτε Μυρτάλη μήτηρ γενέσθαι
γεγενημένοις καὶ ἀβίωτον νομίζων τὸν βίον , εἰ μὴ τεύξεται Δάφνιδος , περιπατοῦντα τὸν Ἄστυλον ἐν τῷ παραδείσῳ φυλάξας καὶ
5450764 ἀνῃρεθη
βασιλείαν , κατισχυθεὶς δὲ καὶ φυγὼν εἰς τοὺς καλουμένους Κήπους ἀνῃρέθη . Εὔμηλος δὲ μετὰ τὸν τῶν ἀδελφῶν θάνατον βουλόμενος
Ἀχιλεὺς ὑπ ' Ἀλεξάνδρου ἐν τῷ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ναῷ ἀνῃρέθη . Ἀγαμέμνων δὲ Ζεὺς ἐν Λακεδαίμονι ἀλλ ' οὐκ
5449126 Πανδαρου
ὁ Ἀπόλλων ἐπὶ τῆιδε τῆι Λυκίαι Λύκιος . διὸ καὶ Πανδάρου πατὴρ Λυκάων , οὐ πόρρω τοῦ τοιούτου ἔθνους πεσόντος
ἄλλῃ οἷον εἰπεῖν νῦν μὲν ἀκουουσῶν τῶν Τρωικῶν γυναικῶν τὴν Πανδάρου συμφορὰν καὶ τὸν θάνατον , εἶτα Σαρπηδόνος , ἔπειτα
5448529 συσχεθεις
γενομένου δὲ τούτου κατὰ τὴν Βιθυνίαν , ὁ κουροπαλάτης ὠταλγίᾳ συσχεθεὶς τετελεύτηκε , μέγα πένθος τῷ βασιλεῖ καταλιπών : μάλα
Οὗτος γὰρ τὸν υἱὸν Ἀλκμαίωνα τὸν φίλιππον ἀποβαλὼν καὶ ἀθυμίᾳ συσχεθεὶς ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Νύκτιμον : ὃς ἀπ '
5447463 Ἀλκηστιδος
πορευόμενον ἐξένισεν Ἄδμητος . ὀδυρομένου δὲ Ἀδμήτου τὴν συμφορὰν τῆς Ἀλκήστιδος ἀνακτησάμενος Ἡρακλῆς ἐπιτίθεται τῷ Ἀκάστῳ καὶ τὴν στρατιὰν αὐτοῦ
. Ἀλκήστιδος ἀνδρεία : ἐπὶ τῶν καρτερῶν . Καί : Ἀλκήστιδος ἀναβίωσις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀπίστων ⋮ Λέγεται
5442759 κυνηγεσιῳ
Νομήτορα ὁ Ἀμούλιος ἐξήλασε καὶ Αἰγέστην τὸν Νομήτορος υἱὸν ἐν κυνηγεσίῳ ἀναιρεῖ , τὴν δὲ ἀδελφὴν Αἰγέστου , θυγατέρα δὲ
, : Μνασέας δέ φησιν ὑπὸ Ταντάλου ἡρπάσθαι καὶ ἐν κυνηγεσίῳ ἀναιρεθῆναι : Δωσιάδης δὲ ὑπὸ Μίνω : καὶ ὁ
5441126 Σκυρῳ
. Ὅμηρος [ Τ ] : ἠὲ τὸν , ὃς Σκύρῳ μοι ἐνὶ τρέφεται φίλος υἱός : δορὸς γέρας :
δήμῳ εἵνεκα ῥιγεδανῆς Ἑλένης Τρωσὶν πολεμίζω : ἠὲ τὸν ὃς Σκύρῳ μοι ἔνι τρέφεται φίλος υἱός , εἴ που ἔτι
5440142 Μινωος
ὧν προειρήκαμεν . τὸν οὖν Δαίδαλον πυθόμενον τὴν ἀπειλὴν τοῦ Μίνωος διὰ τὴν κατασκευὴν τῆς βοός φασι φοβηθέντα τὴν ὀργὴν
τὴν δοτικὴν ποιεῖ ὁμότονον καὶ ὁμόχρονον , ἔρωτος ἔρωτι , Μίνωος Μίνωϊ , Αἴαντος Αἴαντι . τὸν Αἴαντα : πᾶσα
5439658 τρωσας
κοτύλην , ἢ ὠμοπλάτην , ἢ πόδα . βαλών : τρώσας . ἐπέδησεν : ἐκώλυσεν , ἔπαυσεν , ἐδέσμευσεν .
