| ἀκρόνυχος δύνει : ὑετός . Ἐν δὲ τῇ ιδῃ Εὐδόξῳ εὐδία : ἐνίοτε καὶ ζέφυρος πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ | ||
| Πεφρηδὼ μὲν λέγεται ἡ διὰ τοῦ γι - νομένου ἀφροῦ εὐδία , ᾗ οἱ ναῦται εὐφραίνονται , τοῦ π πλεονάζοντος |
| οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀστραπὴ διαΐξασα καὶ βροντὴ καταρραγεῖσα καὶ ὑετὸς ἢ χιὼν ἢ χάλαζα κατενεχθεῖσα καὶ ταῦτα δυσείκαστα πάντα | ||
| βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ὑετοί , χειμαίνει . Εὐδόξῳ ὑετὸς καὶ ἄνεμος μεταπίπτων . Δοσιθέῳ ἐπισημαίνει . ηʹ . |
| ἐρατεινήν : Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν , ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο , | ||
| στησόμεθα : δώσω δὲ ἐγὼ τοῦ χοροῦ τὸ σύνθημα . γαλήνη μὲν ἔχει τοὺς ἀρχομένους ἅπαντας , καθάπερ ἐκ τρικυμίας |
| . . ἐν δὲ τῇ δ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί : χειμαίνει . . Οὐρ . διδ . Εὐδόξῳ , Δημοκρίτῳ | ||
| χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ βᾳ Εὐκτήμονι Δελφὶς ἐπιτέλλει : χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ δῃ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί : |
| ἥλιος εὐθέως ἀνατείλῃ . τέταρτός ἐστιν σχηματισμὸς ὁ καλούμενος μεσημβρινὸς ἀπηλιώτης , ὅταν τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ ὄντος ὁ | ||
| Μένανδρος Θετταλῇ . . . εἶτ ' ἀπέδραν μόνος . ἀπηλιώτης : ἐν τῷ π καὶ ἀντήλιος καὶ πάντα τὰ |
| πατρὶ τῷ Ἁγνίου καὶ Φιλάγρῳ τῷ πατρὶ τῷ Εὐβουλίδου καὶ Εὐκτήμονι τῷ βασι - λεύσαντι , καὶ εἰδέναι Εὐκτήμονα ἀδελφὸν | ||
| Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις βορέας σφοδρός . Καλλίππῳ καὶ Εὐκτήμονι ἐπισημαίνει . βʹ . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : |
| . . . . . . . . λ : Εὐδόξῳ ἐτησίαι πνέουσιν . . . . . ἐν δὲ | ||
| καὶ Ὠρίων δύνει φανερός : χειμαίνει . Ἐν τῇ ηῃ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ Εὐκτήμονι |
| λείπω λείπεις λείπει , ποιῶ ποιεῖς ποιεῖ . τὸ δὲ πνεῖ καὶ ῥεῖ καὶ πλεῖ οὐκ ἰσοσυλλαβεῖ . οὕτω καὶ | ||
| . ναῦς ὥς τις ἐκ μὲν γῆς ἀνήρτηται βρόχοις , πνεῖ δ ' οὖρος , ἡμῖν δ ' οὐ κρατεῖ |
| ὁ καλούμενος Αἲξ ἑῷος δύνει . Μητροδώρῳ καὶ Εὐκτήμονι καὶ Καλλίππῳ χειμῶνος περίστασις . Δημοκρίτῳ βρονταί , ἀστραπαί , ὕδωρ | ||
| Ϙβʹ , Δημοκρίτῳ ἡμέραι Ϙαʹ , Εὐκτήμονι ἡμέραι Ϙʹ , Καλλίππῳ πθʹ . . . . Ὑπολαμβάνουσι γὰρ οἱ πλεῖστοι |
| Δωι ἐπισημαίνει , ἄνεμος ψυχρός . . , . α Δωι ἐπισημαίνει . . , . κθ Δωι ἐπισημαίνει . | ||
| , . θ Δωι χειμών . . , . ιδ Δωι βρονταί , ἀστραπαί , ὕδωρ , ἄνεμοι . . |
| ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Δοσιθέῳ ὑετία . ιαʹ . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : | ||
| : Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ζέφυρος . Εὐδόξῳ καὶ Δοσιθέῳ νοτία . ηʹ . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ ζέφυρος πνεῖ |
| : ὁ λαμπρὸς τοῦ νοτίου Ἰχθύος ἑσπέριος ἀνατέλλει . Ἱππάρχῳ δυσαερία καὶ ὑετία κατὰ θάλασσαν καὶ φθινοπώρου ἀρχή . κʹ | ||
| ἢ ὑετὸς ἢ βροντή , Εὐδόξῳ ἄνεμος , βροντή , δυσαερία . . . . . ἐν δὲ τῇ ι |
