, ἔχθιστον τέγος τοῦτο οὖν ἔστω σημεῖον τοῦ καὶ τὸν κηρύλον ἴσως παρὰ τὸ κείρειν ἠτυμολογηκέναι τὸν Ἀριστοφάνην . ἀντέθηκεν
, ἀγρύπνῳ προσκαθήμενος τέχνῃ . Τὸν δ ' οἷα δύπτην κηρύλον διὰ στενοῦ αὐλῶνος οἴσει κῦμα γυμνήτην φάγρον , διπλῶν
6843258 νιφοεντα
. καί ἐστιν ἡ σύνταξις οὕτως , τοῦ μὲν ὑπὲρ νιφόεντα φάη κέρατα δοιὰ μετώπῳ ἔγκειται , τουτέστι τούτου μὲν
ἐνστρέφονταί τε ἀεὶ ἐν αὐτῷ , καὶ ἠχεῖσθαι ποιοῦσι τὸν νιφόεντα Ὄλυμπον , ἤτοι τὸν καθαρώτατον νοῦν . ἄρχου τε
6738897 μυδρον
. . , . τὸν γὰρ Τάνταλον φυσιολόγον γενόμενον καὶ μύδρον ἀποφήναντα τὸν ἥλιον ἐπὶ τούτωι δίκας ὑποσχεῖν , ὥστε
Ἀναξαγόρας . ἔστι καὶ ἡμῶν εἰς αὐτόν : ἠέλιον πυρόεντα μύδρον ποτὲ φάσκεν ὑπάρχειν , καὶ διὰ τοῦτο θανεῖν μέλλεν
6737437 κιρκοι
ἀδελφιδοῦν . . ἐπτοημένοι ] περιεσπασμένοι καὶ πεφροντισμένοι . . κίρκοι πελειῶν ] πελείας τὰς νύμφας , ἤτοι τὰς τοῦ
ἁρπακτικὸν , λέγει . . καθὰ καὶ ἀετοί . . κίρκοι ] ὀξύπτεροι ἀετοί . πελειῶν ] περιστερῶν . οὐ
6688654 Ποδαργη
τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην , τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη βοσκομένη λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο . ἐν δὲ παρηορίῃσιν
ταῖς παραφράσεσιν ἔδειξεν ὅτι κύριον ὄνομα Ἅρπυια , τὸ δὲ Ποδάργη ἐπίθετον , πλανηθείς : τοὐναντίον γὰρ φαίνεται . ἐν
6678827 ὁλκοις
ὦ Λατοῦς παῖ . ἀλλ ' ἐκπαύσω γὰρ μόχθους δάφνας ὁλκοῖς , χρυσέων δ ' ἐκ τευχέων ῥίψω γαίας παγάν
σκιασθὲν χρυσοκόλλητον δέπας μεστόν , κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . ὠνείδισάς
6668526 Ἐχιδνης
. μὴ κάρχαρον πορθεῖ με δῆγμα Κερβέρου ; μὴ τῆς Ἐχίδνης ἰὸς ἀμφιβόσκεται , ἢ διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος ;
λῦσαι τῶν δεσμῶν . Φερεκύδης δὲ ἐν βʹ Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης τῆς Φόρκυνός φησι τὸν ἀετὸν τὸν ἐπιπεμφθέντα Προμηθεῖ .
6637850 ἰκελον
ἐθάρσησεν , ἐκαυχήσατο . Ἦ που : ὄντως δή . ἴκελον : ὅμοιον . Δουροπαγές : ξυλοκατάσκευον , τὸ κατασκευασθὲν
Ἡ κεφαλὴ καὶ αὕτη τὰς ἀδένας ἔχει , τὸν ἐγκέφαλον ἴκελον ἀδένι : ἐγκέφαλος γὰρ καὶ λευκὸς καὶ ψαφαρὸς ,
6621717 κουραων
, ἔνθα δὲ παῖδες κοιμῶντο Πριάμοιο παρὰ μνηστῇς ἀλόχοισι , κουράων δ ' ἑτέρωθεν ἐναντίοι ἔνδοθεν αὐλῆς δώδεκ ' ἔσαν
ὡς καὶ Ὀδυσσεύς [ ζ ] : ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτὴ Νυμφάων , αἳ ἔχους ' ὀρέων
6591012 μελισσα
δὴ κεκορημένοις Γόργως μὴ κίνη χέραδος μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα μνάσασθαί τινά φαιμι † καὶ ἕτερον † ἀμμέων ὀ
, γινόμενος ὁτὲ μὲν λέων ὁτὲ δὲ ὄφις ὁτὲ δὲ μέλισσα , ὑφ ' Ἡρακλέους μετὰ τῶν ἄλλων Νηλέως παίδων
6584527 ἀμπεχει
ἀνεμώλια πάντ ' ἀγορεύειν ; Οὐδέ σε παρθενικὴ καὶ ἀκήρατος ἀμπέχει αἰδώς , ἀλλά σε λύσς ' ὀλοὴ περιδέδρομε :
ἀκούουσαν . ἣ ] ἥτις . νιν ] αὐτόν . ἀμπέχει ] περικαλύπτει . εἶμι ] † πορεύσομαι . κόσμον
6534778 ὑψιπετες
ᾖ τὸ φυτὸν χαμαιπετές , λέγεται πόα , εἰ δὲ ὑψιπετές , δένδρον , εἰ δὲ μέσον , θάμνος .
, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ἄνω , οἱονεὶ τὸ ὑψιπετές : ὅθεν τὸ μὲν δίφθογγος , τὸ δὲ ἦτα
6531418 τρυ
ταῖς γοῦν αἰξὶν αἱ οἶς φίλιαι , περιστερᾷ δὲ πρὸς τρυ - γόνα φιλία , φίλα δὲ ἀλλήλοις νοοῦσι φάτται
ἔχον ἐξ αὑτοῦ ρ καὶ υ ἐπικείμενον τρυβλίον δηλοῖ , τρυ . τὸ δὲ ξ , εἰ μὲν ἔχει ἐπικείμενον
6519800 κοραισι
ἐστι : πάντα τόπον τῇ θέᾳ δίδοτε καὶ σκοπεῖτε : κόραισι δίδοτε : λείπει τὸ ἐπί : τὸ ἐπὶ ταῖς
. λέγει δὲ περὶ τῆς Ἀρείας οὕτω καλουμένης πηγῆς : κόραισι : ταῖς κόραις τῶν ὀφθαλμῶν ταῖς πανταχοῦ περιαγομέναις :
6514609 αἰγαγρος
κατ ' αὐτῶν κατενεχθεὶς τύχῃ , κατακλᾶται . ὅτι ὁ αἴγαγρος τὸν πατέρα γηρωκομεῖ καὶ ὅτε τῷ γήρει μὴ προϊέναι
πέρδικες ἢ ὄρτυγες , τρυγόνες , χερσαίων δὲ λαγώς , αἴγαγρος , δορκάδες , τῶν δὲ ἡμέρων τὰ ἀκροκώλια τῶν
6504512 λεπτοκαρυον
τε γίνεται καὶ ξηραντικὸν καὶ ἄδηκτον φάρμακον . τὸ δὲ λεπτοκάρυον ψυχρότερον καὶ αὐστηρότερόν ἐστι , τὰ δ ' ἄλλα
δέρμα δύναμιν . τὸ δὲ Ποντικόν , ὃ δὴ καὶ λεπτοκάρυον καλοῦϲι , ψυχρότερόν ἐϲτι καὶ αὐϲτηρόν , τὰ δὲ
6498584 κεραον
βαιοτέροις ταύροις καὶ θηλυτέρῃσιν ἀνάσσει : πέφρικεν δ ' ἀγέλη κεραὸν μέγαν ἡγεμονῆα : αἱ δ ' αὖτε τρομέουσιν ἑὸν
' ὡς εἴ τε δαφοινοὶ θῶες ὄρεσφιν ἀμφ ' ἔλαφον κεραὸν βεβλημένον , ὅν τ ' ἔβαλ ' ἀνὴρ ἰῷ
6496559 ἀδαμαντα
τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ
τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα
6486891 ὀκταπουν
ὀκτάπους ἀναιρεῖ κάραβον , κάραβος δὲ μύραιναν , ἡ μύραινα ὀκτάπουν . Εἰναλίων : ἀπὸ τῶν ἰχθύων . μετ '
κύκνων ἁπαλοὺς νεοττοὺς ἐλαίῳ καθεψήσαντες ἄκος νεύροις ποιοῦνται μέγα . ὀκτάπουν ἁλιεῦσαι εἰ θέλεις , λαβὼν κλάδους ἐλαίας ἀποκρέμασον εἰς
6481036 μυρμηξ
. καὶ ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν
. ἴδρις ⌊ σωρὸν ἀμᾶται ⌋ : νῦν ὁ ἔμπειρος μύρμηξ : σωρὸς δὲ ὁ θησαυρός . * μηνὸς δ
6478946 κομωντα
ἕδραν , ἤγουν καθέδραν , τόπον καλλίπωλον , τουτέστιν ἵπποις κομῶντα , ἢ καλλίβωλον , ἤτοι εὔγειον , τῶν τοῦ
Θ . ἰδὼν τὸν Νικήρατον ἡττημένον ὑπὸ Πράτυος ῥαψωιδοῦντα , κομῶντα δὲ καὶ αὐχμηρὸν ἔτι . . ὡς Κόνων Θρασύβουλον
6474250 φαγρον
δὲ Μακηδονίῃ τε καὶ Ἀμβρακίῃ μάλα πολλαί . Σειρίου ἀντέλλοντος φάγρον Δήλῳ τ ' Εἰρετρίῃ τε κατ ' εὐλιμένους ἁλὸς
λαβεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον ἠὲ φάγρον λοφίην , ὁτὲ δ ' ἀγρόμενον σκιαδῆα . ΣΥΑΓΡΙΔΕΣ
6442152 ἀστακος
τὴν ἰδίαν ἔρχεται ὕλην . τοῦτο δὲ ποιεῖ καὶ ὁ ἀστακὸς ἐν θαλάσσῃ . ὅτι ὁ βούβαλος οὐ καθεύδει .
