δέομαι δεόμενος καὶ κατὰ συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ
τε νῆσαι λινογενεῖς τ ' ἐπενδύτας ὄχημά μοι ἐπᾶραν ἡσύχως ἀναρροιβδεῖ πάλιν λαμπήνη . . . [ ] ε ?
8297434 ἀναρροφει
συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ , . . .
〛 Ἀναρροιβδεῖ : ἀναρροιβδεῖ † μέγαν ὕδωρ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ : ἔστι γὰρ ἀναρροφεῖ , πλεονασμῷ τοῦ ι ἀναρροιφεῖ
7041357 ἀητας
τὸν οἶνον , ἀπορίπτονται μέριμναι πολυφρόντιδές τε βουλαί ἐς ἁλικτύπους ἀήτας . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , λυσιπήμων
ὑπὸ τῷ μεγίστῳ καὶ φιλανθρωποτάτῳ τῶν κυβερνητῶν , ὃς ἡμῖν ἀήτας ἀνεῖχε τὸ μὴ καταδῦναι . μόνοι δὲ ὧν ἴσμεν
6974031 βοα
κἀμπιπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας , κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . λήψει δ ' ἐν Ἅιδου κραπάταλον τριωβόλου καὶ
κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας : κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης δ ' ἐν Ἀμφικτύοσι : ὡς καλοὶ
6956555 πυκινα
μέλανα ἔμετον δηλοῦσιν . Τοῖσι ποικίλως διανοσέουσι καὶ παρακρούουσι , πυκινὰ κωματώδεσι , προσδέχεσθαι λέγε μέλανα ἔμετον . Τὰ παροξυνόμενα
ἀπὸ τοῦ ἀγρώσσω ῥήματος πέπτωκεν . Ὅμηρος : ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ . ἀχαιϊνέην : Ἀχαία ἐστὶ τῆς
6842973 ταρασσειν
] ἤγουν ἐκπληκτικαῖς , παρὰ τὸ μερίζειν καὶ δονεῖν τὸ ταράσσειν : τὸ γὰρ καταπληκτικὸν ποιεῖ τὸν δειλὸν μερίζεσθαι εἰς
Ἀπεματάϊσεν . ἐμώρανεν . Ἀπηλικέστερον . πρεσβύτερον . Ἀμύσσειν . ταράσσειν , ἑλκοῦν , ξέειν . Ἀνδρόσφιγγας . σύνθετον σῶμα
6735264 ἑλκεμεν
, δὴ τότε κηρύκων ἀπεκίδνατο λαὸν ἀυτὴ φεύγειν ἀγγελέουσα καὶ ἑλκέμεν εἰς ἅλα κοίλην νῆας ἐυκραίρους ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι
ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον , μηδὲ ἔα νῆας ἅλα δ ' ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας . Ὣς ἔφατ ' , οὐδ ' ἀπίθησε
6692900 ἀπεμεσῃ
χλιαροῦ κύλικα δικότυλον , οὕτως ἐμεέτω : καὶ ἤν τι ἀπεμέσῃ χολῆς ἢ φλέγματος , αὖθις τὸ αὐτὸ χρὴ ποιέειν
, πνίγουσι , καὶ ἐμεῖ πυκινὰ ὀξέα , καὶ ἐπὴν ἀπεμέσῃ , ῥήϊον ἴσχει ὀλίγον χρόνον : ἡ δὲ ὀδύνη
6649526 νηνεμον
δεσμὰ καὶ βρόχους λαβὼν χεροῖν : εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται , οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας .
τῶν ἀνηκουστούντων : ὡς καί : Ἀνέμῳ διαλέγῃ . Αἰθέρα νήνεμον αἱρήσεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων ἐπ ' ἀνηνύτοις
6649336 ἀλγεσιν
ἄχος δέ με δέχνυται αἰνὸν ἐκ Τρώων στυγεροῖσιν ἐπ ' ἄλγεσιν οἰωθεῖσαν . Ἦ ῥα λιλαιομένη χθόνα δύμεναι : οὐ
σχετλία , τάδε πάσχομεν ἄλγη οἰχομένας πόλεως ἐπὶ δ ' ἄλγεσιν ἄλγεα κεῖται . δυσφροσύναισι θεῶν , ὅτε σὸς γόνος
6613131 χεον
ἥρως θόρεν πόντονδε , κατὰ λειρίων τ ' ὀμμάτων δάκρυ χέον , βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν . Φέρον δὲ δελφῖνες ἁλιναιέται
τι σθένε χερσὶν ἑλέσθαι : οἳ μὲν γὰρ στονόεντα βέλη χέον , οἳ δέ νυ λᾶας , ἄλλοι δ '
6608639 δευει
μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , τέμνει , δεύει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ ,
, τάδε γίνεται ? ? [ ] ? [ : δεύει ? [ ] μάλ [ ' ] αὔτω τὼ
6606442 πανημεριος
, πολλῶν δὲ ἐπ ' αὐτοῦ καθαγιζομένων θυμάτων ὃ δὲ πανημέριος καὶ ἐς νύκτα ἐξάπτεται . ἕως δὲ ὑπολάμπει ,
: ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ καὶ τὰ ἑξῆς
6593608 ἐχετλιου
ζῶγρος καὶ τὸ βιβάριον ἐχέτλιον λέγεται . ἄλλως : ἐξαναδῦσα ἐχετλίου : πολλάκις γὰρ ἐκ τοῦ ἐχετλίου ἐξαναδῦσα καὶ ἐμβρύξασα
ἐπεὶ μογεροὺς ἁλιῆας πολλάκις ἐμπρήσασα κατεπρήνιξεν ἐπάκτρου εἰς ἅλα φυζηθέντας ἐχετλίου ἐξαναδῦσα . . . . . . . .
6586944 θαλψας
θηρία φυκιόεντας ] βρυώδεις ὧν ] ἐξ ὧν πάσαιτο ἐσθιέτω θάλψας ] θερμάνας ἐν φλογιῇ ] ἐν τῷ πυρί κάλχης
κυλίει : ὀκτὼ δὲ καὶ εἴκοσι μερῶν τοῦτο δράσας καὶ θάλψας αὐτήν , εἶτα μέντοι τῇ ἐπὶ ταύταις προάγει τὸν
6585690 θυηλας
, ὃν ἑταῖρον : ὁ δ ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς . λέγει δὲ θυηλὰς τὰς ἀπαρχὰς τῶν τεθυμένων ἱερείων
⌊ ! ! ! ! ενεπ ? ⌋ ] σαιο θυηλάς [ ] μο ! [ ⌊ γεγωνήσωσι ? ⌋
6582577 ἑα
δ ' ἀγορὴν αἰψηρήν . οἱ μὲν ἄρ ' ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ ' ἕκαστος , μνηστῆρες δ ' ἐς
ἀηδόνος αἰολοφώνου , ἠὲ καὶ εἰαρινῇσι χελιδόσιν ἐγγὺς ἔκυρσε μυρομέναις ἑὰ τέκνα , τά τε σφίσι ληΐσσαντο ἐξ εὐνῆς ἢ
6581364 ἀδρανιη
, εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό
οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν :
6577359 ἠνωγει
, αὐτὰρ ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ ' αὐτῆς . αὐτὸς
. ἀνωγῶ οὖν , ὁ παρατατικὸς ἠνώγουν , τὸ τρίτον ἠνώγει , ὁ μέλλων ἀνωγήσω , ὁ ἀόριστος ἠνώγησα ,
6573760 χὠταν
προφέρει , παρὰ τυραννίδι , χὠπόταν ὁ λάβˈρος στρατός , χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι . χρὴ δὲ πρὸς θεὸν
σφηκιὰν ἐκθύψομεν . σιγᾶτέ νυν : δόλον γὰρ ἐξεπίστασαι : χὤταν κελεύω , τοῖσιν ἀρχιτέκτοσιν πείθεσθ ' . ἐγὼ γὰρ
6558878 ὀρυξασθαι
ποταμοῖο , οἶος ἄνευθ ' ἄλλων ἐνὶ φάρεσι κυανέοισιν βόθρον ὀρύξασθαι περιηγέα , τῷ δ ' ἔνι θῆλυν ἀρνειὸν σφάζειν
