ϝοι ἐλθοίσαι [ ] [ γ ' αὔται ] θήιον ἆχον ἴης [ : μὴ καί τοι βασίλευς κοτέσῃ [
ὕπνος ὑπὸ πλατάνῳ βαθυφύλλῳ , καὶ παγᾶς φιλέοιμι τὸν ἐγγύθεν ἆχον ἀκούειν ἃ τέρπει ψοφέοισα τὸν ἄγρυπνον , οὐχὶ ταράσσει
6211768 βαρυν
ἀδικημάτων κἂν ἐπιμήκιστα ὄντα ἀνυπαίτια καὶ καθαρά , τὸ συνειδὸς βαρὺν κατήγορον οὐκ ἔχοντα , τὰ δὲ ἑκούσια , κἂν
ἐκολάκευσεν ὁρμάς : οἱ δὲ δημοτικοὶ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τοῖς ὀνειδισμοῖς βαρὺν καὶ πικρὸν καὶ πολεμίων ἁπάντων ἔχθιστον αὐτὸν ἀπεκάλουν .
5546237 θεῃς
τε , ἐπὶ δὲ τοῦ μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικε , προστιθείη δὲ καὶ τὰ περὶ
δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ σθένος , ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον : αὐτὰρ
5331197 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
5260237 ὀξυτερον
ἔσω : τὸ ὁλόκληρον τινὲς τοῦτο φασὶ ἀπόπροθι τοῦτο εἰκὸς ὀξύτερον εἰπεῖν ? ? ? τὸν χορόν : διὸ ?
προσετέθη , καὶ καλεῖται διψὰς τὸ θηρίον , θάνατον δὲ ὀξύτερον ἐπάγει οἷς ἂν ὑπάρξειεν πληγῆναι παρ ' αὐτοῦ ,
5244485 ἐπιδεξι
ἐν ὠκυπόροισιν ἔβαινον Ἀργεῖοι Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες ἀστράπτων ἐπιδέξι ' ἐναίσιμα σήματα φαίνων . τὼ μή τις πρὶν
γὰρ τὰ ἀνατολικὰ λέγει ὁ Ὅμηρος . „ εἴτ ' ἐπιδέξι ' ἴωσι πρὸς ἠώ τ ' ἠέλιόν τε ,
5239470 ὀξυν
τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , δώσω δ ' ὀξὺν ἄκοντα , κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν , καὶ ξίφος
: κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι , ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν . Ἢν δέ
5230797 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
5209527 βραδυ
Ἀργείων ὀρυμαγδοῦ : ἀλλ ' ἤδη Δαναοῖσι , καὶ εἰ βραδύ , λώιον εἴη εἰσέτι κυδαλίμην Ἑλένην καὶ κτήματα κείνης
τὸ ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ κινούμενον ταχύ τε ἅμα καὶ βραδύ , ᾗ μὲν διδακτυλιαῖον ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ ἀνύει ,
5188741 ἀβληχρον
ἔχει τὸν χρόνον , ἡ δὲ χρονίζουσα περὶ τὴν σάρκα ἀβληχρὸν ἔχει τὸν πόνον . Ἀδικοῦντα λαθεῖν μὲν δύσκολον ,
ὀφειλομένην αὐτῷ τάξιν : δηλοῦσι γὰρ ὅτι ἔσχατόν ἐστι καὶ ἀβληχρὸν καὶ ἀμενηνόν : τί γάρ ἐστι συμβεβηκός ; ὃ
5173015 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
5106655 κυπασσιν
ἀπιὼν βαρύς μέλας γὰρ αὐταῖς οὐ πεπαίνεται βότρυς βραχὺν λίνου κύπασσιν ἐς μηρὸν μέσον ἐσταλμένος ὅταν δὲ πόντου πεδίον Αἰγαῖον
. . οἱ γλωσσογράφοι χιτῶνος εἶδός φασιν αὐτὸν εἶναι τὸν κύπασσιν , οἱ μὲν γυναικείου , οἱ δὲ ἀνδρείου .