, ὃς κάλλιστος ἐν ἄλλοις ἵσταται ἰχθύς , κάραβος , ἀστακὸς αὖτε λιλαίετο θωρήσσεσθαι ἐν μακάρων δείπνοις . τοῖς δαιτυμόνες
6438537 Ὀπουντιον
πλάσασθαι αὐτὸν τὸ ἐπὶ Πατρόκλου προειρημένον ἐπαινεῖν βουλόμενος τὸν Ἐφάρμοστον Ὀπούντιον ὄντα Πατρόκλου πολίτην . εὑρεσιεπής : καινολόγος . ἀναγεῖσθαι
ἐν τοῖς φαύλοις : οἷόν τι καὶ περὶ τοῦτον τὸν Ὀπούντιον ἀκούω γεγονέναι χαρίεντα καὶ κομψὸν νεανίσκον ἀποβαλόντα , ἡμέτερον
6413402 ἁγναι
Ὅμοιον , Τὸ κανοῦν τῆς θεοῦ φέρει . Αἱ γὰρ ἁγναὶ ἔφερον . Ἀγρὸς ἡ πόλις : ἐπὶ τῶν παρανομούντων
' : Ὦ ναίων ἅλα πόντιε Πόσειδον Νηρέως θ ' ἁγναὶ κόραι , σώσατέ μ ' ἐπ ' ἀκτὰς Ναυπλίας
6408089 παμφανοωσαν
εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ , καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν : αὐτὰρ ὅ γ ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ
δῖα θεάων χρύσεον , ἐκ δ ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα παμφανόωσαν . ὡς δ ' ὅτε καπνὸς ἰὼν ἐξ ἄστεος
6403089 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
6402277 φαεεσσι
? ? δῶμα βέβαλοι , οὐδ ? ? ' ἐσιδῆν φαέεσσι [ θέλω νέκυν ] , οὐδὲ γοᾶσαι γυμναῖσιν χαίταισιν
Τυνδαρέου θαλερὸν λέχος ] εἰσαναβᾶσα Λήδη ἐυπλόκαμος ? [ ἰκέλη φαέεσσι ] σελήνης γείνατο [ Τιμάνδρην τε Κλυταιμήστρην ] τε
6400054 μασαται
οὖν ἥδε ἀποσείεται τὸ θηρίον , προσδραμοῦσα δὲ βοτάνῃ , μασᾶται τῶν φύλλων τῆς βοτάνης καὶ διασῴζεται . Ἀλκίβιος δ
ὑπομνημάτων . κλέπτρια παροψὶς εἶναι φαίνομαι τῷ Κρωβύλῳ : τοῦτον μασᾶται , παρακατεσθίει δ ' ἐμέ . Καρῖδας ἔλαβον πρῶτον
6398320 κεπφος
κέπφος ἰδεῖν : ἔστι δὲ ὄρνεον θαλάσσιον , ὃ καλοῦσι κέπφος : θηρῶσι δ ' οὖν τὸ ὄρνεον τοῦτο ,
ὁποῖα πόρκος Ἰστριεὺς τετρασκελής , ἀσκῷ μονήρης ἀμφελυτρώσας δέμας Ῥειθυμνιάτης κέπφος ὣς ἐνήξατο , Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς λιπών
6387390 ἑανος
αἴτιον ὂν ζωογονίας καὶ σπερμάτων . . . . . ἑανός : Ὁ δὲ Θρᾷξ ἐξηγεῖται ἑανὸν τὸ λεπτόν :
ἐν συναιρέσει ἦ : Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή
6380944 Ἁρπυια
. ὁ πολίτης Ἁρπιναῖος , καὶ Ἁρπίνηθεν ἐκ τόπου . Ἅρπυια , πόλις ἐν Ἰλλυρίᾳ παρ ' Ἐγχελέαις , εἰς
Ἀκταίονος κυνῶν ὀνόματα , κατὰ τὴν Αἰσχύλου δόξαν , Κόραξ Ἅρπυια Χάρων Λυκόττας : οἱ δὲ καὶ Ξενοφῶντι τῷ Γρύλλου
6380693 καρκινος
πραγματεία τοιαύτη : εὑρεῖν οἴκησιν ἐν ᾗ λόγου χάριν ὁ καρκίνος τῷ λέοντι ἐν ἴσοις χρόνοις ἀνατέλλει [ πρὸς τὸ
ἡ μὲν οὖν πίννη ὄστρεόν ἐστιν , ὁ δὲ πιννοτήρης καρκίνος μικρός . καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει
6366540 διασπαραξαι
ἐξυβρικότα καί , νῦν ὅπερ εἰσί , παρδάλεις γεγονέναι καὶ διασπαράξαι τὸν Πενθέα . ταύτῃ τοι καὶ φιλοῦσι τὸν οἶνον
φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ πάλιν καταλιπὼν τὸν ἀπὸ
6344388 Νοτον
, ἄνασσα [ , ἤ που ἐς Λιβύην ἢ ἐς Νότον ἀμφιβέβηκας [ , ἢ βορέου πέρατα ναίεις ἡδυπνόου αἰεί
, οἵ φασιν εἶναι δύο τοὺς κυριωτάτους ἀνέμους Βορέαν καὶ Νότον . . . τοῦ δὲ δύο εἶναι τοὺς ἀνέμους
6341088 Βακχου
ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ
τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον :
6340187 πολυπλοκα
: ταῖς δὴ δαίμων κλυτὸς ἶσα θοοῖσι ποσὶν δονέων ἅμα πολύπλοκα μεθίει μέτρα μολπᾶς . Νῦν δ ' αἰεὶ πέσσω
καὶ πεποιημέναι λέξεις ἐν ταύταις μάλιστα ἐπιπολάζουσι , καὶ τὰ πολύπλοκα καὶ ἀγκύλα καὶ βεβιασμένα σχήματα πλεῖστα περὶ ταύτας ἐστίν
6336991 ἁρπη
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή
6333427 Ἀλκμηνα
πάρος κατέθηκε ποδοῖιν πατρὸς ἑοῦ θανάτῳ κεκαρωμένα δεινὰ πέλωρα . Ἀλκμήνα μὲν ἔπειτα ποτὶ σφέτερον βάλε κόλπον ξηρὸν ὑπαὶ δείους
ἔσχατον ὄρθρον ἄειδον , Τειρεσίαν τόκα μάντιν ἀλαθέα πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως
6331704 ἀρνειον
ἐτέχθη . τούτου δὲ ὑπονοθεύσας τὴν γυναῖκα Θυέστης ἔκλεψε τὸν ἀρνειόν . μὴ δυνηθεὶς οὖν κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν δεῖξαι ὁ
ἐν Ἀττικαῖς λέξεσιν : ἄρνα , εἶτα ἀμνόν , εἶτα ἀρνειόν , εἶτα λιπογνώμονα , μοσχίαν δὲ τὸν πρῶτον .