πέτραι ἀμμώδεις κλύζωνται ἐπ ' ἄκρῃ κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ΚΙΧΛΑΙ καὶ
6557687 βλεψον
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς
6555253 θυελλα
ἀπὸ τοῦ ἄω ἄελλα , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ θύω θύελλα . Ὀψέ : μόλις . ἀπολήξασα : παύσασα ,
καταντίον Ἀτρυτώνης , δὴ τότε παύσατο κῦμα , κατευνήθη δὲ θύελλα σμερδαλέη , καὶ χεῦμα κατεπρήυνε γαλήνη . Οἳ δὲ
6554144 μετατροπος
] πάνδυρτον δύσθροον αὐδάν . δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον ,
Ἄγ ' ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα : νῦν γὰρ δαίμων φανερῶς εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει
6550557 ἀταρπιτον
' Ἀναύρου . Ἀλλ ' ὅτε δή μ ' ἐνόησαν ἀταρπιτὸν ἐξανύοντα , ἀσπασίως ἤγερθεν : ἐγήθεε δ ' ἦτορ
κ ' ἀπονόσφι τράπησθε , ἀλλ ' αἰεὶ προτέρην ἐς ἀταρπιτὸν ὄσσε φέροντας ἔρχεσθ ' ἐς μέγαρον , μηδὲ προτιμυθήσασθαι
6546401 ποντονδε
τρέσσαν δ ' Ἀθαναίων ἠϊθέων γένος , ἐπεὶ ἥρως θόρεν πόντονδε , κατὰ λειρίων τ ' ὀμμάτων δάκρυ χέον ,
ἀργαλέας βιότοιο μεταλλάσσοντα κελεύθους . αἰθέριον μὲν γάρ σφε μένος πόντονδε διώκει , πόντος δ ' ἐς χθονὸς οὖδας ἀπέπτυσε
6536989 καρφει
ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει . ὑπολαβόντες
] τοὺς προπέμποντας ⌈ αὐτούς * [ αὐτόν ] ἐν κάρφει γὰρ ἠρέμα τις προμύσσει . ἐν κάρφει ἠρέμα προμύσσειν
6524135 βρεχεσθαι
τὴν ταχεῖαν χρήσιμα πτῆσιν : πυκνὰ δὲ καὶ οὐδαμῶς πεφυκότα βρέχεσθαι περισκέπει τοὺς ἀμφιβίους , ὥστε νήχεσθαι αὐτοῖς ἀδιαβρόχοις ἐξεῖναι
πολυπράγμων ὁ φροντιστής . τέγγεσθαι . ἐνδιδόναι , εἴκειν , βρέχεσθαι . σμινύην . σκαφίον . τινὲς δὲ ἀξίνην ἐκ
6513542 τεφρη
! ! ! ! ! ] καί σευ τὸ ὤριον τέφρη κάψει . ! ! ! ! ! ] νον
' ᾔσχυνε πρόσωπον : νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν ' ἀμφίζανε τέφρη . αὐτὸς δ ' ἐν κονίῃσι μέγας μεγαλωστὶ τανυσθεὶς
6511124 κυλινδει
: φθονερὰ δ ' ἆλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν . ἐμοὶ δ ' ὁποίαν ἀρετάν ἔδωκε
Βορέας μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέων μετέωρος μέγα κῦμα κυλίνδει : τὴν γὰρ ἀπὸ τοῦ μεταρσίου φορὰν ἐπὶ τὸ
6502275 ἠϊε
ἔχε ποιμένι λαῶν . Πείσανδρος δ ' ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο ἤϊε : τὸν δ ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλος
παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι , ἔνθεν τὸ „ ἤϊε μακρὰ βιβάς „ , βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα
6495650 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
6491159 λουμαι
γὰρ Ἀττικοὶ χωρὶς τοῦ ο λέγουσιν ἐλούμην , ἐλοῦτο , λοῦμαι , λοῦσαι , λοῦσθαι , ἐλούμεθα , λοῦνται .
