, βέβαιος τινάσσων ] κινῶν πύρπνουν βέλος ] τὸν πῦρ πνέοντα κεραυνόν ταῦτ ' ] αἱ βρονταὶ καὶ ὁ κεραυνός
τε : οἱονεὶ Ζαήτην , ὅ ἐστιν ἄγαν ἄοντα καὶ πνέοντα , καὶ Κάλαϊν οἷον καλῶς ἄοντα . τινὲς δὲ
6614734 ὀμβρον
παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην . ἣ
ὡς δ ' οὔ μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα
6292397 τρυπᾳ
ἐγὼ δ ' ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς δίνεον , ὡς ὅτε τις τρυπᾷ δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ , οἱ δέ τ '
οἴκων διορύττει , τὰ ἐντὸς τούτων ὑφαιρεῖσθαι σπουδάζων . . τρυπᾷ τοῖχον . . κναφεύει : Διαφόρως μὲν διὰ τοῦ
6290056 πλατυν
ἂν ἐγένετό ποτε μὴ δασυνομένου τοῦ οἶμος λευρὸν ] τὸν πλατύν ψαίρει ] † κινεῖ ἠρέμα πτεροῖς ] τοῖς ἑαυτοῦ
μειζόνων περικείμενος τὰ φύλλα , καρπὸν ἔχων ἐν κάλυξι , πλατύν , κοῦφον , ἀχυρώδη πρὸς τὴν τοῦ σφονδυλίου ῥίζαν
6286896 ἀνεμον
χωρία οἰκημένοι . Ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἔμαθον τὸν ἄνεμον καὶ τοῖσι οὕτω εἶχε ὅρμου , οἱ δ '
καὶ τρόπον τινὰ τοῦτο ἕρμα ἑαυταῖς ἐπιτεχνῶνται πρὸς τὸν ἐμπίπτοντα ἄνεμον τά τε ἄλλα καὶ ἵνα μὴ παρατρέψῃ τῆς ὁ
6282198 κρυμον
. Ἢν δὲ εἰλέηται , τρόπῳ τοιῷδε γίνεται μετὰ τὸν κρυμὸν τὸ πῦρ : εἰλέεται μάλιστα πονεόμενον περὶ τὴν κοιλίην
, ὅρος τῶν δυεῖν ἠπείρων , ἀνατέλλων ἐκ τῆς διὰ κρυμὸν ἀοικήτου : στεναὶ δ ' ἐκβολαὶ κατὰ τὸν καλούμενον
6254929 τριβει
* κρηστῆρι : κρείῳ * κνηστῆρι : τῇ θυίᾳ τριβόλῳ τριβεῖ κνῆστις ἡ σιδερᾶ ξυστὴρ ᾗ ξύομεν τὸν τυρόν .
* κρηστῆρι : κρείῳ * κνηστῆρι : τῇ θυίᾳ τριβόλῳ τριβεῖ κνῆστις ἡ σιδερᾶ ξυστὴρ ᾗ ξύομεν τὸν τυρόν .
6250192 καπνον
ὀρόβων ξήριον μετὰ μέλιτοϲ . Ἄλλο . χολὴν χοίρου ὑπὲρ καπνὸν ξηράναϲ λείου καὶ ἐπιτίθει τῷ ἡλκωμένῳ αἰγίλωπι . Ἄλλο
καὶ Δημοσθένην μετὰ τὴν ὁδὸν τὸ Θηβαίων ὄρος ἐδέχετο , καπνὸν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐταραττόμην θεώμενος . εἶτα αὔξησον ὡς
6175005 κεχηνοτα
. [ ὑπὸ τοῦ δέους : Ἰδὼν γὰρ τὸν δοῦλον κεχηνότα ἐφοβήθη . ] ἀντὶ τοῦ φοβούμενος . . [
τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν : τοῦτο τῇ Ἀθηνᾷ ἀναγράφεται
6146998 ζεφυρον
: ἀνατολικοῦ ἀνέμου πνέοντος . ποτὶ ζεφύροιο κέλευθα : πρὸς ζέφυρον ἀπὸ δύσεως πνέοντα . Πρὸς δ ' εὖρον :
τετραμμένῳ ἐς θάλασσαν , ἐν ᾧ στοά τις ἐξῳκοδόμητο κατὰ ζέφυρον ἄνεμον ἐπὶ τεττάρων οἶμαι ἢ καὶ πέντε ὀροφῶν ἀφορῶσα
6127657 χειμεριου
ἦν ἐν μέσῳ Τρεβίας , ὃν Ῥωμαῖοι πρὸ ἕω , χειμερίου τε [ τῆς ] τροπῆς οὔσης καὶ ὑετοῦ καὶ
ὀχετὸν ἐξιεῖσα συγχεῖ τὸν βίον καὶ ταράττει , καθάπερ ἐμβολὴ χειμερίου νάματος ἐπὶ λήϊα καὶ φυτουργίας ὁρμηθεῖσα , ἐχθρὰ μὲν
6120368 τροχον
ταῖς χοινικίσιν ἐμβαλ - λόμενα ἢ πασσαλίσκοι κωλύοντες ἐξιέναι τὸν τροχόν . ἐπίσωτρα λέγονται οἱ ἐπικείμενοι κύκλοι τοῖς τροχοῖς ,
“ συμβουλεύει γὰρ καλῶς : τὰς βασάνους παράστησον . φερέτω τροχόν : ἰδοὺ χεῖρες , τεινέτω . φερέτω καὶ μάστιγας
6094158 πνειν
τερπνῷ , ψυχαγωγίας γέμοντι καὶ ῥᾳστώνης , ἔνθα μετρίας τε πνεῖν αὔρας εἰκὸς καὶ πηγὰς καθαρὰς καὶ διαφανῆ νάματα ῥεῖν
. . Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος ἀρχή : ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν καὶ ἐνίοτε χειμών . . ιδ : Αἰγυπτίοις καὶ
6041304 νωτον
ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ ' οἰκτίρομεν καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν
θέρμη λεπτή τις ἐνῆν αὐτῷ . Αὐδέλλῳ πληγέντι ἐς τὸν νῶτον , πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει
6023934 βαλλει
: Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν
αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν
6018858 πεπηγοτα
. τραχὺς αὐχὴν ὥσπερ λοφιὰ ἀμαθοῦς σὺν ὕβρει . τράχηλον πεπηγότα ἀκλινῆ σκαιὸν καὶ αὐθάδη λέγε καὶ ἀμαθίαν δὲ ἀνατίθει
καὶ αὐχμώδη κόμην ἄφελε προσώπου : στόματος ἀφρώδη : τὸν πεπηγότα ῥύπον ὑπὸ τοῦ ἀφροῦ : πέλανον : κυρίως πέλανος
6014958 σαλωι
δ ' ἐπ ' ἀκταῖς , ἄλλοτ ' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος :
ἄτας : ὀρχεῖται δὲ πόλεος [ ] ? ? πέδον σάλωι : [ ] ! ἐμβάλλει ? Ποσειδῶν πόλει ?
6012863 ὑετον
ἐπίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν ποιεῖν ὡς τῶν φυλάκων διὰ τὸν ὑετὸν ἀναχωρούντων . Ὅτι κατόπιν τῆς πέτρας τοὺς κρημνοβατεῖν ἐπιτηδείους
ἐτησίων γένεσιν . ἡ δὲ φύσις οὐ ματαιουργός , ὡς ὑετὸν χορηγεῖν μὴ δεομένῃ γῇ , καὶ | ἅμα χαίρει
5981982 λαγωον
πεποίηται . Ἐπὰν δὲ τῷ θαλάμῳ πελάσειεν , ἵνα τὸν λαγωὸν πεπίστευκεν ἀτρεμεῖν , ἀθρόον ὡς ἀπὸ τόξου βέλος ἐξέθορεν
γαστέρα σχῇς , ἡλίκην ὅτ ' εἰσῄεις . ” Κύων λαγωὸν ἐξ ὄρους ἀναστήσας ἐδίωκε , δάκνων αὐτὸν εἰ κατειλήφει
5951624 βαρυν
ἀδικημάτων κἂν ἐπιμήκιστα ὄντα ἀνυπαίτια καὶ καθαρά , τὸ συνειδὸς βαρὺν κατήγορον οὐκ ἔχοντα , τὰ δὲ ἑκούσια , κἂν
ἐκολάκευσεν ὁρμάς : οἱ δὲ δημοτικοὶ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τοῖς ὀνειδισμοῖς βαρὺν καὶ πικρὸν καὶ πολεμίων ἁπάντων ἔχθιστον αὐτὸν ἀπεκάλουν .
5949043 κυματα
αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς
εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ
5935957 κιονα
οὖν ἐστιν , ὡς ὁ ΕΓ κίων πρὸς τὸν ΑΙ κίονα , ὁ ἀπὸ τῆς ΡΓ κύβος πρὸς τὸν ἀπὸ
λόγον ἡμῖν νενοημένης ; καθὰ γὰρ οὐκ ἂν εἴπαιμεν τὸν κίονα σωφρονεῖν , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδὲ τὸν θεὸν
5935511 θηγει
μὲν ἄλλον χρόνον , πρὸς ἣν ἂν πέτραν παραγένηται , θήγει προσβαλὼν τὰ στέρνα , συμπεσὼν δὲ ἐλέφαντι ὑποδὺς τὴν
φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος κενῶς μὲν ἐξενεχθεὶς θήγει τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας
5933612 αἰθαλοεσσαν
αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη
κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς
5924864 ὠθει
τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια ἢν γὰρ ἕν
καὶ ἀπολέσας τὰ ὄντα , δείσας οἶμαι εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ φιλοτιμίαν
5920401 ῥανισι
ὄρθρον ἄνοιξον τὰ ἀγγεῖα , καὶ εὑρήσεις τοὺς κηφῆνας ταῖς ῥανίσι τῶν πωμάτων προσκαθημένους . ἀεὶ γὰρ μεστοὶ τοῦ μέλιτος
λέγους ' ἀπίστους ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' ,
5902079 βολαις
ἔθεον ἀλαλάξαντες ὁμόσε , πρῶτον μὲν οἱ ψιλοὶ σαυνίων τε βολαῖς καὶ τοξεύμασι καὶ λίθοις ἀπὸ σφενδόνης μαχόμενοι , καὶ
Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ . μακέλλῃ : Δίκελλα πλατεῖα . . Λικυμνίαις βολαῖς : ἐν δὲ ἐνίοις τῶν σχολικῶν ὑπομνήμασι ταυτὶ γέγραπται
5901229 ἀγριουται
καὶ οὐδέποτε , καθάπερ τὰ ἄλλα ζῶα , ἅπαξ ἡμερωθεὶς ἀγριοῦται . τὰ δὲ τικτόμενα ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἐκείνῳ ἐοικότα