5074577 ἐρυκει
' ὑπ ' ἀνάγκης καὶ πολύιδριν ἐόντα μέγας κατὰ δεσμὸς ἐρύκει . Ὀβριάρεῳ δ ' ὡς πρῶτα πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ
πεδίοιο εἵαται ἄγχι νεῶν , ὀλίγος δ ' ἔτι χῶρος ἐρύκει ; Ὣς φάθ ' , ὃ δ ' ἐξ
5057496 τονον
ἐπὶ τὸ ὀξὺ κειμένου πυκνοῦ βαρύτατος . Οἱ δὲ τὸν τόνον περιέχοντες ἀμφότεροί εἰσι πυκνοῦ βαρύτατοι , τίθεται γὰρ ὁ
παρυπάτη ἐν διεσιαίῳ . λιχανὸς μὲν οὖν ἐστιν ὀξυτάτη ἡ τόνον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου ἀπέχουσα τῶν τὸ τετράχορδον περιεχόντων ,
5053289 ταχεος
ἁλίσκεται ἐπεγκεράσαιο ] κέρασον ἐπεγκεράσαιο ] ἕνωσον θοοῦ ] τοῦ ταχέος δορπήια ] τροφή κέπφου ] οἰωνοῦ τῷ γὰρ δὴ
τοῦ Αἴας , λέβης λέβητος ἐπὶ τῆς πρώτης , ταχύς ταχέος , ὀξύς ὀξέος ἐπὶ τῆς δευτέρας , Ἀχιλλεύς Ἀχιλλέως
5034382 ἐλαφρον
καὶ παχύ , τὸ δὲ πρὸς τῷ τείχει μακρὸν καὶ ἐλαφρὸν καὶ στενόν , ξίφει μακρῷ ἐοικὸς τὸ σχῆμα ὥστε
ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος . τόν οἱ ἐλαφρὸν ἔθηκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω : [ ἡ διπλῆ ]
5025153 λευγαλεοιο
ὕδωρ . ἀλλ ' ὅτε μιν δμηθέντα πολυτμήτοις ὀδύνῃσιν ἤδη λευγαλέοιο παρὰ προθύροις θανάτοιο μοῖρα φέρῃ , τότε δή μιν
γίνεται * τελέθῃσι : ποιῇ * πυθόμεναι : σηπόμεναι * λευγαλέοιο : ὀλεθρίου * οἷσιν : τοῖς τρώμασιν οἷσιν ἐγώ
5022506 δειλον
ἡμεῖς γε εἰς τὴν Ῥώμην κατάσκοπον πέμπομεν . οὐδεὶς δὲ δειλὸν κατάσκοπον πέμπει , ἵν ' , ἂν μόνον ἀκούσῃ
αὐτοῖς ἢ βλάβας ἐπεισάγοντες μετανοοῦσι : ἔσθ ' ὅτε δὲ δειλὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ἦθος ἀναλαμβάνοντες , ἐγκρατεῖς καὶ ὑποκριτικοὶ καὶ
5008353 ὀξυ
δὲ Δία πλήξαντα τὸ νέφος προφᾶναι αὐτήν . ἀλάλαξεν : ὀξὺ ἀνεβόησε . διὰ δὲ τούτου τὸ φιλοπόλεμον τῆς θεοῦ
μηδὲ μηκύνειν λόγον . ἀεὶ δ ' ὁρῶντί τ ' ὀξὺ καὶ τυφλὸς ἦν : θυσίας γὰρ ἀπαρχὰς κρέας ἐπέμπομεν
4999001 οιδε
οἶμον ? ὥρισας ? [ ] πόνων [ [ ] οιδε τοὺς αὐθαιρέτους [ [ ] ! ε κινδύνους ἄρα
[ . ] [ ! ! ! ] εύεται : οιδε [ . ] [ εἰσερχομένου ] αὐτ ? [
4998762 ψοφον
οὐδὲν ἀριστήσετε , ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον . εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις , ἔν τί
παρὰ τὸ μᾶλλον , καὶ διὰ τοῦτο χαλκός τε ξύλου ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ καὶ χορδὴ λίνου , πυκνότερα γάρ ,
4997763 ὀφθαλμοισιν
, ὢ πόποι , ἦ φίλον ἄνδρα διωκόμενον περὶ τεῖχος ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι : ἐμὸν δ ' ὀλοφύρεται ἦτορ . ἐγὼ
Αἰολεῖς ἀναπληροῦσι τίος λέγοντες , ὡς παρὰ Σαπφοῖ . τίοισιν ὀφθαλμοῖσιν , ἀντὶ τοῦ τίσιν . Πάλιν ἀποροῦσί τινες λέγοντες
4973436 κεαρ
οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης
καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου
4971801 ες
] θ ' ἱπποδάμωι καὶ π ? [ [ ] ες ἀντιθέοι [ ] νοπάονες : οἷσιν ες ! [