| ἑσπέριος ἀνατέλλει . κζʹ . Καίσαρι βορρᾶς πνεῖ . Ἱππάρχῳ ὑετία . κηʹ . Αἰγυπτίοις βρονταί , ἐπισημασία . Φιλίππῳ | ||
| μὲν οὖν τῇ αῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἀκρόνυχος δύνει : ὑετία . Καλλίππῳ ὁ Κριὸς λήγει ἐπιτέλλων : ὑετία , |
| , παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι | ||
| Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . |
| ἕπεται νεφέλη . Περὶ γὰρ τοὺς τόπους τούτους ὅ τε λὶψ ἀμφότερα ταχέως ποιεῖ πνέων ἀπὸ τοιαύτης ἀρχῆς , ὅ | ||
| νὶψ νιβός : ἔστιν δὲ ὄνομα κρήνης . οὕτως καὶ λὶψ διὰ τοῦ Ι . ὁ δὲ ἄνεμος λέγεται καθὰ |
| θαλίαις ἡ πόλις ἦν ὥσπερ εἰκός : καὶ πᾶς ὁ χειμέριος χρόνος ἀμφὶ ταῦτα ἐδαπανήθη . ἀρχομένου δ ' ἔαρος | ||
| . . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος : Εὐδόξῳ καὶ Δοσιθέῳ χειμέριος ἀήρ . . . . . ἐν δὲ τῇ |
| : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις βορέας σφοδρός . Καλλίππῳ καὶ Εὐκτήμονι ἐπισημαίνει . βʹ . | ||
| κδ : . . . Αἰγυπτίοις χειμέριος περίστασις , Εὐδόξῳ βορέας ψυχρός . . . . . ἐν δὲ τῇ |
| εἰς υν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν : τὸ γὰρ ἰθύτρην παρὰ Δημοκρίτῳ βεβίασται : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου : μονογενῆ | ||
| ζῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς ἀκρόνυχος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος |
| τὸν οἶνον , ἀπορίπτονται μέριμναι πολυφρόντιδές τε βουλαί ἐς ἁλικτύπους ἀήτας . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , λυσιπήμων | ||
| ὑπὸ τῷ μεγίστῳ καὶ φιλανθρωποτάτῳ τῶν κυβερνητῶν , ὃς ἡμῖν ἀήτας ἀνεῖχε τὸ μὴ καταδῦναι . μόνοι δὲ ὧν ἴσμεν |
| ἢ ἔπομβρος καὶ ἀνέμων ἀκρασία . Δοσιθέῳ εὐδία , ἐνίοτε ζέφυρος πνεῖ . ιβʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς | ||
| καὶ τὸ λοιπὸν τῶν Πλειάδων ἀνίσχει , καὶ τὴν ὀγδόην ζέφυρος ὄρθρου ἄρχεται πνέειν , καὶ τὴν ἐννάτην ζάλη γὰρ |
| δὲ τῇ δ Δημοκρίτῳ . . . Εὐδόξῳ δὲ Ἀρκτοῦρος ἀκρόνυχος ἐπιτέλλει : καὶ ὑετὸς γίνεται . Καὶ χελιδὼν φαίνεται | ||
| . . . . ἐν δὲ τῇ ιζ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἀκρόνυχος ὅλος δύνει . . [ Σκορπίος ἀκρώνυχος ] δύνει |
| ἀπὸ τοῦ ἄω ἄελλα , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ θύω θύελλα . Ὀψέ : μόλις . ἀπολήξασα : παύσασα , | ||
| καταντίον Ἀτρυτώνης , δὴ τότε παύσατο κῦμα , κατευνήθη δὲ θύελλα σμερδαλέη , καὶ χεῦμα κατεπρήυνε γαλήνη . Οἳ δὲ |
| ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία . κθʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ | ||
| ʹ : ὁ λαμπρὸς τοῦ Ὕδρου ἑῷος δύνει . Ἱππάρχῳ νότος ἢ βορέας , χειμάζει . κʹ . Αἰγυπτίοις χειμῶνος |
| ιδ ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Αἲξ ἑῷος δύνει . Μητροδώρῳ καὶ Εὐκτήμονι καὶ Καλλίππῳ χειμῶνος περίστασις . Δημοκρίτῳ βρονταί | ||
| χειμὼν κατὰ θάλασσαν . λʹ . Εὐδόξῳ ἐτησίαι πνέουσιν . Μητροδώρῳ καὶ Καλλίππῳ ἀνεμώδης κατάστασις . αʹ . Αἰγυπτίοις ζέφυρος |
| , σκόπελοι , σπιλάδες , βράχη , χοιράδες , ἄκραι χειμέριοι , κατήνεμοι , ὀξεῖαι , σκληραί , περιπετεῖς , | ||