ψάμμον ὡς ὅριον , καὶ μέχρι ταύτης προβαῖνον , κἂν ἀγριοῦται τοῖς κύμασιν , ὅμως ὥσπερ αἰδεῖται καὶ νεμεσίζεται περαιτέρω
5898591 βιαιοτατα
τοῦ νώτου ἐπιστραφέντα , αὐτοῦ δὴ τοῦ θυρεοῦ στοχαζόμενον ὡς βιαιότατα ἐναράξαι τὸ δόρυ . καὶ τὸ ἀκριβὲς τοῦδε τοῦ
, ἀλλὰ προσερείσας τῇ καταδρομῇ τοῦ δακέτου τοὺς ἑαυτοῦ μυκτῆρας βιαιότατα ἐσπνεῖ , καὶ ἕλκει ὡς ἴυγγι τῷ πνεύματι ,
5880378 καικιας
δὲ ἄγει τὰ ὕδατα . Ὑγροὶ δὲ μάλιστα ὅ τε καικίας καὶ λίψ : χαλαζώδης δ ' ἀπαρκτίας καὶ θρακίας
τῶν ἀξίως ἁλισκομένων . Ἕλκων ἐφ ' ἑαυτὸν ὥσπερ ὁ καικίας νέφος , Ἔπειτα πλουτῶν οὐκέθ ' ἥδεται φακῆ ,
5879213 ἠχον
ἀψύχοις δόξαις , λέγω δὲ „ βατράχοις „ , πιεσθεὶς ἦχον καὶ ψόφον ἔρημον καὶ κενὸν πραγμάτων ἀποτελούσαις , εἰπόντος
χρυσοῖ γὰρ κώδωνες περὶ τὸν ποδήρη εἰσὶν αὐτοῦ , μέλους ἦχον ἀνιέντες ἰδιάζοντα : παρ ' ἑκάτερον δὲ τούτων ἄνθεσι
5878852 πυρσον
τούτων αὐτὴν καὶ πρῶτον ἤδη προσείπωμεν . ὦ τὸν ἐλεύθερον πυρσὸν ἀνθρώποις πᾶσιν ἀνάψασα : ὦ τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας καὶ
ἔδωκεν , ὅταν ἀποβάντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρέλθωσιν , ἆραι πυρσὸν καὶ τοῖς πολεμίοις ἐπιθέσθαι . τούτων πραχθέντων ἡ μὲν
5856605 κηρυλον
, ἔχθιστον τέγος τοῦτο οὖν ἔστω σημεῖον τοῦ καὶ τὸν κηρύλον ἴσως παρὰ τὸ κείρειν ἠτυμολογηκέναι τὸν Ἀριστοφάνην . ἀντέθηκεν
, ἀγρύπνῳ προσκαθήμενος τέχνῃ . Τὸν δ ' οἷα δύπτην κηρύλον διὰ στενοῦ αὐλῶνος οἴσει κῦμα γυμνήτην φάγρον , διπλῶν
5846667 Ὠριωνα
οὐρὰν τοῦ ἐχομένου Ὄφεως , τῶν δὲ πρὸς νότον τὸν Ὠρίωνα ὅλον , καὶ τοῦ νοτίου Ἰχθύος τὸ πρὸς τὴν
ἀρχαγὸν ] κόσμεισα [ λόγυς ] , πολλὰ δ ' Ὠρίωνα [ ] μέγαν κὴ πεντείκοντ [ ' ] οὑψιβίας
5844465 κρυος
ἀρκτικοῦ κύκλου τριάκοντα καὶ ἓξ τμήματα πάντα ἐστὶν ἀοίκητα διὰ κρύος : στάδιοι δ ' εἰσὶν οὗτοι δισμύριοι καὶ ͵ε
. εἶαρ ἐμοὶ τριπόθητον ὅλῳ λυκάβαντι παρείη , ἁνίκα μήτε κρύος μήθ ' ἅλιος ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει
5842796 ἀργεστην
μὲν ἀπὸ χειμερινῆς ἀνατολῆς εὖρον , τὸν δ ' ἐναντίον ἀργέστην : τοὺς δὲ μέσους ἀπηλιώτην καὶ ζέφυρον . τὸν
καικίου καὶ ἀπαρκτίου βορέαν ἐκ μέσου δὲ ἀπαρκτίου καὶ θρασκίου ἀργέστην , εὔδηλον ὡς ὁ ἥλιος διατάττων αὐτοὺς οὐκ ἐᾷ
5842580 κισσον
μάλιστ ' ἀηδὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις , τὸν οἰνῶπα νέμουσα κισσὸν καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον ἀνήνεμόν τε
κιμωλίαν τὸ ἴσον μετὰ χυλοῦ ἀγριοσύκης χρῖε . ἄλλο . κισσὸν καὶ καλαμίνθην καὶ ἅλας συνεψήσας ὕδατι καλῶς νίπτε τοὺς
5837241 χειμασει
πρωῒ χειμάσει , ἐὰν δὲ ὀψὲ καὶ πολὺν χρόνον ὀψὲ χειμάσει . Καὶ ἐὰν ὑποστραφῶσι πετόμενοι χειμῶνα σημαίνουσι . Χῆνες
νιφετώδης , καὶ λήγων ψυχρός . μάλιστα δ ' εἰ χειμάσει ἀπὸ μέσου χειμῶνος ἕως ἰσημερίας ἐαρινῆς , τὸ ἔαρ
5834975 ψοφον
οὐδὲν ἀριστήσετε , ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον . εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις , ἔν τί
παρὰ τὸ μᾶλλον , καὶ διὰ τοῦτο χαλκός τε ξύλου ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ καὶ χορδὴ λίνου , πυκνότερα γάρ ,
5829412 σταζοντα
τὸν κόφινον τῶν σύκων τῷ γέροντι , καὶ εἶδεν αὐτὰ στάζοντα γάλα . Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ γηραιὸς ἄνθρωπος ,
αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκέτην . στάζοντα ] ἐμφαντικῶς διὰ τούτου τὸν νεωστὶ ηὐθεντηκότα παρίστησιν .