, τὸ μὲν θηρίον ἀνεχώρησεν , παρέδραμε δὲ καὶ ὁ τρώσας καὶ οἱ λοιποί . Ἐνιαυτοῦ γε μὴν διελθόντος ὁλοκλήρου
5435802 Νεσσου
ἀγαπήσῃ , νομίσασα ταῖς ἀληθείαις φίλτρον εἶναι τὸ ῥυὲν αἷμα Νέσσου , τούτῳ τὸν χιτῶνα ἔχρισεν . ἐνδὺς δὲ Ἡρακλῆς
δὲ καὶ ὁ Ταφιασσὸς λόφος , ἐν ᾧ τὸ τοῦ Νέσσου μνῆμα καὶ τῶν ἄλλων Κενταύρων , ὧν ἀπὸ τῆς
5434870 ἁρπασας
δὲ τὸν χρηστὸν δραμὼν Τηλέμαχον Ἀχαρνέα σωρόν τε κυάμων καταλαβὼν ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον . ὁ δ ' ὄνος ἡμᾶς ὡς
φοβούμενος , λῃστὴς δὲ προσέρχεται : ὃ δὲ ἐπὰν προίδηται ἁρπάσας τὰ ὅπλα μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους ἐν ῥυθμῷ πρὸς
5433519 ἐτρωσε
δίψα λιμός . καὶ γὰρ φοβηθείς τις μὴ τρωθείη προλαβὼν ἔτρωσε καὶ ἔβλαψε προβουλευσάμενος καὶ ἐρῶν ἐπείσθη κελεύσαντι τῷ ἐρωμένῳ
φυλάττων , τὸν δὲ δεξιὸν προβὰς καὶ ἐπικλίνας ἑαυτὸν οὕτως ἔτρωσε διαμπάξ : ὁμιλίᾳ χθονός : ὡσεὶ ἔλεγεν : ἑταιρείᾳ
5433391 τραυματος
ἐπορεύετο , ὡς ἐπισκέψαιτο τὸν Γαδάταν πῶς ἔχοι ἐκ τοῦ τραύματος . πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ὁ Γαδάτας ἐπιδεδεμένος ἤδη τὸ
αὐτῷ ἔτι οὐδὲν δύναται τελέσαι : οὐδὲν δὲ χεῖρον τοῦ τραύματος τῆς τρυγόνος : οὐ μόνον γὰρ ζώσης αὐτῆς βλάπτει
5432113 ἀπατησας
ὠμὰ καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι
τῆς Μολιόνης υἱοί . ὑπέρφρονες διὰ τὴν ἀνδρίαν . ὁ ἀπατήσας τὸν Ἡρακλῆν τῷ μισθῷ . * Αὐγείας . *
5421207 μαχαιρᾳ
κολάσεσι . εἶτα τῶν φρενῶν ἐξέπλευσε , καὶ μανεὶς ἑαυτὸν μαχαίρᾳ κατεχόρδησε . λογισμὸς δὲ αὐτὸν ἐκεῖνος κατέσπερχεν , ἀνθρώπους
: ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ . βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται . ἀλλὰ τὸ
5415998 ἐπληγη