ο ἀφαίρει καὶ λέγε λοῦσθαι , ἐλούμην , ἐλοῦτο , λοῦμαι , λοῦται , λούμεθα , λοῦνται : οὕτω γὰρ
6488229 λοχειης
καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ
πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα
6485018 ἐπινισσεται
τοι χόλος ἐστήρικται ; ἀάσθη , καὶ γάρ τε θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη . ναὶ μὲν ἐφημοσύνῃσιν ἐμαῖς Ἥφαιστον ὀίω λωφήσειν
Ὀλύμπιον ἀστέρες οὐδὸν εἰλεῦνται , μετὰ τοῖσιν ἀεὶ δ ' ἐπινίσσεται αἰών : νυκτιφανὴς Μήνη , στυγνὸς Κρόνος , Ἥλιος
6483883 νεκυεσσι
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν στεινόμενος νεκύεσσι , σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως . ἀλλ ' ἄγε
εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ . σιγὰ δ ' ἐν νεκύεσσι , τὸ δὲ σκότος ὄσσε καταγρεῖ . πομπίλε ,
6472220 μοροεντα
καὶ μορόεντος ἀντὶ τοῦ μοροέσσης : καὶ Ὅμηρος : τρίγληνα μορόεντα μορόεντος ] τῆς μοροέσσης , ἤγουν μετὰ κόπου ἐργασθείσης
. . . . . . ο . ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα
6470449 μιγα
Ἠέλιον δ ' ἀκτῖσιν Ἄρης πυριλαμπέσι βάλλων , Μήνης ὁρμώσης μίγα Κύπριδι κοινὰ σὺν αὐτοῖς , θηλυτέρους , γονίμων μηδέων
δόμους ναίεσκε πόληος : ἅρμα δ ' ἐπὶ χρύσειον ἔβη μίγα θυγατέρεσσιν Αἰήτης : τὸν δ ' αἶψα δι '
6470199 ἀκροισι
ἱστίοις : Λείπει ὁ καί . ἔστι γὰρ , καὶ ἄκροισι χρώμενος . ] 〚 τοῦτο δὲ εἴρηκεν ἐκ μεταφορᾶς
ὦ γεννάδα , μὴ πρὸς ὀργὴν ἀντιλέξεις , ἀλλὰ συστείλας ἄκροισι χρώμενος τοῖς ἱστίοις , εἶτα μᾶλλον μᾶλλον ἄξεις καὶ
6457589 φευγοντ
! ! ! [ [ ] φορον ? [ [ φεύγοντ ] ? [ [ ] υτα [ [ ]
ληίδι θυμόν . Ἂν δὲ Φιλοκτήτης ὀλοῷ βάλε Πύρασον ἰῷ φεύγοντ ' ἐκ πολέμοιο : διέθρισε δ ' ἀγκύλα νεῦρα
6453324 χευατο
. . . . ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει .
νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα , ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς , χαρίεν δ ' ᾔσχυνε πρόσωπον .
6452260 θρωσκουσιν
. Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες .
τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν
6449721 κνωδοντι
οἰκουρίαν . ἐγὼ δὲ δροίτης ἄγχι κείσομαι πέδῳ , Χαλυβδικῷ κνώδοντι συντεθραυσμένη , ἐπεί με , πεύκης πρέμνον ἢ στύπος
, ὡς λυκοψίαν κόρη κνεφαίαν , ἄγχι παμφαλώμενος , χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη . Πολλοὶ δ ' ἀγῶνες καὶ φόνοι μεταίχμιοι
6444855 ἐπαξω
ἥξω : ἡ δὲ σύνταξις τοιαύτη : ἔπειτα ἥξω καὶ ἐπάξω δωρήματα γῇ τε καὶ ἕνεκα τῶν φθιτῶν ἤγουν τῶν
ἐγὼ δὲ σοῦ ταῦτα οὐκ ὀλίγον . ἔτι δέ σε ἐπάξω βεβαιότερον , εἰ βούλει . Ὅμηρος γὰρ περὶ μὲν
6443986 ἠιθεοισι
ἔκυρσε δόμων , ἀλλ ' ὅτι τὸν χαρίεντα μετ ' ἠιθέοισι Μεγιστέα καὶ τὸν Σμερδίεω Θρῇκα λέλοιπε πόθον . μολπῆς
ἀνύσῃς τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς . ῥίζας δ ' ἐν θοίνῃσιν
6438708 λαρον
καῖον ὁμῶς σχίζῃσι , καὶ ἐσσύμενοι περὶ βωμοὺς λείβεσκον μέθυ λαρὸν ἐπ ' αἰθομένῃσι θυηλῇς ἦρα θεοῖσι φέροντες , ἐπεὶ
” Ἦ , καὶ ἐπισχόμενος πλεῖον δέπας ἀμφοτέρῃσι πῖνε χαλίκρητον λαρὸν μέθυ , δεύετο δ ' οἴνῳ χείλεα κυάνεαί τε
6438683 χαλκοιο
ἀμενηνός ὁ ἀσθενής : “ ἤ κεν ζῶς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι . ” ἄμβατος εὐεπίβατος : “ ἄμβατός ἐστι
, πάλιν ἐκπνέει , ὥσπερ ὅταν παῖς κλεψύδρηι παίζουσα διειπετέος χαλκοῖο εὖτε μὲν αὐλοῦ πορθμὸν ἐπ ' εὐειδεῖ χερὶ θεῖσα
6436963 εὐδια
ἀκρόνυχος δύνει : ὑετός . Ἐν δὲ τῇ ιδῃ Εὐδόξῳ εὐδία : ἐνίοτε καὶ ζέφυρος πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ
Πεφρηδὼ μὲν λέγεται ἡ διὰ τοῦ γι - νομένου ἀφροῦ εὐδία , ᾗ οἱ ναῦται εὐφραίνονται , τοῦ π πλεονάζοντος
6436546 προμαχοισιν
' ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη , Τυδεΐδης δ ' ἐξαῦτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαὼς Τρώεσσι μάχεσθαι :
ἀμύμων , αὐτὸς δ ' αὖτ ' ἐξ αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Ἔνθά οἱ υἱὸς ἐπᾶλτο Πυλαιμένεος βασιλῆος Ἁρπαλίων
6433577 αὐτῃσιν
ἣ δ ' οὐκέτι φύξιν ὀλέθρου δίζεται , ἀλλ ' αὐτῇσιν ὑπαὶ γενύεσσι δράκοντος εἱλεῖται , μέσφ ' ὄρνιν ἕλῃ
καὶ ἴσα ἐν ἑκάστοισι τῶν χρόνων , καὶ ἐν τῇσιν αὐτῇσιν ἡμέρῃσι τῶν μηνῶν : οὕτω γὰρ ταῦτα γίνεσθαι ἄριστον
6430895 ἐπικριον
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι
6429930 ἀισσουσαν
νῆα βίῃ , τὴν δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ '
: ἠέρι γὰρ κεκάλυπτο . Νόησε δὲ θέσκελον αὐδὴν ἔκποθεν ἀίσσουσαν ἄδην εἰς οὔατα Τρώων ἀντιθέου Ἑλένοιο κλυτὸς νόος :
6428514 μεμαυιαν
ἀπὸ νόσφιν ἐόντος ἀνηρείψαντο κιόντες . Καί μ ' ἄμοτον μεμαυῖαν ὀιζυρῶς ἀπολέσθαι ἢ βρόχῳ ἀργαλέῳ ἢ καὶ ξίφεϊ στονόεντι
καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω . ” ὣς εἰπὼν ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα
6426795 ἀγορην
τι θεᾶς ἔπος ἠγνοίησεν , αἶψα δ ' ἔλυς ' ἀγορήν : ἐπὶ τεύχεα δ ' ἐσσεύοντο : πᾶσαι δ
. ἀλλ ' ἄγετε , πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν : οὐ γάρ τι μεθησέμεναί μιν ὀΐω , ἀλλ
6416160 λελιημενος
δόλον οὔτι περίδρομον ἠγνοίησεν , ὕψι δ ' ἀναθρώσκει , λελιημένος ὕδατος ἄκρου , ὀρθὸς ἄνω σπεύδων ὅσσον σθένος ἅλματι
δῆριν , ἀπηνέι δ ' ἔζεε θυμῷ δεύτερον ἁρπακτῆρα γάμου λελιημένος εὑρεῖν . τῷ δ ' ἐπὶ Λοκρὸς ὄρουσεν Ὀιλῆος
6413702 εὐφρονης
ἔστω , ὡς τὸ μὲν ἡμέρης ἔχειν , τὸ δὲ εὐφρόνης , ἔστ ' ἂν κατατακῇ : λουέσθω δὲ θερμῷ
, ἐκεῖ : τόθεν δὲ φέγγος ἐξέλαμψέ νυν κατ ' εὐφρόνης σημεῖον ὡς στῦλος πυρός . ἐνταῦθα λειμῶν ' εὕρομεν
6409969 ἐντοσθ
νυκτός : ὡς καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἔχει : κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . ἀντὶ τοῦ διὰ
ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει βρύκοι δὲ κάμινος , πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήια λεπτὰ ποιοῦσα . δεῦρο καὶ Ἠελίου
6398743 καμινος
. Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ
: πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ
6398705 Ἰρι
Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα , Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ ' ἀγγεῖλαι ,
. . . Ε , . . βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἔστι κοινὸν νῦν
6395506 ἠῳος
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν
6393030 ὁλμου
ἀροῖ : ἐπὶ τῶν εὖ καὶ καλῶς γεωργούντων . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω : ἐπὶ τῶν μαντείας ποριζομένων ἔκ τινων ἐνυπνίων
μυλοειδεῖ . * μυλόεντι : ἢ λιθώδει * θυείης : ὅλμου λίθου τοῦ ἰγδίου ἰγδίου * ἐν : σὺν οἷς
6386369 Νοτοιο
οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι ἐσσύμεναι κλονέουσι δι ' ἠέρος οὔτε Νότοιο : ὣς ὃ ταφὼν μένε δηρόν , ὑπεκλάσθη δέ
Βοιωτικῶς δὲ † γέγονεν ἀργέσταο , οἷον : † ἀργέσταο Νότοιο : τὸ μὲν γὰρ κύριον βαρύνεται Ἀργέστης , οἷον
6378308 πετηλοις
λήμαις καὶ πετήλοις ἐπάγεται , ἀλλὰ λήμαις ἴσαις κολοκύνταις καὶ πετήλοις νέοις , ὃ τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως .
Μήνης εὐφεγγέος αἰθροπολεύσης φύξιμον ἦμαρ ἕλῃσι , καὶ ἐν θαλεροῖσι πετήλοις πεπτηὼς ἀλέηται ἑὸν δηναιὸν ἄνακτα . Χηλῇσιν δ '
6376930 ἀως
, προστιθέασι τὸ υ , τὸ ἀὴρ αὐὴρ καὶ τὸ ἄως αὔως λέγοντες . Ἐπεὶ οὖν οὐ μόνον ἄτη ,
τὸ υ , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀήρ αὐήρ , καὶ ἄως αὔως . ὅτε δὲ σύμφωνόν ἐστι μεταξὺ , οὐκέτι
6373478 σφωιτερους
πάσης διάστημα γῆς φαίνεται . σφωιτέρους : κακῶς ἐχρήσατο τῷ σφωιτέρους : ἔδει γὰρ εἰπεῖν σφετέρους . τὸ δέ ἐνόησε
δὲ ἑὸν δόμον εἰπεῖν . οὐχ ὑγιῶς οὐδὲ νῦν τὸ σφωιτέρους : δυϊκὸν γάρ ἐστιν ἐπὶ ἑνικοῦ . ἔδει οὖν
6367845 ὠρεα
, κἢν πλαγιαύλῳ . καὶ πᾶσαι καλόν με κατ ' ὤρεα φαντὶ γυναῖκες , καὶ πᾶσαί με φιλεῦντι : τὰ
τὰν Ματέρα τῶν θεῶν , ὡς ἦλθε πλανωμένα κατ ' ὤρεα καὶ νάπας † συρουσαρπατακομαν ? [ ! ] [
6367400 παυροις
μὲν δικαίως ὤικουν , οἱ δὲ ἀκαίρως . γνώμη . παύροις ] ὀλίγοις . συγγενὲς ] οἰκεῖον . ἄνευ ]
τῆσδ ' ἔφασκ ' εἶναι χθονός , ναυαγὸν ἐκπεσόντα σὺν παύροις φίλοις . ὤμοι , πόθ ' ἥξεις ; ὡς
6367363 ἐφαμαν
κε τυρὸν ἅπας τις ἦμεν ἔφασχ ' ἁπαλόν , κἠγὼν ἐφάμαν . ὅτε δ ' ἤδη βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς
βάτραχος δὲ ποτ ' ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω . ὣς ἐφάμαν ἐπίταδες : ὁ δ ' αἰπόλος ἁδὺ γελάσσας ,
6366448 ἱκανειν
τ ' ἠελίου : κέλομαι δ ' ἐπ ' ἄεθλον ἱκάνειν πρώτῃ ὑπ ' ἀμφιλύκῃ , ὅθ ' ἑωθινὸν ἀγροιῶται
ἐναντίον . ἐπ ' ἄεθλον : ἐπὶ τὸν πόνον . ἱκάνειν : ἀπελθεῖν . Πρώτῃ : τῇ πρώτῃ ἠῷ .
6365638 ἐξαλλεται
αὐτοῦ τίθησιν : ὁ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
τῷ λίθῳ : ὃ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
6365117 μιμνων
Προπεσών : πεσών . μίμνων : περιμίμνων , περιμένων , μίμνων τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς .
ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . τότε δ ' αὖτις ὑπὸ
6364323 διερπων
ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν
προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων
6360842 μυττωτον
τὰς γνάθους : ἢ τριβόμενοι ἐν τῇ θυείᾳ ἢ τὸν μυττωτὸν ἐσθίοντες , ὃν τρίβειν παρασκευάζεται ὁ Πόλεμος . ἐπειδὴ
μὲν γὰρ αὐτῶν ἡσυχῇ τε καὶ ῥύβδην θυννίδα τε καὶ μυττωτὸν ἡμέρας πάσας δαινύμενος , ὥσπερ Λαμψακηνὸς εὐνοῦχος , κατέφαγε
6357103 παταγει
: πολὺς δ ' ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρος νυκτὸς ἐφερπούσης : παταγεῖ δ ' εὐρεῖα θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι
καταχρηστικῶς τοῦτο : οὐ γὰρ τὸ ζωμίδιον ἐν τῇ γαστρὶ παταγεῖ , ἀλλὰ ταύτην ποιεῖ παταγεῖν ἤτοι ἦχόν τινα ἀποτελεῖν
6356622 Νοτον
, ἄνασσα [ , ἤ που ἐς Λιβύην ἢ ἐς Νότον ἀμφιβέβηκας [ , ἢ βορέου πέρατα ναίεις ἡδυπνόου αἰεί
, οἵ φασιν εἶναι δύο τοὺς κυριωτάτους ἀνέμους Βορέαν καὶ Νότον . . . τοῦ δὲ δύο εἶναι τοὺς ἀνέμους
6352957 κλονεουσιν
φύλοπιν ὀτρύνουσα . Ὡς δ ' ὅτε κύματα μακρὰ δύω κλονέουσιν ἀῆται σμερδαλέον βρομέοντες ἀνὰ πλατὺ χεῦμα θαλάσσης ἔκποθεν ἀλλήλοισι
, ἠύτε κίρκοι φῦλα πελειάων ἠὲ μέγα πῶυ λέοντες ἀγρότεροι κλονέουσιν ἐνὶ σταθμοῖσι θορόντες : οὐδ ' ἄρα τις κείνων
6352459 ἀπεχθεται
καὶ μαλακὰ καὶ παρθενωπά , τραχείαις δὲ συλλαβαῖς καὶ ἀντιτύποις ἀπέχθεταί που : τὸ δὲ θρασὺ πᾶν καὶ παρακεκινδυνευμένον δι
ἐχθαίρεται ] ἐν σοὶ ὁρῶ μητέρα στεργομένην , αὕτη δὲ ἀπέχθεταί μοι . τῆς ὁμοσπόρου ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ εἰς
6351923 λαιψηρα
τῇ Ἀρτέμιδι , ἢ ὅλως ἐπὶ νοῦν οὐκ ἦλθεν . λαιψηρά ταχέως κινούμενα , ἀντὶ τοῦ λαιψηρῶς , ὡς ταχεῖα
τοῖς ἔχουσι ξύλον ὄρεσι , τούτοις τοῖς ξύλα ἔχουσιν . λαιψηρά : ταχεῖα , ταχέως . Ἔλαφον : ἔλαφος ἢ
6351647 κραιπνως
' εἴην ἢ ἔνθα , μενοινήῃσί τε πολλά , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη : ἵκετο δ ' αἰπὺν
ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἀίξῃ νόος ἀνέρος ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη . ἡ διπλῆ ὅτι τὸ
6347228 ἀζαλεης
εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ '
βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ
6347118 ἠπεδανος
δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι
δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς
6345679 Μηδ
ἔχει τὰ πλεῖστα ἐρωτᾶν : ταῦτα οὖν μὴ ἐρώτα . Μηδ ' ἀποκρίνωμαι οὖν , ἔφη , ἄν τίς με
εἴγε καὶ ἐπ ' ἄλλων πλειόνων τὸ αὐτὸ παρέπεται ; Μηδ ' ἐκεῖνο δὲ παραλείπωμεν , ὥς τινες ὑπέλαβον τὸν
6344058 χειματι
καὶ ἡλικίῃ καὶ ὥρῃ . ψυχρῇ ἐπιφοιτῇ χώρῃ , καὶ χείματι καρτερῷ . Περὶ δυϲεντερίηϲ . Ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω
καὶ ποτὸν λαβεῖν , καί που πάγου χυθέντος , οἷα χείματι , ξύλον τι θραῦσαι , ταῦτ ' ἂν ἐξέρπων
6343201 κορυσσεται
ῥιπίζεται , καὶ γαληνὸς ἢν τύχηι πως , πνεῦμα βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν
προτέροισι κυλίνδει ἲς ἀνέμου , τὰ δέ τ ' ἄλλα κορύσσεται αὖτις ἐπ ' ἄλλοις : τόσς ' αἰεὶ μετόπισθε
6339088 καθες
καὶ σπονδὰς θεοῖς μέλλωσι λείβειν , ἐν πέπλοις ἔχων τόδε κάθες βαλὼν ἐς πῶμα τῶι νεανίαι ἰδίαι γε , μή
δὲ τὴν ἄγκυραν ἀπὸ τῆς πρῴρας τῇ γῇ κατέρεισον καὶ κάθες , οὖσαν τὴν ἄγκυραν βοήθημα καὶ ἀλέξημα τῆς χοιράδος
6335675 εὐρεως
„ τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών . „ ἀντὶ τοῦ εὐρέως . . . . . . α . .