5828590 βρομον
λέγειν καὶ χρεμετισμοὺς ἵππων καὶ φριμαγμοὺς τράγων , πυρός τε βρόμον καὶ πάταγον ἀνέμων καὶ συριγμὸν κάλων καὶ ἄλλα τούτοις
: παρὰ τὸν βρόμον ἦχος . ἐγὼ οὖν νομίζω τὸν βρόμον παρὰ τὸ βρέμω εἶναι . . . . βρενθύεται
5821512 βραχιονας
ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ κλάδον δάφνης ὑπὲρ
οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ † ὤθουν φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας
5815261 ἐκπεμπων
. Ἔρως θεῶν πανουργότατε , τοῖς μὲν ὀφθαλμοῖς ἥδιστε , ἐκπέμπων δὲ ἀφανῶς δι ' αὐτῶν ἐπὶ τὴν ψυχὴν τὸ
ὑψηλοῖς καὶ τῆς γῆς ὑπεραιρομένοις τόποις πιστὸς καὶ θαρρῶν καὶ ἐκπέμπων βέλος πύρπνοον , καὶ πυρὸς πνέον . οὐδὲν γὰρ
5812997 τοξοτην
ζυγὸν δ ' Ἀφροδίτης , σκορπίον δ ' Ἄρεος , τοξότην Διός , αἰγόκερων Κρόνου : ἀπὸ δ ' αἰγόκερω
δὲ λέγουσιν εἶναι ζῴδια διδύμους τε καὶ τὸν διαμετροῦντα τούτους τοξότην , παρθένον τε καὶ ἰχθύας , οὐ δίσωμα δὲ
5808443 συριζει
[ τοῦ ] κυνὸς τὸν φιλήτην [ ] ὡς ἔχιδνα συρίζει [ ] αξ δὲ νυκτὶ βου [ ! !
: ἐνταῦθα γὰρ καὶ αὐτὸς Ἀμφιτρίτην γαμεῖ . λιγυρὸν δὲ συρίζει περὶ τοὺς κάλως καὶ τὸ πνεῦμα : ἐμοὶ μὲν
5786772 δοχμιος
πρῶτα χαράσσων : νῦν δὲ μεταστήσας δέμας αἰόλον ἠρέμα δύνει δόχμιος ὀρθοκάρηνος ὀλισθαίνων ἀπ ' Ὀλύμπου , λαμπάδα νυκτιχόρευτον ἐπικλίνων
τρέχων / ἔνδοθεν ὡς ἐμέ ] τὸ ιβʹ καὶ ιγʹ δόχμιος συζυγία . ὦ τέκνον : ὦ παῖ παῖ /
5776576 ἑλισσεται
ὀλοῆς ὑπὸ μάρνατ ' ἀνάγκης , ἀμφὶ δέ οἱ μελέεσσιν ἑλίσσεται , ἄλλοτε ἄλλας παντοίας στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων
ἐξερχομένῳ πνεύματι : πρῶτον γὰρ περὶ τὸ χεῖλος τῆς σύριγγος ἑλίσσεται τὸ πνεῦμα . φορέοιτε βάτοι : βάτος . .
5759056 βαλλων
γογγύλων πέτρων ὑπόσκιον θήσει χθόν ' : οἷς ἔπειτα σὺ βάλλων διώξῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν Ἀγρεὺς δ ' Ἀπόλλων ὀρθὸν
Χρυσίδι σπένδων γέγραφε τοῖς ὄφεσι πιεῖν διδούς . Καὶ δρόσον βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . Ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει
5754124 περιξ
αὐτοῦ μερῶν ψαύει προσκλύζον Μυοσόρμου , Ὀρθοῦ ὅρμου καὶ τῶν πέριξ πόλεων . πρόσκειται δὲ αὐτοῖς κατὰ τὰ Σφαιρικὰ πρὸς
τῶν ἀφρύκτων κριθῶν οὕτως Ἀττικοὶ καλοῦσι . ἀμφίδιον : τὸ πέριξ τοῦ τῆς μήτρας τραχήλου . αἰολᾶται : πλανᾶται .