] [ [ ] ! [ ! ! ] ! ες [ [ ] ! σοι Σθενέβοια ? [ ]
4962377 ἠχον
ἀψύχοις δόξαις , λέγω δὲ „ βατράχοις „ , πιεσθεὶς ἦχον καὶ ψόφον ἔρημον καὶ κενὸν πραγμάτων ἀποτελούσαις , εἰπόντος
χρυσοῖ γὰρ κώδωνες περὶ τὸν ποδήρη εἰσὶν αὐτοῦ , μέλους ἦχον ἀνιέντες ἰδιάζοντα : παρ ' ἑκάτερον δὲ τούτων ἄνθεσι
4961585 ταλανα
λήγουσι κατὰ τὸν τοῦ οὐδετέρου παρασχηματισμόν , μέλανα μέλαν , τάλανα τάλαν , τέρενα τέρεν , ἕνα ἕν . πῶς
ἔδει βραχυνθῆναι τὸ παραλῆγον α , ὡς ἔχει τὸ μέλανα τάλανα : σημειούσθω τοίνυν . Ὦ Ἀλκμάν : τὰ εἰς
4953386 γυιον
ἤγουν πορεύεσθαι . ἀμείβειν γὰρ τὸ ἀλλάσσειν καὶ μεταπορεύεσθαι . γυῖον : Βακχεῖος ἐν αʹ σῶμά φησιν ἢ μέλος ,
: καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι γυῖον , ἵν ' ᾖ γυῖον τὸ λαμβάνον καὶ δεχόμενον . . , : δάκνω
4951761 εὐκηλος
λίαν φοβοῦ : τὸ δὲ ἕκη - λος γράφεται καὶ εὔκηλος , τὸ δὲ υ μέτρου αἰτίας ἕνεκά ποτε παραλαμβάνεται
ἴδμεν . καὶ τὸ πλεονάζειν ἔν τισιν , ὡς τὸ εὔκηλος ἀντὶ τοῦ ἕκηλος καὶ αὐτὰρ ἀντὶ τοῦ ἀτὰρ καὶ
4950534 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
4931853 ἰον
τὸν καινὸν καὶ μήπω βεβλημένον ἀλλὰ νεοπαγῆ καὶ ἀκέραιον τὸν ἰὸν ἐν αὑτῷ ἔχοντα . κλίνεται δὲ διὰ τοῦ τος
: ὁρμῶν . Ἰοτόκοισι : ἰοβόλοις , τοῖς τίκτουσι τὸν ἰὸν , τοῖς γεννῶσι τὸν ἰὸν , πεφαρμακωμένοις . περισπέρχει
4917878 λευσσω
παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ
. ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι
4906705 ὀλεθριον
δὲ ἰδόντες λίθοι ἐγένοντο , καὶ διὰ τοῦτο λυγρὸν καὶ ὀλέθριόν φησιν ἔρανον . . . . . . Ταῦτα
. ἐὰν οὖν πρὸς τοῖς εἰρημένοις καὶ ταῦτα συνέλθωσιν , ὀλέθριόν ἐστι καὶ δεῖ προλέγειν τὸν θάνατον . Ἢν μὲν
4904572 κυρσας
ἐνεδρεύσας : εἰ δὲ τυχήσας , ἀντὶ τοῦ ἐπιτυχών , κύρσας . * τοῦ : τοῦ Ὠρίωνος τοῦ Ὠρίωνος δὲ
μακρὰ βιβάντα , ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας εὑρὼν ἢ ἔλαφον κεραὸν ἢ ἄγριον αἶγα πεινάων :
4871698 πονον
Κεκλομένων : καλουμένων . ἐνυάλιον : θαλάσσιον , πολέμιον . πόνον : διὰ πλοίων . Δέρκεσθαι : θεωρεῖν . ἵσταται
ἐντολαῖς Εὐρυσθέως . τὸν λοίσθιον δὲ τόνδ ' ἔτλην τάλας πόνον , παιδοκτονήσας δῶμα θριγκῶσαι κακοῖς . ἥκω δ '
4870531 ὀκνηρον
: ἄνσταθ ' , Ἀμφιτρύων : ἐμὲ γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν : ἄνστα , μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης
μαλακοί , τὸ δ ' ἦθος ἄτολμον καὶ δειλὸν καὶ ὀκνηρόν : εἰσὶ δὲ ψιλοὶ τριχῶν οὗτοι τὰ στέρνα καὶ
4865109 στικτον
δὲ κέρατα καὶ ἀγκλίνους ' ἑκάτερθε . Μώνυχες Ἀόνιοι , στικτὸν γένος , οἰοκέρωτες , ἔκ τε μέσου κέρας αἰνὸν
τὴν τρίχα ἐπίχρυσος . Ἔστι καὶ ἄλλο γένος ἵππων θηρατικῶν στικτὸν καὶ κατάγραφον , ὤρυγγας αὐτοὺς ἡ παλαιότης καλεῖ δυοῖν
4863706 θυμον
, καὶ ὥσπερ δυοῖν στασιαζόντοιν σύμμαχον τῷ λόγῳ γιγνόμενον τὸν θυμὸν τοῦ τοιούτου ; ταῖς δ ' ἐπιθυμίαις αὐτὸν κοινωνήσαντα