ἰσχύν . Ἱπποκόμος Παλαμήδεος , ἐν Λαρίσσῃ , ἑνδεκαετὴς , ἐπλήγη κατὰ τοῦ μετώπου ὑπὲρ τὸν ὀφθαλμὸν τὸν δεξιὸν ὑφ
' ἀσεβείᾳ ; τίς προσελθὼν ἐπάταξε ; τίς τὴν καρδίαν ἐπλήγη ; τίς εἶπε πρὸς τὸν πλησίον : οὐ κωλύσομεν
5414280 Φαρνακου
ἀναλαβὼν προῆγεν ὡς ὑπερβησόμενος τὸν Ταῦρον ἐπὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Φαρνάκου : ἔννοιαν δὲ λαβὼν τῶν πρὸς Ῥωμαίους τῷ πατρὶ
Λακεδαιμονίων καὶ τῶν ξυμμάχων πρὸς Τισσαφέρνην καὶ Ἱεραμένη καὶ τοὺς Φαρνάκου παῖδας περὶ τῶν βασιλέως πραγμάτων καὶ Λακεδαιμονίων καὶ τῶν
5404546 τἀδελφου
φιλάργυρος καὶ βίαιος καὶ καθόλου τῆς ἁπλότητος καὶ καλοκἀγαθίας [ τἀδελφοῦ ] ἀλλοτριώτατος . διὸ καὶ πλείονές τινες ἀφίστασθαι βουλόμενοι
πλῆθος εἶχε . ὃ δὲ μίαν τῶν σχιζῶν ἀνελόμενος καθικνεῖται τἀδελφοῦ : καὶ ὁ μὲν νεκρὸς ἔκειτο . ὃ δὲ
5404418 Ἀδμητου
, ἦν ἡ Ἀθηνᾶ διὰ τὸν Ἕκτορα , καὶ χάριν Ἀδμήτου Φοῖβος ὁ ἀκερσεκόμης τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ
οὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Γαῖα λάβ ' Ἀδμήτου ἔλυτρον , βῆ δ ' εἰς θεὸν αὐτός ,
5400743 Νεσσος
, ὁ μὲν Ἡρακλῆς ἐτόξευσε τὸν Κένταυρον , ὁ δὲ Νέσσος μεταξὺ μισγόμενος , καὶ διὰ τὴν ὀξύτητα τῆς πληγῆς
τὴν μεσημβρίαν : ἐκαλεῖτο δὲ Λυκόρμας πρότερον : καὶ ὁ Νέσσος ἐνταῦθα λέγεται πορθμεὺς ἀποδεδειγμένος ὑφ ' Ἡρακλέους ἀποθανεῖν ,
5396270 ἀπεστραφη
. κἀκεῖνοι διὰ σημείων τινῶν μαθόντες , ὅτι θεόπεμπτον ἀγαθὸν ἀπεστράφη , καὶ μεγάλην συμφορὰν ἀποφαίνοντες τὸ μὴ πάσας αὐτὸν
, ἐμίσησεν αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ : * φέρουσα γὰρ ἀθανασίαν ἀπεστράφη ἰδοῦσα τὸ ἐγγεγονός * . ἄτρεστον κάπρον δὲ λέγει
5390937 ἐμμανης
ὃν ἐὰν εὕρῃ τις τῶν μυστηρίων ἐπιτελουμένων τῆς θεᾶς , ἐμμανὴς γίνεται : καθὼς ἱστορεῖ Ἀγαθαρχίδης ἐν τοῖς Φρυγιακοῖς .