| τῆι δ ἡμέραι Δημοκρίτωι Πλειάδες δύνουσιν ἅμα ἠοῖ : ἄνεμοι χειμέριοι ὡς τὰ πολλὰ καὶ ψύχη ἤδη καὶ πάχνη ἐπιπνεῖν |
| ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος δύνει . Ἱππάρχῳ νότος ἢ ἀργεστής . Ϛʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ | ||
| ἐπιθετικὰ : Ὀρέστης Θυέστης Ἀκέστης . τὸ μέντοι κηδεστής καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ |
| : ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . | ||
| τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε |
| : φθονερὰ δ ' ἆλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν . ἐμοὶ δ ' ὁποίαν ἀρετάν ἔδωκε | ||
| Βορέας μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέων μετέωρος μέγα κῦμα κυλίνδει : τὴν γὰρ ἀπὸ τοῦ μεταρσίου φορὰν ἐπὶ τὸ |
| : οἶδε δὲ καὶ τοῦτο , ὅτι ἄρα ὁ μὲν βορρᾶς ἀρρενοποιός ἐστιν , ὁ δὲ νότος θηλυγόνος εἶναι πέφυκε | ||
| ψύχρωσις ἀνέμου , καὶ βροχίτζας , τὴν δὲ τρισκαιδεκάτην πνεῖ βορρᾶς ἐκ τῶν Ὑάδων , τεσσαρεισκαιδεκάτῃ τε αὖθις ἄστρον προσδύνει |
| ἀναφυσηθῆναι συμβῇ πᾶσαν τὴν ἄσφαλτον : ὁ δὲ πλησίον τόπος ἔμπυρος ὢν καὶ δυσώδης ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα | ||
| . Καὶ ἐν αὐτοῖς μὲν τοῖς τόποις καὶ τοῖς συνεχέσιν ἔμπυρος ἡ πνοὴ γίνεται , πορρωτέρω δὲ προϊοῦσιν οὐχ ὁμοίως |
| ὕδρωπας : ἢν δ ' ὁ χειμὼν νότιος γένηται καὶ ἔπομβρος καὶ εὔδιος , τὸ δὲ ἦρ βόρειόν τε καὶ | ||
| τὸ πρωϊαίτερον ἢ ὀψιαίτερον , καὶ εἰ ἡ ὥρη ἐγεγόνει ἔπομβρος ἢ αὐχμηρὴ , ψυχρὴ ἢ θερμὴ , νήνεμος καὶ |
| . Καὶ τότ ' ἄρ ' Ἀτρέος υἷες ἐς ἄγκεα τηλεθάοντα Ἴδης ὑψικόμοιο θοοὺς προέηκαν ἱκέσθαι ἀνέρας . Οἳ δ | ||
| ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν . ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε |
| ὁ ἐν τῷ ἡγουμένῳ ὤμῳ τοῦ Ὠρίωνος κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις . Μητροδώρῳ καὶ Καλλίππῳ νοτία . γʹ . | ||
| ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : Στάχυς ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ ὀρνιθίαι ἄρχονται πνεῖν , |
| ἄρτον πάππαν με καλοῦσαι , ἔνδον δ ' ἀργυρίου μηδὲ ψακὰς ᾖ πάνυ πάμπαν . Ἢν δ ' ἐγὼ εὖ | ||
| λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς καὶ ψακὰς ἢ νότος , βροντή . θʹ . ὡρῶν ιδ |
| : Προκύων ἑσπέριος ἀνατέλλει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ καὶ Δημοκρίτῳ ἐπισημαίνει . δʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ | ||
| . . . . . ἐν δὲ τῇ κθ Εὐδόξῳ ἐπισημαίνει . . . . . α : . . |
| Μερὶς οὐ πνίξ : ἢ καὶ οὕτως : Μερὶς οὐ πνιγή . Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : παρὰ Κρατίνῳ παροιμία λεγομένη | ||
| Μερὶς οὐ πνίξ : ἢ καὶ οὕτως : Μερὶς οὐ πνιγή . Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : παρὰ Κρατίνῳ παροιμία λεγομένη |
| λάβρον ὑπαὶ νεφέων ἀνεμοτρεφές , ἡ δέ τε πᾶσα ἄχνῃ ὑπεκρύφθη , ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἱστίῳ ἐμβρέμεται , τρομέουσι | ||
| ' ἀλέεινεν : ὃ δ ' ἐνθέμενος δόλον αἰνὸν θάμνῳ ὑπεκρύφθη : ἣ δ ' ἔκθορεν ἀφραδίῃσιν ἔμμεναι ἐλπομένη μιν |
| παρὰ τὸ ἄζω , τὸ ξηραίνω , γίνεται ἀχμός καὶ αὐχμός , . , , . , . * * | ||