δέμας δράκαινα διψὰς κἀπιβᾶς ' ἐπ ' αὐχένος πλήσει γέμοντα θυμὸν ἀγρίας χολῆς , ὡς κλεψίνυμφον κοὐ δορίκτητον γέρας δύσζηλος
4846989 ταχυν
ψαίρω τὸ ταχύνω . ψαρὸν ] ποικίλον ἢ σποδοειδὲς ἢ ταχὺν ἀπὸ τοῦ ψαίρειν , τὸν ψ ἔχοντα σημεῖον ,
τῶν ὑπηρετικῶν σκαφῶν εὐπορία τῶν ἐκδεχομένων τὰ φορτία καὶ ἀντιφορτιζόντων ταχὺν ποιεῖ τὸν ἀπόπλουν πρὶν ἢ τοῦ ποταμοῦ ἅψασθαι ,
4839252 θαλλεις
' ὦ πίθηκε τὴν πυγὴν ἔχων . οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις , κακοῦ
κέχρηται , συζεύξας αὐτὸ δακτυλικῷ τετραμέτρῳ οὕτως οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη . οἱ δὲ
4838774 πολιον
ὤφελεν . ἀλλ ' ὅμως ἐπεί πως κατεκρίθην πώγωνα ἔχειν πολιὸν καὶ τρίβωνα καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς
. Γεγονέναι δέ φησι τὸν Μώυσον μακρὸν , πυρρακῆ , πολιὸν , κομήτην , ἀξιωματικόν . Ταῦτα δὲ πρᾶξαι περὶ
4831599 ὀμβρον
παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην . ἣ
ὡς δ ' οὔ μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα
4819958 βαρυ
λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα τε εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύττον τὴν
ἢ πτῶμα ἢ πληγὴν σφοδρὰν ἢ καὶ προσάρασθαί τι φορτίον βαρὺ ἢ καὶ προσομιλῆσαι κρύει σφοδρῷ ἢ τῷ ἀθροισθῆναι πλῆθος
4819001 ἱδρωτα
τοῦ ἡλίου διὰ τὴν ἐπιπόλαιον † πλῆσιν † . Ἀντιφῶν ἱδρῶτα θερμοῦ , ἐξ οὗ τὸ περιληφθὲν ὑγρὸν ἀπεκρίθη ,
δὲ τόπος ἐν Σικελίᾳ , ἔνθα γυμνασάμενοι οἱ Ἀργοναῦται τὸν ἱδρῶτα αὐτῶν ὕστερον ἐν τῇ ἄμμῳ ἀπεστελγίσαντο , ὅθεν καὶ
4817077 λον
ἐννοιῶν ποιούμενος καὶ πολλὰ οὐ χρησίμως λέγων : δῆ - λον δ ' , ἐξ ὧν εἰς τὰς αὐτὰς ὁ
γαϲτὴρ πέττει μὲν ἄμεινον ἢ ὀρέγεται , καὶ μᾶλ - λον ὅϲα ϲκληρὰ καὶ δυϲαλλοίωτα , χαίρει δὲ τοῖϲ πολλοῖϲ
4816560 πεπιεσμενον
ἀρσενικῶς καὶ τύλαν θηλυκῶς ἔλεγον τὸν ὦμον τὸν τετυλωμένον καὶ πεπιεσμένον , ὁποῖον πολλάκις γίνεται ἐπὶ τοῖς ἀχθοφοροῦσι συνεχῶς .
αὐτίκα τὸν Καίσαρος ἤλπιζε πρὸς ἑαυτὸν μεταβαλεῖσθαι , λιμῷ τε πεπιεσμένον καὶ ὑπὸ τῆς ἥττης καταπεπληγμένον , μάλιστα δὲ τοὺς
4806874 ἀπολ
μεταλαβεῖν Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Καλλίου ἔνδ . ἀπολ . . ἀπιστεῖν ἀντὶ τοῦ ἀπειθεῖν Ἀ . κατὰ
ἔρημος γίγνεται , ἡνίκα οἱ φίλοι αὐτοῦ τοὺς ἐκείνου ἐχθροὺς ἀπολ - λύουσιν . ἀλλὰ μὴν μέμψεώς γε πῶς ἐσμὲν
4768920 ἀδινον
. καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἰσχνόν : „ ἀμφ ' ἀδινὸν κῆρ „ . καὶ τὸ ἠρέμα : ” ἀδινῶς
ἤδη καὶ πυλαωρὸς ἐέλδετο , καί τινα παίδων μητέρα τεθνεώτων ἀδινὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυπτεν , οὐδὲ κυνῶν ὑλακὴ ἔτ
4763222 αἰνως
Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν
τοῦ βίου σου ἐκπληρώσῃς . σημαίνει καὶ τὸ λίαν : αἰνῶς † ἀκτίνεσιν ἐοικότες ἠελίοιο , . , , .