6329304 χιμαρον
Ἀμειλήτη Ἑκαέργη , ᾧ καθ ' ἕκαστον ἔτος αἱ παρθένοι χίμαρον ἄθορον ἐκρήμνων , ὅτι καὶ ἡ Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα
γὰρ ὑπὸ τοῦ δοκεῖν παρευημερήθη τὸ εἶναι . καὶ τὸν χίμαρον τὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὁ φιλάρετος ζητεῖ μέν ,
6326650 ἀγκυλα
τὸν Ἀγάθωνα καὶ οἱ ἄλλοι κωμῳδοῦσιν . ὡς λεπτὰ καὶ ἀγκύλα ἀνακρουομένου μέλη τοῦ Ἀγάθωνος : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν
Ἰλιάδος χωρὶς τῆς ἀμφί προθέσεως “ ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ ' ἀφόωντα , ” σὺν δὲ τῇ προθέσει
6318963 δαφναι
ἄπιοι , μιμαίκυλα , συκάμινα , ἄμπελοι , μυρσίναι , δάφναι , κισσὸς , ἐλαίαι , κότινοι , ἀμυγδαλαὶ ,
ἄλσος ἀμείβει , δένδρεσιν εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι :
6316723 καμινοι
δὲ Τυφωέως , οἱ δὲ Ἐγκελάδου . θερμάστραι : αἱ κάμινοι . Κοιηΐς : Κοίου γὰρ καὶ Φοίβης ἡ Λητώ
. . . . . . νβ γʹ λα Λευκαὶ κάμινοι . . . . . . . . .
6313883 θαρσυνεσκον
' ἐπαΰτεον , οἱ δ ' ἑτέρωθεν ἥρωες κρατερὸν Πολυδεύκεα θαρσύνεσκον , δειδιότες μή πώς μιν ἐπιβρίσας δαμάσειε χώρῳ ἐνὶ
ἐποτρύνων βασιλῆα . Ὣς δ ' αὕτως ἕταροι Πανοπηιάδαο ἄνακτος θαρσύνεσκον Ἐπειόν : ὃ δ ' ἐν μέσσοισι λέων ὣς
6306211 κεντει
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν
6303581 Ἐχιονος
, ὅτι ἔχεις πολλοί εἰσιν ἐν αὐταῖς , ἢ ἀπὸ Ἐχίονός τινος , ἢ διὰ τὸ τραχύτερον τῶν πετρῶν .
, ὅτι ἔχεις πολλοί εἰσιν ἐν αὐταῖς , ἢ ἀπὸ Ἐχίονός τινος , ἢ διὰ τὸ τραχύτερον τῶν πετρῶν .