5752284 συνωθων
, δημιουργίᾳ πρέπειν ὑπολαβὼν τοῦτον τὸν ἀριθμὸν καὶ εἰς ταὐτὸ συνωθῶν πικρῷ μὲν ἁλμυρόν , μέλανι δὲ φαιόν . μὴ
ὄντα ἔτι τὸν ὑγρὸν ὄγκον εἰς τὰς τοῦ πυρὸς ἕδρας συνωθῶν αὐτὸν αὑτῷ συμμείγνυσιν : ὁ δὲ συνωθούμενος ἀπολαμβάνων τε
5745627 εὐρου
ζεφύρωι [ ] [ ] : τὸν χειμῶνα ἐκ τοῦ εὔρου [ ] , δύνει δὲ ἐν τῶι λιβί [
περὶ τὰς νήσους , Δρυμοῦσαν καὶ Πήλην , αὔρα τις εὔρου ὑπήρχετο καὶ περαιτέρω προϊόντων εὖρος ἤδη λαμπρὸς , καὶ
5739553 πταρμον
καὶ χρίειν αὐτῶν τοὺς μυκτῆρας , καὶ οὕτω τῇ δυσωδίᾳ πταρμὸν κινεῖν , τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ λύειν τὸ πάθος
, φύλλα κισσοῦ τὰ ἁπαλά . ἔνια δὲ τούτων καὶ πταρμὸν εἴωθε κινεῖν . Ἀπὸ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν ὑγρασίαν ἄγει
5727498 ἁλιηες
, πέτρας δ ' εἰσελάει θῆλυν στόλον : ἔνθ ' ἁλιῆες κύρτον ἐτεχνήσαντο βαθύν , περιηγέα πάντῃ : τὸν δὲ
ἐκ τῆς πόλιος τινῶν ἡμένων παρὰ τῷ Ὁμήρῳ κατέπλωσαν παῖδες ἁλιῆες τὸν τόπον , καὶ ἐκβάντες ἐκ τοῦ ἀκατίου προσελθόντες
5726879 πετεσθαι
' ὅπως σιγήσομ ' , ἢν μή μοι φράσῃς ὅποι πέτεσθαι διανοεῖ . Τί δ ' ἄλλο γ ' ἢ
: ὅταν οὖν ὑπὸ τοῦ γήρως ἀσθενήσωσιν καὶ μηκέτι δύνωνται πέτεσθαι , φέρουσιν αὐτοὺς αἱ θήλειαι ἐπὶ τῶν πτερῶν λαβοῦσαι
5715729 σιαλος
πτύειν ψόφου αὑτῆς τε τυχεῖν τῆς ὀνομασίας . λέγεται δὲ σίαλος , καὶ ὁ εὐτραφεὶς σῦς , παρὰ τὸ ἀφρὸν
ὑγρῶν , οἷον ἀποσειόμενον ἅλες καὶ ἀθροῦν . διαφέρει δὲ σίαλος καὶ πτύελος . καὶ πτύελος μὲν ὁ ἀποπτυόμενος κατὰ
5714182 πτερυγων
Προμηθεῦ ] ὦ τὸν πτερυγωκῆ ] τὸν ταχὺν διὰ τῶν πτερύγων οἰωνὸν ] τὸν γῦπα ᾧ ἐπωχεῖτο γνώμῃ ] θελήματι
τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν πέλοι
5713248 βατραχον
βατράχου συμβουλεύει ὁ σοφώτατος Ἀρχέστρατος ἐν ταῖς γνώμαις τάδε : βάτραχον ἔνθ ' ἂν ἴδῃς , ὀψώνει . . .
κινεῖσθαι , ὕστερον δὲ κινηθέντα τοῖς ποσὶ βουλόμενοι σημῆναι , βάτραχον ἔχοντα τοὺς ὀπισθίους πόδας ζωγραφοῦσιν : ἐκεῖνος γὰρ γεννᾶται
5706326 βριθοντα
φέριστον ἔχων καὶ ἀκλινέας αὐγάς , σώματος ὡς ἀνέχοιτο μέγα βρίθοντα χαλινὰ ἐκ καθαρῆς ψυχῆς τε καὶ αἰθερίης πατρὸς αἴγλης
πυλεῶνας στρωφῶντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα πέριξ λυκάβαντα φέρουσαι καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος
5705448 γυρωσασα
ἀμφέπλεξεν , ἐπ ' αὐχένι πάννυχα δεσμὰ ἀργεννοῖς ἑκάτερθε βραχίοσι γυρώσασα : ὣς τότε κερδαλέαι περὶ σηπίαι εἱλίσσονται ἀλλήλαις :
λακοῦσα , αὐχένα δ ' ὑψός ' ἄειρεν ἐς ἠέρα γυρώσασα καὶ πάσαις ἑκάτερθε θοῶς ἔφριξεν ἐθείραις καὶ πτερὰ πάντα
5704783 τρεχοντα
τοὺς θεούς , ἐν τοῖς κύκλοις ἐμαυτὸν ἐκδεδυκότα ὁρᾶν κύκλῳ τρέχοντα καὶ πωλούμενον . Ἐπ ' ἀρίστῳ λαβών ὀψάριον .