4761460 ἀναρπασαντες
βωμοῦ πέλας ἐξέβαλον ἐκτὸς θυοδόκων ἀνακτόρων . ἡμεῖς δ ' ἀναρπάσαντες ὡς τάχος χεροῖν κομίζομέν νίν σοι κατοιμῶξαι γόοις κλαῦσαί
τῆς Θρᾴκης . ἐν ᾧ δὲ ταῦτα διελέγοντο οἱ στρατιῶται ἀναρπάσαντες τὰ ὅπλα θέουσι δρόμῳ πρὸς τὰς πύλας , ὡς
4754347 καρφεται
πυγὴν ἔχων . οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις , κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ πολλὰς
γλήναις ἔνι χάλκεα κέντρα πῆξε θυγατρὸς ἑῆς , στονόεντι δὲ κάρφεται οἴτῳ , ὀρφναίῃ ἐνὶ χαλκὸν ἀλετρεύουσα καλιῇ . ”
4753299 χωλον
θᾶσσον , καὶ ὅ τι βραδύτερον , καὶ ὅ τι χωλὸν , καὶ ὡς , καὶ οὔ : καὶ διότι
: ] ἔτι γὰρ αὕτη ἡ ἐλπὶς γίνεται σωτηρίης , χωλὸν δὲ γενέσθαι τὸ ἄρθρον ἐς ὃ ἀπεστήριξεν , ἀναγκαῖόν
4751675 μακρον
, ἐξ ἀνάγκης χρονικῶς ἐμεγεθύνθη , καὶ τούτου χάριν φύσει μακρὸν ἔχει τὸ ι . Πρόσκειται ἀνωτέρω καὶ χωρὶς τῶν
τιθέντα , οὐδὲ τῆς κατὰ τὴν συντομίαν ἀρετῆς ἐκπεσεῖν : μακρὸν γὰρ οὐχ ἁπλῶς τὸ μακρὸν , ἀλλ ' ὅσον
4749332 ἀφρον
τὴν πόλιν οὐ δύναται ἐπανακάμψαι εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν . ἄφρον καὶ δίψυχε καὶ ταλαίπωρε ἄνθρωπε , οὐ νοεῖς ,
φασὶ γὰρ τὸν κέπφον εὐτελέστατον καὶ λάλον : ὄρνεον γὰρ ἄφρον , ὅπερ φιλεῖ ἀφρὸν θαλάττιον ἐσθίειν : τοῦτο βουλόμενοι
4747445 ἐλαφρη
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
4746808 ἐμβριθες
φερόμεναιτὸ δὲ Δίωνος ἦθος ἠπιστάμην τῆς ψυχῆς πέρι φύσει τε ἐμβριθὲς ὂν ἡλικίας τε ἤδη μετρίως ἔχον . ὅθεν μοι
δὲ οὐκ ἐν ῥυθμῷ ὂν τὸ ζῷον , ἀλλ ' ἐμβριθὲς μὲν τὰ μέσα , μακρὸν δὲ κατὰ τὸν αὐχένα
4746318 σιγα
σῖγα ἐπίρρημα καὶ τὸ γα βραχὺ ὡς εἴρηται . Ξ σίγα ] σιώπα . τῶνδ ' ] ὧν ἀκούεις .
ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ γίνεται ἠρέμα , καὶ ἀπὸ τοῦ σιγῶ σίγα , οὕτως καὶ ἐκ τοῦ ὁρῶ ὅρα , καὶ
4744751 φθογγον
ὑπάρχοντος ἡμιτονίου τὸ προστεθὲν ἡμιτόνιον : συμβαίνει δὴ τὸν ὁρίζοντα φθόγγον τὸ προστεθὲν ἡμιτόνιον μήτε τῷ τετάρτῳ διὰ τεσσάρων συμφωνεῖν
πετάλοις ναρκᾷ : φοβεῖται καὶ τὸν ἀλεκτρυόνα , καὶ τὸν φθόγγον αὐτοῦ : κἂν ἴδῃ αὐτόν , φεύγει . ὕαινα
4743506 μενο
αγορα ? ? [ [ ] ων [ [ ] μενο [ [ ] εντεσο ? ! [ [ ]
] [ ] [ ] αδικω [ ] [ ] μενο [ ] [ ] [ ] [ ] :
4725588 Ὁμηρικον
: Ἀντὶ τοῦ , περὶ τῶν πετομένων . ἔστι δὲ Ὁμηρικὸν [ . Ζ , ] τὸ σχῆμα : εἰρόμεναι
ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος . ἀργινόεντι μαστῷ : Ἀρίσταρχος μὲν τὸ Ὁμηρικὸν οὖθαρ ἀρούρης παράγειν αὐτόν φησι πιθανῶς , ὑπαλλαξάμενον τὸν
4716784 μοχθον
ἔχον πόνον , ἀμφὶ δ ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχον καὶ μόχθον : ἐυπλεκέων δ ' ἐπὶ δίφρων ἡνίοχοι βεβαῶτες ἐφίεσαν
ἔργωι δοῦλος ἦν , μάτην πονῶν . διαμεθεὶς δὲ τόνδε μόχθον , ὡς ἐμοῦ πεφευγότος ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων
4714664 κλαον
ὥς φασιν , ἕλκος , ἀεὶ λύπης πρόφασιν εὑρισκόμενον ; κλᾶον νυνὶ μὲν αὐχμόν , νυνὶ δὲ ἐπομβρίας , νυνὶ
ὡς αἰσχρόν ἐστι † μὴ καλῶν † ἀπ ' ὀμμάτων κλᾶον πρόσωπον καὶ δακρυρροοῦν ὁρᾶν θεὸς † γὰρ † ἐπὶ
4711291 ἀργαλεον
τὸ ἄλγος ἀλγαλέον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον
περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ ' ἀργαλέον πόσιος πέλεν ἀμφ ' ἀλαοῖο . Καί ῥ '
4700910 πνεοντα
, βέβαιος τινάσσων ] κινῶν πύρπνουν βέλος ] τὸν πῦρ πνέοντα κεραυνόν ταῦτ ' ] αἱ βρονταὶ καὶ ὁ κεραυνός
τε : οἱονεὶ Ζαήτην , ὅ ἐστιν ἄγαν ἄοντα καὶ πνέοντα , καὶ Κάλαϊν οἷον καλῶς ἄοντα . τινὲς δὲ
4697440 παμπηδην
οἱ δ ' ἀγαθοὶ πάντων μέτρον ἴσασιν ἔχειν . Οὐδένα παμπήδην ἀγαθὸν καὶ μέτριον ἄνδρα τῶν νῦν ἀνθρώπων ἠέλιος καθορᾶι
, οἷον ἄρδην , φοράδην , φύρδην , πλουτίνδην , παμπήδην , ἀριστίνδην , βάδην , ἀνέδην , πλὴν τοῦ
4695424 ῥεα
. θοώτερος : ἐλαφρότερος . Ἀμφιλύκῃ : τῇ ἠῷ . ῥέα : ἐλαφρῶς . Μακρά : ὑψηλά . Καλύψῃ :
στάθμης ] ἀντὶ τοῦ ὑπὸ σταθμοῦ ἰθυνθέν . Τά τοι ῥέα πάντ ' ἀγορ . ] Ἀγορεύσω , φησὶν ,
4689516 πασσαλευε
. βαλών νιν ἀμφὶ χερσὶν ἐγκρατεῖ σθένει ῥαιστῆρι θεῖνε , πασσάλευε πρὸς πέτραις . περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε
ἀπηνῆ καὶ θρασεῖαν ὡς ἀκμαίαν καὶ ὀξεῖαν διαμπὰξ ] διόλου πασσάλευε ] διαπέρα ἐρρωμένως ] ἰσχυρῶς αἶ αἶ ] φεῦ
4687681 ῥοχθει
: ῥόπτρον πάγη θηρίων , τὸ ἐπιπίπτον τῆς πάγης : ῥοχθεῖ , ψοφεῖ : πόστος : τὸ ὦχρος τό τε
γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες , προτὶ δ ' αὐτὰς κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης : Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ
4680875 ἀθανατῃσι
τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν :
κακόν πρόσκειται δηλοῦν τὴν ὑπερβολὴν τῆς ὁμοιότητος . Ὅμηρος αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . τὸ γὰρ αἰνῶς καὶ
4680362 ἀλγος
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων
4672409 ἀρκιον
κ ' ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης πτώσσοντα νοήσω , οὔ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας . κἂν μὴ παρῶσι δὲ οἱ
περισπῶσι , πλευσεῖται πορευσεῖται ῥευσεῖται . οὕτω γοῦν καὶ „ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν „ . Δίων μέντοι ἔσσειται προπαροξυτόνως φησὶ
4671405 αἰωρημα
' αὐτοὺς ἀνηρτημένος μετέωρος ἰκρίων τοῦ ψεύδους ἀρίδηλος γέγονα τόργοισιν αἰώρημα φοινίοις δέμας : ὡς ἄρτι ποτὲ τὴν ἔφηβον ἡλικίαν
ἐγὼ πέτρας ἔπι ὄρνις τις ὡσεὶ Καπανέως ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰώρημα κουφίζω , πάτερ . τέκνον , τίς αὔρα ;
4660342 ἀποθνηισκει
μευ κατακλαίει καὶ ταταλίζει [ ] καὶ ? ? ποθέων ἀποθνήισκει . ἀλλ ' , ὦ τέκνον ? ? μοι
ὄρθιον κατὰ γῆς καὶ ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα : καὶ ἀποθνήισκει : τοῦτ ' ἔστιν γὰρ ἴσως τὸ τῶι δόρατι
4658557 δυσαρεστον
βραχὺ νεκρούμενον καὶ ἀποσβεννύμενον : ἐνδιαίτημα τῇ ψυχῇ ἀχρειότερον , δυσάρεστον , δύστηνον , δύσεργον , οὐκ ὄμβρων ἀνεχόμενον ,
καὶ δίδωσί μοι τοῦτο ἔμπροσθεν στοχάζεσθαι τὸ παλίμβολόν σου καὶ δυσάρεστον τῆς νόσου : τάχα δ ' εἰς θαλάμους :
4649849 ἀθεσφατον
? ? ? δῶρον . ἐκ σέθεν ἡγητείρας ? ? ἀθέσφατον [ ] [ ἔπλετο ] ὕδωρ , Νεῖλος ἀρουραβάτης
” αἵ τ ' ἐπεὶ „ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον , κλαγγῇ ” ταί γε πέτονται ἐπ '
4646824 δακνει
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ .
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον
4644170 ὁρωμαι
αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι . * * * * Ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς
αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι . ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν
4640222 φα
ὅτι ὁ Ἀπολλώνιος οὔ φησιν ἄλλο μ προσλαμβάνειν τὸν εἰς φα , ἢ γ τὸν εἰς χα , ἀλλὰ κατὰ
] αις ζῆν ? [ ] δοις [ ] . φα ? ? [ ] . # [ ] Ἄξιον
4638712 μινυθω
τόπος ἐν ᾧ λούονται : παρὰ τὴν ἄσην καὶ τὸ μινύθω , τουτέστιν τὸν ῥύπον τοῦ σώματος μινύθειν : Ὅμηρος
, ἠρεμῶ ἠρέμα , μίγω μίγα , ἀντῶ ἄντα , μινύθω μίνυθα , ῥέω ῥέα ὁλόκληρον γέγονε , τὸ δὲ
4636715 θαμβος
: ναῦται δὲ τρομέουσιν , ἀείδελα δεσμὰ θαλάσσης δερκόμενοι καὶ θάμβος ἴσον λεύσσοντες ὀνείρῳ . ὡς δ ' ὅτ '
κοινὸν ὄλεθρον γοερὸν ἐκλαυθμύριζον . ἐξ οὗ δή μοι καὶ θάμβος ἐπέρχεται , ὅταν κατὰ νοῦν λάβω τὴν ποικίλην καὶ
4634733 ψιλου
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι
4633852 γραφεται
πρόσπολον ] θεράποντα . πρόσπολον ] ὑπουργόν . πρόσπολον : γράφεται πρόσπορον , ἤγουν τὸν ἐκ τῆς αὐτῆς σπορᾶς γεννηθέντα
: ἀσθενέσι . ὀφέλλειν : εὐεργετεῖν . διὲξ ἁλός : γράφεται διαμπερές . ἀντιάοιτε : περιτύχοιτε . νόσφι δὲ Τυνδαρίδαις
4630089 ἠλιθιωσῃ
τῷ χορῷ θοῶς ] ταχέως μὴ ] † ἵνα μή ἠλιθιώσῃ ] εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ μύκημ ' ] κτύπος ἀτέραμνον
καὶ μετανάστασιν τῷ χορῷ . θοῶς ] ταχέως . . ἠλιθιώσῃ ] εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ . . μύκημα ] κτύπημα
4629154 ἀνωϊστι
ξυναγείρων ἠλώμην , τεῖός μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνε λάθρῃ , ἀνωϊστί , δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο . ὣς οὔ τοι χαίρων
ὀϊόμενον θανέεσθαι , καὶ ὀΐσατο θεὸν εἶναι , γίνεται ὀϊστὶ ἀνωϊστί . ἐκ δὲ τοῦ ὀΐω ὀϊστός καὶ ἀνώϊστος κατ
4626774 φρικωδη
πρὸϲ ἑρπετῶν δήγματα καὶ ϲπλῆναϲ ἐϲκιρρωμένουϲ καὶ ϲτομάχου ἀλγήματα καὶ φρικώδη . Ϲύμφυτον τὸ μὲν πετραῖον ἐξ ἐναντίων ϲύγκειται δυνάμεων
χθόνιος , ὡς βροντὴ Διός , βαρὺν βρόμον μεθῆκε , φρικώδη κλύειν : ὀρθὸν δὲ κρᾶτ ' ἔστησαν οὖς τ
4624934 μωρον
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς
4623516 ψιλουμενου
φυλάττεσθαι καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς πτώσεσιν , οἷον τοῦ ἄλγος ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ
, κείμενον δὲ καὶ παρὰ Καλλιμάχῳ : αἱ γὰρ ἀπὸ ψιλουμένου ε δισύλλαβοι μετοχαὶ τὸ ε εἰς η μεταβάλλουσιν ἐν
4620193 ὑπνος
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ
4616979 αἰζηος
συλλαβὰς . . . . . τῷ Η παραληγόμενα τὸ αἰζηός ἐστὶν ὀξυνόμενον . τὸ γὰρ παληός καὶ ἀρχῆος κατὰ
αἰετός , ὅθεν ἀναλογώτερον οὕτως Ὠρίων . . . . αἰζηός : ὥσπερ ἀπὸ τοῦ Αἰτωλός , γράφεται δὲ τὸ
4611417 ἀναρροιβδει
δέομαι δεόμενος καὶ κατὰ συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ
τε νῆσαι λινογενεῖς τ ' ἐπενδύτας ὄχημά μοι ἐπᾶραν ἡσύχως ἀναρροιβδεῖ πάλιν λαμπήνη . . . [ ] ε ?