6299733 χονδρωδη
δέχεσθαι τὴν ὄπα , τουτέστι τὴν φωνήν : εἰσὶ δὲ χονδρώδη καὶ νευρώδη : ἔστι δὲ τὸ οὖς κατὰ μὲν
, ἀλλ ' ἰσχυραῖς ἀπονευρώσεσιν , εἰς τὸν σκληρὸν καὶ χονδρώδη χιτῶνα τὸν περικείμενον τῷ ῥαγοειδεῖ καθήκουσιν : οἱ δὲ
6298638 Τριτωνα
τεκόντα ς ' , ὦ Κύκλωψ , μὰ τὸν μέγαν Τρίτωνα καὶ τὸν Νηρέα , μὰ τὴν Καλυψὼ τάς τε
. τοῦτον Ἀπολλώνιος ποτὲ μὲν Εὐρύπυλον προσαγορεύει , ποτὲ δὲ Τρίτωνα . Ἀκέσανδρος δέ φησιν ἀδελφὸν εἶναι τὸν Εὐρύπυλον Τρίτωνος
6287018 λεπιδωτον
τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι
ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους
6279865 πεπυρακτωμενον
τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν
τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν
6273909 πελωρια
δ ' ἀνέμων ἐπ ' ἀϋτμένα χεῦε κύματά τε τροφόεντα πελώρια , ἶσα ὄρεσσιν . ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ
' ὀλίγον κατερείσαντος ἀνέμου κλύδωνα ἰσχυρὸν καὶ κύματα τροφόεντα , πελώρια ἶσα ὄρεσσι , κυρτὰ φαληριόωντα : καὶ τὸν νῦν
6273679 Κυχρειος
ἀπώλεσε , καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Ἀνάξιφος . τὸ δὲ Κυχρεῖος γενική ἐστι κατὰ διάλεκτον . ὁ δὲ Κυχρεὺς καὶ
. Λυκόφρων „ ἐν ᾗ Κυφαίων δύσμορον στρατηλάτην ” . Κυχρεῖος πάγος , περὶ Σαλαμῖνα . Σοφοκλῆς Τεύκρῳ . ἀπὸ
6272506 θεσπεσιοιο
δέ τε φαίνεται αὐγή , ὣς τῶν ἐρχομένων ἀπὸ χαλκοῦ θεσπεσίοιο αἴγλη παμφανόωσα δι ' αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε . Τῶν
λασίην ὑπὸ γαστέρ ' ἐλυσθεὶς κείμην : αὐτὰρ χερσὶν ἀώτου θεσπεσίοιο νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ . ὣς τότε μὲν
6271486 ὑδριαι
ὧν αἱ γωνίαι . . . . , τετράμετροι : ὑδρίαι εἴκοσι καὶ ἕξ , ἀμφορεῖς Παναθηναικοὶ δεκαέξ , ψυκτῆρες
Παναθήναια νενικηκότας : τίθενται γὰρ Ἀθήνησιν ἐπάθλου τάξιν ἐλαίου πλήρεις ὑδρίαι . διὸ καὶ Καλλίμαχος : καὶ παρ ' Ἀθηναίοις
6268803 σταθμοισι
δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν . οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί , ὥς τ ' ἐπιτειλαμένῳ
ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον
6267455 ψολοεντι
βόας κατέπεφνον ἑταῖροι : ἠδ ' ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ἀπὸ δ ' ἔφθιθεν ἐσθλοὶ
θεῶν τε χώσατ ' , ἀπ ' Οὐλύμπου δὲ βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ ἔκτανε Λητοΐδην † φίλον † σὺν θυμὸν ὀρίνων
6265877 ὑποπτερον
ὁ ἰσχυρὸς Βελλεροφόντης ὁρμαίνων , ἤτοι προθυμούμενος , ἔλαβεν ἵππον ὑπόπτερον , τουτέστι τὸν Πήγασον φάρμακον πραΰ , ἀντὶ τοῦ
; Διὰ μέσου γὰρ αἰθέρος τέμνων κέλευθον πόδα τίθημ ' ὑπόπτερον Περσεὺς πρὸς Ἄργος ναυστολῶν τὸ Γοργόνος κάρα κομίζων .
6262385 παυσαν
τούτοις προσμαρτυρεῖν λέγοντα ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς καὶ ἔτι αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν ,
καὶ Δώριον , ἔνθά τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήϊκα παῦσαν ἀοιδῆς Οἰχαλίηθεν ἰόντα παρ ' Εὐρύτου Οἰχαλιῆος : στεῦτο
6260151 κλαιοντι
ὡς δὲ ἐγένετο κατά τινα ἔπαυλιν , ἀκούσας γραὸς παιδὶ κλαίοντι ἀπειλουμένης , ἐὰν μὴ παύσηται , βαλεῖν αὐτὸν τῷ
καὶ τὸν Ἄδωνιν ἔτι πλέον ἢ Ὑμέναιον . αἱ Χάριτες κλαίοντι τὸν υἱέα τῶ Κινύραο , ὤλετο καλὸς Ἄδωνις ἐν
6259662 φλεξας
οὕτως : ὅστις Φιλοκτήτης ποταμοῦ παρ ' ὄχθαις τοῦ Δύρα φλέξας τὸν θρασὺν λυροκτύπον λέοντα ῥαιβῷ δράκοντι ἀφύκτων γομφίων χεῖρας
' ἑὰ τόξα τιταίνων ἀμφοτέραις πολίεσσιν ἕνα ξύνωσεν ὀιστόν ἠίθεον φλέξας καὶ παρθένον . οὔνομα δ ' αὐτῶν ἱμερόεις τε
6253469 τοξευθεντα
λῃστρίδων νεῶν τά τε χρήματα καταχθῆναι εἰς Ἄργος καὶ αὐτὸν τοξευθέντα ἀποθανεῖν , ἔρχεται ἐπὶ τὴν τράπεζαν Κάλλιππος οὑτοσὶ εὐθὺς
τῶν ἀνθρώπων ἐς τοὺς πολλούς , τὸν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος τοξευθέντα σήπεσθαί φησιν ἐνταῦθα , καὶ διὰ τοῦτο ὄνομα τῇ
6253087 βακχαι
δρομήμασι μήτηρ Ἀγαυὴ σύγγονοί θ ' ὁμόσποροι ] πᾶσαί τε βάκχαι , διὰ δὲ χειμάρρου νάπης ἀγμῶν τ ' ἐπήδων
: ἢ κακόθυρσοι ἢ θυρσῶν μόνων δεόμενοι πρὸς τὸ εἶναι βάκχαι : δραμόντε . κλάδους ἔχουσι : * τοῦτο δοκεῖ
6251899 βελοναι
σοι μηλωτρὶς ἐπ ' ἄκρου τρῆμα ἔχουσα , οἷον αἱ βελόναι τὸ κύαρ , ἢ οἷον ἕλικα πρὸς τῷ πέρατι
σηπία , ὀρφώς , κάραβος , ἔσχαρος , ἀφύαι , βελόναι , κεστρεύς , σκορπίος , ἔγχελυς , ἄρκτος .