Βοιωτίας , ὅθεν καὶ Γλαῦκος * * γευσάμενον * * ἐμμανὴς γέγονε καὶ ἥλατο εἰς θάλασσαν [ ὁ Ἀνθηδόνιος ]
5385395 ὠχριαν
πόλει ” . Γ Λυκόφρων τὸ ὡρακιᾶν ἀντὶ τοῦ “ ὠχριᾶν ” , Ἐρατοσθένης δὲ τὸ ὑπὸ ἐκλύσεως ἐσκοτῶσθαι ,
δὲ ἐν τῷ γεγονέναι : ἐν μὲν τῷ γίνεσθαι τὸ ὠχριᾶν καὶ ἐρυθριᾶν , ἃ καὶ ὑπὸ τὸ πάσχειν ἀνάγεται
5380774 ἐταφη
ἡνιοχούσης . ἦλθε παρὰ τὴν μητέρα κάμνων καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη ὁμοῦ τῷ ἀδελφῷ , καὶ ταύτην τὴν συνωρίδα ἔζευξεν
Δελφοῖς , τέσσαρες δὲ ἐν Ἰσθμῷ καὶ Νεμείων τρεῖς : ἐτάφη δὲ ὑπὸ τοῦ κοινοῦ τῶν Ἀχαιῶν , καί οἱ
5380445 ἐστερηθη
οὐδ ' ἡντινοῦν συνετελέσατο , συμπτώματι δὲ περιέπεσεν ἰδιάζοντι . ἐστερήθη μὲν γὰρ τῆς ὁράσεως εἴτε διὰ τὴν πρὸς τὸν
δοκεῖ κατά τε τἄλλα καὶ ὅτι οὐχ ὅσον τῆς νίκης ἐστερήθη , ἀλλὰ καὶ Ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη στόμα τε ῥῖνάς
5380058 πρεσβυτις
πρὸς δὲ τῷ ναῷ τῆς Ἀθηνᾶς ἔστι μὲν † εὐήρις πρεσβῦτις ὅσον τε πήχεος μάλιστα , φαμένη διάκονος εἶναι Λυσιμάχης
ἐρωμένας εἶχεν , ὧν ἡ μὲν νέα , ἡ δὲ πρεσβῦτις . καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν
5378829 ἐκρυψεν
ἐθρήνησε δὲ Μάρκελλος τοῦτο μαθὼν εὐθέως , λαμπρῶς τε τοῦτον ἔκρυψεν ἐν τάφοις τοῖς πατρῴοις σὺν τοῖς ἀρίστοις πολιτῶν καὶ
μορφὴν ἣν εἶχες τὸ πρότερον . εὐθέως δὲ ὁ θάνατος ἔκρυψεν τὴν ἀγριότητα αὐτοῦ καὶ περιεβάλετο τὴν ὡραιότητα αὐτοῦ ἣν
5375148 θαλαμῳ
ὁδοί τε βραχεῖαι . κεῖνο κεῖν ' ἆμαρ διαίτασεν : θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχˈρύσῳ Λιβύας : ἵνα καλλίσταν πόλιν
πῶς γάρ φησιν εἰς Ἀΐδαο δόμον , καὶ πάλιν ἐν θαλάμῳ κατέβα ; καὶ ἐξηγούμενοι περιττεῦον λαμβάνουσι τὸ ἐν θαλάμῳ
5366028 ἡμαρτε
, τυχὸν δὲ καὶ μείζονα ταύτης ὑφίσταται πλάνην ἃ μὲν ἥμαρτε κατὰ νοῦν οὐ λαμβάνων , ἃ δὲ μηδαμῶς ἐπλημμέλησε
αὐτήν : καὶ ὃς ἐκτείνας . . . τῆς μὲν ἥμαρτε , τὸν δὲ . . . πλήξας ἀπέτεμεν .
5361401 πορνης
λαμπρύνειν τοὺς αὐτὴν κεκτημένους . * λίπτοντα ἐπιθυμοῦντα * τῆς πόρνης ἢ τῆς νεοττείας καὶ τῆς τεκνογονίας χωρίσας σε περιστερᾶς
παρ ' αὐτοῖς πόρνη Πελλήνη τοὔνομα . ἐπιθυμοῦσιν οὖν τῆς πόρνης , ἤγουν τῆς πόλεως Πελλήνης . ἀντεποιοῦντο γὰρ αὐτῆς
5360037 κλαιει
πίπτει , περιδρυπτόμενος δὲ γόνυ καὶ χεῖρας καὶ πρόσωπα μεγάλα κλαίει τὴν ἰδίαν κακοπραγίαν ὁ δείλαιος , πολλάκις δὲ καὶ
τὴν Κόρην , καὶ αἱ πράξεις αὐτοῦ γεγόνασι μυστήρια : κλαίει Δημήτηρ τὴν θυγατέρα , καί τινες ἀπατῶνται διὰ τοὺς
5359892 ὀρτυγα
ἀναιρεθῆναι μὲν ὑπὸ Τυφῶνος , Ἰολάου δ ' αὐτῷ προσενέγκαντος ὄρτυγα καὶ προσαγαγόντος ὀσφρανθέντα ἀναβιῶναι . ἔχαιρε γάρ , φησί