4603758 ὀμμασιν
τῶν ἀστέρων καὶ ἡλίου καὶ σελήνης τὰ προαπαντῶντα φωτίσματα τοῖς ὄμμασιν ἡμῶν , εἰς στενόν τι καὶ ἀμυδρὸν συνελαύνεται καὶ
τ ' ἔφυν εὐκάρδιος . Οἶμαι γὰρ οὐδ ' ἂν ὄμμασιν μόνην θέαν ἄλλον λαβόντα πλὴν ἐμοῦ τλῆναι τάδε :
4601485 ῥηϊδιως
ἀνὴρ εὐεργὲς ἀείρας κόλπον ἐπιπροέηκε καὶ ἄσπετον ἔσπασε θήρην , ῥηϊδίως ἁψῖσι περίσχετον ἀμφικαλύψας . Σηπίαι αὖ δυσέρωτες ἐπὶ πλέον
' ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης εὐρείης ἐπλέομεν βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ ῥηϊδίως , ὡς εἴ τε κατὰ ῥόον : οὐδέ τις
4599602 μορος
βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ
: καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ
4595725 σφοδρον
σεσωρευκότος διὰ σωφροσύνην καὶ φειδώ , ἀθρόως κυριεῦσαν τῶν πραγμάτων σφοδρόν τινα καὶ παντοῖον ὄλεθρον κατὰ τῶν εὑρεθέντων μαίνεται ,
καὶ ἀκρίβειά τις ἐν τούτοις ἐμφαίνεται , ἡ δὲ δεινότης σφοδρόν τι βούλεται καὶ σύντομον , καὶ ἐγγύθεν πλήττουσιν ἔοικεν
4591611 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
4589669 δολερον
σκέπασμα . Ὡς δὲ πάϊς : παραβολή . δολόεντα : δολερόν . μόρον : φόνον . λίχνοισι : λαιμάργοις :
κῦμα , ὅτε νοήσῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἀγρευτήρων δολόεντα ] δολερόν δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ]
4580929 στυγνον
φεύγεις μακρόν , Ἄδωνι , καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ
σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ στυγνὸν καὶ σκυθρωπὸν γεγονός , μόνον δὲ τοὺς ὀδόντας φανεροὺς
4577035 λυ
] ᾶισυ [ [ ] δ ! [ [ ] λυ ? ? [ . . . . . .
Πητυὰν καθαρὰν ἀναλάμβανε μέλιτι ἑψηθέντι καὶ δίδου . ἄλλο . λυ - κοῦργον τὸν λεγόμενον κυνὰ ψιλὸν δίδου φαγεῖν .
4576212 ἀμφικαλυπτει
ὅτι ἡ αἰδὼ ὡς ἐνταῦθα : τά τ ' αἰδῶ ἀμφικαλύπτει . οὐ γὰρ , κράσεως : ἀπὸ γὰρ τοῦ
χλαῖνάν τ ' ἠδὲ χιτῶνα , τά τ ' αἰδῶ ἀμφικαλύπτει , αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω πεπλήγων
4574685 ἀλεα
. ἄπυρον πινακίσκον : καινόν , μήπω πυρὶ προσενηνεγμένον . ἀλέα : ἡ θέρμη . ἀλεαίνοιμι : ἀντὶ τοῦ ἀλεαινοίμην
δέκα καὶ ὀροβίου χοίνικα καὶ θαλάσσης κοτύλας εἴκοσι , πυριῆσαι ἀλέα πουλὺν χρόνον : ἔπειτα φακίον ποιῆσαι , καὶ μέλι
4568222 αἰψα
ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς δινεῖται : ταὶ δ ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν σύμπεσον ἀλλήλαισι , καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
τοῖο λίθοιο , τί τοι πλέον οὐρανιώνων φθέγγωμαι ; τῶν αἶψα καὶ ὑψόθι περ μάλ ' ἐόντων ἦτορ ἐπιγνάμπτει καὶ
4562365 ται
! ! ! ! ! ! ! ] οσις ? ται καν [ ! ! ! ! ! ! !
, τοῦ πυρετοῦ ἐπὶ πνεύμασιν ὄντος , ἱδρὼς ἐκκρίνε - ται ; καὶ λέγομεν ὅτι τὸ πνεῦμα τὸ ἤδη θερμανθὲν

Back