6247223 κυανεα
τανυσίπτεροι , καὶ παρὰ τὸ Σιμωνίδου ἄγγελε κλυτὰ ἔαρος ἁδυόδμου κυανέα χελιδοῖ . ἀντὶ τοῦ οὐ φαύλως κακόν . .
μελιαδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι βροτῶν . ἄγγελε κλυτὰ ἔαρος ἁδυόδμου κυανέα χελιδοῖ τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται . οὗτος
6246764 Σεμελαν
καλέομεν : γόνον ὑπάτων τε πατέρων μέλπομεν γυναικῶν τε Καδμείαν Σεμέλαν . ἐναργέα νεμέω μάντιν οὐ λανθάνει , φοίνικος ἐανῶν
μίγνυνται ἀχεῖ τ ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς ἀχεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί . ταῦθ ' ὅτι μέν ἐστιν ἰσχυρὰ
6240571 σινιν
μὲν ἄρα Χθονίου ποτιμάστιον ἔσχεθε κοῦρον Αὐτόλυκον , πολέων κτεάνων σίνιν Ἄργεϊ κοίλῳ . Ἐκ γὰρ δώρων πολλὰ κάκ '
Αἰθίοψ Γυράψιος , ὅς , τὸν πλανήτην ὀρθάγην ὅταν δόμοις σίνιν καταρρακτῆρα δέξωνται πικρὸν οἱ δεινὰ κἀπόθεστα πείσεσθαί ποτε μέλλοντες
6237569 τηνον
Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν
δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ
6236781 Περσεφονη
τυγχάνει οὖσα ; ” Φερεφάττα Πλάτων μόνος : Φερσεφόνη καὶ Περσεφόνη οἱ λοικοί . Περσέφασσα δὲ ποιητικώτερον . Φηγοί .
Δαείραι . . . . . : Δάειρα : ἡ Περσεφόνη παρὰ Ἀθηναίοις , παρὰ τὴν δᾶιδα , ἐπειδὴ μετὰ
6236195 Φορκυνι
φησίν , ἤτοι ἡ ὑγρότης ἡ ὑδατώδης , μιγεῖσα τῷ Φόρκυνι , ἤγουν τῇ ὁρμῇ καὶ φορᾷ τῶν ὑδάτων ,
υν προσθέσει τοῦ ος κλίνεται , μόσυνος Φόρκυνος . τῷ Φόρκυνι , τὸν Φόρκυνα , ὦ Φόρκυν . Δυϊκά .
6233026 ἀμβροσιον
ὠκέα Ἶρις λύσας ' ἐξ ὀχέων , παρὰ δ ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ : ἣ δ ' ἐν γούνασι πῖπτε
δὲ σιδάρειον σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις : οἳ δ ' εἰς ἀμβρόσιον θάλαμον λευκοσφύρου Ἥβας ὅπλα καὶ αὐτὸν ἄγουσι γενειήταν Διὸς
6231854 καλεει
. πρὸς ὃν Οὐλπιανὸς ἔφη : ὄρς ' Ἀσκληπιάδη , καλέει κρείων σε Χαρωνεύς . οὐ γὰρ κακῶς τινι τῶν
' ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὄρσο Θέτι : καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς . τὴν δ ' ἠμείβετ
6228070 σπυρις
φορμίδος : φορμὶς κυρίως ἡ ψίαθος , νῦν δὲ ἡ σπυρίς . ὡς τῶν ἄλλων ποιητῶν διὰ ψυχρότητα ποιήσεως διὰ
σπυρίχνιον ἢ φερνίον : ἐκαλεῖτο δ ' οὕτως ἡ ἰχθυηρὰ σπυρίς . οἱ δὲ οἰνοχόοι τὰ ἐκπώματα ἐκπλυνόντων τε καὶ
6227839 Ὀρθος
καὶ κεφαλὴν κόρης , τὰ δὲ κάτω ὄφις ὡς καὶ Ὄρθος ὁ Γηρυόνου κύων ἐν Ἐρυθείᾳ δύο κυνῶν κεφαλὰς ἔχων
φοινικᾶς βόας , ὧν ἦν βουκόλος Εὐρυτίων , φύλαξ δὲ Ὄρθος ὁ κύων δικέφαλος ἐξ Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος .
6222784 ἡπλωμενον
παράωρον , ἤγουν ἠμελημένον , ἠφανισμένον . ἤγουν ἔκλυτον , ἡπλωμένον . . ἄτιμον , ἀπόβλητον , μηδεμιᾶς φροντίδος ἀξιούμενον
μέγα , μακρότητα . ἧκε : ἔβαλεν . Ἐκτάδιον : ἡπλωμένον , ἐξηπλωμένον . Ἐπόρουσε : ὥρμησεν . ἔσπασε :
6221202 λιαρον
φιλότητι ᾗ χροιῇ , τῷ δ ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσι . βῆ
ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά : οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε . γηθόσυνος δ ' οὔρῳ πέτας ' ἱστία
6220788 τρηχυν
' ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο χειρὶ παχείῃ κείμενον ἐν πεδίῳ μέλανα τρηχύν τε μέγαν τε : τῷ βάλεν Αἴαντος δεινὸν σάκος
* ἐρυμνός : ἄκρος , ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή *
6220681 Μουσαιε
νέφος ἐστεφάνωται . Ὧν πέρι μῦθον ἅπαντ ' ἔκλυες , Μουσαῖε δαΐφρον , ὥς ποτε Φερσεφόνην τέρεν ' ἄνθεα χερσὶ
, Ἀμπρακίου κόλποιο διαπρήσσουσα κέλευθα : Ἔνθα τί τοι , Μουσαῖε θεηγενὲς , ἐξαγορεύσω ὅσσα πάθον Μινύαισιν ὁμοῦ ποτὶ Σύρτιν
6219951 ἀργεστην
μὲν ἀπὸ χειμερινῆς ἀνατολῆς εὖρον , τὸν δ ' ἐναντίον ἀργέστην : τοὺς δὲ μέσους ἀπηλιώτην καὶ ζέφυρον . τὸν
καικίου καὶ ἀπαρκτίου βορέαν ἐκ μέσου δὲ ἀπαρκτίου καὶ θρασκίου ἀργέστην , εὔδηλον ὡς ὁ ἥλιος διατάττων αὐτοὺς οὐκ ἐᾷ
6219843 χρυσεαι
Δίκα καὶ ὁμότˈροφος Εἰρήνα , τάμι ' ἀνδράσι πλούτου , χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος : ἐθέλοντι δ ' ἀλέξειν Ὕβριν
μὲν τοῖχοι χάλκεαί [ θ ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά
6217722 νημα
: κυρίως τὸ γυναικεῖον ἐργαλεῖον , ἐφ ' οὗ τὸ νῆμα περιειλεῖται : καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ βέλους : Σοφοκλῆς
κατὰ τὸν δακτύλιον ἐντιθέναι : δεῖ δ ' ἀποδεσμεῖν ἰσχυρὸν νῆμα τῆς κροκύδος , ἵνα , ὅταν δέῃ , ῥᾳδίως
6213443 κρινεσιν
παντοίοις γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι λειρίοις , ῥόδοις , κρίνεσιν , κοσμοσανδάλοις , ἴοις , καὶ σισυμβρίοις , ἀνεμωνῶν
: παντοίοις γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι , λειρίοις ῥόδοις κρίνεσιν κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς
6213279 κολοιῳ
γὰρ εἰς τὸν κύκνον ἰδεῖν καλόν , τὸ δὲ τῷ κολοιῷ δοῦναι χώραν οὐ καλόν , ἀλλ ' ἀτεχνῶς τὸ
ὁδοῦ καθηγεμόσιν ὀρνέοις , ὁ μὲν κορώνῃ , ὁ δὲ κολοιῷ . ὀνομάζονται δὲ ὁ μὲν Πεισθέταιρος , ὁ δὲ
6212486 Νεσσον
συνηλοίηντο δὲ πάντα εἴδατα καὶ κρητῆρες ἐύξεστοί τε τράπεζαι . Νέσσον δ ' αὖθ ' ἑτέρωθε παρὰ ῥόον Εὐηνοῖο κείνης
τῶν ὄζων γενέσθαι τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις . οἱ δὲ Νέσσον πορθμεύοντα ἐπὶ τῷ Εὐήνῳ τρωθῆναι μὲν ὑπὸ Ἡρακλέους ,
6212334 Παρνασσιος
ὡς Ἀλβανός . Παρνασσός , ὄρος Δελφῶν . ὁ ὄρειος Παρνάσσιος , τὸ θηλυκὸν Παρνασσία καὶ Παρνασσιάς ἀπὸ τοῦ Παρνάσσιος
ὄρειος Παρνάσσιος , τὸ θηλυκὸν Παρνασσία καὶ Παρνασσιάς ἀπὸ τοῦ Παρνάσσιος , ὡς Ἑλικωνιάς , καὶ τὸ οὐδέτερον Παρνάσσιον .
6208892 ἐριφοισι
ἕλον ἄνδρα ἕκαστος . ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι σίνται ὑπ ' ἐκ μήλων αἱρεύμενοι , αἵ τ
χλωρόν : “ σηκοφόρον τ ' ἔμμεναι θάλλον τ ' ἐρίφοισι φορῆναι . ” θαλπωρή χαρά . ὁ δὲ Ἀπίων
6206977 κορσῃ
νιφόεντι κράδης ἢ τρηχέι κνίδῃ χρῶτα μιαινομένοις ἢ καὶ σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης ἥ τ ' ἔκπαγλα νέην φοινίξατο σάρκα .