τοὺς θεούς , ἐν τοῖς κύκλοις ἐμαυτὸν ἐκδεδυκότα ὁρᾶν κύκλῳ τρέχοντα καὶ πωλούμενον . ἐπ ' ἀρίστῳ λαβὼν ὀψάριον .
5697797 δισκον
ἀποτομὰς καὶ ζώνας , κατὰ δέ τινα καιρὸν ἐκπίπτειν τὸν δίσκον εἴς τινα ἀποτομὴν τῆς γῆς οὐκ οἰκουμένης ὑφ '
εἰργάσατο : ἐγὼ μὲν ἀνέρριψα , ὥσπερ εἰώθειμεν , τὸν δίσκον εἰς τὸ ἄνω , ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ Ταϋγέτου
5694893 νεφη
ἢ ὡς ἐφ ' ἑαυτὸν κυκλούμενον ἢ τὰ λεγόμενα παρήλια νέφη ἐξ ἑνὸς μέρους ἔχων ἢ σχήματα νεφῶν ὑπόκιρρα καὶ
τὸν ἥλιον τὸν κοινόν , ἄστρ ' , ὕδωρ , νέφη , πῦρ : ταῦτα , κἂν ἑκατὸν ἔτη βιῷς
5694616 ἀνεμος
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ
5688554 φραγμον
ποταμηπόρος : ποταμός . Δειμάσθην : ἐδομήσαντο . Αἱμασιήν : φραγμόν . μυλάκεσσι : λίθοισιν . Ἰωή : φωνή .
μετεώρου δύνασθαι τοὺς ἐν ταῖς ἐπάλξεσιν ὄντας κατατιτρώσκειν , ἐβουλεύσατο φραγμόν τινα καὶ τετεχνημένην ἐνέδραν ἐν αὐτοῖς ἐγκρύψαι τοῖς ὕδασιν
5685201 ἑωθινον
τῆς Ἀδραμυττηνῆς καὶ Ἱπποκορώνιον ἐν Κρήτῃ , Σαμώνιόν τε τὸ ἑωθινὸν ἀκρωτήριον τῆς νήσου καὶ πεδίον ἐν τῇ Νεανδρίδι καὶ
τῇ ] Μεγαρίδι ὡς ἂν ταινία τις , τὸ μὲν ἑωθινὸν [ πλευρὸν ἔχουσα ] τὴν ἀπὸ Σουνίου μέχρι Ὠρωποῦ
5683588 λινα
καί τις ἐκ τούτου κατ ' αὐτῶν ἐπινενόηται τρόπος : λίνα τις ποταμοῦ πλησίον ἢ λίμνης ἐπιτηδείῳ στήσας χωρίῳ καὶ
ἐπίστασθαί σε ὧδε ἔχει . Ὅσα πέπλεκται , οὐ μόνον λίνα καὶ δίκτυα καὶ νεφέλαι ἀλλὰ καὶ κανᾶ καὶ σπυρίδες
5676268 λυχνον
ἐστι σκεῦός τι ἐν κύκλῳ ἔχον κέρατα , ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον , διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα .
τούτους λέγεις ; Προσκάλει μοι , ὦ Ἑρμῆ , τὸν λύχνον αὐτοῦ καὶ τὴν κλίνην : μαρτυρήσουσι γὰρ αὐτοὶ παρελθόντες
5674514 καυστικον
: ἐνέβαλε προσέβαλε * καῦσον : πυρετόν * αἰθαλόεντα : καυστικόν τὸ δὲ περισπαίρουσιν γράφεται καὶ περιπλάζονται : περιπλάζονται δὲ
τὸν γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον . . δάϊον ] πολεμικὸν ἢ καυστικόν . . ἑκατοντακάρηνον ] φησὶ δὲ ὁ Ὠκεανὸς ,
5672515 ἐβαλλε
τήβενναν φορῶν μόνος ἐρέμβετο λίθους ὑπὸ μάλης ἔχων , οἷς ἔβαλλε τῶν ἰδίων τοὺς ἀκολουθοῦντας . ἐλούετό τε καὶ εἰς
ὅσα τε κερασφόρα πλὴν ταύρων , συνθέων αὐτοῖς καὶ καταδιώκων ἔβαλλε φθάνων τε αὐτῶν τὸν δρόμον καὶ πληγαῖς καιρίοις ἀναιρῶν
5667309 ἐτυψε
. ἐτετύπειμεν ἐτετύπειτε ἐτετύπειϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε Δυ . ἐτύψατον ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν
τὸν ἀόριστον ἐκ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τρίτου προσώπου γίνεσθαι , ἔτυψε ἐκεῖνος τύψε σύ , ἀλλ ' ἐκρατήθη Συρακουσίῳ ἔθει
5667303 βοωντα
γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς
πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ
5665994 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
5657819 χιων
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι ,
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι
5655102 ἀνιησιν
συντείνας αὐτός τε καὶ τὸν ἡγούμενον τὴν ὁδόν , οὐκ ἀνίησιν πρὶν ἂν ἢ τέλος ἐπιθῇ πᾶσιν , ἢ λάβῃ
δασύτερα , στύφοντα ἐν τῇ γεύσει : καυλὸν δ ' ἀνίησιν οὐ μέγαν , ῥίζαν δὲ λεπτὴν καὶ βραχεῖαν :