ἀργυρίῳ . ἔσθ ' ὅτε δὲ ὁ μὲν ἵστη τὸν ὄρτυγα , ὁ δὲ ἔκοπτε τῷ λιχανῷ ἢ τὰ ἐκ
5358080 βληθεντι
ἡ δὲ στρεπτίνδα , ὄστρακον ὀστράκῳ ἢ νόμισμα νομίσματι τῷ βληθέντι τὸ κείμενον ἔστρεφον . ἡ δὲ πλειστοβολίνδα , οὐ
γένειον καὶ αἵματος : ἐρρύη γὰρ αὐτῷ ἐκ τῆς ῥινὸς βληθέντι . ἐπεὶ δὲ προσῆλθεν , ἤρετο αὐτὸν εἰ βληθείη
5357751 κατεφιλει
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον
5357120 ἀδημονων
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς ,
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ]
5356859 ἐρριψεν
' ὁ τῆς Γαρμαθώνης ἀνὴρ αἰφνιδίως ἔνθεος γενόμενος , ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν καλούμενον Αἴγυπτον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ
τῶν πατρῴων γάμων . Ὁ δὲ υἱὸς περικατάληπτος γενόμενος ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Ῥόμβον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Ἕβρος
5353865 Τιτυος
ποταμὸς Ἀρκαδίας . Κερύνειος : λόφος Ἀρκαδίας . Τιτυοκτόνε : Τιτυὸς βιασάμενος Λητὼ ἀνῃρέθη ὑπὸ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος . κεμάδεσσι
μεγέθει πεποιῆσθαι τοῦ Τιτυοῦ φασιν , ἀλλ ' ἔνθα ὁ Τιτυὸς ἐτέθη , Πλέθρα ἐννέα ὄνομα εἶναι τῷ χωρίῳ .
5352523 ἡρπασε
τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην
, εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον
5350344 ταραττομενος
τὸ μὲν διώκων τὸ δὲ φεύγων , καὶ διὰ τοῦτο ταραττόμενος , οὐδέποτε εὐδαιμονήσει . ἤτοι γὰρ πᾶν ὃ διώκει
ταύρῳ λασίῳ τὸ μέγεθος . οὗτος οὖν ὅταν διώκηται , ταραττόμενος ἀφίησι πυρῶδες καὶ δριμὺ ἀποπάτημα , ὡς ἀκούω ,
5345228 Καλυδωνιου
, ὃς κατ ' οὐδὲν ἦν ἐλάττων τοῦ καλοῦ γραφομένου Καλυδωνίου , προβάλλω , τὶς ἔφη , σοὶ ζητεῖν ,
ἔγημε Βῶρος ὁ Περιήρους . ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν θήραν τοῦ Καλυδωνίου κάπρου μετ ' Εὐρυτίωνος ἐλθών , προέμενος ἐπὶ τὸν
5342826 δισκῳ
ἀρίστους . ἅλματι δ ' Ἀμφίαλος πάντων προφερέστατος ἦεν : δίσκῳ δ ' αὖ πάντων πολὺ φέρτατος ἦεν Ἐλατρεύς ,
δ ' Ἐνικεύς : Ἐνικεὺς ὄνομα κύριον . μακρὸν ἐδίσκευσε δίσκῳ λιθίνῳ . οὕτως οἱ ἀρχαῖοι . μᾶκος δὲ μακρόν
5338589 περιτυγχανει
πετόμεναι θαρροῦσιν , ἀνωτέρω ἄξαι μὴ δυναμένου . Ἐλέφαντος πωλίῳ περιτυγχάνει λευκῷ πωλευτὴς Ἰνδός , καὶ παραλαβὼν ἔτρεφεν ἔτι νεαρόν
μαθεῖν ἄξιον . ὁ Ἠπειρώτης Πύρρος ὡδοιπόρει , εἶτα μέντοι περιτυγχάνει πεφονευμένῳ , καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ μέντοι καὶ φρουροῦντι

Back