τοξευτῆρα πευκεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . τὸν μὲν ἐγὼ κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα
6202229 ῥηξε
? [ - ] ἀντικρὺ δ ? ! [ ] ῥῆξε ? ! [ ] κδε [ ] ! [
Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος Ἀχαιῶν Τρώων ῥῆξε φάλαγγα , φόως δ ' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα
6201965 πανται
, ὡς θροεῖς . ἑλίσσετέ νυν βλέφαρον , κόρας διάδοτε πάνται διὰ βοστρύχων . ὅδε τις ἐν τρίβωι † προσέρχεται
, αἱ δ ' ἐκεῖσε λεύσσετε . ἀμείβω κέλευθον σκοπεύουσα πάνται . ἰὼ Πελασγὸν Ἄργος , ὄλλυμαι κακῶς . ἠκούσαθ
6201491 ὑες
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
6200910 κορωναι
τανύγλωσσοι : ἐπὶ μὲν τῶν κορωνῶν φησι „ τανύγλωσσοί τε κορῶναι „ . κατὰ μέντοι τὸ προφαινόμενον , τεταμένας εἰς
ἤδη μοι δοκεῖ . Μὴ πείθου : φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσι κορῶναι . Ἀλλ ' ἱέρακα φίλει μεμνημένος ἐν φρεσίν ,
6200145 ἐρωδιος
, καὶ πελαργὸς καὶ κρὲξ πρὸς αἴθυιαν καὶ ἅρπη καὶ ἐρωδιὸς πρὸς λάρον : κορυδαλλὸς δὲ ἀκανθυλλίδι νοεῖ πολέμια ,
ἐρχόμενοι κατὰ γεῖσα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ ἐπὶ κῦμα διώκει ἐρωδιὸς ὀξὺ λεληκώς . Τῶν τοι μηδὲν ἀπόβλητον πεφυλαγμένῳ ὕδωρ
6198507 ἐνηλατα
ἐκάλεσεν : σύριγγες : αἱ χοινικίδες , αἱ πλῆμναι : ἐνήλατα : τὰ ἐμβαλλόμενα ταῖς χοινικίσιν : ἐνήλατα : οἱ
ἢ ξύλων εὐτελῶν πεποιημένη κλίνη . ἀλλὰ γὰρ ἐλεφαντόποδες τὰ ἐνήλατα καὶ κλιντῆρες ὀστράκοις πολυτελέσι καὶ ποικίλαις χελώναις ἐνδεδεμέναις μετὰ
6198102 κιμωλια
ὕλη ἐπὶ τοὺς μαστοὺς συρρεῖ . καλῶς δὲ ποιεῖ καὶ κιμωλία γῆ μετ ' ὄξους ἢ ὕδατος καὶ ἐλαίου ῥοδίνου
κυάμι - νον καθ ' ἑαυτὸ σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κιμωλία σὺν ὄξει καταχριομένη , γάλα γυναικεῖον μετὰ κωνείου χυλοῦ
6197145 ἀμβροτοι
δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφίς . ” ἀμφικτίονες περίοικοι . ἄμβροτοι θεοὶ ἀθάνατοι . ἄμερσεν ἐστέρησεν , ἄμοιρον ἐποίησεν :
Ἄλλαι ἀπειρέσιοι πολυμήτιος Ἑρμείαο δωτῖναι κομίσαντος ἐνὶ σπήλυγγι κέονται , ἄμβροτοι , ἀτρεκέες , ῥίμφα πρήσσουσαι ἕκαστα : τάων ἡμίθεός
6196120 ἀκουσε
ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ γὰρ μονομαχήσας ἐλείφθη . δυνατός : ἀντὶ
. ὣς φάτο , τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε : κτεῖναι μέν ῥ ' ἀλέεινε , σεβάσσατο γὰρ
6194450 ἐπτερωμενον
. κἀκεῖνος δὲ οὐκ ἦν ἵπποςοὐ γάρ ἐστιν ὅπου τις ἐπτερωμένον ἵππον εὑρήσειἀλλὰ πλοίῳ ἐμβὰς οὗ πτερὰ τυγχάνει τὰ λαίφη
κατ ' ὄναρ λαμπάδα τεκεῖν . τινὲς δὲ ἤκουσαν γρυνὸν ἐπτερωμένον τὴν ναῦν διὰ τὰς κώπας ἤτοι τὰ πτερά ,
6194333 Ἀραρως
καὶ Ἀμβρακίᾳ μάλα πολλαί . ἐκτεταμένως δ ' εἴρηκε καρῖδα Ἀραρώς : αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην εἰς
. τὸ δὲ χορτάζειν Ἀριστοφάνης εἴρηκε , καὶ τὸ χορτάζεσθαι Ἀραρώς , Ἀναξανδρίδης δὲ καὶ χορτασμόν . καὶ κάβαισον δ
6185692 γλαυκαι
[ ] [ βάρβακεϲ ἱέρακεϲ ] ? αἱ ? ? γλαυκαὶ ? ? παρὰ ? [ τοῖϲ Λίβυϲι ] [
λέοντα , καὶ ἡ γλῶσσα ταύταις ὁμοίως ἐκείνῳ τραχεῖα . γλαυκαὶ δὲ αὐταῖς αἱ τῶν ὀφθαλμῶν κόραι , καὶ μεμύκασι
6184957 ψυκτηριοις
οἷς ἔστιν ἀναψῦξαι . Αἰσχύλος Νεανίσκοις : σαύρας ὑποσκίοισιν ἐν ψυκτηρίοις . Εὐριπίδης Φαέθοντι : ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται
ἐν οἷς ἔστιν ἀναψῦξαι . Αἰσχύλος : σαύρας ὑποσκίοισιν ἐν ψυκτηρίοις . ᾠδός . εἶδος ποτηρίου . ὠοσκύφιον . διπύθμενον
6184416 Ἀμφιγυηεις
προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον , ὅτ ' ἤγετο Κυπρογένειαν ,
. . [ αὐτίκα δ ' ἐκ γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς : ζῶσε δὲ

Back