ὡς ἔξοδος ᾖ τῷ ἰχῶρι , μὴ μοῦνον ἔσοδος , εὐρέως διαπρισθέντος , καὶ φαρμάκοισι χρῆσθαι , ἅσσα ἐφ '
6330849 θακον
, τοὺς σοὺς δὲ πόνους ἀκοῦσαι βούλομαι . . κραιπνοσσυτὸν θᾶκον δὲ τὸν αἰθέρα φησί : ἐπ ' ἐκεῖνον γὰρ
ἐγώ . εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο , ἆρ ' οὐ σκότους ἂν ἀνάπλεως σχοίη
6327914 φερεσκον
: ὣς Δαναοὶ πέρσαντες ὑπαὶ πυρὶ Τρώιον ἄστυ κτήματα πάντα φέρεσκον ἐυσκάρθμους ἐπὶ νῆας . Σὺν δ ' ἄρα Τρωιάδας
ζεύγλῃσι μέγ ' ἔνθορον ἀσχαλόωντες , ἅρματα δ ' ὦκα φέρεσκον ἀπὸ χθονὸς ἀίσσοντα : οὐδ ' ἁρματροχιὰς ἰδέειν πέλεν
6323408 ἠμεας
ἀλλὰ μὴ βροντέων οὖτος ? σὺ τρέψηις μέζον εἰς φυγὴν ἠμέας . αὐτὴ σὺ καὶ τίμησον , εἰ θέλεις ,
! ! ] ν [ ! ] μηδὲ εἶς ἀναστήσηι ἠμέας ] ? ! ! ! ! τοδινα ? ?
6313031 ἐξαναδυσα
μογεροὺς ἁλιῆας πολλάκις ἐμπρήσασα κατεπρήνιξεν ἐπάκτρου εἰς ἅλα φυζηθέντας ἐχετλίου ἐξαναδῦσα . . . . . . . . .
ἄλλως : ἐξαναδῦσα ἐχετλίου : πολλάκις γὰρ ἐκ τοῦ ἐχετλίου ἐξαναδῦσα καὶ ἐμβρύξασα κατεπρήνιξε τοὺς ἁλιεῖς εἰς ἅλα , τουτέστιν
6312125 καρποιο
θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς , τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
ὄφρα θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
6310680 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
6309672 αἰδομενος
λόγοις ψευδέσιν : ὡς τὸ ” μηδέ τί μ ' αἰδόμενος “ μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ
γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ . μηδέ τί μ ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι
6307734 βελεμνοις
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης
6304263 ἑρπειν
τὴν χρόαν ἀλλάττοντα τοῖς ἐδάφεσιν ὁμοιοῦσθαι καθ ' ὧν εἴωθεν ἕρπειν , τὸν δὲ ταῖς κατὰ θαλάττης πέτραις , ὧν
ἀνέδραμεν ἔρνει ἶσος . ἐνθένδε καὶ ὁ ὅρπηξ παρὰ τὸ ἕρπειν καὶ αὐτὸς πεποιημένος . περὶ μὲν οὖν τῆς κοινότερον
6304111 ἀνθεμοεντος
' ὑπὸ καύματος . τοῦ δ ' ἔαρος : ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο . καὶ προελθών : ἐν δὲ κέρνατε
καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ
6298238 προπαν
, τὸ δ ' ἀέξατο ἶσον πάντοθεν νυκτός , ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδυ τανυσίπτερος ὄρνις τὸν μὲν ἄρ ' Ἀλκμήνης
τὸ ἄκρον ἡ οὐρά * ἐμφλέγεται : κατακαίεται ἐμφλογίζεται * πρόπαν : διόλου ἀμφὶ δὲ καύσῳ : γράφεται καὶ καῦσος
6297300 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
6291771 Ἀϊδα
τανισφύρου , καρχαρόδοντα κύν ' ἄξοντ ' ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα , υἱὸν ἀπλάτοι ' Ἐχίδνας : ἔνθα δυστάνων βροτῶν
ἐν τῷ βίῳ . ἁρμόδια αὐτῷ ἤτοι καλά . . Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξας ἀνὴρ ] εἰς κατασκευὴν τοῦ
6290808 κυρει
κρατεῖν : πιστὸν γὰρ οὐδέν ἐστιν : εἰ δέ τις κυρεῖ γυναικὸς ἐσθλῆς , εὐτυχεῖ κακὸν λαβών . γαμεῖτε νῦν
. Οὐκοῦν ἀποστείχοιμ ' ἄν , εἰ τάδ ' εὖ κυρεῖ . Ἥκιστ ' : ἐπείπερ οὔτ ' ἐμοῦ καταξίως
6288362 αἰρε
κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε
δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς

Back