5654417 ἐβαλλεν
μένος ὑγρὸν ἀέντων , οὔτε ποτ ' ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν , οὔτ ' ὄμβρος περάασκε διαμπερές : ὣς ἄρα
ἔβαλλεν αἴρων λάας , τουτέστι λίθους . Καὶ οὓς μὲν ἔβαλλεν ὁ Δευκαλίων , ἄνδρες ἐγίνοντο , οὓς δὲ ἡ
5653931 ἐπιφλεγει
νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἠΰτε πῦρ ἀΐδηλον ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην οὔρεος ἐν κορυφῇς , ἕκαθεν δέ τε
τοὺς τὸν Νεῖλον αὔξοντας ὄμβρους καταρραγῆναι , κατέχων ὁ Τυφὼν ἐπιφλέγει , καὶ τότε κρατήσας παντάπασι τὸν Νεῖλον εἰς ἐναντίον
5652682 ῥιπαις
ἔτι σοι φίλος , ἀλλ ' ἅμα πάντα ἐχθρὰ Τύχης ῥιπαῖς συμμεταβαλλόμενα . Οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι Φύσις χαλεπώτερον εὗρεν ἀνθρώπου
Ἄρεος εἰκών . δένδρον δ ' ὡς ἕστηκε σιδηρείαις ὑπὸ ῥιπαῖς κοὐκ ἐθέλει πεσέειν , τάχα δ ' ἔρχεται ἔνδοθι
5645359 καταδυεται
γὰρ ἀνθρώπου καὶ πολὺ ἔτι ἀπέχουσα , ὥς φασι , καταδύεται δὲ ἐς φάραγγας καὶ σπήλαια τὰ βαθύτατα . οἱ
Ἔλαφον διώκει λέων : ἡ δὲ φεύγουσα ὑπεξάγει , καὶ καταδύεται εἰς δρυμὸν βαθύν : ὁ δὲ λέων ἐπιστὰς τῷ
5638550 ῥοιζον
τὸ προσαγορευόμενον Χελιδόνιον τεῖχος , ὅπερ ἐπέχει τοῦ ὕδατος τὸν ῥοῖζον καὶ οὐκ ἐᾷ κατακλυσμῷ φθείρεσθαι τὴν χώραν , καθὼς
ἐν κύκλῳ τοῦ ἡλίου γένηται . νῦν δὲ λέγει τὸν ῥοῖζον καὶ τὴν συνεχῆ κίνησιν τῆς ἀσπίδος : κινήσαντος οὖν
5625693 σταχυν
καὶ τῆς εὐωχίας σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι .
ἐν τῷ καλάμῳ τροφὴν αὐτὸς ἢ ὥστε ὅλον ἐξαπολλύναι τὸν στάχυν ἢ κατὰ θάτερον μέρος . Ταῦτα μὲν οὖν καὶ
5620081 σεσηποτα
καὶ ἐλαίου περίχριε τὸν τόπον . ἄλλο . κάρυα παλαιὰ σεσηπότα λειώσας ἔμβαλλε εἰς τρυβλίον καὶ χρῖε . ἄλλο .
νόσους καὶ διὰ καύσεως ἢ τομῆς τῆς διὰ ξυρῶν τὰ σεσηπότα τῶν μελῶν τῶν νοσούντων καθαιρόντων καὶ τὰ τραύματα θεραπευόντων
5617931 ἀναψας
ναυτικῶν ὁρισμάτων ἔνδον κατεκράτησε τὸν στρατὸν μόλις , καὶ ναῦς ἀνάψας γῇ χαρίζεται φέρων , ἄπιστον εἰδὼς τὴν ὑγρὰν εὐεργέτιν
: ὅταν ὁ Ἀντήνωρ ὁ πορθητὴς τῆς πατρίδος βαρὺν πυρσὸν ἀνάψας εἰς σημεῖον τοῖς Ἕλλησι καὶ τὸν δούρειον ἵππον τὸν
5614708 χρωτα
ἐν τοῖς βαλανείοις οὐ τίθεται λουτήρια . ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων
ὀσμὴν τῶν δὲ διαπασμάτων εἰς τὴν στρωμνὴν ὅπως πρὸς τὸν χρῶτα προσπίπτῃ : καὶ γὰρ ἅπτεται μᾶλλον καὶ ἐμμονώτερον τοῦτο
5613932 δονακα
] δ ' ἐν Οἰδίποδι : τόν θ ' ὑμνοποιόν δόνακα [ ὃν ἐκφύει Μέλας ] ? ποταμὸς ἀηδόν '
, ἐπ ' Ἀξιοῦ πόρον , Βόλβης θ ' ἕλειον δόνακα , Πάγγαιόν τ ' ὄρος , Ἠδωνίδ ' αἶαν
5611128 ῥουν
τρίτωι τῶν Τρωικῶν : πλῆθος δὴ νεκρῶν ἐσωρεύθη κατὰ τὸν ῥοῦν : εἶτα ἀνακοπτομένου τοῦ ῥεύματος διὰ τὸ ἀποπεφράχθαι τὸν
λευκὴν ἔχουϲα ῥίζαν νυμφαία ϲφοδροτέραϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ , ὥϲτε καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἰᾶϲθαι . πίνεται δὲ καὶ αὕτη καὶ ἡ
5608669 εἰδ
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ
5608615 χαμαι
εἴδη τρία , ἰσόπλευρον , ἰσοσκελές , σκαληνόν . οὐ χαμαὶ πεσεῖται . παροιμία : οὐ μὴ χαμαὶ πέσῃ ,
παρ ' ὀμφαλόν , ἐκ δ ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν ἀσθμαίνοντ '
5606135 κομητην