| ἢ θερμὸς ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός . καὶ γὰρ ὁ αὐχμός , νόσος , καὶ ἡ ἐπομβρία , νόσος . |
| κώνους , ὅσους ἐθρέψατο ἡ πεύκη , τουτέστιν ὅλα ὁμοῦ σύμμικτα ἑψήσας δίδου πιεῖν κώνοις ] καρποῖς : κῶνος λέγεται | ||
| πολλῶν ζώων συνιόντων καὶ ἀλλήλοις ἐπιβαινόντων , ἐξηλλαγμένα ἀποτελεῖ καὶ σύμμικτα ζῶα . Λευκὴν μᾶζαν φυρῶ σοι : ἐπὶ τῶν |
| πρωΐας : “ ἀλλὰ μάλλ ' ἦρι νέονται . ” ἠριγένεια ἤτοι ἡ τὸ ἦρι γεννῶσα ἢ ἐν τῷ ἦρι | ||
| τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς , βάν ῥ ' ἴμεν ἐς |
| . Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες . | ||
| τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν |
| . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ ζέφυρος . Δοσιθέῳ νότος . Καίσαρι χειμάζει . κζʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τοῦ | ||
| ὡρῶν ιε : τὸ αὐτό . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Δοσιθέῳ χειμάζει . Δημοκρίτῳ ψύχη ἢ πάχνη . Ἱππάρχῳ νότος πυκνός |
| παυσαμένης δὲ ἐκείνης , ἐπύθετο τί κλαίεις ; ἔλεγεν ὁ ἀροτρεύς σοφήν τε καὶ ἀγαθὴν γυναῖκα κατώρυξα , ὅταν δὲ | ||
| ? 〛 Τὸν δ ' ὁ γέρων προσέειπε βοῶν ἐπίουρος ἀροτρεύς , παυσάμενος ἔργοιο τό οἱ μετὰ χερσὶν ἔκειτο : |
| πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν . . Αἰγύπτιος . . . : . | ||
| κατάγει δ ' Ὄφιν αὐχένος ἐγγύς . καὶ πάλιν : ἀντέλλει δ ' Ὕδρης κεφαλὴ χαροπός τε Λαγωός καὶ Προκύων |
| ὡς δ ' ὅταν ἀπροφάτως ἱστὸν νεός , εὖτε μάλιστα χειμερίη ὀλοοῖο δύσις πέλει Ὠρίωνος , ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο | ||
| δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ |
| κεκαυμένα ἢ σηπίας ὄστρακα μέλιτος ἐπισταζομένου βραχέος . Ὅπως δὲ πνέῃ τὸ σῶμα ἡδύ , τῇ ἁφῇ καταμίσγειν κόμην κυπαρίσσου | ||
| δὲ εἴσω εἰς Φᾶσιν , καὶ λέγεται , ὅταν βορρᾶς πνέῃ , ὡς καλοὶ πλοῖ εἰσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα . |
| χόλον , ὄλβον ὀλέθρου , ὄφρα γάμῳ πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἀντιάσειε . στὰς δ ' ἄρ ' ἐπὶ ῥηγμῖνος | ||
| μόθοιο ἀσπασίως γάνυταί τε καὶ εἰρήνης καμάτοισι τέρπεται ἁρπαλέοισι καὶ εὔδιος εἰλαπινάζει , ἀνδρῶν τε πλήθουσα χοροιτυπίης τε γυναικῶν : |
| νέμονται ἐσχατιάς : παρὰ δέ σφι δυσήμενος ἐκτέταται χθών , χειμερίοις ἀνέμοισι κεκλειμένη ἠδὲ χαλάζαις . τόσσοι μὲν φῶτες περὶ | ||
| ἐμπειρίαν καταγιγνόμενοι . Τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐν ταῖς χειμερίοις ἐπετήδευον νυξὶ , φιλολογίᾳ προσαγρυπνοῦντες , ἅτε μήτε πορισμοῦ |
| ἥν τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀμφιχέῃ πρώνεσσι Νότου μένος ἢ Ζεφύροιο χείματος ἐγρομένου , ὁπότ ' οὔρεα δεύεται ὄμβρῳ . | ||
| ἀράων ἀΐουσα μετάγγελος ἦλθ ' ἀνέμοισιν . οἳ μὲν ἄρα Ζεφύροιο δυσαέος ἀθρόοι ἔνδον εἰλαπίνην δαίνυντο : θέουσα δὲ Ἶρις |
| * νεμέθων : νεμόμενος * ἀχλύς : ζόφος σκοτός , ὀμίχλη κακοσταθέοντα δέ , ἤγουν μηδ ' ὁπωσοῦν ἠρεμοῦντα καὶ | ||
| γέροντι : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ ' ὀμίχλη , καί ῥα πάροιθ ' αὐτοῖο καθέζετο δάκρυ χέοντος |
| πνείοντος ἀέλλαις ἠὲ Νότου κελάδοντος , ὅτ ' εὐρέα πόντον ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ | ||
| . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει . Θωρήξας : |
| αὐτὸς ὑποδεχόμενος τὰ εἴδη τῶν ψόφων διὰ τὸ εἷς καὶ ἤρεμος καὶ ἄθρυπτος εἶναι τῇ αἰσθητικῇ ἀρχῇ διαπέμπει . ὅτι | ||
| κρατερῶν σύνθημα λοχαγῶν ; πολλάκι καὶ δῆριν ἀνδρῶν ἐπελάσσατο πύργοις ἤρεμος ἀσπιδόεσσαν ὑπόπτερον , εὖτε βροτοῖσιν ἀσπὶς ὑπὲρ κεφαλῆς ἐπικάρσιον |
| τοῖς ποταμοῖς ποιοῦνται τὰς διατριβὰς τὰ ὄρνεα . . 〚 νήνεμος αἴθρη : Οἷον , ὑπὸ τῆς εὐαερίας λῆξις κυμάτων | ||
| - βαθής , ἐν σκέπῃ τῶν πνευμάτων , ἀπήνεμος , νήνεμος , ὑπήνεμος , ἀσφαλής , ἀκύμων , ἀκίνδυνος , |
| ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ | ||
| . αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ , |
| ἡδυμέστατον Ἀλκμὰν ἔφη . . . . . θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς | ||
| . θερειτάτη : θερειτάτη : ὡς παρὰ Νικάνδρῳ : „ θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς „ . παρὰ τὸ θέρειος : οὐδέποτε |
| ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς , | ||
| τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα |
| ῥεύμασιν . . ἀκριτόφυρτος ] ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ | ||
| , παῖδες δ ' ἐπ ' ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν ς ' , ἄναξ . ἤδη δὲ |
| . κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς , | ||
| ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ |
| δεσμὰ καὶ βρόχους λαβὼν χεροῖν : εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται , οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας . | ||
| τῶν ἀνηκουστούντων : ὡς καί : Ἀνέμῳ διαλέγῃ . Αἰθέρα νήνεμον αἱρήσεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων ἐπ ' ἀνηνύτοις |
| νεκύεσσι περιστείνοντο ῥέεθρα Ξάνθου καὶ Σιμόεντος . Ὃ δ ' ἑσπόμενος κεράιζε μέχρις ἐπὶ πτολίεθρον , ἐπεὶ φόβος ἄμπεχε λαούς | ||
| δὲ καί , ἢν Φαέθων Ἄρην δύνοντα διώκῃ ἐξόπιθ ' ἑσπόμενος , λύσσαν μανίας τ ' ἐπιβάλλει . ὁππότε δ |
| : δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν | ||
| σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ |
| τεύχεσσι κατὰ χθονός , ἠύτε βλωθρὴ ἢ πίτυς ἢ ἐλάτη κρυεροῦ Βορέαο βίηφιν ἐκ ῥιζῶν ἐριποῦσα : τόσην ἐπικάππεσε γαῖαν | ||
| ἐμπέραμος φώς τολμηρῇ μάρπτων χειρὶ θοοὺς ὄφιας , τοὺς ἤδη κρυεροῦ ἀπὸ χείματος οὐκέτι γαίης κρύπτουσι στεινοὶ πάμπαν ἔνερθε μυχοί |
| τὸ παράδοξον , ὑπολαβεῖν δὲ θεῶν προνοίᾳ τῶν κιν - δύνων ἑαυτοὺς ἀπηλλάχθαι . διὸ καὶ τοῖς ἐπιγινομένοις παραδοσίμου γεγενημένης | ||
| . Πάλιν δὴ τοῦ βʹ ἄστρου δύνοντος ὑποκείσθω ὁ ἥλιος δύνων κατὰ τὸ γʹ : τοῦ βʹ ἄρα ἄστρου ἐστὶν |
| ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἑπομένου Διδύμου κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ψακάζει . Καίσαρι βροντή , ὑετός . ιβʹ . ὡρῶν | ||
| ὁ λαμπρὸς τοῦ Ἀετοῦ ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις καὶ Ἱππάρχῳ ψακάζει καὶ ἐπισημαίνει . κεʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ |
| . καὶ ἣ μέν ἐστιν ἐαρινή , ἣ δὲ μετοπωρινὴ ἰσημερία , ἐαρινὴ μὲν ἐν Κριῶι , ὅτε ἐφάπτεται τοῦ | ||
| ἰκτῖνος φαίνεται , καὶ βορρᾶς πνεῖ . κϚʹ . ἐαρινὴ ἰσημερία . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς τοῦ βορείου Στεφάνου |
| πολὺς ὠκεανός : τρεῖς γὰρ κόλπους μεγάλα κύματα ἔχοντας συστρέφων ἐρεύγεται ἢ ἀποτίκτει ἐξ ἑαυτοῦ ἔσωθεν βάλλων εἰς τὴν ἤπειρον | ||
| ' ἀμφαδὸν ἄμμιγα παύροις Πόντον ἐς Ἄξεινον κυρτὴν ὑπ ' ἐρεύγεται ἄκρην . καί νύ κε δηθύνοντες Ἀμαζονίδεσσιν ἔμειξαν ὑσμίνην |
| ὀφθαλμόϲ : καὶ εἰ μὲν τὸ βλέφαρον μόνον παραλυθείη , μέμυκε διηνεκῶϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ καὶ ἀναιϲθητεῖ τὸ βλέφαρον . εἰ | ||
| ὡς δάμαλιν ἂμ πέτραις ἠλιβάτοις , ἵν ' ἀλκᾷ πίσυνος μέμυκε φράζουσα βοτῆρι μόχθους . ὁρῶ κλάδοισι νεοδρόποις κατάσκιον νεύονθ |
| . . ἐφεψαλώθη ] κατεκάη , φέψαλος γὰρ ὁ μικρὸς σπινθήρ . ἐξεβροντήθη ] παρετράπη , ἐξησθένησε , ὥσπερ οἱ | ||
| παρὰ τὸ σπεῖραι οὖν , καὶ παρὰ τὸ θέρω , σπινθήρ . Συνάορος . παρὰ τὸ συναρηρέναι : συνηαρός τις |
| πολυφεγγής , Κρονίδης , ὑψιμέδων . Ἄρης : Πυρόεις , ὑπήνεμος , ἐγχέσπαλος , θοῦρος , κορυθαίολος , βροτολοιγός , | ||
| , πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους ; οὐ τᾶιδ ' ὑπήνεμος αὔρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα , δινᾶέν θ ' ὕδωρ |
| σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ : τοιαύτη δ ' ἐστὶν | ||
| ἀσπὶς τὸν σοφὸν Δημήτριον ἰὸν ἔχουσα πολὺν ἄσμηκτον , οὐ στίλβουσα φῶς ἀπ ' ὀμμάτων ἀλλ ' ἀΐδην μέλανα . |
| καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος | ||
| , ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ |
| κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ ὁ ποιητὴς λέγεται | ||
| καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων πορφυροῦς , ἔστι δ |
| ὡς εἴ τις ἀπὸ στάχυν ἀμήσηται ληίου ἀζαλέοιο θέρευς εὐθαλπέος ὥρῃ . Ἣ δὲ μέγα μύζουσα κυλίνδετο πολλὸν ἐπ ' | ||
| βορὸν , καὶ ἀγρυπνίη βορόν . Ἐνθέρμῳ φύσει καὶ θερμῇ ὥρῃ , κοίτη ἐν ψύχει παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει |
| ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ . οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός , ἀλλ ' ἐνέην : πολλὸν γὰρ | ||
| . . . λάχνη : ἡ ἀνατρίχωσις τῶν βλεφάρων * ἐξέφθιτο : ἠφανίσθη * ἅψεα : αἱ συναφαὶ τῶν μελῶν |
| . σὺν δ ' Ἄρηι Κύπρις καὶ ἅμ ' Ἠελίῳ παρεοῦσα αἰθροβάτας τεύχει , σχοίνοις τρίβον ἐξανύοντας . ἢν δὲ | ||
| γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ παρεοῦσα τρὶς ὤμοσεν Ἡράκλεια ἥξειν κοὐχ ἥκει : λύχνε , |
| : ἐν δὲ τῇ ια ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . [ . . . . . . Φεβρουάριος | ||
| δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἐπιτέλλει . λʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ |
| ναυπηγοὶ καὶ οἱ ναῦταί εἰσιν , ὅσοι κατὰ τοὺς ποταμοὺς πλώουσι . πέμπτον δὲ γένος ἐστὶν Ἰνδοῖσιν οἱ πολεμισταί , | ||
| κρέα ἐσιτέοντο . ὑπὸ δὲ τὴν ἕω ἀναχθέντες σταδίους τριακοσίους πλώουσι , καὶ καθορμίζονται ἐς Δαγάσειρα : ἔνθα νομάδες τινὲς |