τερπνοῖς πόνοις . αἱ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῶι κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον , αἱ δ ' ἐκλιποῦσαι ποικίλ '
τινας τῶν πολιτευομένων βούλεται . κᾆτ ' ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην : Κλεῖτον λέγει , ὃς ἦν ἐπὶ κόμῃ σκωπτόμενος
5605380 τιναξας
: κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι τοῦ πόντου :
λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος
5600591 αὐχενα
Ἄρκτου , καὶ τοῦ Καρκίνου τὸ μέσον , καὶ τὸν αὐχένα τοῦ Ὕδρου , καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸ μεταξὺ τῆς
Χρομίον τε . ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς
5598963 βορεαν
λεγόμενον βωσαρὴ , καὶ μετ ' αὐτὴν , εἰς τὸν βορέαν ἤδη ἀπονεύοντος τοῦ πλοὸς , βάρβαρα πολλὰ ἔθνη ,
] παραθαλάσσια μέρη τῆς Σκυθίας παρ ' αὐτὸν κειμένης τὸν βορέαν , ταπεινὰ λίαν , ἐξ ὧν ποταμὸς Σίνθος ,
5598847 αὐραις
ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω
αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ
5596610 δοκευει
“ ἥ τ ' αὐτοῦ στρέφεται καί τ ' Ὠρίωνα δοκεύει , ” μέχρι τούτου καταλέγων : “ ἡ δ
' ἰχνεύμων δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων λοξοῖς ὀφθαλμοῖσιν ἀπείρονα θῆρα δοκεύει , εἰσόκε τοι βαθὺν ὕπνον ἐπὶ φρεσὶ πιστώσηται :
5596368 ῥηξῃ
καὶ προστιθείς , καί , ὅταν ἐπιφλέξῃ τὴν ἐπιφάνειαν καὶ ῥήξῃ , χρῶ τῇ ὑποκειμένῃ ἐμπλάστρῳ : ἔστι δὲ αὕτη
διαφορεῖ ⌊ καὶ ⌋ ἔμπυα ἔχοντα ῥήσσει . ὅταν δὲ ῥήξῃ , χρῶ τῇ ἐπάνω δυνάμει τῇ διὰ τοῦ λυκίου
5585109 ὀξυν
τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , δώσω δ ' ὀξὺν ἄκοντα , κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν , καὶ ξίφος
: κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι , ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν . Ἢν δέ
5581080 πλατεα
, οἷον ἰγνύην , ὅπη δὲ περιτείνεται ἁπλᾶ τε καὶ πλατέα , οἷον ἡ μύλη . προσπεριβάλλειν δὲ καταλήψιος μὲν
τεσσαρεσκαιδεκάτην ἐκρίθη : ἐμωλύνθη : καθαρὸς φάρυγγα , ὀλίγα , πλατέα , πέπονα ἀναπτύσας : ἐκ ῥινῶν μικρὸν ἔσταξεν :
5578249 πυκνα
: τὰ μὲν γὰρ δῆλον ὅτι μανὰ , τὰ δὲ πυκνὰ φυτευτέον . Φιλόσκια δὲ ὧν οἱ καρποὶ ξηροί τε
καὶ ἀνιχνεύων τὸ ποθούμενον : ἀγχοῦ δὲ τοῦ μηχανήματος γεγονὼς πυκνὰ περιδινεῖται τῷ λιμῷ τυραννούμενος . Καὶ τέλος ὑπερήλατό τε
5575123 χαλαζα
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι .
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε
5570832 πνεων
] ] ] ς ἄκαιρα μωμένους ] νικον ? ? πνέων [ ] ! δε [ ! ! ] ]
κατέσχε πρῶτος , ἀπῆλθεν ἀψάλακτος , ἀλλ ' ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί , σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον
5566953 κυλινδομενον
ἐποίησε , μηδὲ Πρίαμον ἐγγὺς θεῶν γεγονότα λιτανεύοντά τε καὶ κυλινδόμενον κατὰ κόπρον , ἐξονομακλήδην ὀνομάζοντ ' ἄνδρα ἕκαστον .
δ ' ἔπλετο σήματα γυίων : εἰ μὲν γὰρ πόντοιο κυλινδόμενον μετὰ δίναις βαιὸν ὑπερτέλλοιτο ῥάχιν λοφιήν τε φαεῖνον ἄκρην
5562610 ἠχει
: Ἑσπέρα , φησίν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ : τὸ δὲ
. . . δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη

Back