| καὶ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἀνυμνεῖσθαι . εἴ τις ἀντάεις : ἔναντα δαείς . τὴν νίκην τοῦ νικηφόρου . ἄλλως : | ||
| ἐσάκουσαν ἐριγδούπου Κρονίδαο , τλῆσαν ἐνὶ στέρνοισι καὶ οὐ βασιλῆος ἔναντα μῦθον ἔφαν : μάλα γάρ μιν ἀπειρέσιον τρομέεσκον . |
| Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει οὖν | ||
| θῆκαν ἐπὶ χθόνα , πὰρ δὲ καὶ ἵππους στῆσαν ἔτι πνείοντας ὀιζυροῖο μόγοιο : ἐν δὲ φάτνῃσι βάλοντο τά τ |
| ἀστέρες , εὐέρκται δὲ θοῇ συνέωσι Σελήνῃ , ἢ καὶ ἐναλλάγδην , σκαιὴν ποιοῦσι θάλασσαν . Σελήνη ἀμαρτύρητος οὖσα ὑπὸ | ||
| αὐτῷ Στίλβοντι φαείνητ ' ἠδέ θ ' ὅροισιν ἀλλήλων βεβαῶτες ἐναλλάγδην φορέοιντο , θείῃσιν σοφίῃσι κεκασμένοι ἐξεγένοντο ἀνέρες : ἢ |
| ὠκὺν ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ | ||
| ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται . Χαῖται μὲν γὰρ ἐς ὀξὺ πεφρικότι φωτὶ |
| καλεῖται : τόσσος μὲν μεγέθει , τοίῃ δ ' ἐγκείμενος αἴγλῃ , οἷος καὶ μεγάλης οὐρὴν ὑποφαίνεται Ἄρκτου : δεινὴ | ||
| ἔχοι βουλύσιος ὥρη , δύνοι δ ' ἀνέφελος μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη |
| ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν , μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον . Διός τοι νόος μέγας | ||
| ἐν τῷ ἑπομένῳ ὤμῳ τοῦ Ὠρίωνος ἑσπέριος ἀνατέλλει . Μητροδώρῳ χειμερία περίστασις . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ καὶ Καλλίππῳ ἀνέμων ἀκρασία |
| μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , τέμνει , δεύει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , | ||
| , τάδε γίνεται ? ? [ ] ? [ : δεύει ? [ ] μάλ [ ' ] αὔτω τὼ |
| γείτονα πόντου , τὴν αὐτὴν ἐπὶ νύσσαν ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων ἐγκύμονα βίβλον | ||
| ὄμβρος τοὺς καρποὺς ἐπέκλυσεν , ἢ αὐχμὸς ἐνέσκηψεν , ἢ ἄβροχος ἡ γῆ διέμεινεν , ἢ ἐδίψησαν οἱ καρποί , |
| δ ' ἰλυόεντος ὑπὲκ φλοίσβοιο φύονται : εὖτε γὰρ ἐν δίνῃσι παλιρροίῃς τε θαλάσσης βράσσηται πάμφυρτος ἀφυσγετὸς ἐξ ἀνέμοιο σπερχομένου | ||
| κῦμ ' ἀλίαστον ἐφέσσατο νειόθι δύψας : ἀμφὶ δέ οἱ δίνῃσι κυκώμενον ἄφρεεν ὕδωρ πορφύρεον , κοίλην δ ' ἄιξ |
| Ἀρχέστρατός φησιν : σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . | ||
| , ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ ' αὐτῆς , ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων . τὴν δ ' |
| δ ' ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀήρ καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο : πρὸς τὴν πλοκὴν τοῦ ἑξῆς λόγου , | ||
| μεταφράζουσι δύστηνος ἄριστον τεκοῦσα . δυωδεκάβοιον δυόδεκα βοῶν ἄξιον . δυσαέος δυσπνόου : “ βορέαο δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε |
| ἐχούσαις τὴν οἰκοδομὴν , τὴν πάρδαλιν μάστιγι ἀνέγειρε μανιωθεῖσαν . ἀγορῇσι : συνελεύσεσι , στοαῖς , τόποις ἀγοραίοις : ἀγορὴ | ||
| ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται : αὐτοὶ γὰρ οἱ Πέρσαι ἀγορῇσι οὐδὲν ἐώθασι χρᾶσθαι , οὐδέ σφι ἔστι τὸ παράπαν |
| ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ . | ||
| Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον |
| καὶ τῷ εὔρῳ ἀνέμῳ : ὁ δὲ χειμὼν κατεψυγμένος καὶ χιονώδης , ὄμβροι δὲ ἔσονται συνεχεῖς καὶ ποταμοὶ μεγάλοι . | ||
| ὑδατώδης , μεσάζων δὲ ἀνεμώδης , καὶ λήγων χαλαζώδης καὶ χιονώδης . ἐν τῷ ἔαρι πνέουσιν ἄνεμοι ζέφυροι λαμπροί . |
| εἰπεῖν , ποίησον οὕτω : καὶ ἡ λαμπὰς ἤρθη . Ἕκτῃ ἐδόκουν ἅμα Ἀλεξάνδρῳ τῷ διδασκάλῳ προσιέναι τῷ αὐτοκράτορι , | ||
| πιτυρώδεα : καὶ ἀπέφθειραν πολλαὶ παντοίως , καὶ ἐδυστόκεον . Ἕκτῃ τῇ παρθένῳ κριθέντα , ἕκτῃ ὑπετροπίασεν , ἐκρίθη δὲ |
| ' Εὐρύπυλον βεβλημένον : οἳ δὲ μάχοντο Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες ὁμιλαδόν : οὐδ ' ἄρ ' ἔμελλε τάφρος ἔτι σχήσειν | ||
| ἀνέκβατον ἕρκος ἔχουσαν , ἐς δ ' ἔπεσον ἅμα πάντες ὁμιλαδόν , οὐδέ τι μῆχος ἐκδῦναι , στυγερὴν δὲ πόθων |
| νυκτός : ὡς καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἔχει : κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . ἀντὶ τοῦ διὰ | ||
| ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει βρύκοι δὲ κάμινος , πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήια λεπτὰ ποιοῦσα . δεῦρο καὶ Ἠελίου |
| δ ' ἁλὸς ἄχνην : ὣς τότ ' ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες νωλεμέως πόλεμον δέ : κέλευε δὲ οἷσιν ἕκαστος | ||
| γάρ πώ σφιν ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆς , ἀλλὰ νέον συνορινόμεναι κίνυντο φάλαγγες Τρώων ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν : οἳ δὲ μένοντες |
| ' ἐνὶ θώκωι πρωτοφανὴς Σοφίη περιδέξιος οἷα Σελήνη ἀργυφέη πέπλοισι χαράσσεται : ἔστι δὲ πᾶσα χιονέη , πάλλευκος ὅλον δέμας | ||
| δορίτολμος ἐτύχθη . Ἀλλὰ φάος Φαέθοντος ἀπαυγάζουσα Σελήνη ἀργυφέη λάμπουσα χαράσσεται : ἐν παλάμηι δὲ θῆλυν δίσκον ἔχουσα καταντίον ἄρσενος |
| Σκορπίου αἰθερίοιο , φέροιό κεν ἐσθλὸν ὄνειαρ εἰδώλῳ ἐνὶ τῷδε Σεληναίην ἐσαθρήσας . εἰ δέ κεν οἰκείηνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι , | ||
| δυστυχέας , καμάτου τε κακοῦ διαδέκτορας αἰεί . ἢν δὲ Σεληναίην ἑλικάστερον αἰθροβολήσῃ ἀκτῖσι χρυσέῃσι φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη , ἢ κοινῶς |
| , καὶ εἰ πάνυ εὔψυχος εἴη , τὰ κακά . χείμαρροι δὲ ποταμοὶ καὶ δικαστὰς σημαίνουσιν ἀγνώμονας καὶ δεσπότας ἀηδεῖς | ||
| οὐδείς , ἄχρις ἂν πηγαὶ μὲν ἀναβλύζωσι , ποταμοὶ δὲ χείμαρροι πλημμυρῶσι , γῆ δὲ τοὺς ἐτησίους ἀναδιδῷ καρπούς . |
| χειμῶνός κε λέγοιεν ἐπὶ πλέον ἰσχύσοντος . Μὴ μὲν ἄδην ἔκπαγλα περιβρίθοιεν ἁπάντη , τηλοτέρω δ ' αὐχμοῖο συνασταχύοιεν ἄρουραι | ||
| ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα : λίαν βαρέως * χαλεφθῇ : ὀργισθῇ * βληχρόν |
| αὔλακες ἀνατέμνονται πρὸς σπόρον : ἡνίκα δ ' ἂν μέλλωσιν ἐπιτέλλειν , ἄμητον εὐαγγελίζονται , καὶ ἐπιτείλασαι χαίροντας γεωπόνους πρὸς | ||
| . . ἐν δὲ τῇ ιβ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἀκρόνυχος ἄρχεται ἐπιτέλλειν . . ἐν δὲ τῇ ιδ Εὐδόξῳ ὑετία . |
| θαρσαλέος τις ἐν οἴδμασιν ἀντιβολήσει . εἰσὶ δ ' ἐνὶ τραφερῇ λάβροι κύνες , ἀλλὰ κύνεσσιν εἰναλίοις οὐκ ἄν τις | ||
| μίμνει δ ' ἤματα πάντα δυώδεκα σὺν τεκέεσσιν αὐτοῦ ἐνὶ τραφερῇ : τρισκαιδεκάτῃ δὲ σὺν ἠοῖ σκύμνους ἀγκὰς ἔχουσα νεαλδέας |